ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ Μ.Ε.

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΑΡΗΣ

ΝΤΑΝΟΠΟΥΛΟΥ – ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΟΛΓΑ

Αγαπητοί γονείς και μαθητές, καλωσορίσατε στη σελίδα του φροντιστηρίου μας. Στόχος μας η καλύτερη δυνατή επικοινωνία μαζί σας και η διαρκής ενημέρωση για όλα όσα αφορούν τη λειτουργία και τις παροχές του φροντιστηρίου μας

Στο Φροντιστήριό μας προετοιμάζουμε τους μελλοντικούς πρωταγωνιστές. Η απόλυτη εξειδίκευσή μας στο χώρο των φιλολογικών και οικονομικών μαθημάτων, καθώς και η πολυετής πείρα μας στο χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης, θέτουν από νωρίς τις βάσεις της επιτυχίας και διευκολύνουν τη δουλειά του υποψηφίου.

Άλλωστε, οι επιτυχίες μιλάνε για εμάς: με εισακτέους στα τμήματα στρατιωτικών σχολών, όπως ΣΣΑΣ Νομικής, ΣΣΑΣ Οικονομικών, ΣΜΥ, στις παραγωγικές σχολές των Αξιωματικών και Αστυφυλάκων ΕΛ.ΑΣ, Πυροσβεστικής, αλλά και στα υψηλής ζήτησης Ανώτερα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας όπως η Νομική, Φιλολογία, Παιδαγωγικά Τμήματα, Αγγλική Φιλολογία, Ψυχολογία και Οικονομικά Τμήματα, αποδεικνύουμε τη σκληρή μας δουλειά.

Το Φροντιστήριό μας άλλωστε είναι και πιστοποιημένο συνεργαζόμενο κέντρο της UNICERT (σύγχρονου Φορέα Πιστοποίησης Ανθρώπινου Δυναμικού, πιστοποιημένου από τον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. και διαπιστευμένου από τον Ε.ΣΥ.Δ, τα πιστοποιητικά του οποίου αποτελούν απαραίτητο εφόδιο για προσλήψεις στο ελληνικό δημόσιο και διαγωνισμούς Α.Σ.Ε.Π.), αποκλειστικού αντιπροσώπου του Πανεπιστημίου FREDERICK της Κύπρου ( με έδρα τη Λευκωσία, ενώ σχολές και τμήματα λειτουργούν και στη Λεμεσό), το οποίο προσφέρει στον ελλαδικό χώρο προγράμματα σε πτυχιακό, μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο (δια ζώσης – εξ αποστάσεως) ομοταγή με τα ελληνικά ΑΕΙ, αναγνωρισμένα από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. ( Διεπιστημονικός Οργανισμός Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης), με έξι (6) σχολές που καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσμα της εκπαίδευσης. Επίσημες γλώσσες του Πανεπιστημίου είναι η Ελληνική και η Αγγλική) για την προώθηση των προγραμμάτων σπουδών του σε πτυχιακό, μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο (δια ζώσης και εξ αποστάσεως).

Κατανοώντας ταυτόχρονα την οικονομική συγκυρία, το φροντιστήριο μας στέκεται δίπλα στην ελληνική οικογένεια με αίσθημα ευθύνης, αναπροσαρμόζοντας τα δίδακτρα του στο πνεύμα της κρίσης και υιοθετώντας προνομιακή τιμολογιακή πολιτική για ειδικές ομάδες μαθητών (όπως έκπτωση διδάκτρων για ανέργους, πολύτεκνους, αδέλφια, μαθητές εκτός Βόλου, εγγραφή δύο μαθητών…) και επιβραβεύοντας την αριστεία (έκπτωση σε αριστούχους).

Ως μέλος του Συλλόγου Φροντιστών Μαγνησίας και της ΟΕΦΕ (Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδος) συμμετέχουμε κάθε χρόνο στα Πανελλαδικά Διαγωνίσματα Προσομοίωσης για όλες τις τάξεις του Λυκείου. Παράλληλα, μέσω ειδικών διαγνωστικών τεστ εντάσσουμε το μαθητή – τρια σε τμήμα ανάλογα με τις δυνατότητές του. Παρέχουμε οργανωμένο υλικό μέσω προσωπικών σημειώσεων αλλά και εκδόσεων Schooltime. gr ως επιστημονικοί συνεργάτες του site.

ü Ομοιογενή τμήματα

ü Δωρεάν έκτακτες ώρες διδασκαλίας

ü Σύγχρονα εποπτικά μέσα

ü Εβδομαδιαία προγραμματισμένα υποχρεωτικά διαγωνίσματα

ü Συνεχής ενημέρωση γονέων για τις πραγματικές επιδόσεις των παιδιών

Βόλος, Τοπάλη 15 (με Δημητριάδος)

Τηλ. Επικοινωνίας: 2421-0-23227 / 6976796234

Υπεύθυνοι σπουδών: Ιωαννίδης Άρης, Φιλόλογος,

Ντανοπούλου – Ιωαννίδου Όλγα

olgantanopoulou@yahoo.gr.

(Facebook, Iωαννίδης Άρης)

Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ (ΣΕΛ. 143)



Το κείμενο
Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς

*    Η συλλογή
Το πεζογράφημα αυτό περιέχεται στην πρώτη συλλογή του συγγρα­φέα που έχει τίτλο Για ένα φιλότιμο. Η συλλογή αυτή, η οποία αποτε­λείται από 22 έργα με έκταση από 2 ως 5 σελίδες το καθένα, εκδόθη­κε προς το τέλος του 1964 και αποτελεί ένα έργο-στροφή στη λογοτε­χνική πορεία του Ιωάννου, γιατί μ' αυτό ο ποιητής ως τότε Ιωάννου καθιερωνόταν, αμετάκλητα πλέον και οριστικά, στην πνευματική μας ζωή ως πεζογράφος. Βέβαια, απ' όσα λέει ο ίδιος ο Ιωάννου, η ενασχόληση του με την πεζογραφία είχε αρχίσει νωρίτερα, το φθινό­πωρο του 1959, αλλά η πρώτη του απόπειρα ήταν ανεπιτυχής και μό­νο το φθινόπωρο του 1961 υπήρξε μια δεύτερη, επιτυχής αυτή τη φο­ρά, προσπάθεια, που στάθηκε αποφασιστική για όλη τη μετέπειτα παρουσία του Ιωάννου στην πεζογραφία. Αν και μέχρι το 1963, και για πέντε περίπου χρόνια, ποίηση και πεζογραφία ανταγωνίζονταν μέσα του η μία την άλλη, φαίνεται ότι τελικά επικράτησε η δεύτερη.
*    Οι κριτικές
Το Για ένα φιλότιμο συνάντησε, ίσως εξαιτίας του νέου πνεύματος που απέπνεε, τελείως αντιθετικές κριτικές, αφού άλλοι κριτικοί το υποδέ­χτηκαν με επιφυλάξεις και άλλοι με ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Χαρακτη­ριστικό της αντίθεσης αυτής είναι ότι οι έντονες ψυχολογικές κατα­στάσεις, που αποτελούν ένα βασικό διακριτικό στοιχείο του έργου του Ιωάννου, από άλλους θεωρήθηκαν νευρώσεις που με τα χρόνια περιο­ρίστηκαν, αφού ο συγγραφέας κατάκτησε μια νηφαλιότητα και την ψυ­χική αντοχή να αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα με ένα πικρό χαμόγελο (Α. Κοτζιάς), κι από άλλους (Δ. Μαρωνίτης) θεωρήθηκε ότι προσδί­δουν στο έργο του έναν παρανοϊκό χαρακτήρα που υποσχόταν πολλά για το μέλλον της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας.
*    Η πολιτική ζωή: 1950 - 1967
Το Για ένα φιλότιμο κυκλοφόρησε σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη για την
Ελλάδα εποχή. Το τέλος του Εμφυλίου βρήκε τον Ελληνισμό μπροστά σε ένα πλήθος από πολυσύνθετα προβλήματα κάθε είδους, πολιτικά, εθνικά, κοινωνικά, οικονομικά, που απαιτούσαν λύσεις. Όμως, το πο­λύπλοκο αυτών των προβλημάτων, οι αδυναμίες των ελληνικών πολιτι­κών κομμάτων (τα περισσότερα στήριζαν την προβολή τους σε μια χα­ρισματική ηγετική προσωπικότητα) και η υπολειτουργία των δημοκρα­τικών θεσμών (οι βασιλείς Παύλος και Κωνσταντίνος Β', π.χ., προσπά­θησαν να υποκαταστήσουν τα κόμματα, κυβερνώντας όπως έκριναν σωστό οι ίδιοι, και να ελέγξουν όλους τους φορείς εξουσίας) δυσκόλε­ψαν σε μεγάλο βαθμό τα πράγματα, καθυστέρησαν τις λύσεις και δημι­ούργησαν περισσότερους κινδύνους για τη χώρα. Από το 1950 μέχρι και το 1965 εναλλάχθηκαν στην εξουσία οι κυβερνήσεις Ν. Πλαστήρα (1950-1952), Α. Παπάγου (1952-1955), Κ. Καραμανλή (1955-1963) και Γ. Παπανδρέου (1963-1965), οι οποίες, αν και συνέβαλαν στην ανοικο­δόμηση της χώρας, δεν κατόρθωσαν να κάνουν βαθιές τομές, ώστε να σβήσουν τις αντιθέσεις του Εμφυλίου, να προστατέψουν τους θεσμούς από τη δράση παρακρατικών μηχανισμών (βλ. και δολοφονία του βου­λευτή της ΕΔΑ Γ. Λαμπράκη από παρακρατικούς στη Θεσσαλονίκη) και να περιορίσουν τις επεμβάσεις του Θρόνου στη διακυβέρνηση της χώρας. Έτσι, μετά τα Ιουλιανά, την αποπομπή του Γ. Παπανδρέου, που ήταν αποτέλεσμα αυλικών παρεμβάσεων (1965), και τις διαδοχι­κές κυβερνήσεις Γ. Νόβα, Η. Τσιριμώκου, Σ. Στεφανόπουλου, Γ. Παρασκευόπουλου και Π. Κανελλόπουλου, η χώρα δεν απέφυγε την επι­βολή της στρατιωτικής δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967, που υπήρ­ξε η αρχή πολλών νέων δεινών.
*    Το 1964 στην Ελλάδα και στην Κύπρο
Το 1964 ειδικότερα ήταν, εξάλλου, μια πραγματικά εφιαλτική χρονιά για το θέμα του Κυπριακού: Οι συγκρούσεις Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων κορυφώνονται, αποτρέπεται τουλάχιστον τέσσερις φο­ρές τουρκική εισβολή στο νησί, ενώ παράλληλα οργανώνονται συνω­μοσίες παραμερισμού του Μακάριου για να επιτευχθεί η διχοτόμηση του νησιού. Την ίδια χρονιά στην Ελλάδα, παρά τον εκλογικό θρίαμ­βο της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, η Ένωση Κέντρου αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα συνοχής, ενώ οι αποφυλακίσεις κομμουνι­στών πολιτικών κρατουμένων στις οποίες προβαίνει συναντούν την έντονη αντίδραση ακροδεξιών κύκλων του στρατού. Παράλληλα, πε­θαίνει μετά από σοβαρότατα προβλήματα υγείας ο βασιλιάς Παύλος και ανέρχεται στο θρόνο ο γιος του Κωνσταντίνος Β', ο οποίος μέσα στην ίδια χρονιά παντρεύεται την Άννα-Μαρία της Δανίας.
*    Το 1964 διεθνώς
Την ίδια χρονιά, τέλος, σε διεθνές επίπεδο, οι ΗΠΑ αναμειγνύονται στον πόλεμο του Βιετνάμ, γεγονός που επιφέρει σύντομα τραγικά αποτελέσματα, στην ΕΣΣΔ ο σκληροπυρηνικός Λ. Μπρέζνιεφ αντικαθιστά στην ηγεσία της χώρας το Ν. Χρουστσόφ, αλλαγή που επιδεινώνει τις σχέσεις ΕΣΣΔ - Κίνας, και στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρ­νιας σημειώνεται εντονότατη φοιτητική αναταραχή, που αποτελεί το προοίμιο τέτοιων κινημάτων και καταπνίγεται βίαια από τις αρχές. Τέ­λος, η εμφάνιση διάφορων ειρηνιστικών κινημάτων είναι πλέον γεγονός.
*    Η πνευματική ζωή
Όλα αυτά έχουν τον αντίκτυπο τους και στην πνευματική ζωή γενικό­τερα. Το βάρος που ασκούν το πρόσφατο παρελθόν και το πολυτάρα­χο παρόν διαμορφώνει μια τέχνη που αναζητά ποικίλες φόρμες εκ­φραστικής ανανέωσης. Σ' αυτό το πλαίσιο, η μεταπολεμική πεζογρα­φία καταπιάνεται με πάθος με τον Εμφύλιο ή αναλύει το σύγχρονο κοινωνικό περίγυρο. Ο Στρ. Τσίρκας, ο Δ. Χατζής, ο Ά. Αλεξάνδρου, ο Μ. Χάκας, ο Α. Κοτζιάς, ο Α. Φραγκιάς, η Δ. Σωτηρίου, όλοι κινού­νται γύρω από το ίδιο θέμα: την εξέλιξη της ελληνικής μεταπολεμικής κοινωνίας και τις συνθήκες που τη διαμόρφωσαν ή ακόμα και την αναζήτηση-αποκάλυψη της ιστορικής αλήθειας. Παράλληλα, μια άλλη ομάδα πεζογράφων, ανάμεσα στους οποίους και οι Γ. Ιωάννου, Μ. Κουμανταρέας, Κ. Ταχτσής, στρέφεται κυρίως στην περιγραφή του κοινωνικού περιβάλλοντος και στην ψυχογράφηση των προσώπων, τα οποία κινούνται συνήθως μέσα στα όρια της ελληνικής, μικροαστι­κής ως επί το πλείστων, κοινωνίας του '60. Τέλος, προς έναν τελείως διαφορετικό προβληματισμό κινήθηκε ο Α. Σαμαράκης, που τον α­πασχόλησε το θέμα της καταπίεσης του ανθρώπου, και ο Ν. Καζαντζάκης, που μέσα από τα έργα του εκφράζει τις πιο βαθιές μεταφυ­σικές και φιλοσοφικές ανθρώπινες αγωνίες.
*    Η πρωτοτυπία του Ιωάννου
Όσον αφορά την τεχνική, σχεδόν όλοι οι παραπάνω πεζογράφοι γράφουν εκτενείς συνθέσεις-μυθιστορήματα, με μία ενιαία υπόθεση, η οποία έχει αρχή, μέση και τέλος και παρουσιάζεται σε κεφάλαια. Σε αντίθεση μ' αυτή τη μορφή των εκτεταμένων αφηγήσεων, τα πε­ζογραφήματα του Ιωάννου πρωτοτυπούν, γιατί είναι μικρές συνθέσεις, γραμμένες με εξομολογητική διάθεση, που η υπόθεση τους αναπτύσ­σεται, συμπληρώνεται και ολοκληρώνεται σε μερικές μόνο σελίδες.
*    Θέμα
Βασικό θέμα του πεζογραφήματος είναι η προσφυγιά, οι δυσκολίες και η μοναξιά που αυτή συνεπάγεται, ένα θέμα που, αν και το πεζο­γράφημα γράφτηκε το 1964, παραμένει επίκαιρο και στις μέρες μας. Η θεματική αφόρμηση δίνεται στο συγγραφέα από μια σκηνή καθη­μερινή: τα παιδιά μιας προσφυγικής γειτονιάς παίζουν μπάλα μπρο­στά στο καφενείο όπου κάθεται ο αφηγητής. Αυτός, σκεπτόμενος συ­νειρμικά, αναλογίζεται τις διάφορες παραμέτρους του προσφυγικού προβλήματος και την απομόνωση που βιώνουν οι πρόσφυγες αλλά και οι ντόπιοι κάτοικοι μιας μεγαλούπολης.
*    Ιστορία
Η παρουσία μεγάλων τμημάτων προσφυγικού πληθυσμού στην πόλη της Θεσσαλονίκης με διαφορετική προέλευση για καθεμιά από τις υποομάδες αυτού, η νοσταλγία τους για τις πατρίδες τους, που και ο αφηγητής συναισθάνεται λόγω της καταγωγής του, και οι σκέψεις του για τη μοναξιά και την απομόνωση που βιώνουν οι άνθρωποι των αστικών κέντρων ερχόμενοι σε επαφή με ένα νέο τρόπο ζωής, που τους απομάκρυνε από τις ρίζες τους και τους απέσπασε από το πολιτιστικό παρελθόν τους.
*    Μύθος
Η συγκίνηση και η ηρεμία του αφηγητή όταν βρίσκεται κοντά στους πρόσφυγες, με τους οποίους νιώθει αλληλέγγυος, και η μοναξιά που βιώνει ζώντας στην αχανή και αφιλόξενη μεγαλούπολη.
*    Θεματική αφόρμηση
Μια καθημερινή σκηνή δίνει στο συγγραφέα το έναυσμα για να ξετυλίξει την ιστορία του. Τα παιδιά σε μια προσφυγική γειτονιά παίζουν μπάλα μπροστά στο καφενείο στο οποίο ο αφηγητής βρίσκεται καθισμένος. Η παρατήρηση των παιδιών που η καταγωγή τους είναι προσφυγική τού φέρνει στο μυαλό όλα όσα έχουν σχέση με το προσφυγικό ζήτημα, την αποκοπή τους από το οικείο περιβάλλον τους, τη θέση τους στο σύγχρονο κόσμο, το ρόλο που οι κάθε φορά γραφειοκράτες έχουν εκ των προτέρων ορίσει γι' αυτούς, αλλά και την απομόνωση, το ασφυκτικό αίσθημα της μοναξιάς που νιώθουν τόσο οι πρόσφυγες όσο και οι γηγενείς κάτοικοι της μεγαλούπολης.

*    Τα πρόσωπα
Το πρώτο και μοναδικό πρόσωπο του πεζογραφήματος που δρα και παρουσιάζει όσα άλλα το πλαισιώνουν είναι ο αφηγητής-συγγραφέας. Οι σκηνές που αυτός παρακολουθεί και οι σκέψεις που συνειρμι­κά κάνει παρουσιάζουν έμμεσα και τα υπόλοιπα πρόσωπα της α­φήγησης, τα οποία όμως δε δρουν στο έργο, αλλά συμμετέχουν ε­νεργά στην εξέλιξη της αφήγησης, αφού αποτελούν τη θεματική α­φορμή της και η αφήγηση αναφέρεται κυρίως σ' αυτά. Τα πρόσωπα αυτά είναι τα παιδιά (των προσφύγων) και οι μεγάλοι (οι γονείς τους), με τους οποίους μάλιστα ο αφηγητής, ως ένα βαθμό, «ταυτίζεται» (μοιάζει). Έχουν γεννηθεί, όπως κι ο αφηγητής, στη Θεσσαλονίκη και είναι μεταξύ τριάντα και σαράντα ετών στην πλειονότητα τους — άρα όσο περίπου και ο Ιωάννου όταν γράφει το πεζογράφημα—, α­φού οι περισσότεροι γεννήθηκαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Τέλος, στο περιθώριο της αφήγησης γίνεται αναφορά σε ένα πλήθος προσφυγικών φυλών (Πόντιοι, Καραμανλήδες, Καυκά­σιοι, Μικρασιάτες, Κωνσταντινουπολίτες, Θρακιώτες, Μοναστηριώτες), σε λαούς με πολύχρονη ιστορία (Θράκες, Χετταίοι, Φρύγες, Λυδοί) και ακόμα σε ανθρώπους που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, επιδεινώνουν το πρόβλημα της απομόνωσης μέσα στις μεγαλουπό­λεις («οι εγκληματίες των γραφείων», οι γείτονες).
*    Η βαθιά σύνδεση του αφηγητή με τους πρόσφυγες
Ο αφηγητής, καθισμένος στο καφενείο ενός προσφυγικού συνοικι­σμού, παρακολουθεί τα προσφυγόπουλα που παίζουν μπάλα και σκέ­φτεται τους μεγάλους που σε λίγο θα επιστρέψουν κουρασμένοι απ' τη δουλειά. Χαίρεται για τη γνησιότητα που διατηρούν στα χαρακτηριστι­κά τους και τους αναγνωρίζει με τη βοήθεια αυτών των αμιγών χαρα­κτηριστικών. Λέει μάλιστα ότι έχει εξασκηθεί στην αναγνώριση τους τόσο ώστε σπανίως κάνει λάθη, ενώ, τις περισσότερες φορές, μπορεί να διακρίνει ακόμα και λεπτές διαφορές ανάμεσα σε συγγενικά φύλα της ίδιας φυλής. Αυτή η επαφή με τους πρόσφυγες συγκινεί τον αφηγη­τή, γιατί τον κάνει να νιώθει ότι βρίσκεται με ανθρώπους δικούς του, της φυλής του, με ανθρώπους με τους οποίους τον συνδέουν δεσμοί αί­ματος και ιστορικής καταγωγής, κάτι που πιθανότατα αυτοί δεν ξέ­ρουν ή δεν κατανοούν οι ίδιοι. Άλλωστε, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι άνθρωποι αυτοί έγιναν αντικείμενα εκμετάλλευσης επιτηδείων, που τους ώθησαν στην αλληλοσφαγή και τον ξεριζωμό.
*    Η μοναξιά του αφηγητή στην πόλη
Μέσα στο θορυβώδες περιβάλλον της πόλης όμως, αντίθετα απ' ό,τι στους προσφυγικούς συνοικισμούς, ο αφηγητής, γιος προσφύγων και ο ίδιος, νιώθει μόνος και ξένος. Ο «πολιτισμός» και η μαζικότητα που χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες, η ανωνυμία και η αποξένω­ση ακόμα και συγκατοίκων ή γειτόνων, κάνουν τον αφηγητή να ζη­λεύει τους πρόσφυγες που έχουν τη χαρά να ζουν ανάμεσα σε αν­θρώπους της ράτσας τους.
*    Ο θεματικός πυρήνας
Θεματικός πυρήνας της αφήγησης είναι η σύνδεση και η σύμπνοια που έχουν οι πρόσφυγες κάθε φυλής μεταξύ τους, αλλά και με τον τό­πο καταγωγής τους. Το στοιχείο αυτό κινεί και την οργάνωση της α­φήγησης σε δύο αντίθετους θεματικούς άξονες που ο αφηγητής πα­ρουσιάζει συγκριτικά, οι οποίοι είναι:
*       Η βαθιά σύνδεση του αφηγητή με τους πρόσφυγες και η άνεση που νιώθει ανάμεσά τους
*       Η σκληρή απομόνωση που αισθάνεται ο αφηγητής ζώντας σε μία μεγαλούπολη, αποκομμένος από τον τόπο και το περιβάλλον καταγωγής του.
*    Οι νοηματικές ενότητες
Αν και η πλοκή της αφήγησης είναι χαλαρή, γιατί το κείμενο έχει τη        μορφή παράθεσης σκέψεων που διαδέχονται η μία την άλλη, μπορούμε, παρ' όλα αυτά, να διακρίνουμε σχηματικά πέντε νοηματικές ενότητες:
*       Η πρώτη ενότητα Στέκομαι και κοιτάζω... συναρτημένοι») ανα­φέρεται στις πρώτες παρατηρήσεις-σκέψεις που κάνει ο αφηγητής καθισμένος στο καφενείο. Αυτές είναι και το έναυσμα για να συνε­χιστεί η αφήγηση.
*       Η δεύτερη ενότητα Η αλήθεια πάντως... διαπίστωση») προβάλλει το θέμα της αναγνώρισης, από τον αφηγητή, της κάθε φυλετικής υποομάδας και της άνεσης με την οποία αυτός κάθε φορά την επι­τυγχάνει.
*       Στην τρίτη ενότητα Κι όμως πόση συγκίνηση... η αλήθεια») τίθε­ται και εξετάζεται ευρύτερα το θέμα της ράτσας και της φυλετικής καταγωγής των ανθρώπων.
*       Η τέταρτη ενότητα Κι όμως τα τελευταία χρόνια... νομίζω») ανα­φέρεται στην εκμετάλλευση που έχουν δεχθεί κατά καιρούς οι πρό­σφυγες από τους επιτήδειους.
*       Στην πέμπτη ενότητα Κάθε φορά που φεύγω... τριγύρω»), τέλος, αντιπαραβάλλεται η μοναχική και ανώνυμη ζωή των κατοίκων της πόλης με εκείνη στους προσφυγικούς συνοικισμούς.
Πλαίσιο κειμένου: 1η αφηγηματική ενότητα


*     «Στέκομαι και κοιτάζω... συναντημένοι»: Το πεζογράφημα, όπως και πολλά άλλα πεζογραφήματα του Ιωάννου, αρχίζει σχεδόν απροσδόκητα, με μια συνηθισμένη εικόνα της καθημερινότητας, που αποτελεί τη θεματική αφόρμηση του έργου, αλλά ταυτόχρονα τοποθετεί και τον αναγνώστη στο χωροχρόνο της αφήγησης. Χρόνος είναι το παρόν και πιο συγκεκριμένα αργά το μεσημέρι, λίγο πριν από το απόγευμα, για άλλους η ώρα του απογευματινού καφέ και για τους βιοπαλαιστές η ώρα που θα σχολάσουν απ' τη δουλειά. Τόπος είναι κάποιο «ορισμένο» και γνωστό για τον αφηγητή, όχι όμως και για τον αναγνώστη, «καφενείο». Ο αφηγητής, που πλησιάζει σ' αυτό, στέ­κεται, ίσως, λίγο πριν καθίσει, και κοιτάζει τα παιδιά που παίζουν μπάλα. Στη συνέχεια κάθεται και αφήνει ελεύθερη τη σκέψη του να κι­νηθεί συνειρμικά: το καφενείο, που βρίσκεται σε μια προσφυγική γει­τονιά, και τα παιδιά, που είναι προσφυγόπουλα, του φέρνουν στο νου τους «μεγάλους», τους γονείς τους. Οι περισσότεροι θα καταφθάσουν κατάκοποι στο καφενείο σε λίγο, μετά τη δουλειά.
*    Μύθος: Η γνησιότητα των προσφυγικών πληθυσμών, η διατήρηση της καθαρότητας και της αγνότητας τους.
Πρόσωπα - ήρωες
*                      Βασικά πρόσωπα-πρωταγωνιστές: Ο αφηγητής αποτελεί το κύριο πρόσωπο της ενότητας, αφού είναι εκείνος που παρατηρεί τους ανθρώπους των διαφορετικών προσφυγικών πληθυσμών που περνούν από μπροστά του εκφέροντας τις πρώτες κρίσεις του γι' αυτούς και επισημαίνοντας τη γνησιότητα των χαρακτηριστικών τους. Ο ίδιος ταυτίζεται με τους «μεγάλους», τους γονείς των παιδιών που παρακολουθεί να παίζουν αμέριμνα («γεννήθηκαν εδώ σ' αυτή την πόλη, όπως κι εγώ»).
*                      Δευτερεύοντα πρόσωπα-δευτεραγωνιστές: Τα παιδιά που παίζουν μπάλα και τα οποία παρατηρεί ο αφηγητής-πρωταγωνιστής από το καφενείο στο οποίο βρίσκεται καθισμένος, οι διαφορετικές προσφυγικές ομάδες ενηλίκων που περνούν από μπροστά του.
*     Οι μεγάλοι και τα χαρακτηριστικά τους
Ο αφηγητής πιστεύει ότι η κούραση τους κάνει να φαίνονται αληθινοί. Εξάλλου, έχουν γεννηθεί, απ' όσο μας πληροφορεί ο ίδιος, στη Θεσσαλονίκη, στην πόλη όπου γεννήθηκε και ο αφηγητής (αλλά και συγ­γραφέας). Κι αυτό σημαίνει, επομένως, ότι οι ίδιοι δεν είναι πρόσφυ­γες αλλά απόγονοι των προσφύγων που έφθασαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή από τις διάφορες περιοχές όπου απλώνο­νταν ως τότε οι Έλληνες. Παρ' όλα αυτά διαφέρουν από τον αφηγητή και από τους «διεσπαρμένους», γιατί ζώντας όλοι μαζί, σε συνοχή, δεν έκοψαν τους δεσμούς τους με το παρελθόν και τις ρίζες τους και κα­τόρθωσαν να διατηρήσουν αμιγή τα χαρακτηριστικά τους, ή τουλάχι­στον αμιγέστερα απ' όσο οι κατά καιρούς Έλληνες της «διασποράς», που, ξεριζωμένοι από τον τόπο τους, απλώθηκαν άλλος εδώ κι άλλος εκεί, σε κάθε γωνιά της Γης, άλλοτε ως πρόσφυγες, άλλοτε ως μετανά­στες κι άλλοτε απλώς ως κυνηγοί μιας καλύτερης τύχης. Η γνησιότητα των χαρακτηριστικών τους άλλωστε αναδεικνύεται και προβάλλεται περισσότερο στον οικείο χώρο του δικού τους καφενείου παρά σε τό­πους και περιβάλλοντα άλλα, με τα οποία δεν τους δένει τίποτα.
*     Η ράτσα και η ψυχή
Τα χαρακτηριστικά αυτά ο αφηγητής-συγγραφέας τα συνδέει με τη ράτσα και την ψυχή, δύο δομικά στοιχεία της ανθρώπινης προσωπι­κότητας, εκ πρώτης όψεως διαφορετικά. Η ράτσα, λέξη ιταλική που πιθανώς προέρχεται από την αραβική λέξη ras  (που σημαίνει «προέ­λευση, αρχή»), αναφέρεται στη γενιά, στη φυλή και δηλώνει μια πληθυσμιακή ομάδα με συγκεκριμένη καταγωγή και κοινά βιολογικά ή και άλλα χαρακτηριστικά, που σχετίζονται με το χρώμα του δέρμα­τος, την όψη, τη γλώσσα, ακόμα και τις ιδιαίτερες συνήθειες.
Όμως η λέξη αυτή λειτουργεί διαφορετικά στο κείμενο: δηλώνει μια πληθυσμιακή ομάδα, Ελλήνων, που κατάγεται από κάποια συγκεκριμένη περιοχή και έχει μερι­κές διαφορές από τους άλλους είτε πολιτισμικές (κυρίως γλωσσικές) είτε σχετικές με μάλλον δευτερεύοντα εξωτερικά σωματικά γνωρίσματα. Τα κυριότερα από αυτά τα διαφοροποιά χαρακτηριστικά προσδιορίζονται στις αμέσως επόμενες παρα­γράφους και είναι η γραμμή του κορμιού, η ομιλία (το γλωσσικό ιδίωμα ή η διάλε­κτος), το χρώμα της επιδερμίδας (μελαχρινάδα), το χρώμα των μαλλιών (καστανοί, ξανθοί), οι φωνές (το ποιόν της φωνής), οι αδρές και τίμιες φυσιογνωμίες. Δεν έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ρατσισμό αλλά με περιγραφική διάκριση των ανθρώ­πων ανάλογα με τον τόπο της καταγωγής τους και με κάποια δευτερεύοντα χαρα­κτηριστικά γνωρίσματα τους. Παρ' όλα αυτά δεν πρέπει να μείνει απαρατήρητο ότι ο συγγραφέας, δεμένος συναισθηματικά με τις ράτσες των προσφύγων, μόνο θετικά στοιχεία βρίσκει σ' αυτές: η προφορά των ανθρώπων είναι ζεστή (= γεμάτη ανθρω­πιά και αίσθημα), οι φυσιογνωμίες τους τίμιες, τα πάντα σ' αυτούς συνιστούν ομορφιά και, παρακάτω, έχουν ζωηράδα και αγνότητα.
Από την άλλη πλευρά η ψυχή είναι κάτι πολύ διαφορετικό και πολύ περισσό­τερο από ένα εξωτερικό-βιολογικό στοιχείο: είναι ολόκληρος ο εσω­τερικός κόσμος του ανθρώπου, το πνεύμα και το φρόνημα του, το σύ­νολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της συμπεριφοράς, της κουλ­τούρας και της ψυχοσύνθεσης του.
*     Η αφόρμηση
Για τις σκέψεις που θα εκθέσει ο συγγραφέας σχετικά με τους πρόσφυγες αφορμάται εισαγωγικά από μιαν απλή και καθημερινή σκηνή, πολύ συνηθισμένη την εποχή της σύνθεσης του πεζογραφήματος: κάποια παιδιά παίζουν μπάλα έξω από ένα καφενείο. Και καθώς λειτουργεί στη συνείδηση του συγγραφέα ο συνειρμός (αντίθεση: παιδιά - μεγάλοι, και συνάφεια στο χώρο: τόπος του παιχνιδιού - το διπλανό καφενείο), μεταβαίνει στους θαμώνες που θα έρθουν σε λίγο.
*     Το αόριστο και το συγκεκριμένο
Από την αρχή ο αναγνώστης βρίσκεται σε κάποιαν απορία και αμηχανία, επειδή όλα παρουσιάζονται σαν συγκεκριμένα και γνωστά {τα παιδιά - στο ορισμένο καφενείο - οι μεγάλοι - εδώ σ' αυτή την πόλη - της ράτσας τους - από μας τους διεσπαρμένους), όμως για τον ίδιο είναι αόριστα και άγνωστα (ποια είναι τα παιδιά και ποιοι οι μεγάλοι; ποιο είναι το ορισμένο καφενείο και ποια η πόλη που δεν κατονομάζεται; ποια είναι η ράτσα των θαμώνων του καφενείου και ποια του συγ­γραφέα;). Βέβαια ο συγγραφέας δεν κρίνει ότι οι αναγνώστες γνωρίζουν ή είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν, και επομένως είναι περιττές οι συγκεκριμενοποιή­σεις, αλλά μάλλον όλα πρέπει να θεωρηθούν γενικευτικά: θα μπορούσε να πρό­κειται για οποιοδήποτε καφενείο, για οποιαδήποτε ομάδα παιδιών, για οποιαδή­ποτε προσφυγούπολη - το όνομα της Θεσσαλονίκης δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο του κειμένου (ωστόσο, παρακάτω οι διάφοροι πρόσφυγες πρέπει να ανα­φερθούν, και αναφέρονται, με τους συγκεκριμένους τόπους της καταγωγής τους).
*     Οι συγκρίσεις
Στο κείμενο υπάρχουν δύο συγκρίσεις σχετικές με την αυθεντικότητα και τη γνησιότητα των θαμώνων του καφενείου καθώς και μία σχετική με τη ράτσα τους:
*       κουρασμένοι απ' τη δουλειά, είναι πολύ πιο αληθινοί (μέτρο σύγκρισης οι κατα­στάσεις): η κούραση και η δουλειά είναι δύο καταστάσεις οι οποίες προσιδιάζουν σ' αυτούς τους ανθρώπους, γιατί συμβαδίζουν με τις ταλαιπωρίες και τις δυσκο­λίες της ζωής τους· έτσι, κουρασμένοι απ' τη δουλειά αποτυπώνουν την αυθεντι­κότητα τους - είναι πιο γνήσια η όψη τους από ό,τι αν τους βλέπαμε, ας πούμε, ξεκούραστους και ευδιάθετους. Η κούραση και η δουλειά τους κάνουν αληθινούς.
*       διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από μας τους διεσπαρμένους (μέτρο σύγκρισης τα χαρακτηριστικά της ράτσας και η ψυχή): συγκρίνονται οι θαμώνες του καφενείου με τους διεσπαρμένους (σ' αυτούς που έχουν φύγει από τους προσφυγικούς συνοικισμούς), στους οποίους ανήκει ο συγγραφέας.
*       όταν τους βλέπω εδώ, μου φαίνονται πιο γνήσιοι (μέτρο σύγκρισης οι χώροι): μαζε­μένοι εδώ φαίνονται στο συγγραφέα πιο γνήσιοι από ό,τι σε άλλους χώρους, γιατί έτσι έχουν καταγραφεί στη συνείδηση του: ταυτισμένοι με αυτόν το χώρο. Ο τόπος τους δείχνει γνήσιους [το μου φαίνονται δείχνει υποκειμενική στάση, σε αντίθεση με το ρήμα προηγούμενης φράσης (είναι), που δείχνει αντικειμενική γνώμη].
Η λέξη διεσπαρμένους μας οδηγεί στους Έλληνες «της διασποράς», στους μετα­νάστες και γενικά στους ομογενείς, που είναι και αυτοί ξεριζωμένοι από τον τόπο τους, όπως οι πρόσφυγες.
*     Ο χώρος και ο χρόνος
 Ο χώρος που χρησιμεύει ως αφετηρία του αφηγήματος είναι αόριστα ένα καφενείο, που είναι, πέρα από στέκι, ένας τόπος-σύμβολο της εγκατάστασης και της συνοχής κάθε ράτσας (θα αναφερθεί και παρακάτω: κάθε φορά που φεύγω από κει), ενώ ο χρόνος δίνεται υπαινικτικά: είναι βραδάκι, αφού θα σχολάσουν και θ' αρχίσουν να καταφτάνουν. Το ευρύτερο χρονικό πλαίσιο δε δίνεται ακόμη (αφήνεται από κάποιες αναφορές να καταλάβουμε ότι είναι τα μεταπολεμικά χρόνια, ιδιαίτερα τα χρόνια γύρω στο 1960), ενώ η προσφυγούπολη είναι η Θεσσαλονίκη, ο πιο προσφι­λής χώρος των κειμένων του Γ. Ιωάννου (και αυτός δίνεται υπαινικτικά).

*    Αποκωδικοποίηση λέξεων και φράσεων

*    Στέκομαι καί κοιτάζω τά παιδιά, παίζουνε μπάλα. Κάθομαι στό ορισμένο καφενείο, σε λίγο θά σχολάσουν καί θ' αρχίσουν νά καταφτάνουν οι μεγάλοι: Όπως ο αφηγητής συνηθίζει και σε άλλα του έργα, το συγκεκριμένο κείμενο ξεκινά με έναν απροσδόκητο τρόπο, με μια εικόνα εντελώς καθημερινή, που επιτελεί μια διττή λειτουργία στο αφήγημα: αφενός δίνει την αφόρμηση, το έναυσμα για το ξετύλιγμα της αφηγηματικής πλοκής, παράλληλα όμως εντάσσει ομαλά τον αναγνώστη στο χώρο και το χρόνο της αφήγησης. Ο χρόνος δε δίνεται με άμεση παράθεση της χρονικής στιγμής, γίνεται ωστόσο εύκολα αντιληπτός από το περικείμενο: πρόκειται για αργά το μεσημέρι, την ώρα που οι άνθρωποι του μόχθου θα επιστρέψουν κουρασμένοι από τις δουλειές τους, για άλλους δε την ώρα που θα απολαύσουν τον απογευματινό τους καφέ. Ο τόπος προσδιορίζεται με ακρίβεια: ένα καφενείο, μάλλον γνωστό και συγκεκριμένο για τον αφηγητή, γι' αυτό άλλωστε και προσδιορίζεται από αυτόν με τον όρο «ορισμένο».
          Ο αφηγητής βρίσκεται σ' αυτό τον οικείο για εκείνον χώρο, στέκεται και κοιτάζει λίγο πριν καθίσει και το βλέμμα του εστιάζει στα παιδιά που απέναντι από το χώρο του καφενείου παίζουν μπάλα. Σαν τον παλιό πλανόδιο φωτογράφο που στήνει το σκηνικό για να απαθανατίσει από μια συγκεκριμένη θέση τις παραστάσεις που θα περάσουν από μπροστά του, ο αφηγητής παίρνει τη θέση του στο καφενείο για να καλύψει σε όλο τους το εύρος τις σκηνές που θα διαδραματιστούν μπροστά του σε λίγο που το πλάνο από τους μικρούς θα περάσει στους μεγάλους. Με αφορμή την παρακολούθηση του παιχνιδιού των παιδιών δημιουργείται στο μυαλό του συγγραφέα ο συνειρμός παιδιά-μεγάλοι αλλά και η ανάλογη συνάφεια του χώρου, τόπος παιχνιδιού των παιδιών έξω από το καφενείο-τόπος συγκέντρωσης των μεγάλων το εσωτερικό του καφενείου, γεγονός που του παρέχει την ευκαιρία να μεταβεί στους ανθρώπους που σε λίγο θα καταφθάσουν στο καφενείο έχοντας ολοκληρώσει τη σκληρή καθημερινή τους προσπάθεια.
*    Κουρασμένοι απ' τη δουλειά, είναι πολύ πιο αληθινοί. Οι περισσότεροι γεννήθηκαν εδώ σ' αυτή την πόλη, όπως κι εγώ: Ο αφηγητής πλέον περνά στην αναφορά σε στοιχεία που διακρίνουν τους πρόσφυγες. Η κούραση της βιοπάλης τους κάνει να φαίνονται πιο αληθινοί έναντι των άλλων. Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας-αφηγητής κάνει χρήση μιας συνήθους για τον ίδιο τεχνικής: της αντιθετικής παρουσίασης, της σύγκρισης, έστω κι αν το συγκρινόμενο μέλος δεν υπάρχει, αλλά εννοείται από τα συμφραζόμενα. Στο συγκεκριμένο σημείο ο αφηγητής τους βρίσκει πιο αληθινούς, περισσότερο αυθεντικούς, καθώς τους συναντά σε χώρους καθημερινής και αγωνιώδους εργασιακής προσπάθειας και το εννοούμενο σημείο αναφοράς, το μέτρο σύγκρισης τους, γίνεται ο χώρος δράσης τους, οι συνθήκες στις οποίες εντοπίζεται η παρουσία τους.
Όλοι αυτοί οι προσφυγικοί πληθυσμοί που καθημερινά αγωνίζονται για την εξασφάλιση της επιβίωσης τους έχουν γεννηθεί, όπως ο συγγραφέας-αφηγητής μάς πληροφορεί, στη Θεσσαλονίκη, την πόλη που και ο ίδιος γεννήθηκε. Η πόλη, βέβαια, δεν κατονομάζεται, για να βοηθήσει με τον τρόπο αυτό στην αοριστία με την οποία επενδύεται η αφήγηση του για να μπορέσει να λειτουργήσει ως σύμβολο κάθε πόλης που δέχτηκε και φιλοξενεί πληθυσμούς προσφύγων, εύκολα όμως μπορεί να κατανοηθεί η ταυτότητα της γνωρίζοντας την ιδιαίτερη επίδραση που η γενέθλια πόλη άσκησε στο Γιώργο Ιωάννου, καταλήγοντας να γίνει το μόνιμο σημείο αναφοράς των έργων του και το διαρκές σκηνικό-αφετηρία της μυθοπλασίας του.
Το γεγονός δε ότι οι πρόσφυγες που ο ίδιος εντοπίζει γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη σημαίνει ότι οι ίδιοι δεν είναι πρόσφυγες πρώτης γενιάς, οι άμεσα ξεριζωμένοι από το χώρο της Μικρασίας, αλλά απόγονοι των προσφυγικών οικογενειών που έφτασαν στην Ελλάδα μετά το τέλος της μικρασιατικής περιπέτειας. Ο αφηγητής εντοπίζει τη βασική διαφορά όλων αυτών από τους πρόσφυγες που ακολούθησαν το δρόμο της φυγής έξω από τα ελληνικά σύνορα, τους «διεσπαρμένους» κατά την επιγραμματική διατύπωση του, αλλά και από τον ίδιο στο εξής: ζώντας όλοι μαζί και συμβιώνοντας στους αμιγώς προσφυγικούς συνοικισμούς κατάφεραν να διατηρήσουν ακέραιο το δεσμό τους με την παράδοση, να κρατήσουν σε μια αδιάσπαστη συνέχεια τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που τους διαφοροποιούν έναντι των γηγενών, χωρίς να αποκοπούν από τις ρίζες τους και χωρίς να διαρρήξουν τη σύνδεση τους με το παρελθόν.            
Για το λόγο αυτό δείχνουν περισσότερο αυθεντικοί από κάθε άλλο Έλληνα που προτίμησε τη φυγή έξω από τα στενά ελληνικά όρια, επιλέγοντας την εγκατάσταση σε κάθε γωνιά της Γης στο κυνήγι μιας καλύτερης μοίρας. Προσθέτει, μάλιστα, ότι πιο εύλογα παρουσιάζονται τα αυθεντικά χαρακτηριστικά τους όταν αναδεικνύονται στον οικείο χώρο τους, αυτό των προσφυγικών συνοικισμών, κι όχι όταν παρατηρούνται σε χώρους που δεν είναι στους πρόσφυγες οικείοι, σε περιβάλλοντα ξένα και ανέστια προς εκείνους. Τις διαφορές τους αυτές έναντι όλων των υπόλοιπων προσφυγικών πληθυσμών εντοπίζει υπό το πρίσμα της καθαρά προσωπικής θεώρησης, της απόλυτα υποκειμενικής άποψης, στοιχείο που φαίνεται ξεκάθαρα από τη χρήση του ρήματος «φαίνονται», που ισοδυναμεί με το ελάχιστα αντικειμενικό «δίνουν την εντύπωση», αλλά και τη χρήση της προσωπικής αντωνυμίας α' προσώπου «μου» προκειμένου να δηλωθεί πως ό,τι καταθέτει έχει διηθηθεί από το υλικό της εντελώς προσωπικής άποψης του και δεν εκφράζεται μια συνολική ή ευρύτερα αποδεκτή θέση.                                                                                                                                                                                      
*    Κι όμως διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από μας τους διεσπαρμένους. Ιδίως όταν τους βλέπω εδώ, μου φαίνονται πιο γνήσιοι. Κάπως αλλιώτικοι μοιάζουν μακριά, σε άλλα περιβάλλοντα συναντημένοι: Επιλέγοντας τον αντιθετικό-συγκριτικό τρόπο παρουσίασης διατυπώνει και μια ακόμη αντίθεση των προσφύγων σε σχέση τους με τους υπόλοιπους Έλληνες της διασποράς: την καθαρότητα της ράτσας και τη διατήρηση της ξεχωριστής τους φυσιογνωμίας, του πνεύματος και του φρονήματος τους. Επιλέγοντας δύο λέξεις με καίρια σημασία, «ράτσα» και «ψυχή», κωδικοποιεί όλη αυτή την έννοια της διαφορετικότητας τους. Η λέξη «ράτσα», ιταλικής προέλευσης, με ετυμολογική συνάφεια προς το αραβικό «ras»,υποδηλώνει τη φυλή, τη γενιά και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα ανθρώπων που έχουν κοινή καταγωγή και χαρακτηριστικά που τους διαφοροποιούν έναντι όλων των άλλων: χρώμα δέρματος, γλώσσα, εξωτερική εμφάνιση, θρησκεία, παραδοσιακές συνήθειες. Λίγο πιο  κάτω θα προσδιορίσει αυτά τα γνωρίσματα με τις φράσεις «γραμμή κορμιού», «ομιλία», «μελαχρινάδα», «φωνές», που παραπέμπουν στη σωματική τους διάπλαση, το ιδιαίτερο γλωσσικό τους ιδίωμα, το χρώμα της επιδερμίδας τους και το ποιόν της φωνής τους. Η έννοια «ψυχή» είναι μια έννοια εντελώς διαφορετική σε σχέση με την προηγούμενη, καθώς δεν παραπέμπει στα εξωτερικά, αλλά στα εσωτερικά γνωρίσματα των ατόμων: στον εσωτερικό τους κόσμο, στην κουλτούρα τους, την ξεχωριστή ψυχοσύνθεση τους, στο φρόνημα και την ιδιαίτερη συμπεριφορά τους. Για τον αφηγητή, ο συνδυασμός ράτσας και ψυχής ως διαφοροποιητικών χαρακτηριστικών των προσφύγων έγκειται στο συμφυρμό του «αίματος» με την προγονική ψυχή, με τη βοήθεια της οποίας ο Έλληνας σε όποιο σημείο της Γης κι αν βρίσκεται νιώθει να αυτοεπιβεβαιώνεται, να ολοκληρώνεται και συναισθάνεται ότι έρχεται από τα βάθη των αιώνων φυλετικά απαράλλακτος, ανέγγιχτος από τις αλλοτριωτικές επιδράσεις που στο πέρασμα των χρόνων δέχτηκε.
*    Επιμέρους θέματα
*       Οι σκηνές κινηματογραφικά πλάνα
Ο κινηματογράφος είναι η μορφή τέχνης που επηρέασε το Γιώργο Ιωάννου και συνδέθηκε με το λογοτεχνικό του έργο καθορίζοντας το έργο του τόσο στο επίπεδο της τεχνικής της γραφής όσο και στη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας των έργων του. Στην πρώτη ενότητα του πεζογραφήματος η επίδραση που ο κινηματογράφος άσκησε στο συγγραφέα-αφηγητή είναι εμφανέστατη: η εξιστόρηση των γεγονότων του γίνεται με τρόπο που παραπέμπει χωρίς αμφιβολία σε κινηματογραφικά πλάνα και στη λήψη του σκηνοθέτη, που παρακολουθεί τους ήρωές του στο χώρο δράσης τους όντας ο ίδιος σε θέση να τους αντιληφθεί ευκρινέστατα και να καταγράψει τις κινήσεις τους μία προς μία. Έτσι, παρουσιάζεται να παίρνει θέση στο καφενείο στο οποίο σύχναζε, έχοντας τη δυνατότητα της απόλυτης εποπτείας των όσων θα διαδραματιστούν μπροστά του και να παρακολουθεί τα παιδιά που παίζουν σε πρώτο πλάνο, μεταφέροντας σε λίγο τη λήψη του από τα παιδιά στους γονείς τους που σχολούν από τη δουλειά και ετοιμάζονται να πάρουν θέση στο ίδιο με εκείνον καφενείο.
Επιπλέον, την επίδραση του κινηματογράφου στο έργο του καταδεικνύει και η εστίαση του ακόμη και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Στο συγκεκριμένο σημείο εμμένει στη λεπτομερειακή αναφορά του στις προσφυγικές ομάδες, για τα μέλη των οποίων επισημαίνει ότι τα χαρακτηριστικά τους, που έχει εντοπίσει ως ενδεικτικά της αυθεντικότητας και γνησιότητας τους, είναι πιο εύληπτα και περισσότερο αναγνωρίσιμα όταν εκείνοι συναντώνται στα περιβάλλοντα με τα οποία είναι απόλυτα ταυτισμένοι, το χώρο των προσφυγικών συνοικισμών εν προκειμένω, κι όχι όταν απαντώνται αλλού, σε χώρους ξένους προς τους ίδιους. Λίγο πιο κάτω μάλιστα αυτή την εστίαση στη λεπτομέρεια θα κάνει πιο εύκολα αντιληπτή, όταν στα πλάνα του θα συμπεριλάβει όλες τις προσφυγικές ομάδες διακρίνοντας σε καθεμιά από αυτές τα ιδιαίτερα της γνωρίσματα, από αυτά του σώματος και της εξωτερικής όψης μέχρι τη φωνή και την ξεχωριστή ομιλία τους.
*       Οι προσφυγικές οικογένειες της Θεσσαλονίκης: Με τους χαρακτηρισμούς «πρόσφυγες πριν» και «πρόσφυγες μετά» εννοούνται όλες εκείνες οι προσφυγικές οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη πριν και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, με τη συντριπτική πλειοψηφία των προσφυγών να έχει πάρει το δρόμο της επιστροφής για την Ελλάδα μετά το τέλος της μικρασιατικής περιπέτειας και το άδοξο τέλος της Μεγάλης Ιδέας, που συνδέθηκε με τον οριστικό ξεριζωμό και την ακουσία έξοδο των Ιώνων Ελλήνων από τις πατρογονικές τους ρίζες.
Αξίζει, επιπλέον, να λεχθεί ότι με την απογραφή του 1928 η Μακεδονία είχε 2.062 συνοικισμούς (οικισμούς), με τους 571 από αυτούς να βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη, που έγινε ο φιλόξενος χώρος υποδοχής για τους ξεριζωμένους Μικρασιάτες.
*       Οι όροι «ράτσα» και «ψυχή»

Αξίζει να προσεχθεί η χρήση από το συγγραφέα-αφηγητή των όρων «ράτσα» και «ψυχή». Με τον πρώτο όρο αναφέρεται στη φυλή, σε ένα σύνολο ανθρώπων με κοινή καταγωγή, κοινή γλώσσα, θρησκεία, κοινά βιολογικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με το χρώμα του δέρματος, την εξωτερική εμφάνιση, την ιδιαιτερότητα του γλωσσικού κώδικα που χρησιμοποιούν, ο οποίος τους διαφοροποιεί έναντι όλων των υπόλοιπων ομάδων. Ο όρος «ράτσα» παραπέμπει «σε μια ομάδα ατόμων του ίδιου είδους με κοινά μεταξύ τους βιολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία όμως διαφέρουν από τα βιολογικά χαρακτηριστικά των υπόλοιπων ατόμων του ίδιου είδους», (περ. focus, «Άλλη φάτσα, άλλη ράτσα», Ιούνιος 2007)
Για τον Ιωάννου, η ράτσα αναφέρεται στην πληθυσμιακή ομάδα Ελλήνων που έλκει την καταγωγή της από κάποια συγκεκριμένη περιοχή και έχει ευδιάκριτες σε σχέση με άλλες ομάδες ατόμων διαφορές εντοπίζοντας αυτές -όπως χαρακτηριστικά παραθέτει στην επόμενη ενότητα του αφηγήματος- στη γραμμή του κορμιού, την ομιλία, το χρώμα της επιδερμίδας(«μελαχρινάδα»), το χρώμα των μαλλιών («καστανοί», «ξανθοί»), τον τόνο, την ιδιαιτερότητα της φωνής («φωνές»), την ξεχωριστή φυσιογνωμία τους («αδρές και τίμιες φυσιογνωμίες»). Ο όρος, επομένως, αυτός δεν παραπέμπει στη σημασία με την οποία είναι σήμερα αρνητικά φορτισμένη η λέξη, στη θεωρία του ρατσισμού που στηρίζεται στη διαφορά, τη βιολογική με λίγα λόγια, πνευματική, πολιτιστική ανωτερότητα κάποιων ομάδων έναντι κάποιων άλλων, που θεωρούνται κατώτερες και υποδεέστερες. Θυμίζουμε ότι ο όρος ρατσισμός στο λεξικό Μπαμπινιώτη έχει την ακόλουθη εξήγηση: «κοινωνική ή πολιτική πρακτική διακρίσεων που βασίζεται στο δόγμα της ανωτερότητας μιας φυλής, εθνικής ή κοινωνικής ομάδας, και στην καλλιεργημένη αντίληψη των μελών της ότι οφείλουν να περιφρουρήσουν την αμιγή σύσταση, την καθαρότητα της ομάδας τους, καθώς και τον κυριαρχικό της ρόλο έναντι των υπολοίπων φυλετικών, εθνικών κοινωνικών ομάδων που θεωρούνται κατώτερες». Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με την αναφορά σε ρατσιστικές αντιλήψεις, αλλά σε μια περιγραφική διάκριση των ανθρώπων που εδράζεται στον τόπο καταγωγής και σε κάποια διαφοροποιητικά βιολογικά χαρακτηριστικά τους.                                                                                                                                                                                                 
Ο όρος «ψυχή» έχει μια εντελώς διαφορετική ερμηνεία, ξεφεύγοντας από τα όρια των εξωτερικών-βιολογικών ιδιαιτεροτήτων: με τη συγκεκριμένη λέξη εννοούνται τα εσωτερικά γνωρίσματα, η ψυχοσύνθεση, το πνεύμα, το ανθρώπινο φρόνημα, η κουλτούρα, ολόκληρος ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου. Ο συγκεκριμένος όρος δηλώνει «τον τρόπο με τον οποίο η ζωή εκδηλώνεται στον άνθρωπο. Δεν αναφέρεται σε ένα μόνο τμήμα της ανθρώπινης ύπαρξης το πνευματικό, σε αντίθεση προς το υλικό- αλλά σημαίνει τον ολόκληρο άνθρωπο, ως ενιαία ζωντανή υπόσταση». (Γιανναράς Χρήστος, Αλφαβητάρι της πίστης, εκδ. Δόμος, σελ. 88)
*       Η πλοκή του πεζογραφήματος
Όπως και στα περισσότερα έργα του Γιώργου Ιωάννου, έτσι και στο συγκεκριμένο απόσπασμα η πλοκή είναι μάλλον χαλαρή και η βάση της είναι οι συνειρμοί και οι διαφορετικές σκέψεις που γίνονται από το συγγραφέα-αφηγητή στη διάρκεια μιας περιπλάνησης που πραγματοποιεί σ' έναν από τους πολλούς προσφυγικούς συνοικισμούς της γενέτειρας του. Η υπόθεση αφορμάται από τη σκηνή του καφενείου, όπου ο συγγραφέας βρίσκεται παρακολουθώντας όσα διαδραματίζονται γύρω του και κάνοντας διάφορες σκέψεις ή παρατηρήσεις για όσα βλέπει.

*       To αυτοβιογραφικό στοιχείο της ενότητας
Το πεζογράφημα είναι γραμμένο στο α' ενικό πρόσωπο, γεγονός που παραπέμπει στο έντονα προσωπικό στοιχείο με το οποίο ο συγγραφέας-αφηγητής επενδύει την αφήγηση του, υπάρχουν ωστόσο και άλλα στοιχεία που δείχνουν ότι σ' αυτό το πεζογράφημα υπάρχει ένα ευδιάκριτο αυτοβιογραφικό υπόστρωμα. Τα στοιχεία αυτά είναι:
*       Αρχικά αναφέρεται στη συνήθεια του να συχνάζει στο ίδιο καφενείο με τους πρόσφυγες του συγκεκριμένου συνοικισμού.
*       Η γέννηση του στην ίδια πόλη, τη Θεσσαλονίκη, μολονότι αυτή εξαρχής δεν κατονομάζεται όπως και τα παιδιά των προσφύγων, (ο ίδιος ο Ιωάννου υπήρξε παιδί προσφυγικής οικογένειας από την Ανατολική Θράκη και γεννήθηκε στην πόλη στην οποία κατέφυγαν οι γονείς του).
*       Γίνεται ένα μαζί τους και νιώθει τη φυλετική διαφοροποίηση του από τους άλλους («όπως κι εγώ»).
*       Τοποθετεί τον εαυτό του σ' αυτούς που οδηγήθηκαν έξω από τους προσφυγικούς συνοικισμούς, στους «διεσπαρμένους», γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να απολέσουν την καθαρότητα και αυθεντικότητα της καταγωγής τους.
*       Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η διαρκής χρήση των προσωπικών αντωνυμιών α' προσώπου.
*       Ο εξομολογητικός τόνος της αφήγησης του, η έκφραση έντονων προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων.
*       Ψυχογράφηση προσώπων
*     Ο συγγραφέας-αφηγητής: Ο συγγραφέας-αφηγητής είναι άνθρωπος που διακρίνεται από έντονη και διαρκή παρατηρητικότητα, που έχει εξασκηθεί στην αναγνώριση των διάφορων προσφυγικών ομάδων της πόλης στην οποία ζει και ο ίδιος. Η νοσταλγία του είναι έκδηλη κάθε φορά που ανακαλεί στη μνήμη του τις εικόνες όλων αυτών των ξεριζωμένων από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους Μικρασιατών, διατηρεί έντονους δεσμούς με το παρελθόν του, γυρίζει διαρκώς σ' αυτό και στο χώρο στον οποίο έζησε τα προηγούμενα χρόνια της ζωής του, πρόσφυγας και ο ίδιος από τη Θράκη όπως και οι υπόλοιποι πληθυσμοί που εντοπίζει στο συνοικισμό από τον οποίο περνά. Η συγκίνηση του είναι έντονη όταν στο μυαλό του ανακαλεί τις γνώριμες φιγούρες όλων αυτών των ανθρώπων, που κοπιάζουν για την εξασφάλιση της επιβίωσης τους και διαπιστώνει με χαρά την επίτευξη της διατήρησης της ταυτότητας και της καθαρότητας της φυλής τους.
*     Οι πρόσφυγες: Είναι άνθρωποι συνηθισμένοι, φιγούρες καθημερινές, που ο αγώνας τους περιστρέφεται γύρω από την αδιάκοπη επιδίωξη της επιβίωσης τους. Είναι άνθρωποι τίμιοι, εργατικοί, με έντονη την πίστη στην αναγκαιότητα της διατήρησης της φυλετικής τους ιδιαιτερότητας. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο και δεν επιδίωξαν να εγκαταλείψουν τους προσφυγικούς συνοικισμούς στους οποίους εγκαταστάθηκαν μετά την άφιξη τους στην Ελλάδα επιτυγχάνοντας με τον τρόπο αυτό να μην οδηγηθούν στη νόθευση των χαρακτηριστικών τους, όπως οι άλλοι που διασκορπίστηκαν, «οι διεσπαρμένοι», που με την τακτική τους αυτή οδηγήθηκαν στην απώλεια της ξεχωριστής τους ταυτότητας.

Αφηγηματικές τεχνικές
*     Ο αφηγητής - Η αφήγηση: Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη· Ο αφηγητής είναι βασικός φορέας της αφήγησης, καθώς παρακολουθεί από κοντά όσα εξιστορεί («Στέκομαι καί κοιτάζω»), αλλά και μετέχει ενεργά σε όσα αφηγείται. Είναι αφηγητής-πρωταγωνιστής και δραματοποιημένος εφόσον ανασυνθέτει τα γεγονότα που αφορούν στον ίδιο δρώντας μέσα σε ένα χώρο στον οποίο συγχρ^ τίζεται με τους πρόσφυγες έχοντας κοινά βιώματα μαζί τους. Η αφήγηση ανήκει στον τύπο της ομοδιηγητικής αφήγησης και ο αφηγητής είναι αυτοδιηγητικός - ομοδιηγητικος. Με κριτήριο το αφηγηματικό επίπεδο και το βαθμό συμμετοχής του αφηγητή έχουμε εξωδιηγητική - ομοδιηγητική αφήγηση, καθώς ο αφηγητής πρώτου επιπέδου αφηγείται μια κύρια ιστορία στην οποία ο ίδιος έχει πρωταγωνιστικό ρόλο συμμετέχοντας άμεσα σε όσα ιστορούνται.
*     Φωνές: Η κύρια φωνή που ακούγεται σε όλη την πρώτη ενότητα του πεζογραφήματος είναι αυτή του συγγραφέα-αφηγητή, που παρουσιάζει τις προσωπικές του σκέψεις και τις εικόνες που αυθόρμητα ανακαλεί στο μυαλό του καθώς περιδιαβάζει σε κάποιον από τους προσφυγικούς συνοικισμούς της γενέτειρας του.
*     Εστίαση : Η εστίαση, όπως συμβαίνει στα περισσότερα από τα έργα του Γιώργου Ιωάννου, είναι εσωτερική και η αφήγηση μονοεστιακή-μονομερής, υπό την έννοια ότι τα πάντα δίνονται από την οπτική γωνία του αφηγητή. Ο τελευταίος αποκαλύπτει τις σκέψεις του, τα συναισθήματα του, τον τρόπο με τον οποίο αντικρίζει τον κόσμο και όλα αυτά διηθημένα από τη δική του οπτική γωνία, με βάση τη δική του όραση και την αντίληψη για τον κόσμο που τον περιβάλλει. «Ο συγγραφέας, μιλώντας πάντα σε πρώτο πρόσωπο, και μιλώντας κατά κανόνα για ατομικά περιστατικά, δεν παραλείπει εντούτοις ποτέ να τοποθετείται μέσα σ' ένα συγκεκριμένο ιστορικό χωροχρόνο, που είναι ο χωροχρόνος της νεοελληνικής πραγματικότητας. Πρέπει όμως να πούμε ότι τείνει σταθερά σε μια μυθοποίηση της πραγματικότητας αυτής και, προπάντων, της προσωπικής του ιστορίας, καθώς μάλιστα πολλές φορές ανάγεται στην παιδική ηλικία. Κατά παράξενο τρόπο η μυθοποίηση τούτη συνυπάρχει με μια διάθεση ν' αποκαλυφθούν και οι άσχημες -μερικές φορές και αποτρόπαιες- πλευρές της ζωής. Το αποτέλεσμα είναι ότι και οι πλευρές αυτές δέχονται την ανταύγεια μιας βαθύτερης ευγένειας, που έχει την πηγή της στην ίδια την καρδιά του συγγραφέα». (Μ. Γ. Μερακλής, «Η σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία [1945-1970]:2 Πεζογραφία [Μελέτη 5], Θεσσαλονίκη, εκδ. Κωνσταντινίδη, 1970, σελ. 106-108, παράθεμα στο Νεοελληνική Λογοτεχνία, Γ' Ενιαίου Λυκείου, Θεωρητική κατεύθυνση, Βιβλίο του καθηγητή, σελ. 137)
*     Αφηγηματικοί τρόποι
Κύριος αφηγηματικός τρόπος στην παρούσα ενότητα είναι η μίμηση, εφόσον πρόκειται για αφήγηση σε α' ενικό πρόσωπο από ένα πρόσωπο που συμμετέχει στην αφήγηση, ενώ υπάρχουν επίσης:
*       αφήγηση: ο συγγραφέας-αφηγητής αφηγείται την ιστορία της περιδιάβασης του στους προσφυγικούς συνοικισμούς και των συναισθημάτων που οι εικόνες που αντικρίζει του προξενούν με τη μορφή του αφηγηματικού μονολόγου παρακολουθώντας από κοντά τα όσα εξιστορεί και δρώντας μέσα στο ίδιο χρονικό πλαίσιο με τους ήρωες του ή παρουσιάζοντας κοινές εμπειρίες και βιώματα μ' αυτούς.
*       περιγραφή: με σύντομο τρόπο περιγράφονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των προσφυγικών ομάδων που ζουν στο συνοικισμό από τον οποίο διέρχεται και ο αφηγητής («Κουρασμένοι άπτη δουλειά, είναι πολύ πιό αληθινοί», «Κι όμως διατηρούν πιό καθαρά τά γαρακτη ριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους», «Κάπως αλλιώτικοι μοιάζουν μακριά, σε άλλα περιβάλλοντα συναντημένοι»)
*       σχόλιο: υπάρχει ένα σύντομο σχόλιο από την πλευρά του αφηγητή που εντοπίζεται στο σημείο που παρουσιάζεται εμφανώς η διαφορά των αυθεντικών προσφυγικών οικογενειών από τους ανθρώπους που σκόρπισαν και αναμείχθηκαν με άλλες ομάδες χάνοντας τελικά την αυθεντικότητα τους διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από μας τους διεσπαρμένους»).

*     Χρόνος: Η υπόθεση ξεκινά από τη σκηνή στο καφενείο, όπου ο αφηγητής-συγγραφέας έχει καθίσει κατά την περιδιάβαση του σε έναν από τους συνοικισμούς προσφύγων της γενέτειρας του και ξεδιπλώνεται με ευθύγραμμο τρόπο χωρίς την ύπαρξη αναχρονιών. Στο χωρίο «σε λίγο θα σχολάσουν και θ' αρχίσουν να καταφθάνουν οι μεγάλοι» διακρίνουμε την ύπαρξη μιας προληπτικής προοπτικής, που όμως δεν ανατρέπει την ευθύγραμμη πορεία της αφήγησης. Η τελευταία αφορμάται από το παρόν και μ' αυτό ως αφετηρία ξεκινά η παρουσίαση όλων των σκέψεων και των συναισθημάτων του αφηγητή, καθώς και ο ίδιος βιώνει όλα αυτά για τα οποία κάνει λόγο. Γι' αυτό εξάλλου και η αφήγηση του γίνεται σε χρόνο ενεστώτα, προκειμένου να επιδειχθεί ο βιωματικός χαρακτήρας της αφήγησης του με μεγαλύτερη πληρότητα.
Ο χρόνος, επιπλέον, δίνεται με υπαινικτικό τρόπο: είναι απόγευμα, ίσως και βραδάκι, αφού θ' αρχίσουν να καταφθάνουν στο καφενείο οι πρόσφυγες μετά το πέρας της-σκληρής καθημερινής τους δραστηριότητας, ενώ ο ευρύτερος χρόνος στον οποίο μπορεί να ενταχθεί το συγκεκριμένο κείμενο είναι τα μεταπολεμικά χρόνια, κοντά στη δεκαετία του 1960.
*     Χώρος: Ο χώρος δράσης είναι εξωτερικός και είναι ο χώρος στον οποίο εντοπίζεται ένα μεγάλο μέρος, το μεγαλύτερο αριθμητικά, της λογοτεχνικής παραγωγής του Θεσσαλονικιού συγγραφέα. Πρόκειται για τη Θεσσαλονίκη, τη γενέτειρα του, την πόλη για την οποία νιώθει τόσο έντονα συναισθήματα, που αναμειγνύονται στο συγκεκριμένο απόσπασμα με τη συγκίνηση από την περιήγηση του σε έναν από τους προσφυγικούς συνοικισμούς της πόλης αυτής, που έγινε η φιλόξενη νέα πατρίδα για πολλούς από τους ξεριζωμένους Μικρασιάτες. Το όνομα της πόλης δεν αναφέρεται για να μπορεί να είναι η αφήγηση του κατάλληλη για πολλαπλές ερμηνείες και να είναι σε θέση ο καθένας να ανιχνεύσει στη δική του πόλη αρκετά από τα χαρακτηριστικά που σ' αυτή τη συγκεκριμένη πόλη παρατηρεί. Είναι όμως εύκολη η αναγωγή στο όνομα της Θεσσαλονίκης, κάτι που θα γίνει πιο εύκολο από τα στοιχεία που λίγο πιο κάτω θα εκθέσει ο αφηγητής. Συγκεκριμένα δε ο χώρος δράσης είναι ένας από τους προσφυγικούς συνοικισμούς της πόλης, στον οποίο εντοπίζει το παιδικό παιχνίδι, και το καφενείο το οποίο κάθεται για να αρχίσει να ανακαλεί συνειρμικά εικόνες των προσφύγων που συνδέονται με το συγκεκριμένο χώρο.
*     Γλώσσα: Η γλώσσα της συγκεκριμένης ενότητας του πεζογραφήματος διατηρεί όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γλώσσας των περισσότερων αφηγημάτων του Γιώργου Ιωάννου. Είναι απλή, λιτή, καθημερινή, χωρίς επιτήδευση και περιττά στολίδια, χωρίς αυτό να της αφαιρεί την κυριολεξία και την ακρίβεια στην απόδοση των νοημάτων. Η εκφραστική αρτιότητα της και η επιδίωξη της ακρίβειας και αντικειμενικότητας επιβάλλεται και από την ανάγκη της να αποδώσει λέξεις με πολύ λεπτές μεταξύ τους εννοιολογικές διαφορές, όπως «φυλή», «ράτσα», «ψυχή». Σε κάποια σημεία θα εντοπίσουμε και μια προσπάθεια του συγγραφέα-αφηγητή να γράψει με ένα πιο επιτηδευμένο ύφος, μια πιο λόγια γλώσσα («από μας τους διεσπαρμένους»).
Ο λόγος της ενότητας έχει ως κύρια χαρακτηριστικά του τη μικροπερίοδη διατύπωση, με ελάχιστες δευτερεύουσες προστάσεις και απόλυτη κυριαρχία των κύριων προτάσεων, ενώ διακρίνεται και η ύπαρξη της αντιθετικής διατύπωσης («κι όμως»).
*     Εκφραστικά μέσα : Το πεζογράφημα λόγω της λιτότητας που το διακρίνει στερείται σχημάτων λόγου και πλούσιων εκφραστικών μέσων. Όσα, ωστόσο, εκφραστικά μέσα υπάρχουν διακρίνονται για τη λειτουργικότητα τους και τη βοήθεια τους στην απόδοση των χαρακτηριστικών που ο αφηγητής εντοπίζει για όλες αυτές τις ομάδες κατοίκων του προσφυγικού συνοικισμού στον οποίο και ο ίδιος περιηγείται και λαμβάνει τα εναύσματα για την εφόρμηση της συνειρμικής του σκέψης. Διακρίνουμε τα ακόλουθα:
*       Μεταφορά: «διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους».
*       Χρήση επιθετικών προσδιορισμών, αλλά και αρκετών επιρρημάτων, μέσω των οποίων αποδίδεται η ιδιαίτερη ένταση των συναισθημάτων: «αληθινοί», «γνήσιοι», «καθαρά», «αλλιώτικοι», «Ιδίως», «Κάπως», «μακριά», «εδώ».
*       Εικόνες: Κύριο στοιχείο της ενότητας είναι η ύπαρξη πολλών εικόνων που εναλλάσσονται καθώς ανακαλούνται συνειρμικά στη σκέψη του συγγραφέα-αφηγητή. Διακρίνουμε:
*    οπτικές: «Στέκομαι και κοιτάζω τα παιδιά», «Κάθομαι στο ορισμένο καφενείο», «Κουρασμένοι από' τη δουλειά, είναι πολύ πιο αληθινοί», «όταν τους βλέπω εδώ», «Κάπως αλλιώτικοι μοιάζουν μακριά, σε άλλα περιβάλλοντα συναντημένοι».
*    κινητικές (εμμέσως και ακουστικές): «παίζουνε μπάλα», «θ' αρχίσουν να καταφθάνουν οι μεγάλοι».

*     Ύφος: Το ύφος της συγκεκριμένης ενότητας είναι απλό, δε διακρίνεται από στοιχεία επιτήδευσης. Κυρίαρχη είναι η εξομολογητική διάθεση του συγγραφέα-αφηγητή. Είναι ευδιάκριτη η αγάπη του αφηγητή για την ιδιαίτερη πατρίδα του και τους ανθρώπους με τους οποίους συνδέεται φυλετικά λόγω της προσφυγικής του καταγωγής, αυτή ωστόσο η σύνδεση του με όλους αυτούς τους ανθρώπους δε γίνεται ένας απόλυτος και ανεξέλεγκτος ενθουσιασμός ούτε και καταλήγει σε μια απεριόριστη έκφραση πατριωτισμού. Τα πάντα είναι ελεγχόμενα, τα συναισθήματα και οι ευαισθησίες του καταγράφονται με έναν απόλυτα προσεγμένο και λιτό τρόπο που αποδίδει το εύρος τους χωρίς να οδηγείται στο μελοδραματισμό.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου