
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη του 1925
και πέθανε σε ηλικία 80 ετών στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου του 2005. Τελείωσε
τις εγκύκλιες σπουδές του στο Πειραματικό Σχολείο, με δάσκαλο το Γ.Θέμελη.
Σπούδασε ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ παράλληλα
εντάχθηκε και στην ΕΠΟΝ και, μετά την
αποφοίτησή του, συνέχισε τις σπουδές του στη Βιέννη, ειδικευόμενος στην
ακτινολογία(1955-1956). Με την επιστροφή του στη Θεσσαλονίκη άρχισε να ασκεί το
επάγγελμα του ακτινολόγου, ενώ από τα τέλη του 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Το 1948 διαγράφηκε από το ΚΚΕ και την ίδια χρονιά
προφυλακίστηκε για παράνομη δράση στις φυλακές Ασβεστοχωρίου (Επταπύργιο) και
το 1949, αρνούμενος να αποκηρύξει τις ιδέες του, καταδικάστηκε σε θάνατο από
έκτακτο στρατοδικείο για πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης. Η καταδίκη εντούτοις δεν εκτελέστηκε ποτέ. Το 1951 πήρε χάρη και
αποφυλακίστηκε.
Το 1986 τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης, ενώ το
1995 τιμήθηκε από το περιοδικό Ποίηση και τις εκδόσεις Νεφέλη για την προσφορά
του. Το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Φιλοσοφίας του
Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ το 2002 τιμήθηκε με το Μεγάλο
Βραβείο Λογοτεχνίας.

Ο Αναγνωστάκης έζησε την πιο σκληρή περίοδο στην πορεία
Της Ελλάδος τον 20ο αιώνα. Έζησε το ΄Β Παγκόσμιο πόλεμο σε ηλικία
που συνειδητοποιεί τα πάντα γύρω του και να συγκεντρώνει εικόνες, ενώ βίωσε
άμεσα πια το δράμα του Εμφυλίου, γεγονός άλλωστε που τον οδήγησε στη φυλακή και
στην καταδίκη σε θάνατο στις φυλακές του Επταπυργίου (Γεντί - Κουλέ). Βλέπει την Ελλάδα να σπαράσσεται τη
δεκαετία του 1950 από τα κατάλοιπα του Εμφυλίου και την πολιτική κατάσταση του
τόπου να παραπαίει στη δεκαετία του 1960, γεγονός που οδήγησε στην κήρυξη της
Απριλιανής δικτατορίας, εναντίον της οποίας έσπευσε να τοποθετηθεί με τη
συμμετοχή της ποιητικής του συλλογής «Ο
στόχος» στη συλλογική έκδοση καλλιτεχνώ που κινούνταν κατά της
δικτατορίας., τα «Δεκαοχτώ Κείμενα».
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανήκει στους πολιτικούς ποιητές,
έχει έντονα πολιτικά και κοινωνικά ενδιαφέροντα. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική
γενιά και συγκεκριμένα στη θεματική περιοχή της αντιστασιακής - κοινωνικής
ποίησης, δίνοντας στο έργο του τις ελπίδες και τις διαψεύσεις, τον ενθουσιασμό
και τα οράματα, την ενδοσκόπηση και για την αποκάλυψη των αιτιών και τη
μελαγχολία για όλα εκείνα που χάθηκαν, αλλοιώθηκαν, αλλοτριώθηκαν.
Στον
Νίκο Ε… 1949
Φίλοι
Που
φεύγουν
Που
χάνονται μια μέρα
Φωνές
Τη
νύχτα
Μακρινές
φωνές
Μάνας
τρελής στους έρημους δρόμους
Κλάμα
παιδιού χωρίς απάντηση
Ερείπια
Σαν
τρυπημένες σάπιες σημαίες
Εφιάλτες,
Στα
σιδερένια κρεβάτια
Όταν
το φως λιγοστεύει
Τα
ξημερώματα.
(Μα
ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα
αυτά;)
Μ.
Αναγνωστάκης
«ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙΣ»,
1949
Το
ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή «Παρενθέσεις» (1949) και ο τίτλος
του είναι μια αφιέρωση στον φίλο του ποιητή Νίκο Ευστρατιάδη· μπορεί, ωστόσο,
να διαβαστεί ως ποιητική απάντηση στον Νίκο Εγγονόπουλο, λόγω της θεματικής και
μορφικής συγγένειας που έχει με το ποίημα «Ποίηση 1948».
Στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο
Αναγνωστάκης απαντάει στον Εγγονόπουλο:
· Η χρονολογία 1949 είναι ένα έτος μετά τη
δημοσίευση του ποιήματος του Εγγονόπουλου.
· Υπάρχει θεματική σχέση ανάμεσα στα δύο ποιήματα (ο
εμφύλιος σπαραγμός).
· Ο Αναγνωστάκης μιμείται τη γραφή του Εγγονόπουλου.
· Ο καταληκτικός στίχος που δίνεται μέσα στην
παρένθεση κι αποτελεί τη φωνή του ποιητή.
Το ποίημα γράφεται στη φυλακή
του Επταπυργίου στη Θεσσαλονίκη, όπου βρίσκεται ο Αναγνωστάκης εξαιτίας των
πολιτικών του πεποιθήσεων. Σ’ αυτό αποτυπώνεται η φρίκη του Εμφυλίου και ο
ποιητής αναζητά εκείνον που θα μιλήσει όπως ταιριάζει στην πραγματικότητα της
εποχής.
Θέμα: Οι
διανοούμενοι πρέπει να συμμετέχουν ενεργά με το έργο τους στα κοινωνικά
δρώμενα· μόνον έτσι καταξιώνεται η πνευματική παραγωγή.
Η υπαρξιακή διάσταση της ποίησης του
Αναγνωστάκη: Οι Μανόλης Αναγνωστάκης και οι περισσότεροι
από τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς «Δεν είναι τυχαίο ότι
μοιράζονται ως ποιητές, πέρα από τις όποιες διαφορές στη γλώσσα, έναν αγωνιώδη
μόχθο για το νόημα της ίδιας τους της ύπαρξης, για να καταλήξουν στη διαπίστωση
πως θα τους απορρυθμίσει: Η ποιητική λειτουργία είναι τόσο περιθωριακή όσο κι
αναποτελεσματική». Η μη ύπαρξη – ο θάνατος – απασχολεί τον ποιητή από την πρώτη
στιγμή της παρουσίας του στο λογοτεχνικό χώρο. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να
είναι διαφορετικά; Ο θάνατος μπαινοβγαίνει διαρκώς σ’ ολόκληρη την ύπαρξή του, μέσα από τις τρύπες
που άνοιγαν οι σφαίρες των αποσπασμάτων στα διάτρητα σώματα των συντρόφων του.
Πόλεμος. Κατοχή. Εμφύλιος. Απώλειες φίλων. Η καταδίκη του ίδιου εις θάνατον.
Είναι μερικά από τα γεγονότα που συνθέτουν το τοπίο μέσα στο οποίο ξεκινά και
εξελίσσεται η πνευματική του δραστηριότητα. […] Σε φόντο σελίδων με πένθιμο
χρώμα[…]…Νόμισα πως θα πνιγόμουνα[…]. «Ήταν ένας τρόπος για να εκφραστώ λέει ο
ίδιος για την ενασχόλησή του με την ποιητική. Η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη
δεν είναι απαισιόδοξη. Όσο κι αν οι στίχοι του κάποτε φτάνουν στην απελπισία,
στο βάθος του ορίζοντα διακρίνεται ένα φως που μοιάζει περισσότερο με την
αναλαμπή της αυγής και λιγότερο με το λυκόφως. Η δύναμη του ποιητικού του
έργου, υπερβαίνοντας τις κομματικές ταμπέλες, κατάφερε να εκφράσει την
αβεβαιότητα, την αποξένωση, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης εποχής.
Η
μεταπολεμική ποίηση
Χαρακτηριστικά:
· Τραγική
σοβαρότητα
· Έλλειψη
ψευδαισθήσεων κι οραματισμών
· Ρομαντική
τρυφερότητα
· Απαισιοδοξία
και μελαγχολία
· Έντονη
πολιτικοποίηση
Μ.
Αναγνωστάκης - Βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης του
• Η ποίησή του είναι έντονα
πολιτική.
• Χαρακτήρας εξομολογητικός,
επεξεργάζεται ποιητικά μνήμες και βιώματα.
• Η ειρωνεία.
• Ο τόνος της ποίησής του είναι απαισιόδοξος,
αιχμηρός και διδακτικός.
• Η κυριολεξία, η ακριβολογία, η
χρήση του καθημερινού λεξιλογίου.
Θεματικός
πυρήνας του ποιήματος
Ο ποιητής αντιμέτωπος με το χρέος του → να καταγγέλλει, να προβληματίζει και να αφυπνίζει
την κοινή γνώμη.
• Το ποίημα δομείται πάνω σε
τέσσερα ουσιαστικά (φίλοι, φωνές, ερείπια,
εφιάλτες).
• Παραστατικότητα → κλίμα απόγνωσης, φρίκης, θανάτου, εφιαλτικών εικόνων καταστροφής,
αλλά
σε τόνο χαμηλό και πικρό.
• Ρόλος παρομοίωσης «Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες» → χρεοκοπία των ιδανικών.
• Καταληκτήριος στίχος σε
παρένθεση → Η φωνή του ποιητή → Ο κοινωνικός ρόλος που καλείται να
διαδραματίσει.
Ο
βασικός στόχος του Αναγνωστάκη είναι να δώσει με το κείμενό του μια ξεκάθαρη
και
ρεαλιστική
απεικόνιση της πραγματικότητας του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα.
Κατά
συνέπεια, κάθε εκφραστικό μέσο στο κείμενο εξυπηρετεί αυτόν το στόχο.
Τον
ίδιο λοιπόν ρόλο επιτελεί και η γλώσσα, οι συγκεκριμένες λέξεις, ο τρόπος με
τον οποίο
εκφράζεται
ο ποιητής.
Ο
λόγος χρησιμοποιείται από τον Αναγνωστάκη ώστε να αποδοθεί με πληρότητα το
κλίμα της καταστροφής, του πόνου και της οδύνης που κυριαρχεί στην Ελλάδα
εκείνη την εποχή.











Το ποίημα Στον Νίκο Ε... 1949
ανήκει στην
ποιητική συλλογή «Παρενθέσεις», μια μικρή συλλογή που αποτελείται από
πέντε ποιήματα, η οποία δημοσιεύτηκε
το 1956 και έχει συμπεριληφθεί στην έκδοση Ποιήματα
(1941-1956), κι αργότερα στη συγκεντρωτική έκδοση του 1971, «Τα ποιήματα (1941-1971)». Η συλλογή, εντούτοις, γράφτηκε
το 1949, εποχή κατά την οποία ο Αναγνωστάκης ήταν κρατούμενος στο Γεντί
Κουλέ (Επταπύργιο) και είχε καταδικαστεί σε θάνατο, ποινή που τελικά
δεν εκτελέστηκε. Οι «Παρενθέσεις»
βρίσκονται μεταξύ των ποιητικών συλλογών «Εποχές 2» και «Εποχές 3» και είναι, πράγματι, μια
παρένθεση μεταξύ των δύο αυτών συλλογών, καθώς
μέχρι τη συλλογή «Εποχές 2» ο Αναγνωστάκης γράφει με το νεανικό του πάθος και την ορμή που έχει μέσα του. Στις «Εποχές 3»
εκδηλώνει μια έντονη εσωτερική σύγκρουση. Οι
«Παρενθέσεις» βρίσκονται ανάμεσα. Στα
ποιήματα αυτά ο ποιητής έχει δώσει τις συγκλονιστικές εμπειρίες που είχε
αποκομίσει από τον εγκλεισμό του στη φυλακή και την αγωνία του να γίνει η
ποίηση φορέας γνώσης και συνειδητοποίησης της φρίκης του παρόντος.

Το ποίημα, συμφωνά με τη χρονολογική
ένδειξη του τίτλου, γράφτηκε το 1949, την εποχή του εγκλεισμού του στο Γεντί
Κουλέ, και είναι έντονα μέσα του τα σημάδια της
φρίκης του Εμφυλίου, έτσι όπως βιώθηκαν από τον ποιητή, μέσα κι έξω
από τη φυλακή. Όντας, λοιπόν, μελλοθάνατος, ο αφηγητής νιώθει ότι δεν μπορεί να επικοινωνήσει με κανένα,
με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται μέσα του συναισθήματα έντονα, καταλυτικής επίδρασης. Για να τα εκφράσει, δίνει
εικόνες τις οποίες απογυμνώνει από οτιδήποτε καλλωπιστικό, οι οποίες εναλλάσσονται άμεσα, που υποβάλλουν αυτά που ένιωθε, σκεπτόταν
και βίωνε καθημερινά.

Ο τίτλος του ποιήματος, Στον Νίκο
Ε... 1949, αρχικά (και λόγω της
τοποθέτησης του στο σχολικό βιβλίο
απέναντι από την Ποίηση 1948) φαίνεται
ότι αναφέρεται Στον Νίκο Εγγονόπουλο, στον οποίο απαντά
σχετικά με το ρόλο της ποίησης σε δυσμενείς εξωτερικές συνθήκες. Ο ίδιος ο ποιητής,
εντούτοις, το έχει απορρίψει λέγοντας ότι αναφέρεται σε κάποιο συναγωνιστή του, οπότε ο τίτλος διαμορφώνεται
Στον Νίκο Ευστρατιάδη, επομένως πρόκειται για αφιέρωση κι όχι για ποιητική απάντηση στον ομότεχνο του Νίκο
Εγγονόπουλο. Οπωσδήποτε, πάντως, τα
δύο ποιήματα φαίνεται ότι διαλέγονται πάνω στο ίδιο ακριβώς θέμα.
Η χρονολογία 1949 του τίτλου τοποθετεί χρονολογικά το ποίημα και
ουσιαστικά δηλώνει πως ο ποιητής
αναφέρεται στο τελευταίο έτος του Εμφυλίου και διαγράφει τις συνθήκες μέσα
στις οποίες ο ποιητής γράφει.

Θέμα του ποιήματος είναι η φρίκη και η
δυστυχία που απλώνεται παντού εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου και
το πόσο η ποίηση είναι σε θέση να τον αποδώσει ουσιαστικά.
Η
δομή του ποιήματος ακολουθεί
επαγωγική πορεία, καθώς ο ποιητής ξεκινά από προσωπικά βιώματα – τις
εικόνες-σκηνές – για να καταλήξει σε ένα γενικό συμπέρασμα-οδηγία προς τους
ποιητές, το οποίο έχει το κύρος ηθικού κανόνα. Οι ποιητές, δηλαδή, οφείλουν να
υψώνουν τη φωνή τους και σε δύσκολες εποχές να υπερασπίζονται τον άνθρωπο και
την αλήθεια.
Ο ποιητής φυλακισμένος αναφέρεται στους φίλους του, που φυλακίστηκαν
μαζί με εκείνον και σε όσους χάθηκαν, επειδή τους εκτέλεσαν. Από τους νεκρούς
φίλους περνά στους ζωντανούς, στη μάνα που ψάχνει το παιδί της απελπισμένα για
να το θρηνήσει και στο παιδί που στις ερωτήσεις που κάνει, δε μπορεί κανείς να
του δώσει απάντηση, να του προσφέρει προστασία, να το παρηγορήσει. Όλα αυτά στα
μάτια του ποιητή είναι ερείπια, ερείπια και οι σημαίες, το εθνικό σύμβολο. Οι
μελλοθάνατοι κλεισμένοι στα κελιά τους πίσω από τα σιδερένια κάγκελα ζουν τις
τελευταίες τους στιγμές, περιμένοντας την εκτέλεσή τους τα ξημερώματα. Ο
ποιητής τέλος αναλαμβάνει το χρέος να μιλήσει ο ίδιος ποιητικά για όλες αυτές
τις τραγικές στιγμές του εμφύλιου σπαραγμού.

Ιστορία δεν υπάρχει, εφόσον στο ποίημα δεν υπάρχει αφηγηματική δράση. Ο
ποιητής συνθέτει απλώς την εικόνα
του Εμφυλίου με τέσσερις εικόνες, τους φίλους που χάνονται, τις φωνές που
ακούγονται από απόγνωση, τα ερείπια και τους εφιάλτες των μελλοθάνατων στις
φυλακές.

Το χρέος της ποίησης είναι να
καταγράφει και να σχολιάζει την ιστορική πραγματικότητα. Η ευαισθησία του
ποιητή είναι το μόνο εχέγγυο για την καταγγελία των κακώς κειμένων και την
ενεργοποίηση της μνήμης.

Το ποίημα ανήκει στην κατηγορία των Ποιημάτων για την ποίηση, καθώς
αναφέρεται άμεσα στο χρέος που έχει η
ποίηση κι ο ποιητής απέναντι στην ιστορική πραγματικότητα: να καταγράψει αυτά που
βιώνει, να ενεργοποιήσει τους ανθρώπους, να αφυπνίσει συνειδήσεις και να αφήσει μια παρακαταθήκη γνώσης για
τις μελλοντικές γενιές.

Κύριο πρόσωπο του ποιήματος είναι το ποιητικό υποκείμενο, το οποίο εντούτοις
δεν παρουσιάζεται παρά μόνο στον τελευταίο
παρενθετικό στίχο. Πρόσωπα του ποιήματος πάντως, ανώνυμα και χωρίς κύρια δράση, είναι οι φίλοι που έχουν χαθεί, η μάνα που ψάχνει τρελαμένη το παιδί της, τα παιδιά που κλαίνε γιατί δε βρίσκουν τους γονείς τους και οι μελλοθάνατοι που βλέπουν εφιάλτες
λόγω της επικείμενης εκτέλεσης τους.













Το ποίημα διαρθρώνεται με βάση τέσσερις
κυρίες εικόνες, που όλες μαζί συνθέτουν την εικόνα του εμφυλίου πολέμου.





Τα δύο ποιήματα έχουν ομοιότητες και διαφορές ως προς τη μορφή και το
περιεχόμενο. Συγκεκριμένα, οι ομοιότητες των
ποιημάτων ως προς τη μορφή είναι:










Ομοιότητες ως προς το περιεχόμενο μεταξύ των δύο
ποιημάτων είναι οι ακόλουθες:






Βέβαια, μεταξύ των δύο ποιημάτων υπάρχουν και σημαντικές διαφορές. Συγκεκριμένα:







Ανεξάρτητα από την πολεμική για το εάν το ποίημα του Αναγνωστάκη Στον
Νίκο Ε... 1949 είναι η ποιητική
απάντηση στην Ποίηση 1948 τον Εγγονόπουλου, τα δυο ποιήματα βρίσκονται σε ένα γόνιμο διάλογο, γεγονός που αποδεικνύεται από τα ακόλουθα σημεία:





Στο ποίημα του ο Αναγνωστάκης, παρότι αναφέρεται στην τραγική πραγματικότητα της εποχής
κατά την οποία γράφτηκε, δεν
καταφεύγει στο μελοδραματισμό. Αυτό ο ποιητής το καταφέρνει με το λιτό και απλό λόγο που χρησιμοποιεί, ο
οποίος είναι ζεστός και συναισθηματικός, χωρίς να είναι φορτωμένος και ακραίος. Επίσης, οι
μικροί στίχοι, η απουσία των άρθρων και των πολλών σχημάτων λόγου, το
ρεαλιστικό περιεχόμενο που αποδίδεται άμεσα, με λιτό κι
απέριττο λόγο κάνουν το ποίημα να κινείται με γνώμονα το μέτρο.

Στο ποίημα υπάρχει έντονα η
παρουσία του θανάτου, ο οποίος μπορεί περισσότερο να ανιχνευτεί
στα ακόλουθα σημεία:




Ο ποιητής συνθέτει το ποίημα του με
μικρούς, ανομοιοκατάληκτους και ανισοσύλλαβους στίχους, με στίξη
σχεδόν ανύπαρκτη. Κάθε στίχος ξεκινά με κεφαλαίο, ίσως γιατί
θέλει να δείξει ο ποιητής ότι όλοι οι στίχοι είναι ισότιμοι. Δεν παρατηρούνται στο ποίημα χασμωδίες ούτε διασκελισμοί. Γενικότερα, στόχος του ποιητή είναι να εικονοποιήσει τη φρίκη και το θάνατο και μέσω
αυτών να δώσει και τη δική του απόγνωση και οδύνη. Γράφει λόγο
υπαινικτικό και υποβλητικό και επιλέγει το γ' πρόσωπο, γιατί δε θέλει να
εμπλακεί άμεσα σε ό,τι λέει, αλλά να δώσει μια συνθετική εικόνα του Εμφυλίου.
Ο λόγος του βγαίνει σχεδόν ασθματικός,
τεμαχισμένος, κατακερματισμένος, όπως διαλυμένα είναι τα πάντα στην Ελλάδα στην
περίοδο που γράφεται το ποίημα. Με τον απλό, λιτό αλλά δυνατό του λόγο, δηλαδή, ο
ποιητής συνδέει την ψυχή του και τους προβληματισμούς του με την κατάσταση που
επικρατεί στην Ελλάδα κι έτσι εκφράζει τη γενικότερη ανησυχία κι
ανασφάλεια των ανθρώπων για την πολιτική και ιστορική συγκυρία που βιώνουν.
Το διάκενο που αφήνει ανάμεσα στη
δεύτερη και την τρίτη ενότητα εξυπηρετεί το στοχασμό του αναγνώστη
αλλά και την πρόθεση του ποιητή να απομακρυνθεί από την περιγραφή των εμφυλιακών
εικόνων και να σταθεί πια στο χρέος της ποίησης και των ποιητών. Στη ρητορική
ερώτηση που κλείνεται στην παρένθεση ο ποιητής ουσιαστικά απευθύνεται στον ίδιο
του τον εαυτό κι εκφράζει την άποψη του για το χρέος των
ποιητών. Δεν είναι
βέβαιος για το αν ο ποιητής είναι σε θέση να εκφράσει όλα όσα βιώνει γύρω του
ούτε αν τα λόγια του είναι αρκετά δυνατά για να
εκφράσουν την ιστορική πραγματικότητα. Οι λέξεις πολλές φορές μοιάζουν κενές ή πολύ γεμάτες, όχι όμως ουσιαστικές. Έτσι, αναζητά
έναν ποιητικό λόγο λιτό και ουσιαστικό, γιατί
ξέρει ότι, αν κάποιος μπορεί να μιλήσει για τη φρίκη του αδελφοκτόνου πολέμου,
αυτός είναι μόνο ο ποιητής.


Ο αφηγητής, που ταυτίζεται με τον
ποιητή, είναι πρωτοπρόσωπος και ομοδιηγητικός. Κάνει την ποιητική αφήγηση σε γ' πρόσωπο
και στο τέλος μόνο παρουσιάζει το ποιητικό του εγώ. Αντιστοίχως,
η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και
ομοδιηγητική.

Στο ποίημα ακούγεται άμεσα η φωνή του
ποιητικού υποκείμενου[1] που δίνει ένα σκηνικό του Εμφυλίου που αποτελείται από ζωντανούς, νεκρούς και ερείπια. Επίσης,
αναφέρεται στους μελλοθάνατους έγκλειστους στις φυλακές την ίδια περίοδο. Εμμέσως, στο ποίημα ακούγονται και οι
φωνές της μάνας που ψάχνει ή θρηνεί για το παιδί της και το κλάμα των παιδιών που
δεν μπορούν να βρουν τους δικούς τους.

Η εστίαση είναι εσωτερική, καθώς ο ποιητής δίνει τις εικόνες του Εμφυλίου μέσα από
το δικό του τρόπο βίωσης και θέασης.

Το ποίημα συνιστά μια ποιητική αφήγηση, στην οποία μπορούν να ανιχνευτούν:



Ο χρόνος του ποιήματος ορίζεται ήδη από τον τίτλο του
ποιήματος, 1949. Βέβαια, δεν
είναι βέβαιο αν αυτή η χρονολογία αναφέρεται και στο χρόνο κατά τον οποίο
γράφει ο ποιητής το ποίημα του ή αν όσα γράφει ανακαλούνται από τη μνήμη. Πάντως,
η αοριστία του μια μέρα και όταν το φως λιγοστεύει! τα ξημερώματα προκρίνουν
ίσως τη δεύτερη εκδοχή.

Ο χώρος του ποιήματος είναι ανοιχτός όσο και κλειστός.
Η πρώτη ενότητα περιγράφει σε γενικές γραμμές τον ανοιχτό χώρο, ο οποίος έχει υποστεί καταστροφές σε
υλικό κι ανθρώπινο δυναμικό, ενώ υπάρχουν μάνες που ψάχνουν τα παιδιά
τους και παιδιά που αναζητούν τους γονείς τους. Το σκηνικό ολοκληρώνουν τα
ερείπια, οι φωνές, η απώλεια των φίλων. Η δεύτερη ενότητα δίνει έναν
κλειστό χώρο, αυτόν των φυλακών και συγκεκριμένα των κελιών των μελλοθανάτων με τα σιδερένια κρεβάτια,
οι οποίοι κάθε μέρα φοβούνται ότι θα είναι η μέρα της εκτέλεσης τους. Η
τρίτη ενότητα δεν κάνει αναφορά σε χώρο.

Στο ποίημα
μπορούν να ανιχνευτούν τα ακόλουθα εκφραστικά μέσα:











Οι
στίχοι του ποιήματος είναι σύντομοι, ανισοσύλλαβοι και ανομοιοκατάληκτοι. Δεν
υπάρχουν χασμωδίες ούτε διασκελισμοί.

Η γλώσσα του ποιήματος είναι απλή, λιτή,
χωρίς καλλωπιστικά στολίδια, γεγονός που κατά το Vicenzo Orsina δημιουργεί
ένα λόγο γυμνό αλλά ουσιαστικό. Ο
ποιητής δίνει το βάρος της ποιητικής του αφήγησης στα ουσιαστικά, και μάλιστα
σε τέσσερα που αυτονομούνται σε ισάριθμους στίχους χωρίς άρθρο (Φίλοι,
Φωνές, Ερείπια, Εφιάλτες).
Το ύφος του ποιήματος είναι εξομολογητικό,
όπως φαίνεται από την παράθεση των ποιητικών εικόνων και το συναισθηματισμό με
τον οποίο δίνονται, χωρίς βέβαια να προσεγγίζουν το μελοδραματισμό. Επιπλέον, από το ύφος του ποιήματος δε λείπει ούτε
το μοραλιστικό, δεοντολογικό στοιχείο, καθώς εκφράζει το χρέος που ο
ποιητής έχει στην ταραγμένη περίοδο του Εμφυλίου, αλλά και σε κάθε ταραγμένη
περίοδο.
Ο τόνος του ποιήματος είναι χαμηλόφωνος,
γεγονός που φαίνεται από τη λιτότητα και την αμεσότητα, την ανθρωπιά που ο
ποιητικός λόγος του Αναγνωστάκη εκφράζει.











Στο ποίημα Στον
Νίκο Ε... 1949 συναντώνται κάποια από τα χαρακτηριστικά της ποιητικής του
Αναγνωστάκη. Συγκεκριμένα:








204Η κριτική για το έργο του
«Τώρα πια στην Τέχνη όχι μεγέθη-απλώς αποχρώσεις είχε πει ο Μανόλης. Αλλά οι αποχρώσεις της ποίησής του είναι τόσο πλούσιες, τόσο βαθιές, που δημιουργούν ένα καινούριο μέγεθος και την κάνουν πραγματικά μεγάλη. Πρώτα-πρώτα η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη είναι μεγάλη, γιατί μ’ ένα τράνταγμα που το προκαλεί χωρίς να το διακηρύσσει -μας αναγκάζει να ξαναδούμε και να ξανααισθανθούμε την πραγματικότητα, και μαζί τον εαυτό μας μέσα σ’ αυτήν. Αυτή την πραγματικότητα, που οι διαχειριστές της συχνά την καταχωνιάζουν σ’ ένα, όπως λέει ο ίδιος, δήθεν χαμένο παρελθόν, την προσαρμόζουν σ’ ένα μέτριο, ήσυχο, ειρηνικό παρόν ή σ’ ένα ανέφελο μέλλον. Στις αντιλήψεις που διαμόρφωσε γι’ αυτή την πραγματικότητα, ο Μανόλης Αναγνωστάκης παρέμεινε μέχρι τα έσχατα όρια συνεπής, φθάνοντας ως την αντιμετώπιση του ίδιου του θανάτου». (Τίτος Πατρίκιος, “Μανόλης Αναγνωστάκης”, Η Λέξη αρ. 186, 2005, σελ. 431-433)
«Αν εξαιρέσουμε τα ποιήματα του Στόχου, νομίζω ότι καμιά ποιητική του φάση δεν έχει άμεσα πολιτικά ποιήματα, με την έννοια ότι είναι εξαρτημένα από κάποια πολιτική επιλογή ή τάση, στρατηγική ή τακτική, και ότι παραπέμπουν ή μεταφράζονται στο ιδίωμά του». (Αλ. Αργυρίου Η Ελληνική Ποίηση, Ανθολογία -Γραμματολογία, τ. Ε΄, Σοκόλης, 1982, σελ.29)
«Ο άξονας της ιστορικότητας, ως ιστορικές στιγμές-ορόσημα, ως δράση ανθρώπων, ως κριτική και αυτοκριτική ή ως πραγματική ιστορία που δεν έχει γραφτεί ακόμα, διαπερνάει πολλά ποιήματά του [του Μ. Αναγνωστάκη] σ’ όλες τις συλλογές, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, με γλώσσα χωρίς στολίδια και περιστροφές, με λέξεις που αποκτούν το πραγματικό τους σημασιολογικό βάρος […]. Η ρηματική διατύπωση, ο εξομολογητικός τόνος, το ύφος προφορικού λόγου, οι ρητορικές ερωτήσεις, η δραματική διάθεση, ο υπαινιγμός, οι παρενθέσεις, η στίξη, η οπτική παρουσίαση του ποιήματος στη σελίδα, όλα πετυχαίνουν να ανοίξουν με τον αναγνώστη έναν ουσιαστικό διάλογο επικοινωνίας, καθώς το β΄ πρόσωπο επισημαίνει την παρουσία του εσύ […]. Τα ποιητικά του μοτίβα, ο χρόνος, η επίκληση ενός σκοπού “Θα ’ρθει μια μέρα”, η μάνα και το παιδί στον πόλεμο, το χρέος, ο συλλογικός αγώνας, η πρωτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση, η κριτική στάση, η διαμαρτυρία και ο σαρκασμός διαπερνούν αυτή τη συλλογή». (Χρ. Αργυροπούλου, “Η Ατομική και συλλογική μνήμη ως βιωμένη ιστορία στο έργο
του Μανόλη Αναγνωστάκη”, Φιλολογική, 93, 2005, σελ.11,13)
«Επίπεδα βιωματικό και γραμματικό, το βίωμα και η λέξη. Το ποιητικό μόρφωμα ολοκληρώνεται σε τρία επίπεδα <ενότητες>: α) Στην οδό Αιγύπτου... που περνούνε [στ. 1- 4]. β) Άλλωστε τα παιδιά ... των παιδιών των παιδιών τους [στ. 5- 12]. γ) Προς το παρόν ... των Ελλήνων [στ. 13-19]. Στο πρώτο επίπεδο: Οι προσδιορισμοί του τόπου [...] και του χρόνου [...]. Στο δεύτερο επίπεδο: Κυριαρχεί η έννοια “παιδιά” [...] αποτελεί ουσιαστικά, παρά τη φαινομενική σχέση με τα προηγούμενα, μια εύστοχη ποιητική παρέκβαση [...]. Στο τρίτο επίπεδο: ξανασυνδέει το νήμα που άρχισε με το “στην οδό Αιγύπτου”». (Γεώργιος Ι. Σπανός, Η Διδασκαλία του Ποιήματος, Αθήνα, Μαυρομμάτη, 1996, σελ. 51-61)
«Το ποίημα κινείται σε δυο επίπεδα:
α) Στο επίπεδο του παρόντος (τώρα, ενεστώτας, προς το παρόν) [...]. Οι λέξεις δηλώνουν αυτό που δηλώνουν ονομάζοντας τα πράγματα, αλλά ταυτόχρονα είναι φορτισμένες με μια τουλάχιστο λανθάνουσα σημασία, υποδηλώνοντας κάποιες άλλες καταστάσεις. […] στο μέγαρο της Τράπεζας η λέξη συναλλαγή παραπέμπει:
- στην εμπορευματοποίηση της ζωής,
- στις ιδεολογικές συναλλαγές, δηλαδή σε συμβιβασμούς και προδοσίες,
- στις ποικίλες αγοραπωλησίες σε πολιτικό ή σε εθνικό επίπεδο,
- για έναν που ξέρει την περιοχή παραπέμπει και σε άλλου είδους συναλλαγές.
Επιπλέον, η λέξη αφήνει στη δική μου τουλάχιστο αίσθηση (σε άλλον ίσως δεν αφήνει) μια βρόμικη γεύση ανάμικτη από φιλαργυρία, τοκογλυφία, εκμετάλλευση, απάτη. Τα τουριστικά γραφεία και τα πρακτορεία μετανάστευσης, εξάλλου, κουβαλούν επίσης τη δική τους θεματική και προβληματική. Στη δική μου αίσθηση πάλι αφήνουν μια στυφή γεύση έκπτωσης και υποτίμησης, ταπείνωσης και εθνικής υποτέλειας. Επειδή έτσι αισθάνομαι, η οδός Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά- γίνεται κι αυτή μια συνεκδοχή, όπου το μέρος λειτουργεί αντί του όλου και καλύπτει όλη την Ελλάδα με τη σταθερά δεξιά της απόκλιση (αν θέλετε), με τη συναλλαγή σε όλα τα επίπεδα, με την πολιτική έκπτωση και την εθνική υποτέλεια. Και την κοινωνική ζωή της αλλοτριωμένη με την απώλεια ορισμένων στοιχείων που αποτελούν τη βάση (συναίσθημα, εμπιστοσύνη) και την αντικατάσταση τους από άλλα, όπως η εμπορευματοποίηση των πάντων και το κυνήγι του κέρδους. Έτσι, η μαρξιστική έννοια της αλλοτρίωσης, που δείχνει την αποκοπή του εργάτη από το προϊόν της εργασίας του, γίνεται εδώ η αποκοπή του ανθρώπου και του πολίτη από τα βασικά στοιχεία της ζωής του και από το ίδιο το έδαφος του τόπου του.
β) Στο επίπεδο του παρελθόντος. Ο γυρισμός στο “άλλοτε” γίνεται με συνειρμικά φλας μπακ και δίνει πολύ συνοπτικά την ιστορική εξέλιξη του τόπου μεταπολεμικά με κυρίαρχο το θέμα της καταστροφής, του ολέθρου, της απανθρωποποίησης της ζωής. Ακόμα το συνειρμικό φλας μπακ, διαψεύδοντας την ελπίδα του πατέρα για καλύτερες μέρες, την προβάλλει σταθερά σαν αίτημα ζωής για το μέλλον, αίτημα ειρήνης και ανθρωπιάς. Έτσι, η πίκρα και η διάψευση όχι μόνο δεν αναιρεί αλλά δυναμώνει την πίστη». (Κ. Μπαλάσκας, Λογοτεχνία και Παιδεία, Γνώση και Ανάγνωση Λογοτεχνικών Κειμένων, Επικαιρότητα, Αθήνα, 1985, σελ. 83-89)
«Υψώνεται <στ. 2> σημαίνει κυριαρχεί, δεσπόζει, εξουδετερώνει όλα τ’ άλλα, έχει καταπατήσει τον ελεύθερο χώρο [...]. Κύρια λειτουργία της Τράπεζας η συναλλαγή (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Συμπληρώματά της τα τουριστικά γραφεία και τα πρακτορεία μεταναστεύσεως, πράγμα που δηλώνει την αθρόα φυγή των εργαζομένων λόγω ανεργίας. Μια κατάσταση που πληγώνει τον ποιητή -η κατάσταση της εποχής της Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών. Συνεπώς πρόθεση του ποιητή δεν είναι να απεικονίσει απλώς ένα δρόμο της Θεσσαλονίκης του 1969. Αυτή στέκεται το σύμβολο που δίνει την εικόνα όλης της Ελλάδας την εποχή της δικτατορίας και πιο πέρα όλης της μεταπολεμικής περιόδου της Ελλάδας, που πλήγωνε και το Σεφέρη αλλά από άλλη σκοπιά: το Σεφέρη τον πληγώνει η Ελλάδα του παρελθόντος με τις μνήμες και τα ερείπια του αρχαίου μεγαλείου της και η Ελλάδα του 1936 με τον ξεπεσμό της, τον πιθηκισμό και την τυπολατρία των ανθρώπων [...]. Τον Αναγνωστάκη αντίθετα δεν τον πολυνοιάζει το απώτερο παρελθόν, ούτε πικραίνεται για το χαμένο μεγαλείο. τον ενδιαφέρει η κατάντια του λαού της, όπως την έζησε ο πατέρας του, ο ίδιος και τα παιδιά του, η Ελλάδα σε μια περίοδο τριών γενεών, από τότε που οι Έλληνες οραματίστηκαν μια δικαιότερη κοινωνία και συνειδητοποίησαν ότι ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί [...]. Η σκηνοθεσία του συμβολικού δίνεται με λίγες αλλά ουσιαστικές επιλογές: Θεσσαλονίκη = Ελλάδα. Τράπεζα Συναλλαγών = αλισβερίσι και ξεπούλημα. Βαριές αρρώστιες, πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί = συμφορά. Θωρακισμένοι στρατιώτες = δικτατορία, τυραννία. Πρακτορεία μεταναστεύσεως = μετανάστευση κ.τ.λ. Η σύγκριση με το παρελθόν, που δεν ήταν και αυτό καλύτερο, αποδεικνύει τις συμφορές που έπληξαν τον ελληνικό λαό. Το “νόημα” και η “τεχνική” υφαίνονται τόσο στενά που είναι αδύνατο να το απομονώσεις. Αν ερευνήσουμε τα φορμαλιστικό στοιχεία του ποιήματος, θα παρατηρήσουμε ότι ο εσωτερικός ρυθμός του πηγάζει από το ρυθμό της καθημερινής κουβέντας ελάχιστες ασυνήθιστες λέξεις, καμιά παρομοίωση ή άλλα λογοτεχνικά στολίδια [...]. Τα ρυθμικά αποτελέσματα συγκλίνουν σ’ ένα ενιαίο όλο και δραματοποιούν την κατάσταση που συμβολίζει η “Θεσσαλονίκη του 1969”». (Νίκος Γρηγοριάδης, Αναγνώσεις Λογοτεχνικών Κειμένων, Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1992, σελ. 77-79)
«Λέξεις που σηματοδοτούν το παρελθόν και το παρόν τονίζουν την αλλαγή στη ζωή του αφηγητή και στην κοινωνία, ενώ το μέλλον δίνεται με ευθύ λόγο στα λόγια κάποιου που δεν είναι ο αφηγητής. Ο ευθύς λόγος στο στίχο 9 αναγκάζει τον αναγνώστη να μπει μέσα στο κείμενο, να το ζήσει σαν Ιστορία. Η ίδια πρόσκληση έγινε ήδη στο στίχο 5, που ξέρατε, και θα επαναληφθεί στο στίχο 13, που λέγαμε, κι όχι που έλεγα: είναι φανερό ότι για τον Αναγνωστάκη η ποίηση είναι μια μορφή επικοινωνίας. Καλύτερες μέρες είναι παραλλαγή του μύθου του Ησιόδου για την παρακμή της ανθρωπότητας. Στο μύθο η χρυσή εποχή είναι τοποθετημένη στο παρελθόν, ενώ στο ποίημα που εξετάζουμε τοποθετείται στο μέλλον από ποιητή με προοδευτική κοσμοθεωρία. Η διακειμενική αναφορά όμως παραμένει: όπως το χρυσό γένος ανήκει στο μακρινό παρελθόν τόσο που να μοιάζει με παραμύθι, το καλύτερο γένος είναι ένας αντικατοπτρισμός που χάνεται καθώς βαδίζουμε στην έρημο του μέλλοντος. Η λέξη μάθημα, στον επόμενο στίχο, απομυθοποιεί τα όνειρα του πατέρα. Ο αφηγητής κρατά έτσι απόσταση από αυτή την αντιμετώπιση των καταστάσεων γιατί ξέρει ότι το καλύτερο μέλλον είναι ένα μάθημα που επαναλαμβάνουμε και που κανένα γεγονός στην πραγματικότητα που ζει δε δικαιώνει. Αυτή η στάση εξηγεί γιατί το ποίημα “Στο παιδί μου...” τελειώνει με συναισθηματική φόρτιση:
Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.
[…] Ο αφηγητής τώρα κοντοστέκεται. Το τυπογραφικό διάστημα που υπάρχει ανάμεσα στο υπόλοιπο ποίημα και τον τελευταίο στίχο (χαρακτηριστικό φαινόμενο στη συλλογή Ο Στόχος) δίνει στις λέξεις Η Ελλάς των Ελλήνων τη μορφή τίτλου ή και επιμυθίου. [...] και μόνο η λέξη Ελλάς, σε σύγκριση με την πιο σύγχρονη μορφή της του προηγούμενου στίχου, αρκεί για να σηματοδοτήσει την ύπαρξη διακειμένου [...]. Το ποίημα όμως τελειώνει έτσι με τη λέξη Ελλήνων, όπως το “Ίτε, παίδες Ελλήνων”, ενώ η λέξη παιδιά (το παίδες του διακειμένου) επαναλαμβάνεται περισσότερο από κάθε άλλη στο ποίημα». (Ζωή Σαμαρά, Προοπτικές του Κειμένου, Θεσσαλονίκη, Κώδικας, 1987, σελ. 30-32)
«Συνήθως στους επιτύμβιους στίχους επαινείται ο θανών, εδώ δίνονται δυο εκδοχές, η άποψη των πολλών και η άμεση αντίληψη του ποιητή που έρχεται σε αντίθεση με τα κούφια εγκωμιαστικά λόγια […]. Στην πρώτη στροφή συσσωρεύονται τα χαρακτηριστικά και ονοματοποιημένα επίθετα, τα πολλά στεφάνια, οι τρεις επικήδειοι λόγοι και τα ψηφίσματα, στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ο νεκρός κατείχε κάποια δημόσια θέση ή ήταν κάποιος που πρόσφερε υπηρεσίες. […]. Στη δεύτερη στροφική ενότητα δίνεται η πραγματική εικόνα του θανόντος με το σχήμα αποστροφής και τον καθημερινό λαϊκό λόγο, όπου οι λέξεις περνούν την πρόθεση του ποιητικού υποκειμένου, δηλαδή αποδίδουν την ουσία των πραγμάτων και όχι μια φενακισμένη εικόνα για τον νεκρό […]. Μέσα από τα αντιθετικά επιτύμβια λόγια ο αναγνώστης εστιάζει στην πραγματική εικόνα του Λαυρέντη και όχι την επίσημη και πεποιημένη των τριών αντιπροέδρων […]. Η μέθοδος γραφής του Μ. Αναγνωστάκη θυμίζει Καβάφη (π.χ. “Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης”), το ύφος είναι ρητορικό και μοιάζει με μονόλογο του ποιητή (κοφτή φράση, προσεγμένη δομή, παρηχήσεις των γραμμάτων λ, ρ, επιλογή του β΄ ρηματικού προσώπου). Ο τελευταίος στίχος δένει με τους δύο πρώτους στίχους και δημιουργεί αίσθηση αποφθεγματική». (Χρ. Αργυροπούλου, “Ο σχολικός Μ. Αναγνωστάκης”, Ομπρέλα, 74, 2006)
«Ο τίτλος του ποιήματος “Επιτύμβιον” σημαίνει βέβαια επιγραφή χαραγμένη σε τάφο. Στην αρχαία ελληνική η λέξη είναι επίθετο και συνοδεύεται από κάποιο ουσιαστικό: επιτύμβιος βωμός, επιτύμβια επιγραφή, επιτύμβιο επίγραμμα […]. Εδώ ο ποιητής γράφει ένα επιτύμβιο για το Λαυρέντη, που πέθανε πρόσφατα[…]. Το Επιτύμβιον είναι ένα είδος ποιητικού επικήδειου που τον απαγγέλλει ο ποιητής σε μια μορφή διαλογικού μονόλογου με υποθετικό συνομιλητή (ακροατή) το νεκρό. Συνηθίζεται, άλλωστε, στους επικήδειους ν’ απευθύνεται ο ομιλητής στο νεκρό σε δεύτερο πρόσωπο· ας θυμηθούμε και τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου. Η ανάγκη για ένα δεύτερο πρόσωπο, στο οποίο ν’ απευθύνεται, φαίνεται σ’ όλη την ποίηση του Αναγνωστάκη και δεν αποτελεί, νομίζω, στοιχείο τεχνικής, αλλά εκφράζει διάθεση άμεσης επικοινωνίας […]. Υπάρχει βέβαια και η ευθεία αντίθεση ανάμεσα στο λυρικό εγώ και στο Λαυρέντη. Αλλά το λυρικό εγώ του ποιήματος δε δείχνει να στρέφεται κατά του συγκεκριμένου Λαυρέντη. Ένα ανθρωπάκι, θλιβερό σαρκίο που δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί κανείς, και προπαντός όταν τα λόγια του τα ’χει μετρημένα με το σταγονόμετρο. Δε φαίνεται, άλλωστε, να τον ενδιαφέρουν τ’ άτομα, για τα οποία, μάλιστα, διαθέτει όλη την απαιτούμενη κατανόηση. […]Αν όμως ο Λαυρέντης δεν ενδιαφέρει ως συγκεκριμένο άτομο, ενδιαφέρει και πολύ ως “δείγμα τυπικό” της μεταπολεμικής ελληνικής αστικής κοινωνίας ή της μεσαίας τάξης, στην οποία στοχεύει ο ποιητής. Αυτό φαίνεται σε δυο σημεία του ποιήματος στον πρώτο και στον τελευταίο στίχο. Στον πρώτο στίχο [...] το “και συ” θέλει να πει βέβαια όπως τόσοι και τόσοι όμοιοι σου. Το “και” είναι προσθετικό. Η γενίκευση, όμως, γίνεται ρητά στον τελευταίο στίχο, τον ξεχωρισμένο σαν ουρά, σαν συμπέρασμα ή σαν επιμύθιο.
[...] Έτσι, ο Λαυρέντης γίνεται συνεκδοχή [...]. Και το συναίσθημα αντιπαλότητας που διακατέχει τον ποιητή είναι για το όλο, μέσα στο οποίο εντάσσεται το μέρος. Ένα συναίσθημα αντιπαλότητας που συνοδεύεται από πικρή γεύση και από αηδία και που εκφράζεται με δηκτική και σαρκαστική γλώσσα, που θυμίζει Σατιρικά Γυμνάσματα του Παλαμά ή -κυρίως- Καρυωτάκη, προσδιορίζοντας μια στάση γεμάτη ασυμβίβαστη αδιαλλαξία». (Κώστας Μπαλάσκας, Λογοτεχνία και Παιδεία: Γνώση και Ανάγνωση Λογοτεχνικών Κειμένων, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1985, σελ. 79-83)
«Ο τόνος του ποιήματος είναι σαρκαστικός με κυρίαρχη τη διδακτική πρόθεση. [...]. Στην πρώτη ενότητα ο ποιητής εκθέτει με ποιες τιμές κηδεύτηκε ο Λαυρέντης, ενώ στη δεύτερη η εικόνα αντιστρέφεται και το πρόσωπο του Λαυρέντη παρουσιάζεται όπως ακριβώς ήταν. Στον επιλογικό στίχο ο τύπος του Λαυρέντη γενικεύεται […]. Στην πρώτη ενότητα τη σαρκαστική διάθεση εξυπηρετούσε η υπερφόρτωση χαρακτηριστικών επιθέτων ή εννοιών και η παράθεση συνηθισμένων εικόνων κοινωνικής υποκρισίας και διαστρέβλωσης της πραγματικότητας· στη δεύτερη ενότητα, αντίθετα, την εξυπηρετεί το λαϊκό λεξιλόγιο, που ενισχύεται με την αποστροφή του ποιητή στον ίδιο το Λαυρέντη (Α, ρε Λαυρέντη...) [...]. Στους στίχους αυτούς <8-9> αποτυπώνεται μια πικρή γεύση, ο ποιητής γίνεται για λίγο εξομολογητικός (όπως συνήθως σ’ όλη του την ποίηση), καθώς διαπιστώνει πως σ’ όλη του τη ζωή ήταν μέσα στην (πολιτική) σιωπή. Το νόημα: δεν είναι το θλιβερό σου το σαρκίο ο στόχος μου, αλλά ό,τι εσύ αντιπροσωπεύεις». (Τάκης Καρβέλης, Η Νεότερη Ποίηση: Θεωρία και Πράξη, Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 178-179)
«Ο ποιητής-αφηγητής μένει πιστός στην οπτική γωνία και το ύφος του συλλογικού αξιολογητή. Η χρήση του δεύτερου ενικού προσώπου, η κοφτή δομή του στίχου, οι παρηχήσεις του “ρ” (στ. 2 και 4) δίνουν στο ύφος του έναν επίσημο χαρακτήρα, όπως ταιριάζει στην περίπτωση. Και όλα αυτά δίνονται στην έγκλιση του πραγματικού και σε χρόνο Αόριστο, που αποτελεί το πρώτο επίπεδο της αφήγησης[…].Στους στίχους 5, 6 και 7 ο αναγνώστης νιώθει την εκπληκτική ακροβασία του ποιητή ανάμεσα στις συγκινησιακές συγκρούσεις και τον αυτοέλεγχο. Ο ποιητής δίνει την εντύπωση ανθρώπου που οι επιθυμίες του βρίσκονται σε διάσταση με τις πράξεις του. Η διάσταση αυτή υπογραμμίζεται από την απόσταση που χωρίζει το υποκείμενο “εγώ” και την ενέργεια του (“δε θα’ ρθω”). Η αστιξία μετά το ψέμα, που κυριαρχεί στο κέντρο του ποιήματος, υπογραμμίζει τη σύγκρουση των ενδιάμεσων, της γνώσης και της συγκατάβασης. Το κεφαλαίο “Κ” του Κοιμού “ανακόπτει” το διασκελισμό, αισθητοποιώντας σχηματικά το δισταγμό του ομιλητή [...].
Ταυτόχρονα, όμως, με μια άλλη ανάγνωση, που επιτρέπει πάλι η αστιξία της παρένθεσης, αναδύεται κι ένα άλλο νόημα εξίσου σπουδαίο. Το “μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή”, ως πικρός απολογισμός, φέρνει σε ευθεία αντιπαράθεση το “εγώ” (που προβάλλεται στην αρχή της παρένθεσης σαν έτοιμο για έξοδο) με το αναξιοκρατικά δικαιωμένο “εσύ” (“μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα”) [...]. Παράλληλα, όμως, η απόφαση αυτή <στ. 8-9> έχει τα στοιχεία του τραγικού μεγαλείου, καθώς εμπεριέχει την επίγνωση του προσωπικού κόστους και, επομένως, το θάρρος [...]. Έτσι, αντιπροβάλλεται ένα άλλο ήθος προς αυτό του Λαυρέντη και το ποίημα αποκτά διδακτικό χαρακτήρα, αφού λειτουργεί αφυπνιστικά, τροχιοδεικτικά […]. Έτσι το “Επιτύμβιον” εξελίσσεται σ’ ένα αντίλογο που λιθοβολεί με τη γυμνή αλήθεια του, όχι τον ασώματο συνομιλητή, αλλά την κοινωνική πρώτη ύλη που αναπαράγει τους “Λαυρέντηδες”». (Γιώργος Φρυγανάκης, “Μανόλης Αναγνωστάκης, Επιτύμβιον”, Μυλωνά - Πιερή Θ., Η Μεταπολεμική Ποίηση, Τυποσπουδή, Ρέθυμνο, 1990, σελ. 60-65)
«Το εγώ μιλάει εδώ συλλογικά ως εμείς (οι παλιοί μάλλον αγωνιστές, η γενιά του εμφύλιου) σε αντίθεση με το εσείς (οι σημερινοί νέοι του 1970), τη νέα γενιά, που εξαντλεί την αγωνιστικότητα της (εναντίον της δικτατορίας υποτίθεται) με εκ του ασφαλούς εκδηλώσεις σε συντροφιές, με τραγούδια γενικής και αόριστης διαμαρτυρίας, με συζητήσεις γενικού θεωρητικού προβληματισμού και αντιστασιακής γυμναστικής. Ο τόνος της ομιλίας είναι έντονα σαρκαστικός. Με το σαρκασμό του ο ποιητής καταγγέλλει την ψευτιά, την απουσία της αγωνιστικής πράξης και τον ευνουχισμό της αλκής μέσα στην ευζωία (να παίξετε, να ερωτευτείτε, να ξεσκάσετε). Ορα τό καβαφικό διακείμενο στον τίτλο, που περιλαμβάνει όλο το ποίημα, στο οποίο εμπεριέχεται το επίγραμμα του Αισχύλου. Έτσι, το ποίημα του Αναγνωστάκη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως (πιθανή) απάντηση του Αισχύλου στους Σιδώνιους νέους. Η παλιά γενιά χλευάζει τους νέους με βαθιά πίκρα, όπως δηλώνεται στην αποστροφή του ποιητή στο φίλο του Γιώργο (Αποστολίδη), με το“εκ βαθέων” και πάλι σε παρένθεση. Η νέα γενιά έδωσε την απάντηση, τρία χρόνια αργότερα, στο Πολυτεχνείο. Ο λόγος και πάλι απλός, λιτός, κουβεντιαστός, πεζός, έμμεσα διδακτικός. Ο στόχος και πάλι πολιτικός». (Κώστας Μπαλάσκας, Ταξίδι με το Κείμενο: Προτάσεις για την Ανάγνωση της Λογοτεχνίας Ποίηση, Πεζογραφία, Δοκίμιο], Αθήνα, Επικαιρότητα, 1990, σελ. 82-83)
«Η χρήση ενός λαϊκότροπου κι εφησυχαστικού λεξιλογίου αναδιπλώνεται στη συνέχεια με το καλά του πέμπτου στίχου. Η περιγραφή από τα πρόσωπα περνάει στη δράση και συμπεριφορά τους, μιλώντας για τα τραγούδια τους. Αν το ζητούμενο είναι η δράση, τότε η ποιητική περιγραφή δεν πετυχαίνει το στόχο της. Αν είναι αντίθετα [...] να δειχθεί, η έλλειψη δράσης, τότε, χάρη στα όσα ακολουθούν, πετυχαίνει στην εντέλεια και ο ανατρεπτικός χαρακτήρας της περιγραφής κλιμακώνεται. Έχουμε εδώ να κάνουμε με ειρωνεία καταστάσεων […].
Μια άλλη ερώτηση είναι: ποιοι ή ποιος βρίσκονται μαζί με τον ποιητή στο Μας γέρασαν. Όσο κι αν μας διαφωτίζει η κλητική προσφώνηση που ακολουθεί, η αοριστία με την οποία διατυπώνεται το αντικείμενο στην αρχή του στίχου δεν μας εμποδίζει να υποθέσουμε μαζί με το συνομιλητή του ποιητή και κάποια άλλη συντροφιά-παρέα. Οπότε οδηγούμαστε στη γενιά-συντροφιά του ποιητή στην αντίσταση και στον εμφύλιο. Στο επίρρημα προώρως υπάρχει μια καταγγελία: δηλώνεται ο χρόνος (“νωρίτερα απ’ ό,τι έπρεπε”) και υπονοείται η αξιολόγηση (“άδικα”). [...] η αναφορά του ονόματος <Γιώργο> στο ποίημα, εκτός του ότι δημιουργεί δραματικότητα με την προσθήκη ενός άλλου προσώπου στη σκηνή, δίνει στο κείμενο, όπως έχει ο ίδιος ο Αναγνωστάκης πει, “ζεστασιά, θερμότητα, ισχυρότητα, αμεσότητα”. Στο τελικό ρήμα του στίχου (“κατάλαβες”) ανακεφαλαιώνονται η οργή, η αγανάκτηση, η διαμαρτυρία σε δύο ταυτόχρονα επίπεδα χρόνου: στο παρόν (1970) χλευάζεται/ καταγγέλλεται:
α) μια στάση ζωής = παραίτηση από δράση
β) όποιος την υιοθετεί: Νέοι της Σιδώνος του 1970 (άμεσα)· οι πολλοί με
την αδιάφορη αποδοχή (έμμεσα).
στο παρελθόν (αόριστα) […] καταγγέλλεται:
α) η κατάχρηση της νιότης
β) οι ανώνυμοι υπεύθυνοι.
Η σχέση των δύο αυτών ποιητικών διαμαρτυριών μπορεί να οριστεί σαν συμπληρωματική: στην πρώτη περίπτωση η πραγματική δράση τίθεται στο περιθώριο της ζωής, ενώ στη δεύτερη η πολιτική δράση έθεσε στο περιθώριο τη νιότη. Άρα από αυτή την αντιπαράθεση υποβάλλεται ότι για τον ποιητήτο ιδανικό θα ήταν μία αρμονική συνύπαρξη ζωής-δράσης, που όπως διαπιστώνουμε μαζί του δεν υπάρχει ούτε στο παρόν ούτε στο παρελθόν.
«Τώρα πια στην Τέχνη όχι μεγέθη-απλώς αποχρώσεις είχε πει ο Μανόλης. Αλλά οι αποχρώσεις της ποίησής του είναι τόσο πλούσιες, τόσο βαθιές, που δημιουργούν ένα καινούριο μέγεθος και την κάνουν πραγματικά μεγάλη. Πρώτα-πρώτα η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη είναι μεγάλη, γιατί μ’ ένα τράνταγμα που το προκαλεί χωρίς να το διακηρύσσει -μας αναγκάζει να ξαναδούμε και να ξανααισθανθούμε την πραγματικότητα, και μαζί τον εαυτό μας μέσα σ’ αυτήν. Αυτή την πραγματικότητα, που οι διαχειριστές της συχνά την καταχωνιάζουν σ’ ένα, όπως λέει ο ίδιος, δήθεν χαμένο παρελθόν, την προσαρμόζουν σ’ ένα μέτριο, ήσυχο, ειρηνικό παρόν ή σ’ ένα ανέφελο μέλλον. Στις αντιλήψεις που διαμόρφωσε γι’ αυτή την πραγματικότητα, ο Μανόλης Αναγνωστάκης παρέμεινε μέχρι τα έσχατα όρια συνεπής, φθάνοντας ως την αντιμετώπιση του ίδιου του θανάτου». (Τίτος Πατρίκιος, “Μανόλης Αναγνωστάκης”, Η Λέξη αρ. 186, 2005, σελ. 431-433)
«Αν εξαιρέσουμε τα ποιήματα του Στόχου, νομίζω ότι καμιά ποιητική του φάση δεν έχει άμεσα πολιτικά ποιήματα, με την έννοια ότι είναι εξαρτημένα από κάποια πολιτική επιλογή ή τάση, στρατηγική ή τακτική, και ότι παραπέμπουν ή μεταφράζονται στο ιδίωμά του». (Αλ. Αργυρίου Η Ελληνική Ποίηση, Ανθολογία -Γραμματολογία, τ. Ε΄, Σοκόλης, 1982, σελ.29)
«Ο άξονας της ιστορικότητας, ως ιστορικές στιγμές-ορόσημα, ως δράση ανθρώπων, ως κριτική και αυτοκριτική ή ως πραγματική ιστορία που δεν έχει γραφτεί ακόμα, διαπερνάει πολλά ποιήματά του [του Μ. Αναγνωστάκη] σ’ όλες τις συλλογές, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, με γλώσσα χωρίς στολίδια και περιστροφές, με λέξεις που αποκτούν το πραγματικό τους σημασιολογικό βάρος […]. Η ρηματική διατύπωση, ο εξομολογητικός τόνος, το ύφος προφορικού λόγου, οι ρητορικές ερωτήσεις, η δραματική διάθεση, ο υπαινιγμός, οι παρενθέσεις, η στίξη, η οπτική παρουσίαση του ποιήματος στη σελίδα, όλα πετυχαίνουν να ανοίξουν με τον αναγνώστη έναν ουσιαστικό διάλογο επικοινωνίας, καθώς το β΄ πρόσωπο επισημαίνει την παρουσία του εσύ […]. Τα ποιητικά του μοτίβα, ο χρόνος, η επίκληση ενός σκοπού “Θα ’ρθει μια μέρα”, η μάνα και το παιδί στον πόλεμο, το χρέος, ο συλλογικός αγώνας, η πρωτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση, η κριτική στάση, η διαμαρτυρία και ο σαρκασμός διαπερνούν αυτή τη συλλογή». (Χρ. Αργυροπούλου, “Η Ατομική και συλλογική μνήμη ως βιωμένη ιστορία στο έργο
του Μανόλη Αναγνωστάκη”, Φιλολογική, 93, 2005, σελ.11,13)
«Επίπεδα βιωματικό και γραμματικό, το βίωμα και η λέξη. Το ποιητικό μόρφωμα ολοκληρώνεται σε τρία επίπεδα <ενότητες>: α) Στην οδό Αιγύπτου... που περνούνε [στ. 1- 4]. β) Άλλωστε τα παιδιά ... των παιδιών των παιδιών τους [στ. 5- 12]. γ) Προς το παρόν ... των Ελλήνων [στ. 13-19]. Στο πρώτο επίπεδο: Οι προσδιορισμοί του τόπου [...] και του χρόνου [...]. Στο δεύτερο επίπεδο: Κυριαρχεί η έννοια “παιδιά” [...] αποτελεί ουσιαστικά, παρά τη φαινομενική σχέση με τα προηγούμενα, μια εύστοχη ποιητική παρέκβαση [...]. Στο τρίτο επίπεδο: ξανασυνδέει το νήμα που άρχισε με το “στην οδό Αιγύπτου”». (Γεώργιος Ι. Σπανός, Η Διδασκαλία του Ποιήματος, Αθήνα, Μαυρομμάτη, 1996, σελ. 51-61)
«Το ποίημα κινείται σε δυο επίπεδα:
α) Στο επίπεδο του παρόντος (τώρα, ενεστώτας, προς το παρόν) [...]. Οι λέξεις δηλώνουν αυτό που δηλώνουν ονομάζοντας τα πράγματα, αλλά ταυτόχρονα είναι φορτισμένες με μια τουλάχιστο λανθάνουσα σημασία, υποδηλώνοντας κάποιες άλλες καταστάσεις. […] στο μέγαρο της Τράπεζας η λέξη συναλλαγή παραπέμπει:
- στην εμπορευματοποίηση της ζωής,
- στις ιδεολογικές συναλλαγές, δηλαδή σε συμβιβασμούς και προδοσίες,
- στις ποικίλες αγοραπωλησίες σε πολιτικό ή σε εθνικό επίπεδο,
- για έναν που ξέρει την περιοχή παραπέμπει και σε άλλου είδους συναλλαγές.
Επιπλέον, η λέξη αφήνει στη δική μου τουλάχιστο αίσθηση (σε άλλον ίσως δεν αφήνει) μια βρόμικη γεύση ανάμικτη από φιλαργυρία, τοκογλυφία, εκμετάλλευση, απάτη. Τα τουριστικά γραφεία και τα πρακτορεία μετανάστευσης, εξάλλου, κουβαλούν επίσης τη δική τους θεματική και προβληματική. Στη δική μου αίσθηση πάλι αφήνουν μια στυφή γεύση έκπτωσης και υποτίμησης, ταπείνωσης και εθνικής υποτέλειας. Επειδή έτσι αισθάνομαι, η οδός Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά- γίνεται κι αυτή μια συνεκδοχή, όπου το μέρος λειτουργεί αντί του όλου και καλύπτει όλη την Ελλάδα με τη σταθερά δεξιά της απόκλιση (αν θέλετε), με τη συναλλαγή σε όλα τα επίπεδα, με την πολιτική έκπτωση και την εθνική υποτέλεια. Και την κοινωνική ζωή της αλλοτριωμένη με την απώλεια ορισμένων στοιχείων που αποτελούν τη βάση (συναίσθημα, εμπιστοσύνη) και την αντικατάσταση τους από άλλα, όπως η εμπορευματοποίηση των πάντων και το κυνήγι του κέρδους. Έτσι, η μαρξιστική έννοια της αλλοτρίωσης, που δείχνει την αποκοπή του εργάτη από το προϊόν της εργασίας του, γίνεται εδώ η αποκοπή του ανθρώπου και του πολίτη από τα βασικά στοιχεία της ζωής του και από το ίδιο το έδαφος του τόπου του.
β) Στο επίπεδο του παρελθόντος. Ο γυρισμός στο “άλλοτε” γίνεται με συνειρμικά φλας μπακ και δίνει πολύ συνοπτικά την ιστορική εξέλιξη του τόπου μεταπολεμικά με κυρίαρχο το θέμα της καταστροφής, του ολέθρου, της απανθρωποποίησης της ζωής. Ακόμα το συνειρμικό φλας μπακ, διαψεύδοντας την ελπίδα του πατέρα για καλύτερες μέρες, την προβάλλει σταθερά σαν αίτημα ζωής για το μέλλον, αίτημα ειρήνης και ανθρωπιάς. Έτσι, η πίκρα και η διάψευση όχι μόνο δεν αναιρεί αλλά δυναμώνει την πίστη». (Κ. Μπαλάσκας, Λογοτεχνία και Παιδεία, Γνώση και Ανάγνωση Λογοτεχνικών Κειμένων, Επικαιρότητα, Αθήνα, 1985, σελ. 83-89)
«Υψώνεται <στ. 2> σημαίνει κυριαρχεί, δεσπόζει, εξουδετερώνει όλα τ’ άλλα, έχει καταπατήσει τον ελεύθερο χώρο [...]. Κύρια λειτουργία της Τράπεζας η συναλλαγή (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Συμπληρώματά της τα τουριστικά γραφεία και τα πρακτορεία μεταναστεύσεως, πράγμα που δηλώνει την αθρόα φυγή των εργαζομένων λόγω ανεργίας. Μια κατάσταση που πληγώνει τον ποιητή -η κατάσταση της εποχής της Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών. Συνεπώς πρόθεση του ποιητή δεν είναι να απεικονίσει απλώς ένα δρόμο της Θεσσαλονίκης του 1969. Αυτή στέκεται το σύμβολο που δίνει την εικόνα όλης της Ελλάδας την εποχή της δικτατορίας και πιο πέρα όλης της μεταπολεμικής περιόδου της Ελλάδας, που πλήγωνε και το Σεφέρη αλλά από άλλη σκοπιά: το Σεφέρη τον πληγώνει η Ελλάδα του παρελθόντος με τις μνήμες και τα ερείπια του αρχαίου μεγαλείου της και η Ελλάδα του 1936 με τον ξεπεσμό της, τον πιθηκισμό και την τυπολατρία των ανθρώπων [...]. Τον Αναγνωστάκη αντίθετα δεν τον πολυνοιάζει το απώτερο παρελθόν, ούτε πικραίνεται για το χαμένο μεγαλείο. τον ενδιαφέρει η κατάντια του λαού της, όπως την έζησε ο πατέρας του, ο ίδιος και τα παιδιά του, η Ελλάδα σε μια περίοδο τριών γενεών, από τότε που οι Έλληνες οραματίστηκαν μια δικαιότερη κοινωνία και συνειδητοποίησαν ότι ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί [...]. Η σκηνοθεσία του συμβολικού δίνεται με λίγες αλλά ουσιαστικές επιλογές: Θεσσαλονίκη = Ελλάδα. Τράπεζα Συναλλαγών = αλισβερίσι και ξεπούλημα. Βαριές αρρώστιες, πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί = συμφορά. Θωρακισμένοι στρατιώτες = δικτατορία, τυραννία. Πρακτορεία μεταναστεύσεως = μετανάστευση κ.τ.λ. Η σύγκριση με το παρελθόν, που δεν ήταν και αυτό καλύτερο, αποδεικνύει τις συμφορές που έπληξαν τον ελληνικό λαό. Το “νόημα” και η “τεχνική” υφαίνονται τόσο στενά που είναι αδύνατο να το απομονώσεις. Αν ερευνήσουμε τα φορμαλιστικό στοιχεία του ποιήματος, θα παρατηρήσουμε ότι ο εσωτερικός ρυθμός του πηγάζει από το ρυθμό της καθημερινής κουβέντας ελάχιστες ασυνήθιστες λέξεις, καμιά παρομοίωση ή άλλα λογοτεχνικά στολίδια [...]. Τα ρυθμικά αποτελέσματα συγκλίνουν σ’ ένα ενιαίο όλο και δραματοποιούν την κατάσταση που συμβολίζει η “Θεσσαλονίκη του 1969”». (Νίκος Γρηγοριάδης, Αναγνώσεις Λογοτεχνικών Κειμένων, Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1992, σελ. 77-79)
«Λέξεις που σηματοδοτούν το παρελθόν και το παρόν τονίζουν την αλλαγή στη ζωή του αφηγητή και στην κοινωνία, ενώ το μέλλον δίνεται με ευθύ λόγο στα λόγια κάποιου που δεν είναι ο αφηγητής. Ο ευθύς λόγος στο στίχο 9 αναγκάζει τον αναγνώστη να μπει μέσα στο κείμενο, να το ζήσει σαν Ιστορία. Η ίδια πρόσκληση έγινε ήδη στο στίχο 5, που ξέρατε, και θα επαναληφθεί στο στίχο 13, που λέγαμε, κι όχι που έλεγα: είναι φανερό ότι για τον Αναγνωστάκη η ποίηση είναι μια μορφή επικοινωνίας. Καλύτερες μέρες είναι παραλλαγή του μύθου του Ησιόδου για την παρακμή της ανθρωπότητας. Στο μύθο η χρυσή εποχή είναι τοποθετημένη στο παρελθόν, ενώ στο ποίημα που εξετάζουμε τοποθετείται στο μέλλον από ποιητή με προοδευτική κοσμοθεωρία. Η διακειμενική αναφορά όμως παραμένει: όπως το χρυσό γένος ανήκει στο μακρινό παρελθόν τόσο που να μοιάζει με παραμύθι, το καλύτερο γένος είναι ένας αντικατοπτρισμός που χάνεται καθώς βαδίζουμε στην έρημο του μέλλοντος. Η λέξη μάθημα, στον επόμενο στίχο, απομυθοποιεί τα όνειρα του πατέρα. Ο αφηγητής κρατά έτσι απόσταση από αυτή την αντιμετώπιση των καταστάσεων γιατί ξέρει ότι το καλύτερο μέλλον είναι ένα μάθημα που επαναλαμβάνουμε και που κανένα γεγονός στην πραγματικότητα που ζει δε δικαιώνει. Αυτή η στάση εξηγεί γιατί το ποίημα “Στο παιδί μου...” τελειώνει με συναισθηματική φόρτιση:
Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.
[…] Ο αφηγητής τώρα κοντοστέκεται. Το τυπογραφικό διάστημα που υπάρχει ανάμεσα στο υπόλοιπο ποίημα και τον τελευταίο στίχο (χαρακτηριστικό φαινόμενο στη συλλογή Ο Στόχος) δίνει στις λέξεις Η Ελλάς των Ελλήνων τη μορφή τίτλου ή και επιμυθίου. [...] και μόνο η λέξη Ελλάς, σε σύγκριση με την πιο σύγχρονη μορφή της του προηγούμενου στίχου, αρκεί για να σηματοδοτήσει την ύπαρξη διακειμένου [...]. Το ποίημα όμως τελειώνει έτσι με τη λέξη Ελλήνων, όπως το “Ίτε, παίδες Ελλήνων”, ενώ η λέξη παιδιά (το παίδες του διακειμένου) επαναλαμβάνεται περισσότερο από κάθε άλλη στο ποίημα». (Ζωή Σαμαρά, Προοπτικές του Κειμένου, Θεσσαλονίκη, Κώδικας, 1987, σελ. 30-32)
«Συνήθως στους επιτύμβιους στίχους επαινείται ο θανών, εδώ δίνονται δυο εκδοχές, η άποψη των πολλών και η άμεση αντίληψη του ποιητή που έρχεται σε αντίθεση με τα κούφια εγκωμιαστικά λόγια […]. Στην πρώτη στροφή συσσωρεύονται τα χαρακτηριστικά και ονοματοποιημένα επίθετα, τα πολλά στεφάνια, οι τρεις επικήδειοι λόγοι και τα ψηφίσματα, στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ο νεκρός κατείχε κάποια δημόσια θέση ή ήταν κάποιος που πρόσφερε υπηρεσίες. […]. Στη δεύτερη στροφική ενότητα δίνεται η πραγματική εικόνα του θανόντος με το σχήμα αποστροφής και τον καθημερινό λαϊκό λόγο, όπου οι λέξεις περνούν την πρόθεση του ποιητικού υποκειμένου, δηλαδή αποδίδουν την ουσία των πραγμάτων και όχι μια φενακισμένη εικόνα για τον νεκρό […]. Μέσα από τα αντιθετικά επιτύμβια λόγια ο αναγνώστης εστιάζει στην πραγματική εικόνα του Λαυρέντη και όχι την επίσημη και πεποιημένη των τριών αντιπροέδρων […]. Η μέθοδος γραφής του Μ. Αναγνωστάκη θυμίζει Καβάφη (π.χ. “Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης”), το ύφος είναι ρητορικό και μοιάζει με μονόλογο του ποιητή (κοφτή φράση, προσεγμένη δομή, παρηχήσεις των γραμμάτων λ, ρ, επιλογή του β΄ ρηματικού προσώπου). Ο τελευταίος στίχος δένει με τους δύο πρώτους στίχους και δημιουργεί αίσθηση αποφθεγματική». (Χρ. Αργυροπούλου, “Ο σχολικός Μ. Αναγνωστάκης”, Ομπρέλα, 74, 2006)
«Ο τίτλος του ποιήματος “Επιτύμβιον” σημαίνει βέβαια επιγραφή χαραγμένη σε τάφο. Στην αρχαία ελληνική η λέξη είναι επίθετο και συνοδεύεται από κάποιο ουσιαστικό: επιτύμβιος βωμός, επιτύμβια επιγραφή, επιτύμβιο επίγραμμα […]. Εδώ ο ποιητής γράφει ένα επιτύμβιο για το Λαυρέντη, που πέθανε πρόσφατα[…]. Το Επιτύμβιον είναι ένα είδος ποιητικού επικήδειου που τον απαγγέλλει ο ποιητής σε μια μορφή διαλογικού μονόλογου με υποθετικό συνομιλητή (ακροατή) το νεκρό. Συνηθίζεται, άλλωστε, στους επικήδειους ν’ απευθύνεται ο ομιλητής στο νεκρό σε δεύτερο πρόσωπο· ας θυμηθούμε και τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου. Η ανάγκη για ένα δεύτερο πρόσωπο, στο οποίο ν’ απευθύνεται, φαίνεται σ’ όλη την ποίηση του Αναγνωστάκη και δεν αποτελεί, νομίζω, στοιχείο τεχνικής, αλλά εκφράζει διάθεση άμεσης επικοινωνίας […]. Υπάρχει βέβαια και η ευθεία αντίθεση ανάμεσα στο λυρικό εγώ και στο Λαυρέντη. Αλλά το λυρικό εγώ του ποιήματος δε δείχνει να στρέφεται κατά του συγκεκριμένου Λαυρέντη. Ένα ανθρωπάκι, θλιβερό σαρκίο που δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί κανείς, και προπαντός όταν τα λόγια του τα ’χει μετρημένα με το σταγονόμετρο. Δε φαίνεται, άλλωστε, να τον ενδιαφέρουν τ’ άτομα, για τα οποία, μάλιστα, διαθέτει όλη την απαιτούμενη κατανόηση. […]Αν όμως ο Λαυρέντης δεν ενδιαφέρει ως συγκεκριμένο άτομο, ενδιαφέρει και πολύ ως “δείγμα τυπικό” της μεταπολεμικής ελληνικής αστικής κοινωνίας ή της μεσαίας τάξης, στην οποία στοχεύει ο ποιητής. Αυτό φαίνεται σε δυο σημεία του ποιήματος στον πρώτο και στον τελευταίο στίχο. Στον πρώτο στίχο [...] το “και συ” θέλει να πει βέβαια όπως τόσοι και τόσοι όμοιοι σου. Το “και” είναι προσθετικό. Η γενίκευση, όμως, γίνεται ρητά στον τελευταίο στίχο, τον ξεχωρισμένο σαν ουρά, σαν συμπέρασμα ή σαν επιμύθιο.
[...] Έτσι, ο Λαυρέντης γίνεται συνεκδοχή [...]. Και το συναίσθημα αντιπαλότητας που διακατέχει τον ποιητή είναι για το όλο, μέσα στο οποίο εντάσσεται το μέρος. Ένα συναίσθημα αντιπαλότητας που συνοδεύεται από πικρή γεύση και από αηδία και που εκφράζεται με δηκτική και σαρκαστική γλώσσα, που θυμίζει Σατιρικά Γυμνάσματα του Παλαμά ή -κυρίως- Καρυωτάκη, προσδιορίζοντας μια στάση γεμάτη ασυμβίβαστη αδιαλλαξία». (Κώστας Μπαλάσκας, Λογοτεχνία και Παιδεία: Γνώση και Ανάγνωση Λογοτεχνικών Κειμένων, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1985, σελ. 79-83)
«Ο τόνος του ποιήματος είναι σαρκαστικός με κυρίαρχη τη διδακτική πρόθεση. [...]. Στην πρώτη ενότητα ο ποιητής εκθέτει με ποιες τιμές κηδεύτηκε ο Λαυρέντης, ενώ στη δεύτερη η εικόνα αντιστρέφεται και το πρόσωπο του Λαυρέντη παρουσιάζεται όπως ακριβώς ήταν. Στον επιλογικό στίχο ο τύπος του Λαυρέντη γενικεύεται […]. Στην πρώτη ενότητα τη σαρκαστική διάθεση εξυπηρετούσε η υπερφόρτωση χαρακτηριστικών επιθέτων ή εννοιών και η παράθεση συνηθισμένων εικόνων κοινωνικής υποκρισίας και διαστρέβλωσης της πραγματικότητας· στη δεύτερη ενότητα, αντίθετα, την εξυπηρετεί το λαϊκό λεξιλόγιο, που ενισχύεται με την αποστροφή του ποιητή στον ίδιο το Λαυρέντη (Α, ρε Λαυρέντη...) [...]. Στους στίχους αυτούς <8-9> αποτυπώνεται μια πικρή γεύση, ο ποιητής γίνεται για λίγο εξομολογητικός (όπως συνήθως σ’ όλη του την ποίηση), καθώς διαπιστώνει πως σ’ όλη του τη ζωή ήταν μέσα στην (πολιτική) σιωπή. Το νόημα: δεν είναι το θλιβερό σου το σαρκίο ο στόχος μου, αλλά ό,τι εσύ αντιπροσωπεύεις». (Τάκης Καρβέλης, Η Νεότερη Ποίηση: Θεωρία και Πράξη, Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 178-179)
«Ο ποιητής-αφηγητής μένει πιστός στην οπτική γωνία και το ύφος του συλλογικού αξιολογητή. Η χρήση του δεύτερου ενικού προσώπου, η κοφτή δομή του στίχου, οι παρηχήσεις του “ρ” (στ. 2 και 4) δίνουν στο ύφος του έναν επίσημο χαρακτήρα, όπως ταιριάζει στην περίπτωση. Και όλα αυτά δίνονται στην έγκλιση του πραγματικού και σε χρόνο Αόριστο, που αποτελεί το πρώτο επίπεδο της αφήγησης[…].Στους στίχους 5, 6 και 7 ο αναγνώστης νιώθει την εκπληκτική ακροβασία του ποιητή ανάμεσα στις συγκινησιακές συγκρούσεις και τον αυτοέλεγχο. Ο ποιητής δίνει την εντύπωση ανθρώπου που οι επιθυμίες του βρίσκονται σε διάσταση με τις πράξεις του. Η διάσταση αυτή υπογραμμίζεται από την απόσταση που χωρίζει το υποκείμενο “εγώ” και την ενέργεια του (“δε θα’ ρθω”). Η αστιξία μετά το ψέμα, που κυριαρχεί στο κέντρο του ποιήματος, υπογραμμίζει τη σύγκρουση των ενδιάμεσων, της γνώσης και της συγκατάβασης. Το κεφαλαίο “Κ” του Κοιμού “ανακόπτει” το διασκελισμό, αισθητοποιώντας σχηματικά το δισταγμό του ομιλητή [...].
Ταυτόχρονα, όμως, με μια άλλη ανάγνωση, που επιτρέπει πάλι η αστιξία της παρένθεσης, αναδύεται κι ένα άλλο νόημα εξίσου σπουδαίο. Το “μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή”, ως πικρός απολογισμός, φέρνει σε ευθεία αντιπαράθεση το “εγώ” (που προβάλλεται στην αρχή της παρένθεσης σαν έτοιμο για έξοδο) με το αναξιοκρατικά δικαιωμένο “εσύ” (“μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα”) [...]. Παράλληλα, όμως, η απόφαση αυτή <στ. 8-9> έχει τα στοιχεία του τραγικού μεγαλείου, καθώς εμπεριέχει την επίγνωση του προσωπικού κόστους και, επομένως, το θάρρος [...]. Έτσι, αντιπροβάλλεται ένα άλλο ήθος προς αυτό του Λαυρέντη και το ποίημα αποκτά διδακτικό χαρακτήρα, αφού λειτουργεί αφυπνιστικά, τροχιοδεικτικά […]. Έτσι το “Επιτύμβιον” εξελίσσεται σ’ ένα αντίλογο που λιθοβολεί με τη γυμνή αλήθεια του, όχι τον ασώματο συνομιλητή, αλλά την κοινωνική πρώτη ύλη που αναπαράγει τους “Λαυρέντηδες”». (Γιώργος Φρυγανάκης, “Μανόλης Αναγνωστάκης, Επιτύμβιον”, Μυλωνά - Πιερή Θ., Η Μεταπολεμική Ποίηση, Τυποσπουδή, Ρέθυμνο, 1990, σελ. 60-65)
«Το εγώ μιλάει εδώ συλλογικά ως εμείς (οι παλιοί μάλλον αγωνιστές, η γενιά του εμφύλιου) σε αντίθεση με το εσείς (οι σημερινοί νέοι του 1970), τη νέα γενιά, που εξαντλεί την αγωνιστικότητα της (εναντίον της δικτατορίας υποτίθεται) με εκ του ασφαλούς εκδηλώσεις σε συντροφιές, με τραγούδια γενικής και αόριστης διαμαρτυρίας, με συζητήσεις γενικού θεωρητικού προβληματισμού και αντιστασιακής γυμναστικής. Ο τόνος της ομιλίας είναι έντονα σαρκαστικός. Με το σαρκασμό του ο ποιητής καταγγέλλει την ψευτιά, την απουσία της αγωνιστικής πράξης και τον ευνουχισμό της αλκής μέσα στην ευζωία (να παίξετε, να ερωτευτείτε, να ξεσκάσετε). Ορα τό καβαφικό διακείμενο στον τίτλο, που περιλαμβάνει όλο το ποίημα, στο οποίο εμπεριέχεται το επίγραμμα του Αισχύλου. Έτσι, το ποίημα του Αναγνωστάκη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως (πιθανή) απάντηση του Αισχύλου στους Σιδώνιους νέους. Η παλιά γενιά χλευάζει τους νέους με βαθιά πίκρα, όπως δηλώνεται στην αποστροφή του ποιητή στο φίλο του Γιώργο (Αποστολίδη), με το“εκ βαθέων” και πάλι σε παρένθεση. Η νέα γενιά έδωσε την απάντηση, τρία χρόνια αργότερα, στο Πολυτεχνείο. Ο λόγος και πάλι απλός, λιτός, κουβεντιαστός, πεζός, έμμεσα διδακτικός. Ο στόχος και πάλι πολιτικός». (Κώστας Μπαλάσκας, Ταξίδι με το Κείμενο: Προτάσεις για την Ανάγνωση της Λογοτεχνίας Ποίηση, Πεζογραφία, Δοκίμιο], Αθήνα, Επικαιρότητα, 1990, σελ. 82-83)
«Η χρήση ενός λαϊκότροπου κι εφησυχαστικού λεξιλογίου αναδιπλώνεται στη συνέχεια με το καλά του πέμπτου στίχου. Η περιγραφή από τα πρόσωπα περνάει στη δράση και συμπεριφορά τους, μιλώντας για τα τραγούδια τους. Αν το ζητούμενο είναι η δράση, τότε η ποιητική περιγραφή δεν πετυχαίνει το στόχο της. Αν είναι αντίθετα [...] να δειχθεί, η έλλειψη δράσης, τότε, χάρη στα όσα ακολουθούν, πετυχαίνει στην εντέλεια και ο ανατρεπτικός χαρακτήρας της περιγραφής κλιμακώνεται. Έχουμε εδώ να κάνουμε με ειρωνεία καταστάσεων […].
Μια άλλη ερώτηση είναι: ποιοι ή ποιος βρίσκονται μαζί με τον ποιητή στο Μας γέρασαν. Όσο κι αν μας διαφωτίζει η κλητική προσφώνηση που ακολουθεί, η αοριστία με την οποία διατυπώνεται το αντικείμενο στην αρχή του στίχου δεν μας εμποδίζει να υποθέσουμε μαζί με το συνομιλητή του ποιητή και κάποια άλλη συντροφιά-παρέα. Οπότε οδηγούμαστε στη γενιά-συντροφιά του ποιητή στην αντίσταση και στον εμφύλιο. Στο επίρρημα προώρως υπάρχει μια καταγγελία: δηλώνεται ο χρόνος (“νωρίτερα απ’ ό,τι έπρεπε”) και υπονοείται η αξιολόγηση (“άδικα”). [...] η αναφορά του ονόματος <Γιώργο> στο ποίημα, εκτός του ότι δημιουργεί δραματικότητα με την προσθήκη ενός άλλου προσώπου στη σκηνή, δίνει στο κείμενο, όπως έχει ο ίδιος ο Αναγνωστάκης πει, “ζεστασιά, θερμότητα, ισχυρότητα, αμεσότητα”. Στο τελικό ρήμα του στίχου (“κατάλαβες”) ανακεφαλαιώνονται η οργή, η αγανάκτηση, η διαμαρτυρία σε δύο ταυτόχρονα επίπεδα χρόνου: στο παρόν (1970) χλευάζεται/ καταγγέλλεται:
α) μια στάση ζωής = παραίτηση από δράση
β) όποιος την υιοθετεί: Νέοι της Σιδώνος του 1970 (άμεσα)· οι πολλοί με
την αδιάφορη αποδοχή (έμμεσα).
στο παρελθόν (αόριστα) […] καταγγέλλεται:
α) η κατάχρηση της νιότης
β) οι ανώνυμοι υπεύθυνοι.
Η σχέση των δύο αυτών ποιητικών διαμαρτυριών μπορεί να οριστεί σαν συμπληρωματική: στην πρώτη περίπτωση η πραγματική δράση τίθεται στο περιθώριο της ζωής, ενώ στη δεύτερη η πολιτική δράση έθεσε στο περιθώριο τη νιότη. Άρα από αυτή την αντιπαράθεση υποβάλλεται ότι για τον ποιητήτο ιδανικό θα ήταν μία αρμονική συνύπαρξη ζωής-δράσης, που όπως διαπιστώνουμε μαζί του δεν υπάρχει ούτε στο παρόν ούτε στο παρελθόν.
Αν και η
ποιητική αφετηρία του Αναγνωστάκη είναι η ατομική του περιπέτεια, εντούτοις το
«ποιητικό πιστεύω» του αποκτά καθολικές διαστάσεις. Συμφωνείτε με αυτή την
άποψη; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.
Ο Αναγνωστάκης στην ποίησή του κατορθώνει να περνά τις προσωπικές του εμπειρίες, ιδωμένες υπό το πρίσμα του ηθικού χρέους που αισθάνεται ότι έχει απέναντι στην κοινωνία, γι’ αυτό και προβαλλόμενες κατά τρόπο που να αναδεικνύουν την καθολικότητα των ζητημάτων που θίγει. Παράλληλα, ενώ οι πολιτικές θέσεις του ποιητή ήταν γνωστές και δεδομένες, εντούτοις στον ποιητικό του λόγο δεν παρεισφρέουν στοιχεία πολιτικής κατήχησης καθώς ο ποιητής επιθυμεί να υπηρετήσει το κοινωνικό σύνολο, χωρίς όμως να αντιμετωπίζει την ποίησή του ως μέσο προπαγάνδας. Τα προβλήματα που παρουσιάζει ο Αναγνωστάκης δίνονται στην αντικειμενική τους διάσταση και κατορθώνουν να προκαλέσουν καθαρά και μόνο χάρη στην αλήθεια τους.
Παρατηρούμε, για παράδειγμα, ότι στο ποίημα «Στον Νίκο Ε… 1949», ο ποιητής καταγράφει την πραγματικότητα όπως τη βιώνει μέσα από το κελί της φυλακής του, με τις ηχητικές εικόνες να κυριαρχούν μιας και ο ποιητής είναι αποκλεισμένος από τον έξω κόσμο και τα μόνα ερεθίσματα που φτάνουν σε αυτόν είναι κυρίως οι σπαρακτικοί ήχοι της νύχτας. Κι ενώ θα μπορούσε αυτό το υλικό να έχει δοθεί ως μια αμιγώς προσωπική εμπειρία, ο ποιητής επιτυγχάνει να εκφράσει το βίωμα του εμφυλίου με τρόπο που να αντανακλά συνολικά τον πόνο και το αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί. Ο ποιητής είναι καταδικασμένος σε θάνατο, αλλά δε χάνει τον ηθικό προσανατολισμό του, δεν αμελεί να εκφράσει των πόνο των άλλων και την απελπισία που δονεί την κοινωνία. Η δική του μοίρα εντάσσεται στο κοινό πρόβλημα και ξεπερνιέται από τον ποιητή σαν να πρόκειται για μια ακόμη αναγκαία θυσία, που θα εξυπηρετήσει το κοινό καλό. Ο ποιητής δεν κλείνεται στον εαυτό του, με διάθεση να θρηνήσει το δικό του επικείμενο τέλος, όπως θα ήταν ίσως και αναμενόμενο, επιλέγει να μιλήσει για τη διάψευση των προσδοκιών μιας ολόκληρης κοινωνίας και για τη βία που αντιμετωπίζουν τόσοι και τόσοι άνθρωποι, επειδή απλά τόλμησαν να ονειρευτούν μια καλύτερη ζωή, μια πιο δίκαιη κοινωνία.
Ο Αναγνωστάκης στην ποίησή του κατορθώνει να περνά τις προσωπικές του εμπειρίες, ιδωμένες υπό το πρίσμα του ηθικού χρέους που αισθάνεται ότι έχει απέναντι στην κοινωνία, γι’ αυτό και προβαλλόμενες κατά τρόπο που να αναδεικνύουν την καθολικότητα των ζητημάτων που θίγει. Παράλληλα, ενώ οι πολιτικές θέσεις του ποιητή ήταν γνωστές και δεδομένες, εντούτοις στον ποιητικό του λόγο δεν παρεισφρέουν στοιχεία πολιτικής κατήχησης καθώς ο ποιητής επιθυμεί να υπηρετήσει το κοινωνικό σύνολο, χωρίς όμως να αντιμετωπίζει την ποίησή του ως μέσο προπαγάνδας. Τα προβλήματα που παρουσιάζει ο Αναγνωστάκης δίνονται στην αντικειμενική τους διάσταση και κατορθώνουν να προκαλέσουν καθαρά και μόνο χάρη στην αλήθεια τους.
Παρατηρούμε, για παράδειγμα, ότι στο ποίημα «Στον Νίκο Ε… 1949», ο ποιητής καταγράφει την πραγματικότητα όπως τη βιώνει μέσα από το κελί της φυλακής του, με τις ηχητικές εικόνες να κυριαρχούν μιας και ο ποιητής είναι αποκλεισμένος από τον έξω κόσμο και τα μόνα ερεθίσματα που φτάνουν σε αυτόν είναι κυρίως οι σπαρακτικοί ήχοι της νύχτας. Κι ενώ θα μπορούσε αυτό το υλικό να έχει δοθεί ως μια αμιγώς προσωπική εμπειρία, ο ποιητής επιτυγχάνει να εκφράσει το βίωμα του εμφυλίου με τρόπο που να αντανακλά συνολικά τον πόνο και το αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί. Ο ποιητής είναι καταδικασμένος σε θάνατο, αλλά δε χάνει τον ηθικό προσανατολισμό του, δεν αμελεί να εκφράσει των πόνο των άλλων και την απελπισία που δονεί την κοινωνία. Η δική του μοίρα εντάσσεται στο κοινό πρόβλημα και ξεπερνιέται από τον ποιητή σαν να πρόκειται για μια ακόμη αναγκαία θυσία, που θα εξυπηρετήσει το κοινό καλό. Ο ποιητής δεν κλείνεται στον εαυτό του, με διάθεση να θρηνήσει το δικό του επικείμενο τέλος, όπως θα ήταν ίσως και αναμενόμενο, επιλέγει να μιλήσει για τη διάψευση των προσδοκιών μιας ολόκληρης κοινωνίας και για τη βία που αντιμετωπίζουν τόσοι και τόσοι άνθρωποι, επειδή απλά τόλμησαν να ονειρευτούν μια καλύτερη ζωή, μια πιο δίκαιη κοινωνία.
[1] Το
ποίημα μπορεί να θεωρηθεί ως εσωτερικός μονόλογος του ποιητή που επικαλείται
τις δυνάμεις του για να ανταποκριθεί στο ποιητικό χρέος του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου