Γεώργιος Βιζυηνός «Παλιμβουλία», ως παράλληλο για το Όνειρο στο κύμα

Το τάζω χρόνο και καιρό

να βάλω μαύρο ράσο,

μαύρο μονόκερο σταυρό

στα στήθη να κρεμάσω.



Ν’ αφήσω μάνα κι αδερφή,

στα ξένα να μισέψω,

και στ’ Αγιονόρους την κορφή

να πάγω ν’ ασκητέψω.



Να ζω μ’ αγία προσευχή

απ’ το πουρνό ως το βράδυ,

για να γλιτώσω τη φτωχή

ψυχή μ’ από τον Άδη.



Και μόλις κάμω την βουλή,

την παίρν’ ανεμοβρόχι

και συλλογιούμαι το φιλί,

θυμούμ’ αυτήν που το ‘χει.



Κι αν είν’ το σπίτι μακριά

κι η ώρα περασμένη,

εγώ ‘χω πόδια λαφριά,

κι εκείνη με προσμένει.



Γλυκά γλυκά τηνέ φιλώ

γλυκά τηνέ χαϊδεύω. –

Σύρε, ψυχή μου, στο καλό,

κι εγώ δεν ασκητεύω!



Κ’ εγώ έμαθα γράμματα, εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων, κ’ έγινα δικηγόρος... Αφού επέρασα από δύο ιερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον!

Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ έκαμε να μη γίνω κληρικός; Φευ! ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γίνω μοναχός.

Ορθώς έλεγεν ο γηραιός Σισώης ότι “αν ήθελαν να με κάνουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το μοναστήρι...”. Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολλυβογράμματα, τα όποια αυτός με είχε διδάξει, και μάλιστα ήσαν και πολλά!...



Ο Γεώργιος Βιζυηνός στο εύθυμης σύλληψης ποίημα «Παλιμβουλία», παρουσιάζει την αλλαγή της θέλησής του σχετικά με την απόφασή του να ασκητέψει. Παρά το γεγονός ότι το έχει τάξει καιρό τώρα να φορέσει ράσα και να ασκητέψει στο Άγιο Όρος, αφήνοντας πίσω του τη μητέρα και την αδερφή του και παρά τη μεγάλη σημασία που έχει η απόφαση αυτή για τη σωτηρία της ψυχής του, εντούτοις αλλάζει αμέσως γνώμη μόλις σκεφτεί το φιλί της αγαπημένης του. Η σκέψη και μόνο του φιλιού της, τον ωθεί να τρέξει στο σπίτι της, για να τη γλυκοφιλήσει, απαρνούμενος ακόμη και την ψυχή του.

Ο γυναικείος πειρασμός που κάνει τη σκέψη του Βιζυηνού να ξεστρατίσει και τον απομακρύνει από την ασφυκτική πίεση της μοναστικής ζωής, κυριαρχεί και στο διήγημα «Όνειρο στο κύμα», οδηγώντας το νεαρό ήρωα σε μια παρόμοια απόφαση.

Το θεσπέσιο θέαμα της Μοσχούλας να κολυμπά γυμνή, ξυπνά έντονες επιθυμίες στο νεαρό βοσκό και του δημιουργεί την αίσθηση πως θα του είναι αδύνατο να ζήσει ως μοναχός. Κι ενώ το ποιητικό υποκείμενο της παλιμβουλίας, παραδομένο στην αγκαλιά της αγαπημένης του, φτάνει αβίαστα στην απόφαση να αδιαφορήσει για την πνευματική σωτηρία της ψυχής του, ο ήρωας του διηγήματος μετανιώνει για την απόφασή του να αποποιηθεί τη μοναστική ζωή.

Ο νεαρός βοσκός σκέφτεται πως ο πειρασμός της Μοσχούλας, αντί να τον απομακρύνει από την απόφασή του να μονάσει, θα έπρεπε απεναντίας να λειτουργήσει ως στοιχείο ισχυροποίησης της απόφασής του. Ο ήρωας αντιλαμβάνεται εκ των υστέρων πως θα έπρεπε να έχει κρατήσει στη σκέψη του ως ιδανική έκφραση του έρωτα την ανάμνηση της γυμνής κοπέλας, ώστε να αποφύγει την απογοήτευση της πραγμάτωσης των ερωτικών του επιθυμιών με γυναίκες που δεν μπορούσαν να του προσφέρουν τη συναισθηματική εκείνη πληρότητα που του προσέφερε ο πλατωνικός έρωτάς του για την εξιδανικευμένη Μοσχούλα.

Αν είχε πράγματι μονάσει, θα είχε κάνει ένα ουσιαστικό βήμα για τη σωτηρία της ψυχής του και παράλληλα θα είχε γλιτώσει την επαφή με τη σκληρή πραγματικότητα της ζωής, που απείχε ασύλληπτα από την ομορφιά του ονείρου που είχε βιώσει κοντά στη Μοσχούλα. «Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ’ ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτο όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον διέφερεν από όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή! Δεν ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, αλλ’ ήτο ανακούφισις και αναψυχή

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου