Η ταυτότητα του κειμένου
Αφήγηση: α’ πρόσωπη- υποδεικνύει ότι ο αφηγητής είναι ο πρωταγωνιστής
Αφηγητής: δραματοποιημένος, ομοδιηγητικός
Γλώσσα: καθαρεύουσα στην αφήγηση και δημοτική με τοπικά ιδιώματα στους διαλόγους
Ανάλυση του κειμένου
- Α’ διδακτική ενότητα: «Ήμην… πετμέζι»
Το «Όνειρο στο κύμα» αποτελεί μια αναδρομική αφήγηση γεγονότων που τοποθετούνται χρονικά σε δύο απομακρυσμένες στιγμές (εφηβική ηλικία- ωριμότητα) και τοπικά σε δύο διαφορετικούς χώρους (νησί- Αθήνα). Το διήγημα αρχίζει με λεπτή αλλά πικρή ειρωνία του αφηγητή για την παρούσα κατάστασή του, συγκριτικά με την ευτυχία του παρελθόντος. Η παρούσα κατάστασή του προσδιορίζεται από την επαγγελματική του αποτυχία, την οικονομική του στενότητα, την αδυναμία του να δράσει ελεύθερα, την ταπείνωση. Έτσι, αισθάνεται απογοήτευση και πικρία. Κυρίως όμως αισθάνεται ανελεύθερος, καταπιεσμένος κι εγκλωβισμένος.
Τα αίτια αυτής της ψυχικής κατάστασης είναι η αδυναμία του να βιώσει τα ευχάσιστα συναισθήματα της νιότης του. Είναι η αποξένωσή του από το φυσικό περιβάλλον, το οποίο ήταν η πηγή της ευδαιμονίας του. Ελευθερία, αγνότητα και κάλλος, έχουν γίνει πια ανάμνηση. Με άλλα λόγια, τα βαθύτερα αίτια εντοπίζονται στη συναίσθηση της πτώσης από τον παράδεισο, και ίσως του ανεκπλήρωτου ερωτισμού. Τη θέση τους πήρε ο οικονομικός περιορισμός, η κοινωνική μειονεξία, η ανάγκη να υπηρετεί τον εργοδότη του, να ζει ασφυκτικά σε ένα αστικό περιβάλλον, όπου η σωτηρία της ψυχής του είναι ανέφικτη. Μέσα σε αυτό το κλίμα πυροδοτείται ο κοινωνικός προβληματισμός του αφηγητή.
Ως αντιστάθμισμα στον οργανωμένο χώρο του αστικού περιβάλλοντος, προβάλλει το κτήμα του κυρ- Μόσχου. Στον οργανωμένο κοινωνικό βίο αντιπαραβάλλει τον ελεύθερο κόσμο των ποιμένων, και στην καθορισμένη ατομική ιδιοκτησία τον φυσικό χώρο που εκτείνεται έξω και πέρα από αυτήν.
Ο αφηγητής, περιγράφοντας τη ζωή του μέσα στη φύση, παρουσιάζει τον εαυτό του να έχει τη δυνατότητα να παίρνει από το χωράφι του γείτονα όσα αγαθά χρειαζόταν, χωρίς το φόβο να διαταραχθούν οι καλές σχέσεις μεταξύ τους. Αναφέρει ως παράδειγμα την ανάλογη σχέση των μαθητών του Χριστού και τις σχετικές διατάξεις του Δευτερονομίου, με βάση τις οποίες νομιμοποιεί κατά κάποιο τρόπο την πράξη του. Η ποιμενική κοινωνία για την αντιμετώπιση των αναγκών του ανθρώπου λειτουργεί αυτορρυθμιστικά. Στηρίζεται σε κανόνες δικαίου που προνοούν για την επιβίωση των μελών της και την αποφυγή συγκρούσεων μεταξύ τους. Η ελευθερία της ποιμενικής ζωής και ο ανθρωπιστικός χαρακτήρας της τονίζουν την έντονη αντίθεση του αφηγητή απέναντι στην τωρινή ζωή του και φανερώνουν την πίστη πως η ζωή εκείνη ήταν πιο φιλική προς τον άνθρωπο αλλά και πιο κοντά στο Θεό.
Στην αναδρομή του στα χρόνια της εφηβείας του, με χιούμορ και περιγράφει τους «αντίζηλούς» του στα χωράφια, τους δημοτικούς υπαλλήλους και τους αγροφύλακες που του έπαιρναν τους πιο εκλεκτούς καρπούς, τον κύριο Μόσχο, και την αγαπημένη του κατσικούλα. Η περιγραφή όμως που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στον αναγνώστη είναι η περιγραφή της Μοσχούλας. Πρόκειται αναμφίβολα για μια αριστουργηματική περιγραφή που παρουσιάζει την κοπέλα σαν θεά, την εξιδανικεύει και τη μυθοποιεί.
Γι’ αυτόν η κοπέλα Μοσχούλα αποτελεί όνειρο και μάλιστα απραγματοποίητο, άπιαστο. Έτσι, η ελάχιστη μορφή έκφρασης των συναισθημάτων του επιτυγχάνεται με το να αποκαλεί «Μοσχούλα» την αγαπημένη του κατσίκα. Πρόκειται δηλαδή για ένα μηχανισμό υποκατάστασης των συναισθημάτων του, καθώς όσα νιώθει για το κορίτσι τα προβάλλει στην κατσίκα.
Η Μοσχούλα από την πλευρά της, δείχνει να ανταποκρίνεται στα συναισθήματα του νεαρού βοσκού, στο βαθμό βέβαια που της το επιτρέπει η θέση της. Απαντά στο κάλεσμά του, έστω κι αν δεν απευθυνόταν σ’ ατυήν, και μετά την απότομη απάντηση του νεαρού δείχνει τη δυσαρέσκειά της. Μάλιστα, η δεύτερη προσέγγιση των δύο νέων υποκινείται από την ίδια. Αυτή του φωνάζει, καλώντας τον να παίξει ένα τραγούδι με τη φλογέρα του. Κι όταν της κάνει το χατίρι, τον αμείβει με δώρα, γεγονός που δείχνει ότι δεν ήταν αδιάφορη γι’ αυτόν. Πρόκειται επομένως για μια τολμηρή νέα, ιδίως αν αναλογιστούμε τα ήθη της εποχής.
Στην ενότητα αυτή υπάρχει και μία εγκιβωτισμένη αφήγηση, η οποία βοηθάει στο νακαταδειχθεί η πορεία του αφηγητή ως το παρόν, να φωτιστεί το πώς έφτασε στην τωρινή ζωή του. αρχικά η εγκιβωτισμένη αφήγηση δείχνει σαν παρέκβαση, σαν μια παρένθεση άσχετη με το θέμα. Στην ουσία όμως, μας δίνει σοβαρές αναλογίες ανάμεσα στον ηθικό βίο του πατέρα Σισώη και του βοσκού. Ο πάτερ Σισώης αποτελεί τον πρώτο δάσκαλο του νεαρού βοσκού και ταυτόχρονα το πρότυπό του.
- Β’ διδακτική ενότητα: «Μίαν εσπέραν… το ταλαίπωρον ζώον»
Μετά από μια περιγραφική παύση, όπου περιγράφεται μέσω της προοπτικής του αφηγητή το απογευματινό θαλασσινό τοπίο, αρχίζει μια κλιμάκωση της δράσης, με κεντρικό θέμα της συγκεκριμένης ενότητας την τυχαία θέαση της Μοσχούλας, που κατέβηκε γυμνή στην παραλία. Στη συγκεκριμένη σκηνή κυριαρχεί το αρμονικό δέσιμο φύσης- ανθρώπου. Μέσα στο παραδεισένιο φυσικό τοπίο εντάσσεται το κάλλος ενός γυμνού νεαρού κοριτσιού. Η περιγραφή του τοπίου και ιδίως του γυμνού κοριτσιού αποκτά ονειρική υπόσταση. Καθώς το ονειρικό στοιχείο κυριαρχεί, γίνεται εμφανής η σχέση της σκηνής αυτής με τον τίτλο του διηγήματος.
Ο συγγραφέας διεισδύει στην ψυχή του νεαρού βοσκού αποκαλύπτοντάς μας τα διλήμματα, τις συγκρούσεις που βιώνει, και την προσπάθεια δικαιολόγησης της απόφασής του. Αρχικά, ο νεαρός αφηγητής σκέφτεται να φύγει αθόρυβα, απορρίπτει όμως αυτή την επιλογή γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να τον δει η Μοσχούλα και να τον κατηγορήσει για ανηθικότητα. Στη συνέχεια σκέφτεται να της εξηγήσει ότι βρέθηκε τυχαία εκεί, αλλά δε βρίσκει το θάρρος να το κάνει. Η τρίτη επιλογή του, την οποία θα προτιμήσει τελικά, είναι να μείνει στη θέση του προσέχοντας να μην τον αντιληφθεί κανείς. Ωστόσο, δε θέλει να έρθει αντιμέτωπος με τον πειρασμό, αν και στην πραγματικότητα του είναι δύσκολο να ξεφύγει. Το δίλημμα που αντιμετωπίζει επί της ουσίας το βοσκόπουλο είναι από τη μία η υπακοή στις ηθικές αρχές και από την άλλη η απόλαυση του πειρασμού.
Στη σκέψη του έρχονται τα λόγια του πατέρα Σισώη, γιατί αποτελούσαν τον πυρήνα της ηθικής του. Σύμφωνα με την ηθική αυτή, χρέος του είναι να επιτελέσει το ηθικό του καθήκον και να μην υποκύψει στον πειρασμό. Ο πειρασμός όμως αποδεικνύεται πιο δυνατός από τη φωνή της συνείδησής του κι από την ηθική του. Έτσι, απορρίπτει όλες τις πιθανές επιλογές φυγής με «λογικά» επιχειρήματα για να έχει καθαρή τη συνείδησή του και να διακιολογηθεί στον εαυτό του. Αν πραγματικά ήθελε να ξεφύγει από τον πειρασμό χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την υπόληψή του θα μπορούσε να το κάνει. Τον συνεπήρε όμως το συναίσθημα και το ερωτικό πάθος.
Κι ενώ απολάμβανε το θέαμα συνεπαρμένος, διακόπτεται από το βάλασμα της κατσίκας του, της Μοσχούλας, η οποία πνιγόταν με το σχοινί που την είχε δεμένη. Ασυναίσθητα τρέχει προς το μέρος της κατσίκας κι έτσι η κοπέλα τον αντιλαμβάνεται και τρομάζει. Η σκηνή του πνιγμού της κατσίκας Μοσχούλας λειτουργεί ως προοικονομία των γεγονότων που πρόκειται να συμβούν στην επόμενη ενότητα.
- Γ’ διδακτική ενότητα: «Δεν ηξεύρω… τα όρη»
Το «δραματικό απρόοπτο» που συμβαίνει σε αυτήν την ενότητα είναι η εμφάνιση μιας αλιευτικής βάρκας. Η Μοσχούλα τρομάζει και κινδυνεύει σοβαρά να πνιγεί. Το γεγονός αυτό επηρρεάζει την πλοκή του έργου. Κατ’ αρχήν ο νεαρός βοσκός ξεπερνάει ένα ακόμα δίλημμά του, και πέφτει στο νερό χωρίς δισταγμούς για να σώσει τη Μοσχούλα. Δεν σκέφτεται ούτε την υπόληψή του, ούτε την αποφυγή του πειρασμού, ούτε ακόμα την αγαπημένη του κατσίκα. Λειτουργεί με πνεύμα αυτοθυσίας, χωρίς να θέλει να επωφεληθεί ερωτικά. Τα χαρακτηριστικά του βοσκού που αναδεικνύονται είναι η αγνότητα και ο ηρωισμός. Η εξέλιξη της δράσης κορυφώνεται και τελικά βιώνει την επαφή με το γυμνό σώμα του κορυτσιού καθώς το σώζει. Στην ουσία, κρατάει στα χέρια του το όνειρό του, κάτι που θα τον σημαδέψει στην υπόλοιπη ζωή του.
Η απόλαυσή του ώθησε τον ήρωα στην αμαρτία. Υπέκυψε στον πειρασμό παραβιάζοντας τον ηθικό κώδικα. Η ανάμνηση αυτού του ονείρου τον συνόδευσε μετέπειτα και τον εγκλώβισε στα εγκόσμια, μη επιτρέποντάς του να υλοποιήσει τον αρχικό του στόχο, να στραφεί στο μοναχισμό, αφού του αποκαλύφθηκαν τα κάλλη της γυναίκας και γενικότερα οι επίγειοι πειρασμοί. Έτσι, έγινε η αιτία να εκπέσει απ’ την αγνότητα στην αμαρτία, και τελικά στη δυστυχία που βιώνει στο παρόν αδυνατώντας να σώσει την ψυχή του.
Το διήγημα τελειώνει με την ίδια φράση που ξεκίνησε, υπάρχει δηλαδή κυκλικό σχήμα. Με τον τρόπο αυτό ο συγγραφέας μας μεταδίδη την αίσθηση του τέλους και της ολοκλήρωσης. Ταυτόχρονα, υποδηλώνεται και το τέλος κάθε ελπίδας. Ο αφηγητής παραμένει εγκλωβισμένος στο δυστυχισμένο παρόν του. Η επιθυμία για μια ευτυχισμένη, ελεύθερη ζωή στη φύση θα παραμείνει στο επίπεδο της νοσταλγίας.
Με τη φράση «Δια την αντιγραφήν» που θέτει ο Παπαδιαμάντης στο τέλος της αφήγησής του, προσπαθεί να αποποιηθεί την ταύτισή του με τον αφηγητή και να δείξει ότι στην ουσία μεταφέρει αυτολεξεί την αφήγηση ενός άλλου.
- Γενικές παρατηρήσεις
Το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Όνειρο στο κύμα» χαρακτηρίζεται ηθογραφικό, επειδή απεικονίζει τα ήθη, τα έθιμα, τους χαρακτήρες των ανθρώπων, και την καθημερινή ζωή της υπαίθρου. Σε όλο το διήγημα δεσπόζει η ωραιοποιημένη ειδυλλιακή αναπαράσταση της φυσικής ζωής. Ο νεαρός βοσκός ζει μια αγνή ζωή και βιώνει την ευτυχία μέσα στην ελευθερία και την ομορφιά της φύσης.
Στο «Όνειρο στο κύμα» διοχετεύονται πολλές από τις αναμνήσεις του συγγραφέα, όπως το νησιωτικό περιβάλλον και η φύση της Σκιάθου, τα τοπωνύμια του νησιου, η φτώχεια των παιδικών του χρόνων, αλλά και το θρησκευτικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε. Ο χώρος, ο χρόνος, το σκηνικό των δύο κόσμων (φυσικού- αστικού), η φυσιολατρεία και η θρησκευτικότητα αποτελούν αναμφίβολα αυτοβιογραφικά στοιχεία του Παπαδιαμάντη. Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο αν το κεντρικό περιστατικό με τη Μοσχούλα ήταν πραγματικό βίωμα, κι ούτε έχει σημασία. Άλλωστε, στο διήγημα εκφράζονται ιδέες με καθολικότερη ισχύ, που αφορούν βασικά προβλήματα του ανθρώπου.
Όλα τα παραπάνω συντελούν στη ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής των απλών ανθρώπων της υπαίθρου. Τα ηθογραφικά και λαογρφικά στοιχεία του κειμένου αποδίδουν στο έργο αληθοφάνεια, κι έτσι, μέσα από την περιγραφή της ζωής του βοσκόπουλου και των ασχολιών των απλών ανθρώπων, αποδίδεται ρεαλιστικά η ζωή στην ελληνική ύπαιθρο τον περασμένο αιώνα.Αξιοσημείωτη είναι και η ικανότητα του συγγραφέα να διεισδύει στον ψυχισμό των ηρώων.
Επίσης είναι άριστος κοινωνικός παρατηρητής και δεν διστάζει να στηλιτεύσει την κοινωνική αδικία. Στο συγκεκριμένο έργο το κοινωνικό κακό απεικονίζεται στην αρχή και στο τέλος του διηγήματος, με την αποστροφή του αφηγητή για το δυστυχισμένο παρόν που βιώνει στο αστικό περιβάλλον. Κατά την άποψή του, οι ανώτερες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και η ανάπτυξη του πολιτισμού κατέστρεψαν τη σχέση ανθρώπου- φύσης και διέφθειραν την αγνή ψυχή του ανθρώπου. Έτσι, το πρότυπο ζωής που προβάλλεται είναι το αρκαδικό, αφού έχει να κάνει με τη φυσική ζωή, την ελευθερία, την αγνότητα και τη φυγή από την αστική κοινωνία.
Αυτή η στάση του ανθρώπου απέναντι στη φύση, όπως την περιγράφει ο συγγραφέας, είναι σύμφυτη με τις αρχές του ρομαντισμού. Για το ρομαντισμό, η φύση δεν είναι απλώς αντικείμενο θαυμασμού, αλλά αποκτάει διαστάσεις συμβόλου. Η φύση είναι σύμβολο ευτυχίας, καλοσύνης κι ελευθερίας. Ο άνθρωπος μέσα στη φύση αναπτύσσει αισθήματα αγάπης προς όλα τα όντα, ενώ μακριά από αυτήν γίνεται σκληρός, αφού ο αστικός βίος του διδάσκει την αδιαφορία και το μίσος. Επίσης, χαρακτηριστική στο ρομαντισμό είναι κι η ταύτιση του ανθρώπου με τη φύση, κάτι που τονίζεται σε αρκετα σημεία του διηγήματος. Επίδραση του ρομαντισμού φανερώνεται επίσης στην ποιητική πνοή του έργου, στη μεταφυσική του διάσταση και στον ανέφικτο έρωτα.
Η γλώσσα του είναι εντελώς προσωπική και αποτελεί ένα κράμα από λόγια, εκκλησιαστικά και λαϊκά στοιχεία. Η δημοτική γλώσσα και το λαίκό ιδίωμα της Σκιάθου εμφανίζονται κυρίως στους διαλόγους, ενώ η καθαρεύουσα στην αφήγηση. Επίσης, συμπεριλαμβάνει πολλές φράσεις που παραπέμπουν στη γλώσσα του Ευαγγελίου.
Ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου
1) Να συζητήσετε τη σχέση συγγραφέα- αφηγητή.
Α) Ως προς τη συμμετοχή του στα δρώμενα.
Β) Ως προς την πειστικότητά του.
Γ) Ως προς το στοιχείο της πλαστοπροσωπείας.
Απάντηση: Α) Ο συγγραφέας είναι ένα πραγματικό πρόσωπο με αληθινή ζωή και υπάρχει έξω από το κείμενο. Αντίθετα, ο αφηγητής είναι ένα πρόσωπο του κειμένου, που υπάρχει μόνο στο πλαίσιο του πλασματικού λόγου, δηλαδή της ιστορίας. Βεβαίως αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα υπάρχουν και ατον αφηγητή. Ο αφηγητής συμμετέχει στα γεγονότα είτε ως πρωταγωνιστής είτε ως αυτόπτης μάρτυρας, γιατί το κείμενο έχει τη μορφή αυτοβιογραφίας ή απομνημονευμάτων, γι’ αυτό και η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο. Είναι όμως δύσκολο να θεωρήσουμε ότι το «εγώ» της αφήγησης ταυτίζεται άμεσα με το συγγραφέα. Ο συγγραφέας δε μοιάζει να μεταφέρει αυτούσια ένα απόσπασμα από τη ζωή του, αλλά μάλλον εμπειρίες και σκέψεις που υπερβαίνουν το ατομικό και έχουν γενικότερη ισχύ και σημασία.
Β) Χάρη στις διάφορες τεχνικές που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας και ιδιαίτερα στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί την εστίαση, ο αφηγητής γίνεται πειστικός και η ιστορία του έχει αληθοφάνεια. Ενώ δηλαδή η αφηγηματική φωνή είναι ίδια, χάρη στη διαφορά προοπτικής δημιουργείται σε πολλά σημεία η εντύπωση ότι έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικά πρόσωπα, το βοσκό και το δικηγόρο.
Γ) Κάτω από το πρόσωπο του βοσκού καλύπτεται ο ίδιος ο αφηγητής. Έχουμε δηλαδή μια πλαστοπροσωπεία με την παραποίηση κάποιων στοιχείων ταυτότητας, ώστε να μη γίνεται άμεση ταύτιση των δύο προσώπων. Τα στοιχεία που παραποιούνται είναι οι πληροφορίες σχετικά με τις σπουδές του αφηγητή και την εργασία του στην Αθήνα.
2) Τι ρόλο παίζει το ονειρικό στοιχείο στην αφήγηση; Υπάρχουν στοιχεία στο διήγημα που μας μεταφέρουν διαδοχικά από τον κόσμο του ονείρου στον κόσμο της πραγματικότητας;
Απάντηση: Το όνειρο γίνεται στον Παπαδιαμάντη πηγή έμπνευσης και ανταποκρίνεται στη ανάγκη του συγγραφέα να διεισδύσει στα μυστήρια του υπερφυσικού κόσμου, στον οποίο πιστεύει πως βρίσκονται κρυμμένες αλήθειες, που μπορεί να γνωρίσει μόνο με τη μεσολάβηση του ονείρου. Η μετάβαση απ’ το όνειρο στη πραγματικότητα και αντίστροφα επιτυγχάνεται με τη διαδοχική μεταφορά από το παρελθόν στο παρόν. Από την άλλη, και μέσα στη χρονική βαθμίδα του παρελθόντος, όνειρο και πραγματικότητα διαδέχονται το ένα το άλλο, σε βαθμό που συχνά τα όριά τους είναι ασαφή. Η μετάβαση από το ρεαλιστικό στο ονειρικό στοιχείο γίνεται με λυρικές περιγραφές και εικόνες, με τη ρυθμικότητα της γλώσσας, και τον πλούτο των επιθέτων. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και στοιχεία αντλημένα από λαϊκές παραδόσεις, από τη μυθολογία, και από τη Βίβλο.
3) Πώς λειτουργεί στην υπόθεση του διηγήματος η αναφορά στην προσωπική ιστορία του πατέρα Σισώη;
Απάντηση: Η αναφορά στην ιστορία του πατέρα Σισώη βοηθάει στο να εξηγηθεί η πορεία της ζωής του αφηγητή. Η ιστορία του πατέρα Σισώη έχει αρκετά κοινά στοιχεία με την ιστορία του βοσκού, παρόλο που έχει διαφορετική κατάληξη. Είναι σαφής η αναλογία των δύο ιστοριών: ο πατέρας Σισώης από την αγνή και θρησκευτική ζωή που βίωνε (μοναχός και διάκονος) πέφτει στην αμαρτία καθώς παντρεύεται μια Τουρκοπούλα. Στη συνέχεια μετανοεί και επιλέγει τη ζωή του μοναχού φτάνοντας στη λύτρωση. Ο νεαρός βοσκός διάγει κι αυτός έναν αγνό βίο στη φύση. Όμως ο πειρασμός της γυμνής κοπέλας τον νικά. Αμαρτάνει λοιπόν, υποκύπτοντας στο γυναικείο πειρασμό. Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτός επιλέγει όχι τη μετάνοια και τη λύτρωση, αλλά τη ζωή στο άστυ. Επιλογή που την πληρώνει με τη δυστυχία του στο υπόλοιπο της ζωής του.
4) Να προσδιορίσετε τα στάδια που προάγουν το μύθο στο διήγημα.
Απάντηση: Στην πρώτη ενότητα δίνεται ο τόπος και ο χρόνος, και ιστορία του πατέρα Σισώη, με τις ευδιάκριτες αναλογίες με την ιστορία του αφηγητή. Έχουμε επίσης το εγκώμιο στην ομορφιά του κοριτσιού και τις πρώτες ενδείξεις έρωτα προς το πρόσωπό της, αλλά και τη δική της διακριτική ανταπόκριση. Στη δεύτερη ενότητα είναι η κορύφωση της πλοκής, με την εικόνα της γυμνής Μοσχούλας, η ομορφιά της οποίας είναι σε απόλυτη αρμονία με το φυσικό περιβάλλον, και παράλληλα τα διλήμματα που βιώνει ο αφηγητής. Εδώ έχουμε και τις πρώτες ενδείξεις για την μελλοντική εξέλιξη των γεγονότων, με τη κατσίκα Μοσχούλα και το σχοινί να λειτουργούν ως προοικονομία. Στην τρίτη ενότητα η δράση αυξάνεται και προσφέρεται στον ήρωα μια απτική εμπειρία του «ονείρου» του, για να καταλήξει με το θέμα του ανεκπλήρωτου έρωτα και της ανάμνησής του.
5) Ποια είναι η άποψη του αφηγητή για την «κοσμική» μόρφωση;
Απάντηση: Ο ήρωας του διηγήματος έζησε ένα μέρος της νεανικής του ζωής εντελώς αγράμματος, αλλά στη συνέχεια της ζωής του σπούδασε στην πρωτεύουσα και ασχολήθηκε με ένα επάγγελμα «των γραμμάτων». Βίωσε επομένως και τις δύο καταστάσεις και μπόρεσε να καταλάβει τις αντιθέσεις ανάμεσα στην «κοσμική» μόρφωση και τη γνώση που προκύπτει από την επαφή με τη φύση. Για τον αφηγητή, η «κοσμική» μόρφωση, όσο χρήσιμη κι αν είναι, δεν μπορεί να κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο. Η γνώση ως αυτοσκοπός δεν μπορεί να τον κάνει να νιώσει ολοκληρωμένος. Αντίθετα, μέσα στη φύση ο άνθρωπος μπορεί να νιώσει πραγματικά ελεύθερος και ευτυχής.
6) Αποβαίνει λυτρωτικό ή βασανιστικό για τον αφηγητή το «ζωντανό» όνειρό του;
Απάντηση: Η περιγραφή του περιστατικού με το ερωτικό συναίσθημα, καταλήγει σε έναν ύμνο του αγνού ερωτισμού. Όσο όμως πιο ζωηρά περιγράφει την έκσταση και την ευδαιμονία που του χάρισε η ονειρική εκείνη εμπειρία, τόσο πιο έντονο αποδεικνύεται το ψυχικό του μαρτύριο. Η απόσταση μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας είναι τόσο μεγάλη που τον κάνει να αναφωνεί «Ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη». Έτσι το όνειρο, αντί να αποβαίνει λυτρωτικό για τον αφηγητή , γίνεται το μόνιμο ψυχικό του μαρτύριο.
7) Με υλικά του διηγήματος συνθέστε το πρόσωπο
Α) Του ώριμου αφηγητή της ιστορίας και
Β) Του νεαρού βοσκόπουλου
Να επιχειρήσετε επίσης να απαντήσετε στα εξής ερωτήματα:
Α) Ποια είναι η αιτία της δυστυχίας του ώριμου αφηγητή;
Β) Ποια είναι η πηγή της ευτυχίας του νεαρού βοσκόπουλου;
Απάντηση: Ο ώριμος αφηγητής είναι πικραμένος κι απογοητευμένος από τη ζωή. Από την άλλη, το νεαρό βοσκόπουλο παρουσιάζεται ως ένας αθώος και ζωντανός έφηβος, που έχει μάθει να κινείται με απόλυτη ελευθερία μέσα στο φυσικό χώρο. Αιτία δυστυχίας του ώριμου αφηγητή είναι το ότι νιώθει εγκλωβισμένος σε ένα στενόχωρο γραφείο, με πενιχρές οικονομικές απολαβές, και έιναι αναγκασμένος να υπακούει πάντα στον εργοδότη του. Αντίθετα, πηγή ευτυχίας του νεαρού βοσκού αποτελεί η αίσθηση ότι είναι φυσικός άνθρωπος. Η ελεύθερη και αμέριμνη ζωή του στον απέραντο χώρο της υπαίθρου τον κάνει να νιώθει μια εσωτερική πληρότητα.
Διαφέρει η Μοσχούλα του Ονείρου από τη Μοσχούλα της ώριμης ηλικίας; Γιατί ο Παπαδιαμάντης δεν επέλεξε να παραλείψει την αναφορά στην τύχη της ενήλικης Μοσχούλας;
Απάντηση: Η Μοσχούλα του Ονείρου διαφέρει από τη Μοσχούλα της ώριμης ηλικίας, η οποία είναι απλώς άλλη μία κληρονόμος των αδυναμιών της πρωτόπλαστης Εύας. Αντίθετα, η Μοσχούλα του Ονείρου ήταν μια μορφή ιδεατή, με πλατωνική ομορφιά, ήταν η ενσάρκωση του ερωτικού πόθου του νεαρού αφηγητή. Ο Παπαδιαμάντης δεν παρέλειψε ωστόσο να κάνει μια αναφορά στην τύχη της ενήλικης Μοσχούλας, ίσως για να δείξει ότι η χαρά δεν είναι παρά μια φευγαλέα στιγμή χωρίς διάρκεια. Να δείξει ότι σε όλα τα ανθρώπινα υπάρχει παρακμή, και την ευτυχία τη διαδέχεται πάντα η δυστυχία.
9) Υπάρχουν στοιχεία στο διήγημα, στα οποία διαφαίνεται αντινομία του φυσικού (ποιμενικού) με τον κοινωνικό (αστικό) βίο;
Απάντηση: Ο ήρωας του διηγήματος ζει διαδοχικά σε δύο περιβάλλοντα, το φυσικό στην αρχή και το κοινωνικό μετά. Και στα δύο αυτά περιβάλλοντα είναι εξαρτημένος από κάπου. Αρχικά, από το μοναστήρι και στη συνέχεια από τον δικηγόρο εργοδότη του. Η διαφορά βρίσκεται στη μορφή και την ποιότητα της εξάρτησης. Από μέρους των μοναχών δεν του ασκείται καμία καταπίεση. Η εξάρτηση είναι ανεπαίσθητη. Αλλά ακόμα κι αυτή η τυπική εξάρτηση διαλύεται κι εξαφανίζεται μέσα στη φύση, που την αισθάνεται σχεδόν σαν ιδιοκτησία του, κι έτσι νιώθει ευτυχής. Αντίθετα, από τη θέση του βοηθού δικηγόρου αισθάνεται δυστυχισμένος και πνιγμένος, γι’ αυτό και μισεί τον αίτιο της δυστυχίας του.
10) Ποια στοιχεία προσδίδουν στο διήγημα ποιητική λειτουργία;
Απάντηση: Στο διήγημα προσδίδεται ποιητική λειτουργία από τα εξής στοιχεία: τη ρυθμικότητα της γλώσσας, τη χρήση παρομοίωσης, τον πλούτο και την ποικιλία των επιθέτων, αλλά και από την ποιμενική ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος, όπως και το ειδύλλιο του βοσκόπουλου με τη Μοσχούλα.
Εργασίες του σχολικού βιβλίου
1) Διαβάστε το κείμενο του Δ. Τζιόβα «Ερμηνεύοντας το Όνειρο στο Κύμα». Αφού συγκεντρώσετε τις ερμηνείες που κατά καιρούς έχουν προταθεί για το Όνειρο στο Κύμα, επιλέξτε μία μη την οποία συμφωνείτε και μία με την οποία διαφωνείτε και αιτιολογήστε τις επιλογές σας.
Απάντηση: Θα μπορούσε κανείς να συμφωνήσει περισσότερο με την ερμηνευτική άποψη ότι το διήγημα αντιπροσωπεύει «την αμφιταλάντευση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, στη φυσική ζωή και την τεχνητή». Ο πρωτόγονος και ενστικτώδης ερωτισμός είναι το θέμα με το οποίο καταπιάνεται ο Παπαδιαμάντης και με βάση την ηθικοθρησκευτική του ιδιοσυγκρασία περιγράφει την ιδανική εκδοχή του. Αυτή είναι εκείνη που, κατά το διηγηματογράφο, κάνει κάποιον να μένει εκστατικός μπροστά στο γυμνό γυναικείο κάλλος, και την επαφή των δύο σωμάτων να είναι «εκλεκτή και αιθέριος».
Αντίθετα, όταν εξελιχθεί σε σαρκική μείξη, τότε περιπίπτει σε αγοραίους έρωτες, και η γυναόκα από όνειρο μετατρέπεται σε «απλή θυγάτηρ της Εύας», όπως λέει με εμφανή απογοήτευση. Οι δύο αυτές αντίπαλες μορφές του έρωτα βρίσκουν την έκφρασή τους στη φυσική και τεχνητή ζωή αντίστοιχα. Το φυσικό περιβάλλον, με την ομορφιά και την αγνότητά του, είναι αυτό μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να ανθίσει ο ιδανικός έρωτας. Αντίθετα, το αστικό περιβάλλον είναι τεχνητό και ο έρωτας καταντά «ιδιοτελείς περιπτύξεις» και εντάσσεται στους «κυνέρωτας».
2) Υπάρχει συγγένεια ανάμεσα στη «Μοσχούλα» του Παπαδιαμάντη και στη «φεγγαροντυμένη» του Κρητικού;
Απάντηση: Σε αρκετά σημεία παρατηρείται συγγένεια ανάμεσα στη «Μοσχούλα» του Παπαδιαμάντη και στη «φεγγαροντυμένη» του Κρητικού. Και οι δύο γυναίκες περιγράφονται με τη σωματική τους ομορφιά, η οποία έχει ονειρικές διαστάσεις. Επίσης, οι δύο ήρωες περιπίπτουν σε έκσταση μπροστά στο θέαμα. Η έκσταση αυτή προβάλλεται διαμέσου των στοιχείων της φύσης, αλλά και με άμεση περιγραφή των συναισθημάτων των ηρώων. Και στα δύο κείμενα, το όνειρο διακόπτεται κάποια στιγμή και οι ήρωες επανέρχονται στον κόσμο της πραγματικότητας. Τέλος, και στα δύο ο ερωτισμός είναι εξιδανικευμένος, απαλλαγμένος από την σαρκική επιθυμία και με τη μορφή αυτή γίνεται πηγή ποιητικής δημιουργίας.
3) Διαβάστε «Το μοιρολόγι της φώκιας» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και αναζητήστε κοινά στοιχεία.
Απάντηση: Πολλά είναι τα κοινά σημεία ανάμεσα στα δύο διηγήματα. Και στα δύο έχουμε παραθαλλάσιο τοπίο και το στερεότυπο του νεανικού ζεύγους που πρωταγωνιστεί στο ποιμενικό ειδύλλιο. Σε γενικές γραμμές, δίνεται η εντύπωση ότι το «Μοιρολόγι» είναι μια παραλλαγή του περιστατικού με το βοσκόπουλο και τη Μοσχούλα, με μικρές διαφοροποιήσεις. Οι διαφορές αυτές εντοπίζονται στην ηλικία των νεαρών πρωταγωνιστών, και το θλιβερό τέλος στο «Μοιρολόγι», όπου η Ακριβούλα τελικά πνίγεται. Κι αυτό συμβαίνει επειδή ο μικρός βοσκός «δεν είχεν αισθανθεί την παρουσία της» και δεν έδωσε σημασία όταν «ήκουσε έναν πλαταγισμόν».
Κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται η ουσιώδης διαφορά. Δεν δημιουργείται ειδύλλιο κι ερωτισμός. Ο μικρός βοσκός δεν αντιλαμβάνεται καν την παρουσία του κοριτσιού, ενώ η Ακριβούλα είναι τόσο μικρή ώστε, ενώ μαγεύεται από τη φλογέρα και θαυμάζει τον βοσκό, δεν υποπτεύεται τι σημαίνουν αυτές οι αντιδράσεις της. Μόνο ο παρατηρητής- αφηγητής το αντιλαμβάνεται, και το αφήνει να αιωρείται στην ατμόσφαιρα εντελώς υπαινικτικά κι αόριστα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου