Θεματική
Ενότητα
«
Γλώσσα »
Ορισμός
– γενικά: Γλώσσα είναι το σύνολο των λέξεων κι εκφράσεων που
διέπονται από ορισμένους κανόνες και το οποίο μεταχειρίζονται όσοι άνθρωποι
ανήκουν στο ίδιο έθνος ή στην ίδια ομάδα για την προφορική ή τη γραπτή τους
συνεννόηση. Μοιάζει με ένα λεξικό που αντίτυπά του, ίδια κι απαράλλαχτα, έχουν
μοιραστεί σε κάθε άτομο. Είναι ένα σύστημα συμβόλων – σημείων με το οποίο τα
μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας στέλνουν και δέχονται μηνύματα, δηλαδή
επικοινωνούν. Η γλώσσα είναι, δηλαδή, όργανο επικοινωνίας. Λέγοντας
επικοινωνία, εννοούμε την ανταλλαγή μηνυμάτων με τα οποία επιτυγχάνεται η
συνεννόηση μεταξύ των μελών της γλωσσικής κοινότητας.
« …Γλώσσα δεν είναι, καθώς φαντάζονται κάποιοι,
αράδιασμα από λέξεις, τύπους, κανόνες, όπως αναγράφονται σε λεξικά και
γραμματικές… παρά η έκφραση του εσωτερικού μας κόσμου, κύμα ζωής, άνοιγμα κι
επαφή ψυχών, ανταλλαγή αισθημάτων και σκέψεων μέσα σε μια συνομιλία, ερώτηση κι
απόκριση, άρνηση και κατάφαση, προσταγή, απαγόρευση και παράκληση, μικροεπεισόδια,
πεζότητες και ταπεινότητες της καθημερινής ζωής κι έξαρση και κατάνυξη,
τραγούδι και κλάμα, χαρά και καημός, τρικυμία και γαλήνη, αγάπη, πάθος, αγωνία
και κατάρα, επιστήμη και ζωή, σκέψη, ενατένιση της μοίρας και φιλοσοφία – όλα
αυτά είναι γλώσσα ατομική κι εθνική. Γλώσσα είναι ολόκληρος ο λαός, λέει ένα
φλαμανδικό ρητό». (
Μανόλης Τριανταφυλλίδης )
Ο όρος γλώσσα των
νέων δηλώνει το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων που χαρακτηρίζουν την
επικοινωνία των νέων μεταξύ τους. Παρά τον χαρακτηρισμό "γλώσσα", η
γλώσσα των νέων δεν είναι ένα αυτοτελές γλωσσικό σύστημα, αλλά μια
"κοινωνιόλεκτος" [sociolect], δηλαδή ένας τρόπος ομιλίας με
λεξιλογικά, πραγματολογικά και δομικά χαρακτηριστικά που χρησιμοποιείται υπό
ορισμένες συνθήκες επικοινωνίας και είναι μέρος της γλωσσικής συνείδησης μιας
κοινότητας. Η κοινωνική βάση της γλώσσας των νέων είναι η "παρέα", το
δίκτυο των συνομηλίκων. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει μια ενιαία γλώσσα των νέων,
αλλά ένα σύνολο από επιμέρους τρόπους ομιλίας με κοινές τάσεις διαμόρφωσης και
κοινά γλωσσικά στοιχεία. Καθώς η ελληνική έρευνα είναι ακόμη περιορισμένη, τα
στοιχεία που ακολουθούν συνδυάζουν ευρήματα από διάφορες γλώσσες.
Ομιλία είναι η
συγκεκριμένη πραγμάτωση της γλώσσας από τους ομιλητές μιας γλωσσικής
κοινότητας. Έχει ατομικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι ο ομιλητής μπορεί να
επιλέξει τι, πότε, πως, αν θα πει κάτι, ενώ δεν μπορεί να επιλέξει αν θα κινηθεί
ή όχι μέσα στη γλώσσα, στο γλωσσικό σύστημα, το οποίο αποτελεί δεδομένο,
απαραβίαστο « συμβόλαιο » . Άρα, κάθε άνθρωπος χρησιμοποιεί το γλωσσικό κώδικα
με το δικό του τρόπο. Την προσωπική αυτή πλευρά της γλώσσας την ονομάζουμε
ομιλία και διακρίνεται σε προφορική και γραπτή.
Γλώσσα –
σκέψη: η
σύνδεση της γλώσσας με τη σκέψη είναι αναμφισβήτητο γεγονός. Ο πλουτισμός του
λεξιλογίου, η καλλιέργεια της γλώσσας παρέχει τη δυνατότητα στο άτομο να
συλλάβει και να κατακτήσει νέες και πιο πολύπλοκες γνώσεις, ιδέες και σκέψεις.
Από την άλλη πλευρά, η ανάπτυξη του προβληματισμού, η κριτική σκέψη, η μελέτη,
η προσπάθεια, με μια λέξη, του ανθρώπου να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τον
κόσμο που τον περιβάλλει, εμπλουτίζει τη γλώσσα με νέα στοιχεία. Ιδέες που δεν
μπόρεσαν ή δεν μπορούν να διατυπωθούν δεν είναι απλώς θολές ή αβέβαιες, αλλά
ανύπαρκτες. Όσο πιο πολύ βαθαίνει η σκέψη, τόσο καλλιεργείται και
τελειοποιείται η γλώσσα.
Ιδιόλεκτος – ύφος με την ευρύτερη έννοια: η ομιλία θα
μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ιδιόλεκτος, δηλαδή ο ιδιαίτερος τρόπος, με τον
οποίο εκφράζεται κάθε μέλος μιας γλωσσικής κοινότητας. Είναι ατομική γλώσσα,
που συνιστά το ύφος με την ευρύτερη έννοια.
Έντεχνο ύφος: μια ιδιαίτερη μορφή ιδιολέκτου
είναι η ιδιόλεκτος του λογοτέχνη, που αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή γραπτής
πραγμάτωσης του λόγου με αισθητική αξία. Είναι το ύφος με τη στενότερη έννοια,
δηλαδή το λογοτεχνική ή έντεχνο ύφος.
Διάλεκτος – Ιδίωμα: η γλωσσική
κοινότητα δε χαρακτηρίζεται από γλωσσική ομοιομορφία, αλλά αντίθετα από
πολυμορφία, η οποία δεν τη διασπά ούτε την υποβαθμίζει. Ανάλογα με τις
γεωγραφικές περιοχές, ομιλούνται διαφορετικές διάλεκτοι. Ο όρος διάλεκτος
χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια τοπική γλωσσική μορφή που ομιλείται σε μια
περιοχή και διαφέρει σημαντικά από την κοινή γλώσσα, ενώ ο όρος ιδίωμα δηλώνει
τη γλωσσική μορφή ενός τόπου που δεν παραλλάσσει πολύ από την κοινή. Σήμερα,
συνήθως ονομάζουν διάλεκτο ένα ιδίωμα με μεγάλη έκταση, π.χ. ποντιακή
διάλεκτος, κυπριακή διάλεκτος…
Ιδιωματισμός – Ιδιωτισμός : διαφοροποίηση
ακόμη παρατηρείται στους τύπους ιδιωματισμός και ιδιωτισμός. Ο ιδιωματισμός
είναι τύπος διαλεκτικός, τύπος ιδιώματος ή διαλέκτου, άγνωστος στην κοινή
γλώσσα. Ο ιδιωτισμός είναι μια έκφραση της χώρας μας μόνο, με ξεχωριστή
σημασία.
Μορφές επικοινωνιακής διαδικασίας:
Μονόδρομη: απαιτείται ο
πομπός, που εκπέμπει το μήνυμα, κι ο δέκτης, που το λαμβάνει. Αμφίδρομη
(διάλογος ): απαιτείται ο πομπός, το μήνυμα, ο δέκτης, ενώ στη συνέχεια,
εναλλάσσονται οι ρόλοι πομπού – δέκτη.
Η ΑΠΕΡΑΝΤΟΣΥΝΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
• Γλώσσα είμαι εγώ:
προσωπική πλήρωση μέσα από τη γλώσσα
(πνευματική και ψυχική καλλιέργεια,
κοινωνικοποίηση, ολοκλήρωση
προσωπικότητας)
• Γλώσσα είσαι εσύ:
ανθρώπινη επαφή μέσα από τη γλωσσική
πλήρωση
• Γλώσσα είναι ο κόσμος
ό, τι κάνει ο κόσμος: γλώσσα = σκέψη +
επικοινωνία (βάση για κάθε ανθρώπινη
δραστηριότητα)
• Γλώσσα είναι η αγάπη
και ο πόνος: έκφραση συναισθημάτων μέσω
της γλώσσας
• Γλώσσα είναι το
ντύσιμο, η έκφραση του προσώπου, οι χειρονομίες,
η
ανταπόκριση: παραγλωσσικά επικοινωνιακά στοιχεία
• Γλώσσα είναι να
φαντάζεσαι, να σχεδιάζεις, να δημιουργείς, να
καταστρέφεις: (α) σχέση σκέψης και γλώσσας, (β) η
γλώσσα ως
πηγή προσωπικής πνευματικής και ψυχικής
ενδυνάμωσης, (γ)
θετική ή αρνητική χρησιμοποίηση της δύναμης αυτής
• Γλώσσα είναι ο
έλεγχος και η πειθώ: δύναμη επιρροής μέσω της
ρητορικής δεινότητας
• Γλώσσα είναι η
επικοινωνία: επικοινωνιακή σημασία της γλώσσας
• Γλώσσα είναι το
γέλιο: (α) χαρά μέσα από την ευφυή χρήση της
γλώσσας ή την έκφραση ευχάριστων συναισθημάτων,
(β) το γέλιο
ως παραγλωσσικό επικοινωνιακό στοιχείο
• Γλώσσα είναι το
μεγάλωμα: (α) Η κατάκτηση της γλώσσας ως
βασικό στοιχείο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας,
(β) οι βαθμοί
ωρίμανσης του ανθρώπου, όπως φαίνονται από την
εξέλιξη της
γλωσσικής του ικανότητας
• Γλώσσα είμαι εγώ:
τονισμός της σημασίας της γλώσσας για το
(κοινωνικό) άτομο
Τα χαρακτηριστικά της γλώσσας
Βασικό
χαρακτηριστικό της γλώσσας είναι η απεραντοσύνη της. Η γλώσσα είναι ο κόσμος
ολόκληρος, είναι η ζωή σε όλες της τις εκφάνσεις. Αποκρυσταλλώνει την
ιδιοσυγκρασία και την προσωπικότητα κάθε ατόμου. Είναι η συνάρτηση και η
αναζήτηση των άλλων ανθρώπων, είναι η εκπομπή μηνυμάτων προς ολόκληρη την
ανθρωπότητα. Είναι τα αισθήματα, οι ενέργειες και οι σκέψεις μας. Είναι ακόμη η
εκφραστική συμπεριφορά ( χειρονομίες – εκφράσεις, ακόμα και το ντύσιμο ), η
οποία ολοκληρώνει το λόγο και λειτουργεί εμφαντικά και ισότιμα μ’ αυτόν. Είναι
η αναζήτηση του εσωτερικού μας κόσμου, αλλά και η επικοινωνία που ολοκληρώνει
την προσωπικότητά μας. Εκφράζει την πεζή καθημερινότητα, αλλά και το φιλοσοφικό
κι επιστημονικό στοχασμό.
Η γλώσσα είναι
πολύμορφη. Έχει απεριόριστες δυνατότητες κι ανταποκρίνεται σ’ όλες τις ανάγκες
της κοινωνικής ζωής.
Η γλώσσα έχει
καταλυτική δύναμη, ιδιαίτερα όταν συνοδεύεται από πνευματική καλλιέργεια και
κοινωνική καταξίωση. Είναι παντοδύναμη, γι’ αυτό ο λαός λέει ότι « η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα
τσακίζει ».
Άλλη μια δυνατότητα
που προσφέρει η γλώσσα είναι το ότι συμβάλλει σε έναν προσωπικό τρόπο βίωσης κι
αξιολόγησης των καταστάσεων. Για παράδειγμα, το κάπνισμα θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί από διαφορετικούς ανθρώπους ως απόλαυση, ενόχληση ή και αιτία
αρρώστιας.
Επίσης, η
γλώσσα διαφοροποιεί ίδιες λέξεις και προσδίδει σ’ αυτές διαφορετική σημασία.
Έτσι, ο άγγελος στην τραγωδία σημαίνει αγγελιοφόρος, ενώ στη θρησκεία
εκπρόσωπος του Θεού.
Τέλος, η
γλώσσα προσδίδει διαφορετική απόχρωση σε μια έννοια ανάλογα με το ποιος τη χρησιμοποιεί.
Για παράδειγμα, διαφορετική βαρύτητα αποκτά η λέξη « ελευθερία » για τον
Κούρδο, ο οποίος μάχεται για την επιβίωσή του, και διαφορετική για τον Ελβετό,
ο οποίος αναζητά την τελειοποίηση των συνθηκών της ζωής του.
Σημασία – ρόλος – θετικά αποτελέσματα της γλώσσας
Το να μπορεί
κανείς να χειρίζεται σωστά τη γλώσσα του, πράγμα σπάνιο σήμερα, έχει θετικές
συνέπειες για τον ίδιο το χειριστή, αλλά συγχρόνως συμβάλλει στη διαφύλαξη της
γλώσσας μας.
Η γλώσσα
συμβάλλει στην πνευματική ανάπτυξη / συγκρότηση, καθώς είναι φορέας ιδεών και
πεποιθήσεων, παρέχει τη δυνατότητα ικανοποίησης της φιλομάθειας του ανθρώπου
και διαφυλάσσει την αποκτημένη γνώση και
τη μεταλαμπαδεύει ( = μεταφέρει ) στους μεταγενεστέρους, συντελώντας στη
γρήγορη εξέλιξη κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Η επικοινωνιακή λειτουργία της
γλώσσας αποτελεί το βασικό στοιχείο για ην κατανόηση όχι μόνο της ανθρώπινης
ύπαρξης αλλά κι όλων των επιτευγμάτων του ανθρώπινου πνεύματος. Χωρίς τη
γλώσσα, οι διάφορες πολιτιστικές κατακτήσεις κι εμπειρίες δε θα μεταδίδονταν
από γενιά σε γενιά, αλλά ο άνθρωπος θα ήταν αναγκασμένος να ξεκινά κάθε φορά
από το μηδέν. Συνιστά σημαντικό στοιχείο της πολιτιστικής κι εθνικής ταυτότητας
ενός λαού, διότι μέσω αυτής ( γραπτός και προφορικός λόγος ) διασώζεται η πολιτιστική
κληρονομιά, τα γράμματα, τα ήθη, έθιμα, η λαϊκή δημιουργία στο σύνολό της
αναζητά στη γλώσσα το μέσο μετάδοσής της από γενιά σε γενιά . Βοηθά, έτσι, ένα
λαό να συνειδητοποιήσει την ιδιοπροσωπία του κι αποτελεί, επομένως, μέσο και
πνευματικό θεσμό συνοχής ενός εθνικού συνόλου. Το γεγονός ότι η γλώσσα δεν
είναι στοιχείο στατικό, αλλά αδιάκοπα εξελίσσεται, μας βεβαιώνει ότι η εξέλιξή
της συμβαδίζει με την εξέλιξη του λαού, εξασφαλίζοντας έτσι την ιστορική
συνέχεια. Η γλώσσα δεν καταδεικνύει μόνο την ιστορική αλλά και την πολιτιστική
συνέχεια ενός λαού, εφόσον αποτελεί τον πιο γνήσιο τρόπο έκφρασης των
αντιλήψεων, των εμπειριών, των συναισθηματικών καταστάσεων, τη πνευματικής του
ιδιοσυστασίας. Αποτελεί, επομένως, πυρηνικό στοιχείο της παράδοσης, που παραδίδεται
από τις προηγούμενες γενιές στο παρόν ως ένα από τα πολυτιμότερα κεφάλαια του
παρελθόντος και συγχρόνως ως βάση για το χτίσιμο του μέλλοντος. Σήμερα, εξάλλου, στην εποχή της
παγκοσμιοποίησης, αποτελεί όπλο αντίστασης κάθε λαού στην πολιτισμική ισοπέδωση,
καθώς η γλώσσα επιτρέπει σε κάθε λαό να διαμορφώσει αλλά και να διατηρήσει την
εθνική του συνείδηση, αφού η ιστορική του επιβίωση εξαρτάται από τη διάσωση της
γλώσσας, ενώ η παρακμή κι εξαφάνισή του αρχίζει με την απώλειά της. Η μελέτη του γλωσσικού φαινομένου διευρύνει
τους γνωστικούς ορίζοντες του ανθρώπου, ενώ η σωστή γνώση και χρήση της γλώσσας
έχει ως αποτέλεσμα την οξύνοια και την καλλιέργεια της κριτικής ικανότητας,
αφού η γλώσσα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το λόγο ( προφορικός –
γραπτός λόγος των αρχαίων Ελλήνων , λογική ). Έτσι, όσο καλύτερα χειρίζεται
κανείς τη γλώσσα του τόσο περισσότερο σκέφτεται, αλλά κι αποκτά τη δυνατότητα να εκφράζει λεπτές σημασιολογικές
αποχρώσεις μιας έννοιας. Με το σωστό χειρισμό της γλώσσας ο άνθρωπος επιδίδεται
σε μια προσπάθεια επιλογής κατάλληλων όρων, επιλέγει ή απορρίπτει λέξεις και
τελικά αποκτά και πνευματική ευελιξία. Αντίθετα, όταν το λεξιλόγιο είναι
πενιχρό και η γλώσσα χάνει την εκφραστική της δυνατότητα και τυποποιείται, τότε
το άτομο χάνει την ικανότητα να σκέφτεται, με όλες τις αρνητικές πεοεκτάσεις
που αυτό επιφέρει.
Η ανάπτυξη των
Επιστημών, των Γραμμάτων και των Τεχνών βασίστηκε στις λέξεις, γιατί η
αισθητοποίηση των οραμάτων, των ιδεών και των αξιών εκφράζεται με το λόγο. Η
γλώσσα είναι πεδίο δημιουργίας, γόνιμο
έδαφος, στο οποίο μπορεί να βλαστήσει τόσο η τέχνη ( λογοτεχνία ) όσο κι ο
προσωπικός τρόπος έκφρασης. Δίνει τη δυνατότητα στα άτομα να εκφράσουν τις πιο
μύχιες σκέψεις και τα πιο ακριβά βιώματα και συναισθήματά τους. Η γλώσσα, δηλαδή, δεν είναι κώδικας ομιλίας
αλλά και κώδικας, όπως κι όχημα της
σκέψης - πλούσια γλώσσα σημαίνει πλούσια σκέψη. Δεν είναι τυχαίο ότι
αξιοθαύμαστους πολιτισμούς ανέπτυξαν
λαοί με υψηλό γλωσσικό υπόβαθρο, όπως οι Αιγύπτιοι, οι Κινέζοι, οι Έλληνες
κ.ά.
Σημαντικός
είναι ο ρόλος της γλώσσας και στην πολιτική ζωή, καθώς με αυτή οι άνθρωποι
ανταλλάσσουν πολιτικές απόψεις, επιχειρηματολογούν, συναινούν σε πολιτικά
ζητήματα ή διαφοροποιούνται. Σε ό,τι αφορά στις σχέσεις δημοκρατικής ηγεσίας
και πολιτών, η ποιοτική γλωσσική έκφραση καλλιεργεί το πνεύμα της ειλικρινούς
συνεργασίας, τροφοδοτεί την αμοιβαία αξιοπιστία και το σεβασμό. Η κριτική που
ασκείται από τους πολίτες δεν είναι άγονη, αλλά καλοπροαίρετη και συνοδεύεται
από προτάσεις. Από την άλλη πλευρά, ο λόγος των φορέων της εξουσίας δεν είναι
ταυτόσημος της κενής ρητορείας και της συνθηματολογίας, αλλά είναι μεστός από νοήματα, ειλικρινής,
ανιδιοτελής. Φαινόμενα, όπως ο ξύλινος λόγος κι η κομματικοποίηση αποφεύγονται
και προωθείται η υγιής ανταλλαγή απόψεων, που αποτελεί το στυλοβάτη της
δημοκρατίας . Η ποιοτική γλωσσική έκφραση αποτελεί προϋπόθεση του
εποικοδομητικού διαλόγου, που με τη σειρά του αποτελεί πεμπτουσία της
δημοκρατίας. Όταν τα άτομα που διαλέγονται έχουν ανεπτυγμένο γλωσσικό όργανο κι
εκφραστική άνεση, τότε οι απόψεις τους είναι διατυπωμένες με σαφήνεια, τα
επιχειρήματά τους είναι ώριμα, εύστοχα και οι προτάσεις τους ουσιαστικές. Έτσι,
ο διάλογος παίρνει το χαρακτήρα γόνιμης συζήτησης, που οδηγεί στην επιλογή της
καλύτερης λύσης για ένα πρόβλημα και την εύρεση της αλήθειας. Με την εξασφάλιση
της παρρησίας, διατυπώνονται ελεύθερα οι απόψεις και οι ιδέες τόσο των
μεμονωμένων ατόμων όσο και των οργανωμένων φορέων ( συνδικαλιστικές οργανώσεις,
κόμματα κτλ. ) . Οι πολίτες καθίστανται υποκείμενα στις πολιτικές εξελίξεις κι
όχι παθητικοί δέκτες, περιορίζεται η αυθαιρεσία και τα φαινόμενα πολιτικού
αμοραλισμού. Η βαθιά γνώση των λειτουργιών της βοηθά στην αποκάλυψη της
δημαγωγικής πολιτικής και της λαϊκιστικής ρητορείας. Στο πλαίσιο της κοινωνικής
ζωής, η διαδικασία κοινωνικοποίησης των ατόμων στηρίζεται στη γλώσσα. Όσο πιο
πλούσια σε περιεχόμενο, έκφραση σκέψεων, συναισθημάτων είναι μια γλώσσα,
ανάλογη είναι και η ποιότητα της κοινωνικοποίησης. Αποτελεί μέσο επικοινωνίας
κι ανταλλαγής πληροφοριών κι απόψεων, ικανοποιεί την έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου
για επικοινωνία και συνεννόηση μεταξύ των ανθρώπων και κατ’ επέκταση συντελεί
στην επίτευξη της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης. Είναι το μέσο για την
αυτογνωσία και, γενικότερα, την ανθρωπογνωσία κι αποτελεί όργανο τεράστιας
παιδαγωγικής δύναμης, αφού μπορεί να διδάσκει, να επαινεί και να ψέγει.
Αναπτύσσεται ο διάλογος, ανταλλάσσονται απόψεις για την ειρηνική επίλυση των
διαφορών. Συντελεί, επίσης, στην κοινωνικοποίηση με τη διευκόλυνση της
συνεργασίας, της συνεννόησης και του καλύτερου συντονισμού στον εργασιακό χώρο,
για ποιοτική βελτίωση του παραγόμενου έργου, με τη διεύρυνση της ατομικότητας
και την απόδοση κοινωνικού περιεχομένου στα ατομικά επιτεύγματα και τις
εμπειρίες, με τη σύναψη διαπροσωπικών σχέσεων και την ανάπτυξη δεσμών φιλίας κι
αγάπης των ανθρώπων.
Η γλώσσα,
σίγουρα, συμβάλλει κι ως μέσο εξατομίκευσης, αφού κάθε άνθρωπος τη χειρίζεται
με το δικό του προσωπικό τρόπο, γεγονός που συμβάλλει στην απόκτηση ενός
ιδιαίτερου, εξατομικευμένου ύφους. Αν η γλώσσα είναι ρηχή, τυποποιημένη,
υποβιβασμένη στο να λειτουργεί μόνο ως χρηστικό εργαλείο, τότε οι άνθρωποι
χάνουν την ιδιαιτερότητά τους κι οδηγούνται σε αγελαία γλωσσική συμπεριφορά και μαζοποίηση.
Σε ψυχολογικό
επίπεδο , αποτελεί μέσο έκφρασης των συναισθημάτων και του εσωτερικού κόσμου
του ανθρώπου, με την έκφραση των σκέψεων και των προβλημάτων του καταπολεμά την
εσωστρέφεια και τη μοναξιά, με το διάλογο μετριάζονται τα συναισθήματα κι
αποφεύγονται ακραίες εκδηλώσεις, ευαισθητοποιεί τους ανθρώπους και συντελεί
στον ψυχικό συμπλησιασμό τους.
Σημαντική,
εξάλλου, είναι η συμβολή της στη διεθνή ζωή. Με τη γλωσσομάθεια διευκολύνεται η
επικοινωνία των λαών και υλοποιείται κάθε μορφή συνεργασίας.
Σε ηθικό
επίπεδο, η γλώσσα συνδράμει αποφασιστικά, καθώς με το λόγο προσεγγίζονται,
αναλύονται και διαμορφώνονται ηθικές αξίες, ιδανικά και πρότυπα. Η ηθική
διαπαιδαγώγηση είναι απαραίτητη για τη διαμόρφωση ηθικού χαρακτήρα.
Συμβάλλει στη
δημιουργία μιας παγκόσμιας κοινωνίας, στην οποία εδραιώνονται η ειρήνη, η φιλία
και η συνεργασία των λαών.
Η αξία της
ελληνικής γλώσσας:
« Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική » (
Οδ. Ελύτης ).
Βασικό στοιχείο της εθνικής μας ταυτότητας,
αυτό που μας διακρίνει από τους άλλους λαούς, αυτό που μας ενώνει περισσότερο
από κάθε τι άλλο.
Στοιχείο
πολιτισμού και παράδοσης, φορέας μνήμης, συνεκτικός κρίκος παρόντος –
παρελθόντος. Είναι μοναδικό φαινόμενο η αδιάκοπη προφορική και γραπτή της
παράδοση επί 3000 και 4000 χρόνια αντίστοιχα. « Η ελληνική γλώσσα, ο άνθρωπος, η θάλασσα… Για κοιτάξτε πόσο θαυμάσιο
πράγμα είναι να λογαριάζει κανείς πως από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα
σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα…» ( Γ.
Σεφέρης, Δοκιμές ). Η ελληνική αναδείχθηκε σε κύρια βάση της εννοιολογικής
έκφρασης του δυτικού πολιτισμού. Είναι εμφανής η σημερινή παρουσία της στο
λεξιλόγιο όλων των ευρωπαϊκών γλωσσών και μάλιστα σε σύνθετες κι απαιτητικές
μορφές επικοινωνίας, όπως είναι η επιστήμη κι ο πολιτικός λόγος.
Συμπερασματικά
: « Χωρίς να είναι βέβαια η ‘περιούσια’
γλώσσα του κόσμου … αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση πολιτισμικής κι ευρωπαϊκής
γλώσσας, που ως γλώσσα των αρχαίων κλασικών κειμένων, ως γλώσσα του ευαγγελίου,
των Πατέρων της Εκκλησίας και της βυζαντινής υμνογραφίας, ως γλώσσα εκφράσεως
του ανθρώπινου πνεύματος στις πιο μεγάλες στιγμές και για τα μεγάλα και
διαχρονικής εμβέλειας θέματα, τα θέματα που αφορούν τον άνθρωπο και τις
ανθρώπινες αξίες, είναι πάντα παρούσα κι επίκαιρη». ( Γ. Μπαμπινιώτης από
άρθρο στην εφημ. Το Βήμα ) .
Γλώσσα και έθνος
« Γλώσσα και πατρίδα είναι το ίδιο. Να πολεμά
κανείς για την πατρίδα του ή για την εθνική της γλώσσα, ένας είναι ο αγώνας.
Πάντα αμύνεται περί πάτρης …» Γ. Ψυχάρης , Το ταξίδι μου
Η σχέση
γλώσσας και πατρίδας – αρχικά, έθνους αργότερα – είναι μια παλιά ιστορία. Νωρίς,
το «ομόγλωσσον» κρίθηκε ως ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά ενότητας,
ταυτότητας ενός λαού και είναι, πλέον, κοινός τόπος ότι η αφύπνιση της εθνικής
συνείδησης, στα νεότερα χρόνια, εκκίνησε από την επίγνωση της γλωσσικής
ιδιαιτερότητας.
Πατρίδα και
γλώσσα, λοιπόν, αναδεικνύονται έννοιες παράλληλες κι αλληλένδετες, καθορίζουν
την ιστορία και τις συγκρούσεις από τα παλαιότερα έως και τα νεώτερα χρόνια.
Ούτε σήμερα η διαμάχη, η αγωνία δεν έληξε . Αντίθετα, οι σχέσεις των λαών, η
διεθνιστική προοπτική γεννούν νέα προβλήματα σχετικά με την εθνική γλώσσα κι,
επομένως, την εθνική υπόσταση και ιδιαιτερότητα.
Ανάλυση των
λεγομένων του Γ. Ψυχάρη:
Η γλώσσα είναι
ένα σύστημα αξιών. Μέσα σ’ αυτήν αποτυπώνονται η παράδοση, τα όνειρα, οι
στόχοι, η παιδεία ενός λαού, οπότε και των ανθρώπων που τον αποτελούν.
Πρόκειται για
ένα δεσμό εσωτερικό, παράγοντα και προϊόν του πολιτισμού μίας ομάδας. Η τέχνη,
οι κοινωνικές σχέσεις, οι αγώνες, οι
ιδέες που καλλιεργούνται σ’ έναν τόπο εκφράζονται γλωσσικά.
Αυτή η γλωσσική
έκφραση είναι μια άλλη σύλληψη, οργάνωση κι ερμηνεία του κόσμου. Είναι μια
διαφορετική ταξινομία του. Έτσι, η ελληνική γλώσσα δεν είναι το ίδιο λ.χ. με τη
γαλλική. Με τις διάφορες γλώσσες δε λέμε
απλώς τα ίδια πράγματα με άλλες λέξεις. Κάθε λαός συλλαμβάνει, οργανώνει κι
εκφράζει διαφορετικά τον κόσμο με τη γλώσσα του.
Με τη γλώσσα
μας αφηγούμαστε το δεσμό με τον τόπο μας, με αυτήν αναφερόμαστε στο παρελθόν,
το ανακαλούμε. Κατά τον Κ. Γεωργουσόπουλο: «
Έθνος είναι η ιστορία μιας γλώσσας. Γλώσσα είναι η ιστορία ενός έθνους ».
Ειδικά η
ελληνική γλώσσα έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα : αποτελεί μία από τις λίγες
γλώσσες στον κόσμο που έχει να επιδείξει συνέχεια και παρουσία πάνω από 5000
χρόνια. Με τη συνέχειά της πλάθεται ο δεσμός που ενώνει τους ανθρώπους σ’ αυτή
τη γη, η εθνική συνείδηση. Οι λέξεις « άνεμος, φως, ήλιος, θάλασσα, γη,
άνθρωπος » μας θυμίζουν ότι είμαστε η
συνέχεια ενός λαού που κατοικεί στον ίδιο τόπο αιώνες τώρα.
Η ενότητα της
γλώσσας διατηρεί την εθνική ταυτότητα, προφυλάσσει από την πολιτιστική
χειραγώγηση. Η ιδιαιτερότητα ενός λαού προστατεύεται αποτελεσματικά από τη
διατήρηση της γλώσσας του. Αντίθετα, η εθνική και πολιτιστική αλλοίωση
επισπεύδεται από την αλλοίωση της γλώσσας. Πρόκειται για μια αλήθεια που
γνώρισαν και γνωρίζουν οι λογής κατακτητές.
Πρωταρχικό
στοιχείο, λοιπόν, εθνικής ταυτότητας είναι, φυσικά, η γλώσσα. Ειδικά για τη
χώρα μας, η διατήρηση και καλλιέργειά της έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού
ομιλείται μόνο στην Ελλάδα, έχει δικό της αλφάβητο, έχει ιδιαιτερότητα και δε μοιάζει
με άλλη.
Η γλώσσα,
άλλωστε, είναι η ένυλη έκφραση του πολιτισμού μιας χώρας. Όταν, λοιπόν, αυτή
χάνεται ή αλλοιώνεται, τότε αποκόπτεται κάθε δυνατότητα πρόσβασης στο παρελθόν
και στον πολιτισμό μας. Σ’ αυτή ενσαρκώνονται τα ήθη, τα έθιμα, η νοοτροπία και
η παράδοση ενός τόπου. Είναι εύλογο, λοιπόν, πως σε μια εποχή « έμμεσης
αποικιοκρατίας », όπου τα οικονομικά εύρωστα κράτη συρρικνώνουν τον πολιτισμό
μιας χώρας με ασθενέστερη οικονομία, η μόνη ίσως δικλ(ε)ίδα ασφαλείας είναι η
διατήρηση της πολιτιστικής μας ιδιαιτερότητας. Αυτή είναι απόρροια της διάσωσης
της εθνικής μας γλώσσας, του καθρέπτη του πολιτισμού μας, των υψηλότερων
διανοημάτων μας.
Έχουν
επικαιρότητα αυτές οι απόψεις του Ψυχάρη ;
Σήμερα, είναι
κοινή πεποίθηση ότι η εθνική γλώσσα αποτελεί την «περιουσία» ενός λαού και με
ορισμένο τρόπο οι διάφορες γλώσσες συνθέτουν τον παγκόσμιο πολιτιστικό πλούτο.
Ωστόσο, και παρά τις επιστημονικές ή κοινωνικές αντιλήψεις, οι διάφορες γλώσσες
πεθαίνουν και η γλωσσική ποικιλομορφία σβήνει. Η πρόβλεψη των ειδικών είναι
δυσοίωνη για τη γλωσσική ποικιλία, καθώς εικάζεται ότι τον επόμενο αιώνα θα
επιβιώσει το ένα δέκατο μόνο των σημερινών γλωσσών.
Με τέτοια
πραγματικά περιστατικά, φαίνεται ότι ο σεβασμός στη γλωσσική ιδιαιτερότητα και
η υπεράσπιση των εθνικών γλωσσών είναι κινήσεις υποκριτικές παρά ουσιαστικές.
Κατά βάθος η κυρίαρχη τάξη πραγμάτων
εξυπηρετείται από την ομοιομορφία κι επομένως την προάγει έστω κι έμμεσα. Η
πολιτική, η οικονομία και η μαζική επικοινωνία προϋποθέτουν την κυριαρχία μίας
διεθνούς γλώσσας.
Ανέκαθεν, τα
αποικιακά συμφέροντα επέβαλλαν τη γλώσσα της μητρόπολης σε βάρος των ιθαγενών
γλωσσών. Σήμερα, όμως οι ρυθμοί εξαφάνισης ομιλουμένων γλωσσών είναι χειρότεροι
από ποτέ. Η κυριαρχία του βιομηχανικού, δυτικού μοντέλου ανάπτυξης σε όλη την
υφήλιο προάγει μια νόθο παγκοσμιότητα στη βάση της αγγλικής γλώσσας.
Τα Μέσα
Μαζικής Ενημέρωσης και ιδίως η τηλεόραση με τα δορυφορικά κανάλια και τις
παγκοσμίως δημοφιλείς εκπομπές – σειρές ευνοούν την πολιτιστική επιβολή και
συνθλίβουν την πολιτιστική και γλωσσική ιδιαιτερότητα. Δεν είναι μόνο ότι
επιβάλλουν την αγγλική γλώσσα, το κυριότερο είναι ότι προάγουν ένα μονοδιάστατο
τρόπο ζωής που εξυπηρετείται από συρρικνωμένες παραλλαγές της γλώσσας.
Κι όλα αυτά
συνδυάζονται με τα οικονομικά συμφέροντα της παραγωγής, διακίνησης και
κατανάλωσης αγαθών.
Ιδιαίτερα,
πιέζεται η ελληνική γλώσσα – όπως κι όλες εκείνες που διαθέτουν ανάλογα με την
ελληνική χαρακτηριστικά. Διότι τα ελληνικά μιλιούνται από λίγους ανθρώπους σε
ολόκληρη τη γη και διαφέρουν αρκετά στη γραφή από τις λατινογενείς γλώσσες. Και είναι βέβαιο, ότι θα απειλούνται
ισχυρότερα όσο πιο ανίσχυρος είναι ο νεοελληνικός πολιτισμός.
Η γλωσσική
καταστροφή είναι απείρως μεγαλύτερης έκτασης από την οικολογική καταστροφή κι
αναλόγων, με εκείνη, αποτελεσμάτων. Αν η αλαζονική διαχείριση του φυσικού
πλούτου οδηγεί στη βιολογική καταστροφή, η γλωσσική σιγή οδηγεί στον πνευματικό
όλεθρο. Το τέλος της γλωσσικής πολυμορφίας συνεπάγεται το τέλος της
πολιτιστικής διαφοράς.
Οι άνθρωποι
που γνωρίζουν, πλέον, ότι έχουν χρέος να υπερασπίσουν τη φύση τους, βιολογική
και πνευματική. Ένας τέτοιος αγώνας δεν είναι απλώς αγώνας σεβασμού, αλλά
αγώνας ελευθερίας.
ΒΑΣΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ
ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ
οικογένεια
• Είναι το
πρώτο, και γι’ αυτό καθοριστικό γλωσσικό περιβάλλον με το ποίο έρχεται ο
άνθρωπος σε επαφή. Το παιδί μιμείται ταυτίζεται με τη γλωσσική συμπεριφορά των
γονέων και συγγενών. Το γλωσσικό επίπεδό τους και οι ανάλογες παρεμβάσεις τους
(η επαφή με βιβλία, ο έλεγχος τηλεοπτικών προγραμμάτων που παρακολουθεί το
παιδί) καθορίζουν σε
μεγάλο βαθμό τη γλωσσική ικανότητα των παιδιών.
σχολείο:
• Παρέχει
συστηματική, μεθοδική, από ειδικευμένο προσωπικό, με επιστημονική και κρατική
υποστήριξη, με εποπτικά μέσα (βιβλία κ.ά.) γλωσσική διδασκαλία. Στο σχολείο το
παιδί θα διδαχτείουσιαστικά και το γραπτό λόγο. Παράλληλα θα επηρεαστεί
γλωσσικά και από τους συμμαθητές του.
ΜΜΕ:
• ο λόγος
των ηρώων παιδικών εκπομπών, των παρουσιαστών και
δημοσιογράφων, ιδίως τηλεοπτικών, καθορίζει
γλωσσικά το
σύγχρονο άνθρωπο (αν σκεφτούμε μάλιστα ότι 3,30+
ώρες είναι
η ημερήσια τηλεθέαση στη χώρα μας)
Η κακοποίηση
της γλώσσας μας ( άρθρο του Γ. Μπαμπινιώτη από τον
ημερήσιο Τύπο )
… Ως γλωσσολόγος γίνομαι πολύ συχνά αποδέκτης
παραπόνων και παρατηρήσεων για την «κακοποίηση» που υφίσταται η γλώσσα μας.
Πρόκειται συνήθως για μορφωμένους ανθρώπους, επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων,
αλλά και λιγότερο συχνά για λιγότερο μορφωμένους ανθρώπους, με κάποια φανερή
έγνοια για τη γλώσσα που μιλάμε και γράφουμε. Τα παράπονα είναι για την
«κατάντια» της γλώσσας μας, για τα «άθλια» Ελληνικά που ακούγονται από την
τηλεόραση, για την «άγνοια» της Ελληνικής από τους μαθητές, για το πώς
γράφονται σήμερα οι λέξεις της γλώσσας μας, για το πώς μιλούν οι νέοι κ.λ.π.
Στις γραμμές που ακολουθούν θα προσπαθήσω να εξηγήσω τι σημαίνει γλωσσολογικά η
λεγόμενη κακοποίηση της γλώσσας.
Θα ήταν εκτός πραγματικότητας, αν πίστευε κανείς
ότι η σημερινή κατάσταση της γλώσσας μας ( γνώση – χρήση – αξιοποίησή της )
είναι ό,τι πρέπει ή ό,τι θα θέλαμε να είναι. Θα ήταν εκτός πραγματικότητας, αν
δεν αναγνώριζε ότι υπάρχουν ουσιώδη προβλήματα. Θα ήταν εκτός πραγματικότητας,
αν δεχόταν ότι με τη γλωσσική μεταρρύθμιση του ’74 λύθηκαν αυτομάτως όλα τα
προβλήματα της γλώσσας μας, τα ουσιαστικά προβλήματα μιας ποιοτικής γνώσης και
χρήσης της ελληνικής γλώσσας. Άλλο τόσο όμως είναι εκτός πραγματικότητας,
όποιος δεν βλέπει ότι η γλώσσα μας βρίσκεται στο σωστό δρόμο και βελτιώνεται
σταδιακώς. Ένας μέσος μαθητής σήμερα μπορεί να συντάξει ένα κείμενο γλωσσικά
καλύτερο, πιο δηλωτικό, πιο επικοινωνιακό, πιο συγκροτημένο από το κείμενο που
θα συνέτασσε ο αντίστοιχος μαθητής πριν από μερικές δεκαετίες ( συνήθως ένα
κείμενο έντονο βερμπαλιστικό, συχνά κακοδιατυπωμένο, σε μια γλωσσική μορφή που
δεν του ήταν τόσο οικεία, με γλωσσική συνήθως δυσκαμψία και μειωμένη
επικοινωνιακή δύναμη). Πείρα πολλών ετών από κείμενα μαθητών και φοιτητών πριν
και μετά από τη γλωσσική μεταρρύθμιση επιτρέπει στο γράφοντα αυτές τις
εκτιμήσεις. Κι επιτρέπει, γενικότερα, μια συγκρατημένη αισιοδοξία.
Συγκεκριμένα, δεν φταίει η μεταρρύθμιση και η
δημοτική ή ακριβέστερα, η νεοελληνική κοινή γλώσσα για τις όποιες αδυναμίες
παρατηρούνται στη χρήση της σύγχρονης γλώσσας μας. Αντίθετα, το γεγονός ότι
γράφουμε την ίδια μορφή γλώσσας που χρησιμοποιούμε κι όταν μιλάμε είναι λογικό
να διευκολύνει και πράγματι διευκολύνει τη γλωσσική μας επικοινωνία. Άλλο να
γράφεις σ’ έναν γλωσσικό κώδικα ( την καθαρεύουσα ) που πρέπει επιπροσθέτως κι
εκ των υστέρων να κατακτήσεις κι άλλο να γράφεις στη μητροδίδακτη γλώσσα, σ’
έναν κώδικα που ήδη κατέχεις. Αλλού, λοιπόν, πρέπει να αναζητηθούν οι
πραγματικές δυσκολίες κι αδυναμίες στη χρήση της γλώσσας μας. Πρέπει να
καταλάβουμε ότι το σημερινό παιδί, το «παιδί της τηλεόρασης» δεν μπορεί εξ
ορισμού παρά να έχει μειωμένη ικανότητα στη χρήση της γλώσσας. Αν έχουμε το
παιδί μας εκτεθειμένο για πολύ στη βλαπτική επίδραση κακής τηλεοπτικής γλώσσας,
αν έχει περιορισμένα διαβάσματα καλής χρήσης της γλώσσας, αν η γλώσσα που
ακούει στο οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον είναι υποβαθμισμένη κ.τ.ο.,
είναι φυσικό να έχει προβλήματα στη γλωσσική του έκφραση, γραπτή και προφορική.
Και γλώσσα, μην το ξεχνάμε, δεν είναι αν θα γράφει κανείς μια ξενικής
προέλευσης λέξη με ε και αι ( τρένο ή τραίνο ) ή αν θα γράφει να έλθη ή να
έλθει ( με ει ή η ), αλλά ποια λέξη θα
επιλέξει κάθε φορά ανάμεσα στο συνέπεια κι επίπτωση, ανάμεσα στο επίδραση,
επιρροή κι επήρεια ή ανάμεσα στον κόπο, το μόχθο και την κούραση …
Επομένως, κακοποίηση της γλώσσας, στην
πραγματικότητα, αδυναμίες, ελλείψεις και κενά στην απόκτηση αυτής της πολύ
σύνθετης ικανότητας που μόλις περιγράψαμε. Δεν είναι θέμα κάποιων λέξεων ή
κάποιων γραμματικών τύπων ή μερικών κανόνων ορθογραφίας! Αν ίσχυε αυτό, η
κατάκτηση της γλώσσας θα ήταν πολύ απλή υπόθεση, πράγμα που είναι προφανές ότι
δε συμβαίνει.
Συμπέρασμα: Το ξεπέρασμα της κακοποίησης της
γλώσσας, η αντιμετώπιση αυτού του σύνθετου φαινόμενου απαιτεί όχι μόνο
κατάλληλη γλωσσική εκπαίδευση στο σχολείο με βασικό στόχο τη σύνταξη και
κατανόηση απαιτητικών κειμένων, αλλά και συνεχή διαβάσματα κι ακούσματα
γλωσσικά, δηλ. συνεχή επαφή με πρότυπα ποιοτικής αξιοποίησης της γλώσσας, και,
βεβαίως, συχνή, σκληρή κι επίμονη εργασία κι άσκηση. Θα το ξαναπώ και μ’ αυτή
την ευκαιρία: η κατάκτηση της γλώσσας είναι έργο ζωής, που αρχίζει με τις
πρώτες λεξούλες του παιδιού και συνεχίζεται επίπονα σε όλα τα στάδια και τα
χρόνια της ζωής του ανθρώπου…
Κακοποίηση της
ελληνικής γλώσσας
Η ελληνική
γλώσσα θεωρείται από τους μεγαλύτερους επιστήμονες του κόσμου ως η πιο
κατάλληλη γλώσσα στη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Και αυτό γιατί
διαπιστώθηκε πως η ελληνική γλώσσα είναι γλώσσα «νοηματική» και πως είναι η
μοναδική νοηματική γλώσσα που υπάρχει. Όλες τις υπόλοιπες γλώσσες τις
χαρακτηρίζουν οι επιστήμονες ως γλώσσες «σημειολογικές».
Νοηματική είναι
η γλώσσα στην οποία το σημαίνον , δηλαδή η ίδια η λέξη , και το σημαινόμενον ,
δηλαδή αυτό που η λέξη εκφράζει , έχουν μεταξύ τους πραγματική πρωτογενή σχέση.
Αντίθετα η σημειολογική είναι γλώσσα στην οποία αυθαιρέτως ορίζεται ότι το α
πράγμα εννοείται με το α σημείο.
Με άλλα λόγια η
ελληνική είναι η μόνη γλώσσα της οποίας οι λέξεις έχουν πρωτογένεια ενώ σε όλες
τις άλλες είναι συμβατικές , δηλαδή σημαίνουν κάτι απλώς επειδή έτσι
συμφωνήθηκε μεταξύ αυτών που τη χρησιμοποιούν.
Συναφής εκδήλωση
για τη σπουδαιότητα της ελληνικής γλώσσας είναι πως Άγγλοι επιχειρηματίες
προτρέπουν τα ανώτερα στελέχη τους να μάθουν αρχαία ελληνικά γιατί αυτά
εμπεριέχουν μια φιλοσοφία με ξεχωριστή σημασία για τους τομείς οργανώσεως και
διαχειρίσεως επιχειρήσεων. Σε αυτό το συμπέρασμα βέβαια οδηγήθηκαν μετά από
έρευνες Βρετανών ειδικών ότι η ελληνική γλώσσα ενισχύει τη λογική και τονώνει
τις ηγετικές ικανότητες.
Γι’αυτούς τους
λόγους οι Ισπανοί Ευρωβουλευτές ζήτησαν να καθιερωθεί η Ελληνική ως επίσημη
γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης διότι , όπως οι ίδιοι είπαν , το να μιλά κανείς
για Ε.Ε. χωρίς την ελληνική είναι σαν να μιλά σ’ έναν τυφλό για χρώματα.
Δυστυχώς όμως η
ελληνική γλώσσα αναγνωρίζεται και υποστηρίζεται στον μεγαλύτερο τουλάχιστον
βαθμό μόνο από τους ξένους και όχι από τους ίδιους τους Έλληνες που
υποστηρίζουν με κάθε μέσο τις ξένες γλώσσες και μάλιστα κάνουν λόγο για την
κατάργηση της ελληνικής μέσα στην ίδια την Ελλάδα και την αντικατάστασή της από
την Αγγλική τα στιγμή που οι ίδιοι οι Άγγλοι μιλούν για την ανωτερότητα και τη
σπουδαιότητα της ελληνικής.
Γι’ αυτό εάν
παρατηρήσουμε λίγο προσεκτικά τα μέσα ενημέρωσης , τον Τύπο , διάφορες
ανακοινώσεις και ομιλίες πολιτικών μπορούμε να πούμε πως όλοι αγωνίζονται για
το ποιος θα χαλάσει περισσότερο την ελληνική όμορφη γλώσσα μας. Και όλες αυτές
οι κακοποιήσεις γίνονται στο όνομα της δημοτικής από πολλούς όψιμους
δημοτικιστές. Και αν κάποιος επιχειρήσει να τους πει το σωστό τότε τον
ειρωνεύονται. Βέβαια το κακό δεν θα ήταν τόσο μεγάλο εάν περιοριζόταν μόνο σε
αυτούς που το διαπράττουν. Όμως δυστυχώς το γλωσσικό λάθος επαναλαμβάνεται από
τα μέσα ενημέρωσης και εμπεδώνεται στη συνείδηση του πολλού κόσμου και η
διόρθωσή του γίνεται πολύ δύσκολη.
Θα πρέπει λοιπόν
να προσέχουμε να μην κακοποιούμε την πλούσια γλώσσα μας με ακρότητες και
εκφράσεις που προσκρούουν στο γλωσσικό μας αισθητήριο και στην αισθητική μας
καλλιέργεια. Γιατί πολλοί δημοτικιστές , είτε από άγνοια είτε από υπερβολικό
ζήλο και φανατισμό , δε χρησιμοποιούν σωστά τη γλώσσα και διαστρέφουν το
γλωσσικό μας αισθητήριο. Ωστόσο για την καταστολή της κακοποίησης της γλώσσας
θα ήταν καλό , στα διάφορα Υπουργεία , οργανισμούς και τις άλλες υπηρεσίες
καθώς επίσης και στη ραδιοφωνία την τηλεόραση , τις εφημερίδες και σε όλα τα
μέσα ενημέρωσης , να υπάρχουν υπεύθυνοι για τη γλωσσική επιμέλεια των εγγράφων
, εγκυκλίων , αποφάσεων , δελτίων ειδήσεων , ρεπορτάζ και άλλων που δίνονται
στη δημοσιότητα.
Βλέπουμε επίσης
ότι σήμερα η ελληνική γλώσσα κατακλύζεται από την εισβολή ξένων λέξεων και
εκφραστικών τρόπων σκέψης πράγμα το οποίο συντελεί άμεσα στο πρόβλημα της
κρίσης. Και αυτό γιατί όλα έχουν αρχίσει να γίνονται στη χώρα μας με τη χρήση
της Αγγλικής ή Γαλλικής γλώσσας. Και περισσότερο οι νέες γενιές χρησιμοποιούν
στον καθημερινό τους λόγο πλήθος ξένων λέξεων μεγαλύτερο σε ποσοστό από το
ελληνικό λεξιλόγιο. Με αυτή την τακτική σε μικρό χρονικό διάστημα το ελληνικό
λεξιλόγιο θα περιορισθεί τόσο πολύ στους νέους που θα είναι πια κατόρθωμα να
ακούμε καμμιά ελληνική λέξη , και θα μας φαίνεται και αξιοπερίεργο.( Εδώ μια
και γίνεται λόγος για τη σχέση των ξένων λέξεων με τις ελληνικές λέξεις μπορεί
να σημειωθεί η έρευνα του πανεπιστημίου του Ιρβάιν της Καλιφόρνιας που κατάφερε
να αποθησαυρίσει στον Η/Υ «Ίβυκο» 6 εκατομμύρια λέξεις και 78 εκατομμύρια
λεκτικούς τύπους της γλώσσας μας , όταν η Αγγλική γλώσσα έχει συνολικώς 490.000
λέξεις και 300.000 τεχνικούς όρους , δηλαδή ως γλώσσα είναι μόλις το 1/100 της
δική μας. Στον Η/Υ «Ίβυκο» έχουν επίσης ταξινομηθεί 8.000 συγγράμματα 4.000
αρχαίων ελλήνων και το έργο ακόμη συνεχίζεται. Μιλώντας γι’ αυτό ο καθηγητής
Μπρούνερ είπε : «Σε όποιον απορεί γιατί τόσα εκατομμύρια δολάρια για την
αποθησαύριση των λέξεων της Ελληνικής απαντούμε : Μα πρόκειται για τη γλώσσα
των προγόνων μας και η επαφή μας με αυτούς θα βελτιώσει των πολιτισμό μας».
Υπολογίζεται ότι οι Ελληνικοί λεκτικοί τύποι θα φθάσουν τα 90 εκατομμύρια
έναντι των 9 εκατομμυρίων της Λατινικής.)
Ως αιτία της
γλωσσικής κρίσης μπορεί να θεωρηθεί επίσης και η αποδυνάμωση της ελληνικής
γλώσσας και του γλωσσικού θησαυρού από την εισδοχή της εικόνας στη σύγχρονη
ζωή. Η εικόνα μέσα στο σπίτι και όλους τους χώρους που συχνάζει ο άνθρωπος
καταδικάζει σε σιωπή. Όλα σε μορφή εικόνας. Εικόνα που καλλιεργεί σύμβολα βουβά
, μεταβιβάζουν μηνύματα χωρίς καμμία δυνατότητα απάντησης , αντιλόγου ή
διαλόγου. Ο άνθρωπος μεταβάλλεται στο τέλος σε παθητικό δέκτη αυτών των
μηνυμάτων και ο ίδιος δεν εκφράζει γνώμη παρά παραμένει ένα άλαλο ζώο.
Πέρα από αυτά η
χρησιμοθηρική αντίληψη της παιδείας και ο πολιτικός λαϊκισμός έχουν
αποπροσανατολίσει το λαό. Υπάρχουν πολλοί δυστυχώς που πιστεύουν πως η γλωσσική
απλούστευση και απλοποίηση της γλώσσας , όπως η κατάργηση του πολυτονικού και η
χρήση της φωνητικής γλώσσας θα κάνουν ευκολότερα τη μόρφωση κτήμα του λαού. Και
αυτό γιατί η κοινωνία μας τώρα κατέχεται έντονα από την τάση προς τον ελάσσονα
κόπο. Όμως πρέπει να ξέρουμε πως η γλώσσα ως όργανο παιδείας και μάθησης
απαιτεί προσεκτική και επιμελημένη εργασία. Απαιτεί πνευματική πειθάρχηση ,
επιμονή και υπομονή , πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με την αντίληψη της
εύκολης μόρφωσης. Χρειάζονται αρετές με τις οποίες λίγη σχέση έχουν πλέον οι
σημερινοί άνθρωποι.
Μπορεί πάντως ο
καθένας μας να κάτσει να σκεφτεί λίγο τις διαπιστώσεις και τις έρευνες που
έκαναν πρώτοι οι ξένοι και να αναρωτηθεί γιατί η ελληνική γλώσσα κίνησε το ενδιαφέρον
όλων αυτών των επιστημόνων και αναγνωρίσθηκε ως η πιο πλούσια , η πιο ωραία και
η πιο εκφραστική γλώσσα που δίνει με τη μελωδία της μία αισθητική απόλαυση.
Είμαι σίγουρος πως κάποτε και οι Έλληνες θα αναγνωρίσουν την αξία της γλώσσας
που κληρονόμησαν από τους προγόνους τους , όμως μπορεί να είναι πια αργά και
τότε να μετανιώσουν. Καλό θα ήταν να μη φτάσουν σε εκείνο το σημείο και να
προλάβουν το κακό πριν φτάσει στα άκρα και αναζητάμε τη γλώσσα μας. Προς το
παρόν ας την υποστηρίξουν οι Ισπανοί Ευρωβουλευτές μέχρι να το κάνουν αυτό και
οι Έλληνες.
Ας μην ξεχνάμε
πως η γλώσσα μας έχει συνεχή , γραπτή και προφορική παράδοση περίπου τριών
χιλιάδων ετών. Από την αρχή ακόμη του μακρότατου αυτού χρονικού διαστήματος
χρησιμοποιούνται χιλιάδες λέξεις που είναι εντελώς οι ίδιες και σήμερα , ίσως
ελάχιστα αλλαγμένες. Όλες αυτές τις λέξεις εφόσον διατηρούν την ίδια σημασία
που είχαν και παλιά γιατί πρέπει να τις διώξουμε από το λεξιλόγιό μας; Και αν
ακόμα έχουμε πιο καινούριες επιβάλλεται παράλληλα να χρησιμοποιούμε και τις πιο
παλιές.
Η γλώσσα μας
κερδίζει από αυτό , και το κέρδος της γλώσσας είναι κέρδος για εκείνους που τη
μιλούν και τη γράφουν σωστά.
Σταύρος Μεσσήνης
Βουλή των Εφήβων (
2001-2002 )
Σύνοδος Ζ '
Το
γλωσσικό πρόβλημα
Είναι βέβαιο
πως υπάρχει σήμερα οξύ γλωσσικό πρόβλημα. Κι εννοούμε μ’ αυτό τη χαμηλή
ποιότητα του λόγου μας, την υποβάθμιση της γλώσσας μας, τη βαθύτερη κρίση που
μαστίζει τη γλωσσική μας επικοινωνία. Μια κρίση που δεν είναι άσχετη με μια
γενικότερη «κρίση επικοινωνίας» του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος επικοινωνεί
τεχνικά με το διάστημα, ενώ αδυνατεί να επικοινωνήσει ανθρώπινα με τους
γείτονες του απέναντι διαμερίσματος…
Στον «αιώνα
της επικοινωνίας» ο χείμαρρος της επικοινωνίας ως ποσότητα παρασύρει και
καταπνίγει την ποιότητα. Η γλωσσική επικοινωνία, ο «καίριος λόγος» γίνεται οόλο
και πιο δυσεύρετος.
Ενδείξεις – χαρακτηριστικά του γλωσσικού
προβλήματος:
Γλωσσική
κακοποίηση
: πρόκειται για τα λάθη που διαπράττονται στη χρήση της σύγχρονης ελληνικής από
– κατά τεκμήριο – επαρκείς γνώστες και χρήστες της γλώσσας που κατέχουν καίριες
θέσεις στη διοίκηση, στα ΜΜΕ, στην πολιτική, ακόμη και στην εκπαίδευση.
Συνήθως,
υποτιμούμε τη σημασία των λαθών αυτών με το επιχείρημα ότι λάθη γίνονταν και
πριν με την καθαρεύουσα ή ότι τα λάθη αυτά δείχνουν την αγραμματοσύνη εκείνου
που κάνει το λάθος.
Στην
πραγματικότητα, όμως, λάθη στη γλώσσα σημαίνουν διαταραγμένο ή ακαλλιέργητο
γλωσσικό αίσθημα, αδυναμία στη δημιουργική χρήση της γλώσσας. Σημαίνουν
γλωσσική σύγχυση κι ανασφάλεια. Αλίμονο αν τα βολικά κατηγορήματα της
αγραμματοσύνης και της αμορφωσιάς χαρακτήριζαν πραγματικά τόσους και τέτοιους
Έλληνες. Το ερώτημα είναι : έχουν οι άνθρωποι αυτοί διδαχτεί σωστά Ελληνικά ;
Έχουν καν διδαχτεί τη νεοελληνική ; Ποια γλωσσικά ακούσματα τους προσφέρει το
περιβάλλον τους ; Υπάρχει σωστή γλωσσική ενημέρωση για τη γλώσσα ;
Γλωσσική
ισοπέδωση:
η ελληνική γλώσσα από το σμίλευμά της σε ανεπανάληπτα επιτεύγματα του
επιστημονικού και του έντεχνου λόγου κι από τη μακραίωνη διπλή, παράλληλη
παράδοσή της ( γραπτή και προφορική, λόγια και δημώδη ), είχε το προνόμιο να
καλλιεργηθεί σε βάθος, κατά τρόπον που να επιτρέπει λεπτές σημασιολογικές
διακρίσεις, υφολογική ποικιλία και συγχρόνως δυνατότητες μεγαλύτερης σαφήνειας,
ακριβολογίας και κυριολεξίας.
Η γλώσσα έχει
χάσει την περιεκτικότητά της – συρρίκνωση του λεξιλογικού πλούτου, εκτεταμένη
χρήση αρκτικόλεξων ( συντομογραφιών ), άγνοια κανόνων σύνταξης και γραμματικής.
Παράλληλα, έχει απολέσει την πλαστικότητά της – ασάφειες, έλλειψη κυριολεξίας,
επαναλήψεις, ταυτολογίες, πλεονασμοί, κακόσχημοι νεολογισμοί . Υφίσταται
προσβολή της ακεραιότητάς της και σταδιακή απώλεια του χαρακτήρα της ( αθρόα κι
αδικαιολόγητη εισροή ξενικών εκφράσεων, στερεότυπες εκφράσεις, συνθηματική
γλώσσα, συνοπτικός λόγος ). Παρατηρείται εξοβελισμός ( = απομάκρυνση ) από το
σώμα της γλώσσας φιλοσοφικών, θεωρητικών, αφηρημένων λέξεων – εννοιών, στα
πλαίσια μιας κακώς εννοούμενης απλοποίησης της και μιας βεβιασμένης προσαρμογής
της στο πρακτικό πνεύμα των καιρών. Η απουσία τους φτωχαίνει τη γλώσσα και
καθιστά αδύναμη την πραγμάτευση θεμάτων που επιβάλλουν τη χρήση τους.
Γλωσσική
εξάρτηση:
από τις χειρότερες μορφές εξάρτησης αυτού του τόπου – μακροπρόθεσμα η πιο
επικίνδυνη, νομίζω – είναι η γλωσσική μας εξάρτηση από ξένες γλώσσες, ιδίως δε σήμερα
από την αγγλική.
Αυτούσιες,
παραλλαγμένες ή μεταφρασμένες, «σμήνη» ξένων λέξεων και φράσεων έχουν εισαχθεί
τα τελευταία χρόνια κι εξακολουθούν να εισάγονται καθημερινά με αυξανόμενο
ρυθμό από τα «ποτάμια» της τεχνολογίας και της διαφήμισης, που κατακλύζουν τη
ζωή μας με έννοιες, εργαλεία και καταναλωτικά αγαθά και φυσικά και με τις
λέξεις που τα δηλώνουν. Έτσι, αφύλακτο το κάστρο της γλωσσικής μας ρωμιοσύνης,
χωρίς δική μας γλωσσική αντίσταση ή βοήθεια και με πρόθυμο και δραστήριο
εφιάλτη την ξενομανία μας, παραδίδεται από μας τους ίδιους στο γλωσσικό
οδοστρωτήρα των ξένων γλωσσών.
Γλωσσική
κομματικοποίηση, λαϊκισμός κι επίδειξη: ειδικότερα με την κομματικοποίηση
της γλώσσας εννοώ τη σφαλερή αντίληψη πως όσοι είναι εντεταγμένοι σ’ ένα κόμμα
– πέρα από μια φυσική όσο κι αναγκαία κοινωνικοπολιτική ορολογία που
χρησιμοποιούν σύμφωνα με την ιδεολογία τους – θα πρέπει να διαφοροποιηθούν
γλωσσικά από τους οπαδούς άλλων κομμάτων ή από ομιλητές της γλώσσας που δεν
είναι κομματικά εντεταγμένοι.
Προς την ίδια κατεύθυνση
κινείται κι ο γλωσσικός λαϊκισμός, εφόσον μ’ αυτόν εννοούμε μια εξίσου σφαλερή
τεχνητή μίμηση της λαϊκής γλώσσας μ’ ένα σταθερό χαρακτηριστικό: να γινόμαστε
λαϊκότεροι του λαού.
Όπως
περιορισμένη – συχνά μάλιστα ηθελημένα για να τηρούνται κάποιες αποστάσεις –
είναι και η επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα που χαρακτηρίζει τη γλώσσα μιας
μερίδας διανοουμένων, τη γνωστή ως κουλτουριάρικη γλώσσα. Όπως η κομματική
γλώσσα, έτσι και η κουλτουριάρικη δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ορισμένης
μορφής κώδικας, γλώσσα κλειστής ομάδας, δηλαδή που δίνει ιδιαίτερο βάρος ιδίως
σ’ ένα διαφοροποιημένο λεξιλόγιο και σε μια σύνθετη, πολύπλοκη μορφή
συντακτικής πλοκής, χρησιμοποιώντας κατά τ’
άλλα τις γνωστές υπεργενικεύσεις.
Συντόμευση του
λόγου:
ο ταχύς ρυθμός των εξελίξεων στη σύγχρονη εποχή αλλά κι ο καταιγιστικός τρόπος
με τον οποίο μεταδίδονται οι πληροφορίες, επιβάλλει την οικονομία χρόνου στη
γλωσσική επικοινωνία. Ως αποτέλεσμα, η γλώσσα συντομεύεται, οι φράσεις
περικόπτονται, τα αρκτικόλεξα ( κωδικές λέξεις αποτελούμενες από τα αρχικά
γράμματα περισσότερων λέξεων ) πολλαπλασιάζονται, ο λόγος τελικά
κωδικοποιείται, τυποποιείται.
Μια γλώσσα
συντομευμένη, όμως, είναι μια γλώσσα φτωχή, χωρίς πλούτο και ποικιλία. Μια
γλώσσα κωδική, στην οποία αφθονούν τα αρκτικόλεξα, είναι απομακρυσμένη από την
αρχική της δομή – γραμματική και συντακτική – ενώ ως άκουσμα αφήνει μια αίσθηση
βαριά, που απέχει από την καλαισθησία και τη χάρη που και ηχητικά διακρίνουν
την ελληνική. Τελικά, η συντομευμένη γλώσσα είναι μια γλώσσα «εκμηχανισμένη»,
που ταιριάζει περισσότερο σε μηχανές παρά σε ανθρώπους.
Γλωσσική
πενία:
εννοούμε την αδυναμία του ανθρώπου να επιλέξει τις καταλληλότερες λέξεις για
την ακριβή απόδοση των σκέψεών του, ή το δανεισμό λέξεων από άλλες γλώσσες, με
κίνδυνο συρρίκνωσης της μητρικής του γλώσσας.
Xαρακτηριστικά της γλώσσας
των νέων
Ο όρος γλώσσα των νέων δηλώνει το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων
που χαρακτηρίζουν την επικοινωνία των νέων μεταξύ τους. Παρά τον χαρακτηρισμό
"γλώσσα", η γλώσσα των νέων δεν είναι ένα αυτοτελές γλωσσικό σύστημα,
αλλά μια "κοινωνιόλεκτος" [sociolect], δηλαδή ένας τρόπος ομιλίας με
λεξιλογικά, πραγματολογικά και δομικά χαρακτηριστικά που χρησιμοποιείται υπό
ορισμένες συνθήκες επικοινωνίας και είναι μέρος της γλωσσικής συνείδησης μιας κοινότητας.
Η κοινωνική βάση της γλώσσας των νέων είναι η "παρέα", το δίκτυο των
συνομηλίκων. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει μια ενιαία γλώσσα των νέων, αλλά ένα
σύνολο από επιμέρους τρόπους ομιλίας με κοινές τάσεις διαμόρφωσης και κοινά
γλωσσικά στοιχεία. Καθώς η ελληνική έρευνα είναι ακόμη περιορισμένη, τα
στοιχεία που ακολουθούν συνδυάζουν ευρήματα από διάφορες γλώσσες.
Το
νεανικό λεξιλόγιο περιλαμβάνει τόσο εκφράσεις χωρίς αντίστοιχο στην κοινή
γλώσσα (π.χ. για τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα μιας νεανικής κουλτούρας) όσο και
εκφράσεις που δηλώνουν μια ιδιαίτερη στάση (οικειότητα, αξιολόγηση, ειρωνεία)
απέναντι σε ένα γνωστό αντικείμενο αναφοράς (π.χ. ο χαρακτηρισμός η ώρα του
παιδιού για το μάθημα των αγγλικών). Ιδιαίτερα παραγωγικά σημασιολογικά πεδία
είναι οι κοινωνικές κατηγορίες (π.χ. φλώρος, τύπισσα), οι βιωματικές και
κοινωνικές εμπειρίες (π.χ. ξεσαλώνω 'διασκεδάζω'), οι ψυχολογικές καταστάσεις
(π.χ. τα πήρα στο κρανίο 'εκνευρίστηκα'), οι αξιολογικές (π.χ. αστέρι, σούπερ,
τζάμι, χάσιμο 'πολύ καλό') και επιτατικές εκφράσεις (ψιλο-, χοντρο-, καρα-, με
τρέλα). Ειδικά για την έκφραση αξιολόγησης και επίτασης έχουν διαπιστωθεί
ιδιαίτερα συντακτικά σχήματα,στα ελληνικά . Η νεανική επικοινωνία χρησιμοποιεί
πολυάριθμες στερεότυπες εκφράσεις για την οργάνωση του διαλόγου, όπως
χαιρετισμούς (έλα ρε, τσα γεια), προσφωνήσεις (ρε μεγάλε), φιλικές υβριστικές
προσφωνήσεις , εκφράσεις συμφωνίας (Μέσα είσαι!), άρνησης (Ούτε με σφαίρες!),
επιδοκιμασίας (Φοβερό! 'Εγραψε!), έναρξης μιας αφήγησης (π.χ. 'Ακου φάση!).
Η δημιουργία και ανανέωση του νεανικού λεξιλογίου γίνεται με τέσσερις βασικούς
τρόπους: α) αλλαγή σημασίας (π.χ. κόκκαλο 'μεθυσμένος')· β) δανεισμός, κατά
κύριο λόγο από τα αγγλικά (π.χ. χάι 'κεφάτος, φτιαγμένος')· γ) επιλογές
προτύπων σχηματισμού λέξεων, π.χ. το επίθημα -άς για κατηγορίες της νεανικής
κουλτούρας με αγγλική βάση (γκραφιτάς, σκινάς, μεταλλάς, τσοπεράς κ.ά.) και δ)
τροποποίηση λέξεων χωρίς αλλαγή της βασικής τους σημασίας, είτε με επιθήματα
(τσιγάρο > τσιγαριά) είτε με σύντμηση (ματσωμένος > ματσό) είτε με
μετάθεση φθόγγων ή συλλαβών, τα λεγόμενα ποδανά ('ανάποδα', π.χ. μεναγκό
'γκόμενα').
Η έρευνα της νεανικής συνομιλίας ασχολείται με φαινόμενα της επικοινωνίας όπως
π.χ. η γλωσσική επιθετικότητα, ο διάλογος νέων-ενηλίκων και η αλλαγή γλωσσικού
κώδικα. Μελέτες σε διάφορες χώρες δείχνουν ότι οι νέοι χρησιμοποιούν στη
διαλογική τους επικοινωνία το σύνολο των γλωσσικών πηγών της κοινότητας όπου
ζουν. Εδώ συγκαταλέγονται καταρχήν οι γλώσσες και οι γλωσσικές ποικιλίες του
κοινωνικού περίγυρου, όπως η τοπική διάλεκτος (έστω και αν οι νέοι δεν τη
μιλούν συστηματικά) ή η γλώσσα μιας εθνικής μειονότητας. Ακόμη, στοιχεία από τα
μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, π.χ. σλόγκαν από διαφημίσεις, ατάκες από
ταινίες και τραγούδια κ.ά. Στοιχεία από τις παραπάνω πηγές συνταιριάζονται
δημιουργικά στον νεανικό διάλογο, συγκροτώντας ένα "μωσαϊκό" που
μεταβάλλεται ανάλογα με τις επικοινωνιακές ανάγκες της στιγμής. Ο τρόπος που
γίνεται αυτό, δηλαδή ποια στοιχεία επιλέγουν οι νέοι και πώς τα χρησιμοποιούν
στην επικοινωνία τους, αντανακλά τις πολιτισμικές επιρροές και την κοινωνική
τοποθέτηση της κάθε νεανικής παρέας.
Συστηματικές διαφορές μεταξύ νέων και
ενήλικων ομιλητών μιας κοινότητας έχουν μελετηθεί με τις στατιστικές μεθόδους
της κοινωνιογλωσσολογίας. Εξετάζεται η αναλογία πρότυπης και μη πρότυπης
γλώσσας (διαλέκτου, λαϊκής γλώσσας) κυρίως στη φωνολογία και σε μικρότερο βαθμό
στη μορφολογία, τη σύνταξη και τους συνομιλιακούς δείκτες. 'Εχει διαπιστωθεί
ότι οι νέοι ομιλητές χρησιμοποιούν στοιχεία μη πρότυπης γλώσσας συχνότερα από
ό,τι ενήλικοι ομιλητές. Η διαφορά αυτή ερμηνεύεται είτε ως ένδειξη γλωσσικής
αλλαγής, όταν καινοτομικά φαινόμενα εμφανίζονται συχνότερα στην ομιλία των
νέων, είτε ως φαινόμενο "ηλικιακής διαβάθμισης", όταν στιγματισμένα
φαινόμενα είναι συχνότερα στη νεότητα απ' ό,τι στην ενήλικη ζωή.
Η γλώσσα των νέων αποτελεί αντικείμενο συζήτησης και αξιολόγησης τόσο στην
προφορική επικοινωνία όσο και στα μέσα ενημέρωσης. Νέοι και ενήλικοι ομιλητές
αξιολογούν τη γλώσσα των νέων με διαφορετικό τρόπο. Η στάση των ενηλίκων είναι
συχνά επικριτική και διορθωτική. Γονείς και δάσκαλοι αντιδρούν ιδιαίτερα
αρνητικά απέναντι στο υβριστικό και βωμολοχικό λεξιλόγιο, χωρίς ίσως να
αντιλαμβάνονται ότι το λεξιλόγιο αυτό έχει συγκεκριμένες (διαπροσωπικές,
αξιολογικές) λειτουργίες και ότι η συχνότητά του μειώνεται με την είσοδο στην
ενήλικη ζωή. Οι νέοι προσάπτουν στη γλώσσα τους αξίες θετικές όπως π.χ.
ευθύτητα, αλληλεγγύη, ταύτιση με μια νεανική κουλτούρα. Στα μέσα ενημέρωσης, η
στάση απέναντι στη νεανική γλώσσα κυμαίνεται ανάμεσα στην αποδοχή
("γλωσσική δημιουργικότητα") και τον στιγματισμό ("γλωσσική
πενία"). Στην Ελλάδα, ο ημερήσιος και περιοδικός τύπος προβάλλει κατά
κανόνα μια στρεβλωμένη εικόνα του νεανικού λεξιλογίου, παρουσιάζει τη γλώσσα
των νέων ως κάτι "ακατανόητο" και την αξιολογεί με στερεότυπα (π.χ.
συρρίκνωση του νεανικού λεξιλογίου σε "150 λέξεις") που δεν έχουν
επιστημονική βάση. 'Ενα τέτοιο στερεότυπο είναι η μη αναγνώριση του γεγονότος
ότι οι κοινωνικές ομάδες αναπτύσσουν ένα ιδιαίτερο είδος λόγου που εξυπηρετεί την
εσωτερική επικοινωνία της ομάδας, αλλά ταυτόχρονα ορίζει και την ταυτότητά της.
Προϋποθέσεις
για να αναπτυχθεί μια νεανική γλώσσα είναι α) η κοινωνικά θεσμοποιημένη
κατηγορία της νεότητας και β) κάποια μορφή νεανικής κουλτούρας και
"αυτόνομης" νεανικής επικοινωνίας. Οι περισσότερες έρευνες
περιορίζουν την κατηγορία της νεότητας στην εφηβική ηλικία (12-18 ετών), άλλες
συμπεριλαμβάνουν και τη μετεφηβική ηλικία (έως 25 ή 30 ετών). Ιστορικά, μορφές
νεανικής γλώσσας υπήρχαν ήδη σε προηγούμενους αιώνες. Ωστόσο η γλώσσα των νέων
έγινε μαζικό φαινόμενο από τα μεταπολεμικά χρόνια και ιδιαίτερα κατά τις
τελευταίες δύο δεκαετίες. Αυτό ανάγεται στην αυξανόμενη οικονομική και
πολιτισμική ανεξαρτησία των νέων στις σύγχρονες κοινωνίες, αλλά και στην κοινή
επιρροή από νεανικές κουλτούρες αγγλοαμερικανικής προέλευσης.
Γιατί οι νέοι αναπτύσσουν δικούς τους τρόπους έκφρασης; Οι εξηγήσεις της
βιβλιογραφίας συνδυάζουν τρεις παράγοντες. Κοινωνιολογικά, κάθε ηλικία έχει
ιδιαίτερα γλωσσικά χαρακτηριστικά που συναρτώνται με τυπικές συνθήκες επικοινωνίας.
Τα κοινωνικά δίκτυα των νέων είναι στενότερα από αυτά των ενηλίκων, γεγονός που
εντείνει την πίεση γλωσσικής συμμόρφωσης με την παρέα. Ακόμη, οι συμβάσεις
γλωσσικής ευγένειας και απόστασης που απαιτούνται στην ενήλικη ζωή δεν έχουν
αναπτυχθεί ακόμη πλήρως κατά την εφηβεία. 'Ετσι εξηγείται το ότι η συχνότητα μη
πρότυπης γλώσσας είναι μεγαλύτερη στη νεότητα από ό,τι στην ενήλικη ζωή.
Ψυχολογικά, κατά τη νεανική ηλικία διαμορφώνεται η προσωπική και κοινωνική
ταυτότητα. Η απόρριψη κατεστημένων τρόπων συμπεριφοράς και ο πειραματισμός με
εναλλακτικά μοντέλα, τάσεις που γενικότερα χαρακτηρίζουν την εφηβεία,
εκφράζονται και γλωσσικά. Με την ιδιαίτερη γλώσσα τους, οι νέοι συμβολίζουν ότι
ανήκουν σε μια ηλικία με δικά της ενδιαφέροντα και αξίες, που διαφέρει τόσο από
τα παιδικά όσο και από τα ενήλικα χρόνια. Επικοινωνιακά, λειτουργίες της
γλώσσας όπως η εκφραστικότητα, η πρωτοτυπία και το γλωσσικό παιχνίδι ίσως είναι
ισχυρότερες στη νεανική ηλικία απ' ό,τι στη μετέπειτα ζωή.
Διαφορές της νεανικής γλώσσας σε σχέση με τον τόπο διαβίωσης, την κοινωνική
προέλευση και το φύλο των νέων έχουν μελετηθεί για τις αναλογίες πρότυπης και
μη πρότυπης γλώσσας (βλ. παραπάνω 2.3). Σε ό,τι αφορά το νεανικό λεξιλόγιο, η
μέχρι τώρα έρευνα δεν επιτρέπει γενικεύσεις. Φαίνεται πάντως ότι η χρήση
υβριστικού λεξιλογίου και υβριστικών προσφωνήσεων είναι συχνότερη ανάμεσα σε
αγόρια. Σαφέστερη είναι η σχέση της γλωσσικής έκφρασης με τη συμμετοχή σε μια
νεανική κουλτούρα. Οι νεανικές "σκηνές" που συγκροτούνται γύρω από
μουσικά είδη (π.χ. punk, metal, hip-hop) χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα
λεξιλόγια και τρόπους συνομιλίας που διαμορφώνονται υπό την επιρροή αγγλόφωνων
νεανικών μέσων. Σε ό,τι αφορά τις περιστάσεις επικοινωνίας, τα διάφορα στοιχεία
της νεανικής γλώσσας χρησιμοποιούνται συστηματικά μόνο στo πλαίσιo της ομάδας
συνομηλίκων, τόσο ιδιωτικά όσο και στα διάφορα νεανικά στέκια. Τούτο σημαίνει
ότι η γλωσσική συμπεριφορά των νέων είναι διαφορετική π.χ. στην αυλή του
σχολείου από ό,τι μέσα στην τάξη. Στοιχεία νεανικής γλώσσας εμφανίζονται επίσης
στα διάφορα νεανικά μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας (νεανικά περιοδικά, νεανικό
ραδιόφωνο, στίχοι τραγουδιών κ.λπ.).
Η εξέλιξη της νεανικής γλώσσας δείχνει αντίρροπες τάσεις. Μια τάση προς
ανομοιογένεια οφείλεται στα επικοινωνιακά κίνητρα του γλωσσικού πειραματισμού
και της εκφραστικής πρωτοτυπίας . Οι παραγωγικές κατηγορίες του λεξιλογίου και
οι στερεότυπες εκφράσεις ανανεώνονται με
ταχείς ρυθμούς σε κάθε νεανική παρέα ξεχωριστά. Μια αντίρροπη τάση προς ομοιογένεια
δημιουργούν τα πολιτισμικά και γλωσσικά πρότυπα που διαδίδονται από νεανικά
μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας. 'Ετσι π.χ. η πολιτισμική ταυτότητα των νεανικών
μουσικών "σκηνών" συμβολίζεται γλωσσικά με τον αγγλόφωνο-διεθνή τους
προσανατολισμό. Ταυτόχρονα, στοιχεία της νεανικής γλώσσας περνούν στην κοινή
γλώσσα ως σύμβολα νεανικότητας. Οι νέοι διατηρούν ορισμένες εκφράσεις τους στην
ενήλικη ζωή, οι γονείς χρησιμοποιούν ένα μέρος από το επίκαιρο λεξιλόγιο των
παιδιών τους, ενώ τα ΜΜΕ προβάλλουν δείγματα νεανικής γλώσσας, π.χ. στη
διαφήμιση. Ωστόσο, η διάδοση του νεανικού λεξιλογίου δεν έχει εξηγηθεί ακόμη
ικανοποιητικά.
Η
γλώσσα των νέων αποτελεί αντικείμενο συζήτησης και αξιολόγησης τόσο στην
προφορική επικοινωνία όσο και στα μέσα ενημέρωσης. Νέοι και ενήλικοι ομιλητές
αξιολογούν τη γλώσσα των νέων με διαφορετικό τρόπο. Η στάση των ενηλίκων είναι
συχνά επικριτική και διορθωτική. Γονείς και δάσκαλοι αντιδρούν ιδιαίτερα
αρνητικά απέναντι στο υβριστικό και βωμολοχικό λεξιλόγιο, χωρίς ίσως να
αντιλαμβάνονται ότι το λεξιλόγιο αυτό έχει συγκεκριμένες (διαπροσωπικές,
αξιολογικές) λειτουργίες και ότι η συχνότητά του μειώνεται με την είσοδο στην
ενήλικη ζωή. Οι νέοι προσάπτουν στη γλώσσα τους αξίες θετικές όπως π.χ.
ευθύτητα, αλληλεγγύη, ταύτιση με μια νεανική κουλτούρα. Στα μέσα ενημέρωσης, η
στάση απέναντι στη νεανική γλώσσα κυμαίνεται ανάμεσα στην αποδοχή
("γλωσσική δημιουργικότητα") και τον στιγματισμό ("γλωσσική
πενία"). Στην Ελλάδα, ο ημερήσιος και περιοδικός τύπος προβάλλει κατά
κανόνα μια στρεβλωμένη εικόνα του νεανικού λεξιλογίου, παρουσιάζει τη γλώσσα
των νέων ως κάτι "ακατανόητο" και την αξιολογεί με στερεότυπα (π.χ.
συρρίκνωση του νεανικού λεξιλογίου σε "150 λέξεις") που δεν έχουν
επιστημονική βάση. 'Ενα τέτοιο στερεότυπο είναι η μη αναγνώριση του γεγονότος
ότι οι κοινωνικές ομάδες αναπτύσσουν ένα ιδιαίτερο είδος λόγου που εξυπηρετεί
την εσωτερική επικοινωνία της ομάδας, αλλά ταυτόχρονα ορίζει και την ταυτότητά
της.
Στη
βιβλιογραφία έχουν προταθεί διδακτικές ενότητες με αντικείμενο τη γλώσσα των
νέων στο μάθημα της γλώσσας σε επίπεδο λυκείου. Ο στόχος της διδακτικής
εφαρμογής είναι διπλός: Οι μαθητές βλέπουν τα χαρακτηριστικά, τις λειτουργίες
και τις συνθήκες χρήσης του λεξιλογίου τους από μια άλλη οπτική γωνία.
Ταυτόχρονα, η γλώσσα των νέων χρησιμεύει ως αφορμή για να συζητηθούν στην τάξη
θέματα όπως η γλωσσική ποικιλότητα (κοινωνικές διαφορές στη χρήση της γλώσσας),
η γλωσσική νόρμα (τι θεωρείται "σωστό" και "κατάλληλο" σε
διάφορες περιστάσεις), η γλωσσική εξέλιξη και αλλαγή. 'Οσο για το υλικό, ο
δάσκαλος ζητά από τους μαθητές είτε να γράψουν ένα διάλογο ανάμεσα σε νέους
είτε να συλλέξουν νεανικές λέξεις και εκφράσεις προφορικά (με ένα απλό
ερωτηματολόγιο) ή από γραπτές πηγές. Οι ίδιοι οι μαθητές παρουσιάζουν στην τάξη
π.χ. τη σημασία ή ετυμολογία των λέξεων ή μια σύγκριση του υλικού με λεξικά της
κοινής γλώσσας, ενώ ο δάσκαλος καθοδηγεί τη συζήτηση στα παραπάνω γενικότερα
θέματα. Με παρόμοιο τρόπο, η γλώσσα των νέων μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη
διδασκαλία της ξένης γλώσσας (σε προχωρημένο επίπεδο), όπου η περιέργεια των
νεαρών μαθητών για την έκφραση των συνομηλίκων τους στην υπό εκμάθηση γλώσσα
είναι μεγάλη.
Η
σημασία της διατήρησης και διαιώνισης των γεωγραφικών γλωσσικών ποικιλιών είναι κεφαλαιώδης, διότι:
• Κάθε τοπική διάλεκτος
αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο της εθνικής γλωσσικής μας παράδοσης και η
εξαφάνισή του ισοδυναμεί με την απώλεια ενός μέλους από το γλωσσικό σώμα του
έθνους μας.
• Σε κάθε γεωγραφική
γλωσσική ποικιλία αντικατοπτρίζονται ήθη, έθιμα, ιστορικές παρακαταθήκες και
λαογραφικές παραδόσεις αιώνων, οι οποίες συνιστούν λόγο ύπαρξης ολόκληρων πληθυσμών.
• Πολυάριθμα έργα της
ελληνικής γραμματείας και λογοτεχνίας έχουν γραφτεί στην τοπική διάλεκτο του
συγγραφέα ή περιέχουν πολύτιμα ιδιωματικά στοιχεία.
• Η προστασία των
γεωγραφικών γλωσσικών ποικιλιών είναι μια πράξη κοινωνικής και πολιτικής
αντίστασης στην αστυφιλία και στην ισοπεδωτική και αντιεπιστημονική αντίληψη
περί «επίσημης» και «πρότυπης» γλώσσας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου