ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ Μ.Ε.

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΑΡΗΣ

ΝΤΑΝΟΠΟΥΛΟΥ – ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΟΛΓΑ

Αγαπητοί γονείς και μαθητές, καλωσορίσατε στη σελίδα του φροντιστηρίου μας. Στόχος μας η καλύτερη δυνατή επικοινωνία μαζί σας και η διαρκής ενημέρωση για όλα όσα αφορούν τη λειτουργία και τις παροχές του φροντιστηρίου μας

Στο Φροντιστήριό μας προετοιμάζουμε τους μελλοντικούς πρωταγωνιστές. Η απόλυτη εξειδίκευσή μας στο χώρο των φιλολογικών και οικονομικών μαθημάτων, καθώς και η πολυετής πείρα μας στο χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης, θέτουν από νωρίς τις βάσεις της επιτυχίας και διευκολύνουν τη δουλειά του υποψηφίου.

Άλλωστε, οι επιτυχίες μιλάνε για εμάς: με εισακτέους στα τμήματα στρατιωτικών σχολών, όπως ΣΣΑΣ Νομικής, ΣΣΑΣ Οικονομικών, ΣΜΥ, στις παραγωγικές σχολές των Αξιωματικών και Αστυφυλάκων ΕΛ.ΑΣ, Πυροσβεστικής, αλλά και στα υψηλής ζήτησης Ανώτερα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας όπως η Νομική, Φιλολογία, Παιδαγωγικά Τμήματα, Αγγλική Φιλολογία, Ψυχολογία και Οικονομικά Τμήματα, αποδεικνύουμε τη σκληρή μας δουλειά.

Το Φροντιστήριό μας άλλωστε είναι και πιστοποιημένο συνεργαζόμενο κέντρο της UNICERT (σύγχρονου Φορέα Πιστοποίησης Ανθρώπινου Δυναμικού, πιστοποιημένου από τον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. και διαπιστευμένου από τον Ε.ΣΥ.Δ, τα πιστοποιητικά του οποίου αποτελούν απαραίτητο εφόδιο για προσλήψεις στο ελληνικό δημόσιο και διαγωνισμούς Α.Σ.Ε.Π.), αποκλειστικού αντιπροσώπου του Πανεπιστημίου FREDERICK της Κύπρου ( με έδρα τη Λευκωσία, ενώ σχολές και τμήματα λειτουργούν και στη Λεμεσό), το οποίο προσφέρει στον ελλαδικό χώρο προγράμματα σε πτυχιακό, μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο (δια ζώσης – εξ αποστάσεως) ομοταγή με τα ελληνικά ΑΕΙ, αναγνωρισμένα από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. ( Διεπιστημονικός Οργανισμός Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης), με έξι (6) σχολές που καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσμα της εκπαίδευσης. Επίσημες γλώσσες του Πανεπιστημίου είναι η Ελληνική και η Αγγλική) για την προώθηση των προγραμμάτων σπουδών του σε πτυχιακό, μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο (δια ζώσης και εξ αποστάσεως).

Κατανοώντας ταυτόχρονα την οικονομική συγκυρία, το φροντιστήριο μας στέκεται δίπλα στην ελληνική οικογένεια με αίσθημα ευθύνης, αναπροσαρμόζοντας τα δίδακτρα του στο πνεύμα της κρίσης και υιοθετώντας προνομιακή τιμολογιακή πολιτική για ειδικές ομάδες μαθητών (όπως έκπτωση διδάκτρων για ανέργους, πολύτεκνους, αδέλφια, μαθητές εκτός Βόλου, εγγραφή δύο μαθητών…) και επιβραβεύοντας την αριστεία (έκπτωση σε αριστούχους).

Ως μέλος του Συλλόγου Φροντιστών Μαγνησίας και της ΟΕΦΕ (Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδος) συμμετέχουμε κάθε χρόνο στα Πανελλαδικά Διαγωνίσματα Προσομοίωσης για όλες τις τάξεις του Λυκείου. Παράλληλα, μέσω ειδικών διαγνωστικών τεστ εντάσσουμε το μαθητή – τρια σε τμήμα ανάλογα με τις δυνατότητές του. Παρέχουμε οργανωμένο υλικό μέσω προσωπικών σημειώσεων αλλά και εκδόσεων Schooltime. gr ως επιστημονικοί συνεργάτες του site.

ü Ομοιογενή τμήματα

ü Δωρεάν έκτακτες ώρες διδασκαλίας

ü Σύγχρονα εποπτικά μέσα

ü Εβδομαδιαία προγραμματισμένα υποχρεωτικά διαγωνίσματα

ü Συνεχής ενημέρωση γονέων για τις πραγματικές επιδόσεις των παιδιών

Βόλος, Τοπάλη 15 (με Δημητριάδος)

Τηλ. Επικοινωνίας: 2421-0-23227 / 6976796234

Υπεύθυνοι σπουδών: Ιωαννίδης Άρης, Φιλόλογος,

Ντανοπούλου – Ιωαννίδου Όλγα

olgantanopoulou@yahoo.gr.

(Facebook, Iωαννίδης Άρης)

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ λέξεις - φράσεις - δικανικοί όροι

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ
(λέξεις – φράσεις – δικανικοί όροι)

ἀβίωτος: αφόρητος.
ἀβίωτος ἐστί τινι: ο βίος είναι ανυπόφορος σε κάποιον.
ἀγαθος: ευγενής, καλός, ανδρείος.
ἄριστος: ευγενής.
τύχῃ ἀγαθῇ: με το καλο.
ἀγαθὰ φρονῶ: έχω καλά αισθήματα.
ἀγαθὰ πάσχω: ευεργετούμαι.
ἀγαθὰ ποιῶ: ευεργετώ.
ἀγαπητῶς: πρόθυμα, με κόπο, μόλις και με τα βίας.
ἀγγέλλω πόλεμον: κηρύττω πόλεμον.
ἀγνοοῦμαι: είμαι άγνωστος, δεν γίνομαι αντιληπτός.
ἀγνὼς εἰμὶ τινός: αγνοώ κάποιον.
ἀγοραίος: αυτός που περνάει την ώρα του στην αγορά.
ἀγοραία ἡμέρα: δικάσιμη.
ἀγορεύω: δημηγορώ.
ἄγχιστος: ο πάρα πολύ κοντινός.
ἄγω: οδηγώ, πορεύομαι, διοικώ.
ἄγω καὶ φέρω: λεηλατώ, μεταφέρω.
ἄγω ἑορτήν: εορτάζω.
ἄγω θυσίαν: θυσιάζω.
ἄγω εἰρήνην: ησυχάζω.
ἄγω τείχος: κατασκευάζω τείχος.
ἄδειαν ἄγω: είμαι σε ασφάλεια.
ἄγομαι φόνου: κατηγορούμαι για φόνο.
ἄγω τινὰ τιμιώτερον: αποδίδω σε κάποιον μεγαλύτερη αξία, υπερεκτιμώ.
ἀγὼν λόγων: καιρός για λόγους.
ἀγὼν μάχης: καιρός για μάχη.
καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα: μπλέκω κάποιον σε δίκη.
ἀγωνίζομαι: προσπαθώ, διεξάγω αγώνα.
ἀγωνίζομαι γραφὴν (ή δίκην): διεξάγω δικαστικό αγώνα.
ὁ ἀγωνιζόμενος: ο κατηγορούμενος.
οἱ ἀγωνιζόμενοι: οι διάδικοι.
ἀδεῶς: άφοβα.
ἄρχω χειρῶν ἀδίκων: αρχίζω πρώτος να αδικώ.
ἀδύνατος λέγειν: μέτριος ρήτορας.
ἀθυμέω-ῶ: είμαι απογοητευμένος, στεναχωριέμαι.
ἄθυμος: στεναχωρημένος, απογοητευμένος.
ἀθύμως ἔχω: χάνω το θάρρος μου.
αἰκίζομαι: βλάπτω, προσβάλλω.
αἴρεσις: άλωση, κατοχή, εκλογή.
αἴρεσιν δίδωμι: παρέχω το δικαίωμα της εκλογής.
αἴρεσιν λαμβάνω: έχω το δικαίωμα της εκλογής.
αἱρέω-ῶ: λαμβάνω, καταλαμβάνω, αιχμαλωτίζω.
αἱροῦμαι: λαμβάνω, εκλέγομαι, προτιμώ.
αἱροῦμαι γνώμην: αποδέχομαι γνώμη.
αἴρω: υψώνω, απομακρύνω, μεταφέρω.
αἴρομαι κίνδυνον: αναλαμβάνω τον κίνδυνο.
δίκην παρὰ τινός αἴρομαι: εκδικούμαι κάποιον.
αἴσθησιν ἔχω τινός: έχω αντίληψη κάποιου.
αἰτία: αίτιο, αφορμή, κατηγορία.
αἰτίαν ἔχω ἤ ὑπέχω: κατηγορούμαι.
ἐν αἰτίᾳ ἔχω τινά: κατηγορώ, θεωρώ κάποιον ένοχο.
ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας: απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία.
αἰτιάομαι-ῶμαι: κατηγορώ, προφασίζομαι.
αἰωροῦμαι τὴν ψυχήν: αμφιταλαντεύομαι ψυχικά.
ἐν ἀκαρεῖ: σε μια στιγμή.
ἀκινδύνως ἔχω: δε διατρέχω κίνδυνο.
ἀκμάζω: είμαι ακμαίος, ισχυρός.
ἀκμάζει: είναι κατάλληλη στιγμή.
εὖ ἀκούω: επαινούμαι.
κακῶς ἀκούω: κακολογούμαι.
ἄκρᾳ: κορυφή, ύψωμα, ακρωτήριο.
κατ' ἄκρας: εξ’ ολοκλήρου.
ἄκριτος: συγκεχυμένος, αδίστακτος.
ἄκυρον ποιῶ τὸ ἀξίωμα: μειώνω την εξουσία.
οἱ ἀλήθειαν ἀσκοῦντες: οι φιλαλήθεις.
ἅλις: αρκετά.
ἁλίσκομαι: συλλαμβάνομαι, κυριεύομαι.
ἄλλῃ: κατ’ άλλο τρόπο, σε άλλα μέρη.
ὁ ἄλλος χρόνος: το παρελθόν.
ἀλλότριος: ξένος.
ἀλλοτρίως διάκειμαι ή ἔχω πρός τινά: έχω εχθρική διάθεση απέναντι σε κάποιον.
ἀμαθῶς ἔχω: έχω άγνοια.
ἁμαρτάνω: βλάπτω, διαπράττω αδίκημα.
ἁμαρτάνω τῆς γνώμης τινός: διαψεύδω τη γνώμη κάποιου.
ἐπ' ἀμφότερα ἔχω: ταλαντεύομαι.
ἁμῶς γέ πως: κατά κάποιον τρόπο.
ἁμῶς γέ που: σε κάποιο μέρος.
ἀναγκαῖος: αναπόφευκτος.
τὰ ἀναγκαῖα: τα προς το ζην.
ἐν ἀνάγκῃ ἔχομαι: πιέζομαι από ανάγκη.
ἀνάγω: μεταφέρω.
ἀνάγω (ή ἀνάγομαι) ναῦν: αποπλέω, ανοίγομαι στο πέλαγος.
ἀνακρούω: εμποδίζω.
καταγιγνώσκω τινός ἀνανδρία: θεωρώ κάποιον άνανδρο.
ἀνάστατος γίγνομαι: καταστρέφομαι, ερημώνομαι, αναστατώνομαι.
ἀνελπίστως ἔχω: είμαι απελπισμένος.
ἀνθάπτομαι: προσβάλλω, επιχειρώ.
ἀνίημι: αφήνω, εγκαταλείπω.
ἀνίημι τὴν φυλακήν: χαλαρώνω τον αποκλεισμό.
ἀντέχω περί τινος: επιμένω σε κάτι.
ἀντίος: αντιμέτωπος.
ἀντίπαλον δέος: ο φόβος των εχθρών.
ἀντιποιῶ: ανταποδίδω.
ἀντίπρωρος: αντιμέτωπος.
ἀντίρροπος: ισόρροπος, ισοβαρής.
ὡς ἀνυστόν: όσο το δυνατόν.
οἱ ἄνω χρόνοι: το παρελθόν.
οἱ ἄνωθεν: οι πρόγονοι.
πολλοῦ ἄξιος: αξιόλογος.
οὐδενὸς ἄξιος: ασήμαντος.
ἄξιός εἰμι: δικαιούμαι.
ἀπαθής: αβλαβής, αναίσθητος.
ἀπεῖπον: αρνήθηκα.
ἀπεῖπον + απρφτ: απαγόρευσα.
ἀπεῖπον + μτχ: κουράστηκα.
ἀπειρημένον: το απαγορευμένο.
ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν: για να το πω γενικά.
τὸ ἀποβαῖνον: το αποτέλεσμα.
ἀποδείκνυμι νόμον: δημοσιεύω νόμον.
ἀποδίδωμι τὰ ὀνόματα: ανακοινώνω τα ονόματα.
ἀποκνέω-ῶ: από φόβο αποφεύγω.
ἀποκνῶ τὸν πλοῦν: αναβάλλω την εκστρατεία από φόβο.
ἀπόμισθος: απλήρωτος.
ποιῶ τινα ἀπόμισθον: απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθού.
ἀπορία: δυσκολία, στεναχώρια, έλλειψη.
εἰς ἀπορίαν καθίσταμαι: περιέρχομαι σε δύσκολη θέση.
ἐν ἀπόροις εἰμί: βρίσκομαι εν μέσω δυσχερειών.
ἀποστερέω-ῶ: αφαιρώ, αρπάζω.
ἀποτρέπομαι: αποσύρομαι.
ἀποτρέπομαι ἄλλην ὁδόν: στρέφομαι σε άλλη οδό.
ἀποχρῶμαι τινα: φονεύω κάποιον.
ἅπτομαι: αγγίζω, εξετάζω.
ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων: αναμειγνύομαι στα πολιτικά.
ἀργύριον: χρήματα, τεμάχιο αργύρου.
σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον: αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο.
ἄρνυμαι: κερδίζω, αποκομίζω.
ἄρχομαι: εξουσιάζομαι.
σφόδρα ἄρχομαι: καταπιέζομαι ως πολίτης.
ἀσύμφορον: ζημία.
ἄτιμος: ο στερηθείς των πολιτικών δικαιωμάτων.
ἄτιμον τινά ποιοῦμαι: τιμωρώ κάποιον στερώντας του τα πολιτικά δικαιώματα.
αὐτόματος θάνατος: φυσικός θάνατος.
ἐπὶ πᾶν ἀφικνοῦμαι: δοκιμάζω κάθε μέσο.
βαθύνω τὴν φάλαγγα: αυξάνω το βάθος της φάλαγγας.
βαρὺς εἰμί τινι: είμαι ενοχλητικός σε κάποιον.
βίᾳ πάσχω: ασκείται εναντίον μου βία.
πρὸς τὸ βίαιον: διά της βίας.
βλασφημία: κακολογία.
ἀπολύομαι τὰς βλασφημίας: διαλύω τις κατηγορίες.
βούλομαι τά τινος: έχω τα φρονήματα κάποιου.
τὸ βουλόμενον: η επιθυμία.
τὶ βούλεται ταῦτα;: τι σημαίνουν αυτά;
βραχύς: μικρός, σύντομος.
ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν: για ναμην πολυλογώ.
γείνομαι: γεννιέμαι.
οἱ γεινάμενοι: οι γονείς.
ὁ ἐγγύτατα γένους: ο στενός συγγενής.
γίγνομαι ἐπί τινι: περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου.
γίγνομαι ὑπό τινι: υποτάσσομαι σε κάποιον.
γιγνόμενοι δασμοί: εισπραττόμενοι φόροι.
οὕτω γιγνώσκω: τέτοια γνώμη έχω σχηματίσει.
γιγνώσκω τὰ δίκαια: λαμβάνω δίκαιη απόφαση.
προσέχω τὴν γνώμην: στρέφω την προσοχή.
τοιαύταις γνώμαις χρῶμαι: έχω τέτοιες αντιλήψεις.
ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ: χάνω το θάρρος μου.
γνωρίμως ἔχω: διάκειμαι φιλικά.
δαίμων: θεός, μοίρα.
σὺν δαίμονι: κατά τύχη.
δαμοσία σκηνή: σκηνή του βασιλιά της Σπάρτης.
οἱ περὶ τὴν δαμοσίαν: το συμβούλιο του βασιλιά.
τὰ δεινά: οι συμφορές.
ἐν δεινῷ εἰμι: βρίσκομαι σε δύσκολη θέση.
δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες: ανταλλάξαντες χειραψία μετά διαβεβαιώσεων
δεξιὰς φέρω: φέρω διαβεβαιώσεις.
δεῖ: είναι ανάγκη.
δεῖ τινος: υπάρχει έλλειψη κάποιου.
τὰ δέοντα: τα πρέποντα, το καθήκον.
δέομαι: παρακαλώ, στερούμαι.
δέομαι βίου: έχω ανάγκη να κερδίσω τη ζωή μου.
δημοσίᾳ: με δαπάνες του δημοσίου.
διαγιγνώσκω: ξεχωρίζω, διακρίνω, αποφασίζω.
διεγνωσμένη κρίσις: ειλημμένη απόφαση, αυτή που έχει παρθεί.
διάγνωσιν ποιοῦμαι: εκδίδω απόφαση.
δίαιτα: τρόπος ζωής.
διαιτῶμαι ἀφθόνως: ζω πλουσίως.
διακρούομαι τὸ δοῦναι δίκην: διαφεύγω την τιμωρία.
διαμένω ὤν: συνεχώς είμαι.
διάνοιαν: νους, πνεύμα, ιδέα.
ἀνθρώπινη διάνοια: ανθρώπινη λογική.
διαψήφισις: ψηφοφορία, απόφαση.
τὰ πρὸς ἀλλήλους δίκαια: οι αμοιβαίες υποχρεώσεις.
ἐπὶ πᾶσι τοῖς δικαίοις: με κάθε ειλικρίνεια.
τὰ δίκαια πράττω: ασκώ τη δικαιοσύνη.
δίκη: δικαιοσύνη.
ἐσχάτη δίκη: μέγιστη τιμωρία.
δίκην δίδωμι: τιμωρούμαι.
δίκην λαμβάνω: τιμωρώ.
δίκην ὀφλισκάνω: καταδικάζομαι.
δίκην ὑπέχω: υποβάλλομαι σε δίκη.
ἀγωνίζομαι δίκην: υπερασπίζω δικαστική υπόθεση.
δίδωμι δίκας ἴσας καὶ ὁμοίας: δικάζω με βάση την ισονομία.
ὁ διώκων: ο κατήγορος.
ὁ διωκόμενος: ο κατηγορούμενος.
εὖ ή κακῶς δρῶ τινα: ευεργετώ ή βλάπτω κάποιον.
εὖ δεδραγμένα: κατορθώματα.
δύναμις: επιρροή, ικανότητα.
εἰμὶ ἐν δυνάμει: έχω στα χέρια μου την εξουσία.
τὸ κατὰ δύναμιν εἶναι: όσο είναι δυνατό.
δυναστεία: κυριαρχία, εξουσία.
ἐκβάλλω τὴν δυναστείαν: καταλύω τη βασιλεία.
τὰ δύσφορα: οι θλίψεις, οι δυστυχίες.
ἐγκαλέω-ῶ: κατηγορώ.
ἴδια ἐγκλήματα: ιδιωτικά συμφέροντα.
ἔγωγε: εγώ τουλάχιστον.
τὸ κατ' ἐμέ: όσο εξαρτάται από μένα.
ἐθίζω: συνηθίζω κάποιον να…
ἐθίζομαι: συνηθίζω εγώ να…
εἰκάζω: απεικονίζω, συμπεραίνω, παρομοιάζω.
ὡς εἰκάσαι: όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει.
τὸ νῦν εἶναι: τώρα.
τὸ σήμερον εἶναι: σήμερα.
ἐν τινί ἐστι: εξαρτάται από κάποιον.
ἔστιν ὅστις: κάποιος.
οὐκ ἔστιν ὅστις: κανείς.
ἔστιν ὅπως: κάπως.
οὐκ ἔστιν ὅπως: με κανέναν τρόπο.
ἐσόμενοι: μεταγενέστεροι.
εἰμὶ ἀπό τινος: είμαι μακριά από κάποιον.
εἰμὶ ἐπί τινα: είμαι εναντίον κάποιου.
εἰσαγγέλλω τινά: καταγγέλλω κάποιον.
εἰσαγγέλλω τινί τι: αναγγέλλω κάτι σε κάποιον.
εἰσέρχεται τινά: έρχεται στο νου κάποιου.
εἴωθα: συνηθίζω.
τὸ εἰωθός: η συνήθεια.
ἐγκαλοῦμαι τὴν ὀργήν: διεγείρω την οργή.
ἐκφαίνω πόλεμον: κηρύττω πόλεμον.
ἐκφεύγω δίκην: αθωώνομαι.
ἐλαύνω: οδηγώ, προχωρώ έφιππος.
εἰς τοσοῦτον ἐλαύνω: προχωρώ μέχρι σ’ αυτό το σημείο.
ἐμπίπτω: εισορμώ, προσβάλλω, επιτίθεμαι.
ἐναγώνιοι θεοί: οι επόπτες των αγώνων.
ἔννοια: σκέψη, σκόπος.
ἐντείνω: τεντώνω, επιμένω.
ἐξαγώγιμα: τα εξαγόμενα προϊόντα.
ἔξαρνός εἰμι: αρνούμαι.
ἐξηγέομαι-οῦμαι: είμαι αρχηγός, διοικώ.
ἐξηγοῦμαι ἀγαθόν τί τινα: ως οδηγός παρέχω ωφέλιμη υπηρεσία.
ἐπαναχωρέω-ῶ: επανέρχομαι, αποσύρομαι.
ἐπαναχωρέω-ῶ εἰς τοὔμπαλιν: επιστρέφω.
ἐπέκεινα: πέρα (επιρρηματική σημασία).
οἱ ἐπέκεινα: οι προγενέστεροι (σαν επιθετικός προσδιορισμός).
ἐπέχω: αναβάλλω, εμποδίζω, συγκρατώ.
ἐπέχω ὧν ὥρμηκα: αναβάλλω τα σχέδιά μου
ἐπιβολή: τοποθέτηση, πρόστιμο.
ἐπιβουλή: εχθρική ενέργεια, σχέδιο εναντίον κάποιου.
ἐπίκουρος: βοηθός, σύμμαχος.
ἐπιμέλειαν ποιοῦμαι: φροντίζω.
ἐπιτήδειος: κατάλληλος.
ἐπιτίμιος: αυτός που γίνεται προς τιμήν κάποιου.
ἐπίτιμος: ο έχων πολιτικά δικαιώματα.
ἐργάζομαι χρήματα: αποκτώ χρήματα.
ἔργῳ: εμπράκτως.
ἔρχομαι εἰς τὰ παραγγελλόμενα: υπακούω.
διὰ πάντων τῶν καλῶν ἐλήλυθα: εκπλήρωσα όλα τα καθήκοντα.
εἰς ὀργὰς ἔρχομαί τινι: οργίζομαι με κάποιον.
εὐωχία: ευθυμία σε συμπόσιο.
ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ: προσεγγίζω την αλήθεια.
ἔχω + απρφτ: μπορώ να…
οὐκ ἔχω ὅπως: δε γνωρίζω ή αγνοώ πως…
λόγος (κατ)ἔχει: διαδίδεται, υπάρχει φήμη.
ὀργὴν ἔχω: προκαλώ.
συγγνώμην ἔχω: συγχωρώ.
ζημία: βλάβη, ποινή, τιμωρία.
ἡβάω-ῶ: διανύω την εφηβική ηλικία.
οἱ ἡβῶντες: οι νέοι.
ἡγεμονεύω ὁδόν: προπορεύομαι.
σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν: επιδιώκω την αρχήν.
οἱ ἡγούμενοι: οι κυβερνώντες.
ἡγοῦμαι θεούς: πιστεύω στους θεούς.
ἥδομαι: ευχαριστιέμαι.
ἡδέως: ευχαρίστως.
ἡδέως ἔχω πρός: διάκειμαι ευνοϊκά προς…
ἥκιστα: ελάχιστα.
οὐχ ἥκιστα: μάλιστα.
ὅτι ἥκιστα: όσο το δυνατόν λιγότερο.
ἥκω: έχω έλθει.
τὰ ἡμέτερ' αὐτῶν: το καθήκον μου.
τὸ ἡσυχάζον τῆς νυκτός: το μεσονύκτιο.
ἡττάομαι-ῶμαι: είμαι κατώτερος, υστερώ.
ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ: χάνω το θάρρος μου.
θαῦμα παρίσταταί μοι: μου γεννιέται η απορία.
θεραπεύω: υπηρετώ, λατρεύω.
θεωρῶ: είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο.
θύομαι ἰέναι: συμβουλεύομαι τα ιερά.
θωπεία: κολακεία.
θωπεῖαι λόγων: κολακείες.
ἴδιον: ιδιαίτερο χαρακτηριστικό.
ἱκετήριος: αυτός που ανήκει σε ικέτες.
(ἀφ)ικνοῦμαι εἰς ἄνδρας: φθάνω στην ανδρική ηλικία.
(ἀφ)ικνοῦμαι τινι ἐς λόγους: συνομιλώ με κάποιον.
ἵστημι τὰ ὄμματα: προσηλώνω.
ἵστημι χαλκοῦς: εγείρω αδριάντα.
ἵστημι βασιλέα: διορίζω βασιλιά.
ἰσχύω παρά τινι: έχω επιρροή πλησίον κάποιου.
καθίσταμαι τὴν πολιτείαν: τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως.
καιρός: αρμοδιότητα, κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία.
ὁ ἐπιὼν καιρός: το μέλλον.
ἐν καιρῷ τινί εἰμι: είμαι χρήσιμος σε κάποιον.
κακῶς γίγνεταί τινι: έχει κακή έκβαση.
καταγίγνομαι ἐν τόπῳ: διαμένω, κατοικώ.
καταλύω: καταστρέφω, τερματίζω, καταστέλλω.
καταστασιάζω τινα: σχηματίζω αντίπαλο κόμμα εναντίον κάποιου.
καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός: βρίσκω αντίδραση εκ μέρους κάποιου.
κατατείνω: επιμένω, αγωνίζομαι.
καταψηφίζομαι: καταδικάζω.
ἡ δίκη καταψηφίζεται: εκδίδεται καταδικαστική απόφαση.
κέρας: άκρο παράταξης στρατιωτικής, σάλπιγγα.
τὸ κοινόν: το σύνολο των πολιτών.
κόπτω τὴν χώραν: ερημώνωτ η χώρα.
κράτος: δύναμη, εξουσία.
ἀνὰ κράτος: με όλη τη δύναμη, διά της βίας.
λαγχάνω: εκλέγομαι με κλήρο, προστατεύω κάποιον τόπο.
λανθάνω: διαφεύγω την προσοχή.
λανθάνω ἐμαυτόν: λησμονώ.
τὸ λεῖπον: η έλλειψη.
τὸ λειπόμενον: το υπόλοιπο.
λόγος κατέχει: υπάρχει παράδοση.
ἔρχομαι εἰς λόγους τινί: έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον.
μαρτυρῶ τὰ ψευδῆ: δίνω ψευδείς μαρτυρίες.
μέγα φρονῶ: υπερηφανεύομαι.
μέλει μοί τινος: φροντίζω κάτι.
μέλον ἐστί: υπάρχει φροντίδα για κάτι.
ἐν μέρει: κατά σειρά.
μεταμέλει: επέρχεται μεταμέλεια.
μεταπορεύομαι: ακολουθώ, επιδιώκω.
μετάστασις: μετακίνηση, μεταβολή.
μετάστασις βίου: θάνατος.
τὸ μετέωρον: υψηλόν μέρος.
μακραὶ νῆες: πολεμικά πλοία.
στρογγύλαι νῆες: εμπορικά πλοία.
ἀντίπρωροι νῆες: πλοία έτοιμα για ναυμαχία.
νέμω: μοιράζω, βόσκω.
νεωτερίζω: επιχειρώ, μεταβολές.
νικῶ δίκην κλήρου: κερδίζω τη δίκη.
νομίζω: πιστεύω, θεωρώ.
νομίζω + δοτική (ἀγῶσι, θυσίαις): τέλω αγώνες, θυσίες.
νόμος: νόμος, συνήθεια, έθιμο.
νόμον τίθημι: θεσπίζω νόμον.
λύω τὸν νόμον: καταργώ το νόμο.
ὁ νοῦν ἔχων: ο γνωστικός.
πόρρω τῆς νυκτός: σε προχωρημένη ώρα της νύκτας.
ξένος: φιλοξενούμενος, φίλος.
οἶδα + απρφτ: είμαι ικανός να…
ἔχω + απρφτ: μπορώ να…
οἰκεία ἔχθρα: προσωπική έχθρα.
οἰκέτης: υπηρέτης.
οἰκέται: τα γυναικόπαιδα του σπιτιού.
οἶκος: κατοικία, περιουσία.
ἡ οἴκοι (πόλις): η πατρίδα.
οἱ οἴκοι: οι συμπατριώτες.
οἷός τέ εἰμι + απρφτ: είμαι ικανός να…
οἷόν τ' ἐστι + απρφτ: είναι δυνατόν να…
ὀλίγωρος: αδιάφορος, αμελής.
ὅμορος: γείτονας.
ὄνειδος: ντροπή, μομφή.
τίθεμαι τὰ ὅπλα: στρατοπεδεύω.
ὅρκιος: ορκισμένος, ο δεμένος με όρκο.
ὅρκιοι θεοί: οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς.
οὐδαμοῦ: πουθενά.
ὀφλισκάνω: οφείλω.
ὀφλισκάνω δίκην: καταδικάζομαι.
ὀχλώδης: ταραχώδης.
ὄψις: όραση, εμφάνιση.
ὀψὲ τῆς ἡμέρας: αργά το βράδυ.
παράγω τὸ στράτευμα: οδηγώ το στράτευμα.
παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον: εισάγω κάποιον στην εκκλησία του δήμου.
παράταξις: παράταξη, πολιτική ομάδα.
παρατείνω: αναπτύσσω τη φάλαγγα.
παρατυγχάνω: είμαι παρών τυχαία.
ἐκ τοῦ παρατυχόντος: εκ του προχείρου.
παραυτίκα: την ίδια στιγμή.
παραχρῆμα: αμέσως.
παρέρχομαι: λαμβάνω το λόγο, υπερτερώ, παρουσιάζομαι.
παρέρχομαί τινα ἄρχοντα: αναγνωρίζω κάποιον ως στρατηγό μου.
τὸ παροιμιαζόμενον: όπως λέει η παροιμία.
πάσχω τὰ ἔσχατα: θανατώνομαι.
παύομαι τῆς διανοίας: εγκαταλείπω τη σκέψη.
πείθομαι (τινί): υπακούω, πείθομαι σε κάποιον.
πείθω χρήμασι: διαφθείρω κάποιον με χρήματα.
πενέστης: υπηρέτης, εργάτης.
πέρας: τέρμα, αποτέλεσμα.
πέρας ἔχω τινός: εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο.
περιέπω: περιποιούμαι.
περιττὰ φρονῶ: έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις.
πίστις: εμπιστοσύνη, βεβαιότητα, τιμιότητα.
πλοῦς: πλους, εκστρατεία.
τὸ μῆκος τοῦ πλοῦ: το μέγεθος της απόστασης.
ποιῶ τινα ὑπό τινι: υποτάσσω κάποιον.
ποιῶ τινα ἐπί τινι: ορίζω κάποιον επικεφαλής.
ποιῶ ἐκκλησίαν: συγκαλώ συνέλευση.
ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν: εκδίδω απόφαση.
περὶ πολλοῦ ποιοῦμαι: αποδίδω σε κάτι μεγάλη σημασία.
ποιοῦμαι λήθην: λησμονώ.
ποικίλως ἔχω: διαφέρω.
ποινὰς δίδωμι: τιμωρούμαι.
ποινὰς λαμβάνω: τιμωρώ.
πολεμικῶς ἔχω: διάκειμαι εχθρικά.
τὸ πολέμιον: η έχθρα.
πολιτεύω: είμαι πολίτης.
πολιτεύομαι: αναμειγνύομαι στα πολιτικά.
πολιτεύω κακῶς: ασκώ κακή πολιτική.
πλέον φέρομαί τινος: υπερισχύω κάποιου.
οἱ ἐν τοῖς πράγμασι: οι κυβερνώντες.
πράττω τὴν εἰρήνην: ενεργώ για να γίνει ειρήνη.
πρέσβυς: απεσταλμένος.
πρεσβύτερος: μεγαλύτερος σε ηλικία.
προάγω: οδηγώ εμπρός, παρακινώ.
προαίρεσις: προτίμηση.
προγίγνομαι: εμφανίζομαι πριν.
ἐκ προνοίας: εσκεμμένα.
προσδεῖ: υπάρχει ακόμη ανάγκη.
τὰ προσιόντα: τα εισοδήματα.
προσθήκη: συμπλήρωμα, βοήθεια.
πρόσω: εμπρός.
πρύμνας λύω: αποπλέω.
ρώννυμι: δίνω δύναμη, είμαι δυνατός.
σαφήνεια τοῦ στόματος: καθαρότητα του λόγου.
πλήθουσα σελήνη: πανσέληνος.
σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν: σκέφτομαι αποβλέποντας στην αλήθεια.
σπονδή: σπονδή.
σπονδαί: ανακωχή.
λύω τὰς σπονδάς: παραβιάζω τις συνθήκες.
στρογγύλη ναῦς: εμπορικό πλοίο.
συγγνώμην ἔχω τινι: συγχωρώ.
συγγνώμης τυγχάνω: συγχωρούμαι.
συγκεῖται: έχει συμφωνηθεί.
συνάγω: συγκεντρώνω, συναθροίζω.
συνελὼν λέγω: λέγω εν συντομία.
συνάλλαγμαι: συμβόλαιο, συνθήκη.
συνίστημι πόλεμον: από κοινού κηρύττω πόλεμον.
σύνοιδα: γνωρίζω καλά.
συνουσία: συναναστροφή, επικοινωνία.
ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν: επικοινωνώ.
σχολή: οκνηρία, αδράνεια.
τάξις: στρατιωτική παράταξη, τακτοποίηση.
τὰ ἀμφὶ τάξεις: η στρατιωτική τακτική.
τεκμήριον: απόδειξη.
τελευτῶ τὸν βίον: πεθαίνω.
τελευτῶ τὸν βίον ὑπό τινος: φονεύομαι.
τέλος: αποτέλεσμα, σκοπός, φόρος.
τέλος ὠνοῦμαι: εισπράττω τους φόρους του δημοσίου.
τίθημι ἀγῶνα: διοργανώνω αγώνα.
τίθημι νόμον: νομοθετώ.
τιμῶμαι φυγῆς: προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας.
τιμωρία: βοήθεια, τιμωρία.
ἑτοιμάζομαι τιμωρίαν: εξασφαλίζω βοήθεια.
τίνω: αποδίδω, πληρώνω.
τίνω χάριν τινί: αποδίδω ευγνωμοσύνη σε κάποιον.
τίνω τιμήν: αποδίδω τιμή.
τίνω δίκην: τιμωρούμαι.
τοὔμπαλιν: αντίθετα, αντίστροφα, ενάντια.
τραχέως περιέπω τινά: φέρομαι σκληρά σε κάποιον.
τρίβω: τρίβω, αναβάλλω, καταστρέφω, σπαταλώ.
ὑβρίζω: φέρομαι αλαζονικά, βλάπτω, περιφρονώ.
ὕβρις: θράσος, ταπείνωση, αδικία, αυθαιρεσία.
ἄν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ: αν υπάρχει αρκετός χρόνος.
ἀποδίδωμί τινι τὸ ὕδωρ: δίνω σε κάποιον τη σειρά να μιλήσει.
ὑπάγω: υποτάσσω, αποσύρω από κάτω κρυφά, προσελκύω.
ὕπαρ: όραμα.
οὔτε ὄναρ οὔτε ὕπαρ: με κανέναν τρόπο.
ὑπείκω: αποχωρώ, αποσύρομαι.
ὑπερδέξιος: ανώτερος.
ὑπερορία γῆ: η ξένη χώρα.
ὑπέχω: παρέχω, υποστηρίζω, υποτάσσω.
ὑπέχω ἐμαυτόν τινι: είμαι στη διάθεση κάποιου.
ὑπέχω αἰτίαν τινός: κατηγορούμαι για κάτι.
ὑποδεής: ελλιπής.
ὑποδεέστερος: κατώτερος.
ὑποδύω (ή ὑποδύνω): εισχωρώ.
κίνδυνον ὑποδύω: κινδυνεύω.
ὑπόκειμαι: παραμένω, υποτάσσομαι.
ὑποκρίνομαι τραγωδίαν: λαμβάνω μέρος σε τραγωδία.
ὑποσημαίνω: δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα.
ὑποτέμνομαι: προσπαθώ να ανακόψω.
ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν: ματαιώνω το ταξίδι.
ὑποχείριος: αυτός που βρίσκεται στην εξουσία κάποιου.
ὑστερῶ τῆς πατρίδος: αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα.
ὑφίσταμαι ἀρχήν: λαμβάνω αξίωμα.
φαίνω: φανερώνω, αποκαλύπτω, πληροφορώ.
τὰ φανθέντα: οι καταγγελίες.
φαῦλος: ασήμαντος, χυδαίος.
τὸ φαῦλον: η κακοήθεια.
πάνυ φαύλως: σε αθλιότατη κατάσταση.
φέρω χάριν: ευγνωμονώ.
φέρω τὴν ψῆφον: αποφασίζω με την ψήφο μου.
φέρω βαρέως: αγανακτώ.
εὖ φέρομαι παρά τινι: προκαλώ την εκτίμηση κάποιου.
φεύγω: καταφεύγω, εξορίζομαι, κατηγορούμαι.
ὁ φεύγων: ο κατηγορούμενος.
φθονῶ: φθονώ, αρνούμαι.
φιλανθρώπως ἔχω: εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα.
φιλοτιμία: φιλοδοξία, τιμή.
φοιτῶ: συχνάζω, μαθητεύω.
τάττω φόρον: επιβάλλω φορολογία.
εὖ φρονῶ: σκέφτομαι σωστά.
τὰ ἀμείνω φρονῶ: έχω τις καλύτερες διαθέσεις.
φρόνιμος γίγνομαι: ενεργώ με περίσκεψη.
φρυκτοί: πυρσοί, δαυλοί.
κατάγω φυγάδα: επαναφέρω στην πατρίδα εξόριστο.
χαλεπός: δύσκολος, δυσβάστακτος, αυστηρός.
χαλεπός εἰμί τινι: αγανακτώ εναντίον κάποιου.
ἱστημι χαλκοῦν: στήνω χάλκινο αδριάντα.
χαρίζομαι: κάνω χάρη, δείχνω εύνοια.
χάριν οἶδά τινι: ευγνωμονώ κάποιον.
χάριν κομίζομαι: δέχομαι εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης.
εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι: συγκρούομαι με κάποιον.
πολλῇ χειρί: με πολύ στράτευμα.
χρεία: ωφέλεια, ανάγκη, έλλειψη.
χρῶμαι τῷ πράγματι: αντιμετωπίζω την κατάσταση.
μιᾷ γνώμῃ χρώμενοι: ομόφωνα.
χρῶμαι νόμοις: ζω σύμφωνα με τους νόμους.
οὕτω χρῶνται...: έτσι συνηθίζουν…
τὸ χρησθέν: η απάντηση του μαντείου.
περιπλέω ἐν χρῷ: κοντά στην ακτή πλέω.
ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος: διαψεύδομαι στις ελπίδες μου.
ψηφίζομαι: αποφασίζω με την ψήφο μου.
γράφω ψήφισμα: υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση.
ψιλοί: οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες.
ὠνέομαι-οῦμαι: αγοράζω, νοικιάζω.
ὥρα: εποχή, ώρα, κατάλληλος χρόνος.
ὡραῖος: ώριμος, έγκαιρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου