ΕΝΟΤΗΤΑ 11η
«Ο
ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΤΙΜΟΙ»
Δε δέχομαι αυτή τη νομοθεσία, ούτε επιδοκιμάζω αυτή τη
συνήθεια. Άνδρες ήταν οι νομοθέτες, γι’ αυτό και η νομοθεσία στρέφεται κατά των
γυναικών. Επειδή και τα παιδιά έχουν δοθεί στην εξουσία των πατεράδων τους, το
ασθενέστερο φύλο το άφησαν χωρίς φροντίδα. Ο Θεός όμως δεν μίλησε έτσι· αλλά
«Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου», που είναι η πρώτη εντολή, «για να
ζήσεις καλά», που βρίσκεται στις υποσχέσεις (του Θεού) […]. Βλέπετε την
αμεροληψία της νομοθεσίας. Ένας είναι ο δημιουργός του άντρα και της γυναίκας,
από ένα χώμα (πλάστηκαν) και οι δύο, μία εικόνα, ένας νόμος, ένας θάνατος, μία
ανάσταση. Παρόμοια από ένα άνδρα και μια γυναίκα έχουμε γεννηθεί. Το ίδιο χρέος
οφείλεται στους γονείς από τα παιδιά τους. Πώς λοιπόν απαιτείς συζυγική πίστη,
ενώ εσύ δεν την αντιπροσφέρεις; Πώς
ζητάς αυτό που δε δίνεις; Πώς, αν και είσαι ισότιμη ύπαρξη, νομοθετείς άνισα;
Αν εξετάζεις τα χειρότερα· αμάρτησε η γυναίκα , αυτό έκανε και ο Αδάμ· και τους
δυο τους εξαπάτησε το φίδι. Δε φάνηκε ο ένας πιο ασθενής και ο άλλος πιο
ισχυρός. Σκέφτεσαι τα καλύτερα; Και τους δυο τους σώζει ο Χριστός με τα πάθη του.
Για χάρη του άνδρα ενσαρκώθηκε; Το ίδιο έκανε και για χάρη της γυναίκας.
( ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ, Λόγος ΛΖ΄ 6 - 7 )
{w|w{
$ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ – ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΑ
δίδωμι δίδωμι (= δίδω, δίνω) < δο-,
δω-
δοτός = α) που
έχει δοθεί, β) που μπορεί να δοθεί, γ) ο διορισμένος, σε αντίθεση με τον
εκλεγμένο: π.χ. ~ πρόεδρος.
εκδίδω = α) δίνω
έξω, παραδίδω: π.χ. οι
συλληφθέντες έμποροι ναρκωτικών θα εκδοθούν
στη χώρα τους, β) συντάσσω και δίνω στη δημοσιότητα: π.χ. εκδόθηκε σχετική
εγκύκλιος, γ) τυπώνω και δίνω στην κυκλοφορία, δ) προάγω σε πορνεία.
μεταδίδω = α) δίνω σε
κάποιον κάτι που έχω, β) ανακοινώνω, πληροφορώ.
αναδίδω = α) εκπέμπω
προς τα επάνω, β) αποπνέω: π.χ. αναδίδεται μια ευχάριστη μυρωδιά.
αναμεταδίδω = μεταδίδω
και πάλι.
καταδίδω = προδίδω.
παραδίδω = α) δίνω κάτι
στο δικαιούχο ή όπου πρέπει, β) μεταβιβάζω αξίωμα, υπηρεσία σε αντικαταστάτη,
γ) δίνω περισσότερο από όσο πρέπει: π.χ.
μην του παραδίνεις θάρρος.
αποδίδω = α) δίνω κάτι
πίσω που χρωστώ, β) απονέμω, γ) καταλογίζω: π.χ.
του αποδίδεται δόλος, δ)
ερμηνεύω: π.χ. δεν αποδίδει σωστά το νόημα του πρωτότυπου,
ε) έχω καλό αποτέλεσμα.
ανταποδίδω = α) δίνω
πίσω ό,τι πήρα: π.χ. ανταπέδωσε το χτύπημα, β) (μτφ.) αποδίδω
χάρη, ευεργεσία ή και κακό ( = ξεπληρώνω).
αντίδοτο = α) φάρμακο που
εξουδετερώνει δηλητήριο ή άλλο φάρμακο, β) (μτφ.) τρόπος για την αντιμετώπιση
δύσκολης ή ασύμφορης κατάστασης.
ενδίδω = υποχωρώ: π.χ. τελικά ενέδωσε στις πιέσεις.
επιδίδω = α) δίνω στα
χέρια κάποιου, εγχειρίζω, β) επιδίδομαι
(μέσο) = καταγίνομαι με κάτι.
επιδοτήριο =
αποδεικτικό επιδόσεως δικαστικού εγγράφου.
ανεπίδοτος =
(για επιστολές, έγγραφα κτλ.) που δεν επιδόθηκε.
προσδίδω = δίνω, παρέχω
κάτι, ιδ. ωραίο: π.χ. η
επεξεργασία αυτή του προσέδωσε
ιδιαίτερη λάμψη.
διαδίδω = α)
μεταβιβάζω, β) κοινολογώ, ανακοινώνω, γ) διασπείρω, δ) προπαγανδίζω.
ασυδοσία = α) απαλλαγή
από φορολογία, β) ανεξέλεγκτη ελευθερία λόγων ή πράξεων.
δοσίλογος = ο υποχρεωμένος
να δώσει λόγο για τις πράξεις του, υπεύθυνος, υπόλογος.
δωροδοκώ = προσφέρω σε κάποιον δώρα, για να παραβεί το καθήκον του,
διαφθείρω με χρήματα (= εξαγοράζω, λαδώνω).
δωροληψία = η λήψη
δώρου για παράβαση καθήκοντος (¹ δωροδοκία).
³·±·³
ÿΕΝΟΤΗΤΑ 12η
«ΠΛΟΥΣΙΟΙ
ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ»
Να έχεις μεγαλοψυχία. Και οι
τοίχοι οι μικροί και οι μεγαλύτεροι ικανοποιούν τις ίδιες ανάγκες. Όταν πάω σε
σπίτι κάποιου ακαλαίσθητου ή νεόπλουτου και το δω να λάμπει με κάθε είδους στολίδια,
ξέρω ότι αυτός δεν έχει κανένα πολυτιμότερο απόκτημα από όσα φαίνονται αλλά
καλλωπίζει τα άψυχα αντικείμενα, ενώ την ψυχή του την έχει απεριποίητη. Σε τι
χρησιμεύουν περισσότερο τα ασημένια κρεβάτια και τα τραπέζια, τα φιλντισένια
ανάκλιντρα και τα καθίσματα από ελεφαντόδοντο, ώστε εξαιτίας αυτών να μη
μεταβιβάζονται τα πλούτη στους φτωχούς, αν και κατά πολλοί στέκονται μπροστά
στην πόρτα φωνάζοντας και προξενώντας με κάθε τρόπο τον οίκτο. Κι εσύ όμως,
αρνείσαι να προσφέρεις λέγοντας ότι είναι αδύνατο να ανταποκριθείς με επάρκεια
στα αιτήματά τους. Και ενώ αρνείσαι με όρκο στα λόγια αλλά το χέρι σου σε
βγάζει ψεύτη. Διότι, αν και δε μιλάει, διακηρύττει την ψευδομαρτυρία σου, καθώς
αστράφτει από το δέσιμο του δαχτυλιδιού. Πόσους το ένα σου μόνο δάχτυλο μπορεί
άραγε να απαλλάξει από τα χρέη; Πόσα σπίτια κατεστραμμένα να ανορθώσει; Μία
κασέλα δική σου με ρούχα μπορεί να ντύσει ολόκληρο λαό που τρέμει (από το
κρύο), αλλά αντέχεις να διώχνεις άπρακτο το φτωχό, χωρίς να φοβάσαι τη
δικαιοσύνη της αμοιβαίας προσφοράς του κριτή· Δεν ευσπλαχνίσθηκες, δε θα σε
ευσπλαχνιστούν, δεν άνοιξες το σπίτι σου, θα διωχθείς από τη βασιλεία, δεν
πρόσφερες τροφή, δε θα κερδίσεις την αιώνια ζωή.
( ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ὁμιλία πρὸς τοὺς πλουτοῦντας, 4 )
{w|w{
$ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ – ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΑ
οἶδα < εἴδω (= γνωρίζω) < ειδ-, ιδ- (πβ. το απαρ. αορ. β΄ -ἰδ-εῖν- του ὁρῶ)
είδος = α) η
εξωτερική όψη των πραγμάτων, μορφή, σήμα, β) ηθική ή υλική ποιότητα, γ) πράγμα,
αντικείμενο ορισμένης χρήσεως, δ) (γεν.) κάτι που έχει δικά του χαρακτηριστικά,
ε) (ζωολ. – φυτολ.) η κατώτερη μονάδα διαιρέσεως των οργανισμών που έχουν κοινά
χαρακτηριστικά // φρ.: εν
είδει = σαν, με τη μορφή // φρ.:
ειδών
ειδών = κάθε λογής, λογιών λογιών: π.χ.
υπάρχουν ~ άνθρωποι.
ειδικός = α) ο
αναφερόμενος σε ορισμένο είδος ή ορισμένη περίσταση, που έχει ορισμένο σκοπό ή
προορισμό: π.χ. ειδικές γνώσεις (¹ γενικός), β) ο έμπειρος, ο εκπαιδευμένος σε ορισμένο τομέα
της γνώσης, σε ιδιαίτερο κλάδο επιστήμης, τέχνης κλπ.
ειδικότητα = η ειδίκευση σε τέχνη ή επιστήμη.
ειδίκευση = ειδική μάθηση ή επίδοση.
ειδικεύω = α) προσφέρω
ειδικές γνώσεις, β) περιορίζω το λόγο σε ένα μόνο θέμα, γ) ειδικεύομαι = γίνομαι ειδικός σε κλάδο επιστήμης ή τέχνης.
ειδοποιώ =
πληροφορώ, γνωστοποιώ.
ειδοποιός = ο
χαρακτηριστικός του είδους· φρ.: ειδοποιός
διαφορά = το χαρακτηριστικό γνώρισμα.
ειδησεογραφία = η
αναγραφή ειδήσεων στον τύπο.
συνείδηση = α) η
αντίληψη του έξω κόσμου σε σχέση με το εγώ, β) η κρίση του ατόμου για τον ηθικό
χαρακτήρα των πράξεών του.
συνειδητός = που
γίνεται με επίγνωση.
ασυνείδητος = α) ο
χωρίς ηθική συνείδηση, που αδιαφορεί για την ηθική αξία ή απαξία των πράξεών
του, β) (για πράξεις) άδικος, ανήθικος, γ) (ψυχολ.) όχι συνειδητός (¹ ευσυνείδητος).
συνειδητοποιώ = αποκτώ σαφή
και ενσυνείδητη γνώση της σημασίας γεγονότος ή καταστάσεως.
ειδύλλιο = α) σύντομο,
περιγραφικό ή διαλογικό ποίημα εμπνευσμένο από την ποιμενική ζωή: π.χ. τώρα δυο χρόνια πέρασαν που
γράφω κι ένα ~ έκαμα μονάχα (Κ. Καβάφης), β) (μτφ.) τρυφερή ερωτική σχέση.
ειδυλλιακός = α) ο του
ειδυλλίου: π.χ. ειδυλλιακή ποίηση, β) που μοιάζει
με όσα περιγράφονται στα ειδύλλια: π.χ.
ειδυλλιακό τοπίο.
είδωλο = α) ομοίωμα
θεότητας, β) άυλη μορφή, φάντασμα, γ) (μτφ.) πρόσωπο που αγαπιέται με πάθος,
που γίνεται αντικείμενο λατρείας, δ) (φυσ.) πραγματική ή φαινομενική εικόνα,
που σχηματίζεται με ανάκλαση ή διάθλαση, όπως π.χ. στον καθρέφτη.
ιδεώδης/ιδανικός = α) που
υπάρχει μόνο ως ιδέα, ο ανύπαρκτος στην πραγματικότητα: π.χ. Ιδανικές φωνές
κι αγαπημένες εκείνων που πεθάναν (Κ. Καβάφης), β) ασύγκριτος, εξαίρετος,
άψογος: π.χ. ιδανική φιλία.
ιδεώδες/ιδανικό =
υψηλός σκοπός πνευματικού ή ηθικού χαρακτήρα: π.χ. η ελευθερία υπήρξε ανέκαθεν ένα από τα ιδανικά του ελληνισμού.
εξιδανικεύω = δίνω σε
κάτι το χαρακτήρα του ιδανικού: π.χ.
Ο καλλιτέχνης εξιδανικεύει τις
μορφές του.
ιδεολογία = α) το σύνολο
των πεποιθήσεων ενός ατόμου, οι αρχές στις οποίες πιστεύει, β) η προσήλωση σε
αρχή ηθικού χαρακτήρα, χωρίς ιδιοτέλεια.
³·±·³
ΕΝΟΤΗΤΑ 11η
«Ο
ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΤΙΜΟΙ»
Δε δέχομαι αυτή τη νομοθεσία, ούτε επιδοκιμάζω αυτή τη
συνήθεια. Άνδρες ήταν οι νομοθέτες, γι’ αυτό και η νομοθεσία στρέφεται κατά των
γυναικών. Επειδή και τα παιδιά έχουν δοθεί στην εξουσία των πατεράδων τους, το
ασθενέστερο φύλο το άφησαν χωρίς φροντίδα. Ο Θεός όμως δεν μίλησε έτσι· αλλά
«Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου», που είναι η πρώτη εντολή, «για να
ζήσεις καλά», που βρίσκεται στις υποσχέσεις (του Θεού) […]. Βλέπετε την
αμεροληψία της νομοθεσίας. Ένας είναι ο δημιουργός του άντρα και της γυναίκας,
από ένα χώμα (πλάστηκαν) και οι δύο, μία εικόνα, ένας νόμος, ένας θάνατος, μία
ανάσταση. Παρόμοια από ένα άνδρα και μια γυναίκα έχουμε γεννηθεί. Το ίδιο χρέος
οφείλεται στους γονείς από τα παιδιά τους. Πώς λοιπόν απαιτείς συζυγική πίστη,
ενώ εσύ δεν την αντιπροσφέρεις; Πώς
ζητάς αυτό που δε δίνεις; Πώς, αν και είσαι ισότιμη ύπαρξη, νομοθετείς άνισα;
Αν εξετάζεις τα χειρότερα· αμάρτησε η γυναίκα , αυτό έκανε και ο Αδάμ· και τους
δυο τους εξαπάτησε το φίδι. Δε φάνηκε ο ένας πιο ασθενής και ο άλλος πιο
ισχυρός. Σκέφτεσαι τα καλύτερα; Και τους δυο τους σώζει ο Χριστός με τα πάθη του.
Για χάρη του άνδρα ενσαρκώθηκε; Το ίδιο έκανε και για χάρη της γυναίκας.
( ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ, Λόγος ΛΖ΄ 6 - 7 )
{w|w{
$ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ – ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΑ
δίδωμι δίδωμι (= δίδω, δίνω) < δο-,
δω-
δοτός = α) που
έχει δοθεί, β) που μπορεί να δοθεί, γ) ο διορισμένος, σε αντίθεση με τον
εκλεγμένο: π.χ. ~ πρόεδρος.
εκδίδω = α) δίνω
έξω, παραδίδω: π.χ. οι
συλληφθέντες έμποροι ναρκωτικών θα εκδοθούν
στη χώρα τους, β) συντάσσω και δίνω στη δημοσιότητα: π.χ. εκδόθηκε σχετική
εγκύκλιος, γ) τυπώνω και δίνω στην κυκλοφορία, δ) προάγω σε πορνεία.
μεταδίδω = α) δίνω σε
κάποιον κάτι που έχω, β) ανακοινώνω, πληροφορώ.
αναδίδω = α) εκπέμπω
προς τα επάνω, β) αποπνέω: π.χ. αναδίδεται μια ευχάριστη μυρωδιά.
αναμεταδίδω = μεταδίδω
και πάλι.
καταδίδω = προδίδω.
παραδίδω = α) δίνω κάτι
στο δικαιούχο ή όπου πρέπει, β) μεταβιβάζω αξίωμα, υπηρεσία σε αντικαταστάτη,
γ) δίνω περισσότερο από όσο πρέπει: π.χ.
μην του παραδίνεις θάρρος.
αποδίδω = α) δίνω κάτι
πίσω που χρωστώ, β) απονέμω, γ) καταλογίζω: π.χ.
του αποδίδεται δόλος, δ)
ερμηνεύω: π.χ. δεν αποδίδει σωστά το νόημα του πρωτότυπου,
ε) έχω καλό αποτέλεσμα.
ανταποδίδω = α) δίνω
πίσω ό,τι πήρα: π.χ. ανταπέδωσε το χτύπημα, β) (μτφ.) αποδίδω
χάρη, ευεργεσία ή και κακό ( = ξεπληρώνω).
αντίδοτο = α) φάρμακο που
εξουδετερώνει δηλητήριο ή άλλο φάρμακο, β) (μτφ.) τρόπος για την αντιμετώπιση
δύσκολης ή ασύμφορης κατάστασης.
ενδίδω = υποχωρώ: π.χ. τελικά ενέδωσε στις πιέσεις.
επιδίδω = α) δίνω στα
χέρια κάποιου, εγχειρίζω, β) επιδίδομαι
(μέσο) = καταγίνομαι με κάτι.
επιδοτήριο =
αποδεικτικό επιδόσεως δικαστικού εγγράφου.
ανεπίδοτος =
(για επιστολές, έγγραφα κτλ.) που δεν επιδόθηκε.
προσδίδω = δίνω, παρέχω
κάτι, ιδ. ωραίο: π.χ. η
επεξεργασία αυτή του προσέδωσε
ιδιαίτερη λάμψη.
διαδίδω = α)
μεταβιβάζω, β) κοινολογώ, ανακοινώνω, γ) διασπείρω, δ) προπαγανδίζω.
ασυδοσία = α) απαλλαγή
από φορολογία, β) ανεξέλεγκτη ελευθερία λόγων ή πράξεων.
δοσίλογος = ο υποχρεωμένος
να δώσει λόγο για τις πράξεις του, υπεύθυνος, υπόλογος.
δωροδοκώ = προσφέρω σε κάποιον δώρα, για να παραβεί το καθήκον του,
διαφθείρω με χρήματα (= εξαγοράζω, λαδώνω).
δωροληψία = η λήψη
δώρου για παράβαση καθήκοντος (¹ δωροδοκία).
³·±·³
ÿΕΝΟΤΗΤΑ 12η
«ΠΛΟΥΣΙΟΙ
ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ»
Να έχεις μεγαλοψυχία. Και οι
τοίχοι οι μικροί και οι μεγαλύτεροι ικανοποιούν τις ίδιες ανάγκες. Όταν πάω σε
σπίτι κάποιου ακαλαίσθητου ή νεόπλουτου και το δω να λάμπει με κάθε είδους στολίδια,
ξέρω ότι αυτός δεν έχει κανένα πολυτιμότερο απόκτημα από όσα φαίνονται αλλά
καλλωπίζει τα άψυχα αντικείμενα, ενώ την ψυχή του την έχει απεριποίητη. Σε τι
χρησιμεύουν περισσότερο τα ασημένια κρεβάτια και τα τραπέζια, τα φιλντισένια
ανάκλιντρα και τα καθίσματα από ελεφαντόδοντο, ώστε εξαιτίας αυτών να μη
μεταβιβάζονται τα πλούτη στους φτωχούς, αν και κατά πολλοί στέκονται μπροστά
στην πόρτα φωνάζοντας και προξενώντας με κάθε τρόπο τον οίκτο. Κι εσύ όμως,
αρνείσαι να προσφέρεις λέγοντας ότι είναι αδύνατο να ανταποκριθείς με επάρκεια
στα αιτήματά τους. Και ενώ αρνείσαι με όρκο στα λόγια αλλά το χέρι σου σε
βγάζει ψεύτη. Διότι, αν και δε μιλάει, διακηρύττει την ψευδομαρτυρία σου, καθώς
αστράφτει από το δέσιμο του δαχτυλιδιού. Πόσους το ένα σου μόνο δάχτυλο μπορεί
άραγε να απαλλάξει από τα χρέη; Πόσα σπίτια κατεστραμμένα να ανορθώσει; Μία
κασέλα δική σου με ρούχα μπορεί να ντύσει ολόκληρο λαό που τρέμει (από το
κρύο), αλλά αντέχεις να διώχνεις άπρακτο το φτωχό, χωρίς να φοβάσαι τη
δικαιοσύνη της αμοιβαίας προσφοράς του κριτή· Δεν ευσπλαχνίσθηκες, δε θα σε
ευσπλαχνιστούν, δεν άνοιξες το σπίτι σου, θα διωχθείς από τη βασιλεία, δεν
πρόσφερες τροφή, δε θα κερδίσεις την αιώνια ζωή.
( ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ὁμιλία πρὸς τοὺς πλουτοῦντας, 4 )
{w|w{
$ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ – ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΑ
οἶδα < εἴδω (= γνωρίζω) < ειδ-, ιδ- (πβ. το απαρ. αορ. β΄ -ἰδ-εῖν- του ὁρῶ)
είδος = α) η
εξωτερική όψη των πραγμάτων, μορφή, σήμα, β) ηθική ή υλική ποιότητα, γ) πράγμα,
αντικείμενο ορισμένης χρήσεως, δ) (γεν.) κάτι που έχει δικά του χαρακτηριστικά,
ε) (ζωολ. – φυτολ.) η κατώτερη μονάδα διαιρέσεως των οργανισμών που έχουν κοινά
χαρακτηριστικά // φρ.: εν
είδει = σαν, με τη μορφή // φρ.:
ειδών
ειδών = κάθε λογής, λογιών λογιών: π.χ.
υπάρχουν ~ άνθρωποι.
ειδικός = α) ο
αναφερόμενος σε ορισμένο είδος ή ορισμένη περίσταση, που έχει ορισμένο σκοπό ή
προορισμό: π.χ. ειδικές γνώσεις (¹ γενικός), β) ο έμπειρος, ο εκπαιδευμένος σε ορισμένο τομέα
της γνώσης, σε ιδιαίτερο κλάδο επιστήμης, τέχνης κλπ.
ειδικότητα = η ειδίκευση σε τέχνη ή επιστήμη.
ειδίκευση = ειδική μάθηση ή επίδοση.
ειδικεύω = α) προσφέρω
ειδικές γνώσεις, β) περιορίζω το λόγο σε ένα μόνο θέμα, γ) ειδικεύομαι = γίνομαι ειδικός σε κλάδο επιστήμης ή τέχνης.
ειδοποιώ =
πληροφορώ, γνωστοποιώ.
ειδοποιός = ο
χαρακτηριστικός του είδους· φρ.: ειδοποιός
διαφορά = το χαρακτηριστικό γνώρισμα.
ειδησεογραφία = η
αναγραφή ειδήσεων στον τύπο.
συνείδηση = α) η
αντίληψη του έξω κόσμου σε σχέση με το εγώ, β) η κρίση του ατόμου για τον ηθικό
χαρακτήρα των πράξεών του.
συνειδητός = που
γίνεται με επίγνωση.
ασυνείδητος = α) ο
χωρίς ηθική συνείδηση, που αδιαφορεί για την ηθική αξία ή απαξία των πράξεών
του, β) (για πράξεις) άδικος, ανήθικος, γ) (ψυχολ.) όχι συνειδητός (¹ ευσυνείδητος).
συνειδητοποιώ = αποκτώ σαφή
και ενσυνείδητη γνώση της σημασίας γεγονότος ή καταστάσεως.
ειδύλλιο = α) σύντομο,
περιγραφικό ή διαλογικό ποίημα εμπνευσμένο από την ποιμενική ζωή: π.χ. τώρα δυο χρόνια πέρασαν που
γράφω κι ένα ~ έκαμα μονάχα (Κ. Καβάφης), β) (μτφ.) τρυφερή ερωτική σχέση.
ειδυλλιακός = α) ο του
ειδυλλίου: π.χ. ειδυλλιακή ποίηση, β) που μοιάζει
με όσα περιγράφονται στα ειδύλλια: π.χ.
ειδυλλιακό τοπίο.
είδωλο = α) ομοίωμα
θεότητας, β) άυλη μορφή, φάντασμα, γ) (μτφ.) πρόσωπο που αγαπιέται με πάθος,
που γίνεται αντικείμενο λατρείας, δ) (φυσ.) πραγματική ή φαινομενική εικόνα,
που σχηματίζεται με ανάκλαση ή διάθλαση, όπως π.χ. στον καθρέφτη.
ιδεώδης/ιδανικός = α) που
υπάρχει μόνο ως ιδέα, ο ανύπαρκτος στην πραγματικότητα: π.χ. Ιδανικές φωνές
κι αγαπημένες εκείνων που πεθάναν (Κ. Καβάφης), β) ασύγκριτος, εξαίρετος,
άψογος: π.χ. ιδανική φιλία.
ιδεώδες/ιδανικό =
υψηλός σκοπός πνευματικού ή ηθικού χαρακτήρα: π.χ. η ελευθερία υπήρξε ανέκαθεν ένα από τα ιδανικά του ελληνισμού.
εξιδανικεύω = δίνω σε
κάτι το χαρακτήρα του ιδανικού: π.χ.
Ο καλλιτέχνης εξιδανικεύει τις
μορφές του.
ιδεολογία = α) το σύνολο
των πεποιθήσεων ενός ατόμου, οι αρχές στις οποίες πιστεύει, β) η προσήλωση σε
αρχή ηθικού χαρακτήρα, χωρίς ιδιοτέλεια.
³·±·³
ΕΝΟΤΗΤΑ 11η
«Ο
ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΤΙΜΟΙ»
Δε δέχομαι αυτή τη νομοθεσία, ούτε επιδοκιμάζω αυτή τη
συνήθεια. Άνδρες ήταν οι νομοθέτες, γι’ αυτό και η νομοθεσία στρέφεται κατά των
γυναικών. Επειδή και τα παιδιά έχουν δοθεί στην εξουσία των πατεράδων τους, το
ασθενέστερο φύλο το άφησαν χωρίς φροντίδα. Ο Θεός όμως δεν μίλησε έτσι· αλλά
«Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου», που είναι η πρώτη εντολή, «για να
ζήσεις καλά», που βρίσκεται στις υποσχέσεις (του Θεού) […]. Βλέπετε την
αμεροληψία της νομοθεσίας. Ένας είναι ο δημιουργός του άντρα και της γυναίκας,
από ένα χώμα (πλάστηκαν) και οι δύο, μία εικόνα, ένας νόμος, ένας θάνατος, μία
ανάσταση. Παρόμοια από ένα άνδρα και μια γυναίκα έχουμε γεννηθεί. Το ίδιο χρέος
οφείλεται στους γονείς από τα παιδιά τους. Πώς λοιπόν απαιτείς συζυγική πίστη,
ενώ εσύ δεν την αντιπροσφέρεις; Πώς
ζητάς αυτό που δε δίνεις; Πώς, αν και είσαι ισότιμη ύπαρξη, νομοθετείς άνισα;
Αν εξετάζεις τα χειρότερα· αμάρτησε η γυναίκα , αυτό έκανε και ο Αδάμ· και τους
δυο τους εξαπάτησε το φίδι. Δε φάνηκε ο ένας πιο ασθενής και ο άλλος πιο
ισχυρός. Σκέφτεσαι τα καλύτερα; Και τους δυο τους σώζει ο Χριστός με τα πάθη του.
Για χάρη του άνδρα ενσαρκώθηκε; Το ίδιο έκανε και για χάρη της γυναίκας.
( ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ, Λόγος ΛΖ΄ 6 - 7 )
{w|w{
$ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ – ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΑ
δίδωμι δίδωμι (= δίδω, δίνω) < δο-,
δω-
δοτός = α) που
έχει δοθεί, β) που μπορεί να δοθεί, γ) ο διορισμένος, σε αντίθεση με τον
εκλεγμένο: π.χ. ~ πρόεδρος.
εκδίδω = α) δίνω
έξω, παραδίδω: π.χ. οι
συλληφθέντες έμποροι ναρκωτικών θα εκδοθούν
στη χώρα τους, β) συντάσσω και δίνω στη δημοσιότητα: π.χ. εκδόθηκε σχετική
εγκύκλιος, γ) τυπώνω και δίνω στην κυκλοφορία, δ) προάγω σε πορνεία.
μεταδίδω = α) δίνω σε
κάποιον κάτι που έχω, β) ανακοινώνω, πληροφορώ.
αναδίδω = α) εκπέμπω
προς τα επάνω, β) αποπνέω: π.χ. αναδίδεται μια ευχάριστη μυρωδιά.
αναμεταδίδω = μεταδίδω
και πάλι.
καταδίδω = προδίδω.
παραδίδω = α) δίνω κάτι
στο δικαιούχο ή όπου πρέπει, β) μεταβιβάζω αξίωμα, υπηρεσία σε αντικαταστάτη,
γ) δίνω περισσότερο από όσο πρέπει: π.χ.
μην του παραδίνεις θάρρος.
αποδίδω = α) δίνω κάτι
πίσω που χρωστώ, β) απονέμω, γ) καταλογίζω: π.χ.
του αποδίδεται δόλος, δ)
ερμηνεύω: π.χ. δεν αποδίδει σωστά το νόημα του πρωτότυπου,
ε) έχω καλό αποτέλεσμα.
ανταποδίδω = α) δίνω
πίσω ό,τι πήρα: π.χ. ανταπέδωσε το χτύπημα, β) (μτφ.) αποδίδω
χάρη, ευεργεσία ή και κακό ( = ξεπληρώνω).
αντίδοτο = α) φάρμακο που
εξουδετερώνει δηλητήριο ή άλλο φάρμακο, β) (μτφ.) τρόπος για την αντιμετώπιση
δύσκολης ή ασύμφορης κατάστασης.
ενδίδω = υποχωρώ: π.χ. τελικά ενέδωσε στις πιέσεις.
επιδίδω = α) δίνω στα
χέρια κάποιου, εγχειρίζω, β) επιδίδομαι
(μέσο) = καταγίνομαι με κάτι.
επιδοτήριο =
αποδεικτικό επιδόσεως δικαστικού εγγράφου.
ανεπίδοτος =
(για επιστολές, έγγραφα κτλ.) που δεν επιδόθηκε.
προσδίδω = δίνω, παρέχω
κάτι, ιδ. ωραίο: π.χ. η
επεξεργασία αυτή του προσέδωσε
ιδιαίτερη λάμψη.
διαδίδω = α)
μεταβιβάζω, β) κοινολογώ, ανακοινώνω, γ) διασπείρω, δ) προπαγανδίζω.
ασυδοσία = α) απαλλαγή
από φορολογία, β) ανεξέλεγκτη ελευθερία λόγων ή πράξεων.
δοσίλογος = ο υποχρεωμένος
να δώσει λόγο για τις πράξεις του, υπεύθυνος, υπόλογος.
δωροδοκώ = προσφέρω σε κάποιον δώρα, για να παραβεί το καθήκον του,
διαφθείρω με χρήματα (= εξαγοράζω, λαδώνω).
δωροληψία = η λήψη
δώρου για παράβαση καθήκοντος (¹ δωροδοκία).
³·±·³
ÿΕΝΟΤΗΤΑ 12η
«ΠΛΟΥΣΙΟΙ
ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ»
Να έχεις μεγαλοψυχία. Και οι
τοίχοι οι μικροί και οι μεγαλύτεροι ικανοποιούν τις ίδιες ανάγκες. Όταν πάω σε
σπίτι κάποιου ακαλαίσθητου ή νεόπλουτου και το δω να λάμπει με κάθε είδους στολίδια,
ξέρω ότι αυτός δεν έχει κανένα πολυτιμότερο απόκτημα από όσα φαίνονται αλλά
καλλωπίζει τα άψυχα αντικείμενα, ενώ την ψυχή του την έχει απεριποίητη. Σε τι
χρησιμεύουν περισσότερο τα ασημένια κρεβάτια και τα τραπέζια, τα φιλντισένια
ανάκλιντρα και τα καθίσματα από ελεφαντόδοντο, ώστε εξαιτίας αυτών να μη
μεταβιβάζονται τα πλούτη στους φτωχούς, αν και κατά πολλοί στέκονται μπροστά
στην πόρτα φωνάζοντας και προξενώντας με κάθε τρόπο τον οίκτο. Κι εσύ όμως,
αρνείσαι να προσφέρεις λέγοντας ότι είναι αδύνατο να ανταποκριθείς με επάρκεια
στα αιτήματά τους. Και ενώ αρνείσαι με όρκο στα λόγια αλλά το χέρι σου σε
βγάζει ψεύτη. Διότι, αν και δε μιλάει, διακηρύττει την ψευδομαρτυρία σου, καθώς
αστράφτει από το δέσιμο του δαχτυλιδιού. Πόσους το ένα σου μόνο δάχτυλο μπορεί
άραγε να απαλλάξει από τα χρέη; Πόσα σπίτια κατεστραμμένα να ανορθώσει; Μία
κασέλα δική σου με ρούχα μπορεί να ντύσει ολόκληρο λαό που τρέμει (από το
κρύο), αλλά αντέχεις να διώχνεις άπρακτο το φτωχό, χωρίς να φοβάσαι τη
δικαιοσύνη της αμοιβαίας προσφοράς του κριτή· Δεν ευσπλαχνίσθηκες, δε θα σε
ευσπλαχνιστούν, δεν άνοιξες το σπίτι σου, θα διωχθείς από τη βασιλεία, δεν
πρόσφερες τροφή, δε θα κερδίσεις την αιώνια ζωή.
( ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ὁμιλία πρὸς τοὺς πλουτοῦντας, 4 )
{w|w{
$ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ – ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΑ
οἶδα < εἴδω (= γνωρίζω) < ειδ-, ιδ- (πβ. το απαρ. αορ. β΄ -ἰδ-εῖν- του ὁρῶ)
είδος = α) η
εξωτερική όψη των πραγμάτων, μορφή, σήμα, β) ηθική ή υλική ποιότητα, γ) πράγμα,
αντικείμενο ορισμένης χρήσεως, δ) (γεν.) κάτι που έχει δικά του χαρακτηριστικά,
ε) (ζωολ. – φυτολ.) η κατώτερη μονάδα διαιρέσεως των οργανισμών που έχουν κοινά
χαρακτηριστικά // φρ.: εν
είδει = σαν, με τη μορφή // φρ.:
ειδών
ειδών = κάθε λογής, λογιών λογιών: π.χ.
υπάρχουν ~ άνθρωποι.
ειδικός = α) ο
αναφερόμενος σε ορισμένο είδος ή ορισμένη περίσταση, που έχει ορισμένο σκοπό ή
προορισμό: π.χ. ειδικές γνώσεις (¹ γενικός), β) ο έμπειρος, ο εκπαιδευμένος σε ορισμένο τομέα
της γνώσης, σε ιδιαίτερο κλάδο επιστήμης, τέχνης κλπ.
ειδικότητα = η ειδίκευση σε τέχνη ή επιστήμη.
ειδίκευση = ειδική μάθηση ή επίδοση.
ειδικεύω = α) προσφέρω
ειδικές γνώσεις, β) περιορίζω το λόγο σε ένα μόνο θέμα, γ) ειδικεύομαι = γίνομαι ειδικός σε κλάδο επιστήμης ή τέχνης.
ειδοποιώ =
πληροφορώ, γνωστοποιώ.
ειδοποιός = ο
χαρακτηριστικός του είδους· φρ.: ειδοποιός
διαφορά = το χαρακτηριστικό γνώρισμα.
ειδησεογραφία = η
αναγραφή ειδήσεων στον τύπο.
συνείδηση = α) η
αντίληψη του έξω κόσμου σε σχέση με το εγώ, β) η κρίση του ατόμου για τον ηθικό
χαρακτήρα των πράξεών του.
συνειδητός = που
γίνεται με επίγνωση.
ασυνείδητος = α) ο
χωρίς ηθική συνείδηση, που αδιαφορεί για την ηθική αξία ή απαξία των πράξεών
του, β) (για πράξεις) άδικος, ανήθικος, γ) (ψυχολ.) όχι συνειδητός (¹ ευσυνείδητος).
συνειδητοποιώ = αποκτώ σαφή
και ενσυνείδητη γνώση της σημασίας γεγονότος ή καταστάσεως.
ειδύλλιο = α) σύντομο,
περιγραφικό ή διαλογικό ποίημα εμπνευσμένο από την ποιμενική ζωή: π.χ. τώρα δυο χρόνια πέρασαν που
γράφω κι ένα ~ έκαμα μονάχα (Κ. Καβάφης), β) (μτφ.) τρυφερή ερωτική σχέση.
ειδυλλιακός = α) ο του
ειδυλλίου: π.χ. ειδυλλιακή ποίηση, β) που μοιάζει
με όσα περιγράφονται στα ειδύλλια: π.χ.
ειδυλλιακό τοπίο.
είδωλο = α) ομοίωμα
θεότητας, β) άυλη μορφή, φάντασμα, γ) (μτφ.) πρόσωπο που αγαπιέται με πάθος,
που γίνεται αντικείμενο λατρείας, δ) (φυσ.) πραγματική ή φαινομενική εικόνα,
που σχηματίζεται με ανάκλαση ή διάθλαση, όπως π.χ. στον καθρέφτη.
ιδεώδης/ιδανικός = α) που
υπάρχει μόνο ως ιδέα, ο ανύπαρκτος στην πραγματικότητα: π.χ. Ιδανικές φωνές
κι αγαπημένες εκείνων που πεθάναν (Κ. Καβάφης), β) ασύγκριτος, εξαίρετος,
άψογος: π.χ. ιδανική φιλία.
ιδεώδες/ιδανικό =
υψηλός σκοπός πνευματικού ή ηθικού χαρακτήρα: π.χ. η ελευθερία υπήρξε ανέκαθεν ένα από τα ιδανικά του ελληνισμού.
εξιδανικεύω = δίνω σε
κάτι το χαρακτήρα του ιδανικού: π.χ.
Ο καλλιτέχνης εξιδανικεύει τις
μορφές του.
ιδεολογία = α) το σύνολο
των πεποιθήσεων ενός ατόμου, οι αρχές στις οποίες πιστεύει, β) η προσήλωση σε
αρχή ηθικού χαρακτήρα, χωρίς ιδιοτέλεια.
³·±·³
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου