Με τον όρο διαλεκτικοί θύλακοι της
ελληνικής αναφερόμαστε σε διαλεκτικές εκδοχές της ελληνικής που επιζούν σε
περιοχές εκτός της ελληνικής επικράτειας: ποντιακή σε περιοχές του
Εύξεινου Πόντου· κατωιταλική· μαριουπολίτικα στην Ουκρανία· κρητική σε περιοχές
της Συρίας. Η μελέτη αυτών των γλωσσικών νησίδων παρουσιάζει ιδιαίτερο
γλωσσολογικό και κοινωνιογλωσσολογικό ενδιαφέρον, αφού η επαφή τους με άλλες
ισχυρότερες γλώσσες τις έχει επηρεάσει σημαντικά: εκτεταμένος δανεισμός σε όλα
τα γλωσσικά επίπεδα, χρήση που περιορίζεται σε μη δημόσια πεδία (οικογένεια,
φιλικό περιβάλλον) και ταυτόχρονος εξοβελισμός τους από τον δημόσιο χώρο,
παθητική ή μηδενική γνώση τους από τις νεότερες γενιές. Οι περισσότερες από
αυτές αντιμετωπίζουν την ίδια απειλή που αντιμετώπισαν και οι εντός της
ελληνικής επικράτειας διάλεκτοι από την κοινή νέα ελληνική: την εξαφάνιση.
Η επιβίωση των γλωσσικών θυλάκων
εξαρτάται κυρίως από εξωγλωσσικούς παράγοντες. Η επιθυμία των ίδιων των
ομιλητών για διατήρηση της γλωσσικής τους ιδιαιτερότητας είναι επίσης
σημαντική, αλλά υποβόσκει πάντοτε ο κίνδυνος να πάρει χαρακτήρα φολκλορικό.
Σήμερα, καθώς αναπτύσσεται ισχυρός λόγος περί γλωσσικών δικαιωμάτων, ίσως έχουν
ωριμάσει οι συνθήκες ώστε να αντιμετωπιστούν οι διάλεκτοι αυτές όχι ως
μνημειακά υπολείμματα, αλλά ως πηγές που συμβάλλουν στη διατήρηση του
πολιτισμικού πλούτου της περιοχής όπου μιλιούνται.
Η ποντιακή είναι μία από τις πιο
σημαντικές διαλέκτους της νέας ελληνικής -οι ενεργοί ομιλητές της υπολογίζεται
ότι είναι πάνω από 300.000. Ο γεωγραφικός χώρος που καταλαμβάνει εκτεινόταν
κατά μήκος των ακτών του Εύξεινου Πόντου σε περισσότερο από 400 χιλιόμετρα και
προχωρούσε σε βάθος 100
χιλιομέτρων στην ορεινή ενδοχώρα. Τον 19ο αιώνα
παρουσιάστηκε έντονο μεταναστευτικό ρεύμα προς τη ρωσική αυτοκρατορία, με
αποτέλεσμα την ίδρυση πολυάριθμων ποντιακών κοινοτήτων στον Καύκασο, ενώ το
1924 με την ανταλλαγή των πληθυσμών οι χριστιανοί Πόντιοι ήρθαν να
εγκατασταθούν στην Ελλάδα.
H ποντιακή εμφανίζει σημαντικές κατά
τόπους διαφοροποιήσεις. Ορισμένα από τα κοινά χαρακτηριστικά των διαφόρων τοπικών
ποικιλιών είναι: η διατήρηση της προφοράς του η ως ε, π.χ. νύφε, Γιάννες κ.ά.·
η διατήρηση του τελικού -ν, π.χ. το πεγάδιν, το στόμαν· η συχνή παράλειψη του
άρθρου μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν· η παρουσία τριών ρηματικών
θεμάτων: του αορίστου, του ενεστώτα και του παρατατικού· η θέση των αντωνυμιών
μετά το ρήμα, π.χ. την ψυχή μ' α δίγω σε· η παρουσία του μορίου -πα, το οποίο
διακρίνει το θέμα από το σχόλιο (δηλαδή την παλιά από τη νέα πληροφορία), π.χ.
aso kifalim-pa 'απ' το κεφάλι μου' κ.ά. Στο επίπεδο του λεξιλογίου,
εμφανίζονται αρκετά δάνεια από τις γλώσσες με τις οποίες ήρθε σε επαφή
(αρμενική, καρτβελική, τουρκική, περσική και, πιο πρόσφατα, ελλαδική ελληνική,
ρωσική). Η μορφολογία της διαλέκτου, ωστόσο, διευκολύνει την ενσωμάτωση των
δανείων.
Η σύγχρονη κοινωνιογλωσσική κατάσταση της ποντιακής εμφανίζεται αρκετά
περίπλοκη αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα: στον ελλαδικό χώρο υπάρχει ήδη
διαμορφωμένη μια ποντιακή κοινή -από τους ομιλητές του πρώτου προσφυγικού
ρεύματος- ενώ σήμερα ο επαναπατρισμός των Ποντίων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης
διαμορφώνει νέα δεδομένα με σημαντικές κοινωνιογλωσσικές και εκπαιδευτικές
διαστάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου