Πώς διαγράφεται, η
μελλοντική εξέλιξη της Ελληνικής στον αιώνα που έρχεται; Είναι αλήθεια ότι η
Ελληνική διατρέχει κινδύνους που μπορεί να την οδηγήσουν σε μια κρεολή
(μιγαδοποιημένη) μορφή γλώσσας ή ακόμη και σε εξαφάνιση; Ισχύουν τα περί
αγλωσσίας των νέων και ο κυμαινόμενος ανάλογα με τους «εκτιμητές» της γλώσσας
αριθμός των λέξεων που χρησιμοποιούν οι νέοι από 100 έως 500 και, το πολύ,
1.000 λέξεις; Κινδυνεύει πράγματι να χαθεί η γλώσσα από τη χρήση των ηλεκτρονικών
υπολογιστών; Θα περιθωριοποιηθεί από τις ισχυρές γλώσσες της Κοινότητας; Θα
εξαγγλισθεί η Ελληνική μέχρι πλήρους αλλοιώσεως; κ.λπ. κ.λπ. Απ' όσα είπα πιο
πάνω είναι φανερό ότι δεν συμμερίζομαι αυτή την κινδυνολογία. Τα πράγματα, η
βελτίωση στη χρήση της γλώσσας από τη δεκαετία του '70 στη δεκαετία του '90,
επιτρέπουν μια βάσιμη αισιοδοξία για ακόμη μεγαλύτερη βελτίωση στη γλώσσα μας
υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Κατ' αρχάς καμία ζωντανή γλώσσα δεν χάνεται όσο
υπάρχουν άνθρωποι που τη μιλούν. Μόνο καταστάσεις στον χώρο της φαντασίας
οδηγούν σε τέτοιες «γλωσσικές εξαφανίσεις». Εκείνο που πρέπει να μας ανησυχεί
και να μας κρατάει συγχρόνως σε συνεχή εγρήγορση και μέριμνα για τη
γλώσσα μας είναι η ποιότητα των Ελληνικών που χρησιμοποιούμε. Αν πιστέψουμε, όπως
επανειλημμένα έχω γράψει στο «Βήμα», ότι η γλώσσα δεν είναι ένα απλό εργαλείο
επικοινωνίας αλλά ανθρώπινη αξία που συνδέεται άμεσα με μια βαθύτερη έννοια
εντιμότητας στην επικοινωνία, δηλ. με το πόσο ουσιαστικά, πόσο ειλικρινά, πόσο
αποκαλυπτικά θέλουμε να συναντήσουμε ο ένας τον άλλο όταν επικοινωνούμε είτε ως
δημιουργοί λόγου (ομιλητές) είτε ως αποδέκτες λόγου (ακροατές/αναγνώστες), τότε
θα ενδιαφερθούμε περισσότερο ως άτομα και ως κοινωνία να αποκτήσουμε στέρεη
γλωσσική παιδεία και να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες επιλογών (στο λεξιλόγιο,
στη σύνταξη, στη δόμηση γενικά του λόγου) που μας προσφέρει η γλώσσα. Τότε, από
γνώση και ευαισθησία γλωσσική, και την ξένη λέξη θα αποφύγω εκεί που μπορώ να
χρησιμοποιήσω μια ελληνική (αφού δεν θα βλέπω τη γλώσσα ως ευκαιρία επίδειξης)
και τις πολλαπλές δυνατότητες του ηλεκτρονικού υπολογιστή θα αξιοποιήσω
(ποικίλα λεξικά, γλωσσικά βοηθήματα και οδηγίες για τη σύνταξη κειμένου κ.λπ.)
και θα προσέξω να μιλήσω και να γράψω καλύτερα τη γλώσσα μου. Γιατί άλλο άγνοια
και άλλο βιασύνη και προχειρότητα. Ο νέος που κατηγορούμε για τις 500 λέξεις
δεν είναι ο ίδιος αυτός που γράφει μια κανονική έκθεση στο σχολείο, που
συναγωνίζεται χιλιάδες άλλων νέων στις εισαγωγικές εξετάσεις ή που εξετάζεται
προφορικά σε διάφορα αντικείμενα, χρησιμοποιώντας πολύ περισσότερες, μερικές
χιλιάδες εναλλασσομένων λέξεων; Από αλλού θα έπρεπε, λοιπόν, να ξεκινήσουμε και
άλλο να είναι το μέλημά μας για τη γλώσσα στον 21ο αιώνα. Οσο καλύτερα γνωρίζει
κανείς τη γλώσσα του τόσο λιγότερο κινδυνεύει από ξένες επιρροές, από αδυναμίες
και από όποια έννοια γλωσσικής εξασθένησης ή ατονίας. Αυτό σημαίνει πως πρέπει
πρώτα-πρώτα να αρχίσουμε από τα παιδιά που πρέπει να τα κάνουμε να αγαπήσουν τη
γλώσσα. Να διαβάσουν κείμενα: εξωγλωσσικά βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά,
ποικιλία κειμένων με προσεγμένο λόγο. Να διδάξουμε πιο σωστά και πιο
αποτελεσματικά, δηλ. επικοινωνιακά, τη γλώσσα στο σχολείο, τη γραπτή αλλά και
την πάντοτε παραμελημένη προφορική. Να διδάξουμε παράλληλα και
συμπληρωματικά τη διαχρονική διάσταση της Ελληνικής, τα «παλιότερα Ελληνικά»
μας, και να δώσουμε έμφαση κατά τη διδασκαλία στην ετυμολογική πλευρά του
λεξιλογίου (βασικές ρίζες-σημασίες, οικογένειες λέξεων) και στην επαφή των
παιδιών με κείμενα. Να αξιοποιήσουμε τις εκπληκτικές δυνατότητες που προσφέρουν
οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές με τη σύνταξη έξυπνων, προσεγμένων, έγκυρων,
ποιοτικών προγραμμάτων γλώσσας, διευκολύνοντας την πρόσβαση όλων σ' αυτά. Η εξ
αποστάσεως παιδεία για μεγάλους και μικρούς με προγράμματα γλώσσας, τα οποία
μπορεί να χρησιμοποιήσει κανένας σπίτι του όποτε και όσο θέλει, προγράμματα
ελκυστικά με αξιοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας των πολυμέσων (κειμένου,
ήχου, εικόνας), είναι ένα άλλο όπλο που μπορεί να αξιοποιηθεί, αφού ο 21ος
αιώνας είναι φανερό ότι θα είναι ο αιώνας της πληροφορικής. Η σύγχρονη Ελληνική
αναπτύσσεται ραγδαία στις μέρες μας, και στα χρόνια που θα ακολουθήσουν
ακόμη περισσότερο. «Τρέχει» ιλιγγιωδώς ανυποστήρικτη κατά κανόνα και αγωνιά
να δηλώσει τις εκατοντάδες όρων και λέξεων που επιβάλλουν η σύγχρονη τεχνολογία,
οι ασύλληπτοι ρυθμοί εξέλιξης των επιστημών και οι πολλαπλές επινοήσεις που
μπαίνουν καθημερινά στη ζωή μας. Η «κοινοτική Ελληνική», οι χιλιάδες
μεταφρασμένων κοινοτικών κειμένων και οι ποταμοί πληροφοριών που μεταφέρονται
μέσα από αυτά διαμορφώνουν κι αυτά νέα κατάσταση στη γλώσσα μας. Αφού η Ελλάδα
δεν είναι παραγωγός τεχνολογίας και αφού δεν βρίσκεται στην πρωτοπορία των
επιστημών, είναι υποχρεωμένη να παρακολουθεί εκ των υστέρων και να προσπαθεί να
δηλώσει ελληνικά όρους και λέξεις που πρωτοεμφανίζονται σε ξένες γλώσσες, ιδίως
στην Αγγλική. Πόσο σωστά, αποτελεσματικά και μακροπρόθεσμα έχουμε οργανώσει την
κάλυψη των νέων αυτών γλωσσικών αναγκών, που τον 21ο αιώνα θα
πολλαπλασιάζονται όλο και περισσότερο; Υπάρχει οργανωμένος φορέας (κουραστήκαμε
να το φωνάζουμε) που να αντιμετωπίζει συνολικά, υπεύθυνα και συστηματικά τις
ανάγκες απόδοσης των ξένων όρων και λέξεων; Οχι. Ολα γίνονται εκτός ελαχίστων
χώρων αποσπασματικά και εκ των ενόντων. Κι όμως δεν υπάρχει πιο άμεση ανάγκη
και καλύτερη άμυνα της γλώσσας μας στους ξενισμούς από τη θέσπιση ενός
τέτοιου φορέα. Η ευχάριστη εξαιρετικά παρήγορη πλευρά είναι ότι τα
τελευταία χρόνια άρχισαν να βλέπουν το φως αξιόλογα έργα για τη γλώσσα μας:
Λεξικά, Γραμματικές, Βοηθήματα. Η γλωσσική επιστήμη στην Ελλάδα το έχω
ξαναγράψει από «Το Βήμα» έχει σημειώσει θεαματική πρόοδο και υπόσχεται πολλά
στον χώρο της επιστημονικής σπουδής της ελληνικής γλώσσας, έστω κι αν λείπουν
ακόμη οι απαραίτητες για τη σύγχρονη επιστημονική σπουδή της γλώσσας «ηλεκτρονικές
τράπεζες γλωσσικών δεδομένων» (γλωσσικά corpora). Ευτυχώς, είναι πολλοί αυτοί που έχουν γνώση των
προβλημάτων και των αναγκών της γλώσσας μας και που πιέζουν για να λυθούν. Και
οι λύσεις θα έλθουν, έστω κι αν αργήσουν. Ηδη έχουν γίνει πολλά. Πολλά που
επιτρέπουν αισιοδοξία για το επίπεδο της επιστημονικής μελέτης, της διδασκαλίας
και της ανάπτυξης της ελληνικής γλώσσας στον επί θύραις 21ο αιώνα. Και τι θα
γίνει με το μονοτονικό; Ακούω να ξεφυτρώνει η ερώτηση γνήσια και «εκ βαθέων»
γι' αυτόν που την θέτει. Με όσα είπα είναι η απάντηση προσπάθησα να δείξω
ότι άλλα είναι τα μείζονα και πραγματικά προβλήματα της γλώσσας μας, αν μιλάμε
για την εξασφάλιση μιας ποιοτικής ελληνικής γλώσσας και για όρους επιβίωσης και
ανάπτυξης της Ελληνικής στον 21ο αιώνα. Το πολυτονικό θα στενοχωρήσω πολλούς
δεν γυρίζει πίσω. Οσο σκληρή είναι αυτή η διαπίστωση, άλλο τόσο αναγκαίος,
αυτονόητος και προϊόν ελευθερίας απαραίτητης σε λεπτά πνευματικά θέματα
είναι ο σεβασμός του δικαιώματος αρκετών Ελλήνων να χρησιμοποιούν στη γραπτή
τους έκφραση το πολυτονικό. Αξίζει και πρέπει να σεβαστεί κανείς αυτή την
επιλογή, που έχει ιδιαίτερη συχνότητα στην ευαισθησία και την «αισθητική της
γραφής» που νιώθουν αρκετοί άνθρωποι, περισσότερο λογοτέχνες και λόγιοι,
δεμένοι με την αισθητική των τόνων. Η ενημέρωση και διδασκαλία στο σχολείο της
χρήσης των τόνων σε λόγια και αρχαία κείμενα είναι απαραίτητη. Η καθολική
επιστροφή στο πολυτονικό είναι εξωπραγματική, όσο κι αν απαιτείται βελτίωση του
εν χρήσει μονοτονικού συστήματος.
Ο Σεφέρης γράφει κάπου
ότι η ελληνική γλώσσα «για καλό ή για κακό είναι από τις πιο συντηρητικές
γλώσσες του κόσμου». Ενώ βυθίζεται στα βάθη 40 αιώνων, προσθέτουμε εμείς, η
σύγχρονη Ελληνική έχει μια ευρύτερα αναγνωρισμένη συνέχεια και συνοχή, μια
στενή λεξιλογική και δομική σχέση με τις παλιότερες ιστορικές μορφές της, ακόμη
και με την αρχαία Ελληνική. Αυτό σημαίνει, επιβεβαιώνεται και ιστορικά, ότι η
Ελληνική 40 αιώνες τώρα χωρίς διακοπή και επιβιώνει και εξελίσσεται δυναμικά
και λειτουργεί αυτόνομα όπως κάθε άλλη ζωντανή γλώσσα. Το γεγονός αυτό είναι
και η πιο αντικειμενική απάντηση στο ερώτημα ποια θα είναι η πορεία της
Ελληνικής στον 21ο αιώνα. .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου