ΕΝΟΤΗΤΑ 8η
« Η
ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ »
Όσον αφορά τα άλλα
χαρακτηριστικά μας, στα οποία έχω ήδη αναφερθεί, καθόλου δε διαφέρουμε από τα
ζώα, αλλά ως προς την ταχύτητα και τη δύναμη και τα άλλα πλεονεκτήματα τυχαίνει
να είμαστε κατώτεροι απ΄ αυτά. Αφότου όμως δημιουργήθηκε μέσα μας η ικανότητα
να πείθουμε ο ένας τον άλλον και να γνωστοποιούμε αυτά που θέλουμε, δεν
απαλλαχτήκαμε μόνο από την άγρια κατάσταση ζωής αλλά, αφού συνασπιστήκαμε,
ιδρύσαμε πόλεις και θεσπίσαμε νόμους και ανακαλύψαμε τις τέχνες και σχεδόν όλα
όσα έχουν επινοηθεί από εμάς, ο λόγος τα συγκατασκεύασε μαζί μας. Διότι αυτός όρισε
με νόμους τι είναι δίκαιο και τι άδικο, καλό και κακό, τα οποία, αν δεν είχαν
ρυθμιστεί, δε θα μπορούσαμε να συμβιώνουμε. Μ΄ αυτόν τον τρόπο και τους κακούς
φανερώνουμε και τους καλούς επαινούμε. Με το λόγο και τους κουτούς εκπαιδεύουμε
και τους συνετούς επιδοκιμάζουμε. Γιατί, το να μιλάει κανείς όπως πρέπει, το
θεωρούμε τη μεγαλύτερη απόδειξη ορθής σκέψης και ο λόγος ο αληθινός και ο
νόμιμος και ο δίκαιος είναι η εικόνα μιας άδολης και αξιόπιστης ψυχής.
(ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Περὶ Ἀντιδόσεως, 253 - 255)
{w|w{
$ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ – ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΑ
συνελθόντες <
ἔρχομαι < θ. ἐρχ-, ἐλυθ-, εἰ-, ἰ-
επέρχομαι = α) επιτίθεμαι,
εφορμώ, β) παρουσιάζομαι ξαφνικά.
παρέρχομαι =
φεύγω με τον καιρό, περνώ:
π.χ. Παρήλθαν χρόνια
ê πολλά και μέρες από τότε.
παρέλευση = πέρασμα, πάροδος χρόνου: π.χ. Μετά από παρέλευση μηνών.
προσέρχομαι = α) έρχομαι προς κάποιον ή
κάπου, β) παρουσιάζομαι
για εκπλήρωση υποχρέωσης: π.χ. Δεν προσήλθε στις
ê
εξετάσεις.
προσέλευση
διέλευση = η πράξη του διέρχομαι, διάβαση, πέρασμα: π.χ. με την
ευκαιρία της διέλευσης από την Αθήνα
του Αμερικανού υπουργού…
συνέρχομαι = α) έρχομαι μαζί με άλλους
στον ίδιο χώρο, συναθροίζομαι:
π.χ. Συνήλθαν σε
σύσκεψη,
β) ξαναβρίσκω τις αισθήσεις
μου: π.χ. Δε
συνήλθε
ê ακόμη από τη νάρκωση.
συνέλευση.
εξιτήριο = έγγραφο βεβαιωτικό της
εξόδου από νοσοκομείο.
προσιτός = που μπορεί κανείς να τον
πλησιάσει (¹ απρόσιτος).
εξίτηλος = (για χρώμα) που
εύκολα εξαλείφεται (¹ ανεξίτηλος).
προσηλυτίζω = πείθω κάποιον να αποδεχθεί
το θρησκευτικό δόγμα
που πιστεύω ή γενικά τις
ιδέες μου.
³·±·³
ÿΕΝΟΤΗΤΑ 9η
«ΜΙΑ
ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΗ ΠΡΑΞΗ»
Όταν ο Δάτης, στάλθηκε από
το Δαρείο με την πρόφαση να τιμωρήσει τους Αθηναίους, επειδή έκαψαν τις
Σάρδεις, στην πραγματικότητα όμως, για να υποτάξει τους Έλληνες, προσορμίστηκε
στο Μαραθώνα, μ’ όλο το στόλο, και κατέστρεφε τη χώρα. Από τους δέκα στρατηγούς
που είχαν οριστεί από τους Αθηναίους για τον πόλεμο το μεγαλύτερο κύρος το είχε
ο Μιλτιάδης, σε φήμη και δύναμη δεύτερος ήταν ο Αριστείδης. Αυτός υποστηρίζοντας
τη γνώμη του Μιλτιάδη, σχετικά με τη μάχη, επέδρασε αποφασιστικά. Καθώς κάθε
μέρα η αρχιστρατηγία περιερχόταν στον καθένα στρατηγό ξεχωριστά, μόλις την
ανέλαβε ο Αριστείδης, την παρέδωσε στον Μιλτιάδη διδάσκοντας τους συστράτηγούς
του ότι η επίδειξη εμπιστοσύνης και το να ακολουθείς τους συνετούς δεν είναι υποτιμητικό
αλλά φρόνιμο και σωτήριο.
(ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ,
Ἀριστείδης, 5, 1-3)
{w|w{
$ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ – ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΑ
παρεστηκότας παρίστημι / παρίσταμαι <
θ. στη-, στα-
ιστός = α) το
κατάρτι του πλοίου, β) αργαλειός, γ) δικτυωτό πλέγμα: π.χ. ο ~ της αράχνης, δ) (βιολ.) άθροισμα όμοιων κυττάρων, που
εκτελούν την ίδια λειτουργία.
ιστίο = πανί του καραβιού.
στάθμη = α)
νήμα με βαρίδι στο κάτω άκρο, το αλφάδι των οικοδόμων, β) επιφάνεια υγρών που
ηρεμούν, γ) το σημείο που βρίσκεται ορισμένη κατάσταση: π.χ. χαμηλή η ~ της παιδείας.
ευσταθής = σταθερός, στερεός (¹ ασταθής).
σταθμεύω = σταματώ
κάπου την πορεία μου για ανάπαυση, ανεφοδιασμό κλπ.
σταθμός = α)
τόπος όπου σταθμεύει κανείς, β) στάθμευση, γ) μέρος, θέση, όπου σταματούν
συγκοινωνιακά μέσα, δ) μέρος όπου συγκεντρώνονται προϊόντα, ε) κτίριο και
εγκαταστάσεις για την εκτέλεση ειδικής υπηρεσίας ή τη λειτουργία οργανισμού: π.χ. ~ χωροφυλακής / ~ πρώτων βοηθειών, στ) (μτφ.) χρονικό σημείο ως αφετηρία νέας
περιόδου εξελίξεων ή προσπαθειών: π.χ. ~ στην πορεία του ελληνισμού.
σταθμά = α) τα
μετάλλινα βάρη της ζυγαριάς, β) φρ.:
εφαρμόζει
δύο μέτρα και δύο σταθμά = δεν κρίνει αντικειμενικά, με το ίδιο μέτρο.
άστατος =
ευμετάβλητος: π.χ. ~ καιρός (= σταθερός).
στάση = α) σταμάτημα,
ακινησία (¹ κίνηση), β) σημείο όπου σταθμεύει λεωφορείο, αμαξοστοιχία κτλ., γ)
διακοπή ενέργειας, αναστολή λειτουργίας, δ) ο τρόπος που στέκεται κανείς, η
θέση του σώματος ή των μελών του, ε) (μτφ.) συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο, στ)
εξέγερση, ανταρσία.
στάσιμος = α) που
βρίσκεται σε στάση, δε μετακινείται, β) που δεν αλλάζει κατάσταση, γ) (για
μαθητές ή υπαλλήλους) που δεν προάγεται.
στατικός = α) ο
αναφερόμενος στη στάση, που προκαλεί ακινησία (¹ κινητικός), β) που βρίσκεται
σε ακινησία, γ) (μηχαν.) ο αναφερόμενος στην ισορροπία των δυνάμεων.
στασίδι = ξύλινο
κάθισμα ακουμπισμένο στον τοίχο στο εσωτερικό εκκλησίας, για ηλικιωμένους ή
αρρώστους.
στητός =
όρθιος και ακίνητος.
στοά = α) κτίριο
που η στέγη του υποβαστάζεται με κίονες από τη μία ή και τις δύο πλευρές του,
β) καλυμμένη ή ακάλυπτη δίοδος ανάμεσα σε κτιριακό συγκρότημα, πέρασμα, γ)
υπόγειος θολωτός διάδρομος ή υπόνομος ορυχείου (= γαλαρία, λαγούμι), δ) τεκτονική
στοά = τόπος όπου συνεδριάζουν οι τέκτονες και τμήμα του τεκτονικού
τάγματος, ε) η φιλοσοφική σχολή των στωικών.
ανάστημα =
α) το ύψος του σώματος, μπόι, β) (μτφ.) η ηθική ή πνευματική υπόσταση.
αποκαθιστώ = α) επαναφέρω
κάτι στην προηγούμενη κατάσταση, επανορθώνω, β) εξασφαλίζω οικονομικά, γ)
παντρεύω, νοικοκυρεύω: π.χ. Οι
μπαρμπάδες της την αποκατέστησαν.
αποστατώ = α) γίνομαι
αποστάτης, στασιάζω, επαναστατώ, β) αλλάζω φρονήματα, προσχωρώ σε άλλη
ιδεολογική παράταξη.
παριστάνω = α)
περιγράφω, εικονίζω, β) υποδύομαι ρόλο ή ανεβάζω στη σκηνή θεατρικό έργο, γ)
επιδιώκω να φαίνομαι χωρίς να είμαι: π.χ.
παριστάνει το σπουδαίο.
παράστημα = η εξωτερική
εμφάνιση του ανθρώπου, η στάση του, ιδ. κατά το βάδισμα, παρουσιαστικό.
συνίσταμαι = α)
αποτελούμαι, συντίθεμαι, β) συνίσταται
(γ΄ εν. προσ.) έγκειται: π.χ. Σε
τι ~ η αξία του;
συστήνω/συνιστώ = α)
ιδρύω, συγκροτώ, σχηματίζω, β) συναποτελώ, γ) παρουσιάζω κάποιον σε άλλον,
συσταίνω, γ) εφιστώ την προσοχή, συμβουλεύω.
συστάδα = α) πυκνή
ομάδα δέντρων, β) συστάδα νήσων = άθροισμα νησιών στην ίδια θαλάσσια περιοχή.
νεοσύστατος = ο πρόσφατα
ιδρυμένος.
υφίσταμαι = α)
υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι κάποια ενέργεια, β) υπάρχω, έχω υπόσταση.
υπόσταση = ύπαρξη // φρ.: στερείται υπόστασης: δεν
υπάρχει στην πραγματικότητα, είναι ψευδές.
³·±·³
ÿΕΝΟΤΗΤΑ 10η
«Ο ΜΥΘΟΣ
ΤΟΥ ΤΖΙΤΖΙΚΑ»
ΣΩ: Μου φαίνεται ότι και τα
τζιτζίκια, που τραγουδούν και συνομιλούν μεταξύ τους στη μεγάλη ζέστη πάνω από τα
κεφάλια μας, μας βλέπουνε. Εάν λοιπόν έβλεπαν και εμάς, όπως τους περισσότερους
το μεσημέρι, να μη συνομιλούμε, αλλά να νυστάζουμε και να είμαστε γοητευμένοι με
το τραγούδι τους, από την αδράνεια του μυαλού μας, δίκαια θα μας κορόιδευαν,
θεωρώντας μας σαν κάποιους σκλάβους που έρχονται στο κατάλυμά τους να κοιμηθούν,
όπως ακριβώς τα πρόβατα που περνούν το μεσημέρι κοντά στην κρήνη. Αν όμως μας
έβλεπαν να συνομιλούμε και να πλέουμε δίπλα τους, όπως ακριβώς δίπλα από τις
Σειρήνες, αγοήτευτους, αυτό το βραβείο που έχουν από τους θεούς, για να το
δίνουν στους ανθρώπους, ίσως θα το έδιναν αμέσως σε μας από θαυμασμό.[…]
Λέγεται ωστόσο ότι κάποτε
αυτά (δηλ. τα τζιτζίκια) ήταν άνθρωποι, πριν να γεννηθούν οι Μούσες. Όταν όμως
γεννήθηκαν οι Μούσες και ανακαλύφθηκε το τραγούδι, τόσο πια κάποιοι από αυτούς τα
έχασαν από την πολλή ευχαρίστηση, ώστε, καθώς τραγουδούσαν, παραμέλησαν το
φαγητό και το ποτό και χωρίς να το καταλάβουν πέθαναν. Από αυτούς, ύστερα,
γεννήθηκε το γένος των τζιτζικιών, και έλαβε ως βραβείο από τις Μούσες, να
γεννιέται χωρίς να χρειάζεται τροφή αλλά χωρίς να φάει και να πιει, αμέσως να
τραγουδά, ώσπου να πεθάνει και μετά, αφού πάει στις Μούσες, να αφηγηθεί, ποιος
από τους εδώ ανθρώπους τιμά ποια από αυτές.
(ΠΛΑΤΩΝ, Φαῖδρος, 258e - 259c)
{w|w{
$ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ – ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΑ
ἔλαθον λανθάνω(=διαφεύγω την προσοχή) <
λαθ-, ληθ-
λαθραίος = α) μυστικός, κρύφιος, που
διαφεύγει την προσοχή των άλλων (¹ φανερός), β) λαθραία
(πληθ. ουδ., ως ουσ.) = εμπορεύματα που δεν υποβλήθηκαν στο νόμιμο δασμό.
λάθρα = κρυφά // φρ.: λάθρα και υπούλως.
λαθραναγνώστης = αυτός που διαβάζει κρυφά, από
έντυπο που δεν του ανήκει.
λαθροθήρας = πρόσωπο που κυνηγάει παράνομα,
χωρίς άδεια, σε τόπο ή χρόνο απαγορευμένο.
λαθροχειρία = υποκλοπή.
λαθρόβιος = α) που ζει χωρίς να
γίνεται αντιληπτός από τους άλλους, β) (μτφ.) ύποπτος: π.χ. Λαθρόβιο έντυπο.
επιλήσμων = α) που εύκολα ξεχνά,
ξεχασιάρης, β) (ειδ.) αδιάφορος για κάτι που όφειλε να θυμάται: π.χ. ~ των
καθηκόντων του.
λήθαργος = βαθύς ύπνος με αναισθησία,
νάρκη.
³·±·³
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου