ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ - ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΕΝΟΤΗΤΕΣ 4-7


ΕΝΟΤΗΤΑ  4η

« ΘΕΑΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΚΡΟΑΜΑΤΑ ΗΔΙΣΤΑ »

 

   Μόλις μαζεύτηκαν τα τραπέζια και πρόσφεραν σπονδές και έψαλαν τον παιάνα, τους επισκέπτεται, για να τους διασκεδάσει, ένας Συρακούσιος άνδρας, μια ικανή αυλήτρια και μια χορεύτρια από εκείνες που μπορούν να παρουσιάσουν ακροβατικά νούμερα και ένας πολύ όμορφος νεαρός που έπαιζε κιθάρα και χόρευε πολύ ωραία. Επιδεικνύοντας αυτά, έπαιρνε αμοιβή για το καταπληκτικό θέαμα. Αφού λοιπόν η αυλήτρια τους έπαιξε αυλό, ο νεαρός  κιθάρα και έδειξαν και οι δύο ότι τους διασκέδασαν πολύ, είπε ο Σωκράτης: «Μα το Δία, Καλλία, τέλειο δείπνο μας παρέχεις. Γιατί δε μας παρέθεσες μόνο δείπνο, αλλά και θεάματα πάρα πολύ ευχάριστα να τα βλέπει και να τα ακούει κανείς […]. Διότι βλέπω εγώ βέβαια αυτή τη χορεύτρια να στέκεται και κάποιος να της δίνει σιδερένια στεφάνια. Στο σημείο αυτό το άλλο κορίτσι άρχισε να της παίζει τον αυλό και κάποιος που έστεκε δίπλα στη χορεύτρια κρατούσε ψηλά και τις έδινε τους τροχούς, ως δώδεκα. Αυτή, καθώς τα έπιανε, χόρευε και ταυτόχρονα πετούσε ψηλά και στεφάνια με τρόπο που να στριφογυρίζουν, υπολογίζοντας το ύψος στο οποίο έπρεπε να τα πετάξει, ώστε να τα πιάνει με τη σειρά που έπεφταν.».

(Ξενοφῶν, Συμπόσιον ΙΙ, 1 – 2,  7 - 9 )

 

{w|w{


$ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ – ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΑ

 

παρέθηκας    <        παρατίθημι         (= τοποθετώ κοντά, παραθέτω)
                      τίθημι                  (= θέτω, τοποθετώ) θ.: θη-, θε-

 

θέμα    = α) ζήτημα, υπόθεση που συζητείται, β) το ζήτημα που δίνεται σε εξεταζόμενους, για να λυθεί, αναπτυχθεί ή μεταφραστεί, γ) (γραμ.) το αμετάβλητο μέρος κλιτής λέξης (= ρίζα), δ) (νομ.) το αντικείμενο της απόδειξης, ε) το αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, στ) η υπόθεση λογοτεχνικού έργου, η) (μουσ.) το μοτίβο, μουσική φράση στην οποία στηρίζεται όλη η σύνθεση, θ) (στις εικαστικές τέχνες) το εικονιζόμενο, το αντικείμενο της παράστασης.

θέση    = α) τοποθέτηση, β) το μέρος όπου τοποθετούμε κάτι, γ) τόπος, τοποθεσία, δ) κάθισμα σε μέσο συγκοινωνίας ή αίθουσα θεάματος, ε) πρόταση ή εισήγηση, στ) γνώμη, άποψη για ορισμένο θέμα, η) η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κανείς: φρ.: είμαι σε θέση = μπορώ, θ) υπηρεσία, υπαλληλική απασχόληση, ι) (μετρ.) μακρά ή τονισμένη συλλαβή, ια) ζήτημα που χρειάζεται απόδειξη.

θετικός         = α) ο σταθερός στη θέση του, βέβαιος, πραγματικός, β) επωφελής: π.χ. δεν υπήρξε θετικό αποτέλεσμα, γ) (για προσ.) ο πραγματιστής, στον οποίο μπορεί κανείς να βασισθεί, δ) (γραμμ.) θετικός βαθμός = ο πρώτος βαθμός επιθέτου ή επιρρήματος, από τον οποίο σχηματίζονται ο συγκριτικός και ο υπερθετικός με προσθήκη ειδικών καταλήξεων, ε) θετικές επιστήμες = που έχουν ως βάση τα φυσικομαθηματικά.

θημωνιά       = σωρός από δεμάτια σταχυών για αλώνισμα.

αποθέτω       = α) αφήνω καταγής: π.χ. Απόθεσε λίγα λουλούδια στον τάφο, β) (μτφ.) στηρίζω: π.χ. Σ΄ αυτό το παιδί έχει αποθέσει τις ελπίδες της.

απόθεμα       = α) ό,τι σχηματίστηκε σιγά σιγά, με απόθεση: π.χ. στην περιοχή υπάρχουν αποθέματα αλουμινίου, β) ό,τι τοποθετείται κατά μέρος για μελλοντική χρήση: π.χ. Είχε μεγάλα χρηματικά αποθέματα, για να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του πλουσιοπάροχα.

εκθέτω          = α) τοποθετώ στο ύπαιθρο ή σε δημόσιο χώρο, β) παρουσιάζω σε κοινή θέα, γ) αφηγούμαι προφορικά ή γραπτά, δ) διασύρω.

έκθετος         = εγκαταλειμμένος, απροστάτευτος // το έκθετο (ως ουσ.): βρέφος που εγκαταλείφθηκε από τους γονείς του.

επιθέτω         = τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο.

επίθεμα         = α) επικάλυμμα, σκέπασμα, β) κομπρέσα.

αναθέτω       = εμπιστεύομαι την εκτέλεση έργου, εντολής κλπ.: π.χ. Του ανέθεσαν μια σπουδαία αποστολή, β) αφιερώνω, προσφέρω ως αφιέρωμα.

ανάθημα       = αφιέρωμα, τάμα: π.χ. Στην εικόνα της Παναγίας υπήρχαν  αναθήματα πιστών.

υποθηκεύω   = εγγράφω υποθήκη σε ακίνητο, επιβαρύνω κτήμα με υποθήκη.

υποθήκη       = α) συμβουλή, παραίνεση, β) (νομ.) δικαίωμα του δανειστή σε κτήμα του οφειλέτη, παραχωρούμενο ως εγγύηση εξόφλησης.

θέμις             = η δικαιοσύνη.

θεμιτός         = δίκαιος, επιτρεπόμενος από το νόμο: π.χ. θεμιτό κέρδος. 

θεμελιώνω    = α) ρίχνω θεμέλια, β) (μτφ.) εδραιώνω.

θεμελιώδης   = α) που χρησιμεύει ως θεμέλιο, ως βάση, β) (μτφ.) βασικός, πρωταρχικής σημασίας: π.χ. θεμελειώδεις κανόνες (= κεφαλαιώδης, ¹ επουσιώδης).

 

³·±·³

 

ÿΕΝΟΤΗΤΑ  5η

 

« ΜΗ ΠΟΙΕΙΝ ΚΡΑΥΓΗΝ ΑΛΛΑ ΣΙΓΗ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΦΕΡΕΙΝ »

 

Όταν συνέβησαν αυτά, φτάνει στη Λακεδαίμονα αυτός που ήρθε, για να αναγγείλει τη συμφορά, την ώρα που γινόταν η τελευταία από τις γυμνοπαιδιές και στον αγωνιστικό χώρο βρισκόταν ο χορός των ανδρών. Οι έφοροι, μόλις άκουσαν τη συμφορά, λυπούνταν βέβαια, όπως νομίζω είναι αναγκαίο. Το χορό ωστόσο δεν τον σταμάτησαν αλλά τον άφησαν να συνεχίσει να διαγωνίζεται. Έδωσαν και τα ονόματα των νεκρών στους συγγενείς του καθένα. Είπαν στις γυναίκες να μη βγάλουν κραυγή αλλά σιωπηρά να υποφέρουν τη συμφορά. Την επομένη μέρα, ήταν δυνατό να βλέπει κανείς, αυτούς που είχαν χάσει τους δικούς τους να κυκλοφορούν δημόσια, με φωτεινά και χαρούμενα πρόσωπα, ενώ από αυτούς, που τους είχε αναγγελθεί ότι οι δικοί τους ζουν, θα έβλεπες λίγους να κυκλοφορούν κι αυτούς όμως με σκυθρωπά πρόσωπα και ταπεινωμένους.

 ( ΞΕΝΟΦΩΝ, Ἑλληνικά, 6.4.16 )

 

{w|w{

 

$ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ – ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΑ

 

φέρω (= φέρνω, υποφέρω, παράγω, μεταφέρω)
φέρομαι                                     θ. φέρ-        φορ-            φρ-
                                                            φωρ-           φαρ-

 

φαρέτρα                 = δερμάτινη θήκη για τα βέλη.

φερτός          = που τον έφεραν απ’ έξω.

φορέας          = α) που φέρνει, μεταδίδει κάτι: π.χ. ~ μικροβίων, β) όργανο για την υλοποίηση στόχων, καταρτισμό και εφαρμογή προγραμμάτων: π.χ. συνδικαλιστικοί φορείς, γ) τεχνικό κατασκεύασμα για τη μεταφορά φορτίων.

αυτόφωρος   = α) ο γινόμενος αντιληπτός την ώρα που εκτελείται: π.χ. Αυτόφωρο πλημμέλημα, β) αυτόφωρον = (ως ουσιαστ.) το δικαστήριο όπου δικάζονται τα σχετικά αδικήματα. // (φρ.) επ’  αυτοφώρω: κατά τη στιγμή της εκτέλεσης του αδικήματος.

κατάφωρος            = ολοφάνερος: π.χ. Κατάφωρη αδικία. 

δίφρος          = α) πολεμικό άρμα, β) οποιαδήποτε άμαξα.

φέρασπις                = αυτός που κρατάει ασπίδα.

αμφιφορεύς            = υδρία με δύο λαβές.

φερέγγυος              = που παρέχει εγγύηση, αξιόπιστος.

φέρελπις                 = ο γεμάτος ελπίδες: π.χ. Φερέλπιδες νέοι.

φερέφωνο     =α) ηχώ, αντίλαλος, β) μέσο που μεταφέρει τη φωνή, γ) (μτφ.) άνθρωπος που εκφράζει τις απόψεις άλλου, που μιλά για λογαριασμό άλλου.

φερώνυμος             = που πήρε το όνομά του από πρόσωπο, πράγμα ή

γεγονός: π.χ. Φερώνυμος ναός του αγίου Γεωργίου.

προσφέρω

ê

πρόσφορος    = κατάλληλος, χρήσιμος: π.χ. Βρήκε πρόσφορο έδαφος

ê                  να προωθήσει τα προϊόντα του.

πρόσφορο     = ο άρτος που προσφέρεται στην εκκλησία για τη Θεία

Ευχαριστία.

περιφερής               = κυκλικός.

ανωφερής               = ανηφορικός (¹ κατωφερής).

μισθοφορώ   = α) λαμβάνω μισθό, β) υπηρετώ με μισθό, είμαι μισθοφόρος.

μισθοφορά             = μισθός, μισθός στρατιωτών, πληρωμή.

διένεξη         = (< διήνεγκον: αόρ. β΄ του διαφέρω) φιλονικία, διαμάχη.

διηνεκής       = διαρκής, ακατάπαυστος // (φρ.) εις το διηνεκές: χωρίς διαλείμματα, αδιάκοπα.

οισοφάγος              =(< οἴσω: μελ. του φέρω) το τμήμα του πεπτικού

σωλήνα που ενώνει το φάρυγγα με το στομάχι.

 

³·±·³

ÿΕΝΟΤΗΤΑ  6η

 

« ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ »

 

Συγκεντρώνοντας την εκτίμηση στη δημόσια ζωή του και όχι λιγότερο θαυμασμό στην ιδιωτική, παρέσυρε και παραπλανούσε το λαό ακολουθώντας το σπαρτιατικό τρόπο ζωής. […] Διότι, ήταν κι αυτή, όπως λένε, μια ικανότητα από τις πολλές που είχε, και ένας τρόπος να παρασύρει ανθρώπους, δηλαδή να προσαρμόζεται και να εγκλιματίζεται στις διάφορες ασχολίες και τρόπους ζωής, δεχόμενος ταχύτερες μεταβολές κι από το χαμαιλέοντα. Μόνο που εκείνος, όπως λέγεται, αδυνατεί σε ένα· να αντιγράψει το λευκό χρώμα της επιδερμίδας του. Για τον Αλκιβιάδη ωστόσο, με το να κάνει  παρέα με καλούς και κακούς, δεν υπήρχε τίποτα που δεν το είχε μιμηθεί ή δοκιμάσει, αλλά στη Σπάρτη ήταν αθλητικός, απλός και σοβαρός, στην Ιωνία εραστής της καλοπέρασης, ευχάριστος, νωθρός, στη Θράκη επιδιδόταν στο μεθύσι, στους Θεσσαλούς ήταν φίλος των αλόγων, ενώ, όταν συναναστρεφόταν με τον σατράπη Τισσαφέρνη, ξεπερνούσε σε υπερβολή και πολυτέλεια την περσική μεγαλοπρέπεια.

(ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, Ἀλκιβιάδης, 23, 3-5)

 

{w|w{

 

$ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ – ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΑ

 

ὁρῶντας < ὁρῶ (= βλέπω) < θ. ὁρ- , ὀπ-, (ε)ἰδ-

 

ορατότητα    = α) η ιδιότητα του ορατού, β) ο βαθμός διαφάνειας της ατμόσφαιρας.

αδιόρατος     = ο μόλις ορατός, που δε διακρίνεται εύκολα, ο μόλις ορατός: π.χ. αδιόρατη σκιά. (= δυσδιάκριτος).

παρορώ                  = α) παραβλέπω κάτι, β) αδιαφορώ, γ) περιφρονώ.

παρόραμα              = λάθος από αβλεψία και ιδ. τυπογραφικό λάθος.

διορώ            = διαβλέπω (= προβλέπω): π.χ. Δεν είχε διαβλέψει τους

κινδύνους.

διορατικός   = ο ικανός να διαβλέπει, να διακρίνει την πιθανή έκβαση των πραγμάτων, οξυδερκής.

ενορώ           = διαισθάνομαι.

ενόραση        = α) η όραση σε βάθος, β) (φιλοσ.) διαίσθηση, άμεση γνώση με το υποσυνείδητο.

προορώ                  = προβλέπω.

προορατικός = ο ικανός να προβλέπει (= διορατικός).

οραματίζομαι        = βλέπω οράματα κυριευμένος από έκσταση, φαντάζομαι: π.χ. είχαμε το κουράγιο να οραματιστούμε τα ειρηνικά χρόνια (Διδώ Σωτηρίου).

προοπτική    = α) απεικόνιση των αντικειμένων έτσι ώστε να δίνεται η ιδέα του βάθους, β) ο τρόπος με τον οποίο φαίνονται τα αντικείμενα από απόσταση, ανάλογα με τη θέση τους στο χώρο, γ) (μτφ.) θεώρηση της μελλοντικής πορείας των πραγμάτων.

εποπτεύω      = παρατηρώ από ψηλά, επιβλέπω την εκτέλεση έργου (= επιστατώ).

εποπτεία       = α) επίβλεψη, επιτήρηση (= επιστασία), β) η αντίληψη με τις αισθήσεις.

έποψη  = α) η θέα από ορισμένο σημείο, β) (μτφ.) ο τρόπος με τον οποίο εξετάζεται κάτι.

πρόσοψη       = η πρόσθια όψη οικοδομήματος.

περίοπτος               = α) που φαίνεται από παντού, απ΄ όλες τις πλευρές:

π.χ. Περίοπτη θέση, β) (μτφ.) έξοχος, επιφανής.

κάτοψη                  = (αρχιτεκτ.) σχέδιο κατασκευής σε οριζόντια τομή.

υπερόπτης              = αλαζόνας (¹ σεμνός, μετριόφρων).

εξόφθαλμος  = α) που χαρακτηρίζεται από εξοφθαλμία (= παθολογική προεκβολή των βολβών του ματιού), β) (μτφ.) ολοφάνερος, οφθαλμοφανής.

μετωπικός    = α) ο του μετώπου, μετωπιαίος, β) ο του στρατιωτικού μετώπου, γ) που γίνεται κατά μέτωπο: π.χ. Μετωπική σύγκρουση.

 

³·±·³

ÿΕΝΟΤΗΤΑ  7η

 

« Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΩΝ »

 

Μετά από αυτά τα γεγονότα οι στρατηγοί απολογήθηκαν ο καθένας τους με συντομία (γιατί δεν είχε επιτραπεί σ΄ αυτούς να απολογηθούν όπως προέβλεπε ο νόμος) και αφηγούνταν αυτά που είχαν συμβεί, ότι δηλαδή αυτοί έπλεαν εναντίον των εχθρών κι ότι την περισυλλογή των νεκρών την ανέθεσαν σε ικανούς άνδρες από τους τριήραρχους και που είχαν ήδη διατελέσει στρατηγοί, στο Θηραμένη δηλαδή και στο Θρασύβουλο και σε άλλους με ανάλογα προσόντα· ότι, αν ίσως κάποιους πρέπει (να κατηγορήσουν) για την περισυλλογή, κανέναν άλλον δεν μπορούν να κατηγορήσουν, παρά αυτούς στους οποίους είχε ανατεθεί αυτό το καθήκον. Και όχι επειδή μας κατηγορούν, είπαν, θα πούμε ψέματα ισχυριζόμενοι ότι αυτοί έφταιγαν αλλά η μεγάλη κακοκαιρία στάθηκε εμπόδιο στην περισυλλογή. Γι΄ αυτά τα γεγονότα, επικαλούνταν ως μάρτυρες τους καπετάνιους και άλλους πολλούς συμπολεμιστές τους. Με αυτά τα επιχειρήματα έπειθαν το λαό. Ήθελαν μάλιστα πολλοί πολίτες να σηκωθούν και να εγγυηθούν (για να αποφύγουν οι στρατηγοί την προφυλάκιση). Αποφάσισαν όμως να αναβάλουν την απόφαση σε μια άλλη συνεδρίαση της εκκλησίας του δήμου (διότι ήταν ήδη αργά και δε θα έβλεπαν τα χέρια)* και η βουλή αφού συντάξει προβούλευμα να προτείνει με ποιο τρόπο θα κρίνονταν οι άνδρες.

 

( ΞΕΝΟΦΩΝ, Ἑλληνικά, 1. 7, 5 - 7 )

 

{w|w{

 

$ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ – ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΑ

 

προστάξειαν < πρὸς + τάσσω/τάττω          < θ. ταγ -

 

τακτός = καθορισμένος: π.χ. το χρέος θα εξοφληθεί σε τακτό χρόνο.

τακτικός       = α) που γίνεται με ορισμένη τάξη η τρόπο και σε ορισμένο χρόνο (¹ έκτακτος), β) ο σταθερός ή κατά συνήθεια επαναλαμβανόμενος, γ) ο συνεπής στα καθήκοντα, τις υποχρεώσεις του, δ) μόνιμος: π.χ. ~ υπάλληλος, ε) τακτικός στρατός: ο οργανωμένος , με κανονική διοίκηση (¹ άτακτος).

έκτακτος      = α) ασυνήθιστος, σπάνιος, β) ασυνήθιστος, σπάνιος, γ) εξαιρετικός, έξοχος.

εντάσσω       = τοποθετώ ανάμεσα σε άλλους. â ένταξη: π.χ. η ~ της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ.

προτάσσω     = τοποθετώ μπροστά, προβάλλω, προτείνω. â πρόταξη.

προτακτικός = (γραμμ.) προτακτικό φωνήεν: α) το πρώτο από τα δύο φωνήεντα που αποτελούν τη δίφθογγο, β) το φωνήεν, συνήθως το α, που παίρνουν στην αρχή μερικές λέξεις.

συντάσσω     = α) παρατάσσω στρατιώτες, β) διοργανώνω, συγκροτώ, καταρτίζω, γ) διατυπώνω κάτι εγγράφως, συγγράφω οποιοδήποτε κείμενο: π.χ. συνετάχθη σχετική διαμαρτυρία, δ) (γραμμ.) τοποθετώ τις λέξεις σύμφωνα με τους συντακτικούς κανόνες ή αναλύω τη σύνταξη προτάσεως: π.χ. το κείμενο δεν είναι σωστά συνταγμένο, ε) (μεσ.) συντάσσομαι = τάσσομαι με τη γνώμη ή το μέρος κάποιου: π.χ. πολλές χώρες του Ο.Η.Ε. έχουν συνταχθεί με τις ελληνικές θέσεις.

συνταγή        = οδηγία για τη σύνθεση και χρήση φαρμάκου, την παρασκευή φαγητού ή τη συντήρηση ενός πράγματος.

σύνταγμα      = α) το σύνολο των θεμελιωδών νόμων του πολιτεύματος, ο καταστατικός χάρτης μια πολιτείας, β) (στρατ.) στρατιωτική μονάδα που αποτελείται από ορισμένο αριθμό ταγμάτων, ιλών ή πυροβολαρχιών.

σύνταξη        = α) διάταξη, συγκρότηση, τακτοποίηση, β) συγγραφή οποιουδήποτε γραπτού κειμένου, γ) το προσωπικό το ασχολούμενο με τη συγγραφή της ύλης εφημερίδας, περιοδικού, πολύτομου έργου κτλ., δ) (γραμμ.) η σωστή πλοκή των λέξεων στον προφορικό ή γραπτό λόγο, ε) μηνιαία χορηγία που καταβάλλεται ισόβια σε υπάλληλο που αποχώρησε νόμιμα από την υπηρεσία του ή, μετά το θάνατό του, στους συγγενείς του, στ) (στρατ.) κανονική και με ορισμένη τάξη συνάθροιση ανδρών στρατιωτικής μονάδας.

συντάκτης    = α) πρόσωπο που συντάσσει ή συνέταξε γραπτό κείμενο: π.χ. ~ λεξικού, β) ο επαγγελματίας δημοσιογράφος.

ασυνταξία    = παράβαση κανόνων του συντακτικού (= σολοικισμός).

αρχισυντάκτης      = ο επικεφαλής της συντάξεως εφημερίδας, περιοδικού, συλλογικής έκδοσης.

ανάταξη       = επαναφορά μέλους ή οργάνου στη θέση του: π.χ. ~ των οστών.

διατάσσω     = α) προστάζω, ορίζω, β) τακτοποιώ, διευθετώ, γ) συμβουλεύω, καθοδηγώ.

διάταγμα      = διοικητική πράξη με νομοθετικό χαρακτήρα.

διάταξη        = α) τακτοποίηση, διευθέτηση, β) διαταγή, γ) φρ.: ημερήσια διάταξη: η σειρά των υπό συζήτηση θεμάτων σε συμβούλιο, διάσκεψη κλπ.

διατακτικός = α) ο σχετικός με τη διαταγή, β) ο σχετικός με τη διάταξη, γ) διατακτική (ως ουσ.) = έγγραφη άδεια παραλαβής, εισπράξεως, αποθηκεύσεως κλπ., δ) διατακτικό (ως ουσ.) = το δεύτερο και κύριο μέρος δικαστικής απόφασης στο οποίο γίνονται δεκτά ή απορρίπτονται τα αιτήματα των διαδίκων και διατάσσεται η εκτέλεση.

κατατάσσω  = α) τοποθετώ κατά σειρά ή τάξεις, β) περιλαμβάνω σε συνταγμένο σώμα.

κατατακτήριος      = ο σχετικός με την κατάταξη: π.χ. κατατακτήριες εξετάσεις.

μετάταξη      = η μεταφορά αξιωματικού από ένα σώμα ή όπλο σ’  ένα άλλο.

παρατάσσω  = τοποθετώ κάποιον ή κάτι δίπλα σε κάτι άλλο.

παρατακτικός        = ο αναφερόμενος στην παράταξη, που γίνεται κατά παράταξη: π.χ. παρατακτική σύνταξη.

αντιτάσσω    = α) τοποθετώ κάτι αντιμέτωπο με άλλο, β) χρησιμοποιώ, για να αντικρούσω: π.χ. ~ τα επιχειρήματά μου στα δικά σου.

επιτάσσω      = α) διατάζω, προστάζω, β) ενεργώ επίταξη.

επίταξη         = α) διαταγή, προσταγή, β) επιβολή εισφοράς σε είδος ή κατάληψη ακινήτων από το στρατό σε περίοδο εξαιρετικών συνθηκών.

επιτακτικός  = επιβεβλημένος: π.χ. επιτακτικό καθήκον.

αποτάσσω     = α) απομακρύνω, διώχνω, β) (ειδ.) αποβάλλω από τις τάξεις του στρατού, γ) αποτάσσομαι (μέσο) = απαρνιέμαι, εγκαταλείπω.

απόταξη       = η κατάσταση στρατιωτικού που απομακρύνθηκε από το στρατό για βαριά παραπτώματα.

απότακτος    = αξιωματικός που έχει αποταχθεί.

ταξίαρχος     = ο διοικητής ταξιαρχίας.

ταξιάρχης     = α) προσωνυμία των αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, β) τίτλος βαθμοφόρου σε μοναστικό τάγμα ιπποτών, γ) είδος παρασήμου ανώτερου βαθμού και ο τιμημένος με το παράσημο αυτό.

ταξιανθία     = τρόπος διατάξεως των ανθέων στο στέλεχος του φυτού.

 



* Η ψηφοφορία γινόταν με ανάταση των χεριών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου