Ο Νίκος
Εγγονόπουλος γεννήθηκε το 1910 από γνωστή αρχοντική οικογένεια. Το
1914 η οικογένεια του εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, οπότε οι πρώτες μνήμες του Εγγονόπουλου είναι κυρίως πολιτικές. Εκεί πέρασε τα χρόνια του ως το Γυμνάσιο, οπότε και
εγγράφεται οικότροφος σε λύκειο του Παρισιού.
Όταν τελειώνει τις σπουδές του, επιστρέφει στην Ελλάδα και μετά τη στρατιωτική του θητεία (1927-1928) εργάζεται ως τραπεζικός
υπάλληλος και γραφέας στο πανεπιστήμιο, ενώ παράλληλα παρακολουθεί και μαθήματα σε νυχτερινό σχολείο, για να
αποκτήσει κι ελληνικό απολυτήριο. Το
1930 διορίζεται στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων και δύο χρόνια αργότερα γράφεται στην
Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και σε εργαστήρι του Φώτη Κόντογλου, όπου
παρακολουθεί βυζαντινή αγιογραφία. Εκεί θα βρεθεί
με το Γιάννη Τσαρούχη και οι δυο μαθητές θα βοηθήσουν το δάσκαλο τους στις
τοιχογραφίες του σπιτιού του. Το
1938 παίρνει απόσπαση στο Πολυτεχνείο ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου του Δ.
Πικιώνη στην Αρχιτεκτονική Σχολή, όπου εργάζεται με διαρκείς ανανεώσεις της
σύμβασης του ως το 1956. Το Ιανουάριο του 1941, μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, πολεμά
στην πρώτη γραμμή και συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς. Κλείνεται σε στρατόπεδο
συγκέντρωσης, αλλά καταφέρνει να δραπετεύσει. Το 1956 εκλέγεται μόνιμος
επιμελητής στο Πολυτεχνείο. Το 1973 συνταξιοδοτείται από το Πολυτεχνείο και το 1976 αναγορεύεται
ομότιμος καθηγητής στην έδρα της Ιστορίας της Τέχνης της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ. Πεθαίνει το 1985 σε ηλικία
75 ετών.
Οι
μόνες πληροφορίες που διαθέτουμε για την ποιητική προϊστορία του, ώς το 1938,
όταν εκδίδεται η πρώτη ποιητική συλλογή του, είναι όσες μας παρέχει ο ίδιος
στις σημειώσεις του Α' τόμου των Ποιημάτων του. Δεν διαθέτουμε κάποια ποιητικά
του προσχεδιάσματα προτού δημοσιευθούν ποιήματά του στον Κύκλο το 1938. Δεν
γνωρίζουμε επομένως τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε και εμφανίστηκε τελικά
η ποιητική του εικόνα. Ο ίδιος δεν φαίνεται καθόλου πρόθυμος να αναφερθεί στην
εν γένει ποιητική του δραστηριότητα, που θεωρεί «ζήτημα εντελώς προσωπικό» ενώ,
την ίδια στιγμή, δηλώνει απερίφραστα επαγγελματίας ζωγράφος. Έτσι θα πρέπει να
δεχτούμε και ως ειλικρινή τη δήλωσή του ότι δεν ένιωθε κανενός είδους επιθυμία
να δει τα ποιήματά του δημοσιευμένα. «Μου αρκούσε, κυρίως, που τα έγραφα».
Είναι συνεπώς μυστήριο η ποιητική «γένεση» και εξέλιξή του, μολονότι αρκετές
φορές σε συνεντεύξεις του αναφέρεται σε ποιητές και φιλοσόφους που επηρέασαν τη
σκέψη του. Ο Εγγονόπουλος παραμένει «μυστικός» και
απομονωμένος ως δημιουργός. Βλέπουμε τα πολλά προσωπεία του, τις πολλές πτυχές
της προσωπικότητάς του, όχι όμως το αληθινό του πρόσωπο. Ο
ποιητής αποκρύπτεται
συνεχώς πίσω από πρόσωπα άλλων (π.χ. «Ο Μυστικός ποιητής»).
Είναι
ένας ποιητής που εμφανίζεται με πλήρως σχεδόν διαμορφωμένη ποιητική αντίληψη, γλώσσα
και ύφος. Μάλιστα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως δεν υπάρχει εξέλιξη στην
ποιητική του διαδρομή, όπως τούτο συμβαίνει με άλλους μείζονες ποιητές της
γενιάς του, τον Σεφέρη λ.χ. ή τον Ελύτη. Οπωσδήποτε υπάρχουν διαφορές ανάμεσα
στα ποιήματα του 1938 και στα ποιήματα του 1978, αλλά το όλο corpus των
ποιημάτων του παρουσιάζει μια αξιοσημείωτη ομοιογένεια και εμφανή καλλιτεχνική
συνέπεια. Παρά ταύτα, για λόγους μεθοδολογίας η ποιητική
παραγωγή του μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις χρονικές περιόδους.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι περίοδοι αυτές έχουν μεγάλες
ειδολογικές
ή ιδεολογικές διαφορές.

Ο Νίκος Εγγονόπουλος θεωρείται ένας από τους
σημαντικότερους εκπροσώπους του
υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, τόσο
στην ποίηση όσο και στη ζωγραφική. Όταν
τελείωσε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, τα πάντα φαίνονταν να φθείρονται
και να καταρρέουν. Η ανασφάλεια που επικρατούσε σε συνδυασμό με την ηθική κατάπτωση
που παρουσιάστηκε μετά τον πόλεμο ευνόησε την ανάδυση του υπερρεαλισμού, ο οποίος
παρουσιάστηκε να σπάει τα όρια της λογικής και να βγάζει στην επιφάνεια το
ένστικτο και τη φαντασία, η οποία ήταν απαλλαγμένη από τους
κανόνες της λογικής. Στην Ελλάδα ο υπερρεαλισμός εμφανίζεται επίσημα με την Υψικάμινο του
Ανδρέα Εμπειρίκου. Ένας από τους πρώτους που ασπάστηκαν το
κίνημα του υπερρεαλισμού υπήρξε κι ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο οποίος
μάλιστα παρέμεινε ακραίος και αδιάλλακτος υπερρεαλιστής ως το τέλος της ζωής
του.
Υπερρεαλισμός
ή σουρεαλισμός: Το
κίνημα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1917 από τον Γκιγιώμ Απολλιναίρ. Πρεσβεύει
ότι μπορεί ο καλλιτέχνης να μην αποδίδει τον κόσμο όπως φαίνεται, αλλά με τρόπο
αλληγορικό και με τη διαμεσολάβηση της φαντασίας. Αυτός που θεμελίωσε, πάντως,
τον υπερρεαλισμό ήταν ο Αντρέ Μπρετόν, ο οποίος εισήγαγε στο κίνημα τη σημασία
του ασύνειδου, τη σημασία των ονείρων, την απομάκρυνση της σκέψης από τον
έλεγχο της λογικής. Τον υπερρεαλισμό υιοθέτησε απολύτως ο Νίκος Εγγονόπουλος,
ενώ επηρεάστηκαν ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Νίκος Γκάτσος, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο
Έκτωρ Κακναβάτος, ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Δ. Π. Παπαδίτσας, η Μέλπω Αξιώτη κ.ά.
Ο Υπερρεαλισμός και η λογοτεχνική
Γενιά του1930
Χαρακτηριστικά
του λογοτεχνικού αυτού ρεύματος:
·
Ξεπέρασμα της πραγματικότητας –
όνειρο – φαντασία – προτεραιότητα στην ανθρώπινη ψυχή, στο υποσυνείδητο –
απελευθέρωση από τους νόμους της λογικής.
·
Αυτόματη γραφή: οι
υποσυνείδητες ενέργειες της ψυχής καταγράφονται χωρίς την επέμβαση της λογικής,
με αυθόρμητο τρόπο, χωρίς έλεγχο ή φραγμό.
·
Απαλλαγή από κάθε μορφικό
στοιχείο που θα μπορούσε να δεσμεύσει τον καλλιτέχνη, ελεύθερος στίχος, έλλειψη
στίξης, αφαίρεση, ελλειπτικότητα.
·
Προκλητικότητα, σκωπτικότητα.
Στη νέα ποίηση
της γενιάς του ΄30, το ευκολονόητο ή δευτερεύον αφαιρείται κι απομένει στον αναγνώστη
να κάνει τις δικές του συμπληρώσεις ή προεκτάσεις με τη δική του φαντασία. Το
ύφος είναι λιτό, παραμερίζονται οι εξάρσεις, η μεγαλοστομία και ο κοσμητικός
φόρτος και χρησιμοποιούνται λέξεις πεζές,
αντιποιητικές ή από το χώρο των θετικών επιστημών. Οι στιχουργικές
φόρμες εγκαταλείπονται, το ίδιο και η ομοιοκαταληξία και υπάρχει ο ελεύθερος
στίχος. Ως προς το περιεχόμενο, η ποίηση της γενιάς του ΄30 αγκαλιάζει θέματα
από τις μνήμες του αρχαίου και του πρόσφατου παρελθόντος ή τον πόνο της
προσφυγιάς, μέχρι τους προβληματισμούς για θέματα της σύγχρονης ζωής και τις
ομορφιές του ελληνικού τοπίου.
Προσοχή:
Το ποίημα
«Ποίηση 1948» δε θεωρείται δείγμα υπερρεαλιστικής γραφής του Εγγονόπουλου. Τα
μόνα στοιχεία που αποκαλύπτουν τις υπερρεαλιστικές καταβολές του ποιητή είναι:
ο ελεύθερος στίχος, ο τεμαχισμένος λόγος, η ελλειπτική διατύπωση, οι λέξεις
θραύσματα, η έλλειψη στίξης.

Τα πρώτα του ποιήματα ο Νίκος Εγγονόπουλος τα
δημοσίευσε στο περιοδικό Κύκλος του Απόστολου Μελαχρινού το 1938, χρόνο
κατά τον οποίο δημοσίευσε και την πρώτη ποιητική του συλλογή, «Μην
ομιλείτε εις τον οδηγόν», συλλογή η οποία άφησε αδιάφορη την κριτική.
Ένα χρόνο αργότερα (1939) ακολούθησε η συλλογή «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής»,
ενώ τον ίδιο χρόνο κάνει και την πρώτη ατομική έκθεση ζωγραφικής. Το 1944
προχωρά στην έκδοση του Μπολιβάρ,
ένα ποίημα το οποίο κυκλοφόρησε δύο χρόνια πιο πριν σε χειρόγραφα. Το 1946
ακολουθεί η συλλογή «Η επιστροφή των πουλιών» και το 1948 η συλλογή «ΕΛΕΥΣΙΣ»
(η οποία δε γράφτηκε ποτέ από τον ποιητή τονισμένη). Το 1956 δημοσιεύει το ποίημα
Άτλαντας και την επόμενη χρονιά τη συλλογή «Εν Ανθηρώ Έλληνι λόγω»,
η οποία του χαρίζει το Πρώτο Βραβείο Ποίησης. Συνέχισε με την κυκλοφορία του «Τρία
ποιήματα και ένας πίνακας» (1975), μια δίτομη έκδοση του ποιητικού
έργου από τις εκδόσεις Ίκαρος (1977), και το επόμενο έτος (1978) το έργο «Στην
κοιλάδα με τους ροδώνες», ενώ την επόμενη χρονιά βραβεύεται για δεύτερη
φορά με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Τη διετία 1981-1982 γίνονται οι τρεις
τελευταίες του εκθέσεις ζωγραφικής. Εκτός της ποίησης και της ζωγραφικής,
ασχολήθηκε και με τη μετάφραση ξένων λογοτεχνών, όπως ο Μαγιακόφσκι, ο Λόρκα,
ο Μποντλαίρ και δημοσίευσε άρθρα για τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη λογοτεχνία,
την αρχιτεκτονική. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, τα αγγλικά, τα
ισπανικά, τα ιταλικά, τα δανέζικα, τα ουγγρικά, τα πολωνικά.













Ποίηση 1948
τούτη εποχή
του εμφυλίου
σπαραγμού
δεν είναι εποχή
για ποίηση
κι άλλα παρόμοια
σαν πάει κάτι
να γραφεί
είναι
ως αν
να γράφονταν
από την άλλη μεριά
αγγελτηρίων θανάτου
γι αυτό και
τα ποιήματά μου
είν’ τόσο πικραμένα
(και πότε –άλλωστε-
δεν ήσαν;)
κι είναι
-προ πάντων-
και
τόσο
λίγα
Ερμηνεία του ποιήματος:
Μέσα στην πένθιμη ατμόσφαιρα του εμφυλίου, ο ποιητής νιώθει την
ύπαρξή του να συνθλίβεται. Το πλήθος των νεκρών είναι τόσο μεγάλο, που τα
χαρτιά πάνω στα οποία ξεκινά να γράψει ο ποιητής παρομοιάζονται με την πίσω
πλευρά αγγελτηρίων θανάτου. Και όταν ο
θάνατος είναι τόσο εφιαλτικά παρών, η ποίηση από σεβασμό και διακριτικότητα είναι
απούσα ή κάνει ελάχιστα αισθητή την παρουσία της. ο ποιητής δεν είναι δυνατό να
μείνει ανεπηρέαστος από αυτά που συμβαίνουν γύρω του και η τέχνη του
επηρεάζεται σε τέτοιο βαθμό από τα
δυσάρεστα γεγονότα, που αναστέλλεται η δημιουργική του παρόρμηση. Σε μια εποχή
που πρωταρχικό μέλημα είναι η επιβίωση, κάθε μορφή καλλιτεχνικής δημιουργίας
θεωρείται εξωπραγματική πολυτέλεια. Η σιωπή είναι καταλληλότερη για να τιμήσει
τους δεκάδες ανθρώπους που πεθαίνουν στους δρόμους τις ώρες της έσχατης
ταπείνωσης. Στην ψυχή των δημιουργών κυριαρχεί το πένθος κι ο πόνος για τα
δεινά.
Ωστόσο, εδώ ακριβώς είναι το σημείο που παρουσιάζεται μια
αντίφαση: ενώ ο Εγγονόπουλος ομολογεί την αδυναμία της ποίησης να λειτουργήσει
μέσα σε αιματηρές συνθήκες, ο ίδιος γράφει ποίηση. Η αντίφαση, βέβαια, αίρεται,
γιατί το έργο αποτελεί μια εξομολόγηση του Εγγονόπουλου για την προσωπική του
δυστοκία. Κι αν τελικά παράγει κάποιο έργο στην προσπάθειά του να μη μένει απλός παρατηρητής, αυτό χαρακτηρίζεται από
πικρία. Η φθίνουσα πορεία της παραγωγής του αποδίδεται μορφολογικά με τον πολύ
λιτό και τεμαχισμένο λόγο και τους τελευταίους στίχους που στον καθένα υπάρχει
μόνο μια μικρή λέξη.
Ο Εγγονόπουλος γράφει τελικά ένα ποίημα με τέτοιο τρόπο, που το
απογυμνώνει από τα στοιχεία εκείνα που παραδοσιακά το καθιερώνουν ως ποίημα, το
απογυμνώνει δηλαδή από την ποιητικότητά του και άρα το ακυρώνει ως λόγο που
έχει αισθητικές αξιώσεις. Η ποίηση κάτω από το πρίσμα του Εγγονόπουλου δεν
μπορεί να ευδοκιμήσει και να διαδραματίσει τον λυτρωτικό της ρόλο, όταν το
έθνος σπαράσσεται. Η ποίηση δεν μπορεί να ωραιοποιεί καταστάσεις. Ο δημιουργός
ως σεισμογράφος κάθε κοινωνικής μεταβολής, πομπός και δέκτης των μηνυμάτων της
ανθρώπινης ζωής αρθρώνει τον πικραμένο του λόγο, αφού η απήχηση του εμφυλίου
στην ψυχή του είναι έντονη.
Η δομή του ποιήματος
Πρώτη ενότητα: Στίχοι 1-13: Η εποχή του
εμφυλίου είναι αντιποιητική.
Δεύτερη ενότητα: Στίχοι 14-22: Ο χαρακτήρας των ποιημάτων του Εγγονόπουλου.

Το ποίημα Ποίηση 1948 έχει ενταχθεί στην ποιητική συλλογή
«ΕΛΕΥΣΙΣ», γραμμένη με κεφαλαία γράμματα, καθώς μπορεί να
διαβαστεί τόσο σαν Έλευσις όσο και σαν Ελευσίς, χωρίς να προσδιορίζεται πού
ακριβώς τονίζεται, αφού κι απ' τον ποιητή γραφόταν άτονη. Η συλλογή
δημοσιεύτηκε το 1948 και περιέχει δώδεκα ποιήματα που αναφέρονται στο θάνατο
και τον εμφύλιο σπαραγμό.

Το ποίημα Ποίηση 1948 είναι από τα
δημοφιλέστερα του Εγγονόπουλου. Παρότι ο ίδιος υπήρξε κύριος εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, το συγκεκριμένο
ποίημα πολύ λίγο απηχεί το ρεύμα αυτό
(τα στοιχεία του υπερρεαλισμού είναι
οι στίχοι που δίνονται σχεδόν σε θραύσματα, η μικρογράμματη γραφή και η
απουσία σημείων στίξεως), καθώς ξεκινά από μια κύρια
ιδέα, η οποία αναπτύσσεται λογικά, χωρίς συνειρμικές διατυπώσεις, ούτε υπάρχει
αυτόματη γραφή.

Ο τίτλος θέτει τα δύο κύρια θέματα που αναπτύσσονται στο
ποίημα: η θέση της
ποίησης και η σχέση της με το συγκεκριμένο χρόνο (την εποχή του Εμφυλίου δηλαδή).
Ουσιαστικά, δηλαδή, ο ποιητής
προαναγγέλλει ότι το θέμα του ποιήματος του θα είναι η σχέση και η θέση της
ποίησης σε περιόδους δοκιμασίας, όπως αυτή του αδελφοκτόνου εμφυλίου
πολέμου. Πάντως, η απουσία του άρθρου
από τον τίτλο στόχο έχει να γενικεύσει το πρόβλημα[1].

Θέμα του ποιήματος είναι η σχέση της λογοτεχνίας, της ποίησης
εν προκειμένω, με την πολιτική
και την ιστορία, ειδικά σε μη ειρηνικές περιόδους.

Το ποίημα δεν έχει
αφηγηματική δράση, οπότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για ιστορία. Αναφέρεται
στην άποψη του ποιητή ότι η ποίηση δεν έχει θέση την εποχή του εμφύλιου
σπαραγμού[2].

Οι δυσμενείς
ιστορικές περίοδοι και συνθήκες ακυρώνουν τη λειτουργία ή τη χρησιμότητα της ποίησης.

Η Ποίηση
1948 είναι ένα ποίημα ποιητικής, καθώς αναφέρεται στο ρόλο της ποίησης κατά την εποχή του Εμφυλίου. Είναι μια
από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις ειλικρίνειας του
καλλιτέχνη, που εκφράζει με τρόπο ρεαλιστικό τη θέση του ότι, όταν τα αδέλφια
σκοτώνονται
μεταξύ τους, η ποίηση δεν έχει θέση.

Πρόσωπο
του ποιήματος είναι το ποιητικό υποκείμενο, που ταυτίζεται με
τον ποιητή, κι εκφράζει
τη θέση του για το ρόλο της ποίησης.


Η αλήθεια
πάντως είναι ότι ο Εγγονόπουλος καταδικάζει συλλήβδην τον εμφύλιο πόλεμο, χωρίς
να παίρνει θέση υπέρ της μίας ή της άλλης από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις.


Ο Εγγονόπουλος εκτός από
ποιητής υπήρξε και ζωγράφος. Λέγοντας τη φράση κι άλλα παρόμοια, εκφράζει
μια ειρωνεία που ενδεχομένως οφείλεται στην πικρία του για τη στάση της κριτικής στο έργο του. Η λέξη παρόμοια είναι σίγουρα σκληρή,
ηχηρή και ίσως υποτιμητική
για τις τέχνες, την αξία των οποίων δε γίνεται κανένας να
αμφισβητήσει. Βέβαια, η άποψη
του ποιητή ενδεχομένως περιορίζεται μόνο στο γεγονός ότι σε τόσο δυσμενείς συνθήκες, όπως είναι ο εμφύλιος πόλεμος, το κύριο
και μοναδικό, ίσως, μέλημα του ανθρώπου είναι
η επιβίωση.








Ο ποιητής εξαρχής τονίζει ότι η εποχή του Εμφυλίου δεν είναι
κατάλληλη για ποίηση, όχι τουλάχιστον
για τον ίδιο. Βλέπει παντού να κυριαρχούν ο θάνατος, η δυστυχία, η
φρίκη και νιώθει ότι
η ποίηση σε τέτοιες συνθήκες δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, κι όταν το κάνει, τα
αποτελέσματα της περιγράφουν
ακριβώς αυτήν τη ζοφερή κατάσταση.
Υπάρχουν εκείνοι που θα
θεωρούσαν τη στάση αυτήν του Εγγονόπουλου ως λιποταξία, καθώς ο
ποιητής έχει την υποχρέωση να αντιλαμβάνεται όλα όσα συμβαίνουν γύρω του και να
τα μεταδίδει στους ανθρώπους, έτσι ώστε να τους κάνει να συνειδητοποιήσουν πόσο
αρνητική είναι η κατάσταση καινά βοηθήσουν στην αμεσότερη αντιμετώπιση
της. Ο ποιητής εντούτοις είναι απολύτως ειλικρινής απέναντι στους
αναγνώστες και τον εαυτό του. Βασανίζεται από τη συμφορά που βλέπει να μαίνεται γύρω του,
θλίβεται για το γεγονός ότι οι αντιμαχόμενοι είναι αδελφοί, συμπατριώτες, αρνείται να πάρει
το μέρος κάποιας από τις δύο παρατάξεις, θεωρώντας ότι και οι δύο φταίνε για το ότι
συνεχίζουν τον πόλεμο. Γνωρίζει ότι στην παρούσα κατάσταση τα ποιήματα του δε θα
εισακουστούν και διαμορφώνεται μέσα του η άποψη ότι η εποχή δεν είναι πρόσφορη για ποίηση. Ο σπαραγμός, τόσο σε επίπεδο αλληλοσκοτωμών των αντίπαλων δυνάμεων, όσο και του ίδιου για
τις απώλειες της ίδιας της χώρας, καλύπτει κάθε ικμάδα αισιοδοξίας και το μόνο που μένει είναι η θλίψη
για τους ανθρώπους που
χάνονται ή ορφανεύουν, για τις έχθρες που γιγαντώνονται και για την Ελλάδα που
τελικά τραυματίζεται θανάσιμα.

Ο ποιητής αναφέρει στο ποίημα του ρητά ότι η εποχή του εμφύλιου σπαραγμού δεν
είναι εποχή κατάλληλη για ποίηση και κάθε
μορφή τέχνης. Ο ίδιος, εντούτοις, γράφει το συγκεκριμένο
ποίημα, αναιρώντας άμεσα τα ίδια του τα λόγια. Η στάση του, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί
αντιφατική. Το ποίημα του λειτουργεί σαν το πνευματικό του μανιφέστο. Θέλει, δηλαδή, να εκφράσει τη θέση του απέναντι στην ποίηση την εποχή του Εμφυλίου
και το κάνει με τον πιο άμεσο για
τον ίδιο τρόπο, την ποίηση. Το ποίημα του δηλαδή γράφεται για να εκφράσει τη θέση του, κι από εκεί κι έπειτα
επιλέγει την αποστασιοποίηση από την ποίηση, τουλάχιστον όσο κρατά ο Εμφύλιος, για τους
λόγους που έχει αναλύσει.

Μια
προσέγγιση της στάσης που κρατά ο Εγγονόπουλος είναι εκείνη που τη θεωρεί απόρροια της θήτευσής του στον υπερρεαλισμό. Το
καλλιτεχνικό αυτό κίνημα πρεσβεύει ότι ο δημιουργός
με το έργο του θα πρέπει να στοχεύει στη συγκρότηση ενός νέου κόσμου. Ο νέος όμως αυτός
κόσμος είναι αδύνατο να δημιουργηθεί εν μέσω πολέμου, πόσο μάλιστα εμφυλίου. Μέσα στις δυσμενείς αυτές συνθήκες η
φαντασία του ποιητή δεσμεύεται και η δημιουργική του δύναμη επικεντρώνεται μόνο στο γεγονός του
διαρκούς θανάτου και της φρίκης που έρχεται απ' αυτόν. Από την άλλη ενδεχομένως θεωρούσε ότι το να συνεχίσει
να γράφει ποίηση υπό τις παρούσες συνθήκες θα ήταν σαν να αποτελούσε για τον
ίδιο η ποίηση αυτοσκοπό, ότι την κάνει γιατί πρέπει κι όχι γιατί υπάρχει μια
εσωτερική δύναμη που τον ωθεί να γράψει. Υποστηρίζει, δηλαδή, ο Εγγονόπουλος το δικαίωμα του να μην είναι σε θέση
να εμπνευστεί από τον
πόλεμο και το θάνατο και εννοεί να γράφει μόνο όταν μέσα του υπάρχει λόγος να
το κάνει. Επομένως, ζώντας σε μια εποχή σκοτεινή, δε θέλει να
γράψει -τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που συνηθίζει- και, τελικά, όταν γράφει, τα
ποιήματα δεν ακολουθούν το δικό του στιλ γραφής. Ίσως έτσι μπορεί να εξηγηθεί και γιατί η Ποίηση 1948 είναι ένα
ποίημα που σε τίποτα δε μοιάζει με τα
χαρακτηριστικά ποιήματα του Εγγονόπουλου.
Παράλληλα,
βέβαια, ο θάνατος, η θλίψη, οι
αλληλοσκοτωμοί είναι θέματα που βαραίνουν τον ποιητή και δεν τον εμπνέουν να
γράψει - ακόμη κι όταν το κάνει, τα ποιήματα του κουβαλούν αυτό το βάρος της
απόγνωσης που ο πόλεμος φέρνει, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να
αποφορτίσουν ούτε τον ποιητή που τα γράφει ούτε τους αναγνώστες που τα
διαβάζουν. Επιπλέον, ο
ποιητής θεωρεί ίσως πως, όταν παντού γύρω αδελφοί σκοτώνουν αδελφούς, η ποίηση μόνο περιττή πολυτέλεια μπορεί να θεωρηθεί. Δεν
μπορεί να πείσει κανένα να σταματήσει τον πόλεμο κι επιπλέον δεν είναι σε θέση να
επηρεάσει κανέναν, ακριβώς γιατί όλοι είναι επικεντρωμένοι στην επιβίωση ή το θρήνο για τους
δικούς τους που έχουν χαθεί. Έτσι, η ζοφερή
πραγματικότητα του εμφύλιου πολέμου υπήρξε παράγοντας που μείωσε δραματικά το έργο του Εγγονόπουλου, και μάλιστα εν γνώσει του ότι
μπορεί να κατηγορηθεί για πνευματική λιποταξία. Ο ίδιος, εντούτοις, θέλησε να
μείνει σταθερός στις θέσεις και τα πιστεύω του κι επέλεξε συνειδητά τη σιωπή ή την ολιγογραφία για τους λόγους που
έχει εκθέσει.

του Εγγονόπουλου
Η Ποίηση
1948 διαφοροποιείται από το υπόλοιπο ποιητικό έργο του
Εγγονόπουλου σε επίπεδο γλώσσας και οργάνωσης. Στο
πρώτο επίπεδο, η γλώσσα του είναι
εξαιρετικά απλή, χωρίς το
συνδυασμό δημοτικών και λόγιων τύπων, τολμηρές επιλογές που δημιουργούν ιδιόμορφες
μεταφορές και γενικότερα ακραίες υφολογικές χρήσεις. Σε επίπεδο οργάνωσης, απουσιάζει
η κίνηση των εικόνων, υπάρχει λογική αλληλουχία και ειρμός στο νόημα και δεν υπάρχουν καθόλου λογικά άλματα. Έτσι, το συγκεκριμένο ποίημα είναι ένα
δημιούργημα ελάχιστα χαρακτηριστικό της ποιητικής του
Εγγονόπουλου.

Το ποίημα
διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα του Εγγονόπουλου. Η μορφή του ουσιαστικά καταδεικνύει και επαληθεύει την αδυναμία του
ποιητή να γράψει ποίηση στην περίοδο του Εμφυλίου. Είναι περισσότερο διαμαρτυρία για τον ίδιο και μανιφέστο των
θέσεων του και λιγότερο
αισθητικό δημιούργημα που υπηρετεί την ανάγκη του να εκφραστεί ποιητικά.

Το ποίημα
του Εγγονόπουλου Ποίηση 1948 δεν ανήκει στα χαρακτηριστικά ποιήματα της ποιητικής
του Εγγονόπουλου και του υπερρεαλισμού, κύριος εκφραστής του οποίου υπήρξε. Τα
υπερρεαλιστικά στοιχεία που υπάρχουν στο κείμενο είναι τα ακόλουθα:






Παράλληλα,
βέβαια, υπάρχουν κι άλλα στοιχεία στο
ποίημα, που το απομακρύνουν από τον υπερρεαλισμό, όπως η έλλειψη της αυτόματης γραφής, η λογική
αλληλουχία του νοήματος, η έλλειψη συνειρμικού
λόγου, ο λογικός ειρμός.

Η θλίψη του ποιητή φαίνεται σ' ολόκληρη την έκταση
του ποιήματος του. Τα σημεία στα οποία φαίνεται εναργέστερα η θλίψη του είναι
τα ακόλουθα:



[1] Ο
τίτλος δεν έχει μπροστά το οριστικό άρθρο
(δηλαδή «Η Ποίηση»), γι’ αυτό κι αναφέρεται γενικά στην έννοια της
ποίησης. Ο χρονικός προσδιορισμός «1948» καθορίζει ότι το ποίημα γράφτηκε το
1948, ενώ μαινόταν ακόμη ο εμφύλιος της περιόδου 1946-1949.
[2] Ο
Εμφύλιος στην Ελλάδα
Με τον όρο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος εννοούμε τη
χρονική περίοδο ένοπλων συγκρούσεων που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα μεταξύ
του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας υπό των έλεγχο των κομμουνιστών, και του
Ελληνικού στρατού που ήταν υπό τον έλεγχο της κεντροδεξιάς κυβέρνησης των
Αθηνών. Επίσημα διήρκεσε από το Μάρτιο του 1946 έως τον Οκτώβριο του 1949 και
είχε ως αποτέλεσμα την ήττα των κομμουνιστών. Θεωρείται διεθνώς η πρώτη πράξη
του Ψυχρού Πολέμου στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου