Το
κείμενο
Μες
στους προσφυγικούς συνοικισμούς

Το πεζογράφημα αυτό περιέχεται στην πρώτη συλλογή του συγγραφέα που έχει τίτλο Για
ένα φιλότιμο. Η συλλογή αυτή, η οποία αποτελείται από 22 έργα με έκταση από 2 ως 5 σελίδες το καθένα,
εκδόθηκε προς το τέλος του 1964 και αποτελεί ένα έργο-στροφή στη
λογοτεχνική πορεία του Ιωάννου, γιατί μ'
αυτό ο ποιητής ως τότε Ιωάννου καθιερωνόταν, αμετάκλητα πλέον και οριστικά,
στην πνευματική μας ζωή ως πεζογράφος. Βέβαια, απ' όσα λέει ο ίδιος ο
Ιωάννου, η ενασχόληση του με την πεζογραφία είχε αρχίσει νωρίτερα, το φθινόπωρο
του 1959, αλλά η πρώτη του απόπειρα ήταν ανεπιτυχής και μόνο το φθινόπωρο του
1961 υπήρξε μια δεύτερη, επιτυχής αυτή τη φορά, προσπάθεια, που στάθηκε
αποφασιστική για όλη τη μετέπειτα παρουσία του Ιωάννου στην πεζογραφία. Αν και
μέχρι το 1963, και για πέντε περίπου χρόνια, ποίηση και πεζογραφία
ανταγωνίζονταν μέσα του η μία την άλλη, φαίνεται ότι τελικά επικράτησε η
δεύτερη.

Το Για
ένα φιλότιμο συνάντησε, ίσως
εξαιτίας του νέου πνεύματος που απέπνεε, τελείως αντιθετικές κριτικές, αφού άλλοι κριτικοί το υποδέχτηκαν με
επιφυλάξεις και άλλοι με ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Χαρακτηριστικό της
αντίθεσης αυτής είναι ότι οι έντονες ψυχολογικές καταστάσεις, που αποτελούν
ένα βασικό διακριτικό στοιχείο του έργου του Ιωάννου, από άλλους θεωρήθηκαν νευρώσεις που με
τα χρόνια περιορίστηκαν, αφού ο συγγραφέας κατάκτησε μια νηφαλιότητα
και την ψυχική αντοχή να αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα με ένα πικρό χαμόγελο (Α.
Κοτζιάς), κι από άλλους (Δ.
Μαρωνίτης) θεωρήθηκε ότι προσδίδουν στο έργο του έναν παρανοϊκό χαρακτήρα που
υποσχόταν πολλά για το μέλλον της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας.

Το Για ένα φιλότιμο κυκλοφόρησε σε μια
ιδιαίτερα ταραγμένη για την
Ελλάδα εποχή. Το τέλος του Εμφυλίου βρήκε τον Ελληνισμό μπροστά σε ένα πλήθος από πολυσύνθετα προβλήματα κάθε είδους, πολιτικά, εθνικά, κοινωνικά, οικονομικά, που απαιτούσαν λύσεις. Όμως, το πολύπλοκο αυτών των προβλημάτων, οι αδυναμίες των ελληνικών πολιτικών κομμάτων (τα περισσότερα στήριζαν την προβολή τους σε μια χαρισματική ηγετική προσωπικότητα) και η υπολειτουργία των δημοκρατικών θεσμών (οι βασιλείς Παύλος και Κωνσταντίνος Β', π.χ., προσπάθησαν να υποκαταστήσουν τα κόμματα, κυβερνώντας όπως έκριναν σωστό οι ίδιοι, και να ελέγξουν όλους τους φορείς εξουσίας) δυσκόλεψαν σε μεγάλο βαθμό τα πράγματα, καθυστέρησαν τις λύσεις και δημιούργησαν περισσότερους κινδύνους για τη χώρα. Από το 1950 μέχρι και το 1965 εναλλάχθηκαν στην εξουσία οι κυβερνήσεις Ν. Πλαστήρα (1950-1952), Α. Παπάγου (1952-1955), Κ. Καραμανλή (1955-1963) και Γ. Παπανδρέου (1963-1965), οι οποίες, αν και συνέβαλαν στην ανοικοδόμηση της χώρας, δεν κατόρθωσαν να κάνουν βαθιές τομές, ώστε να σβήσουν τις αντιθέσεις του Εμφυλίου, να προστατέψουν τους θεσμούς από τη δράση παρακρατικών μηχανισμών (βλ. και δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γ. Λαμπράκη από παρακρατικούς στη Θεσσαλονίκη) και να περιορίσουν τις επεμβάσεις του Θρόνου στη διακυβέρνηση της χώρας. Έτσι, μετά τα Ιουλιανά, την αποπομπή του Γ. Παπανδρέου, που ήταν αποτέλεσμα αυλικών παρεμβάσεων (1965), και τις διαδοχικές κυβερνήσεις Γ. Νόβα, Η. Τσιριμώκου, Σ. Στεφανόπουλου, Γ. Παρασκευόπουλου και Π. Κανελλόπουλου, η χώρα δεν απέφυγε την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967, που υπήρξε η αρχή πολλών νέων δεινών.
Ελλάδα εποχή. Το τέλος του Εμφυλίου βρήκε τον Ελληνισμό μπροστά σε ένα πλήθος από πολυσύνθετα προβλήματα κάθε είδους, πολιτικά, εθνικά, κοινωνικά, οικονομικά, που απαιτούσαν λύσεις. Όμως, το πολύπλοκο αυτών των προβλημάτων, οι αδυναμίες των ελληνικών πολιτικών κομμάτων (τα περισσότερα στήριζαν την προβολή τους σε μια χαρισματική ηγετική προσωπικότητα) και η υπολειτουργία των δημοκρατικών θεσμών (οι βασιλείς Παύλος και Κωνσταντίνος Β', π.χ., προσπάθησαν να υποκαταστήσουν τα κόμματα, κυβερνώντας όπως έκριναν σωστό οι ίδιοι, και να ελέγξουν όλους τους φορείς εξουσίας) δυσκόλεψαν σε μεγάλο βαθμό τα πράγματα, καθυστέρησαν τις λύσεις και δημιούργησαν περισσότερους κινδύνους για τη χώρα. Από το 1950 μέχρι και το 1965 εναλλάχθηκαν στην εξουσία οι κυβερνήσεις Ν. Πλαστήρα (1950-1952), Α. Παπάγου (1952-1955), Κ. Καραμανλή (1955-1963) και Γ. Παπανδρέου (1963-1965), οι οποίες, αν και συνέβαλαν στην ανοικοδόμηση της χώρας, δεν κατόρθωσαν να κάνουν βαθιές τομές, ώστε να σβήσουν τις αντιθέσεις του Εμφυλίου, να προστατέψουν τους θεσμούς από τη δράση παρακρατικών μηχανισμών (βλ. και δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γ. Λαμπράκη από παρακρατικούς στη Θεσσαλονίκη) και να περιορίσουν τις επεμβάσεις του Θρόνου στη διακυβέρνηση της χώρας. Έτσι, μετά τα Ιουλιανά, την αποπομπή του Γ. Παπανδρέου, που ήταν αποτέλεσμα αυλικών παρεμβάσεων (1965), και τις διαδοχικές κυβερνήσεις Γ. Νόβα, Η. Τσιριμώκου, Σ. Στεφανόπουλου, Γ. Παρασκευόπουλου και Π. Κανελλόπουλου, η χώρα δεν απέφυγε την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967, που υπήρξε η αρχή πολλών νέων δεινών.

Το 1964 ειδικότερα ήταν, εξάλλου, μια πραγματικά
εφιαλτική χρονιά για το θέμα του Κυπριακού: Οι συγκρούσεις Τουρκοκυπρίων και
Ελληνοκυπρίων κορυφώνονται, αποτρέπεται τουλάχιστον τέσσερις φορές τουρκική
εισβολή στο νησί, ενώ παράλληλα οργανώνονται συνωμοσίες παραμερισμού του
Μακάριου για να επιτευχθεί η διχοτόμηση του νησιού. Την ίδια χρονιά στην
Ελλάδα, παρά τον εκλογικό θρίαμβο της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, η Ένωση
Κέντρου αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα συνοχής, ενώ οι αποφυλακίσεις κομμουνιστών
πολιτικών κρατουμένων στις οποίες προβαίνει συναντούν την έντονη αντίδραση
ακροδεξιών κύκλων του στρατού. Παράλληλα, πεθαίνει μετά από σοβαρότατα
προβλήματα υγείας ο βασιλιάς Παύλος και ανέρχεται στο θρόνο ο γιος του
Κωνσταντίνος Β', ο οποίος μέσα στην ίδια χρονιά παντρεύεται την Άννα-Μαρία της
Δανίας.

Την ίδια χρονιά, τέλος, σε διεθνές επίπεδο, οι ΗΠΑ
αναμειγνύονται στον πόλεμο του Βιετνάμ, γεγονός που επιφέρει σύντομα τραγικά
αποτελέσματα, στην ΕΣΣΔ ο σκληροπυρηνικός Λ. Μπρέζνιεφ αντικαθιστά στην ηγεσία
της χώρας το Ν. Χρουστσόφ, αλλαγή που επιδεινώνει τις σχέσεις ΕΣΣΔ - Κίνας, και
στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας σημειώνεται εντονότατη φοιτητική
αναταραχή, που αποτελεί το προοίμιο τέτοιων κινημάτων και καταπνίγεται βίαια
από τις αρχές. Τέλος, η εμφάνιση διάφορων ειρηνιστικών κινημάτων είναι πλέον
γεγονός.

Όλα αυτά έχουν τον αντίκτυπο τους και στην
πνευματική ζωή γενικότερα. Το βάρος που ασκούν το πρόσφατο παρελθόν και το
πολυτάραχο παρόν διαμορφώνει μια τέχνη που αναζητά ποικίλες φόρμες εκφραστικής
ανανέωσης. Σ' αυτό το πλαίσιο, η μεταπολεμική πεζογραφία καταπιάνεται με πάθος
με τον Εμφύλιο ή αναλύει το σύγχρονο κοινωνικό περίγυρο. Ο Στρ. Τσίρκας, ο Δ.
Χατζής, ο Ά. Αλεξάνδρου, ο Μ. Χάκας, ο Α. Κοτζιάς, ο Α. Φραγκιάς, η Δ.
Σωτηρίου, όλοι κινούνται γύρω από το ίδιο θέμα: την εξέλιξη της ελληνικής
μεταπολεμικής κοινωνίας και τις συνθήκες που τη διαμόρφωσαν ή ακόμα και την
αναζήτηση-αποκάλυψη της ιστορικής αλήθειας. Παράλληλα, μια άλλη ομάδα
πεζογράφων, ανάμεσα στους οποίους και οι Γ. Ιωάννου, Μ. Κουμανταρέας, Κ.
Ταχτσής, στρέφεται κυρίως στην περιγραφή του κοινωνικού περιβάλλοντος και
στην ψυχογράφηση των προσώπων, τα οποία κινούνται συνήθως μέσα στα όρια της
ελληνικής, μικροαστικής ως επί το πλείστων, κοινωνίας του '60. Τέλος, προς
έναν τελείως διαφορετικό προβληματισμό κινήθηκε ο Α. Σαμαράκης, που τον απασχόλησε
το θέμα της καταπίεσης του ανθρώπου, και ο Ν. Καζαντζάκης, που μέσα από τα έργα
του εκφράζει τις πιο βαθιές μεταφυσικές και φιλοσοφικές ανθρώπινες αγωνίες.

Όσον αφορά την τεχνική, σχεδόν όλοι οι παραπάνω πεζογράφοι γράφουν
εκτενείς συνθέσεις-μυθιστορήματα, με μία ενιαία υπόθεση, η οποία έχει αρχή,
μέση και τέλος και παρουσιάζεται σε κεφάλαια. Σε αντίθεση μ' αυτή τη μορφή των
εκτεταμένων αφηγήσεων, τα πεζογραφήματα του Ιωάννου πρωτοτυπούν, γιατί
είναι μικρές συνθέσεις, γραμμένες με εξομολογητική διάθεση, που η υπόθεση τους
αναπτύσσεται, συμπληρώνεται και ολοκληρώνεται σε μερικές μόνο σελίδες.

Βασικό θέμα του πεζογραφήματος είναι η προσφυγιά, οι δυσκολίες και η μοναξιά
που αυτή συνεπάγεται, ένα θέμα που, αν και το πεζογράφημα γράφτηκε το
1964, παραμένει επίκαιρο και στις μέρες μας. Η θεματική αφόρμηση δίνεται στο συγγραφέα από μια σκηνή καθημερινή:
τα παιδιά μιας προσφυγικής γειτονιάς παίζουν μπάλα μπροστά στο καφενείο όπου
κάθεται ο αφηγητής. Αυτός, σκεπτόμενος
συνειρμικά, αναλογίζεται τις διάφορες παραμέτρους του προσφυγικού προβλήματος
και την απομόνωση που βιώνουν οι πρόσφυγες αλλά και οι ντόπιοι κάτοικοι μιας
μεγαλούπολης.

Η παρουσία
μεγάλων τμημάτων προσφυγικού πληθυσμού στην πόλη της Θεσσαλονίκης με
διαφορετική προέλευση για καθεμιά από τις υποομάδες αυτού, η νοσταλγία τους για
τις πατρίδες τους, που και ο αφηγητής συναισθάνεται λόγω της
καταγωγής του, και οι σκέψεις του για τη μοναξιά και την απομόνωση που βιώνουν
οι άνθρωποι των αστικών κέντρων ερχόμενοι σε επαφή με
ένα νέο τρόπο ζωής, που τους απομάκρυνε από τις ρίζες τους και τους απέσπασε από το
πολιτιστικό παρελθόν τους.

Η συγκίνηση και η ηρεμία του αφηγητή όταν βρίσκεται
κοντά στους πρόσφυγες, με τους οποίους νιώθει αλληλέγγυος, και η μοναξιά που βιώνει ζώντας στην αχανή
και αφιλόξενη μεγαλούπολη.

Μια καθημερινή σκηνή δίνει στο συγγραφέα το έναυσμα για
να ξετυλίξει την ιστορία του. Τα παιδιά σε μια προσφυγική γειτονιά παίζουν μπάλα μπροστά στο καφενείο
στο οποίο ο αφηγητής βρίσκεται καθισμένος.
Η παρατήρηση των παιδιών που η καταγωγή τους είναι προσφυγική τού φέρνει στο
μυαλό όλα όσα έχουν σχέση με το προσφυγικό ζήτημα, την αποκοπή τους από το οικείο περιβάλλον τους, τη θέση τους στο
σύγχρονο κόσμο, το ρόλο που οι κάθε φορά
γραφειοκράτες έχουν εκ των προτέρων ορίσει γι' αυτούς, αλλά και την απομόνωση, το ασφυκτικό αίσθημα της μοναξιάς που νιώθουν τόσο οι πρόσφυγες
όσο και οι γηγενείς
κάτοικοι της μεγαλούπολης.

Το πρώτο
και μοναδικό πρόσωπο του πεζογραφήματος που δρα και παρουσιάζει όσα άλλα το
πλαισιώνουν είναι ο αφηγητής-συγγραφέας. Οι σκηνές που αυτός παρακολουθεί και οι σκέψεις που συνειρμικά κάνει
παρουσιάζουν έμμεσα και τα υπόλοιπα πρόσωπα της αφήγησης, τα οποία όμως δε
δρουν στο έργο, αλλά συμμετέχουν ενεργά στην εξέλιξη της αφήγησης,
αφού αποτελούν τη θεματική αφορμή της και η αφήγηση αναφέρεται κυρίως σ' αυτά.
Τα πρόσωπα αυτά είναι τα παιδιά (των προσφύγων) και οι μεγάλοι (οι γονείς τους), με τους
οποίους μάλιστα ο αφηγητής, ως ένα βαθμό, «ταυτίζεται» (μοιάζει). Έχουν
γεννηθεί, όπως κι ο αφηγητής, στη Θεσσαλονίκη και είναι μεταξύ τριάντα και
σαράντα ετών στην πλειονότητα τους — άρα όσο περίπου και ο Ιωάννου όταν γράφει
το πεζογράφημα—, αφού οι περισσότεροι γεννήθηκαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Τέλος, στο περιθώριο της αφήγησης γίνεται αναφορά σε ένα πλήθος προσφυγικών
φυλών (Πόντιοι, Καραμανλήδες, Καυκάσιοι,
Μικρασιάτες, Κωνσταντινουπολίτες, Θρακιώτες, Μοναστηριώτες), σε λαούς με
πολύχρονη ιστορία (Θράκες, Χετταίοι,
Φρύγες, Λυδοί) και ακόμα σε ανθρώπους που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο,
επιδεινώνουν το πρόβλημα της απομόνωσης μέσα στις μεγαλουπόλεις («οι εγκληματίες των γραφείων», οι γείτονες).

Ο αφηγητής, καθισμένος στο καφενείο ενός
προσφυγικού συνοικισμού, παρακολουθεί τα προσφυγόπουλα που παίζουν μπάλα και
σκέφτεται τους μεγάλους που σε λίγο θα επιστρέψουν κουρασμένοι απ' τη δουλειά.
Χαίρεται για τη γνησιότητα που
διατηρούν στα χαρακτηριστικά τους και τους αναγνωρίζει με τη βοήθεια αυτών των αμιγών χαρακτηριστικών.
Λέει μάλιστα ότι έχει εξασκηθεί στην αναγνώριση τους τόσο ώστε σπανίως κάνει
λάθη, ενώ, τις περισσότερες φορές, μπορεί να διακρίνει ακόμα και λεπτές
διαφορές ανάμεσα σε συγγενικά φύλα της ίδιας φυλής. Αυτή η επαφή με τους πρόσφυγες συγκινεί τον αφηγητή, γιατί τον
κάνει να νιώθει ότι βρίσκεται με ανθρώπους δικούς του, της φυλής του, με
ανθρώπους με τους οποίους τον συνδέουν δεσμοί αίματος και ιστορικής καταγωγής,
κάτι που πιθανότατα αυτοί δεν ξέρουν ή δεν κατανοούν οι ίδιοι. Άλλωστε, δεν
είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι άνθρωποι αυτοί έγιναν αντικείμενα
εκμετάλλευσης επιτηδείων, που τους ώθησαν στην αλληλοσφαγή και τον ξεριζωμό.

Μέσα στο θορυβώδες περιβάλλον της πόλης όμως, αντίθετα
απ' ό,τι στους προσφυγικούς συνοικισμούς, ο αφηγητής, γιος προσφύγων και ο
ίδιος, νιώθει μόνος και ξένος. Ο
«πολιτισμός» και η μαζικότητα που χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες, η
ανωνυμία και η αποξένωση ακόμα και συγκατοίκων ή γειτόνων, κάνουν τον αφηγητή
να ζηλεύει τους πρόσφυγες που έχουν τη χαρά να ζουν ανάμεσα σε ανθρώπους της
ράτσας τους.

Θεματικός πυρήνας της αφήγησης είναι η σύνδεση
και η σύμπνοια που έχουν οι πρόσφυγες κάθε φυλής μεταξύ τους, αλλά και με τον
τόπο καταγωγής τους. Το στοιχείο αυτό κινεί
και την οργάνωση της αφήγησης σε δύο αντίθετους θεματικούς άξονες που ο
αφηγητής παρουσιάζει συγκριτικά, οι οποίοι είναι:



Αν και η πλοκή της αφήγησης είναι χαλαρή, γιατί το
κείμενο έχει τη μορφή
παράθεσης σκέψεων που διαδέχονται η μία την άλλη, μπορούμε, παρ' όλα αυτά, να
διακρίνουμε σχηματικά πέντε νοηματικές ενότητες:








Πρόσωπα - ήρωες



Ο αφηγητής πιστεύει ότι η κούραση τους κάνει να
φαίνονται αληθινοί. Εξάλλου, έχουν γεννηθεί, απ' όσο μας πληροφορεί ο ίδιος, στη
Θεσσαλονίκη, στην πόλη όπου
γεννήθηκε και ο αφηγητής (αλλά και συγγραφέας). Κι αυτό σημαίνει,
επομένως, ότι οι ίδιοι δεν είναι πρόσφυγες αλλά απόγονοι των προσφύγων που έφθασαν
στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή από τις διάφορες περιοχές
όπου απλώνονταν ως τότε οι Έλληνες. Παρ' όλα αυτά διαφέρουν από τον αφηγητή και από τους «διεσπαρμένους», γιατί
ζώντας όλοι μαζί, σε συνοχή, δεν έκοψαν τους δεσμούς τους με το παρελθόν και
τις ρίζες τους και κατόρθωσαν να διατηρήσουν αμιγή τα χαρακτηριστικά τους,
ή τουλάχιστον αμιγέστερα απ' όσο οι κατά καιρούς Έλληνες της «διασποράς», που,
ξεριζωμένοι από τον τόπο τους, απλώθηκαν άλλος εδώ κι άλλος εκεί, σε κάθε γωνιά
της Γης, άλλοτε ως πρόσφυγες, άλλοτε ως μετανάστες κι άλλοτε απλώς ως κυνηγοί
μιας καλύτερης τύχης. Η γνησιότητα
των χαρακτηριστικών τους άλλωστε αναδεικνύεται και προβάλλεται περισσότερο στον
οικείο χώρο του δικού τους καφενείου παρά σε τόπους και περιβάλλοντα άλλα, με
τα οποία δεν τους δένει τίποτα.

Τα χαρακτηριστικά αυτά
ο αφηγητής-συγγραφέας τα συνδέει με τη ράτσα και την ψυχή, δύο δομικά στοιχεία της ανθρώπινης προσωπικότητας, εκ πρώτης όψεως
διαφορετικά. Η ράτσα, λέξη
ιταλική που πιθανώς προέρχεται από την αραβική λέξη ras (που
σημαίνει «προέλευση, αρχή»), αναφέρεται
στη γενιά, στη φυλή και δηλώνει μια πληθυσμιακή ομάδα με συγκεκριμένη καταγωγή
και κοινά βιολογικά ή και άλλα χαρακτηριστικά, που σχετίζονται με το
χρώμα του δέρματος, την όψη, τη γλώσσα, ακόμα και τις ιδιαίτερες συνήθειες.
Όμως η λέξη
αυτή λειτουργεί διαφορετικά στο κείμενο: δηλώνει μια πληθυσμιακή ομάδα,
Ελλήνων, που κατάγεται από κάποια συγκεκριμένη περιοχή και έχει μερικές
διαφορές από τους άλλους είτε πολιτισμικές (κυρίως γλωσσικές) είτε σχετικές με μάλλον δευτερεύοντα εξωτερικά σωματικά
γνωρίσματα. Τα κυριότερα από αυτά τα διαφοροποιά χαρακτηριστικά προσδιορίζονται
στις αμέσως επόμενες παραγράφους και είναι η γραμμή του κορμιού, η ομιλία (το γλωσσικό ιδίωμα ή η διάλεκτος), το χρώμα της επιδερμίδας (μελαχρινάδα), το χρώμα των μαλλιών (καστανοί,
ξανθοί), οι φωνές (το ποιόν της φωνής), οι αδρές
και τίμιες φυσιογνωμίες. Δεν έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ρατσισμό αλλά με περιγραφική διάκριση των ανθρώπων ανάλογα με τον τόπο της καταγωγής τους και με κάποια
δευτερεύοντα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τους. Παρ' όλα αυτά δεν πρέπει
να μείνει απαρατήρητο ότι ο συγγραφέας, δεμένος συναισθηματικά με τις ράτσες
των προσφύγων, μόνο θετικά στοιχεία βρίσκει σ' αυτές: η προφορά των
ανθρώπων είναι ζεστή (= γεμάτη ανθρωπιά και αίσθημα), οι φυσιογνωμίες
τους τίμιες, τα πάντα σ' αυτούς συνιστούν ομορφιά και, παρακάτω,
έχουν ζωηράδα και αγνότητα.
Από την άλλη πλευρά η ψυχή
είναι κάτι πολύ διαφορετικό και πολύ περισσότερο από ένα
εξωτερικό-βιολογικό στοιχείο: είναι
ολόκληρος ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου, το πνεύμα και το φρόνημα του, το
σύνολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της συμπεριφοράς, της κουλτούρας και
της ψυχοσύνθεσης του.

Για τις
σκέψεις που θα εκθέσει ο συγγραφέας σχετικά με τους πρόσφυγες αφορμάται
εισαγωγικά από μιαν απλή και καθημερινή σκηνή, πολύ συνηθισμένη την εποχή της σύνθεσης του πεζογραφήματος: κάποια
παιδιά παίζουν μπάλα έξω από ένα καφενείο. Και καθώς λειτουργεί στη συνείδηση του συγγραφέα ο συνειρμός (αντίθεση:
παιδιά - μεγάλοι, και συνάφεια στο χώρο: τόπος του παιχνιδιού - το διπλανό
καφενείο), μεταβαίνει στους θαμώνες που θα έρθουν σε λίγο.

Από την
αρχή ο αναγνώστης βρίσκεται σε κάποιαν απορία και αμηχανία, επειδή όλα
παρουσιάζονται σαν συγκεκριμένα και γνωστά {τα παιδιά - στο ορισμένο καφενείο - οι μεγάλοι - εδώ
σ' αυτή την πόλη - της ράτσας τους - από μας τους διεσπαρμένους), όμως για τον ίδιο είναι αόριστα και
άγνωστα (ποια είναι τα παιδιά και ποιοι οι μεγάλοι; ποιο είναι το
ορισμένο καφενείο και ποια η πόλη που δεν κατονομάζεται; ποια είναι η ράτσα των
θαμώνων του καφενείου και ποια του συγγραφέα;). Βέβαια ο συγγραφέας δεν
κρίνει ότι οι αναγνώστες γνωρίζουν ή είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν, και
επομένως είναι περιττές οι συγκεκριμενοποιήσεις, αλλά μάλλον όλα πρέπει να θεωρηθούν γενικευτικά: θα
μπορούσε να πρόκειται για οποιοδήποτε καφενείο, για οποιαδήποτε ομάδα παιδιών,
για οποιαδήποτε προσφυγούπολη - το όνομα της Θεσσαλονίκης δεν
αναφέρεται σε κανένα σημείο του κειμένου (ωστόσο, παρακάτω οι διάφοροι
πρόσφυγες πρέπει να αναφερθούν, και αναφέρονται, με τους συγκεκριμένους τόπους
της καταγωγής τους).

Στο κείμενο υπάρχουν δύο συγκρίσεις σχετικές με
την αυθεντικότητα και τη γνησιότητα των θαμώνων του καφενείου καθώς και μία
σχετική με τη ράτσα τους:



Η λέξη διεσπαρμένους μας οδηγεί στους
Έλληνες «της διασποράς», στους μετανάστες και γενικά στους ομογενείς, που
είναι και αυτοί ξεριζωμένοι από τον τόπο τους, όπως οι πρόσφυγες.

Ο χώρος που χρησιμεύει ως αφετηρία του αφηγήματος
είναι αόριστα ένα καφενείο, που είναι, πέρα από
στέκι, ένας τόπος-σύμβολο της
εγκατάστασης και της συνοχής κάθε ράτσας (θα αναφερθεί και παρακάτω: κάθε
φορά που φεύγω από κει), ενώ ο
χρόνος δίνεται υπαινικτικά: είναι βραδάκι, αφού θα σχολάσουν και θ'
αρχίσουν να καταφτάνουν. Το ευρύτερο χρονικό πλαίσιο δε δίνεται ακόμη (αφήνεται από κάποιες αναφορές να
καταλάβουμε ότι είναι τα μεταπολεμικά χρόνια, ιδιαίτερα τα χρόνια γύρω στο
1960), ενώ η προσφυγούπολη είναι η Θεσσαλονίκη, ο πιο προσφιλής χώρος
των κειμένων του Γ. Ιωάννου (και αυτός δίνεται υπαινικτικά).


Ο αφηγητής βρίσκεται σ' αυτό τον οικείο για
εκείνον χώρο, στέκεται και κοιτάζει λίγο πριν καθίσει και το βλέμμα του εστιάζει στα παιδιά που απέναντι από το χώρο του
καφενείου παίζουν μπάλα. Σαν τον
παλιό πλανόδιο φωτογράφο που στήνει το σκηνικό για να απαθανατίσει από μια συγκεκριμένη
θέση τις παραστάσεις που θα περάσουν από μπροστά του, ο αφηγητής παίρνει τη θέση του στο καφενείο για να καλύψει σε
όλο τους το εύρος τις σκηνές που θα διαδραματιστούν μπροστά του σε λίγο που το
πλάνο από τους μικρούς θα περάσει στους μεγάλους. Με αφορμή την
παρακολούθηση του παιχνιδιού των παιδιών δημιουργείται στο
μυαλό του συγγραφέα ο συνειρμός παιδιά-μεγάλοι αλλά και
η ανάλογη συνάφεια του χώρου, τόπος παιχνιδιού των παιδιών έξω από το
καφενείο-τόπος συγκέντρωσης των μεγάλων το εσωτερικό του καφενείου,
γεγονός που του παρέχει την ευκαιρία να μεταβεί στους ανθρώπους που σε λίγο θα καταφθάσουν στο καφενείο έχοντας
ολοκληρώσει τη σκληρή καθημερινή τους προσπάθεια.

Όλοι αυτοί
οι προσφυγικοί πληθυσμοί που καθημερινά αγωνίζονται για την εξασφάλιση της
επιβίωσης τους έχουν γεννηθεί, όπως ο συγγραφέας-αφηγητής μάς πληροφορεί, στη
Θεσσαλονίκη, την πόλη που και ο ίδιος γεννήθηκε. Η πόλη, βέβαια, δεν κατονομάζεται, για να βοηθήσει με τον τρόπο
αυτό στην αοριστία με την οποία επενδύεται η αφήγηση του για να μπορέσει να
λειτουργήσει ως σύμβολο κάθε πόλης που δέχτηκε και φιλοξενεί πληθυσμούς προσφύγων, εύκολα όμως μπορεί να κατανοηθεί η ταυτότητα της γνωρίζοντας την ιδιαίτερη επίδραση που η γενέθλια πόλη άσκησε στο Γιώργο Ιωάννου,
καταλήγοντας να γίνει το μόνιμο σημείο αναφοράς των έργων του και το διαρκές
σκηνικό-αφετηρία της μυθοπλασίας
του.
Το γεγονός δε ότι οι πρόσφυγες που ο ίδιος εντοπίζει γεννήθηκαν στη
Θεσσαλονίκη σημαίνει ότι οι ίδιοι δεν
είναι πρόσφυγες πρώτης γενιάς, οι άμεσα ξεριζωμένοι από το χώρο της Μικρασίας, αλλά απόγονοι των
προσφυγικών οικογενειών που έφτασαν στην Ελλάδα
μετά το τέλος της μικρασιατικής περιπέτειας. Ο αφηγητής εντοπίζει τη βασική διαφορά όλων αυτών
από τους πρόσφυγες που ακολούθησαν το δρόμο της φυγής έξω από τα
ελληνικά σύνορα, τους «διεσπαρμένους» κατά την επιγραμματική διατύπωση του, αλλά και από τον ίδιο στο εξής: ζώντας όλοι μαζί και συμβιώνοντας στους
αμιγώς προσφυγικούς συνοικισμούς κατάφεραν να
διατηρήσουν ακέραιο το δεσμό τους με την παράδοση, να κρατήσουν σε μια
αδιάσπαστη συνέχεια τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που τους
διαφοροποιούν έναντι των γηγενών, χωρίς να αποκοπούν από τις ρίζες τους και χωρίς να διαρρήξουν τη σύνδεση
τους με το παρελθόν.
Για το λόγο αυτό δείχνουν περισσότερο αυθεντικοί από κάθε άλλο Έλληνα
που προτίμησε
τη φυγή έξω από τα στενά ελληνικά όρια, επιλέγοντας την εγκατάσταση σε κάθε
γωνιά της Γης στο κυνήγι μιας καλύτερης μοίρας. Προσθέτει,
μάλιστα, ότι πιο εύλογα
παρουσιάζονται τα αυθεντικά χαρακτηριστικά τους όταν αναδεικνύονται στον οικείο
χώρο τους, αυτό των προσφυγικών συνοικισμών, κι όχι όταν παρατηρούνται σε
χώρους που δεν είναι στους πρόσφυγες οικείοι, σε περιβάλλοντα ξένα και ανέστια
προς εκείνους. Τις διαφορές
τους αυτές έναντι όλων των υπόλοιπων προσφυγικών πληθυσμών εντοπίζει υπό το πρίσμα της καθαρά προσωπικής
θεώρησης, της απόλυτα υποκειμενικής άποψης, στοιχείο που φαίνεται
ξεκάθαρα από τη χρήση του ρήματος «φαίνονται», που ισοδυναμεί με το ελάχιστα αντικειμενικό «δίνουν
την εντύπωση», αλλά και τη χρήση της προσωπικής
αντωνυμίας α' προσώπου «μου» προκειμένου να δηλωθεί
πως ό,τι καταθέτει έχει διηθηθεί από το υλικό της εντελώς προσωπικής
άποψης του και δεν εκφράζεται μια συνολική
ή ευρύτερα αποδεκτή θέση.



Ο
κινηματογράφος είναι η μορφή τέχνης που επηρέασε το Γιώργο Ιωάννου και
συνδέθηκε με το λογοτεχνικό του έργο καθορίζοντας το έργο του τόσο
στο επίπεδο της τεχνικής της γραφής όσο και στη δημιουργία της κατάλληλης
ατμόσφαιρας των έργων του. Στην πρώτη ενότητα του πεζογραφήματος η επίδραση που ο κινηματογράφος άσκησε στο
συγγραφέα-αφηγητή είναι εμφανέστατη: η
εξιστόρηση των γεγονότων του γίνεται με τρόπο που παραπέμπει χωρίς αμφιβολία σε κινηματογραφικά
πλάνα και στη λήψη του σκηνοθέτη, που παρακολουθεί τους ήρωές του στο χώρο δράσης
τους όντας ο ίδιος σε θέση να τους αντιληφθεί ευκρινέστατα και να καταγράψει τις κινήσεις
τους μία προς μία. Έτσι, παρουσιάζεται να παίρνει θέση στο καφενείο στο οποίο σύχναζε, έχοντας τη δυνατότητα της
απόλυτης εποπτείας των όσων θα διαδραματιστούν μπροστά του και να παρακολουθεί
τα παιδιά που παίζουν σε πρώτο πλάνο, μεταφέροντας σε λίγο τη λήψη του από τα παιδιά στους γονείς
τους που σχολούν από τη δουλειά και
ετοιμάζονται να πάρουν θέση στο ίδιο με εκείνον καφενείο.
Επιπλέον, την επίδραση του κινηματογράφου στο έργο
του καταδεικνύει και η εστίαση του ακόμη και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Στο συγκεκριμένο σημείο εμμένει στη λεπτομερειακή αναφορά του στις προσφυγικές ομάδες, για τα μέλη των οποίων
επισημαίνει ότι τα χαρακτηριστικά τους, που έχει εντοπίσει ως ενδεικτικά
της αυθεντικότητας και γνησιότητας τους, είναι πιο
εύληπτα και περισσότερο αναγνωρίσιμα όταν εκείνοι συναντώνται στα περιβάλλοντα με τα οποία είναι απόλυτα ταυτισμένοι, το χώρο των προσφυγικών
συνοικισμών εν προκειμένω, κι όχι όταν απαντώνται αλλού, σε χώρους
ξένους προς τους ίδιους. Λίγο πιο κάτω μάλιστα αυτή
την εστίαση στη λεπτομέρεια θα κάνει πιο εύκολα αντιληπτή, όταν στα πλάνα του θα συμπεριλάβει όλες τις προσφυγικές ομάδες διακρίνοντας σε
καθεμιά από αυτές τα ιδιαίτερα της γνωρίσματα, από αυτά του σώματος και της
εξωτερικής όψης μέχρι τη φωνή και την ξεχωριστή ομιλία τους.

Αξίζει,
επιπλέον, να λεχθεί ότι με την απογραφή του 1928 η Μακεδονία είχε 2.062 συνοικισμούς (οικισμούς), με τους 571 από αυτούς να βρίσκονται στη
Θεσσαλονίκη, που έγινε ο φιλόξενος
χώρος υποδοχής για τους ξεριζωμένους Μικρασιάτες.

Αξίζει να
προσεχθεί η χρήση από το συγγραφέα-αφηγητή των όρων «ράτσα» και «ψυχή». Με τον πρώτο όρο αναφέρεται
στη φυλή, σε ένα σύνολο ανθρώπων με κοινή καταγωγή, κοινή γλώσσα, θρησκεία, κοινά
βιολογικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με το χρώμα του δέρματος, την εξωτερική
εμφάνιση, την ιδιαιτερότητα του γλωσσικού κώδικα που χρησιμοποιούν, ο οποίος τους
διαφοροποιεί έναντι όλων των υπόλοιπων ομάδων. Ο όρος «ράτσα» παραπέμπει «σε μια ομάδα ατόμων του ίδιου είδους με
κοινά μεταξύ τους βιολογικά χαρακτηριστικά, τα
οποία όμως διαφέρουν από τα βιολογικά χαρακτηριστικά των υπόλοιπων ατόμων του ίδιου είδους», (περ. focus, «Άλλη φάτσα, άλλη ράτσα», Ιούνιος 2007)
Για τον Ιωάννου, η ράτσα
αναφέρεται στην πληθυσμιακή ομάδα Ελλήνων που έλκει την καταγωγή της από κάποια συγκεκριμένη περιοχή και
έχει ευδιάκριτες σε σχέση με άλλες ομάδες
ατόμων διαφορές εντοπίζοντας αυτές -όπως
χαρακτηριστικά παραθέτει στην επόμενη ενότητα του
αφηγήματος- στη γραμμή του κορμιού, την ομιλία, το χρώμα της επιδερμίδας(«μελαχρινάδα»), το χρώμα των μαλλιών («καστανοί»,
«ξανθοί»), τον τόνο, την ιδιαιτερότητα της φωνής («φωνές»), την
ξεχωριστή φυσιογνωμία τους («αδρές και τίμιες φυσιογνωμίες»). Ο όρος, επομένως, αυτός δεν παραπέμπει στη σημασία με την οποία είναι
σήμερα αρνητικά φορτισμένη η λέξη,
στη θεωρία του ρατσισμού που στηρίζεται στη διαφορά, τη βιολογική με λίγα λόγια, πνευματική, πολιτιστική
ανωτερότητα κάποιων ομάδων έναντι κάποιων άλλων, που θεωρούνται κατώτερες και
υποδεέστερες. Θυμίζουμε ότι ο
όρος ρατσισμός στο λεξικό
Μπαμπινιώτη έχει την ακόλουθη εξήγηση: «κοινωνική ή πολιτική πρακτική
διακρίσεων που βασίζεται στο
δόγμα της ανωτερότητας μιας φυλής, εθνικής ή κοινωνικής ομάδας, και στην καλλιεργημένη αντίληψη των μελών της ότι
οφείλουν να περιφρουρήσουν την αμιγή σύσταση,
την καθαρότητα της ομάδας τους, καθώς και τον κυριαρχικό της ρόλο έναντι των
υπολοίπων φυλετικών, εθνικών
κοινωνικών ομάδων που θεωρούνται κατώτερες». Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με την αναφορά
σε ρατσιστικές αντιλήψεις, αλλά σε μια περιγραφική διάκριση των ανθρώπων που
εδράζεται στον τόπο καταγωγής και σε κάποια
διαφοροποιητικά βιολογικά χαρακτηριστικά τους.
Ο όρος «ψυχή» έχει μια εντελώς διαφορετική ερμηνεία,
ξεφεύγοντας από τα όρια των εξωτερικών-βιολογικών ιδιαιτεροτήτων: με τη συγκεκριμένη λέξη
εννοούνται τα εσωτερικά γνωρίσματα, η ψυχοσύνθεση, το πνεύμα, το ανθρώπινο φρόνημα, η κουλτούρα,
ολόκληρος ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου. Ο
συγκεκριμένος όρος δηλώνει «τον τρόπο με τον οποίο η ζωή εκδηλώνεται στον άνθρωπο. Δεν αναφέρεται σε
ένα μόνο τμήμα της ανθρώπινης ύπαρξης το πνευματικό, σε αντίθεση προς το υλικό- αλλά σημαίνει τον ολόκληρο
άνθρωπο, ως ενιαία ζωντανή υπόσταση». (Γιανναράς Χρήστος, Αλφαβητάρι της πίστης, εκδ. Δόμος,
σελ. 88)

Όπως και στα περισσότερα έργα
του Γιώργου Ιωάννου, έτσι και στο συγκεκριμένο απόσπασμα η πλοκή είναι μάλλον
χαλαρή και η βάση της είναι οι συνειρμοί και οι διαφορετικές σκέψεις που γίνονται από το
συγγραφέα-αφηγητή στη διάρκεια μιας περιπλάνησης που πραγματοποιεί σ' έναν από τους πολλούς
προσφυγικούς συνοικισμούς της γενέτειρας του. Η υπόθεση αφορμάται από τη σκηνή του καφενείου, όπου ο συγγραφέας βρίσκεται παρακολουθώντας όσα διαδραματίζονται γύρω του και
κάνοντας διάφορες σκέψεις ή παρατηρήσεις για όσα βλέπει.

Το πεζογράφημα είναι γραμμένο στο α' ενικό πρόσωπο,
γεγονός που παραπέμπει στο έντονα
προσωπικό στοιχείο με το οποίο ο συγγραφέας-αφηγητής επενδύει την αφήγηση του, υπάρχουν ωστόσο και άλλα στοιχεία που δείχνουν ότι
σ' αυτό το πεζογράφημα υπάρχει ένα ευδιάκριτο αυτοβιογραφικό υπόστρωμα.
Τα στοιχεία αυτά είναι:









Αφηγηματικές τεχνικές




Κύριος αφηγηματικός τρόπος στην παρούσα ενότητα είναι η μίμηση, εφόσον πρόκειται για αφήγηση σε α' ενικό πρόσωπο από ένα
πρόσωπο που συμμετέχει στην αφήγηση, ενώ υπάρχουν επίσης:




Ο χρόνος, επιπλέον, δίνεται με υπαινικτικό τρόπο: είναι απόγευμα, ίσως και βραδάκι, αφού θ' αρχίσουν
να καταφθάνουν στο καφενείο οι πρόσφυγες μετά το πέρας της-σκληρής καθημερινής τους δραστηριότητας, ενώ ο ευρύτερος χρόνος στον οποίο μπορεί
να ενταχθεί το συγκεκριμένο κείμενο είναι τα μεταπολεμικά χρόνια, κοντά
στη δεκαετία του 1960.


Ο λόγος της ενότητας έχει ως κύρια
χαρακτηριστικά του τη μικροπερίοδη
διατύπωση, με ελάχιστες δευτερεύουσες προστάσεις και απόλυτη κυριαρχία των κύριων
προτάσεων, ενώ διακρίνεται
και η ύπαρξη της αντιθετικής διατύπωσης («κι όμως»).







Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου