Είναι ευρύτερα γνωστό ότι οι
περισσότερες γλώσσες τής Ευρώπης ―με εξαίρεση τη Φινλανδική, την
Ουγγρική, τη Βασκική και μερικές άλλες― έχουν κοινή καταγωγή˙ ανήκουν στη
μεγάλη (σε έκταση χρήσεως) οικογένεια των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Αυτό
προκύπτει από τη γλωσσολογική μελέτη τής (γραμματικής και συντακτικής) δομής
και τού λεξιλογίου των γλωσσών αυτών, που εμφανίζουν μια στενότερη συγγένεια, η
οποία διακρίνει τις «κλιτές» αυτές λεγόμενες γλώσσες από άλλες γλωσσικές
οικογένειες (την Ιαπωνική, την Κινεζική, τις ουραλοαλταϊκές, τις αφρικανικές,
τις γλώσσες τού Ειρηνικού κ.λπ.) με διαφορετική δομή και διαφορετικό λεξιλόγιο.
Εορτάζουμε εφέτος το «ευρωπαϊκό έτος γλωσσών». Τιμούμε δηλ. ―με διάφορες
εκδηλώσεις (ομιλίες, συζητήσεις, μελέτες, αναφορές, εκτιμήσεις κ.λπ.)― τις
γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη, τιμώντας στην πραγματικότητα τους λαούς που
μιλούν αυτές τις γλώσσες και τον πολιτισμό αυτών των λαών, όπως δηλώνεται μέσα
από τη γλώσσα τους ―τα γραπτά κείμενά τους
και την προφορική τους παράδοση. Γιατί η γλώσσα είναι το πιο εμφανές
γνώρισμα τής εθνικής ταυτότητας και φυσιογνωμίας ενός λαού και, μέσα από τα
γραπτά κείμενα, το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα τού πολιτισμού ενός λαού, αυτό
που ξεπερνάει τον χρόνο και τον χώρο. Η Ενωμένη Ευρώπη, η οποία αποτελεί ένα κεφαλαιώδες
πολιτικό γεγονός τού σύγχρονου κόσμου μετά την κατάρρευση τού ανατολικού
συνασπισμού είναι από τη φύση της θεσμός πολυεθνικός, άρα και πολυπολιτισμικός
και, κατ’ ανάγκην, πολυγλωσσικός. Αν η Ενωμένη Ευρώπη δεν είναι χοάνη
αφομοίωσης και αποπροσωποποίησης των λαών που εντάσσονται σ’ αυτήν˙ αν, όπως
πιστεύεται, είναι ένωση και συνεργασία
εθνών τής Ευρώπης που διατηρούν τη διαφορετικότητά τους και τις εθνικές
τους επιλογές (στον πολιτισμό, στην παιδεία, στον τρόπο ζωής, στη νοοτροπία,
στη θρησκευτική τους πίστη κ.λπ.), τότε η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι, εξ ορισμού,
και χώρος συνάντησης περισσοτέρων γλωσσών, των γλωσσών που μιλούν οι λαοί οι
οποίοι απαρτίζουν την Ενωμένη Ευρώπη. Κύρια πρόκληση για τους πολίτες τής
Ενωμένης Ευρώπης, η πιο χαρακτηριστική,
η πιο πνευματική και ηθική, η πιο ανιδιοτελής, είναι η πρόκληση τής
πολυγλωσσίας: η πρόκληση, τα κίνητρα και η δημιουργία δυνατοτήτων να μάθουν
οι πολίτες τής Ευρώπης περισσότερες γλώσσες, ώστε να γνωρίσουν, να
καταλάβουν και να εκτιμήσουν βαθύτερα
και ουσιαστικά, μαθαίνοντας τη γλώσσα τους, τον πολιτισμό, τη νοοτροπία και την
ανθρώπινη διάσταση των λαών με τους οποίους ζουν μαζί, συνεργάζονται και
συναποφασίζουν για ποικίλα θέματα. Δεν υπάρχει πιο άμεσος, πιο ουσιαστικός και
πιο σύντομος δρόμος να γνωρίσεις έναν λαό από το να μάθεις τη γλώσσα του. Γιατί
η γλώσσα κάθε λαού είναι ο τρόπος που βλέπει, συλλαμβάνει, ταξινομεί και
δηλώνει τον κόσμο. Κάθε εθνική γλώσσα
είναι και μια άλλη ταξινομία τού κόσμου, μια άλλη προσέγγιση, ένα σύνολο
επιλογών, που δίνει ξεχωριστή αξία σε
κάθε γλώσσα, την αξία που έχει καθ’ εαυτήν η συλλογική έκφραση ενός λαού, η
εθνική του λαλιά. Κάθε εθνική γλώσσα είναι μια αυταξία, αντικείμενο
μελέτης και σεβασμού από τους άλλους λαούς. Και, όπως λέμε οι γλωσσολόγοι, δεν
υπάρχουν ανώτερες και κατώτερες γλώσσες˙ υπάρχουν διαφορετικοί άνθρωποι που
εκφράζονται διαφορετικά μέσα από τις
δυνατότητες που δίνει στον άνθρωπο το κυριότερο βιολογικό του γνώρισμα: η νόηση
και η έκφραση τής νόησης, η γλώσσα. Η μόνη διάκριση, που από την πράξη μπορεί
να γίνει και γίνεται είναι η διάκριση σε πολιτισμικά (λογοτεχνικά, φιλολογικά
και επιστημονικά) περισσότερο ή λιγότερο καλλιεργημένες γλώσσες. Σε γλώσσες, οι
οποίες σε μια περίοδο τής ιστορίας τής χρήσης τους, έδωσαν ή πήραν γλωσσικά
στοιχεία (λέξεις κυρίως που αποτελούν τα λεγόμενα «λεξιλογικά δάνεια») πράγμα
που συμβαίνει πάντοτε στη συνάντηση λαών και πολιτισμών («language contact»). Έτσι λ.χ. παλιότερα η
Ελληνική και η Λατινική, πρόσφατα η Αγγλική ―για να αναφερθούμε σε λίγα μόνον
παραδείγματα τέτοιων γλωσσών― έδωσαν ή δίνουν λέξεις που τις χρησιμοποιούν οι
ομιλητές άλλων γλωσσών. Αυτό δεν είναι ούτε μειωτικό, ούτε ολέθριο, φτάνει μόνο
να γίνεται σε περιορισμένη έκταση ώστε να μην αλλοιώνεται η σύσταση τής γλώσσας
που λειτουργεί ως λήπτης και να γίνεται κατά τρόπον που να εξυπηρετεί
πραγματικές επικοινωνιακές ανάγκες και όχι επίπλαστες (λόγους επίδειξης,
ξενομανίας ή γλωσσικού γοήτρου που εξυπηρετούν άλλες σκοπιμότητες). Τέλος, η
πρόκληση τής πολυγλωσσίας γίνεται όλο και περισσότερο αναγκαία σε ευρύτερη κλίμακα
με την ευρύτερη συνάντηση των λαών που πραγματοποιείται στα χρόνια μας, με την
περίφημη παγκοσμιοποίηση. Η παγκόσμια συνεργασία των λαών στα πλαίσια
τής οικονομίας, τής επικοινωνίας με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τής τεχνολογίας,
τής γνωριμίας με τις διάφορες χώρες και τον πολιτισμό τους αποτελεί το
ισχυρότερο κίνητρο για την εκμάθηση περισσοτέρων γλωσσών παράλληλα προς την
επιμονή και την προσπάθεια για καλύτερη γνώση τής μητρικής γλώσσας που
παραμένει έργο ζωής. Για να μην αλλοτριωθείς και αφομοιωθείς γλωσσικά ―και κατ’
επέκταση πολιτισμικά και εθνικά― μέσα στον εξισωτισμό και την άμορφη
αγαλματοποίηση, πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να έχεις τη δική σου γλωσσική
ταυτότητα που είναι συνάμα και κύριο χαρακτηριστικό τής εθνικής σου ταυτότητας.
Η πιο υγιής προσέγγιση στην πραγματικότητα τής παγκοσμιοποίησης είναι η
συνάντηση ατόμων και λαών μέσα από τη γλωσσική πολυμορφία. Η παγκοσμιοποίηση
δεν μπορεί και δεν πρέπει να πάρει τον χαρακτήρα τού γλωσσικού εξισωτισμού μέσα
από την αναγωγή μιας οποιοσδήποτε γλώσσας σε παγκόσμια γλώσσα. Μια
τέτοια γλωσσική παγκοσμιοποίηση θα οδηγούσε στον ηγεμονισμό μιας γλώσσας εις
βάρος όλων των άλλων, πράγμα που θα ήταν ολέθριο για την πολιτισμική πολυμορφία
τού κόσμου μας και για την ίδια την έννοια τής παγκοσμιοποίησης, η οποία θα
προσλάμβανε έτσι μορφή ανεπίτρεπτης γλωσσικής και πολιτισμικής τυραννίας. Είναι
χαρακτηριστικό και διδακτικό μαζί ότι και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα πέρασε διάφορα
στάδια προβληματισμού ως προς την αντιμετώπιση τής γλωσσικής επικοινωνίας των
κρατών-μελών της, για να υπάρξει οικονομία στις σημαντικές δαπάνες που απαιτεί
η μετάφραση και διερμηνεία τής γραπτής και προφορικής επικοινωνίας σε όλες τις
γλώσσες τής Κοινότητας (Αγγλική, Γαλλική, Γερμανική, Ιταλική, Ισπανική,
Ελληνική, Ολλανδική, Δανική, Πορτογαλική, Σουηδική και Φινλανδική). Από τη
σκέψη καθιέρωσης μιας ενιαίας γλώσσας (τής Αγγλικής ή τής Γαλλικής), περάσαμε
στη σκέψη καθιέρωσης ―ως γλωσσών εργασίας― τεσσάρων ευρωπαϊκών γλωσσών
(Αγγλικής, Γαλλικής, Γερμανικής και Ιταλικής), αλλά ωριμότερη σκέψη έδειξε πως αυτό θα οδηγούσε
σε ανεπίτρεπτες διακρίσεις γλωσσών, δηλ. χωρών, λαών και πολιτισμών, κι έτσι
παρέμενε το αρχικό καθεστώς, τής διατήρησης τής ισοτιμίας στην επικοινωνία όλων
των γλωσσών τής Κοινότητας. Έγιναν μάλιστα και περαιτέρω βήματα: δημιουργήθηκαν
προγράμματα (Lingua)
και προοπτικές υποστήριξης τής εκμάθησης περισσοτέρων γλωσσών από τους πολίτες
τής Ευρώπης με σταδιακά δημιουργούμενες δυνατότητες διδασκαλίας όλων των
ευρωπαϊκών γλωσσών σε ορισμένα σχολεία των ευρωπαϊκών χωρών. Η έμφαση που
δίδεται σήμερα στη γλωσσική πολυμορφία και στην ισοτιμία των ευρωπαϊκών γλωσσών
δηλώνεται και με την οργάνωση τού «ευρωπαϊκού έτους γλωσσών» που είναι η
αναφορά, η γνωριμία και η ευρύτερη προβολή όλων των γλωσσών τής Ενωμένης
Ευρώπης. Αυτή η θέση, αυτή η αποτίμηση και αυτή η οφειλόμενη τιμή προς όλες τις
γλώσσες τής Ευρώπης και, κατ’ επέκταση, προς όλες τις γλώσσες τού κόσμου, προς
τη γλώσσα εν γένει ως πολιτισμικό μόρφωμα και προς τα άτομα και τους λαούς που
χρησιμοποιούν τις διάφορες γλώσσες ως μητρικές
ή εθνικές γλώσσες, αυτό το γλωσσικό μήνυμα τής Ευρώπης είναι που μας
έφερε όλους σήμερα εδώ να μιλήσουμε, να ακούσουμε και να συζητήσουμε για τη
γλώσσα και για τις γλώσσες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου