ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ



ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ

ΟΡΙΣΜΟΣ: Υποκείμενο είναι ο όρος της πρότασης που εκφράζει το πρόσωπο ή το πράγμα το οποίο κάνει ή υφίσταται ό,τι δηλώνει το ρήμα. Είναι εκείνο για το οποίο γίνεται λόγος στην πρόταση.

Όλα τα υποκείμενα: ρημάτων / απαρεμφάτων / μετοχών μεταφράζονται με Ονομαστική.
ΠΤΩΣΗ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Ονομαστική: όταν είναι υποκείμενο ρήματος
  • Η ρετ π πντων νθρώπων ζηλοται.
  • Ηρακλς τος τυράννους παυσε.
2. Ονομαστική: όταν είναι υποκείμενο απαρεμφάτου και έχουμε ταυτοπροσωπία
  • Κρος νομζει δικεσθαι φ' μν.
  • Ο στρατιται οκ φασαν ἰέναι.
3. Αιτιατική: όταν είναι υποκείμενο απαρεμφάτου και έχουμε ετεροπροσωπία (μεταφράζεται με ονομαστική)
  • Σωκρτης γετο θεος πντα εδναι.
  • Κρος κλευσε τος Ελληνας προβαλσθαι τ πλα.
4. Οποιαδήποτε πτώση όταν είναι υποκείμενο της μετοχής,αφού η μετοχή και το υποκείμενο της έχουν ίδια πτώση. Η έναρθρη μετοχή είναι πάντα επιθετική και έχει υποκείμενο το άρθρο της.
  • ᾿Αποπλε οκαδε καπερ χειμνος ντος.
  • Κρος χων τρικοντα νδρας πρχεται.
  • Ο ᾿Ιάσων τριήρεις πλήρου ς βοηθήσων.
  • Πολλο, δ᾿εσν ο φλοι τν ετυχοντων.

ΜΟΡΦΕΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ (πως εκφέρεται)
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Με άρθρο (σε επιθετική μετοχή)
  • Ο λάμπων λιος.
2. Με ουσιαστικό
  • νύξ προβαίνει.
3. Με επίθετο
  • Πολλο τν νθρπων οκ μμνουσι τος λογισμος.
4. Με αντωνυμία (ουσιαστική)
  • Οτοι ρέθησαν δημαγωγο.
  • Τίς γορεειν βολεται;
5. Με αριθμητικό
  • Δέκα στασαζον.
6. α) Με ουσιαστικοποιημένο επιθετικό προσδιορισμό
β) Με ουσιαστικοποιημένο κατηγορηματικό προσδιορισμό
  • Οκ ν ποτε δκαιος δικος γνοιτο.
  • Τλος πντες πεχρησαν.
7. Με έναρθρη μετοχή (επιθετική)
  • Ο φθονοντες μισονται.
8. Με απαρέμφατο (έναρθρο / άναρθρο)
  • Τ δικεν οκ στι καλν.
  • Δε θαρσεν μς.
9. Με δευτερεύουσα ονοματική πρόταση
α) ειδική
β) πλάγια
γ) ενδοιαστική
δ) αναφορική
  • Δλν στιν τι λγες.
  • Τέρας στν ε τις ητχησε δι βου.
  • Κνδυνος στ μ ο νικσωμεν.
  • Μακρις στι στις νον κα οσαν χει.
10. Με το άρθρο "τ" + φράση
  • Τ γνθι σαυτν στι χαλεπν.
11. Με άρθρο + άκλιτη λέξη
  • Ο μν σχαζον.
12. Εμπρόθετα με

α) ε
ς / μφ
περ
/ κατ +αιτιατική

πρ / ς / πρς
όταν δηλώνεται χρόνος ή ποσό κατά προσέγγιση.

β)
τι + αιτιατική => έκταση
κατά + αιτιατική => μερισμό
πέρ + αιτιατική => υπέρβαση
  • ᾿Απθανον περ τος τετρακοσίους.
  • Καθ' κάστους καλοντο Ελληνες.
  • Συνελγησαν πρ τος πεντακοσίους.
  • Πρς μραν γγνετο.
13. Με επίρρημα (σπανίως)
  • ᾿Οψ γγνετο (= άρχισε να βραδιάζει).

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1.        Το υποκείμενο του ρήματος βρίσκεται σε Ονομαστική και μπορεί να είναι οποιοδήποτε μέρος του λόγου, ακόμη και ολόκληρη φράση ή πρόταση ή απαρέμφατο, θεωρούμενα ως ουσιαστικά σε ονομαστική.
2.        Αττική σύνταξη: το ρήμα σε γ΄ ενικό δέχεται υποκείμενο ουδέτερου γένους και σε πληθυντικό αριθμό παρά τον κανόνα.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ:
Οτε τ ζα φωνν εχε, τ πρόβατα λεγε τ δεσπότ.
3.        Σχήμα κατά το νοούμενο: ρήμα πληθυντικού αριθμού δέχεται ως υποκείμενο λέξη περιληπτικής σημασίας σε ενικό αριθμό. Το ρήμα δηλαδή δεν συμφωνεί με το γραμματικό τύπο του υποκειμένου, αλλά μ᾿αυτό που νοείται με το υποκείμενο. Τέτοιες λέξεις είναι συνήθως:
πλις (= ο πολται)
στρατς (= ο στρατιται)
χλος (= ο νθρωποι)
τ
πλθος (= ο πλεονες).
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ:
Η πλις ν ατα εχον Περικλα (= οι πολίτες κατηγορούσαν τον Περικλή).
4.        Πρόληψη του Υποκειμένου: έχουμε όταν το υποκείμενο δευτερεύουσας πρότασης, συνήθως πλάγιας ερωτηματικής ή ειδικής λαμβάνεται εκ των προτέρων, στην προηγούμενη πρόταση ως αντικείμενο, αιτιατική της αναφοράς ή ως προσδιορισμός.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Ο
σθα Εθδημον πόσους δόντας χει; (υποκείμενο της πλάγιας είναι ο Εθδημος που στην κύρια είναι αντικείμενο).
5.        Το υποκείμενο παραλείπεται:
α) με τα λεκτικά: λ
γουσι / φασί. Στην περίπτωση αυτή νοούνται ως υποκείμενα τα τινές ή οι νθρωποι.
β) ΄Οταν είναι αόριστο ή όπως στις φράσεις: καλ
ς χει, οτως χει, όταν νοούνται τα: τοτο, τ πργμα, τ ργον.
γ) ΄Οταν το ρήμα υπαινίσσεται το υποκείμενο του π.χ. στο κηρ
ττει —> νοείται ως υποκείμενο κρυξ.
δ) ΄Οταν προσδιορίζει χρόνο ημερονυχτίου υποκείμενο είναι "
μρα" όπως στις φράσεις: ψέ ν (= ήταν αργά) / ν μφ πλθουσαν γορν (= ήταν η ώρα που η αγορά ήταν γεμάτη) / ν μφ τν τελευταίαν φυλακήν (= ήταν η ώρα της τελευταίας βάρδιας). Τα: ψ / μφ πλθουσαν γορν / μφ τν τελευταίαν φυλακήν είναι Κατηγορούμενα.
ε) ΄Οταν μπορεί εύκολα να νοηθεί απο τα συμφραζόμενα —>
᾿Εβολοντο κλιπεν τν πόλιν (Υποκείμενο: οτοι).

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΡΟΣΩΠΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΚΦΡΑΣΕΩΝ

Το υποκείμενο των απρόσωπων ρημάτων και εκφράσεων είναι απαρέμφατο (π.χ. Χαλεπ
ν στι πατρ κα μητρ στερηθναι.) ή δευτερεύουσα πρόταση, ειδική / πλάγια / ενδοιαστική: (π.χ. Φβος στι μ ο πολμιοι πωσιν.)

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟΥ
1. Τίθεται σε Ονομαστική, όταν είναι το ίδιο με το υποκείμενο του ρήματος, όταν δηλαδή έχουμε Ταυτοπροσωπία π.χ. Ο Ξενοφν οκ δνατο καθεδειν.
2. Τίθεται σε Αιτιατική, όταν είναι διαφορετικό απο το υποκείμενο του ρήματος, όταν δηλαδή χουμε Ετεροπροσωπία π.χ. ᾿Αριαος λεγε πολλος εναι Πρσας αυτο βελτους.
(υποκείμενο του "ε
ναι" —> η αιτιατική "Πρσας").

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΜΕΤΟΧΗΣ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
1. Η μετοχή συμφωνεί με το υποκείμενο της σε γένος, αριθμό και πτώση.
Θηραμνης ναστς λεξε τοιδε.
2. Tο υποκείμενο της επιθετικής μετοχής είναι το άρθρο της.
Κρος κλεσε τος πολιορκοντας τν Μλητον.
3. Το υποκείμενο της κατηγορηματικής μετοχής σε πλάγια πτώση είναι αντικείμενο του ρηματικού τύπου απο το οποίο αυτή εξαρτάται.
Ο Ελληνες ἑώρων τος Πρσας ες τν ᾿Αττικν εσιντας.
4. ΄Οταν το υποκείμενο της μετοχής συμβαίνει να είναι και υποκείμενο, αντικείμενο του ρήματος ή γενικά όρος της πρότασης, τότε η μετοχή συνάπτεται με το ρήμα, γι᾿ αυτό λέγεται Συνημμένη.
Δκαια δρσας ξεις συμμχους τος θεος.

Σπαρτι
ται στρατευμενοι θυον.
5. ΄Οταν όμως το υποκείμενο της δεν είναι όρος της πρότασης, τότε λέγεται Απόλυτη. Η πτώση της απόλυτης μετοχής είναι: α) Γενική (για τα προσωπικά ρήματα), β) Αιτιατική (για τα απρόσωπα ρήματα και τις απρόσωπες εκφράσεις).
Αρτι τς μάχης γεγενημένης βοηθοσιν λλοι πελτασταί.

᾿Εξν μν ζν μ καλς, καλς αρούμεθα μλλον τελευτν.


ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ / ΔΙΠΤΩΤΑ ΡΗΜΑΤΑ
Ορισμός
Αντικείμενο του ρήματος λέγεται η πλάγια πτώση η οποία δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο μεταβαίνει ή αναφέρεται η ενέργεια του ρήματος.
Τα ρήματα τα οποία δέχονται αντικείμενο λέγονται μεταβατικά.
Το αντικείμενο του ρήματος είναι κανονικά όνομα ουσιαστικό, αλλά και οτιδήποτε ισοδυναμεί με ουσιαστικό, όπως αντωνυμία, αριθμητικό, ουσιαστικοποιημένο επίθετο και μετοχή, απαρέμφατο, καθώς και δευτερεύουσα ονοματική προτάση.

π.χ. Ο
θηναοι φρούρουν τ τείχη. (ουσιαστικό)
Ε
μενς δέξατο μς. (αντωνυμία)
Φοβε
ται μ τ σχατα πάθ. (δευτερεύουσα ονοματική ενδοιαστική πρόταση)

Τα μεταβατικά ρήματα, ανάλογα με τον αριθμό των αντικειμένων τους, διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
α) μονόπτωτα,
που η σημασία τους συμπληρώνεται με ένα αντικείμενο σε μία από τις τρεις πλάγιες πτώσεις: γενική, δοτική ή αιτιατική.

π.χ. Το
ς θεούς φοβο.
(= Τους θεούς να φοβάσαι)

β) δίπτωτα,
που η σημασία τους συμπληρώνεται με δύο αντικείμενα σε πλάγιες πτώσεις: δύο αιτιατικές, αιτιατική και γενική, αιτιατική και δοτική, γενική και δοτική. Τα δύο αντικείμενα των δίπτωτων ρημάτων διακρίνονται σε άμεσο και έμμεσο:
άμεσο είναι το αντικείμενο σε αιτιατική,
έμμεσο είναι το αντικείμενο που βρίσκεται σε γενική ή δοτική.

π.χ. Κ
ρος δίδωδιν ατ μισθόν.
(= Ο Κύρος δίνει σε αυτόν μισθό)



Παρατηρήσεις:
1.        Οι δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις και το απαρέμφατο ως αντικείμενο του ρήματος ισοδυναμούν με αιτιατική πτώση.
2.                                  Όταν όμως και τα δύο αντικείμενα είναι σε αιτιατική, τότε άμεσο είναι αυτό που δηλώνει πρόσωπο.
Στην περίπτωση δύο αντικειμένων σε γενική και δοτική, άμεσο είναι το αντικείμενο σε γενική και έμμεσο το αντικείμενο που βρίσκεται σε δοτική.


Έτσι προκύπτει:



ΜΟΝΟΠΤΩΤΑ ΡΗΜΑΤΑ

Τα μονόπτωτα ρήματα συντάσσονται με αντικείμενο σε γενική, δοτική και αιτιατική. Πιο συγκεκριμένα:
Με γενική:
π.χ. Θεοί νθρώπων πιμελονται.
(= Οι θεοί φροντίζουν τους ανθρώπους)

Με αντικείμενο σε πτώση γενική συντάσσονται τα ρήματα που δηλώνουν:

Μνήμη και λήθη: μέμνημαι (= θυμάμαι),
πιλανθάνομαι (= λησμονώ), μνημον (= λησμονώ)

Φροντίδα, επιμέλεια, φειδώ και τα αντίθετα: φροντίζω,
πιμελομαι (= φροντίζω), κήδομαι (= φροντίζω), προνο (= προβλέπω, φροντίζω), μελ (= παραμελώ), φείδομαι (= λυπάμαι), φειδ (= σπαταλώ), λιγωρ (= παραμελώ), μέλει τινί (= φροντίζω)

Επιτυχία, αποτυχία, απόπειρα, δοκιμή, απόκτηση: τυγχάνω (= πετυχαίνω),
πιτυγχάνω (= πετυχαίνω, συναντώ), στοχάζομαι (= αποβλέπω, επιδιώκω), ξικνομαι (= αρκώ, φθάνω σε...), πειρ (= δοκιμάζω, επιχειρώ, εφορμώ), πειρμαι (= δοκιμάζω, προσπαθώ, επιτίθεμαι), ποτυγχάνω, ψεύδομαι, σφάλλω, μαρτάνω, πιλαμβάνομαι (= επιχειρώ, επιτίθεμαι, προσβάλλω, κρατιέμαι απο κάπου, συλλαμβάνω, επιλαμβάνομαι)

Εξουσία:
ρχω (= κάνω αρχή, αρχίζω, οδηγώ, κυβερνώ,διοικώ, είμαι άρχων, κυριαρχώ), κρατ (= γίνομαι κύριος, κυριεύω, επικρατώ), γομαι (= προηγούμαι, οδηγώ, είμαι αρχηγός, πορεύομαι, κατευθύνομαι, βαδίζω, κυριαρχώ, θεωρώ, νομίζω, πιστεύω), ναυαρχ (= είμαι ναύαρχος), δεσπόζω (= κυριαρχώ), τυρανν (= είμαι τύραννος, άρχων), βασιλεύω, γεμονεύω (= είμαι ηγεμόνας, οδηγώ, κυβερνώ, είμαι αρχηγός), προσταμαι (= είμαι επικεφαλής, είμαι αρχηγός), στρατηγ (= είμαι στρατηγός, αναμβάνω την αρχηγία της εκστρατείας)

Σύγκριση, διαφορά, υπεροχή: πλεονεκτ
, μειονεκτ, περτερ, στερ, περέχω (= εξέχω, υπερισχύω, υπερβαίνω, διαβαίνω, υπερφαλαγγίζω), προέχω (= προεξέχω, υπερέχω), στερίζω (= καθυστερώ, στερούμαι, μένω πίσω, έρχομαι έπειτα απ’ αυτό), ττμαι (= είμαι κατώτερος, ασθενέστερος, νικιέμαι, υστερώ, υποχωρώ), πολείπομαι (= μένω πίσω, υστερώ, απομένω), περιγίγνομαι (= υπερέχω,νικώ, επικρατώ, επιζώ), περίειμι (= σώζομαι, γλυτώνω, υπολείπομαι, γίνομαι κύριος), διαφέρω, προτιμ (= τιμώ ή εκτιμώ περισσότερο, θεωρώ μεγαλύτερης αξίας)

Απόλαυση, αφθονία, έλλειψη, απαλλαγή, χωρισμό ή απομάκρυνση:
πολαύω (= καρπούμαι, απολαμβάνω), γέμω (= είμαι γεμάτος), επορ (= έχω αφθονία ενός πράγματος, προμηθεύομαι, βρίσκω τρόπο), δέω (= έχω ανάγκη, στερούμαι), δέομαι (= έχω ανάγκη, παρακαλώ), παλλάττομαι (= αποχωρώ, αναχωρώ, διαφεύγω, απομακρύνομαι), χωρίζομαι, πορ (= ρέω έξω από..., αφανίζομαι), πέχω, πέχομαι, διέχω (= απέχω, αποχωρίζομαι)

Επαφή:
πτομαι (= πιάνω, αγγίζω, εξετάζω, επιχειρώ, ασχολούμαι), λαμβάνομαι (= συλλαμβάνομαι, καταφεύγω, φθάνω), χομαι (= κατέχομαι, κρατούμαι, αιχμαλωτίζομαι, αφοσιώνομαι, είμαι πλησίον, προσκολλώμαι, συνέχομαι), ψαύω (= εγγίζω), θιγγάνω (= εγγίζω), συλλαμβάνομαι, ντιλαμβάνομαι κ.ά.

Συμμετοχή, μετάδοση, κοινωνία, διεκδίκηση, σφετερισμό: μετέχω, μεταλαγχάνω (= μετέχω σε κλήρο), μεταλαμβάνω (= λαμβάνω ένα μέρος απο κάτι), κοινων
(= συμμετέχω, κάνω κάτι απο κοινού,συνφωνώ), συμμετέχω, μέτεστί τινι (= κάποιος μετέχει σε κάτι)

Αίσθηση ή αντίληψη:
κούω, κρομαι (= ακούω,υπακούω), ασθάνομαι, πυνθάνομαι (= ζητώ να μάθω, ρωτώ, πληροφορούμαι, ακούω), σφραίνομαι (= μυρίζομαι), ζω (= μυρίζω), συνίημι (= στέλνω μαζί, καταλαβαίνω, ακούω), ποδέχομαι

Εφετικά:
φίεμαι (= επιθυμώ, δίνω εντολές), πιθυμ, ρέγομαι (= επιθυμώ), διψ, πειν, ρ (= λέω)

Έναρξη ή λήξη:
ρχω (= κάνω αρχή, αρχίζω, οδηγώ, κυβερνώ, διοικώ, είμαι άρχων, κυριαρχώ), ρχομαι (= αρχίζω, εξουσιάζομαι), λήγω, παύομαι (= εγκαταλείπω), πέχω

Σύνθετα με τις προθέσεις
πό, κ, κατά, πρό, πέρ

Με δοτική:
π.χ. Λυσιτελε μν δικαιοσύνη.
(= Η δικαιοσύνη συμφέρει εμάς)

Με αντικείμενο σε πτώση δοτική συντάσσονται τα ρήματα που δηλώνουν:

Πρέπει, ταιριάζει: πρέπει,
ρμόττει (= αρμόζει, συναρμόζει, είναι αρμοστής), προσήκει (= αρμόζει)

Φιλική ή εχθρική διάθεση: ε
νο (= είμαι ευνοικός), χαρίζομαι (= κάνω χάρη, δείχνω εύνοια, υποχωρώ, χαρίζω, γίνομαι ευχάριστος, αρεστός), ρέσκω (= είμαι αρεστός, συμμορφώνομαι προς κάτι, ικανοποιώ κάποιον ή τον ευχαριστώ), βοηθ, ρήγω (= βοηθώ, υπερασπίζω), πικουρ (= βοηθώ, υπηρετώ ως μισθοφόρος, παρέχω ανακούφιση), μύνω (= βοηθώ, αποκρούω, αγωνίζομαι για κάποιον), λυσιτελ (= ωφελώ), συναγωνίζομαι, φθον (= αρνούμαι, φθονώ), πιβουλεύω (= σχεδιάζω κακό), μάχομαι, πολεμ, διαφέρομαι, χαλεπαίνω (= αγανακτώ,οργίζομαι), ναντιομαι (= εναντιώνομαι, αντιδρώ, αντιλέγω, διαφέρω), ργίζομαι, πιτιμ (= κατακρίνω), γκαλ (= κατηγορώ), μέμφομαι (= κατηγορώ, κατακρίνω, παραπονιέμαι για κάτι)

Ευπείθεια, υποταγή, ακολουθία, διαδοχή, προσέγγιση, συμμαχία, συμφιλίωση, επικοινωνία: πείθομαι, πιστεύω, πέποιθα, θαρρ
(= παίρνω θάρρος, είμαι τολμηρός, έχω σε κάποιον εμπιστοσύνη), πειθ (= δεν υπακούω), δουλεύω, πακούω, πηρετ, πουργ (= προσφέρω, εξυπηρετώ, βοηθώ), πομαι (= ακολουθώ, καταδιώκω, συμμορφώνομαι), κολουθ, πελάζω(= πλησιάζω), μιλ, χρμαι (= χρησιμοποιώ), εκω (= υποχωρώ, υποτάσσομαι), πείκω (= υποχωρώ, διαφεύγω, υπακούω, αποσύρομαι), διάκειμαι (= είμαι διατεθειμένος)

Ομοιότητα, ισότητα, ταυτότητα, συμφωνία και τα αντίθετα:
σομαι, μοιάζω, οικα (= μοιάζω, φαίνομαι), μοιομαι, συμφων, μολογ

Σύνθετα με τις προθέσεις
ν, σύν, πό, πί, παρά, περί, πρς και το επίρρημα μο: μμένω (= μένω σταθερός σε κάτι), συνοικ (= συγκατοικώ), πόκειμαι (= υποκάτω κείμαι, υποτάσσομαι, λαμβάνομαι ως βάση, κείμαι ως ενέχειρο), πιτίθεμαι, παραγίγνομαι (= παρευρίσκομαι, φθάνω, έρχομαι, υπάρχω), περιπίπτω (= συνανατιέμαι, συγκρούομαι, συμβαίνω, μεταβάλλομαι), προσφέρομαι, μολογ, μονο (= συμφωνώ, ζώ με ομόνοια)

Με αιτιατική:
π.χ. Ξενοφν ποίησε βωμόν.
(= Ο Ξενοφώντας έφτιαξε βωμό)

Η αιτιατική είναι η βασική πτώση στην οποία τίθεται το αντικείμενο του ρήματος.

Με αιτιατική συντάσσονται ρήματα που δηλώνουν:

α) ενέργεια που επιδρά πάνω σε πρόσωπο ή πράγμα, το οποίο υφίσταται ανεξάρτητα από την ενέργεια του ρήματος και μεταβάλλει την κατάστασή του. Το αντικείμενο τότε λέγεται εξωτερικό αντικείμενο.

π.χ.
βασιλες πεμψε κήρυκας.
(= Ο βασιλιάς έστειλε κήρυκες)

β) η δημιουργία ενός πράγματος, το οποίο είναι αποτέλεσμα της ρηματικής ενέργειας και δεν υπήρχε πριν από αυτήν. Το αντικείμενο τότε λέγεται εσωτερικό αντικείμενο.

π.χ. Ο
τος γράφει πιστολήν.
(= Αυτός γράφει επιστολή)

ΔΙΠΤΩΤΑ ΡΗΜΑΤΑ

Τα δίπτωτα ρήματα συντάσσονται με δύο αντικείμενα τα οποία βρίσκονται σε πλάγιες πτώσεις. Πιο συγκεκριμένα συντάσσονται:
Με δυο αιτιατικές:
π.χ. Ο τοτρωτ σε.
(= Δε σε ρωτώ αυτό)

Τα ρήματα: α
τ (= ζητώ, παρακαλώ, απαιτώ, επαιτώ), ρωτ, εσπράττω, ποκρύπτω, ποστερ (= αρπάζω, αφαιρώ, αποστερώ), φαιρ

Τα ρήματα: διδάσκω,
ναμιμνσκω (= υπενθυμίζω)

Τα ρήματα:
νδύω (= ντύνω), κδύω (= γδύνω).

Με αιτιατική και γενική:
π.χ. πολύω μς τς ατίας.
(= Απαλλάσσω εσάς από την κατηγορία)

Ρήματα που σημαίνουν:

Πλήρωση και κένωση: πληρ
(= γεμίζω, εκπληρώνω), γεμίζω, στι (= παραθέτω γεύμα), κεν (= αδειάζω), εωχ (= παραθέτω πλούσιο γεύμα, φιλοξενώ)

Τα ρήματα με τη σημασία των:
κούω, μανθάνω (= μαθαίνω), πυνθάνομαι (= πληροφορούμαι)

Τα ρήματα με τη σημασία των: λαμβάνω,
γω (= οδηγώ), κωλύω (= εμποδίζω), ποστερ (= αρπάζω, αφαιρώ), εργω (= εμποδίζω), πολύω, παύω

Ρήματα που υποδηλώνουν αξία ή τίμημα: πωλ
, νομαι (= αγοράζω), τιμ

Ρήματα ψυχικού πάθους, όπου η γενική δείχνει την αιτία: θαυμάζω, μακαρίζω (= καλοτυχίζω),
ργίζομαι

Ρήματα σύνθετα με τις προθέσεις
πό, κ, πρό

Ρήματα σύνθετα με την πρόθεση κατ
και δικαστική σημασία: καταγιγνώσκω (= κατηγορώ, καταδικάζω), καταψηφίζομαι (= ψηφίζω εναντίον, καταδικάζω), κατηγορ, καταβο (= φωνάζω δυνατά), καταψεύδομαι (= υποκρίνομαι, προσποιούμαι)

Με αιτιατική και δοτική:
π.χ. Πσαν μν τν λήθειαν ρ.
(= Θα πω σε εσάς όλη την αλήθεια)

Ρήματα με τη σημασία των: λέγω,
πισχνομαι (= υπόσχομαι), προστάττω, δείκνυμι (= δείχνω, αποδεικνύω), δίδωμι (= επιτρέπω, προσφέρω), φέρω (= προσφέρω), προσάγω (= οδηγώ, προσκομίζω, παραθέτω, προσθέτω, φέρνω πλησίον), προσαρμόττω, ντιτάττω

Ρήματα που σημαίνουν εξίσωση, εξομοίωση, μείξη, συμφιλίωση: κεράννυμι (= ανακατεύω, συνδυάζω), μείγνυμι (= αναμειγνύω),
μοι (= μοιράζω), συναλλάττω

Σύνθετα με τις προθέσεις
ν, σύν, πρός, παρά

Με γενική και δοτική:
π.χ. Μή μοι φθονήσς το μαθήματος.
(= Μη μου αρνηθείς από φθόνο το μάθημα)

Ρήματα που σημαίνουν:

Μετοχή: μετέχω, κοινων
(= συμμετέχω, κάνω κάτι απο κοινού), μεταδίδωμι (= δίνω μερίδιο σε κάποιον από κάτι), παραχωρ, ντιποιομαι (= διεκδικώ κάτι από κάποιον)

Τα δικαστικά ρήματα τιμ
(= ορίζω ως δικαστής για κάποιον κάποια ποινή) και τιμμαι (= ορίζω ως δικαστής για κάποιον κάποια ποινή).

ΣΥΣΤΟΙΧΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

Σύστοιχο αντικείμενο λέγεται το αντικείμενο το οποίο παράγεται από την ίδια ρίζα με το ρήμα με το οποίο συντάσσεται ή από την ρίζα άλλου συνώνυμου ρήματος. Αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση του εσωτερικού αντικειμένου, το οποίο δηλώνει το ίδιο το περιεχόμενο της ρηματικής ενέργειας.

Με σύστοιχο αντικείμενο μπορεί να συντάσσεται οποιοδήποτε ρήμα, σε οποιαδήποτε διάθεση κι αν βρίσκεται. Συχνά το σύστοιχο αντικείμενο προσδιορίζεται από επιθετικό προσδιορισμό που εξειδικεύει τη σημασία του.

π.χ.
λεξε τούτους τος λόγους.
(= Είπε αυτά τα λόγια)
Παρατηρήσεις:
Παράλειψη του σύστοιχου αντικειμένου
1.        Το σύστοιχο αντικείμενο, επειδή δεν είναι αναγκαίο συμπλήρωμα του ρήματος, πολύ συχνά παραλείπεται και παραμένει μόνο ο επιθετικός προσδιορισμός, ο οποίος τίθεται σε ουδέτερο γένος, σπανιότερα ενικού και συνηθέστερα πληθυντικού αριθμού και δηλώνει ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό του αντικειμένου.

π.χ. Πολλ
ψεύδονται ο οιδοί.
(= Οι ποιητές λένε πολλά ψέματα)
2.        Το σύστοιχο αντικείμενο παραλείπεται επίσης και όταν συνοδεύεται από ετερόπτωτο προσδιορισμό. Έτσι τίθεται στη θέση του αντικειμένου και σε πτώση αιτιατική ο ονοματικός ετερόπτωτος προσδιορισμός, συνήθως γενικής πτώσης, και λέγεται ιδιάζον ή ιδιόμορφο σύστοιχο αντικείμενο.

π.χ.
γωνίζομαι δρόμον = γωνίζομαι γνα δρόμου,
νικ
ναυμαχίαν = νικ νίκην ναυμαχίας.

Με αυτόν τον τρόπο προέκυψαν μια σειρά από ιδιωματισμούς της αρχαίας ελληνικής, κυρίως δικανικές περιφράσεις, όπως:
o    γωνίζομαι δρόμον, πάλην (= γωνίζομαι αγώνα δρόμου, αγώνα πάλης)
o    νικ μάχην, ναυμαχίαν, δρόμον, λύμπια, Πύθια (= κερδίζω τη μάχη, ναυμαχία, αγώνα δρόμου, τα Ολύμπια, τα Πύθια)
o    δίκην διώκω (= είμαι ο κατήγορος σε δίκη)
o    φεύγω δίκην (= είμαι ο κατηγορούμενος σε δίκη)
o    δικάζω δίκην (= δικάζω)
o    δικάζομαι δίκην (= καταφεύγω στο δικαστήριο)
o    νικ δίκην (= κερδίζω τη δίκη)
o    φλισκάνω δίκην (= χάνω τη δίκη)
o    φλισκάνω ασχύνην, γέλωτα, μωρίαν (= δημιουργώ την εντύπωση οτι είμαι αισχρός , γελοίος, μωρός)
o    στι γάμους (= κάνω γαμήλιο συμπόσιο)
o    ποκρίνομαι τ ρωτώμενον (= δίνω απάντηση σ αυτό που έχω ερωτηθεί)

3.        Πολλά μεταβατικά ρήματα εκτός από το βασικό αντικείμενό τους σε αιτιατική παίρνουν και δεύτερο σύστοιχο αντικείμενο. Τέτοια ρήματα είναι πολύ συχνά τα: δρ, ποι, ργάζομαι, γορεύω, λέγω.

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ

Κατηγορούμενο λέγεται το ουσιαστικό ή το επίθετο που προσδίδει μια ιδιότητα στο υποκείμενο ή το αντικείμενο δια μέσου του ρήματος.
Ως κατηγορούμενο μπορεί μα τεθεί επίσης οποιοσδήποτε ονοματικός τύπος, δηλαδή αντωνυμίες, αριθμητικά, ουσιαστικοποιημένα επίθετα και μετοχές, απαρέμφατο, καθώς και δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις.
π.χ.
πόλις φρούριον κατέστη. (ουσιαστικό)
Τ
λέγειν πράττειν στίν. (απαρέμφατο)
Σε αρκετές περιπτώσεις όμως, όταν το υποκείμενο είναι μια αφηρημένη ή γενική έννοια, το κατηγορούμενο βρίσκεται σε ουδέτερο γένος ενικού αριθμού, ανεξάρτητα από το γένος του υποκειμένου.
π.χ.
μν φσις στν τακτον.
(= Η φύση είναι κάτι το απείθαρχο)
Το κατηγορούμενο συμφωνεί πάντα σε γένος, αριθμό και πτώση με τον όρο στον οποίο αναφέρεται δηλαδή με το υποκείμενο ή το αντικείμενο.
Τα ρήματα τα οποία συντάσσονται με κατηγορούμενο στο υποκείμενό τους λέγονται συνδετικά και είναι τα:
α) το ρήμα εμί και τα συνώνυμά του:
γίγνομαι, καθίσταμαι (= γίνομαι), πάρχω,
τυγχάνω (= τυχαίνει να είμαι), διατελώ (= είμαι συνεχώς),
φυν (= γεννήθηκα), πέφυκα (= είμαι από τη φύση μου),
ποβαίνω (= φαίνομαι), κβαίνω (= γίνομαι)

β) τα προχειριστικά ρήματα , δηλαδή όσα σημαίνουν εκλογή:
αρομαι (= εκλέγω, εκλέγομαι), χειροτον (= εκλέγω με ανάταση του χεριού), χειροτονομαι,
λαγχάνω (= τυχαίνω), ποδείκνυμι (= διορίζω, καθιστώ), ποδείκνυμαι

γ) τα κλητικά ρήματα:
καλομαι, λέγομαι, νομάζομαι, προσαγορεύομαι

ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΟ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ

Επιρρηματικό κατηγορούμενο
Επιρρηματικό κατηγορούμενο λέγεται το κατηγορούμενο που συντάσσεται συνήθως με ρήματα κίνησης. Είναι επίθετο το οποίο όμως έχει επιρρηματική σχέση με το ρήμα και γι αυτό μεταφράζεται με επίρρημα ή με εμπρόθετο προσδιορισμό.
π.χ. Πάρειμι δ’
κων.
(= Παραβρίσκομαι χωρίς τη θέλησή μου)
Το επιρρηματικό κατηγορούμενο δηλώνει:
Σειρά: συνήθως τα επίθετα:
σχατος (= τελευταίος)
πρότερος
πρ
τος
τελευτα
ος
στατος (= τελευταίος)
στερος
Σκοπό: συνήθως τα επίθετα:
βοηθός (= για βοήθεια)
σύμμαχος
Τρόπο: συνήθως τα επίθετα:
κων(= χωρίς τη θελησή του)
κών (= με τη θελησή του)
θρόος (= σύσσωμος)
σμενος (= με ευχαρίστηση)
κριτος (= αδίκαστος)
ντίος, ναντίος (= αντιμέτωπος)
πρακτος (= χωρίς αποτέλεσμα)
α
τοκράτωρ (= με πλήρη εξουσία)
πόσπονδος (= με ένορκη συμφωνία)
Τόπο: συνήθως τα επίθετα:
μέσος (= στο κέντρο)
μετέωρος (= στον αέρα)
πελάγιος (= στο ανοιχτό πέλαγος)
παίθριος (= στο ύπαιθρο)
Χρόνο: συνήθως τα επίθετα:
Τριτα
ος (= για τρεις μέρες)
βδομαος (= την έβδομη μέρα)
σπέριος (= το βράδυ)
σκοτα
ος (= όταν έπεσε το σκοτάδι)
ρθριος (= τα ξημερώματα)

ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ

Προληπτικό κατηγορούμενο
Προληπτικό κατηγορούμενο λέγεται το κατηγορούμενο το οποίο συντάσσεται με ρήματα αύξησης ή εξέλιξης, όπως τα ρήματα αξομαι, αξάνομαι, αρομαι (= υψώνομαι), τρέφομαι, πνέω, έω κ.ά. και δηλώνει εκ των προτέρων την ιδιότητα του υποκειμένου ή του αντικειμένου (πριν ολοκληρωθεί δηλαδή η ενέργεια που δηλώνει το ρήμα). Λέγεται λοιπόν προληπτικό κατηγορούμενο του αποτελέσματος διότι το υποκείμενο προσλαμβάνει ένα γνώρισμα το οποίο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα του ρήματος. Μεταφράζεται: με αποτέλεσμα να, ώστε να.., με την προϋπόθεση να..
π.χ. Η
ξητο τ νομα ατο μέγα.
(= Αναπτυσσόταν η φήμη του ώστε να γίνει μεγάλη)

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ

Κατηγορούμενο του αντικειμένου
Υπάρχει μια κατηγορία ρημάτων τα οποία συντάσσονται με δύο αιτιατικές. Από αυτές η μια αιτιατική λειτουργεί ως αντικείμενο του ρήματος. Η δεύτερη όμως αιτιατική είναι κατηγορούμενο της πρώτης και λέγεται κατηγορούμενο του αντικειμένου.
π.χ.
πόλις γησίλαον ελοντο βασιλέα.
(= Η πόλη τον Αγησίλαο εξέλεξε βασιλιά)
Τέτοια ρήματα είναι:
α) τα δοξαστικά ρήματα: νομίζω,
γομαι (= νομίζω), κρίνω, πολαμβάνω, φαίνομαι, δοκ
β) τα κλητικά ρήματα: καλ
, λέγω, νομάζω, προσαγορεύω (= ονομάζω)
Παρατήρηση:
Το κατηγορούμενο στο αντικείμενο μπορεί να είναι και προληπτικό.


ΑΠΡΟΣΩΠΑ ΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΡΟΣΩΠΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ
Ορισμός
Απρόσωπα ή τριτοπρόσωπα λέγονται τα ρήματα που βρίσκονται σε γ΄ ενικό πρόσωπο και δεν έχουν ως υποκείμενο ένα πρόσωπο ή πράγμα.

ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΑΠΡΟΣΩΠΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΡΟΣΩΠΩΝ ΕΚΦΡΑΣΕΩΝ
Αποκλειστικώς απρόσωπα ρήματα είναι μόνο το χρ (= πρέπει, είναι ανάγκη) και το ξεστι (= είναι δυνατό, επιτρέπεται).

Τα υπόλοιπα προέρχονται από προσωπικά ρήματα:
α) ενεργητικά, όπως:
  • δοκε (= φαίνεται, νομίζεται, θεωρείται)
  • δε, πρπει, προσκει (= πρέπει, επιβάλλεται, αρμόζει)
  • νεστι, πρεστι, στιν (= είναι δυνατό)
  • μλλει (= πρόκειται)
  • σημανει (= δίνεται σημείο)
  • μλει τιν (= ενδιαφέρει κάποιον)
  • δηλο (= είναι φανερό)
  • φιλε (= συνηθίζεται)
  • διαφρει (= υπάρχει διαφορά)
  • παρχει (= παρουσιάζεται ευκαιρία)
  • οικε (= φαίνεται)
  • προχωρε (= πάει καλά)
  • λυσιτελε, συμφέρει (= συμφέρει)
  • γχωρε (= είναι δυνατό, επιτρέπεται)
  • ρκε (= είναι αρκετό)

β) παθητικά, όπως:
  • λγεται, γγλλεται, θρυλεται, δεται, (= λέγεται, διαδίδεται)
  • μολογεται (= αναγνωρίζεται)
  • νομζεται (= θεωρείται)
  • πέρχετα τινι, παρίστατα τινι (= έρχεται στο νου κάποιου)
  • εμαρται (= είναι πεπρωμένο, είναι ορισμένο από τη μοίρα)
  • μαρτνεται (= γίνεται σφάλμα)
  • εκζεται (= συμπεραίνεται)
  • ρισται (= είναι καθορισμένο)
  • νδχεται, γγγνεται (= είναι ενδεχόμενο)
  • προβεβολευται (= έχει βγει προκαταρτική απόφαση)
  • γγγνεται (= επιτρέπεται)


Οι απρόσωπες εκφράσεις σχηματίζονται:
α) από ουδέτερο επιθέτου και το ρήμα στ:
  • ῥᾴδιν στι (= είναι εύκολο)
  • οἷόν τ΄στι (= είναι δυνατό)
  • δλν στι (= είναι φανερό)
  • δεινν στι (= είναι φοβερό)
  • προσκν στι (= είναι πρέπον)
  • χαλεπν στι (= είναι δύσκολο)
  • γαθν στι (= είναι καλό)
  • πλημμελς στι (= είναι ανάρμοστο)

β) από ουδέτερο μετοχής και το ρήμα στ:
  • εκς στι (= είναι φυσικό)
  • χρεν στ (= είναι αναγκαίο)
  • προσκν στι (= αρμόζει)
  • δεδογμένν στι (= έχει αποφασιστεί)
  • καθεστηκός στι (= είναι καθορισμένο)
  • δυνατόν στι (= είναι δυνατό)

γ) από αφηρημένο ουσιαστικό και το ρήμα στί:
  • νγκη στ (= είναι ανάγκη)
  • ρα στ (= είναι ευκαιρία)
  • κμ στι (= είναι η πιο κατάλληλη στιγμή)
  • σχολ στι (= υπάρχει διαθέσιμος χρόνος)
  • θμις στ (= υπάρχει νόμος / συνήθεια)
  • ργον στ (= είναι επίπονο / δύσκολο)
  • ργον στ τινος (= είναι καθήκον κάποιου)
  • κνδυνς στι (= υπάρχει κίνδυνος)
  • λγος στ (= λέγεται)
  • θος στ (= συνηθίζεται)

δ) από (τροπικό) επίρρημα και το ρήμα χει:
  • ῥᾳδως χει (= είναι εύκολο)
  • ναγκαως χει (= είναι αναγκαίο)
  • ε χει (= είναι καλό)
  • ρκοντως χει (= είναι αρκετό)
  • προσηκντως χει (= είναι πρέπον)
  • ασχρς χει (= είναι ντροπή)
  • καλς χει (= είναι καλό)
  • κακς χει (= είναι κακό)

ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΩΝ ΑΠΡΟΣΩΠΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΡΟΣΩΠΩΝ ΕΚΦΡΑΣΕΩΝ

Τα απρόσωπα ρήματα και οι απρόσωπες εκφράσεις δέχονται ως υποκείμενο:
α) άναρθρο απαρέμφατο, τελικό ή ειδικό:
π.χ. Τος νμους δε τηρεν τος δικζοντας

(= Oι δικαστές πρέπει να τηρούν τους νόμους)

β) δευτερεύουσα ονοματική πρόταση, ειδική, ενδοιαστική ή πλάγια ερωτηματική:
π.χ. γγλθη τι ττημνοι εεν Λακεδαιμνιοι

(= Aνακοινώθηκε ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν ηττηθεί)

γ) αφηρημένη σύστοιχη έννοια που ενυπάρχει στο απρόσωπο ρήμα και προκύπτει αν αυτό αναλυθεί σε απρόσωπη έκφραση:
π.χ. πολεμεται = γγνεται πλεμος

παρεσκε
ασται = γεγνηται παρασκευ

Τυπικά τα ρήματα αυτά δεν έχουν υποκείμενο


Τέτοια ιδιόρρυθμα απρόσωπα ρήματα είναι συνήθως:
α) τα παθητικά απρόσωπα:
  • πολεμεται = πλεμος γγνεται
  • παρεσκεασταί τινι = παρασκευ γεγνηται
  • ηκται = εχ γεγνηται

β) τα ενεργητικά απρόσωπα:
  • μλει τινι τινς = μέλησς στί τιν τινς (= φροντίζει κάποιος για κάτι)
  • μεταμλει τινι τινς = μεταμλεια στ τινι τινς (= μετανοεί κάποιος για κάτι)
  • μτεστ τινι τινς = μετουσία στ τινι τινς (= διεκδικεί κάτι, μετέχει κάποιος σε κάτι)
  • δε μοι τινς = νδεια στ τινι τινς (= χρειάζεται κάποιος κάτι)

Σημείωση:
Σε αυτές τις περιπτώσεις το «τιν
ς» είναι αντικείμενο και σπανίως τίθεται σε αιτιατική.
Η γενική όμως που συνοδεύει το ρήμα «μεταμέλει» θεωρείται γενική της αιτίας.

γ) ρήματα που δείχνουν φυσικά ή καιρικά φαινόμενα:
  • ει = ετς γγνεται (= βρέχει)
  • νφει = ππτει χιν (= χιονίζει)
  • συννφει = νφος γγνεται (= συννεφιάζει)
  • συνεσκταζε = σκτος γγνετο (= σκοτείνιασε, έπεσε σκοτάδι)
  • κενου το μηνς σειε = σεισμς γνετο (= έγινε σεισμός)

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1. Οι απρόσωπες εκφράσεις «δ
λόν στι» και «φανερν στι» δεν δέχονται ποτέ ως υποκείμενο απαρέμφατο, αλλά ονοματική ειδική ή πλάγια ερωτηματική πρόταση:
π.χ. Δ
λον γνετο τος Θηβαοις τι μβαλοεν ο Λακεδαιμνιοι.
(= Έγινε φανερό στους Θηβαίους ότι θα εισβάλουν οι Λακεδαιμόνιοι)

2. Στην απρόσωπη σύνταξη έχουμε πάντοτε ετεροπροσωπία, εφόσον το υποκείμενο του ρήματος δεν γίνεται να συμπίπτει με το υποκείμενο του απαρεμφάτου

3. Το ρήμα «δε
» είναι προσωπικό όταν συντάσσεται με μία από τις γενικές: «μικρο, «πολλο», «λίγου», «τοσούτου», «νός», «δυον»

4. Στην απρόσωπη έκφραση «
ργον στ τινς»,το «ργον» συχνά παραλείπεται και η γενική «τινς» είναι κτητική:
π.χ.
ρχοντος (ργον) στ πιμελεσθαι τν ρχομνων
(= Είναι έργο του άρχοντα να φροντίζει το λαό)

5. Το ρήμα «δοκε
» όταν συντάσσεται με τελικό απαρέμφατο είναι απρόσωπο και μεταφράζεται: φαίνεται καλό να..
Όταν όμως συντάσσεται με ειδικό απαρέμφατο είναι συνήθως προσωπικό και μεταφράζεται: νομίζει κάποιος ότι..

6. Όταν στην πρόταση υπάρχει ονομαστική τότε η σύνταξη είναι προσωπική:
π.χ. Λ
γεται λκιβιδης εναι ν Λακεδαμονι.
(= Λένε ότι ο Αλκιβιάδης βρίσκεται στην Λακεδαίμονα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου