ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ – Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
–
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ –
Γ.
Παυλόπουλος: Τα Αντικλείδια
«Τα Αντικλείδια πρέπει να ακουστούν μόνα τους ως δοκιμές για να οριστεί το άπιαστο
είδωλο της ποίησης και το φάντασμα του ενός ποιήματος»
Δ. Ν. Μαρωνίτης
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε το 1924 στον Πύργο Ηλείας, όπου και
διαμένει από το 1951 μέχρι και σήμερα. Υπήρξε ιδρυτικό και δραστήριο μέλος του
«Πυργιώτικου Παρνασσού», σημαντικότατου σωματείου για την προαγωγή των τεχνών
και του πολιτισμού στα δύσκολα χρόνια της Γερμανοϊταλικής Κατοχής. Εργάστηκε ως
βοηθός λογιστή και ως γραμματέας στο Κ.Τ.Ε.Λ. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα
το 1943 δημοσιεύοντας ποιήματά του σε περιοδικά. Έκτοτε δημοσίευσε τις εξής
ποιητικές συλλογές: Το Κατώγι (1971), Το Σακί (1980), Τα Αντικλείδια (1988),
Τριάντα Τρία Χάι-Κου (1990), Λίγος άμμος (1997), Πού είναι τα πουλιά; (2004).
Η ποίησή του επαινέθηκε από το Γιώργο Σεφέρη, για τον οποίο ο Παυλόπουλος
έγραψε τη μελέτη «Από μια πρώτη συγκίνηση». Ασχολήθηκε επίσης με μεταφράσεις
ποιημάτων του Έλιοτ, Πάουντ κ.ά., ενώ παράλληλα πολλά ποιήματά του
μεταφράστηκαν στα γαλλικά και αγγλικά. Ο Γιώργης Παυλόπουλος ανήκει στην πρώτη
μεταπολεμική γενιά ποιητών. Η ποίησή του είναι σεμνή, ζεστή και χαμηλόφωνη.
Διακρίνεται για το απλό και κουβεντιαστό της ύφος, τον πεζολογικό της τόνο, τη
φυσικότητα του λεξιλογίου της και την υπαινικτική, αλληγορική γραφή της. Η
γλώσσα του είναι καθαρά προσωπική, αν και ακουμπάει γερά στην παράδοση
(δημοτικό τραγούδι, Σολωμό, Μακρυγιάννη, Σεφέρη). Είναι μια γλώσσα ρωμαλέα,
πυκνή, απροσποίητη και αδιακόσμητη, χωρίς εκζήτηση. Η ποίησή του είναι
εικονιστική και αναπαριστά την εφιαλτική ζωή του μεταπολεμικού ανθρώπου, ο
οποίος βιώνοντας καθημερινά το θάνατο, προσπαθεί να τον υπερβεί μέσω του
ονείρου, της ποίησης και του έρωτα. Οι εικόνες, που δημιουργεί, διαδέχονται η
μία την άλλη με λυρική, ονειρική αφηγηματικότητα και σκηνική διάρθρωση.
Η εποχή του
Ο Γιώργης
Παυλόπουλος εντάσσεται στην Α' Μεταπολεμική Γενιά, και μάλιστα συνειδητά, καθώς τονίζει ότι πρόκειται για τη «γενιά
που την αποδεκάτισαν στον πόλεμο, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο - στην πρώτη
μεταπολεμική, όπως συνηθίζουν να τη λένε» («Ο Γιώργης Παυλόπουλος μιλάει για την ποίηση και το έργο του», περ. Γράμματα
και Τέχνες, τεύχ. 83,1988). Θεωρείται από τους κυρίους εκπροσώπους της γενιάς αυτής, καθώς έχει
έντονα επηρεαστεί από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και την
Αντίσταση, τον Εμφύλιο, την ψυχροπολεμική μετεμφυλιακή περίοδο. Ο ίδιος βέβαια
δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στις ιστορικές και κοινωνικές εμπειρίες και το προσωπικό του βίωμα, αλλά έχει και υπαρξιακές και
ηθικές προεκτάσεις και εντάσσει μέσα του
και την ευαισθησία του ποιητή σχετικά με το ρόλο και την ουσία της ποίησης.
Το έργο του
Ο Γιώργης
Παυλόπουλος εμφανίστηκε στα Γράμματα το 1943 με το ποίημα Ο νεκρός Γ.Π στο περιοδικό Οδυσσέας, που εξέδιδε ο
ίδιος με φίλους του στον Πύργο, ενώ το 1962 δημοσίευσε το Από μια πρώτη συγκίνηση (ανάτυπο από τον τόμο Για το Σεφέρη). Την πρώτη του ποιητική
συλλογή, πάντως, τη δημοσίευσε το 1971 με τίτλο «Κατώγι» κι ακολούθησαν το 1980 «Το σακί», το 1988 «Τα Αντικλείδια», το 1990 τα «Τριάντα Τρία Χαϊκού»,
το 1996 σε ιδιωτική τετράγλωσση έκδοση η συλλογή «Της Γύφτισσας» και το 1997 η συλλογή «Λίγη Άμμος».
Ποιήματα
και κείμενα του έχουν δημοσιευτεί σε όλη τη διάρκεια της παρουσίας του στα ελληνικά Γράμματα σε ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά έντυπα κι
ανθολογίες. Έχει ασχοληθεί ερασιτεχνικά και με τη ζωγραφική. Ποιήματα του έχουν
μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα
ισπανικά, τα ιταλικά, τα πολωνικά και τα ρωσικά.
«Στο σύνολο της σχεδόν η ποίηση του Παυλόπουλου χαρακτηρίζεται από μια
ήπια και κατασταλαγμένη δραματικότητα. Μια δραματικότητα που πηγάζει εν γένει
από την απώλεια: συντρόφων, φίλων και
συναγωνιστών, αγαπημένων γυναικών, της νεότητας αλλά και της ζωής γενικά που μεταβάλλεται και φεύγει, του έρωτα που αμβλύνεται και
παρέρχεται. Η γραφή του είναι αισθαντική και διάχυτα μελαγχολική, εκφραστική
και λιτή, ευανάγνωστη και διαυγής στην επιφάνεια, ωστόσο πολυσήμαντη και ενίοτε
σκοτεινή στο βάθος της, βιωματική, αφηγηματική και με διάθεση φιλοσοφική, με εικόνες εναργείς που κινούνται διαλεκτικά
μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Στη θεματογραφία του εξέχουσα θέση
κατέχουν η μνήμη για όσα οδυνηρά βίωσε, τόσο
σε σχέση με τη δύστροπη εποχή στην οποία ανδρώθηκε (Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, ψυχροπολεμική μετεμφυλιακή περίοδος) όσο και σε
σχέση με την προσωπική του ζωή, ένας διαβρωτικός -άλλοτε ορατός και
άλλοτε αδιόρατος- φόβος, η διάψευση των οραμάτων και
των ελπίδων, ο θάνατος, οι εν Άδη καταβάσεις και οι νεκροί, οι αλλεπάλληλες και διαρκείς μεταμορφώσεις, μια εναγώνια μέχρις οδύνης επιθυμία
αυτοπροσδιορισμού, τα όνειρα, ο έρωτας -ως
αντιστάθμισμα, εκτός των άλλων, στα επαχθή της ζωής του γεγονότα-και, κυρίως, η αγάπη η αναλλοίωτη. Εμφανή στην ποίηση του είναι ακόμη η
ερωτοτροπία με θέματα και πρόσωπα από την αρχαιοελληνική λογοτεχνική παράδοση,
η υιοθέτηση ορισμένες φορές τρόπων του δημοτικού τραγουδιού, καθώς και
μια έντονη αυτοαναφορικότητα, ένας αγωνιώδης
προβληματισμός για την ποίηση και την ποιητική - κυρίως στις συλλογές και τα
ποιήματα ποιητικής αφθονούν. Πάντως, σε κάθε περίπτωση η σχέση του Παυλόπουλου
με την ποίηση είναι αναμφισβήτητα
ερωτική» .
Η κριτική για το έργο του
«Αισθάνομαι πως τα ποιήματα της τρίτης
συλλογής του Παυλόπουλου [Τα Αντικλείδια], πιασμένα όλα σχεδόν στο δίχτυ του
ονείρου, μπορεί να μοιραστούν στα τρία: κάποια μιλούν πιο πολύ για το σώμα -του
ανθρώπου και του κόσμου. άλλα περισσότερο για τη στάχτη και τη σκόνη του.
μερικά για τη βιώσιμη αγάπη του. Τα πρώτα είναι σκοτεινά και παιδεμένα. τα
δεύτερα μαύρα κι απελπισμένα. στα τρίτα μπαίνει κάποιο φως ελπίδας, καθώς εδώ
το ποίημα κυνηγά ως το τέλος την ποίηση, κι η ποίηση το ποίημα. Όπως στην
ιλιαδική παρομοίωση που μπήκε προμετωπίδα στα «Αντικλείδια», κι είναι αυτή
επιτέλους το καλό και το σωστό κλειδί». (Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Τα αντικλείδια
της ποίησης», Διαλέξεις, Στιγμή, Αθήνα, 1992, σελ.151)
«Η φωνή του Παυλόπουλου έχει το φυσικό
χάρισμα να μπορεί ν’ αφηγηθεί, και μάλιστα με τρόπο ποιητικό: ξέρει να παίρνει
τις ανάσες της και να μην πνίγεται, όταν ψηλώνει. να μη σβήνει, όταν χαμηλώνει.
Και προπαντός ξέρει να κρατά τον σωστό ρυθμό και τους κυματισμούς που
χρειάζεται η διήγηση, για να παραμένει διήγηση. Μιλώ για εκείνη την ηρεμία και την
άνεση που επιτρέπει στον ποιητικό μύθο να σχηματιστεί και να πετάξει λεύτερος,
αυτό που έλεγε ο Όμηρος «έπεα πτερόεντα», ή κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω πολλές φωνές
στην ποίησή μας που να έχουν την απλότητα, τη
θέρμη, σχεδόν την τρυφερότητα της αφηγηματικής φωνής του Παυλόπουλου.
Υποπτεύομαι πως αυτήν κυρίως πρόσεξε ο Σεφέρης, που είχε στο κεφάλαιο αυτό τις
δικές του δυσκολίες, καθώς η δική του φωνή άρχισε λυρική και εξελίχτηκε σε
δραματική, πηγαίνοντας να γίνει αφηγηματική».(Δ.Ν. Μαρωνίτης, ό.π., σελ.
146-147)
«Ο Γ. Παυλόπουλος αποφεύγοντας τις
παγίδες κινείται με χαρακτηριστική άνεση μέσα στο λαβύρινθο των ονείρων και με
γνώση και μαστοριά, φωτίζει τις σκιές, τονίζει τις λεπτομέρειες, δραματοποιεί
έντεχνα τις καταστάσεις. Πάνω απ’ όλα όμως αφήνει να αναδυθούν στην επιφάνεια
εκείνα τα συναισθήματα που αποτελούν και τα βαθύτερα κίνητρα για να γραφούν
αυτά τα ποιήματα: η νοσταλγία για τη χαμένη νιότη, η αγωνία του καλλιτέχνη για
το έργο του, ο φόβος και τελικά η εξοικείωση με το θάνατό του […]. Ο
Παυλόπουλος είναι ένας ποιητής προικισμένος με δύο ουσιαστικές αρετές. Η πρώτη
είναι μια φαντασία οπτική. Η δεύτερη αρετή, είναι κατ’ εξοχή πεζογραφική: ή
αφηγηματική δεξιότητα […]. Αλλά ο Γ. Παυλόπουλος είναι επίσης ένας ποιητής που
τον διακρίνει η γλωσσική ωριμότητα και μια ποιητική διαύγεια. Λέγοντας γλωσσική
ωριμότητα εννοώ εκείνη την ικανότητα που επιτρέπει σ’ έναν ποιητή όχι απλώς να
βρίσκει τη σωστή λύση σ’ ένα γλωσσικό πρόβλημα που του δημιουργεί ένα ποίημα,
αλλά και τη μόνη σωστή λύση». (Νίκος Λάζαρης, Πλανόδιον, 11, 1989)
«Ο Παυλόπουλος γράφει από το υφάδι της
ζωής του, είναι Έλληνας όπως ο Προύστ είναι Γάλλος. Σιγά-σιγά τ’ όνομά του
ακούστηκε στην Ελλάδα ακόμη και στις θλιβερές ημέρες της δικτατορίας. Δεν είναι
όμως φημισμένος ποιητής, είναι απλώς πολύ καλός ποιητής. Τα ποιήματα αυτά έχουν
εκείνη τη ποιότητα και τη γερή φτιαξιά που βρίσκονται στα θεμέλια της
μεγαλοσύνης. Έχουν μια προσωπική αυθεντία. Περνούν την κρίσιμη δοκιμασία - αν
δεν είχαν γραφτεί ο κόσμος και η Ελληνική γλώσσα θα φαίνονταν αλλιώτικα. Είναι
δύσκολο να διδαχθείς απ’ ένα μεγάλο ποιητή πώς να γράφεις και μολονότι ο
Γιώργος Σεφέρης στάθηκε κατά κάποιο τρόπο ο δάσκαλος αυτών των ποιημάτων δεν
βλέπω τη συντριπτική επίδρασή του είτε στη μορφή τους είτε στον εσωτερικό ρυθμό
της γλώσσας τους που χαρίζει την πλαστικότητα στις μορφές. Εδώ κι εκεί στον
Γιώργη Παυλόπουλο υπάρχουν κάποια σπιθίσματα υπερρεαλισμού αλλά τούτο είναι
μόνο μια μαρμαρυγή στην επιδερμίδα των ποιημάτων του. Ο Παυλόπουλος είναι
απόλυτα προσωπικός, πιο προσωπικός ίσως από τους περισσότερους ποιητές και
τούτο είναι αρκετός λόγος για να τον μεταφράσει κανείς». (Π. Λήβι, εφ. Η
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 5-5-1977)
«Η συμβολή του Γιώργη Παυλόπουλου στη
μεταπολεμική ποίηση, είναι, σημαντική. Τα βασικά μοτίβα της ποίησής του είναι
αντλημένα από την κοινή δεξαμενή των αιματοβαμμένων εμπειριών της γενιάς του,
αλλά η φωνή του είναι αλάνθαστα προσωπική. Ακόμη και όταν συγχέεται με τη φωνή
του μεγάλου φίλου και δασκάλου του, του Γιώργου Σεφέρη, η αυθεντικότητά της
επιβάλλει το σεβασμό στα νόμιμα δικαιώματα της ενσυνείδητης μαθητείας.
Οπωσδήποτε, στην πρόσφατη συλλογή, τα ίχνη της κηδεμονίας, ως εκφραστικά
σχήματα τουλάχιστον, υποχωρούν αισθητά. Αυτό που απομένει είναι ο αργόσυρτος,
γεροντικός, μελαγχολικός, συλλογιστικός τόνος. Αλλά αυτός είναι δικαιωματικά ο τόνος
και του Γιώργη Παυλόπουλου». (Σπύρος Τσακνιάς, Δακτυλικά Αποτυπώματα,
Καστανιώτης, Αθήνα, 1983)
«Χωρίς να κάνει πολιτικές διακηρύξεις
ούτε να εκθέτει πολιτικά προγράμματα, ο Γιώργης Παυλόπουλος είναι ένας βαθύτατα
πολιτικός ποιητής. Γιατί μέσα στη ποίησή του ενσωματώνει και τα όσα συμβαίνουν
γύρω του και τη δική του συμμετοχή και παρατήρηση. Ταυτόχρονα είναι ένας
ποιητής που αναδιφεί τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής. Κι αν στην κοινωνική
μοναξιά βλέπει κάποια δυνατότητα υπέρβασής της χάρη στη δικαιοσύνη, στην
υπαρξιακή μοναξιά βλέπει τη σίγουρη υπέρβασή της μέσω του έρωτα». (Τίτος
Πατρίκιος, Νέο Επίπεδο, 20-21, 1995)
«…είναι προφανές ότι ο τεχνίτης
ταυτίζεται με το δημιούργημα του κάποια στιγμή δηλαδή ερωτεύεται αυτό που κάνει
διότι η τέχνη είναι πράξη ερωτική επομένως με το δημιούργημα του... Το ίδιο το
δημιούργημα - το άγαλμα - γίνεται ερωτικό αντικείμενο. Αυτό λέει το ποίημα.
[…]. Είναι ένα ποίημα Ποιητικής κι αυτό θέλω να πω, ότι τελικά ταυτίζεσαι με το
δημιούργημα, ότι ταυτίζεσαι με το ίδιο το ποίημα». (Από συνέντευξη του
ίδιου του ποιητή)
«Το ποίημα επιφυλάσσει τη μεγαλύτερη του
έκπληξη στον τελευταίο του στίχο με τη διπλή αποκάλυψη της ταυτότητας του
ερώντος κενταύρου και του χαρακτήρα της ερωτικής του μανίας. Πρόκειται για τον
τεχνίτη του τίτλου του και για τη μανία του να λαξεύει ακόμη το έργο του, που,
αυτονομημένο πλέον από το δημιουργό του, τον αιχμαλωτίζει στα δίχτυα μιας
ακαταμάχητης ερωτικής πρόκλησης για κοινωνία με την ιδανική καλλιτεχνική
ομορφιά. Όπως στον αρχαίο μύθο ο γλύπτης ερωτεύεται το άγαλμα, έτσι και στο
ποίημα του Παυλόπουλου η ομορφιά της Δηιδάμειας ανθίσταται στην απόπειρα
παγίδευσής της πυροδοτώντας παράλληλα την έκρηξη ενός καλλιτεχνικού έρωτα, ο
οποίος, καθώς μάταια αναζητεί την εκπλήρωση του, τροφοδοτεί εις το διηνεκές την
καλλιτεχνική δημιουργία. Ο τεχνίτης μετεωριζόμενος μεταξύ γης, με την οποία τον
συνδέει η αλογίσια οπλή του, και ουρανού, όπου εγκατοικεί η άφθαρτη ομορφιά της
νύφης, κινείται εντέλει μέσα στο χώρο μιας αντεστραμμένης θεολογίας. Σύμφωνα με
αυτή, ένας θνητός θεός δημιουργεί άφθαρτα έργα. Αυτή είναι η πλέον φιλάνθρωπη
και, σε τελευταία ανάλυση, ανατρεπτική του αδήριτου φυσικού νόμου της φθοράς
απάντηση που δίνει η τέχνη στην τραγική νομοτέλεια της φθοράς και του θανάτου. (Τασούλα
Καραγεωργίου, «Γιώργης Παυλόπουλος, ‘Το άγαλμα και ο τεχνίτης’- Η αυτονόμηση
του έργου τέχνης από το δημιουργό του», Φιλολογική, 86, 2004, σελ. 19)
Αν ό,τι λέμε ποίηση δεν είναι μόνο και
τόσο το άθροισμα των εκατομμυρίων ποιημάτων που γράφτηκαν πάνω στη γη, αλλά
προπάντων ο ρυθμός που συνέχει τον μέσα και τον έξω κόσμο (το μοναχικό τραγούδι
των Μουσών στο προοίμιο της Θεογονίας του Ησιόδου), τότε η τύχη του ποιήματος
εξαρτάται από το κατά πόσον αναπολεί και ανακαλεί αυτόν τον κρυφό ρυθμό, που
κάποτε γίνεται και ονειρικός εφιάλτης. Ας πούμε λοιπόν πως το κάθε ποίημα είναι
ένα βέλος μοναχικό που σκοπεύει το ρυθμικό κέντρο του κόσμου και φαντάζεται πως
είναι και μοναδικό, σημάδι και σύμβολο, εκείνης της κρυμμένης ποίησης. Αν καθ’
οδόν πολλαπλασιάζεται, τούτο συμβαίνει γιατί ο ποιητής αισθάνεται πως η βολή
κάπως και κάπου αστόχησε, και ξαναδοκιμάζει.
Το παράκανα ίσως με τις μεταφορές και τις παραβολές, προσπαθώντας να πω πως Τα
Αντικλείδια του Παυλόπουλου πρέπει πρώτα να ακουστούν μόνα τους: ως δοκιμές για
να οριστεί το άπιαστο είδωλο της ποίησης και το φάντασμα του ενός ποιήματος. Κι
αυτή, νομίζω, είναι η πρώτη αρετή τους.
Δημ. Μαρωνίτης, «Τα αντικλείδια της ποίησης», Διαλέξεις, Στιγμή, 1992, σ.
135-151
Τόσο τα Αντικλείδια όσο και στον Λίγο
άμμο, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με ποιήματα ποιητικής, τα περισσότερα από τα
οποία αποπνέουν την αίσθηση του ανικανοποίητου και του φευγαλέου, του
χειροπιαστού – σώματος ή πράγματος – που όμως ξαφνικά εξαϋλώνεται και
εξαφανίζεται, από κοντινό και οικείο γίνεται μακρινό και απρόσιτο, από φιλικό
γίνεται απροσδόκητα άφιλο ή και εχθρικό ακόμη, κάποτε μάλιστα γίνεται επίβουλα
εχθρικό, όπως συμβαίνει συνήθως με το εκάστοτε γραφόμενο – τη στιγμή που
γράφεται – ποίημα. Κώστας Παπαγεωργίου, «Ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος»,
Γράμματα και Τέχνες, σ. 29-30
Ας πάρουμε ως πρώτο παράδειγμα το ποίημά
του «Τα Αντικλείδια» από την ομώνυμη συλλογή του. Ο Παυλόπουλος γράφει:
Πολλά έχουν γραφεί για αυτό το ποίημα. Αυτό όμως είναι εντελώς φυσικό, γιατί
ένα ποίημα που έχει ως θέμα την υφή της ίδιας της ποίησης αναπόφευκτα θα τραβήξει
το ενδιαφέρον των κριτικών και θεωρητικών της ποίησης. Αλλά το ποίημα δεν
προσφέρει εύκολες απαντήσεις στα ερωτήματα για την φύση της ποίησης που
απασχολούν και τον ίδιο τον ποιητή. Οι δυσκολίες γίνονται μεγαλύτερες καθ’ όσον
προσπαθούμε να διατυπώσουμε τις ιδέες του ποιητή για τη φύση της ποίησης
ανεξάρτητα από το ποίημα. Έτσι πολλοί, στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν τις
ιδέες του ποιητή ανεξάρτητα από το ποίημα, έχουν αντιμετωπίσει ερωτήσεις που
φαίνονται αναπάντητες. Αν η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή, γιατί χρειαζόμαστε
αντικλείδια; Αν η ποίηση είναι πόρτα, σε τι είναι πόρτα; Όταν κοιτάμε μέσα, σε
τι μέσα κοιτάμε;
Ίσως όμως κάτι μπορεί να καταλάβουμε από το νόημα του ποιήματος χωρίς να
απαντήσουμε όλες αυτές τις ερωτήσεις. Η ποίηση, μας λέει ο ποιητής, είναι μια
πόρτα ανοιχτή. Μερικοί συναντούν την πόρτα και την προσπερνούν. Δεν κοιτάζουν
για τίποτα, αλλά ούτε και βλέπουν τίποτα. Αυτοί όμως που βλέπουν κάτι και που
συναρπάζονται από τη μαγεία του, προσπαθούν να μπουν μέσα – προσπαθούν να δουν περισσότερα.
Η πόρτα (η ποίηση) τότε κλείνει και δεν υπάρχει κλειδί γι’ αυτήν. Αναπόφευκτα
μερικοί χάνουν όλη τους τη ζωή ψάχνοντας για το ανύπαρκτο κλειδί που θα τους
ανοίξει την πόρτα της ποίησης – θα τους επιτρέψει να εννοήσουν τη φύση της.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς, είναι αντικλείδια,
δηλαδή, ποιήματα. Με άλλα λόγια, η κατανόησή μας του ποιητικού κόσμου, αυτό που
προσπαθούμε να αρπάξουμε με το μάτι μας όταν κοιτάμε μέσα, μπορεί να επιτευχθεί
μόνο με τα ποιήματα που δημιουργούμε. Γιώργος Αναγνωστόπουλος, «Γιώργης
Παυλόπουλος – Ποιητής ολίγων λέξεων και πολλών ιδεών», Γράμματα και Τέχνες,
τεύχ. 83, Φεβρ.-Μάιος 1998, σ. 31-36
Η ποιητική δημιουργία είναι μια πράξη
ερωτική και συνάμα μια υπέρτατη δοκιμασία, παλεύοντας στο μεταίχμιο της ζωής
και θανάτου να φτάσεις στην αλήθεια της τέχνης σου. Η στιγμή αυτής της αλήθειας
είναι απατηλή και πρόσκαιρη όπως η στιγμή κάθε ευτυχίας. Γρήγορα ξαναρχίζεις,
πέφτοντας πάλι στην ίδια κατάσταση. Και η μόνη φιλοδοξία σου είναι, να μην
καταλάβει ποτέ κανείς την αγωνία σου όταν έγραφες το έργο σου, να μην φανεί
ποτέ μέσα στο έργο το παραμικρό σημάδι αυτής της αγωνίας.
Τα πράγματα που αγγίζουν σε βάθος, τη ζωή μας, όπως η Ποίηση, μπορεί να
ειπωθούν μονάχα μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες μας. Δεν ορίζονται μέσα από
θεωρίες και αφηρημένες έννοιες. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένας ορισμός για την
Ποίηση. Ωστόσο ας μου επιτραπεί να την φαντάζομαι και να την ονειρεύομαι σαν
μια πόρτα ανοιχτή. «Ο Γιώργης Παυλόπουλος μιλάει για την ποίηση και το έργο
του», Γράμματα και Τέχνες, τεύχ. 83, Φεβρ-Μάιος 1998, σ.24-26
Και τώρα μπορώ να πω ότι θεωρώ τον Γιώργη
Παυλόπουλο ένα πολύ σημαντικό ποιητή γιατί πέρα από θαυμάσιους στίχους και
εξαίσια ποιήματα έχει ντύσει ένα ολόκληρο ποιητικό έργο, έναν πολυδιάστατο
ποιητικό κόσμο. Ο Παυλόπουλος δεν μας αναγκάζει να διαρρήξουμε τις πόρτες αυτού
του κόσμου. Ούτε όμως αφήνει πάντα τις πόρτες του ανοιχτές. Μας δίνει τα
αντικλείδια, όπως λέει ο ίδιος, για να μπούμε μέσα του, να τον αναγνωρίσουμε,
να δούμε ότι οι πόρτες του είναι άπειρες, και να ξαναβγούμε στο δικό μας κόσμο
πολύ πιο πλούσιοι από πριν. Τίτος Πατρίκιος, «Ο Γιώργης Παυλόπουλος και τα
αντικλείδια της ποίησης», Γιώργης Παυλόπουλος Νέο Επίπεδο, Μάρτιος 1995, σ.3-8
Η μετακίνηση του Παυλόπουλου από τη
συμβολική διαστρωμάτωση του ποιητικού μύθου, στην παραβολική διαχείρισή του,
που ήδη αναγνωρίζεται εύκολα στα ποιήματα των «Αντικλειδιών» και στα επόμενα,
νομίζω ότι σχετίζεται άμεσα με την ταυτόχρονη μετάβασή του από το ποίημα
–γεγονός, έστω και αν αυτό λειτουργεί μέσα σε μια συστοιχία άλλων ομοειδών
ποιημάτων, στο ποίημα εκείνο όπου η δοκιμασία του δημιουργού της ποιητικής
σύνθεσης αποτελεί την κυρίως υπόθεση του ποιήματος. Κατ’ αναλογία, εξασθενίζουν
οι ιστορικές συνδηλώσεις απ’ όπου άλλα προγενέστερα συνήθως ποιήματα αντλούσαν
τη δραματική τους απόγευση και, αντίθετα, δυναμώνουν οι αποστασιοποιητικοί
μηχανισμοί, ενεργοποιώντας συνάμα τη φαντασία του ποιητή η οποία και
καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο χώρο ως προς τα όρια της συμμετοχής της στη
διαμόρφωση του ποιήματος. Είναι αυτό που διαπιστώνει αμέσως ο αναγνώστης,
διαβάζοντας «Τα αντικλείδια», με τη μυθική ατμόσφαιρα να εξαρτάται όλο και πιο
λίγο από τις προποιητικές εμπειρίες, ενώ οι σκηνοθετικοί χειρισμοί του ποιητή,
είναι αυτοί που υποβάλλουν στον αναγνώστη τα ερωτήματα που τον έχουν ήδη
δοκιμάσει Αλέξης Ζήρας, «Ο καθρέφτης ως σύμβολο του μεταίχμιου. Μια
ανασκευή του μύθου στην ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου», Νέο Επίπεδο, ό.π., σ.
3-10
Το ποίημα είναι η αφήγηση ενός προσώπου –
δεν ενδιαφέρει νομίζω αν ταυτίζεται ή όχι με τον ποιητή˙ η αφήγηση δεν αφορά
ένα συγκεκριμένο συμβάν, αλλά μια επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες διαδικασία
απόπειρας να παραβιασθεί η ανοιχτή πόρτα της ποίησης. Το πρόσωπο που αφηγείται
δεν εμφανίζεται στο ποίημα ως υποκείμενο ενός άμεσου πρώτου ρηματικού προσώπου˙
τα όσα λέγει διεκδικούν την εγκυρότητα του αντικειμενικού, αυτού που αορίστως
επαναλαμβανόμενο συμβαίνει και που περιγράφεται στο ποίημα από ένα πρόσωπο που
διαθέτει μια συνολική εποπτεία στο χώρο – που είναι ο κόσμος – το σύμπαν – και
στον χρόνο που είναι από τότε που υπάρχει ο κόσμος.
... Αλλά ας επιστρέψουμε στην αναζήτηση του κλειδιού. Το κλειδί είναι ένα – τα
αντικλείδια πολλά, όμως, Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ για όσους
μπόρεσαν να δουν στο βάθος. Το βάθος είναι απροσπέλαστο; Αυτό σημαίνει ότι η
ποίηση δεν μπορεί να κατακτηθεί ως ουσία; Ας θυμηθούμε την πλατωνική αντίληψη
για το σπήλαιο˙ μόλις βγουν οι ψυχές απ’ αυτό και αντικρύσουν το φως της ιδέας,
τυφλώνονται από την λάμψη του˙ στιγμιαία μόνο μπορούν να το κοιτάξουν.
Τα ποιήματα είναι αντικλείδια δεν είναι κλειδιά˙ είναι αντικλειδια˙ - για να
ανοίξουμε την πόρτα, που είναι ανοιχτή όσο δεν θέλουμε να την διαβούμε και που
κλείνει, όταν θελήσουμε να την περάσουμε -. Αναζητούμε την μαγεία της ποίησης
και μόλις θελήσουμε να γίνουμε κοινωνοί της, η πόρτα κλείνει, όπως όταν πας σε
μια πηγή να ξεδιψάσεις και εκείνη στερεύει, όπως δηλ. σε ένα εφιάλτη – επομένως
ο ποιητής είναι ένας εξόριστος από τον κόσμο της ποιητικής μαγείας. Ανήκει όμως
σ’ αυτόν, γι’ αυτό και η αγωνιώδης προσπάθεια να διαβεί την κλειστή της πόρτα.
Επομένως, η Ποίηση δεν είναι το σύνολο των ποιημάτων που γράφτηκαν από τότε που
υπάρχει ο κόσμος, είναι αυτό που ποτέ δεν ειπώθηκε και ούτε πρόκειται ποτέ να
ειπωθεί.
Το ποίημα τελειώνει όπως άρχισε (κύκλος). Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή, η
πρόσκληση ανανεώνεται, η περιπέτεια δεν έχει τέλος˙ η πόρτα θα ξανακλείσει,
αλλά θα παραμείνει ανοιχτή. Αντίφαση λογική, όχι όμως ποιητική, ούτε
φιλοσοφική.
Ξυνόν γαρ αρχή και πέρας επί κύκλου περιφερείας [Ηράκλειτος]
Στην περιφέρεια του κύκλου η αρχή και το τέλος συμπίπτουν
Τασούλα
Καραγεωργίου, «Τα αντικλείδια του Γιώργη Παυλόπουλου μία διδακτική δοκιμή»,
Γράμματα και Τέχνες, ό.π. σ. 37-39.
Χαρακτηριστικά της ποίησης του
Παυλόπουλου:
·
Οι τίτλοι των ποιημάτων του είναι ουσιαστικά συγκεκριμένα ,
συνοδευόμενα από το οριστικό άρθρο.
·
Η ποίησή του είναι αφηγηματική, με ιστορίες παράξενες,
χτισμένες με εικαστική τεχνική και κινηματογραφική οπτική και γλώσσα πυκνή κι
εκφραστική μέσα στη λιτότητά της.
·
Κυριαρχεί το ρήμα. Η απέριττη γλώσσα του συχνά ανακαλεί απόηχους από το δημοτικό τραγούδι.
·
Επιλέγει να καταθέτει τη μαρτυρία του μέσα από ένα μύθο,
χωρίς ευθεία αναφορά σε τόπο και χρόνο.
·
Ο ποιητικός του κόσμος είναι ονειρικός, αλλά συντίθεται από
πραγματικά υλικά.
·
Διακρίνεται από ήπια δραματικότητα, διαποτίζεται από
αισθησιασμό.
·
Κυριαρχία του
ονείρου.
·
Αίσθηση του
ανικανοποίητου.
·
Δραματικότητα, που δε γίνεται μελοδραματισμός. Φιλοσοφική διάθεση με εικόνες
που κινούνται μεταξύ πραγματικότητας
και ονείρου.
·
Αλληγορικός, συμβολικός λόγος, υπαινικτικότητα.
·
Σκηνοθετική δράση.
·
Λιτότητα, απλότητα, σαφήνεια και φυσικότητα του λόγου.
·
Χρήση καθημερινού λεξιλογίου.
·
Πεζολογικός κι εξομολογητικός τόνος.
·
Κουβεντιαστό ύφος.
·
Βιωματικότητα.
Η συλλογή του ποιήματος
Το ποίημα ανήκει
στη συλλογή «Τα αντικλείδια», ομότιτλη με το ποίημα. Η συγκεκριμένη
συλλογή, που δημοσιεύτηκε το 1988, σηματοδοτεί και την έναρξη μιας νέας περιόδου
στην ποίηση του. Η πρώτη περίοδος ήταν περισσότερο προσανατολισμένη προς την ιστορική
μνήμη και την πολιτική, ενώ η
δεύτερη έχει χαρακτήρα περισσότερο προσωπικό κι αναφέρεται εν πολλοίς στη δική
του σχέση με την ποιητική δημιουργία. Στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής υπάρχει ένας αφηγητής που διηγείται το
όνειρο του. Στη συλλογή «...ο Γ. Παυλόπουλος αποφεύγοντας τις παγίδες κινείται με χαρακτηριστική άνεση μέσα
στο λαβύρινθο των ονείρων και, με
γνώση και μαστοριά, φωτίζει τις σκιές, τονίζει τις λεπτομέρειες, δραματοποιεί έντεχνα τις καταστάσεις. Πάνω απ' όλα όμως αφήνει
να αναδυθούν στην επιφάνεια εκείνα τα συναισθήματα
που αποτελούν και τα βαθύτερα κίνητρα για να γραφούν αυτά τα ποιήματα:
η νοσταλγία για τη χαμένη νιότη
η αγωνία του καλλιτέχνη για το έργο του
ο φόβος και τελικά η εξοικείωση με το θάνατο του...
Ο Παυλόπουλος είναι ένας ποιητής προικισμένος με δύο ουσιαστικές
αρετές. Η πρώτη είναι μια φαντασία οπτική. Η
δεύτερη αρετή είναι κατ' εξοχή πεζογραφική: ή αφηγηματική δεξιότητα...» (Νίκος Λάζαρης,).
Γιώργης Παυλόπουλος «Τα αντικλείδια»
Η Ποίηση είναι
μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν' ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση
είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Εισαγωγικά
Στο ποίημα ο ποιητής θέτει ένα εξαιρετικά σημαντικό
ερώτημα, που έχει απασχολήσει πολλούς πνευματικούς ανθρώπους ανά τις εποχές. Ουσιαστικά, δηλαδή, στο ποίημα τίθεται το ερώτημα Τι είναι ποίηση;, κι ο ποιητής προσπαθεί
να μπει στην ουσία της, να προσεγγίσει τον απροσπέλαστο κόσμο της. Από την αρχή δίνεται ο ορισμός ότι πρόκειται για μια πόρτα ανοιχτή. Περνώντας απ' έξω άλλοι δε βλέπουν τίποτα και προσπερνούν. Άλλοι
πάλι κάτι βλέπουν και κάνουν απόπειρα να περάσουν, αλλά δεν τα
καταφέρνουν. Για να την ανοίξουν, φτιάχνουν
διάφορα αντικλείδια με τα οποία προσπαθούν να ανοίξουν, όμως η πόρτα της
Ποίησης δεν ανοίγει. Και ανά τους αιώνες γίνονται απόπειρες προσπέλασης της
πόρτας, μάταια όμως. Παρ’ όλα αυτά η πόρτα της Ποίησης είναι ανοιχτή για όσους θέλουν να
πλησιάσουν και να μπουν μέσα.
Ο τίτλος του ποιήματος
Ο τίτλος του ποιήματος στην αρχή μένει μετέωρος, δε
γίνεται εύκολα αντιληπτό τι ακριβώς εννοεί ο ποιητής με τον τίτλο. Η σημασία του
αποσυμβολίζεται στην πορεία, όταν το ποιητικό υποκείμενο κάνει το
διαχωρισμό ανάμεσα στο ένα κλειδί που ανοίγει την πόρτα της Ποίησης και τα πολλά αντικλείδια-ποιήματα που δημιουργούν ανά τους αιώνες οι
ποιητές, προκειμένου να την ανοίξουν και να απολαύσουν όλα εκείνα που
είδαν όταν στέκονταν έξω από την πόρτα και τους μάγεψαν.
Θέμα του ποιήματος
είναι η υφή της ίδιας της ποίησης. Αλλά το ποίημα δεν προσφέρει εύκολες
απαντήσεις στα ερωτήματα για τη φύση της ποίησης, τα οποία απασχολούν και τον
ίδιο τον ποιητή. Ο Γ. Παυλόπουλος, εξάλλου, έχει πει: «Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένας ορισμός για την Ποίηση. Ωστόσο, ας μου
επιτραπεί να τη φαντάζομαι και να την ονειρεύομαι σαν μια πόρτα ανοιχτή».
Ιστορία
Το ποίημα
δεν είναι αφηγηματικό, επομένως λόγος για ιστορία δεν μπορεί να γίνει. Αναφέρεται, εντούτοις, σ' εκείνους τους λίγους που, περνώντας έξω από την
πόρτα της Ποίησης, αντιλαμβάνονται ότι αυτό που υπάρχει μέσα είναι θαυμαστό
και προσπαθούν να μπουν, αλλά η πόρτα κλείνει. Χτυπούν
αλλά δεν παίρνουν απάντηση, ψάχνουν το κλειδί αλλά δεν το βρίσκουν, προσπαθούν να φτιάξουν αντικλείδια-ποιήματα, αλλά κανένα δεν
είναι το σωστό. Έτσι, όσο κι αν έχουν πάρει μια ιδέα του τι υπάρχει πίσω
από την πόρτα, ποτέ δε θα το βιώσουν ολοκληρωτικά.
Μύθος
Η Ποίηση
έχει μαγική, ονειρική και άπιαστη υπόσταση, η οποία είναι αδύνατο να προσπελαστεί
ποτέ σ' ολόκληρη την έκταση της, όσες προσπάθειες κι αν κάνει ο ποιητής.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον
ποιητικό μύθο η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Μερικοί συναντούν την πόρτα και
την προσπερνούν. Δεν κοιτάζουν για τίποτα, αλλά και ούτε βλέπουν τίποτα. Αυτοί,
όμως, που βλέπουν κάτι και που συναρπάζονται από τη μαγεία του, επιχειρούν να
τη διαβούν. Η πόρτα τότε κλείνει και δεν υπάρχει κλειδί γι’ αυτήν. Αναπόφευκτα
μερικοί χάνουν όλη τους τη ζωή ψάχνοντας για το ανύπαρκτο κλειδί που θα τους
ανοίξει την πόρτα της ποίησης – θα τους επιτρέψει να εννοήσουν τη φύση της. Τα
ποιήματα είναι τα αντικλείδια που φτιάχνουν οι ποιητές, για να ανοίξουν την
κλειστή πόρτα της ποίησης, η οποία, ωστόσο, εξακολουθεί να παραμένει ανοιχτή
και απαραβίαστη. Με άλλα λόγια, η κατανόησή μας του ποιητικού κόσμου, αυτό που
προσπαθούμε να «αρπάξουμε με το μάτι μας» όταν κοιτάμε μέσα από την ανοιχτή
πόρτα, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τα ποιήματα που δημιουργούμε. Πρόκειται,
λοιπόν, για ένα ποίημα που δεν τελειώνει ποτέ, με την έννοια ότι το ίδιο
γίνεται φορέας της εμπειρίας που περιγράφει.
Ένταξη του ποιήματος στην ενότητα Ποιήματα
για την ποίηση
Το ποίημα Τα Αντικλείδια ανήκει
στην κατηγορία των Ποιημάτων για την ποίηση, καθώς αναφέρεται στην προσπάθεια των
ποιητών να προσεγγίσουν με τα ποιήματα τους την ουσία της Ποίησης. Άποψη του Παυλόπουλου είναι πως η
ουσία της Ποίησης ποτέ δεν προσεγγίζεται στην πραγματικότητα,
εντούτοις πάντα οι ποιητές ανά τις εποχές κάνουν απόπειρες να το πετύχουν, φτιάχνουν αντικλείδια, κανένα από τα
οποία όμως ποτέ δεν έχει καταφέρει να ξεκλειδώσει την πόρτα της
Ποίησης.
Πρόσωπα
Πρόσωπο
του ποιήματος είναι ο αφηγητής, ο οποίος μιλά ως ένας από τους
ποιητές που φτιάχνουν αντικλείδια για να
ανοίξουν την πόρτα της Ποίησης. Ανώνυμα κι
εμμέσως παρουσιάζονται όλοι εκείνοι που προσπέρασαν την πόρτα
χωρίς να αντιληφθούν τι υπάρχει πίσω της, καθώς και οι λίγοι που
κατάφεραν να αποκτήσουν μια φευγαλέα εικόνα εκείνων που η Ποίηση έχει να
τους φανερώσει.
Οι ενότητες του ποιήματος:
Πρώτη ενότητα:
Στίχος
1-13, Η ουσία της ποίησης.
Δεύτερη ενότητα: Στίχος 14-17, Τα ποιήματα ως αντικλείδια.
Τρίτη ενότητα: Στίχος 18, Επιμύθιο.
Ερμηνεία:
Ο τίτλος του ποιήματος: Στο συγκεκριμένο ποίημα, όπως
και γενικότερα στα ποιήματα του Παυλόπουλου, ο τίτλος είναι χαρακτηριστικός:
πρόκειται για ένα συγκεκριμένο ουσιαστικό (Αντικλείδια), το οποίο συνοδεύεται
από το οριστικό άρθρο (τα). Ο τίτλος οικοδομεί μια οικειότητα, απευθύνεται σε
προποιητική εμπειρία, που είναι κοινή
για όλους (όλοι γνωρίζουν τα αντικλείδια).
Πρώτη ενότητα: Στον πρώτο
στίχο η λέξη «Ποίηση» γράφεται με το αρχικό γράμμα κεφαλαίο, για να υποδηλωθεί
η αξία και η σημασία της ποιητικής τέχνης. Ο ποιητής επιχειρεί τον ποιητικό
ορισμό της ποίησης που την επαναφέρει
στην αρχική και αρχέγονη λειτουργία της. Η ποίηση παρομοιάζεται με μια «πόρτα
ανοιχτή» και μάλιστα παρατηρείται αναστροφή του προσδιοριστικού επιθέτου
(«πόρτα ανοιχτή», αντί «ανοιχτή πόρτα»). Επειδή η πόρτα συμβολίζει την είσοδο
σε ένα χώρο που δε γνωρίζουμε,
δημιουργείται μια μυστηριώδης κατάσταση σε αυτόν το συμβολισμό του αγνώστου.
Με το δεύτερο στίχο αρχίζει να
προσδιορίζεται κάπως το περιεχόμενο της Ποίησης, να αίρεται το μυστήριο και να
δημιουργείται μια άγνοια. Η Ποίηση δεν απευθύνεται σε όλους. Πολλοί προσπαθούν
να την προσεγγίσουν, αλλά δεν την καταλαβαίνουν. Αυτοί είναι οι αμύητοι, που
δεν έχουν ιδέα από Ποίηση. Είναι το μεγάλο πλήθος, οι ανυποψίαστοι, όσοι δε
συγκινούνται με την ποίηση και δεν τους δονεί η αρμονία της. η πνευματική ματιά
λείπει από πολλούς ανθρώπους.
Ωστόσο μερικοί κάτι βλέπουν
αμυδρά ή καλύτερα κάτι διαισθάνονται. Αισθάνονται μια απροσδιόριστη έλξη κι
ασυναίσθητα κινούνται προς την πόρτα με σκοπό να μπουν μέσα. Είναι εκείνοι που
διαθέτουν ενόραση και φαντασία, όσοι έχουν διαμορφώσει ένα ευαίσθητο κριτήριο
για να μπορέσουν να συλλάβουν τον «μέσα» κόσμο. Οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να
διαισθάνονται ότι πίσω από την ανοιχτή πόρτα υπάρχει ένας υπέροχος κόσμος
γνώσης, αρμονίας κι ομορφιάς.
Αυτοί που προσπαθούν να μπουν
και να περάσουν μέσα στην πόρτα της Ποίησης απογοητεύονται γιατί ακριβώς εκείνη
τη στιγμή η πόρτα κλείνει και κανένας δεν τους ανοίγει… Αρχίζουν τότε να ψάχνουν να βρουν το κλειδί, αλλά και
πάλι κανείς δε γνωρίζει ποιος το έχει. Επειδή όμως αυτό που νόμισαν ότι είδαν,
όταν η πόρτα ήταν ανοικτή, εξακολουθεί να τους γοητεύει, επιμένουν. Πολλές
φορές η επιμονή τους κρατάει όσο και η ζωή τους, που μάταια σπαταλούν,
προσπαθώντας να βρουν ένα τρόπο να ανοίξουν την πόρτα.
Οι άνθρωποι που παρακινούνται να
μπουν στην πόρτα της Ποίησης, θέλοντας να μπουν με οποιοδήποτε τρόπο,
αποφασίζουν να φτιάξουν αντικλείδια. Να σημειωθεί ότι, ενώ το κλειδί που χάθηκε
είναι ένα, τα αντικλείδια είναι πολλά… Τα αντικλείδια συμβολίζουν τα ποιήματα
που φτιάχνουν όσοι είναι σχετικοί με την Ποίηση, στην προσπάθειά τους να
φτάσουν στο κλειδί, να φτάσουν δηλαδή
από το ημιτελές ποίημα στο ολοκληρωμένο ποίημα. Σύμφωνα με το ποίημα του
Παυλόπουλου, τα ποιήματα δεν ταυτίζονται με την ποίηση, γιατί τα ποιήματα είναι
απλώς αντικλείδια.
Στο σημείο αυτό ο ποιητής φεύγει
από το ρεαλιστικό και περνάει στο μύθο. Στο γνωστό παραμύθι «Ο Αλή Μπαμπά και
οι σαράντα κλέφτες» μια λέξη μαγική ανοίγει τη σπηλιά με τους θησαυρούς. Στο ποίημα η μαγική λέξη
είναι τα αντικλείδια. Κάθε ποίημα είναι ένα αντικλείδι και με αυτό προσπαθούν
οι ποιητές να ανοίξουν την πόρτα της ποίησης. Η πόρτα της ποίησης δεν ανοίγει
όμως πια. Δεν άνοιξε ποτέ για όσους μπόρεσαν να δουν στο βάθος. Το πρώτο ρήμα
«ανοίγει» τίθεται σε χρόνο ενεστώτα, ενώ το δεύτερο «άνοιξε» σε χρόνο αόριστο,
γιατί ο αφηγητής παρουσιάζεται ως άνθρωπος που κυριαρχεί στο χώρο και στο
χρόνο. Ο ποιητής γνωρίζει καλά όλες τις
εμπειρίες όλων των ποιητών. Όσο εμβαθύνει κανείς στο μυστήριο της ποιητικής
δημιουργίας, τόσο ανακαλύπτει την αδυναμία του να το ερμηνεύσει.
Το βάθος
Αυτό το βάθος είναι ένα βάθος
απροσπέλαστο που θυμίζει την πλατωνική αντίληψη για το σπήλαιο. Εκεί το φως της
Ιδέας, εδώ το φως της Ποίησης. Οι ποιητές δοκιμάζονται για να μπορούν να
βλέπουν, να διακρίνουν, να αντιλαμβάνονται, να εξηγούν σε όλους τους άλλους.
Είναι οι δάσκαλοι της εμπειρίας, οι πιο σοφοί δάσκαλοι της ζωής και γι’ αυτό πρέπει να δοκιμαστούν ως προς την πίστη
τους στη ζωή. Ο ποιητής με το βασανιστήριο του ξαφνικού κλεισίματος της πόρτας,
παραπέμπει και στην εμπειρία του εφιάλτη κατά τον οποίο ο κοιμώμενος
ονειρεύεται ένα παραδεισένιο τόπο και τη στιγμή που ονειρεύεται να μπει, η
πόρτα κλείνει και τον αφήνει απ’ έξω.
Μπορεί επίσης η ποιητική εκδοχή
της ανοιχτής πόρτας που ξαφνικά κλείνει,
να παραπέμπει στο μύθο του Σίσυφου, του μυθικού βασιλιά της Κορίνθου που
καταδικάστηκε στον Άδη να μεταφέρει αιωνίως ένα μεγάλο βράχο στην κορυφή του
βουνού. Κατά την εκδοχή αυτή, ο ποιητής είναι ένα δυστυχισμένο πλάσμα,
στερημένο από μια ευτυχία που μπόρεσε να προγευθεί, αλλά που ποτέ δεν πρόκειται
να απολαύσει.
Δεύτερη ενότητα: Τα ποιήματα είναι οι προσπάθειες των
ποιητών όλων των εποχών να υλοποιήσουν ή να πλησιάσουν απλώς το ποιητικό τους
όραμα. Είναι μια «ατέλειωτη αρμαθιά από
αντικλείδια», που φτιάχτηκαν για να ανοίξουν την πόρτα της ποίησης. Η λέξη
«ίσως» στην αρχή του στίχου 14 δημιουργεί μια αίσθηση αβεβαιότητας. Όσο η πόρτα
δεν ανοίγει, οι ποιητές εξακολουθούν να γράφουν. Και όσο γράφουν τόσο η ιδέα
της ποίησης γίνεται πιο απρόσιτη και πιο γοητευτική. Τα ποιήματα δεν
ταυτίζονται με την ποίηση, γιατί τότε η ποίηση θα είχε πάψει να υπάρχει.
Τρίτη ενότητα: «Μα η ποίηση
είναι μια πόρτα ανοιχτή», Το ποίημα τελειώνει με τον ίδιο στίχο, όπως
αρχίζει (σχήμα κύκλου). Μοναδική διαφορά το μόριο «μα» στην αρχή του τελευταίου
στίχου, που υποδηλώνει ότι όποιος κατάλαβε πως η πόρτα της Ποίησης είναι μια
πόρτα κλειστή, κατάλαβε λάθος. Η πόρτα της ποίησης είναι πάντα ανοιχτή, γιατί η
ποίηση διαρκώς ανανεώνεται, η ποιητική διαδικασία είναι αέναη. Κανείς από τους
ήρωες της έκφρασης δε θα παραβιάσει την πόρτα (άλλωστε μια ανοιχτή πόρτα ποτέ
δεν παραβιάζεται, θα αποτελούσε σχήμα οξύμωρο), γιατί τότε η ποίηση θα πάψει να
υπάρχει. Τελικά ολόκληρη η αφήγηση, στην οποία ο ποιητής κινείται μεταξύ
πραγματικότητας και φαντασίας, αφορά επαναλαμβανόμενη διαδικασία απόπειρας να
παραβιαστεί η πόρτα της Ποίησης, η οποία είναι πάντα ανοιχτή.
Θέμα του ποιήματος είναι οι απόπειρες που κάνουν οι ποιητές να περάσουν
μέσα από την πόρτα
της Ποίησης.
Μόλις,
όμως, αυτοί οι λίγοι επιχειρήσουν να μπουν, η πόρτα κλείνει και δεν ανοίγει με
κανένα τρόπο. Το κλειδί έχει χαθεί και γι’ αυτό φτιάχνουν αντικλείδια με την
ελπίδα να ανοίξουν την πόρτα. Αλλά και τα αντικλείδια δεν έχουν αποτέλεσμα·
κανένας ποτέ δεν κατάφερε να ανοίξει την ήδη ανοιχτή πόρτα της ποίησης.
Η
ενότητα παρουσιάζει έντονη δράση, η οποία αποτυπώνεται στη χρήση των ενεργητικών
ρημάτων και επιτείνεται από τη χρήση του ενεστώτα και από τον γρήγορο ρυθμό που
δίνουν στον λόγο οι σύντομες κύριες προτάσεις. Η χρήση του αόριστου (στον 12ο
και 13ο στίχ.) δηλώνει την κοινή και οριστική κατάληξη των
επανειλημμένων προσπαθειών.
Στην
ενότητα αυτή διευκρινίζεται ο τόπος, ο χρόνος, τα πρόσωπα και η οπτική γωνία
της αφήγησης (F εξωτερική
εστίαση).
Στην
ενότητα αυτή δίνεται ο ορισμός των ποιημάτων σύμφωνα με τον ποιητικό μύθο. Τα
ποιήματα είναι η ατέλειωτη αρμαθιά από αντικλείδια που φτιάχτηκαν για να
ανοίξει η πόρτα της ποίησης. Η προσπάθεια, λοιπόν, δεν έχει ολοκληρωθεί,
συνεχίζεται στο μέλλον. Ο αφηγητής συμμετέχει πλέον στην ποιητική δράση (αυτό
δηλώνει η χρήση του α΄ ενικού προσώπου) και γι’ αυτό μεταβάλλεται η οπτική
γωνία και αποκτά εσωτερική εστίαση, αποκαλύπτοντας ότι αφηγητής και ποιητής
ταυτίζονται.
Η
επανάληψη του πρώτου στίχου ως κατακλείδα του ποιήματος προκαλεί έκπληξη: αφού
κανένας δεν κατάφερε να ανοίξει την πόρτα της ποίησης, πώς η ποίηση είναι μια
πόρτα ανοιχτή; Το «Μα» στην αρχή του
στίχου τονίζει αυτήν την αντίθεση. Παρόλα αυτά ο ποιητής δεν παραλογίζεται. Το
σχήμα του κύκλου, με το οποίο ολοκληρώνεται το ποίημα, δείχνει ότι η προσπάθεια
είναι αέναη και επαναλαμβάνεται από την αρχή. Η πόρτα παραμένει ανοιχτή για τον
καθένα πάντοτε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου