1.[Το ραλλικό κόμμα
]
Αφού μελετήσετε το παράθεμα που ακολουθεί και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις
Α) να παρουσιάσετε το Ραλλικό κόμμα
Β) να εντοπίσετε τις διαφορές ανάμεσα στους Ραλλικούς και τους Φιλελεύθερους
(…) Οι Ραλλικοί θεωρούσαν τα συνδικάτα και τους εργατικούς αγώνες δυσάρεστους νεωτερισμούς σε σημείο που πρότειναν να κατοχυρωθεί συνταγματικά ότι τουλάχιστον οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν μπορούσαν να συνδικαλιστούν παρά μόνο με την (ανακλητή) άδεια της εκτελεστικής εξουσίας. Όταν το 1914 η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων απάντησε σε απεργία των σιδηροδρομικών με νόμο που επέτρεπε την επιστράτευση τους, η κοινοβουλευτική ομάδα των Ραλλικών υποστήριξε το νομοσχέδιο, επισημαίνοντας ότι κατατέθηκε με καθυστέρηση. Με την ευκαιρία ο αρχηγός τον κόμματος επέκρινε στη Βουλή τις συνεπαγωγές της φιλελεύθερης κοινωνίας: την «υπερεκτίμηση» της εργασίας, τη διάλυση της «κοινωνικής αλληλεγγύης» μέσω των σύγχρονων μεθόδων των εργατικών αγώνων, τον «εκβιασμό» και την «αναρχία». Το σύνταγμα, είπε, δεν αναγνώριζε τάξεις, αλλά η παραχώρηση του δικαιώματος της απεργίας τις εμπεριείχε. Στην αντιπαράθεση με τον Βενιζέλο φάνηκε ότι οι δύο πολιτικοί ξεκινούσαν από διαφορετικές προϋποθέσεις. Ο συντηρητικός Ράλλης από τις άμεσες εμπειρίες της προβιομηχανικής βιοτεχνίας, όπου ο φιλόπονος ήταν εύκολο να φτιάξει κάτι και να γίνει κύριος τον εαυτού τον, ο φιλελεύθερος πρωθυπουργός έχοντας κατά νου την τάση προς το μέλλον με την ανάπτυξη μεγάλων επιχειρήσεων που θα απασχολούσαν μάζες εργατών, οι οποίοι δεν θα είχαν καμία δυνατότητα να αποταμιεύσουν με φιλοπονία και οικονομία το αναγκαίο κεφάλαιο για τις επενδύσεις μιας σύγχρονης επιχείρησης και θα παρέμεναν ως εκ τούτου σε σχέση εξαρτημένης εργασίας. Ο πρώτος έβλεπε στην απεργία την επικίνδυνη διατάραξη μιας πατριαρχικής κοινωνικής δομής, ο δεύτερος το αναγκαίο μέσο των εργατικών αγώνων στη μαζική βιομηχανική κοινωνία, το οποίο επιβαλλόταν να περιοριστεί μόνο για χάρη της κοινωνικής τάξης πραγμάτων και της αποτελεσματικότητας της οικονομίας και της δραστηριότητας της κυβέρνησης.
2.Το κόμμα του Θεοτόκη
Λαμβάνοντας υπόψη τις ιστορικές σας γνώσεις και τα στοιχεία από το ιστορικό παράθεμα να υπογραμμίσετε τις διαφορές ανάμεσα στο κόμμα του Θεοτόκη και στο κόμμα των φιλελευθέρων.
Σχετικά συγκρατημένη και με διαφοροποιήσεις ήταν η τακτική του κόμματος του Θεοτόκη, η οποία, παρά τη διαφορετική της άποψη για τη νομική πλευρά της διάλυσης της Α Αναθεωρητικής Βουλής το 1910, δεν είχε συμμετάσχει στις εκλογές και είχε επανέλθει στη Βουλή επίσης το 1912. Η συντηρητική αντίληψη για την κοινωνία και το διαφορετικό πολιτικό ύφος μπορεί να χώριζαν τους Θεοτοκικούς από τους Φιλελεύθερους - στα πρακτικά ζητήματα όμως η απόσταση ήταν πολύ μικρότερη από εκείνη μεταξύ Φιλελευθέρων και Ραλλικών. Οι Θεοτοκικοί ήθελαν να βελτιώσουν τη φιλελεύθερη πολιτική, να διορθώσουν τα λάθη του Βενιζέλου. Τα δύο κόμματα συμφωνούσαν για τη συγκέντρωση όλων των δυνάμεων στον εξοπλισμό, ζήτημα για το οποίο ειδικά ο Θεοτόκης τόσα είχε προσφέρει - ενστάσεις υπήρχαν όμως κατά της δημοσιονομικής πολιτικής και της διαμόρφωσης του προϋπολογισμού. Το πρόγραμμα του κόμματος στην κοινωνική πολιτική ήταν επίσης μετριοπαθές. Οι Θεοτοκικοί επέκριναν τον Βενιζέλο, επειδή με το ένα χέρι μοίραζε υποσχέσεις στους «πλουτοκράτες» και με το άλλο στους εργάτες. Ο Θεοτόκης υποσχόταν φορολογικές ελαφρύνσεις για τα χαμηλά εισοδήματα και τους αγρότες, τόνιζε όμως ταυτόχρονα ότι με τους νόμους για την προστασία της εργασίας η κυβέρνηση δημιουργούσε «ορέξεις» τις οποίες δεν μπορούσε να ικανοποιήσει. Σε σχέση με το δικαίωμα της απεργίας, ο Θεοτόκης υποστήριζε κατά βάση τις ίδιες θέσεις με τον Βενιζέλο και το υπερασπιζόταν ως στοιχείο της ελευθερίας των συμβάσεων - θεωρούσε ωστόσο τους εργατικούς αγώνες καταστροφικούς, επειδή η οικονομία ήταν αδύναμη. Στην εξωτερική πολιτική ο Θεοτόκης ενθάρρυνε το 1912 την κυβέρνηση να συμμετάσχει στον πόλεμο στο πλευρό της Ιταλίας, συμφώνησε όμως αργότερα με τον Ράλλη στην καταρχήν κριτική της πολιτικής συμμαχιών, της εισόδου της Ελλάδας στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο και στην Ειρήνη του Βουκουρεστίου.
Αφού μελετήσετε το παράθεμα που ακολουθεί και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις
Α) να παρουσιάσετε το Ραλλικό κόμμα
Β) να εντοπίσετε τις διαφορές ανάμεσα στους Ραλλικούς και τους Φιλελεύθερους
(…) Οι Ραλλικοί θεωρούσαν τα συνδικάτα και τους εργατικούς αγώνες δυσάρεστους νεωτερισμούς σε σημείο που πρότειναν να κατοχυρωθεί συνταγματικά ότι τουλάχιστον οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν μπορούσαν να συνδικαλιστούν παρά μόνο με την (ανακλητή) άδεια της εκτελεστικής εξουσίας. Όταν το 1914 η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων απάντησε σε απεργία των σιδηροδρομικών με νόμο που επέτρεπε την επιστράτευση τους, η κοινοβουλευτική ομάδα των Ραλλικών υποστήριξε το νομοσχέδιο, επισημαίνοντας ότι κατατέθηκε με καθυστέρηση. Με την ευκαιρία ο αρχηγός τον κόμματος επέκρινε στη Βουλή τις συνεπαγωγές της φιλελεύθερης κοινωνίας: την «υπερεκτίμηση» της εργασίας, τη διάλυση της «κοινωνικής αλληλεγγύης» μέσω των σύγχρονων μεθόδων των εργατικών αγώνων, τον «εκβιασμό» και την «αναρχία». Το σύνταγμα, είπε, δεν αναγνώριζε τάξεις, αλλά η παραχώρηση του δικαιώματος της απεργίας τις εμπεριείχε. Στην αντιπαράθεση με τον Βενιζέλο φάνηκε ότι οι δύο πολιτικοί ξεκινούσαν από διαφορετικές προϋποθέσεις. Ο συντηρητικός Ράλλης από τις άμεσες εμπειρίες της προβιομηχανικής βιοτεχνίας, όπου ο φιλόπονος ήταν εύκολο να φτιάξει κάτι και να γίνει κύριος τον εαυτού τον, ο φιλελεύθερος πρωθυπουργός έχοντας κατά νου την τάση προς το μέλλον με την ανάπτυξη μεγάλων επιχειρήσεων που θα απασχολούσαν μάζες εργατών, οι οποίοι δεν θα είχαν καμία δυνατότητα να αποταμιεύσουν με φιλοπονία και οικονομία το αναγκαίο κεφάλαιο για τις επενδύσεις μιας σύγχρονης επιχείρησης και θα παρέμεναν ως εκ τούτου σε σχέση εξαρτημένης εργασίας. Ο πρώτος έβλεπε στην απεργία την επικίνδυνη διατάραξη μιας πατριαρχικής κοινωνικής δομής, ο δεύτερος το αναγκαίο μέσο των εργατικών αγώνων στη μαζική βιομηχανική κοινωνία, το οποίο επιβαλλόταν να περιοριστεί μόνο για χάρη της κοινωνικής τάξης πραγμάτων και της αποτελεσματικότητας της οικονομίας και της δραστηριότητας της κυβέρνησης.
2.Το κόμμα του Θεοτόκη
Λαμβάνοντας υπόψη τις ιστορικές σας γνώσεις και τα στοιχεία από το ιστορικό παράθεμα να υπογραμμίσετε τις διαφορές ανάμεσα στο κόμμα του Θεοτόκη και στο κόμμα των φιλελευθέρων.
Σχετικά συγκρατημένη και με διαφοροποιήσεις ήταν η τακτική του κόμματος του Θεοτόκη, η οποία, παρά τη διαφορετική της άποψη για τη νομική πλευρά της διάλυσης της Α Αναθεωρητικής Βουλής το 1910, δεν είχε συμμετάσχει στις εκλογές και είχε επανέλθει στη Βουλή επίσης το 1912. Η συντηρητική αντίληψη για την κοινωνία και το διαφορετικό πολιτικό ύφος μπορεί να χώριζαν τους Θεοτοκικούς από τους Φιλελεύθερους - στα πρακτικά ζητήματα όμως η απόσταση ήταν πολύ μικρότερη από εκείνη μεταξύ Φιλελευθέρων και Ραλλικών. Οι Θεοτοκικοί ήθελαν να βελτιώσουν τη φιλελεύθερη πολιτική, να διορθώσουν τα λάθη του Βενιζέλου. Τα δύο κόμματα συμφωνούσαν για τη συγκέντρωση όλων των δυνάμεων στον εξοπλισμό, ζήτημα για το οποίο ειδικά ο Θεοτόκης τόσα είχε προσφέρει - ενστάσεις υπήρχαν όμως κατά της δημοσιονομικής πολιτικής και της διαμόρφωσης του προϋπολογισμού. Το πρόγραμμα του κόμματος στην κοινωνική πολιτική ήταν επίσης μετριοπαθές. Οι Θεοτοκικοί επέκριναν τον Βενιζέλο, επειδή με το ένα χέρι μοίραζε υποσχέσεις στους «πλουτοκράτες» και με το άλλο στους εργάτες. Ο Θεοτόκης υποσχόταν φορολογικές ελαφρύνσεις για τα χαμηλά εισοδήματα και τους αγρότες, τόνιζε όμως ταυτόχρονα ότι με τους νόμους για την προστασία της εργασίας η κυβέρνηση δημιουργούσε «ορέξεις» τις οποίες δεν μπορούσε να ικανοποιήσει. Σε σχέση με το δικαίωμα της απεργίας, ο Θεοτόκης υποστήριζε κατά βάση τις ίδιες θέσεις με τον Βενιζέλο και το υπερασπιζόταν ως στοιχείο της ελευθερίας των συμβάσεων - θεωρούσε ωστόσο τους εργατικούς αγώνες καταστροφικούς, επειδή η οικονομία ήταν αδύναμη. Στην εξωτερική πολιτική ο Θεοτόκης ενθάρρυνε το 1912 την κυβέρνηση να συμμετάσχει στον πόλεμο στο πλευρό της Ιταλίας, συμφώνησε όμως αργότερα με τον Ράλλη στην καταρχήν κριτική της πολιτικής συμμαχιών, της εισόδου της Ελλάδας στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο και στην Ειρήνη του Βουκουρεστίου.
3.Αλέξανδρος
Παπαναστασίου, μια σκιαγραφία
Αντλώντας στοιχεία από τη βιογραφία του Αλ. Παπαναστασίου να στηρίξετε τις ιστορικές σας γνώσεις σχετικά με τα αριστερά κόμματα των αρχών του 20ου αιώνα
Αντλώντας στοιχεία από τη βιογραφία του Αλ. Παπαναστασίου να στηρίξετε τις ιστορικές σας γνώσεις σχετικά με τα αριστερά κόμματα των αρχών του 20ου αιώνα
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους
πολιτικούς της νεώτερης Ελλάδας, με καίρια συμβολή στους αγώνες για τη
θεμελίωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, έμεινε γνωστός ως ο «πατέρας της
Δημοκρατίας». Εξελέγη πολλές φορές βουλευτής (1910, 1915, 1923, 1926, 1928,
1932, 1933 -σε επαναληπτική εκλογή- και 1936) με αδιάλειπτη και ενεργό
συμμετοχή στη Βουλή, προτάσεις πρωτοποριακές για όλους τους τομείς και
ιδιαίτερα για τα κοινωνικά και τα αγροτικά θέματα.
Γεννήθηκε στο Λεβίδι της Αρκαδίας το 1876. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κοινωνικές επιστήμες, φιλοσοφία και νομικά στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και του Βερολίνου, ενώ ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Λονδίνο και το Παρίσι.
Από την περίοδο των σπουδών του στη Γερμανία, είχε έρθει σε επαφή με τα θεωρητικά προβλήματα του συνεργατισμού και μελέτησε διεξοδικά τα συνεταιριστικά ρεύματα της εποχής του. Διαμόρφωσε τις αντιλήψεις του από οικονομική, κοινωνική και πολιτική άποψη, επηρεαζόμενος από τη συνεταιριστική πρακτική που κυριαρχούσε στη Γερμανία στις αρχές του 20ού αιώνα. Μάλιστα σε πολύ πρώιμη εποχή είχε υπογραμμίσει στις σημειώσεις του «Πολιτεία και aγροτικοί Συνεταιρισμοί» την πρωτοποριακή αντίληψη ότι «ο συνεταιρισμός είναι ένωση προσώπων και όχι κεφαλαίων». Αργότερα, θα γίνει ο σημαντικότερος υποστηρικτής του συνεταιριστικού κινήματος σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1907 άρχισε να αναμιγνύεται ενεργά με τα κοινά. Το 1908 ίδρυσε με τους Κωνσταντίνο Τριανταφυλλόπουλο, Αλέξανδρο Μυλωνά και Παναγιώτη Αραβαντινό, την «Κοινωνιολογική Εταιρία». Επίσης μαζί με τον Δελμούζο και τον Πετμεζά ήταν ο συνιδρυτής της «Ομάδας των Κοινωνιολόγων». Oλοι οι συνεργάτες του προέρχονται και ήταν επηρεασμένοι από τη γερμανική σχολή με μια ευρεία διεργασία μαρξιστικών και άλλων σοσιαλιστικών ιδεών, πολιτικά φιλελεύθερων απόψεων και εκσυγχρονιστικών τάσεων, με κύρια συνισταμένη την εκπαίδευση. Οι απόψεις τους ήταν ανάλογες με εκείνες των Eυρωπαίων μεταρρυθμιστών σοσιαλιστών. Οι Κοινωνιολόγοι αποτέλεσαν την «αριστερή» πτέρυγα των Φιλελευθέρων, ενώ το 1910 ιδρύσαν δικό τους κόμμα.
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, εισήγαγε απόψεις που συνέτειναν προς ένα πρόγραμμα κρατικής παρέμβασης σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Στο πλαίσιο αυτό αναγνωριζόταν η αναγκαιότητα μιας κοινωνικής πολιτικής για την εξομάλυνση των προβλημάτων που προκαλεί το καπιταλιστικό σύστημα. Βέβαια είχε υποστεί την κριτική ότι παρά την προοδευτικότητά τους οι απόψεις αυτές αντανακλούσαν μια αριστοκρατική αντίληψη της πολιτικής, η οποία στηρίζονταν σε μια φωτισμένη ηγεσία, πεπεισμένη για την πολιτικοκοινωνική της αποστολή πέρα από προσωπικά συμφέροντα και ταξικές διεκδικήσεις. Παράλληλα όμως, ο επηρεασμός από τις ιδέες και τα πρότυπα των φαβιανών της Αγγλίας τον οδήγησαν στη συμπόρευση με τους φιλελεύθερους, αλλά και στην κατά καιρούς συνεργασία με εκπροσώπους του εργατικού κινήματος.
Το 1910 ιδρύθηκε από τα μέλη της Κοινωνιολογικής Εταιρίας το Λαϊκό Κόμμα με μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα και δημοκρατική οργάνωση. Την ίδια χρονιά ο Παπαναστασίου εξελέγη βουλευτής και έδωσε σκληρές μάχες για την επίλυση του αγροτικού ζητήματος και την παραχώρηση των τσιφλικιών της Θεσσαλίας στους ακτήμονες.
Στη δίνη του Εθνικού Διχασμού, το 1916, ως βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων, προσχώρησε στο κίνημα της Θεσσαλονίκης και αντιπροσώπευσε την Επαναστατική Κυβέρνηση των Ιόνιων Νήσων. Τον Μάρτιο του 1917 του ανατέθηκε από την προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης η Γενική Διοίκηση των Ιόνιων Νήσων όπου είχε την ευκαιρία να επιδείξει τη διορατικότητά του στον χειρισμό των εθνικών θεμάτων. Από το 1917 ώς το 1920 διετέλεσε υπουργός Συγκοινωνιών και προσωρινά υπουργός Περιθάλψεως και Εσωτερικών στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Στη θέση αυτή επιτέλεσε λαμπρό έργο, όπως η ανάπτυξη των μέσων μαζικής μεταφοράς, η οικιστική νομοθεσία σχετικά με το σχέδιο πόλεων, ο έλεγχος των δημοσίων έργων, η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917, η πρόνοια για τη γεωργική και τεχνική εκπαίδευση.
Το 1922 ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου προχώρησε σε ανασυγκρότηση του Λαϊκού Κόμματος, το οποίο ονομάστηκε «Δημοκρατική Eνωση». Το 1926 πήρε τον υπότιτλο «Αγροτικόν και Εργατικόν Κόμμα», ο οποίος από το 1928 και μετά έγινε ο οριστικός του τίτλος.
Στις 12 Φεβρουαρίου του 1922 μέσα σε ένα κλίμα αναβρασμού που επικρατούσε στη χώρα -αποτέλεσμα των στρατιωτικών αποτυχιών, της διπλωματικής απομόνωσης και της οικονομικής κρίσης- δημοσίευσε το «Δημοκρατικό Μανιφέστο», επικρίνοντας τη πολιτική που ακολουθούσε το Παλάτι και υποδεικνύοντας το ως υπαίτιο των εθνικών συμφορών. (…)
Γεννήθηκε στο Λεβίδι της Αρκαδίας το 1876. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κοινωνικές επιστήμες, φιλοσοφία και νομικά στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και του Βερολίνου, ενώ ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Λονδίνο και το Παρίσι.
Από την περίοδο των σπουδών του στη Γερμανία, είχε έρθει σε επαφή με τα θεωρητικά προβλήματα του συνεργατισμού και μελέτησε διεξοδικά τα συνεταιριστικά ρεύματα της εποχής του. Διαμόρφωσε τις αντιλήψεις του από οικονομική, κοινωνική και πολιτική άποψη, επηρεαζόμενος από τη συνεταιριστική πρακτική που κυριαρχούσε στη Γερμανία στις αρχές του 20ού αιώνα. Μάλιστα σε πολύ πρώιμη εποχή είχε υπογραμμίσει στις σημειώσεις του «Πολιτεία και aγροτικοί Συνεταιρισμοί» την πρωτοποριακή αντίληψη ότι «ο συνεταιρισμός είναι ένωση προσώπων και όχι κεφαλαίων». Αργότερα, θα γίνει ο σημαντικότερος υποστηρικτής του συνεταιριστικού κινήματος σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1907 άρχισε να αναμιγνύεται ενεργά με τα κοινά. Το 1908 ίδρυσε με τους Κωνσταντίνο Τριανταφυλλόπουλο, Αλέξανδρο Μυλωνά και Παναγιώτη Αραβαντινό, την «Κοινωνιολογική Εταιρία». Επίσης μαζί με τον Δελμούζο και τον Πετμεζά ήταν ο συνιδρυτής της «Ομάδας των Κοινωνιολόγων». Oλοι οι συνεργάτες του προέρχονται και ήταν επηρεασμένοι από τη γερμανική σχολή με μια ευρεία διεργασία μαρξιστικών και άλλων σοσιαλιστικών ιδεών, πολιτικά φιλελεύθερων απόψεων και εκσυγχρονιστικών τάσεων, με κύρια συνισταμένη την εκπαίδευση. Οι απόψεις τους ήταν ανάλογες με εκείνες των Eυρωπαίων μεταρρυθμιστών σοσιαλιστών. Οι Κοινωνιολόγοι αποτέλεσαν την «αριστερή» πτέρυγα των Φιλελευθέρων, ενώ το 1910 ιδρύσαν δικό τους κόμμα.
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, εισήγαγε απόψεις που συνέτειναν προς ένα πρόγραμμα κρατικής παρέμβασης σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Στο πλαίσιο αυτό αναγνωριζόταν η αναγκαιότητα μιας κοινωνικής πολιτικής για την εξομάλυνση των προβλημάτων που προκαλεί το καπιταλιστικό σύστημα. Βέβαια είχε υποστεί την κριτική ότι παρά την προοδευτικότητά τους οι απόψεις αυτές αντανακλούσαν μια αριστοκρατική αντίληψη της πολιτικής, η οποία στηρίζονταν σε μια φωτισμένη ηγεσία, πεπεισμένη για την πολιτικοκοινωνική της αποστολή πέρα από προσωπικά συμφέροντα και ταξικές διεκδικήσεις. Παράλληλα όμως, ο επηρεασμός από τις ιδέες και τα πρότυπα των φαβιανών της Αγγλίας τον οδήγησαν στη συμπόρευση με τους φιλελεύθερους, αλλά και στην κατά καιρούς συνεργασία με εκπροσώπους του εργατικού κινήματος.
Το 1910 ιδρύθηκε από τα μέλη της Κοινωνιολογικής Εταιρίας το Λαϊκό Κόμμα με μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα και δημοκρατική οργάνωση. Την ίδια χρονιά ο Παπαναστασίου εξελέγη βουλευτής και έδωσε σκληρές μάχες για την επίλυση του αγροτικού ζητήματος και την παραχώρηση των τσιφλικιών της Θεσσαλίας στους ακτήμονες.
Στη δίνη του Εθνικού Διχασμού, το 1916, ως βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων, προσχώρησε στο κίνημα της Θεσσαλονίκης και αντιπροσώπευσε την Επαναστατική Κυβέρνηση των Ιόνιων Νήσων. Τον Μάρτιο του 1917 του ανατέθηκε από την προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης η Γενική Διοίκηση των Ιόνιων Νήσων όπου είχε την ευκαιρία να επιδείξει τη διορατικότητά του στον χειρισμό των εθνικών θεμάτων. Από το 1917 ώς το 1920 διετέλεσε υπουργός Συγκοινωνιών και προσωρινά υπουργός Περιθάλψεως και Εσωτερικών στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Στη θέση αυτή επιτέλεσε λαμπρό έργο, όπως η ανάπτυξη των μέσων μαζικής μεταφοράς, η οικιστική νομοθεσία σχετικά με το σχέδιο πόλεων, ο έλεγχος των δημοσίων έργων, η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917, η πρόνοια για τη γεωργική και τεχνική εκπαίδευση.
Το 1922 ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου προχώρησε σε ανασυγκρότηση του Λαϊκού Κόμματος, το οποίο ονομάστηκε «Δημοκρατική Eνωση». Το 1926 πήρε τον υπότιτλο «Αγροτικόν και Εργατικόν Κόμμα», ο οποίος από το 1928 και μετά έγινε ο οριστικός του τίτλος.
Στις 12 Φεβρουαρίου του 1922 μέσα σε ένα κλίμα αναβρασμού που επικρατούσε στη χώρα -αποτέλεσμα των στρατιωτικών αποτυχιών, της διπλωματικής απομόνωσης και της οικονομικής κρίσης- δημοσίευσε το «Δημοκρατικό Μανιφέστο», επικρίνοντας τη πολιτική που ακολουθούσε το Παλάτι και υποδεικνύοντας το ως υπαίτιο των εθνικών συμφορών. (…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου