Ο ΔΟΚΙΜΙΑΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΦΡΑΣΗ - ΕΚΘΕΣΗ Β΄ ΛΥΚΕΙΟΥ (ΣΕΛ. 320)

Είναι παγκόσμια γλώσσα η γλώσσα της τέχνης, γιατί εκφράζει τις πανανθρώπινες αγωνίες, τους κοινούς πόθους και τους κοινούς στόχους του ανθρώπου ως πλάσματος του Θεού, με το σήμα, τις προδιαγραφές και τη σφραγίδα της ουράνιας καθαρότητας και ευαισθησίας και όχι με τις φυλετικές, τις φατριαστικές και τις εθνικιστικές προσμίξεις της ανθρώπινης αδυναμίας και ματαιοπονίας.
     Άλλωστε, αυτά που ενώνουν κατά βάθος τους ανθρώπους είναι πολύ περισσότερα από αυτά που τους χωρίζουν κατά πλάτος. Πιο πολλά είναι τα σημεία επαφής με τους άλλους παρά τα σημεία τριβής.
    Η τέχνη, λοιπόν, που δεν πρέπει και δεν μπορεί να γίνει "της κοινωνίας η μαμή", οφείλει εγκαταλείποντας τη νωχελική της αυταρέσκεια και την ελιτιστική της αυτοαπομόνωση, να εκφράσει χωρίς διχαστικές τάσεις, μικρόψυχα διλήμματα και ιδιοτελή προσχήματα, τις πανανθρώπινες ανησυχίες, αγωνίες και ευαισθησίες και να γίνει ο συνεκτικός κρίκος ανάμεσα στη θεία μακαριότητα και στην ανθρώπινη ματαιότητα.
    Η τέχνη, έχουν πει, είναι ο δρόμος από όπου το άτομο επιστρέφει στην ομάδα (Έρνστ Φίσερ). Είναι πολλοί οι δρόμοι και οι τρόποι με τους οποίους μπορεί κανείς να επικοινωνήσει με τους άλλους. Στην εποχή μας όμως, εποχή μεγάλων μέσων αλλά συγκεχυμένων σκοπών, εποχή αλλοτριωμένη και αντιφατική, τραγικά παράλογη και παράλογα τραγική, οι γέφυρες επικοινωνίας των ανθρώπων έχουν στην πλειοψηφία τους στενέψει ή ναρκοθετηθεί. Συγκοινωνούμε στην καλύτερη περίπτωση με τους άλλους εξωτερικά, αλλά δεν επικοινωνούμε εσωτερικά. Η επικοινωνία μας είναι ρηχή, επιδερμική, χρησιμοθηρική, είναι η λειτουργική της επίπεδης καθημερινής συναλλαγής. Γι' αυτό και λέμε "ποτέ οι στέγες των σπιτιών δεν ήταν τόσο κοντά και οι ψυχές των ανθρώπων τόσο απόμακρα".
    Ο άνθρωπος, θα μας πει ο Ρουσώ, γεννήθηκε αγνός, αλλά τον διέφθειρε ο πολιτισμός. Γι' αυτό κήρυττε την επιστροφή στη φύση, σε συνθήκες δηλαδή φυσικότερης, απλούστερης και αγνότερης ζωής· χωρίς τα προσωπεία του συμβατικού καθωσπρεπισμού, χωρίς τις αλλοτριωτικές επεμβάσεις και επιδράσεις του αμφιλεγόμενου πολιτισμού.
    Ο άνθρωπος που ζει μόνος του είναι, λέει ο Αριστοτέλης, ή θεός ή θηρίο. Οι άνθρωποι του καιρού μας πιστεύοντας πως κόλαση δεν είναι τόσο η απουσία των άλλων όσο οι άλλοι, επιδιώκουν συστηματικά και κάποτε αυτοβασανιστικά την απομόνωση, επειδή φοβούνται τη μοναξιά. Προτιμούν την αριστοκρατική εξωτερική μοναξιά της αυτοαπομόνωσης, της ερημιάς, από αυτήν της πολυκοσμίας, την εσωτερική, την υπαρξιακή, αυτήν της κοινωνικής υποκρισίας.


                                                                                                                                                                     
Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν χαρακτηρίζεται για την ικανότητά του να ανταποκρίνεται σταθερά, με τρόπο πειστικό και αποτελεσματικό, στις συνθήκες που διαμορφώνει κάθε φορά το κοινωνικό γίγνεσθαι. Η αλλαγή της σύνθεσης του μαθητικού πληθυσμού, ως αποτέλεσμα της ταχείας εισροής ξένων μεταναστών, δοκίμασε τις αντοχές του ελληνικού σχολείου και επανέφερε με δραματικό τρόπο το ζήτημα της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
    Ενθυμούμεθα τα πρώτα χρόνια της έλευσης των οικονομικών μεταναστών στον τόπο μας, όταν έρχονταν οι μαμάδες, δυο - δυο, τρεις - τρεις, να γράψουν τα παιδιά τους στο σχολείο κρατώντας τα σφιχτά απ’ το χέρι. Γυναίκες κουρασμένες, φοβισμένες, ανήσυχες. Παιδιά με μάτια ορθάνοιχτα, με φανερά τα σημάδια της ανέχειας και της ταλαιπωρίας. Έραβαν τις λέξεις, αγγλικές, ελληνικές, να συνεννοηθούν, να δείξουν τα λιγοστά χαρτιά τους, να γράψουν τα παιδιά τους στο σχολείο.
    Οι δάσκαλοι, αμήχανοι, ανέτοιμοι, αφημένοι στη σύγχυση των προκαταλήψεων, έψαχναν κι αυτοί να βρουν γλώσσα επικοινωνίας. Όταν πια ξεκινούσαν τα μαθήματα, οι τάξεις παρουσίαζαν μία εικόνα μεγάλης ανομοιογένειας. Γρήγορα οι αλλοδαποί μαθητές μας κατέλαβαν τα πίσω θρανία της τάξης.
    Η σχολική πραγματικότητα, όπως είχε πλέον διαμορφωθεί, ανησύχησε βαθιά - όχι πάντα αδικαιολόγητα - τους γονείς των Ελλήνων μαθητών μας, που έβλεπαν το σχολείο να υποβαθμίζεται. Πολλοί πήραν τα παιδιά τους από το σχολείο αναζητώντας ένα άλλο σχολικό περιβάλλον, απαλλαγμένο από την παρουσία των αλλοδαπών μαθητών. Όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα, στράφηκαν στην ιδιωτική εκπαίδευση και η στροφή αυτή πήρε γρήγορα μεγάλες διαστάσεις. Με λύπη διαπιστώσαμε πως το σχολείο μας έχει χάσει ένα αξιόλογο μέρος του μαθητικού του δυναμικού και οδηγείτο σε ακόμη μεγαλύτερη υποβάθμιση.
    Κάθε δάσκαλος είχε πλέον δύο δρόμους για να διαλέξει: είτε να ενστερνιστεί τις ξενόφοβες αντιλήψεις που πρόβαλλαν σταθερά εκείνη την εποχή ορισμένα Μ.Μ.Ε. είτε να δώσει τον αγώνα προκειμένου να στηρίξει μαθησιακά και συναισθηματικά τα παιδιά της τάξης του. Όσοι, εν επί γνώσει ή ανεπίγνωστα, ακολούθησαν τον πρώτο δρόμο, γρήγορα έθεσαν τους αλλοδαπούς μαθητές στο περιθώριο της τάξης. Αποθαρρυμένα τα παιδιά από την κακή τους επίδοση στα μαθήματα και τη μικρή τους αποδοχή στην τάξη, εμφάνισαν χαμηλό αυτοσυναίσθημα, ανασφάλεια και εσωστρέφεια. Η δυσκολία τους να προσαρμοστούν στο κοινωνικό και σχολικό περιβάλλον, τα έκανε να συμπεριφέρονται επιθετικά και να προτιμούν τη συσπείρωσή τους σε ομάδες ανάλογα με τη χώρα προέλευσης. Σε κάθε περίπτωση, η απόσταση που τα χώριζε από το δάσκαλο και τους συμμαθητές του
ολοένα μεγάλωνε.  
    Υπήρχαν όμως και οι άλλοι, οι δάσκαλοι εκείνοι που τη σκέψη και την πράξη τους καθόριζε το πνεύμα της αποδοχής και του σεβασμού στο ανθρώπινο πρόσωπο. Καθησύχασαν όσους γονείς ανησυχούσαν, δοκίμασαν ομαδοσυνεργατικές μεθόδους διδασκαλίας, ευνόησαν τη συμμετοχή των αλλοδαπών μαθητών στις δραστηριότητες της τάξης, νοιάστηκαν για την κάλυψη των συναισθηματικών, συχνά και των υλικών τους αναγκών. Μέσα σε δύσκολες συνθήκες, έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό ώστε να συγκλίνουν οι προσδοκίες και οι διαθέσεις των μελών της τάξης. Δεν δίστασαν, όποτε οι συνθήκες το απαιτούσαν, να υπερβούν το ρόλο τους, όπως αυτός είναι παραδοσιακά γνωστός και προδιαγεγραμμένος.
    Οι σχέσεις που παρουσίαζαν τα μικρότερα προβλήματα ήταν εκείνες μεταξύ των μαθητών. Θαυμάσιες φιλίες γεννήθηκαν στα προαύλια των σχολείων ανάμεσα σε Έλληνες και αλλοδαπούς μαθητές, ιδίως όταν απουσίαζαν άστοχες ή επικίνδυνες παρεμβάσεις γονέων και εκπαιδευτικών

ΚΕΙΜΕΝΟ
   Ο σημερινός άνθρωπος βρίσκεται κάτω από ψυχολογική πίεση,την οποία προκαλεί με χίλιους τρόπους και από χίλια κανάλια το προβαλλόμενο όραμα της καταναλωτικής "ευτυχίας". Το αδιάκοπο κυνήγι του φευγαλέου αυτού οράματος -μιας τελείωσης μέσα από την απόκτηση υλικών αγαθών και την κατανάλωση-δημιουργεί ποικίλα κοινωνικά προβλήματα με ανυπολόγιστες πολλές φορές ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις. Τα κοινωνικά προβλήματα που προωθεί η "κοινωνία της αφθονίας" είναι κατ' εξοχήν αντιπνευματικά, διότι συνδέουν την αυτοεκτίμηση και την αυτοεπιβεβαίωση του ανθρώπου με την ικανότητα του να καταναλώνει και να επιδεικνύει αυτήν για την κατανάλωση υλικών αγαθών. Κάθε μέσο για την απόκτηση της δυνατότητας αυτής γίνεται "θεμιτό", από τη στιγμή που κοινωνικά αναγνωρίζεται και "καταξιώνεται".
    Ειδικότερα, η χυδαία ευδαιμονιστική αντίληψη της ζωής λειτουργεί αποδυναμωτικά και αφήνει, ιδιαίτερα το νέο άνθρωπο, ανέτοιμο να αντιπαλαίσει σε κάθε κατάσταση με την οποία δεν έχει εξοικειωθεί. Από το άλλο μέρος συντείνει σε μια αγωγή, η οποία συγχέει τα όρια ανάμεσα στην ελευθερία και την ελευθεριότητα και κάνει τους νέους ανθρώπους ανίκανους και για τα στοιχειώδη ακόμη αυτοπειθαρχία, ενώ παράλληλα δεν τους μαθαίνει το στοιχειώδη νόμο της ζωής, που αναφέρεται στο δικαίωμα να παίρνεις, αλλά και στην υποχρέωση να δίδεις στον άλλον, το συγκεκριμένο άνθρωπο και την ολότητα.
    Επιπλέον ο πολύτιμος χρόνος της πεπερασμένης ζωής φορτίζεται με το άγχος, όχι πάντοτε της επιβίωσης, αλλά με την αγωνία για την απόκτηση υπερπληθώρας αγαθών συχνά περιττών ή και αχρήστων. Παρασύρεται ο άνθρωπος στο παιχνίδι της "αφθονίας" και εισέρχεται στο χορό της σπατάλης, όταν ακόμη δεν έχει ανταπεξέλθει στις βασικές ανάγκες της ζωής.
    Αλήθεια, έχει ποτέ σκεφθεί μέχρι ποιου σημείου έχει παύσει ο σημερινός άνθρωπος να ελέγχει τη ζωή του και να τη διαμορφώνει ανάλογα με τις πραγματικές ανάγκες και επιθυμίες και κυρίως με τις βαθύτερες εφέσεις της αθάνατης ψυχής του ; Είναι γεγονός ότι ανύπαρκτες ανάγκες κατευθύνουν τη ζωή του και τον μεταβάλλουν όλο και περισσότερο σε καταναλωτική μηχανή.
    Γι' αυτό και η ορθολογιστική χρησιμοποίηση των επιτεύξεων της τεχνολογίας μπορούσε να συντελέσει, ώστε να μένει στον άνθρωπο περισσότερο ελεύθερος χρόνος και καλύτερη διάθεση για να ασχοληθεί με κάτι. ουσιαστικότερο: την πνευματική ζωή, ως στροφή προς το θεό, αλλά και προς τον συνάνθρωπο.
    Συμβαίνει όμως το αντίθετο. Από τη στιγμή που χωρίς να το αντιλαμβάνεται υποδουλώνεται στα υλικά αγαθά και αντί να τον υπηρετούν τα υπηρετεί και υπάρχει για αυτά, η ζωή του φτωχαίνει. Καταντά να ζει με το άγχος της αποκτήσεως πραγμάτων, τα οποία γίνονται κύριος στόχος της ζωής του.
    Το πιο "μοντέρνο" θεωρείται ότι είναι και το καλύτερο και χίλια δυο παλιά και ωραία πράγματα τα παραγκωνίζει και τα πετά, επειδή δεν ταιριάζουν στις τυποποιημένες αξιώσεις, τις οποίες "σερβίρει" η μαζική βιομηχανική παραγωγή.

 "H πιο σημαντική συνεισφορά του σχολείου είναι, προσαρμοσμένο και ανταποκρινόμενο στα αιτήματα των καιρών, όχι απλά να εξοπλίζει τα παιδιά με γνώσεις, όσο με κατάλληλους μηχανισμούς αποκωδικοποίησης, οργάνωσης και ερμηνείας των πληροφοριών". Oι γνώστες των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων, Tρεις Ιεράρχες, απέδειξαν την ανάγκη του διφυούς χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Παροχή γνώσεων, αλλά και δυνατότητος δημιουργίας γνώμης είναι η διδασκαλία τους. Αυτή είναι η πρόκληση και για το σύγχρονο σχολείο.
Στην εποχή της οπτικοακουστικής πληροφοριακής πλημμυρίδας και της πληροφορικής, ο άνθρωπος δεν μπορεί και δεν πρέπει να μένει απληροφόρητος. Επειδή η πληροφορία είναι γνώση και η γνώση είναι δύναμη, οι καλά πληροφορημένοι άνθρωποι είναι οι δυναμικοί πολίτες του καιρού μας, που μπορούν να ζουν και να πολιτεύονται με σύνεση και ευθυκρισία και να ευδοκιμούν σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και παρουσίας. Επειδή η συμπεριφορά, η προσωπικότητα, ο χαρακτήρας, η διαγωγή του κάθε ανθρώπου είναι συνάρτηση της καταγωγής και της αγωγής του, οι σύγχρονοι άνθρωποι για να μην καταστούν αμέτοχοι των πολιτιστικών, κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων του καιρού τους, για να μη χαρακτηριστούν αποσυνάγωγοι, δε θα πρέπει να παραμείνουν ανάγωγοι.
    Η αγωγή όμως, στις μέρες μας τουλάχιστον, δεν ασκείται μονοπωλιακά και αποτελεσματικά στους σχολικούς μόνο χώρους, αλλά και στον ευρύτερο πλέον κοινωνικό χώρο, ιδιαίτερα μετά την εξάπλωση και την κυριαρχία του ηλεκτρονικού τύπου. Βασικό, επομένως, μέλημα της παιδευτικής διαδικασίας του σχολείου όλων των βαθμίδων, είναι, πρέπει να είναι εφόσον δε θέλει να κωφεύει στα αιτήματα και στα μηνύματα των καιρών, εφόσον δε θέλει να μένει αναχρονιστικό και ανεπίκαιρο και εφόσον θέλει να συντονίσει το βηματισμό του με το ρυθμό των σύγχρονων επιστημονικών και πολιτισμικών εξελίξεων, να μην παρέχει μόνο γνώσεις έτοιμες, ξηρές, τυποποιημένες, εγκεφαλικές, πρέπει πρώτιστα να αναπτύξει τη γνωστική ικανότητα των μαθητών, για να μπορούν μέσα και έξω από το σχολείο να αξιολογούν το πληροφοριακό υλικό, να το αποκωδικοποιούν, να το ιεραρχούν, να το κατανοούν, να το αφομοιώνουν ή να το απορρίπτουν.
Μια κινέζικη παροιμία λέει: "Αν προσφέρεις σε κάποιον ψάρια, θα φάει μια φορά, αν τον μάθεις να ψαρεύει, θα τρώει σε όλη του τη ζωή". Και αυτός πρέπει να είναι ο στόχος του σύγχρονου σχολείου. να μετατρέψει δηλαδή τους μαθητές σε αλιείς γνώσεων, να μετατρέψει τις έμφυτες ή επίκτητες μαθησιακές δυνατότητες, σε γνωστικές ικανότητες, να μορφώσει το νου του, να διαμορφώσει την ψυχή του, να ηθικοποιήσει τη βούλησή του, να καταξιώσει πολύτροπα και πολυδύναμα την παρουσία του πάνω στη γη.

"Ο καταμερισμός της εργασίας"

... Ο καταμερισμός, που είναι σήμερα το αναπόφευκτο, αύριο, μεθαύριο μπορεί να γίνει η νέα μοίρα της ανθρώπινης τραγωδίας. Γιατί η τυποποίηση δεν είναι άσχετη, αν καλοκοιτάξει κανείς το θέμα, προς τον καταμερισμό. Όσο η ενέργεια περιορίζεται σε κλειστούς χώρους, τόσο και το πρόσωπο που ενεργεί μεταμορφώνεται σε ακούσιο όργανο, παύει να συμμετέχει συνειδητά στην προσπάθεια. Η επανάληψη σκοτώνει την ευδιαθεσία και η έλλειψη της ευδιαθεσίας μαραίνει την φαντασία. Και δεν πρέπει να λησμονούμε πως η φαντασία, είτε ε­φαρμοσμένη στα πράγματα είτε όχι, είναι πολύτιμη μορφή ελευθερίας. Ο μεγάλος κίνδυνος λοιπόν υπάρχει εκεί: ο άνθρωπος που επα­ναλαμβάνει σε μια ολόκληρη ζωή την ίδια κίνηση, που περιορίζει το οπτικό του πεδίο σε μια απειροελάχιστη μορφή ενέργειας, γίνεται πια ο ίδιος ένας χώρος στεγανός, όπου ο ήλιος από άλλους κόσμους δε βρίσκει τόπο να πέσει. Και αν αυτό συμβαίνει, με τόσο βλαπτικά αποτελέσματα στην περιοχή της πρακτικής προσπάθειας, πολύ περισσότερο μπορεί να συμβαίνει και με συνέπεια την απώλεια της συνείδησης των συνόλων, στην περιοχή της επιστημονικής προσπάθειας. Εκεί πια παίρνει τη μορφή αλγεινής περιπέτειας, που μόνο λίγοι, εξαιρετικά προικισμένοι, μπορούν, κατά ένα ποσοστό, να την ξεφύγουν. Το ερώτημα τώρα έρχεται από μόνο του: υπάρχει έξω από τη δι­εύρυνση και την καλή χρησιμοποίηση του διαθέσιμου χρόνου. Ένας γιατρός δεν είναι πια σωστό, καθώς έχουν διαμορφωθεί τα πράγ­ματα, να μην έχει ειδικευθεί σ' ένα κλάδο της επιστήμης του. Αλλά θαυμάσια μπορεί να χρησιμοποιήσει το διαθέσιμο χρόνο του, για να κερδίζει και τη γενική επιστημονική γνώση, που θα καταστήσει και την ειδίκευση του αποτελεσματικότερη. Και η "ανθρώπινη βίδα" πρέπει στην άδεια της ώρα να ξεβιδώνεται όσο πληρέστερα μπορεί, αποβλέποντας στη γενική καλλιέργεια ώστε η ομοιομορφία της προ­σπάθειας να μην προκαλεί την ολοκληρωτική τυποποίηση...
... Η ειδίκευση δεν είναι μια ιδιορρυθμία της εποχής. Είναι ανάγκη και χρέος. Από στιγμή σε στιγμή η ανθρώπινη γνώση μεγαλώνει, πλήθη βιβλίων στοιβάζονται στις βιβλιοθήκες, πλήθη εργαστηρίων διευκολύνουν τις λεπτομερέστερες έρευνες, πλήθη επιστημόνων και τεχνικών κατακτούν τις σκοτεινές επικράτειες του αγνώστου. Έτσι, η ειδίκευση γίνεται αναπόδραστη ανάγκη. Πουθενά δεν αρκεί ο έ­νας. Χρειάζονται οι πολλοί. Ο ειδικός είναι ένας αιχμάλωτος. Αιχμάλωτος του επιστημονικού ή τεχνικού κλάδου που καλλιεργεί, αιχ­μάλωτος του πλασματικού κοσμοειδώλου που έχει κατασκευάσει με μόνα τα υλικά του εργαστηρίου του, γιατί άλλα υλικά δε διαθέτει...
... Υπάρχουν πολλοί ανάμεσα τους που το αισθάνονται τούτο το φοβερό μειονέκτημα. Αισθάνονται πως είναι ακρωτηριασμένοι, ανά­πηροι, δεσμώτες ενός μονότροπου πεπρωμένου. Η ειδίκευση, και μάλιστα όταν, καθώς στην ιατρική, αναφέρεται σε ολωσδιόλου περί­κλειστη περιοχή, γίνεται εφιάλτης. Ο επιστήμονας, έπειτ' από τις γενικές θεωρήσεις που του είναι προσιτές κατά τα πρώτα χρόνια των σπουδών του, εγκαταλείπεται στο παρακλάδι, που αντιπροσωπεύει και τούτο ένα τρομερό όγκο γνώσεων διηνεκώς αυξανόμενο. Και το παρακλάδι δεν του στερεί μόνο, καθώς έχει τόσες φορές ειπωθεί τη θέα του δάσους, του στερεί και τη θέα του δέντρου. Αν προσπαθήσει να περιλάβει στην εποπτεία του ολόκληρο το δέντρο, αν θελήσει να γνωρίσει ολόκληρο το δάσος, πολύ σύντομα θα υποχρεωθεί ή να ε­γκαταλείψει τον αγώνα, αν είναι αληθινά ευσυνείδητος, ή να νιώσει πως βρίσκεται μετέωρος, πως δεν πατεί σε στέρεο έδαφος...
... Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που συμβαίνει να μας ξαφνιάζουν οι ειδικοί με την παχυλή τους αμάθεια ως προς τα θέματα της γενικής καλλιέργειας. Γιατί υπάρχουν και τα θέματα τούτα, που αναφέρονται βέβαια σε μια ειδικότητα, αλλά δεν παύουν να ενδιαφέρουν και τον καθένα. Η ποίηση, η πεζογραφία, το θέατρο, η ζωγραφική, ολόκληρη μ' ένα λόγο η τέχνη, και η φιλοσοφία, στις αδρές της του­λάχιστον γραμμές, και η ιστορία, κατά γένι
κό σχήμα επίσης, δεν ανήκουν μόνο στην ειδίκευση, αλλά και στη γενική καλλιέργεια. Το πράγμα θα μπορούσε κατά μέρος τουλάχιστο να θεραπευθεί, αν σε κάθε ανώτατη σχολή υπήρχε και μια "έδρα πολιτισμού", εμπιστευμένη σε κατάλληλο πρόσωπο.
Η ειδίκευση, πρέπει να το πάρουμε απόφαση, δεν είναι μια υπόθεση που μπορεί ν' ανασταλεί ή να περιορισθεί. Όσο προχωρούν οι καιροί, τόσο περισσότερο η γνώση θα κατατεμαχίζεται. Εκείνο λοιπόν που χρειάζεται δεν είναι να την επιτιμούμε, αλλά να προσπαθού­με να την τοποθετήσουμε στον κανονικό χώρο, ώστε να μην αποσκεπάζει ολόκληρο τον άνθρωπο και ν' αφήνει κάποια περιθώρια καθολικότερης δραστηριότητας. Με τον όρο "περιθώρια" δεν εννοώ "χόμπυ" ... Εδώ πρόκειται για κάτι ουσιαστικότερο: για μια μετακί­νηση, για μια συμπλήρωση του κοσμοειδώλου που έχει συλλάβει ο ειδικός. Όταν το κοσμοείδωλο ευρυνθεί και τα σύγχρονα προβλήματα θ' αντιμετωπιστούν γενναιότερα και αποτελεσματικότερα. Και θα επιτευχθεί το μεγάλο όνειρο της γενιάς μας: ο εξανθρωπισμός της επιστήμης.
Ι.Μ. ΠΑΝΑΠΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Ειδίκευση

Σε παλαιότερες εποχές πραγµατικά µορφωµένος και καλλιεργηµένος ήταν ο "πανεπιστήµων", αυτός που είχε γνώσεις για όλους τους τοµείς του επιστητού. Στα χρόνια, όµως, που ακολούθησαν - ιδίως µετά τη βιοµηχανική επανάσταση -σηµειώθηκε σηµαντική πρόοδος σε όλες τις επιστήµες, που έφερε µια άλλη επανάσταση στον τοµέα της γνώσης. Στις ηµέρες µας ο όγκος των γνώσεων είναι ασύλληπτος από τον περιορισµένης δυνατότητας ανθρώπινο νου. Η εξέλιξη των επιστηµών ξεπερνά τις δυνατότητες προσαρµογής στο νέο και αφοµοίωσης των εκάστοτε νέων γνωστικών στοιχείων.
Για να τεθεί, λοιπόν, στην υπηρεσία του ανθρώπου το αποτέλεσµα όλης αυτής της εξέλιξης, είναι απαραίτητη η ειδίκευση: η ενασχόληση µ' έναν περιορισµένης εµβέλειας γνωστικό τοµέα, µε στόχο την εµβάθυνση στο αντικείµενο της µελέτης. Όταν στον ίδιο επιστηµονικό τοµέα εµφανίζονται ειδικότεροι κλάδοι, τότε γίνεται λόγος για εξειδίκευση.
Η εξειδίκευση είναι ένα φαινόµενο γενικότερο. Παρατηρείται και στην επαγγελµατική δραστηριότητα του ανθρώπου. Αυτή η "µορφή εξειδίκευσης είναι επιβεβληµένη από την τεχνολογική πρόοδο. Η παραγωγή έχει πλέον πολύπλοκο χαρακτήρα και, για να γίνεται περισσότερο αποδοτική και ποιοτική, πρέπει κάθε εργαζόµενος να ειδικεύεται σε ορισµένους τοµείς της παραγωγής ή σε ορισµένο και περιορισµένο είδος εργασίας και σ' αυτά να διοχετεύει όλες τις ικανότητες του. Τα πλεονεκτήµατα της εξειδίκευσης είναι σηµαντικά για την προαγωγή της επιστήµης αλλά και για τη γενικότερη οικονοµική ζωή µιας χώρας. Όµως, η αυστηρά πειθαρχηµένη τάξη και οργάνωση, την οποία επιβάλλει, έρχεται σε σύγκρουση µε τις πολύπλευρες ικανότητες του ανθρώπου και οδηγεί στη δηµιουργία πολλών και σοβαρών προβληµάτων.
Βέβαια, στην περίπτωση του βιοµηχανικού εργάτη ο περιορισµός των ενεργειών του σε καθορισµένο και περιορισµένο μέρος της παραγωγής και η συνεχής επανάληψη µιας ακολουθίας πράξεων περιορισµένης ευρύτητας τον αποξενώνει από το δηµιούργηµά του. Στην ουσία πρόκειται για δηµιουργία πολλών, όχι όµως αποτέλεσµα της συνεργασίας πολλών. Ο σχεδιασµός είναι προνόµιο λίγων και η εκτέλεση καθήκον πολλών, µε καθοριστικό παράγοντα την παρέµβαση της µηχανής. Με αυτόν τον τρόπο ο εργαζόµενος χάνει τη χαρά της δηµιουργίας.
Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι, αν και η ειδίκευση είναι απαραίτητη σε µια ανταγωνιστική κοινωνία, δηµιουργεί ένα πλήθος προβληµάτων και για τα άτοµα και για την ίδια την κοινωνία. Η απόρριψη βέβαια της εξειδίκευσης δε συζητείται, γιατί αυτό συνεπάγεται ανατροπή του πολιτισµού, όπως αυτός έχει διαµορφωθεί. Μια τέτοια ανατροπή, αν δεν έχει τίποτα έτοιµο να παρουσιάσει σε αντικατάσταση, µόνο χάος µπορεί να δηµιουργήσει…Τα προβλήµατα, όµως, ζητούν - πολλές φορές επιτακτικά - άµεση λύση..
Στον τοµέα (…) της παραγωγής πρέπει να πρυτανεύσει µια άλλη φιλοσοφία. Η µηχανή δεν είναι για να παράγουµε περισσότερα προϊόντα αλλά και για να εξασφαλίζουµε περισσότερο ελεύθερο χρόνο, που θα διατίθεται για ψυχαγωγία και επωφελείς µορφωτικές ενασχολήσεις. Η τρίτη τεχνολογική επανάσταση βασίζεται στις επιστήµες της πληροφορικής και της τηλεµατικής. Με αυτές τις πληροφορίες µπορούν να συλλέγονται, να ταξινοµούνται σε συντοµότατο χρονικό διάστηµα και µε ελάχιστο κόστος εργασίες που θα χρειάζονταν άλλοτε εκατοντάδες ανθρώπους και αρκετούς µήνες για να έλθουν εις πέρας. Τώρα αυτά γίνονται από ελάχιστους ανθρώπους σ' ελάχιστο χρόνο, που σηµαίνει πως ο υπόλοιπος τεράστιος χρόνος µπορεί ν' αφιερωθεί στην ολόπλευρη καλλιέργεια...
Σ. Καργάκος: Προβληµατισµοί, τόµος ∆', εκδ. Gutemberg, Αθήνα 1989

 Επάγγελμα

Ο άνθρωπος μπαίνει στο επάγγελμα όπως σε μια σφαίρα από την οποία δεν πρόκειται πια να βγεί, όσο μακρά ζωή και αν ζήσει- και το επάγγελμα μπαίνει μέσα στον άνθρωπο, τον κυριεύει, και αυτή η υπόταξη διαρκεί όσο περίπου και η ζωή του.
Το επάγγελμα σχηματίζει τον άνθρωπο, τον φτιάχνει. Δε θα είναι υπερβολή εάν ειπούμε ότι το επάγγελμα διαμορφώνει όχι μόνο την εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου, αλλά και τον (σωματικό και διανοητικό) τύπο του, τη "δομή" του. Ο τρόπος που βλέπει, μιλεί, χει­ρονομεί, περπατεί, διασκεδάζει κ.τ.λ. είναι βαθιά επηρεασμένος από το επάγγελμα που ασκεί. Στο ντύσιμο, στο χτένισμα, στους μορ­φασμούς, στη γλώσσα κ.τ.λ. είναι αποτυπωμένη η επαγγελματική μας απασχόληση και σήμερα ακόμη όπου, στους άνδρες τουλάχιστον, ο συρμός έχει επιβάλει μιαν αφόρητη μονοτονία στο κεφάλαιο της εξωτερικής περιβολής και των τρόπων της συμπεριφοράς. Από το ντύσιμο, την κουβέντα και το φέρσιμο μπορείτε χωρίς μεγάλη δυσκολία να μαντέψετε ποια είναι η επαγγελματική απασχόληση του συ­νομιλητή σας. Ο στρατηγός, και όταν ακόμη δε φορεί τη στολή του, σας δηλώνει με τον τρόπο που στέκεται ή περπατεί οτι είναι στρα­τιωτικός. Ο γιατρός, ο καθηγητής, ο ναυτικός, ο κληρικός, ο τεχνίτης εξαιτίας του επαγγέλματος τους τείνουν προς ορισμένο τύπο με ειδικά χαρακτηριστικά στην εμφάνιση και στην έκφρασή τους. Γι' αυτό, εάν καμιά φορά μας συστήσουν κάποιον που τον βλέπομε σχολαστικό στους τρόπους, άκαμπτο στις κινήσεις του, ντυμένο πολύ διακριτικά και μας ειπούν ότι είναι λ.χ. επαγγελματίας αθλητής, ξαφ­νιαζόμαστε. Κάτι το ασυμβίβαστο, το αντιφατικό αισθανόμαστε ότι υπάρχει ανάμεσα στη μορφή και στο επάγγελμά του. Η καθη- μερινή πείρα δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοια απρόοπτα... Περιττό να προσθέσω ότι το επάγγελμα φτιάχνει και τον εσωτερικό μας κόσμο, επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο παρατηρούμε, κρίνομε, αποτιμούμε τα πράγματα. Και όταν καμιά φορά λέγομε: "έτσι θα μπορούσε να μιλήσει μονάχα ένας γιατρός", δεν αδικούμε το γιατρό, αλλά αναγνωρίζαμε στον τρόπο της σκέψης του ανθρώπου που μας μιλεί μιαν ορισμένη επαγγελματική νοοτροπία. Αποτυπώνει λοιπόν το επάγγελμα απάνω μας τη σφραγίδα του. Τα ασυμβίβαστα ή τα διάφωνα παρουσιάζονται σχεδόν κατά κανόνα μόνο στις περιπτώσεις όπου ο άνθρωπος δεν έχει μπει καλά στο επάγγελμά του ή το επάγγελμα δεν έχει καλά εγκατασταθεί μέσα του. Δυστυχώς δε διαλέγει κανείς πάντοτε το επάγγελμα που θα ασκήσει σύμφωνα με τις κλίσεις ή τις ικανότητές του. Συχνά, συχνότατα διάφοροι λόγοι (παρορμήσεις, πιέσεις, φαντασιώσεις) μας υποχρεώνουν να ασκήσουμε ένα επάγγελ­μα που δε μας ταιριάζει. Αν συμβεί όμως να ευνοηθεί κανείς με την ελευθερία της εκλογής, τότε βλέπομε πόσο καλά του πάει το επάγ­γελμα που ασκεί, και πόσο καλά ταιριάζει κι αυτός στο επάγγελμα που διάλεξε.
Αξίζει να σημειωθεί ιδιαίτερα ότι στον αληθινό επαγγελματία υπάρχει (συνειδητή και όχι σπάνια ασύνειδη) η πεποίθηση ότι πέρα α­πό τον απλό βιοπορισμό, πέρα και από την κοινωνική θέση που εξασφαλίζει το επάγγελμα, κάποιος γενικότερος κοινωνικός σκοπός ε­ξυπηρετείται με αυτό. Με την επαγγελματική του δραστηριότητα το άτομο γίνεται οργανικό μέλος της κοινωνίας και εργάζεται για την ευστάθεια και την πρόοδό της. Ο γιατρός, ο δικηγόρος, ο μηχανικός, ο πλοίαρχος δίνονται στο επάγγελμά τους ακόμη και όταν δεν το χρειάζονται για βιοπορισμό ή κοινωνική προβολή, γιατί αισθάνονται (συνειδητά ή ασύνειδα) οτι δεν είναι μόνο ο χρόνος της ζωής τους που θα αδειάσει, ούτε μόνο η κοινωνική τους υπόσταση που θα γίνει ανάπηρη αν το εγκαταλείψουν, αλλά ότι κάτι μέσα στο κοινωνικό σώμα θα πάει άσχημα, εάν δεν κάνουν όπως εκείνοι ξέρουν και μπορούν τη δουλειά τους.
Σήμερα, η επαγγελματική πειθαρχία, η επαγγελματι­κή δεοντολογία, η επαγγελματική "υπερηφάνεια", με ένα λόγο: η επίγνωση της κοινωνικής σημασίας που έχει η άσκηση του επαγγέλματος, είναι φαινόμενα που επιβεβαιούν ότι ο πραγματικός επαγγελματίας, εκείνος που είναι ψυχικά εναρμονισμένος με την επαγγελματική του απασχόληση, έχει (συνειδητά ή ασύνειδα) την πεποίθηση ότι προσφέρει μιαν αναντικατάστατη υπηρεσία στο κοινωνικό σύνολο, και όταν εγκαταλείψει τη θέση του, πάψει να ασκεί το επάγγελμα του, κάτι μέσα στον μηχανισμό της κοινωνίας θα διαταραχθεί.
Γι' αυτό θα έλεγα, συνοψίζοντας όλα όσα προηγήθηκαν, ότι στο επάγγελμα και δια του επαγγέλματος το άτομο πραγματοποιεί την κοινωνική του αποστολή, και αντίστροφα: στα επαγγέλματα και δια των επαγγελμάτων η κοινωνία εξατομικεύει το έργο της, το κατανέμει στα μέλη της.

Επιστήμη και Τέχνη
Όποιος έχει πολιτογραφηθεί στων «ιδεών την πόλη» έχει βαριές ευθύνες
"... Υποστηρίζω ανεπιφύλαχτα ότι τα συνθήματα "η επιστήμη για την επιστήμη" κλπ. είχαν κάποιο βαθύτερο λόγο να διατυπωθούν με τόση αδιαλλαξία (όταν και όποτε εξαγγέλθηκαν), γιατί έπρεπε να μη νομιμοποιηθεί η δουλεία της επιστημονικής και της καλλιτε­χνικής εργασίας σε αλλότριες και ύποπτες "σκοπιμότητες" και "βλέψεις". Μόνον όμως άνθρωποι ιδιόρρυθμοι και εκκεντρικοί τα ερμήνεψαν κατά λέξη και τα έκαναν προσχήματα, για να δικαιολογήσουν τη φιλαυτία και τη δουλεία τους. Η άκρα προς την αλήθεια ευλάβεια είναι αρετή του ερευνητή, ο "επιστημονισμός" όμως (με το νόημα της αποκλειστικότητας και της αυτάρκειας του θεωρη­τικού Λόγου) αποτελεί εκτροπή· ομοίως η καλαισθησία χαρακτηρίζει το γνήσιο καλλιτέχνη, ο "αισθητισμός" όμως (ως απόλυτη θρη­σκεία του κάλλους) οδηγεί στη διαστροφή και στη νοσηρότητα. Δεν είναι η επιστήμη σκοπός και δικαίωση της επιστήμης, ούτε η τέ­χνη σκοπός και δικαίωση της τέχνης· και της μιας και της άλλης, όπως και κάθε δραστηριότητας σημαντικής, ατομικής και συλλογικής, σκοπός και δικαίωση είναι ο άνθρωπος - το αποτελείωμα, η ευτυχία, ο ευγενισμός του. Αυτόν εκφράζει και γι' αυτόν εργάζεται ο επιστήμονας αυτόν συγκινεί και γι' αυτόν δημιουργεί ο καλλιτέχνης. Το αφηρημένο σχήμα του "αληθούς", όπως και η καθαρή τά­χα ιδέα του "ωραίου", μπορεί να γίνει έννοια της φιλοσοφίας, όχι όμως και νόημα ζωής - σταυρός θυσίας. Για να ευτυχήσει και να τι­μηθεί ο άνθρωπος (στο πρόσωπο το δικό σου, ή στο πρόσωπο του συνανθρώπου σου) δέχεσαι και αξίζει να πεθάνεις - ποτέ για την αυτοδυναμία ή την αυταξιότητα ενός θεωρητικού τύπου ή μιας καλλιτεχνικής μορφής.
Κοντά σ' αυτή τη θέση υποστηρίζω, εξίσου ανεπιφύλαχτα, και μια άλλη. Ο υγιής και ολόκληρος άνθρωπος (όχι φυσιολογικά, αλ­λά ηθικά υγιής και ολόκληρος) δεν είναι απολιτικό ον, με το νόημα ότι μπορεί να μένει αδιάφορος και ασυγκίνητος μέσα στις τα­λαντώσεις και στις περιπέτειες της πολιτικά οργανωμένης εθνικοκοινωνικής ομάδας, μέσα στην οποία ζει, μοχθεί και "λογαριάζε­ται". Φύσει "πολιτικόν ζώον", όπως σωστά τον χαρακτήρισε ο Αριστοτέλης, δεν είναι απλώς "αγκυροβολημένος", αλλά οργανικά δε­μένος στην πολιτεία που τον κλείνει μέσα στους κόλπους της: θέλοντας και μη κατέχει το πεπρωμένο της. Του ατομικού είναι ο συλ­λογικός βίος επέκταση, και ολοκλήρωμα. Ακέραιος (ψυχικά) δεν μπορείς να είσαι, όταν έχεις αποκοπεί από το κοινωνικό σώμα και συσπειρώνεσαι στον εαυτό σου. Ακόμη και αν το επιστημονικό ή το καλλιτεχνικό έργο σου είναι δυνατόν να ευδοκιμήσει σε μια τέ­τοια απομόνωση (πράγμα αμφίβολο), ο ίδιος χάνεις τη ζωντάνια, τη γνησιότητα, την αρτιότητα σου και γίνεσαι λειψό και ισχνό "κλά­σμα" ανθρώπου που σιγά σιγά χάνει το νόημα της ζωής και μηδενίζεται - εκτός αν εξαϋλωθείς με την άσκηση και με τον αυταφανισμό θεωθείς σαν το Βούδα του θρύλου.
Από τούτες τις δύο προκείμενες θα συναγάγω το συμπέρασμα του συλλογισμού μου, που ήδη το μαντεύει ο αναγνώστης και δε θα χρει­αστεί να μακρηγορήσω, για να το αντιληφθεί. Κανένα δικαίωμα δεν έχει ο επιστήμονας ή ο καλλιτέχνης να συνθλίψει μέσα του τον άνθρω­πο και να τον ακρωτηριάσει νεκρώνοντας την ορμή προς το δημόσιο βίο και μη ενδιαφερόμενος για τίποτε άλλο παρά για το "τεχνίον" του (σαρκασμός του Πλάτωνα). Και την υποχρέωση και την ανάγκη έχει να παίρνει μέρος στη ζωή της πολιτείας και να παραστέκεται στους συ­μπολίτες του με τη συμβουλή και το παράδειγμα του. Δεν του ζητεί κανείς (ούτε του επιτρέπεται) να εκδηλώνεται με φανατισμούς, βιαιότη­τες και ακοσμίες· άλλη είναι η δική του θέση στον κοινό αγώνα και άλλος ο ρόλος που έχει να παίξει. Να σταθεί υψηλά, ναι και να μην παρα­συρθεί από πάθη ταπεινά, ασφαλώς. Όχι όμως και να μείνει ακατάδεχτος και "ουδέτερος", την κρίσιμη ώρα που οι απλοί άνθρωποι, αμήχανοι και ταραγμένοι, έχουν τα μάτια στηλωμένα απάνω στους ταγούς και περιμένουν βοήθεια.Το δημιουργικό έργο δεν υποφέρει, ούτε νοθεύεται από τη συμπαράσταση αυτού του είδους. Απεναντίας "ζεσταίνεται" από τη ζωντανή ανθρώπινη παρουσία και γίνεται ουσιαστικότερο, γνησιότερο (όπου, βέβαια, υπάρχει φλέβα δημιουργική και αληθινή έμπνευση).
Κανείς δε λέει στον επιστήμονα και στον καλλιτέχνη να προδώσει την αποστολή του μισθώνοντας την πένα ή το χρωστήρα του σ' εκείνους που χρειάζονται την ιδιοφυΐα του, για να πετύχουν στις πολιτικές "επιχειρήσεις"τους. Μόνο τις ιδέες (που πιστεύει) του ζητούμε να υποστηρίξει αναλογιζόμενος δύο αδαμάντινες αλήθειες: πρώτα ότι όποιος έχει πολιτογραφηθεί στων" ιδεών την πόλη" (κατά την ωραία εικόνα του Καβάφη) έχει βαριές απέναντι στους συνανθρώπους του ευθύνες. Και έπειτα ότι ο άνθρωπος υπέχει ευθύνη όχι μόνο για όσα πράττει, αλλά και για όσα παραλείπει να πράξει".
Ε Παπανούτσος


Αποθέωση της κοινής γνώμης , Tου Νίκου Γ. Ξυδάκη

Εμβρόντητη η κοινή γνώμη παρακολουθεί το σκάνδαλο των υποκλοπών με κύριο θύμα τον ίδιο τον πρωθυπουργό – ιδού μια στερεότυπη φράση που ακούστηκε κατά κόρον τις τελευταίες ημέρες. Τυπικά σωστή. Αλλά αν την ξύσουμε λίγο, θα βρούμε τον αδύνατο κρίκο, όπου εντοπίζεται νομίζω η πολιτική ουσία: την κοινή γνώμη.
Ο όρος κοινή γνώμη χρησιμοποιείται αδιαφοροποίητα, αλλά διόλου αθώα συνήθως, για να περιγραφεί ο λαός, η πολιτική κοινωνία, το πλήθος που κατοικεί τη χώρα, δηλαδή δρώντα συλλογικά υποκείμενα· αλλά και κάτι πιο αόριστο: η περιρρέουσα άποψη, η κοινή δόξα, μια αυθαιρέτως ομογενής και κοινή γνώμη. Και στις δύο περιπτώσεις, αλλά ιδίως στη δεύτερη, η αυθαιρεσία αυτού που χρησιμοποιεί τον όρο είναι προφανής. Ο πολιτικός, είτε ο δημοσιογράφος είτε ο δημοσκόπος είτε οποιοσδήποτε άλλος, πατάει πάνω στην κοινή γνώμη για να νομιμοποιηθεί ενώπιον του ακροατηρίου του και να μιλήσει εντέλει εξ ονόματός της. Η κοινή γνώμη βέβαια, όσο υπάρχει, δεν εξουσιοδοτεί κανέναν να μιλάει για λογαριασμό της, αλλά τότε, για να επιστρέψουμε στην εναρκτήρια μας πρόταση, ποιοι κρύβονται πίσω από τον όρο; Ποιος παρακολουθεί εμβρόντητος το λογισμικό Vodafone-Ericsson;
Η κοινή γνώμη υπάρχει. Κάτω από αυτή την κομψή μετωνυμία, υπάρχει ο λαός, οι πολίτες, η πολιτική κοινωνία. Που όμως δεν είναι πια λαός, κυρίαρχο υποκείμενο, έλλογη κοινότητα πολιτών, που ζει βάσει συνομολογημένου κοινωνικού συμβολαίου, που πολιτεύεται εντός κοινώς αποδεκτού πλαισίου, αξιώνοντας δικαιώματα και ομολογώντας υποχρεώσεις. Αυτός ο κυρίαρχος πολίτης έχει υποχωρήσει, έχει συρρικνωθεί και εντέλει έχει μεταλλαχθεί σε αόριστη κοινή δόξα, σε ρευστό περιβάλλον, σε στατιστικό πλήθος, σε μια διάχυτη δημόσια αίσθηση, που αναλαμβάνουν να τη μεταφέρουν, διαμεσολαβημένη και ερμηνευμένη, οι επαγγελματίες της: οι δημοσιολογούντες.
Στη θέση του επικίνδυνου απρόβλεπτου λαού, ή του απαιτητικού πολίτη, λάμπει πια η άσαρκη, η αφηρημένη κοινή γνώμη, μια κατασκευή, που δεν λογοδοτεί αλλά και δεν διεκδικεί. Απλώς καταγράφεται. Και διερμηνεύεται. Και διαμεσολαβείται. Και κατασκευάζεται. Και προπάντων εξοβελίζει τον λαό, το πρόσωπο, το υποκείμενο, το συγκεκριμένο· πολύ περισσότερο που ο λαός σήμερα, στο ζενίθ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αφαιρείται από το αποδεκτό λεξιλόγιο ως απαράδεκτο κατάλοιπο του βίαιου 20ού αιώνα και κάθε ριζοσπαστικής κληρονομιάς. Στη θέση του λαού αναδύεται η κοινή γνώμη, στη θέση των πολιτών αναδύονται οι καταναλωτές.
Αν τούτη η περιδιάβαση στις συνδηλούσες σημασίες φαίνεται υπερβολική, ας τις μεταφέρουμε στον πυρήνα της τυπικής δημοκρατίας μας: πώς συμμετέχει ο λαός στη διακυβέρνηση σήμερα; Μέσω της ψήφου· μία ανά τετραετία για το Κοινοβούλιο και την κυβέρνηση, και άλλη μία για την Αυτοδιοίκηση. Η κοινή γνώμη, αντιθέτως, δεν ψηφίζει καν· είπαμε: μόνο καταγράφεται και διερμηνεύεται κατά το δοκούν. Άρα όταν λέμε η κοινή γνώμη είναι εμβρόντητη, αναστατωμένη κ.ο.κ., περιγράφουμε μεν τη διάχυτη αίσθηση, αλλά αποκλείουμε οποιαδήποτε δυνατότητα έμπρακτης αντίδρασης. Η κοινή γνώμη δεν αντιδρά, δεν διεκδικεί. Η κοινή γνώμη καταναλώνει οικογενειακά πακέτα Vodafone, εκπλήσσεται που παρακολουθείται ο πρωθυπουργός, όπως εκπλήσσεται για τα σάπια που προωθούσε επώνυμο σούπερ -μάρκετ, αναρωτιέται για τη σοβαρότητα του κράτους, αγανακτεί για το διάτρητο σύστημα, εικοτολογεί γύρω από έναν νεκρό και τα αόρατα ίχνη αόρατων υπηρεσιών, πιθανολογεί συγκάλυψη, καταγράφεται και ερμηνεύεται... Αλλά το σύστημα, που παράγει υποκλοπές και εμπορεύεται προσωπικά δεδομένα, κανέναν κλονισμό δεν αισθάνεται από την ανησυχία της κοινής γνώμης. Της πουλάει ακόμη ένα oικογενειακό πακέτο με bonus μονάδες προς αγαπημένους προορισμούς – όπου προορισμοί ονομάζονται κατ’ ευτελισμόν οι άνθρωποι...
Ο άνθρωπος - δόξα είναι ήδη ένα φάντασμα. Εκεί όπου ο πολίτης διεκδικεί μερίδιο στην κυριαρχία, ο καταναλωτής - κοινή γνώμη διεκδικεί το μερίδιό του στη φενάκη· η συμμετοχή στα δημόσια ταπεινώνεται σε συμμετοχή στην κατανάλωση· δημόσιος χώρος είναι τα χιλιάδες μαγαζιά κινητής τηλεφωνίας, είναι τα mall και τα μούλτιπλεξ, τα ATM των τραπεζών, τα αγέρωχα πάνελ των οδικών διαφημίσεων. Συμμετοχή στον δημόσιο βίο είναι πια το θέαμα της συμμετοχής· κυριολεκτικά: ο πολίτης - γνώμη είναι θεατής στη δημοκρατία των ΜΜΕ, συνεπής και ακούραστος κάθε βράδυ, στην ψηφιακή σφαίρα όπου τελούνται δίκες, στήνονται προσομοιώσεις κοινοβουλίων, ανακρίνονται αξιοθρήνητοι υπουργοί. Εκεί, στη virtual δημόσια σφαίρα αποθεώνεται η άλαλη κοινή γνώμη.                                                  

Τηλεόραση καί παιδιά
Η χαμηλή απόδοση, η υπερκινητικότητα, η δυσκολία άρθρωσης λόγου, καθώς και η αυξανόμενη βία από νέους έγιναν έννοιες συνώνυμες στη Γερμανία.
Για τον επιστημονικό διευθυντή της Πανεπιστημιακής Κλινικής του Ουλμ στη Γερμανία, καθηγητή Μάνφερτ Σπίτσερ, βασική αιτία είναι η τηλεόραση.
«Όποιος κοιτάζει λιγότερη τηλεόραση γίνεται εξυπνότερος», διατυπώνει ο ερευνητής του εγκεφάλου και πατέρας πέντε παιδιών. Προχωρεί δε και στην παρακάτω προφητεία: «Εάν εμείς δεν κάνουμε τίποτε, τότε αυτά που βλέπουμε που κάνουν οι νέοι μας, είναι μόνο η αρχή».
Η παρακολούθηση της τηλεόρασης και του κομπιούτερ είναι μετά τον ύπνο οι συχνότερες δραστηριότητες των παιδιών μας και των εφήβων μας. Κατά μέσο όρο διαθέτουν πεντέμισι ώρες ημερησίως, δύο ώρες για κομπιούτερ και τρεις ώρες για τηλεόραση. Συγκριτικά λοιπόν τα παιδιά μας ασχολούνται περισσότερο χρόνο με τις ηλεκτρονικές αυτές συσκευές παρά με το σχολείο.
Εάν υπολογίσουμε τη σχολική προσπάθεια των μαθητών σε εφτά ημέρες, τότε αυτοί ασχολούνται τέσσερις ώρες ημερησίως. Πόσο αλόγιστα πολλοί γονείς αντιμετωπίζουν το θέμα αυτό, μας το δηλώνουν καθαρά οι παρακάτω αριθμοί:
Στη Γερμανία παρακολουθούν τηλεόραση ημερησίως 800.000 παιδιά νηπιαγωγείου, μέχρι τις 10 το βράδυ. Μέχρι τις 11.00 μ.μ., παρακολουθούν 200.000 παιδιά και μέχρι τις 12 τα μεσάνυχτα 50.000 παιδιά.
Πρέπει εδώ να τονίσουμε, πως μικρά παιδιά δεν πρέπει να βλέπουν καθόλου τηλεόραση.
Εμείς γνωρίζουμε, πως παιδιά ηλικίας ενός μέχρι τριών ετών που βλέπουν τηλεόραση, όταν θα πάνε στην πρώτη τάξη του Σχολείου, θα έχουν προβλήματα συγκέντρωσης στο μάθημα. Τα παιδιά ηλικίας πέντε ετών που βλέπουν τηλεόραση, θα έχουν δυσκολίες στο διάβασμα και στην ορθογραφία στην πρώτη μέχρι την τρίτη τάξη. Επιπρόσθετα είναι αποδεδειγμένο πως παιδιά ηλικίας πέντε ετών που βλέπουν τηλεόραση, μειώνονται κατά πολύ οι πιθανότητές τους να φοιτήσουν κάποτε στην ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση.
Εάν συγκεντρώσουμε τώρα όλες τις αρνητικές επιδράσεις πάνω στα παιδιά που πολλές ώρες και με μικρή ηλικία βλέπουν τηλεόραση, τότε θα πρέπει να πούμε πως τα παιδιά αυτά δεν μένουν μόνο καθυστερημένα, αλλά και άρρωστα.
Ο καθηγητής Σπίτσερ κατονομάζει τις συνέπειες της υπερβολικής προσκόλλησης u964 των παιδιών στην τηλεόραση και αυτές είναι: Το υπερβολικό σωματικό βάρος, διαβήτης, αρτηριακή πίεση και εξάρτηση από διεγερτικές ουσίες.
Δια μέσου μιας πρόσφατης μελέτης γνωρίζουμε ακόμη, ότι η παρακολούθηση της τηλεόρασης μειώνει την υδάτωση των οστών. Τα οστά γίνονται μαλακά λόγω έλλειψης κίνησης και ο καθηγητής δηλώνει: «η τηλεόραση δεν έχει θέση στο παιδικό δωμάτιο».
Το επιχείρημα πολλών γονέων, πως η τηλεόραση συμβάλλει στη διανοητική ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού δεν ευσταθεί, κατά τη γνώμη του καθηγητή. Επίσης, το επιχείρημα πως το παιδί που δεν βλέπει τηλεόραση περιθωριοποιείται, είναι απλά λανθασμένο. Το αντίθετο είναι η πραγματικότητα. Όποιος βλέπει τηλεόραση περνά στο περιθώριο, απομονώνεται γίνεται «απόκοσμος».
Όποιος βλέπει λιγότερη τηλεόραση γίνεται εξυπνότερος, λέει ο καθηγητής Σπίτσερ. Συμβουλεύει και υπογραμμίζει «να καταργήσουμε την τηλεόραση. Τα παιδιά δεν επιτρέπεται καθόλου να βλέπουν τηλεόραση. Αυτό είναι ο,τι πιο καλό μπορούμε να κάνουμε για τη δική τους πρόοδο».
Ο καθηγητής Σπίτσερ προχωρά ακόμη και λέει, πως τα παιδιά χρειάζονται ένα κομπιούτερ από το δέκατο έκτο της ηλικίας τους. Ενωρίτερα αυτό το μηχάνημα είναι βλαβερό για την ακαδημαϊκή τους πρόοδο, διότι οι γνώσεις τις οποίες κανείς κατέχει είναι το φίλτρο το οποίο χρειάζεται κανείς για να μπορέσει να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά και παραγωγικά το δίκτυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου