«Ἐπειδὴ … ὁρῶμεν»: Χρησιμοποιώντας τη λέξη «ὁρῶμεν» ο Αριστοτέλης δηλώνει, στην πραγματικότητα, ότι τα (λογικά) επιχειρήματά του συχνά τα συλλέγει προσέχοντας τη γύρω του πραγματικότητα. Και όχι, βέβαια, μόνο αυτό, αφού στη συνέχεια τα επιχειρήματα αυτά ο Αριστοτέλης τα χρησιμοποιεί κιόλας για την προώθηση της σκέψης του και για εξαγωγή συμπερασμάτων (θυμήσου π.χ. όσα διάβασες στην 1η ενότητα, όπου ο Αριστοτέλης συνήγαγε συμπεράσματα προσέχοντας τη "συμπεριφορά" της πέτρας και της φωτιάς). Με ποιο επίθετο θα χαρακτήριζες έναν τέτοιο στοχαστή, έναν τέτοιο φιλόσοφο; Ποιο επίθετο θα δήλωνε τότε το αντίθετο;
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 183)
Η χρήση του ρήματος «ὁρῶμεν» υποδηλώνει ότι ο φιλόσοφος στηρίζει τα λογικά του επιχειρήματα στην παρατήρηση της αντικειμενικής πραγματικότητας και στην εμπειρία. Το ίδιο είχε κάνει και στην 1η ενότητα των «Ηθικών Νικομαχείων» με τα παραδείγματα της πέτρας και της φωτιάς. Τα επιχειρήματα αυτά τα χρησιμοποιεί για την προώθηση της σκέψης του και για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Συνδύαζε τα χαρακτηριστικά του θετικού επιστήμονα με τη θεωρητική φιλοσοφική σκέψη. Αποδεικνύεται, δηλαδή, ότι ήταν εμπειρικός (θετικός) και όχι θεωρητικός φιλόσοφος.
«τοῦ κυριωτάτου πάντων»: Στα «Ηθικά Νικομάχεια» το υπέρτατο αυτό αγαθό ο Αριστοτέλης το είχε χαρακτηρίσει με την έκφραση «τὸ ἀκρότατον πάντων τῶν πρακτῶν ἀγαθῶν». Ποιο ήταν αυτό (:με ποια λέξη το δήλωνε); Γράψε ένα μικρό δοκίμιο (μιας ή δυο σελίδων) για τη σύμπτωση ή μη του υπέρτατου για το άτομο αγαθού με το υπέρτατο για την πολιτεία αγαθό.
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 183)
Με τη φράση «κυριωτάτου πάντων» ο Αριστοτέλης εννοεί το υπέρτατο αγαθό στο οποίο αποβλέπει η «πόλις», δηλαδή την ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών. Η ανωτερότητα αυτού του αγαθού αποδεικνύει και την ανωτερότητα της ίδιας της πόλης έναντι των άλλων κοινωνιών. Με άλλα λόγια, εφόσον η πόλη είναι η «κυριωτάτη» όλων των κοινωνιών, και το αγαθό στο οποίο στοχεύει είναι το «κυριώτατον» όλων των άλλων αγαθών.
Ήδη στην εισαγωγή των «Ηθικών Νικομαχείων» είδαμε τις ερμηνείες που έδωσαν στον όρο «εὐδαιμονία» διάφοροι φιλόσοφοι, όπως και την ερμηνεία του Αριστοτέλη στο ομώνυμο έργο. Αρχικά, λοιπόν, η λέξη «εὐδαιμονία» (< εὖ + δαίμων) σήμαινε την εύνοια του θείου, κάτι που δίνεται δηλαδή στον άνθρωπο από τον θεό. Αργότερα, για το περιεχόμενο της ίδιας λέξης μίλησε ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος. Σύμφωνα με αυτούς, η κατάκτηση της ευδαιμονίας εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο και τις ενέργειές του. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η ευδαιμονία δεν είναι κατάσταση, αλλά διαρκής ενέργεια της ψυχής με τους κανόνες της τέλειας αρετής.
Μελετώντας, λοιπόν, όλες τις παραπάνω απόψεις παρατηρούμε ότι ο όρος «εὐδαιμονία» αφορά τον ηθικό βίο του ανθρώπου. Για τον Αριστοτέλη, όμως, ο όρος αυτός έχει από τη μια ηθικό περιεχόμενο και αφορά τον άνθρωπο ως άτομο και από την άλλη είναι και ο προορισμός της πόλης, που αφορά τον άνθρωπο ως πολίτη. Ο άνθρωπος δηλαδή θα κατακτήσει με τις ηθικές ενέργειές του τόσο την ατομική ευδαιμονία όσο και την ευδαιμονία μέσα στα πλαίσια της πόλης συνυπάρχοντας αρμονικά με τους άλλους πολίτες και ενεργώντας ως πολίτης. Υπό την έννοια αυτή, οι πράξεις του είναι πολιτικές πράξεις, καθώς ενεργεί ως μέλος της πολιτικής κοινωνίας, και έχουν πολιτικές συνέπειες, εφόσον οδηγούν στην ευδαιμονία του πολιτικού συνόλου. Η άποψη αυτή διατυπώνεται ξεκάθαρα από τον ίδιο τον Αριστοτέλη στο έβδομο βιβλίο των «Πολιτικών» του, όπου αναφέρει ότι η ευδαιμονία του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά συμπίπτει με την ευδαιμονία της πόλης. Έτσι, επιβεβαιώνεται η άποψη ότι η ηθική φιλοσοφία είναι μέρος της πολιτικής φιλοσοφίας (βλέπε εισαγωγή «Πολιτικών», σελίδα 178 σχολικού εγχειριδίου).
Να δώσετε τον ορισμό της έννοιας «πόλις» όπως αυτός προκύπτει μέσα από το κείμενο και να επισημάνετε το προσεχές γένος της και την ειδοποιό διαφορά της.
Σ’ αυτό το κείμενο ο Αριστοτέλης μας δίνει τον ορισμό της έννοιας «πόλις». Η «πόλις», λοιπόν, είναι μια μορφή ανώτερης κοινωνικής συνύπαρξης («ἡ πασῶν κυριωτάτη»), που εμπεριέχει όλες τις άλλες («πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»), και αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά («τοῦ κυριωτάτου πάντων»). Είναι δε «ἡ κοινωνία ἡ πολιτική».
Στον ορισμό αυτό μπορούμε να διακρίνουμε το προσεχές γένος (genus proximum) της έννοιας «πόλις» και την ειδοποιό διαφορά της (specifica differentia). Συγκεκριμένα, το προσεχές της γένος, δηλαδή η ευρύτερη κατηγορία στην οποία εντάσσεται η έννοια, είναι ο όρος «κοινωνία» («κοινωνίαν τινα οὖσαν»), ενώ η ειδοποιός διαφορά της, δηλαδή το ιδιαίτερο εκείνο γνώρισμα που τη διαφοροποιεί από τις όμοιές της έννοιες, είναι το αγαθό στο οποίο αποβλέπει. Ειδικότερα, το αγαθό στο οποίο αποβλέπει, που είναι η ευδαιμονία των πολιτών, είναι το ανώτερο από όλα τα αγαθά των άλλων κοινωνιών και μ’ αυτό η «πόλις» επιδιώκει το συμφέρον του συνόλου των πολιτών. Αντίθετα, οι άλλες μορφές κοινωνίας επιδιώκουν ένα επιμέρους αγαθό για το συμφέρον των μελών τους.
Ο Αριστοτέλης επισφραγίζει τον ορισμό της έννοιας «πόλις» με τον χαρακτηρισμό πολιτική κοινωνία, δηλαδή την οργανωμένη πολιτειακά κοινωνία η οποία έχει αυτάρκεια, αυτονομία, ελευθερία, θεσμούς και πολίτευμα. Αφορά, λοιπόν, η πόλη τη γνωστή για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο πόλη - κράτος.
Να εντοπίσετε τις φράσεις του κειμένου που υποδηλώνουν την τελεολογική αντίληψη του Αριστοτέλη και να τις επεξηγήσετε.
Στο κείμενο εντοπίζονται ορισμένες φράσεις που αποδεικνύουν ότι ο Αριστοτέλης εξετάζει τελεολογικά την έννοια «πόλις» καθώς και τις άλλες μορφές κοινωνικής συνύπαρξης. Εξετάζει δηλαδή τα παραπάνω σε σχέση με τον σκοπό για τον οποίο υπάρχουν και τον οποίο προσπαθούν να επιτύχουν. Σύμφωνα με την τελεολογική αντίληψη του φιλόσοφου, η οποία έχει αναλυθεί και σε προηγούμενες ενότητες, καθετί έχει δημιουργηθεί για να επιτελέσει έναν συγκεκριμένο σκοπό («τέλος») και να φτάσει στην τελείωση, την ολοκλήρωσή του. Έτσι και η πολιτική κοινωνία, όπως και κάθε κοινωνική ομάδα, συστάθηκε και υπάρχει για να επιτύχει έναν στόχο. Ο στόχος μάλιστα της πολιτικής κοινωνίας είναι ο ανώτερος, η ευδαιμονία όλων των πολιτών της. Συνδέει στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης τον άνθρωπο-πολίτη («πάντες») με την πόλη, δηλαδή την επιδίωξη του αγαθού ως σκοπού όλων των ανθρώπων με την επιδίωξη του αγαθού ως σκοπού της πόλης.
Συγκεκριμένα, σ’ αυτό το κείμενο το «τελικό αίτιο» υποδηλώνεται με τις εξής φράσεις:
Με ποιον συλλογισμό καταλήγει ο Αριστοτέλης ότι η «πόλις» είναι ανώτερη μορφή κοινωνίας και στοχεύει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά; Ο συλλογισμός αυτός είναι παραγωγικός ή επαγωγικός;
Ο Αριστοτέλης με τη χρήση ενός παραγωγικού συλλογισμού (από το γενικό στο ειδικό) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πόλη - κράτος είναι ανώτερη μορφή κοινωνίας που αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά.
Ο συλλογισμός του έχει ως εξής:
1η προκείμενη: κάθε κοινωνία - μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό
«πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»
2η προκείμενη: η πόλη - κράτος είναι ανώτερη μορφή κοινωνικής συνύπαρξης, γιατί εμπεριέχει όλες τις άλλες μορφές κοινωνίας
«ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πᾶσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»
Συμπέρασμα: η πόλη-κράτος αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά «τοῦ κυριωτάτου πάντων»
Να δώσετε συνώνυμα των παρακάτω λέξεων του κειμένου στα αρχαία ελληνικά: ὁρῶμεν, ἀγαθοῦ, πράττουσι, δῆλον, καλουμένη.
ὁρῶμεν = βλέπομεν
ἀγαθοῦ = καλοῦ
πράττουσι = δρῶσι
δῆλον = φανερὸν
καλουμένη = ὀνομαζομένη
Να δώσετε ένα παράγωγο (απλό ή σύνθετο) ουσιαστικό και ένα επίθετο στα νέα ελληνικά για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: πόλιν, ὁρῶμεν, κοινωνίαν, δῆλον, καλουμένη.
πόλιν: πολεοδομία, πολιτικός
ὁρῶμεν: όραση, οπτικός
κοινωνίαν: κοινότητα, κοινότοπος
δῆλον: δήλωση, έκδηλος
καλουμένη: κλήση, παρακλητικός
Να βρείτε μέσα στο κείμενο λέξεις ετυμολογικά συγγενείς με τις παρακάτω: ανακωχή, επικύρωση, κάτοπτρο, σταθμός, οντολογικός.
ανακωχή: περιέχουσα
επικύρωση: κυριωτάτου, κυριωτάτη
κάτοπτρο: ὁρῶμεν
σταθμός: συνεστηκυῖαν
οντολογικός: οὖσαν, εἶναι, ἐστὶν
Να δώσετε ομόρριζα (απλά ή σύνθετα) στα νέα ελληνικά για καθένα από τα παρακάτω θέματα του ρήματος «ὁρῶ»:
ορ-, οπ-, ιδ-.
ορ-: όραση, όραμα, ορατός, παρόραμα, πανόραμα, ενόραση, τηλεόραση, αόρατος, αδιόρατος, θεόρατος, διορατικός
οπ-: οπή, όψη, οπτικός, συνοπτικός, εποπτικός, κάτοπτρο, αντικατοπτρισμός, μέτωπο, πρόσωπο, προσωπίδα, παρωπίδα
ιδ-: ιδέα, ιδεατός, ιδεώδης, είδωλο, ειδύλλιο, ιδεολόγος, ιδεολογία, ιδανικός.
Η άποψη ότι «η πόλη ανήκει στην κατηγορία των πραγμάτων που υπάρχουν εκ φύσεως» προβάλλεται ως το λογικό συμπέρασμα άλλων, προηγούμενων, παραδοχών. Προσπάθησε να αναπαραγάγεις –με δικά σου λόγια– τον συλλογισμό (ή τους συλλογισμούς) με τον οποίο (ή με τους οποίους) ο Αριστοτέλης κατέληξε στο συγκεκριμένο συμπέρασμα.
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 186)
Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τρεις συλλογισμούς, για να αποδείξει ότι η πόλη υπάρχει εκ φύσεως:
Πρώτος συλλογισμός
1η προκείμενη: οι πρώτες κοινωνικές οντότητες (η οικογένεια και το χωριό) υπάρχουν εκ φύσεως
2η προκείμενη: η πόλη είναι εξέλιξη, ολοκλήρωση των πρώτων κοινωνικών οντοτήτων
Συμπέρασμα: άρα, η πόλη υπάρχει εκ φύσεως.
Δεύτερος συλλογισμός
1η προκείμενη: η φύση ενός πράγματος είναι η ολοκλήρωσή του
2η προκείμενη: η πόλη είναι ολοκλήρωση των πρώτων κοινωνικών οντοτήτων (της οικογένειας και του χωριού)
Συμπέρασμα: άρα, η πόλη υπάρχει εκ φύσεως.
Τρίτος συλλογισμός (εισάγεται με το «επίσης»)
1η προκείμενη: κάθε ον από τη φύση του υπηρετεί έναν στόχο που είναι κάτι το άριστο
2η προκείμενη: στόχος της πόλης είναι η αυτάρκεια, που είναι κάτι το έξοχο
Συμπέρασμα: άρα, η πόλη υπάρχει εκ φύσεως.
«ο άνθρωπος είναι προορισμένος από τη φύση να ζει σε πόλη»: Ποιο από τα δύο, κατά τη γνώμη σου, πρέπει να δεχτούμε ότι λέει στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης:
α) ότι ο άνθρωπος είναι «πολιτικὸν ζῷον» ή
β) ότι ο άνθρωπος είναι «πολιτικὸν ζῷον φύσει»; Εκτός αν υποστηρίξεις (με επιχειρήματα όμως από το κείμενο) ότι λέει και τα δύο.
(ερώτηση από το σχολικό εγχειρίδιο στη σελίδα 186)
Ο Αριστοτέλης με τη φράση αυτή μάλλον αναφέρεται περισσότερο στη δεύτερη περίπτωση, ότι ο άνθρωπος είναι «φύσει πολιτικὸν ζῷον». Στόχος του είναι να δώσει έμφαση στη φυσική τάση και ανάγκη του ανθρώπου να συμβιώνει με άλλους και να αντικρούσει την άποψη των κυνικών φιλοσόφων περί του «απολιτικού ανθρώπου». Σύμφωνα με αυτούς, «ο σοφός άνθρωπος είναι αυτάρκης και δεν χρειάζεται να είναι πολίτης μιας χώρας, αλλά μόνο του κόσμου – μια άποψη η οποία τροφοδοτήθηκε από την απογοήτευση που κυριάρχησε στην Ελλάδα μετά την ήττα της Χαιρώνειας» (W. D. Ross).
Ποιες κοινωνικές οντότητες διακρίνει ο Αριστοτέλης; Ποια είναι η μεταξύ τους σχέση και τα χαρακτηριστικά της καθεμιάς;
Σύμφωνα με τις διδασκαλίες του Αριστοτέλη, υπάρχουν τρία είδη κοινωνικών οντοτήτων ή διαφορετικά, ομάδων συνύπαρξης των ανθρώπων: η οικογένεια («ὁ οἶκος, ἡ οἰκία»), το χωριό («ἡ κώμη») και η πόλη-κράτος («ἡ πόλις»). Οι κοινωνικές αυτές οντότητες δημιουργήθηκαν «φύσει», καθώς ο άνθρωπος είναι προορισμένος από τη φύση να μην μπορεί να υπάρξει μόνος του.
Πρώτη μορφή κοινωνικής συμβίωσης αποτελούσε η οικογένεια («ὁ οἶκος, ἡ οἰκία»), η οποία ήταν το αποτέλεσμα της φυσικής αναγκαιότητας, του φυσικού «συνδυασμού» του άρρενος και του θήλεος. Σκοπός της ήταν η ικανοποίηση των καθημερινών βιοτικών αναγκών του ανθρώπου (ένστικτο αυτοσυντήρησης) και η διαιώνιση του είδους (ένστικτο αναπαραγωγής).
Δεύτερη στη σειρά ερχόταν το χωριό («ἡ κώμη»), η κοινωνία που σχηματίστηκε με φυσική εξέλιξη από «πλείονας οἰκίας», από πολλές δηλαδή οικογένειες. Αποτελεί την ανάπτυξη της οικογένειας και όχι κάτι διαφορετικό από αυτή. Σκοπός της ήταν η ικανοποίηση αναγκών ανώτερων από τις καθημερινές. Τέτοιες ήταν η ανάγκη για την προστασία από κινδύνους ή επιθέσεις, αλλά και οι υψηλότερες, πνευματικότερες ανάγκες του, όπως για παράδειγμα η ανάγκη για λατρεία του θείου ή για απόδοση δικαιοσύνης.
Η τρίτη μορφή κοινωνικής συμβίωσης ήταν η πόλη («ἡ πόλις»), η οποία αποτελούσε υψηλότερο και ανώτερο τύπο κοινωνίας, γιατί σχηματίστηκε από τη συνένωση περισσότερων χωριών, συνεπώς και οικογενειών. Ήταν δηλαδή φυσική εξέλιξη και ανάπτυξη αυτών των πρώτων μορφών κοινωνίας, το «τέλος» αυτών, η ολοκληρωμένη, τέλεια κοινωνία, η οποία ικανοποιούσε τις ηθικές ανάγκες του ανθρώπου. Σκοπός της ήταν όχι μόνο το «ζῆν», η επιβίωση, που και η «κώμη» επεδίωκε και εξασφάλιζε, αλλά το «εὖ ζῆν», δηλαδή η ευδαιμονία, και το υπέρτατο αγαθό της αυτάρκειας.
Χρονική προτεραιότητα στον σχηματισμό αυτών των κοινωνιών έχει η οικογένεια και στη μακραίωνη εξέλιξή τους η πόλη έρχεται τελευταία χρονικά, αλλά αξιολογικά, όπως θα τονίσει ο φιλόσοφος στην ενότητα 13, έχει προτεραιότητα απέναντι στις άλλες.
Αντλώντας στοιχεία από την 11η και τη 12η ενότητα να συνθέσετε έναν πληρέστερο από αυτόν της 11ης ενότητας ορισμό της έννοιας «πόλις».
Στην 11η ενότητα ο Αριστοτέλης μας έδωσε τον ορισμό της έννοιας «πόλις» κάνοντας αναφορά στα εξής γνωρίσματά της:
Να ορίσετε με βάση το κείμενο τους όρους «τέλος», «φύση», «τέλειος», «εκ φύσεως», «αυτάρκεια», «τελικός λόγος» και να δείξετε την τελεολογική σκέψη του Αριστοτέλη.
Ήδη στα «Ηθικά Νικομάχεια», αλλά και στην 11η ενότητα των «Πολιτικών» μιλήσαμε για την τελεολογική αντίληψη, με βάση την οποία συγκροτείται η σκέψη του Αριστοτέλη και σε αυτή την ενότητα. Σύμφωνα με αυτή κάθε ον είναι προορισμένο από τη φύση να επιτελέσει έναν συγκεκριμένο στόχο («τέλος»). Ο άνθρωπος, για παράδειγμα, είναι προορισμένος από τη φύση να ζει σε πόλεις. Η ολοκλήρωση των κοινωνικών οντοτήτων είναι η πόλη «αφού αυτή είναι και το τέλος εκείνων». Αλλά και η ολοκλήρωση, το τέλος του ανθρώπου, είναι η πολιτική του ταυτότητα. Τέλος, λοιπόν, είναι ο στόχος, η στιγμή της ακμής, της τελείωσης, της ολοκλήρωσης. Η πορεία προς την κατάκτηση αυτού του στόχου ονομάζεται εντελέχεια. Ο στόχος, λοιπόν, της πόλης είναι να διασφαλίσει τη ζωή και συγκεκριμένα την καλή ζωή («συγκροτήθηκε για να διασφαλίζει τη ζωή, υπάρχει για να εξασφαλίζει την καλή ζωή εκ φύσεως»). Άλλοι όροι που σχετίζονται με την τελεολογική αντίληψη και εντοπίζονται σε αυτή την ενότητα είναι:
Στην ενότητα αυτή η λέξη «αυτάρκεια» αποδίδεται στην πόλη. Η πόλη, λοιπόν, χαρακτηρίζεται τέλεια, γιατί τίποτε άλλο δεν χρειάζεται πέρα από αυτή ο πολίτης, αφού η πόλη είναι αυτάρκης, μπορεί δηλαδή και μόνη της να του χαρίσει το πιο μεγάλο αγαθό, που είναι το «εὖ ζῆν», η ευδαιμονία, η καλή ζωή. Είναι η απαραίτητη προϋπόθεση, η αναγκαία συνθήκη για την ικανοποίηση των πνευματικών και ηθικών αναγκών του ανθρώπου και ως εκ τούτου για την ενάρετη ζωή των μελών της πόλης. Στην «αυτάρκεια» εντοπίζεται και η αξιολογική, ποιοτική υπεροχή της πόλης έναντι των άλλων κοινωνιών. Η αυτάρκεια, λοιπόν, της πόλης και η ευδαιμονία της είναι δύο έννοιες απόλυτα ταυτόσημες. Μια πόλη, λοιπόν, είναι αυτάρκης:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου