ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Οι
αφηγηματολογικοί όροι -δεδομένης μάλιστα της ασυμφωνίας που εντοπίζεται σχετικά
με τη χρήση τους στα σχολικά, αλλά και στα θεωρητικά εγχειρίδια - πρέπει να
χρησιμοποιούνται με φειδώ. Εξάλλου η αφηγηματολογία, όπως και κάθε λογοτεχνική
θεωρία, είναι χρήσιμη στη σχολική πράξη στο βαθμό που φωτίζει την ερμηνεία του
συγκεκριμένου κειμένου και στο βαθμό που γίνεται εργαλείο για την προσέγγιση
και άλλων κειμένων. Επομένως η αφηγηματολογία, όπως και κάθε θεωρία, δεν πρέπει
σε καμιά περίπτωση να υποκαθιστά την προσέγγιση του κειμένου, ούτε να οδηγεί η
διδασκαλία της Λογοτεχνίας σε άγονες τυποποιήσεις.
Ο αφηγητής και ο ρόλος του
·
Επιβεβλημένη
είναι η διάκριση μεταξύ συγγραφέα και αφηγητή. Συχνότατα η ταύτισή τους οδηγεί
σε παρανοήσεις, οι οποίες οδηγούν σε λανθασμένες προσεγγίσεις, και σε άγονες
αναζητήσεις του τύπου «τι θέλει να πει εδώ ο συγγραφέας ή ο ποιητής». Για το
λόγο αυτό θα πρέπει να εγκαταλειφθούν ερωτήσεις διατυπωμένες με τρόπο που
φανερώνει ότι υπονοείται ταύτιση μεταξύ των δύο. Αυτή είναι εξάλλου και η
θεμελιώδης προσφορά της αφηγηματολογίας στην προσέγγιση τού λογοτεχνικού
κειμένου, το ότι δηλαδή έκανε σαφές πώς ο μεν συγγραφέας είναι ένα πρόσωπο
πραγματικό, ο δε αφηγητής είτε πρωτοπρόσωπος , είτε τριτοπρόσωπος, είναι
πρόσωπο πλαστό που ανήκει στον κόσμο της λογοτεχνικής φαντασίας.
·
Πλασματικός
είναι και ο αποδέκτης της αφήγησης, ο οποίος δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με τον
αναγνώστη.
·
Επομένως
τα πραγματικά πρόσωπα είναι ο συγγραφέας και ο αναγνώστης και τα πλασματικά ο
αφηγητής και ο αποδέκτης της αφήγησης.
Αφηγητής πρώτου βαθμού Εξωδιηγητικός
Αφηγητής δεύτερου βαθμού ενδοδιηγητικός
και
Αφηγητής που δεν μετέχει
στη δράση ετεροδιηγητικός
Αφηγητής που μετέχει στη
δράση ομοδιηγητικός
Ο αφηγητής
πρώτου βαθμού επειδή βγαίνει από την ιστορία για να την διηγηθεί αφού πια αυτή
έχει ήδη συμβεί, είναι πάντοτε εξωδιηγητικός,
ενώ ο αφηγητής δευτέρου βαθμού -ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας- είναι πάντοτε
ενδοδιηγητικός.
Ο αφηγητής,
είτε πρώτου είτε δευτέρου βαθμού, όταν μετέχει στην ιστορία που αφηγείται ,
είναι ομοδιηγητικός και όταν δεν μετέχει είναι ετεροδιηγητικός.
ή αλλιώς
αφηγητής
εξωδιηγητικός ενδοδιηγητικός
(πρώτου βαθμού) (δευτέρου βαθμού)
ετεροδιηγητικός ομοδιηγητικός ετεροδιηγητικός ομοδιηγητικός
Σχετικά με την εστίαση
·
Ο αφηγητής
μπορεί να είναι ένα πρόσωπο που γνωρίζει τα πάντα (παντογνώστης), εποπτεύει τα
πάντα, αλλά δεν μετέχει στη δράση, δεν είναι δηλαδή ένα από τα πρόσωπα της
ιστορίας. Τέτοιος αφηγητής είναι ο Όμηρος. Γνωρίζει τι γίνεται και στο στρατόπεδο
των Αχαιών και στο στρατόπεδο των Τρώων. Στον παντογνώστη αφηγητή αντιστοιχεί η
αφήγηση χωρίς εστίαση, δεδομένου ότι αυτός δεν παρακολουθεί την αφήγηση από μια
οπτική γωνία, αλλά είναι πανταχού παρών σαν ένας μικρός θεός.
·
Σε άλλες
περιπτώσεις ο αφηγητής μετέχει στη δράση και αφηγείται την ιστορία του από τη
δική του οπτική γωνία . Στην περίπτωση αυτή έχουμε αφήγηση με εσωτερική εστίαση,
δηλαδή αφήγηση που γίνεται από την οπτική γωνία του αφηγητή, ο οποίος καταθέτει
στη διήγηση τα όσα ο ίδιος έχει βιώσει.
Παντογνώστης αφηγητής
|
Αφήγηση χωρίς εστίαση (χωρίς οπτική
γωνία)
|
Αφηγητής-πρόσωπο της ιστορίας
που καταθέτει μόνο τα όσα
γνωρίζει από τη δική του σκοπιά
|
Αφήγηση με εσωτερική εστίαση
|
Αφηγητής που ξέρει λιγότερα
από τα πρόσωπα της ιστορίας
|
Αφήγηση με εξωτερική εστίαση
|
Οι παραπάνω διακρίσεις πρέπει να
χρησιμοποιούνται με μέτρο, διότι η κατάχρησή τους οδηγεί σε μια στατική,
φορμαλιστικού τύπου, προσέγγιση του κειμένου, το οποίο συνηθέστατα ανθίσταται
σε παντός είδους στεγανοποιήσεις και κατά κανόνα συνυφαίνει τα στοιχεία αυτά σε
βαθμό που να τα μετατρέπει σε δυσδιάκριτα. Επομένως θα ήταν μάλλον
αντιδιαλεκτική η απόπειρα αυστηρής εφαρμογής αυτών των διακρίσεων σε όλα τα
κείμενα.
Σχετικά με το χρόνο
Διακρίνουμε τρεις κατηγορίες αφηγηματικής οργάνωσης του χρόνου: την
τάξη, τη διάρκεια και τη συχνότητα
α. η τάξη
Όταν η αφήγηση ακολουθεί τη
χρονική αλληλουχία των γεγονότων -φαινόμενο όχι συνηθισμένο στη
λογοτεχνία-είναι ευθύγραμμη.
Όταν ξεκινάει από τη μέση της ιστορίας
είναι αφήγηση in media res.
Οι αναδρομές στο παρελθόν
χαρακτηρίζονται αναδρομικές αφηγήσεις ή
αναλήψεις.
Αντιθέτως, όταν γίνεται αναφορά
σε γεγονότα που πρόκειται να συμβούν έχουμε προδρομική αφήγηση ή πρόληψη.
β. διάρκεια
Χρήσιμη είναι η διάκριση ανάμεσα στο
χρόνο της ιστορίας και στο χρόνο της αφήγησης. Αναγκαίο είναι να επισημαίνεται
ότι δεν ταυτίζονται Μπορεί ένα γεγονός του οποίου η πραγματική διάρκεια να καλύπτει
π.χ. δέκα χρόνια στην αφήγηση να καλύπτεται με μια γραμμή (επιτάχυνση), ενώ ένα άλλο του οποίου η
πραγματική διάρκεια να είναι στιγμιαία να καλύπτει στην αφήγηση πολλές σελίδες
(επιβράδυνση).
γ. η συχνότητα
Στην περίπτωσή αυτή διερευνάται η
σχέση στις φορές που ένα γεγονός συμβαίνει στην ιστορία και στις φορές που
αυτό αναφέρεται στην αφήγηση.
Άλλοι όροι που αφορούν το χρόνο
είναι περιττό να χρησιμοποιούνται κατά την προσέγγιση των κειμένων στο
σχολείο.
Σχετικά με τους όρους «αφηγηματικές τεχνικές» και «αφηγηματικοί τρόποι»
·
Κατ’
αρχήν θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο όρος
αφηγηματικές τεχνικές δηλώνει ποιος αφηγείται, από ποια
οπτική γωνία «βλέπει» τα πράγματα, τι
αφηγείται και πώς αφηγείται, δηλαδή ποιους
αφηγηματικούς
τρόπους χρησιμοποιεί (μίμηση), διήγηση, περιγραφή, διάλογο, εσωτερικό
μονόλογο, σχόλια, ελεύθερο πλάγιο λόγο). Στην ερώτηση «πώς αφηγείται», εκτός
από τις αφηγηματικές λειτουργίες, διερευνούμε και υφολογικά το κείμενο,
σχολιάζουμε δηλαδή τη γλώσσα, τον τόνο και τα εκφραστικά μέσα ή τους
ιδιαίτερους
εκφραστικούς τρόπους που
χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Τέλος, αναζητούμε και άλλες τεχνικές αφήγησης που
σχετίζονται με το
χώρο (π.χ. την
τεχνική της αντίθεσης «κλειστού /ανοιχτού» χώρου), με το
χρόνο της αφήγησης και τους τρόπους συντόμευσης ή επιμήκυνσής του (π.χ.
παράλειψη, επιβράδυνση) κτλ..
·
Πρέπει,
δεδομένης της σύγχυσης που επικρατεί στα σχολικά αλλά στα θεωρητικά εγχειρίδια,
να αποφεύγονται γενικευτικού χαρακτήρα ερωτήσεις, όπως «να βρεθούν οι
αφηγηματικές τεχνικές» ή να βρεθούν οι αφηγηματικοί τρόποι». Προτιμότερο είναι
κατά τη διατύπωση των ερωτήσεων να είναι απολύτως συγκεκριμένα τα ζητούμενα (π.χ.
«ποια η λειτουργία του χρόνου στο διήγημα»).
Σχετικά με τον όρο δομή.
Αναγκαίο είναι να διευκρινισθεί
ότι η λέξη δομή είναι κατά κυριολεξία ταυτόσημη με το χτίσιμο (δηλ. την αρχιτεκτονική
οργάνωση) του κειμένου. Όταν διερευνάται η δομή, ουσιαστικά διερευνάται και
αξιολογείται η διαδικασία βάσει της οποίας τα μέρη ενός κειμένου διαρθρώνονται
σε ένα όλον. Επειδή όμως ο όρος δομή είναι πολύ γενικός, καλό είναι κατά την
αξιολόγηση να αποφεύγονται γενικευτικού χαρακτήρα ερωτήσεις του τύπου
«Αναζητήσατε τα δομικά στοιχεία του κειμένου» και προτιμότερο είναι οι σχετικές
ερωτήσεις να είναι απολύτως συγκεκριμένες, όπως «Αξιολογήστε τον τρόπο με τον οποίο
οργανώνεται η αφήγηση στο συγκεκριμένο απόσπασμα» κτλ.
Η παραπάνω επισήμανση αφορά συνολικά όλες τις ερωτήσεις, στις οποίες τα
ζητούμενα σχετίζονται με χώρο της αφηγηματολογίας: πρέπει, εφόσον φυσικά
κρίνεται αναγκαίο να διατυπωθούν τέτοιου χαρακτήρα ερωτήσεις, να είναι οι
ερωτήσεις αυτές απολύτως σαφείς και απολύτως συγκεκριμένες και να αποσκοπούν
στο να κάνουν κριτικότερη τη ματιά του μαθητή-αναγνώστη και γοητευτικότερη την
ενασχόλησή του με το κείμενο. Σε κάθε άλλη περίπτωση η ζημία που μπορεί να
επέλθει στη σχέση των μαθητών με τη λογοτεχνία μπορεί να αποβεί ανεπανόρθωτη,
αφού ο μαθητής δεν θα έχει πλέον προσηλωμένο το ενδιαφέρον του στη σάρκα και
στο αίμα του λογοτεχνικού έργου, αλλά στο σχηματοποιημένο σκελετό του.
ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΣΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΛΥΚΕΙΟ
Το μάθημα της Λογοτεχνίας
(Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Νεοελληνική Λογοτεχνία), σύμφωνα με το
Π.Δ. 86/2001, άρθρο 15, εξετάζεται ως εξής:
Η εξέταση στη
Νεοελληνική Λογοτεχνία αναφέρεται σε πεζό ή ποιητικό κείμενο που περιέχεται στη
διδαχθείσα ύλη της αντίστοιχης τάξης, το οποίο δίνεται στους μαθητές σε
φωτοτυπία, μαζί με τις αναγκαίες σημασιολογικές ή άλλες διευκρινίσεις. Το
κείμενο συνοδεύεται από πέντε ερωτήσεις που αναφέρονται:
α) στον
συγγραφέα του έργου και σε γραμματολογικά στοιχεία που
προκύπτουν άμεσα ή έμμεσα από το κείμενο (1 ερώτηση),
β) στη δομή
του κειμένου, στην επαλήθευση ή διάψευση μιας κρίσης με βάση το κείμενο, σε
παρατηρήσεις επί των εκφραστικών μέσων και τρόπων του κειμένου (υφολογική
διερεύνηση, αφηγηματικές λειτουργίες, επιλογές του δημιουργού σε διάφορα επίπεδα
γλωσσικής ανάλυσης) (2 ερωτήσεις),
γ) σε
σχολιασμό ή στη σύντομη ανάπτυξη, σε 1-2 παραγράφους; ορισμένων χωρίων του
κειμένου (1 ερώτηση),
δ) σε
σχολιασμό, αδίδακτου λογοτεχνικού κειμένου το οποίο δίνεται στους μαθητές
επίσης σε φωτοτυπία και είναι ίσης, κατά προσέγγιση, δυσκολίας με το διδαγμένο
(1 ερώτηση).
H ερώτηση α
βαθμολογείται με δεκαπέντε (15) μονάδες, οι δύο ερωτήσεις της β περίπτωσης με
είκοσι (20) μονάδες η καθεμία, η ερώτηση γ με εικοσιπέντε (25) μονάδες και η
ερώτηση δ με είκοσι (20) μονάδες.
Σε περίπτωση
κατά την οποία μία (1) ερώτηση αναλύεται σε υποερωτήματα, η βαθμολογία που
προβλέπεται γι' αυτήν κατανέμεται ισότιμα στα υποερωτήματα, εκτός αν κατά την
ανακοίνωση των θεμάτων καθορίζεται διαφορετικός συντελεστής βαρύτητας γι'
αυτά.
Αναγκαίο είναι να γίνεται διάκριση ανάμεσα στους αφηγηματικούς
και τους εκφραστικούς τρόπους. 'Οταν αναζητούμε τους εκφραστικούς τρόπους, ουσιαστικά αναζητούμε όχι το τι λέγεται σε
ένα κείμενο αλλά το πώς λέγεται, (σχήματα λόγου κ.λπ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου