Θα επικεντρώσω τις σκέψεις μου –διόλου τυχαία- σε τέσσερα «αρχαία» πεδία.
Γλώσσα: τα αρχαία ελληνικά είναι για τους Έλληνες μια ξένη γλώσσα. Ως τέτοια διδάσκονται, μαθαίνονται και προσλαμβάνονται. Και αυτό έχω την εντύπωση ότι οφείλεται, σε περίπου ίσα μέρη, στην ιστορία αυτού του τόπου –την εγγενή ασυνέχειά του- και σε επιλογή της πολιτικής και διανοητικής ηγεσίας του –όσο κι αν αυτές ποτέ δεν ταυτίστηκαν. Στο σχολείο σήμερα πάλι, μετά από αρκετούς πειραματισμούς, η επαφή των μαθητών με τα αρχαία ξεκινά στην πρώτη γυμνασίου, μέσα από πρωτότυπα αποσπάσματα και όχι ολόκληρα κείμενα (αυτή είναι μια διαφορά με τον τρόπο διδασκαλίας κατά τη δική μου γενιά). Η πραγματική διαφορά, που γιγαντώνει την αίσθηση της «ξένης γλώσσας», είναι ότι δεν έχει προηγηθεί τίποτα που να μοιάζει ή να προετοιμάζει για τα αρχαία ελληνικά –όπως η περισσότερο ή λιγότερο αρχαΐζουσα καθαρεύουσα στην εποχή μου. Δεν λέω ότι κακώς δεν διδάσκεται σήμερα η καθαρεύουσα –εφόσον δεν αποτελεί, και καλώς δεν αποτελεί, κομμάτι της κοινωνικής πραγματικότητας- αλλά ότι το άλμα από τη γλώσσα και το ήθος της γλώσσας που μιλάμε σήμερα στις αντίστοιχες ιδιότητες της αρχαίας γλώσσας γίνεται πλέον χωρίς κανένα εφόδιο και καμία γέφυρα. Η στίξη, οι κλίσεις, οι πτώσεις, οι τόνοι, οι λέξεις, η σύνταξη δεν έχουν σχεδόν κανένα κοινό σημείο. Η ετυμολογία, αυτός ο θησαυρός για το νόημα, λειτουργεί αντίστροφα: από τα νέα ελληνικά τα παιδιά προσπαθούν –και αδυνατούν- να καταλάβουν τα αρχαία. Η ορθογραφία μπερδεύει κι άλλο τα πράγματα: οι λογικές μέσα στη διαδρομή του χρόνου παραφθορές πέφτουν σαν πέπλο πάνω στις «πρωτότυπες» λέξεις και δημιουργούν εκνευρισμό αντί για κατανόηση. Απομένει στο ρέκτη δάσκαλο να προσπαθήσει να δώσει νόημα. Αλλά είναι γνωστή η μοίρα των ρεκτών στην Ελλάδα.
Παιδεία: το πνεύμα των αρχαίων είναι σχεδόν απόλυτα απόν. Δεν διδάσκεται, δεν αφομοιώνεται, ο δε τρόπος ζωής του νεοέλληνα το αποδιώχνει. Είπαμε ότι η γλώσσα μαθαίνεται ερήμην των κειμένων της. Η ιστορία διδάσκεται κι αυτή ερήμην των πηγών της. Οι «αρχαίοι» είναι καλοί, γιατί είναι οι δικοί μας πρόγονοι και γιατί έδωσαν τα φώτα τους στην ανθρωπότητα. Αληθή και τα δύο, αλλά ανεπαρκή. Μαθαίνουμε, στην καλύτερη περίπτωση, τι σκέπτονταν, όχι πώς σκέπτονταν. Τι προσέφεραν, όχι την πνευματική διαδρομή που κατέληξε στην προσφορά τους. Σχεδόν όλες οι μελέτες για την «επικαιρότητα» της αρχαίας ελληνικής σκέψης γίνονται από μη Έλληνες ή πάντως στο εξωτερικό. Καταλαβαίνω ότι είναι πιο εύκολο –ίσως και πιο φυσιολογικό- να μελετάς τη σκέψη των αρχαίων και να σκύβεις πάνω στα κείμενα και τις πηγές έχοντας εξημερώσει μια γλώσσα που καμία σχέση δεν έχει με τη δική σου και σηκώνοντας τα μάτια στα πλοιάρια που διασχίζουν το Σηκουάνα ή στις πράσινες εκτάσεις του Πρίνστον, παρά ακούγοντας τα ελληνικά του ρεπόρτερ της τηλεόρασης και βλέποντας την Ακρόπολη μέσα από το δάσος των τηλεοπτικών κεραιών. Ακόμα κι έτσι, όμως, προκαλεί κατάπληξη η διαφορά ρυθμού και ήθους –πνευματικότητας τελικά. Φταίει η Τουρκοκρατία; Η διαρκής διαπάλη Ανατολής και Δύσης; (που είναι βέβαια αποκλειστικά νεωτερικό φαινόμενο). Ο ανώμαλος πολιτικός και κοινωνικός βίος της σύγχρονης Ελλάδας; Πώς εξηγείται η καταστρεπτική δύναμη επιφαινομένων όπως η έλλειψη συλλογικότητας, ο νεοπλουτισμός, η προχειρότητα, ο λαϊκισμός σε όλα τα επίπεδα;
Πολιτισμός: από έναν πολιτισμό σκέψης έχουμε περάσει σε έναν πολιτισμό ακατέργαστης προφορικότητας. Παρατακτικό, περιγραφικό και χύδην. Θαυμάζουμε τους αρχαίους αλλά σπάνια βρίσκουμε τρόπους να σκεφτούμε και να δράσουμε καίρια και πυκνά. Ο λαός που εφηύρε τη φιλοσοφία κουτσομπολεύει και αμπελοφιλοσοφεί. Ακόμα και στη μίμηση –όλοι οι λαοί και όλοι οι πολιτισμοί μιμούνται- στερούμαστε φαντασίας και γούστου. Η ροπή προς κάποιου είδους δημιουργία, ιδίως μέσω του λόγου, είναι υπαρκτή και πηγαία στη σύγχρονη Ελλάδα. Δεν πειθαρχείται όμως και δεν πειθαρχεί. Η λογοτεχνική παραγωγή είναι υπερπληθωρική αλλά στερείται υπόβαθρου και επεξεργασίας –δεν είναι τυχαίο ότι οι σύγχρονες κορυφές της συναντώνται στην ποίηση, το βασίλειο της αστραπής, της διαίσθησης, της εικόνας. Οι τέχνες είναι κυρίως μόδα, συλλέγονται περισσότερο παρά αποτελούν στοιχεία της πραγματικής ζωής. Το αποκαρδιωτικότερο δείγμα είναι η έλλειψη αισθητικής -στις πόλεις, στους ανθρώπους, στην έκφραση, στις σχέσεις. Το μέτρο που πότιζε τη ζωή και τη δημιουργικότητα των αρχαίων λείπει εντελώς.
Πολιτική: μη βουλομένη και μη βουλευομένη. Όλα τα προηγούμενα συναντώνται στον τρόπο που παράγεται και καταναλώνεται η πολιτική στη σύγχρονη Ελλάδα. Έλλειψη ήθους, μέτρου, σκέψης, πρωτοτυπίας, συλλογικότητας, υπέρβασης. Η πόλις των αρχαίων είναι στην ουσία άπολις, συγκέντρωση εγωιστικών ατομικοτήτων χωρίς έρμα. Στη χώρα που γεννήθηκε ην ρητορεία, το «χάρισμα» θεωρείται ελάττωμα, ο λόγος ακούγεται μόνον όταν είναι «αυτός που θέλει ο λαός». Οι εκπρόσωποι του λαού θεωρούν στη μεγάλη τους πλειοψηφία ότι έχουν εντολή εκπροσώπησης στενών –τοπικών ή συντεχνιακών- συμφερόντων. Το «όραμα» είναι μόνο τελετουργική επίκληση, οι θεσμοί, των οποίων ζητείται από όλους ο σεβασμός, στην πράξη ευτελίζονται και ποδοπατούνται. Η πολιτική δεν συνέχει, όπως στην αρχαία Ελλάδα, αλλά διαιρεί. Χωρίς ραχοκοκαλιά, η δημόσια ζωή πληγώνει αλλά και συντηρεί ψευδαισθήσεις. Όπως ακριβώς στρεφόμαστε στους αρχαίους μας προγόνους: για κάλυψη και όχι για έμπνευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου