ΣΧΟΛΙΑ "ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΗ" ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ (



ΕΝΟΤΗΤΑ 1Η
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Στο πρώτο βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων» ο Αριστοτέλης ανέφερε ότι όλα στοχεύουν σ’ ένα αγαθό, σ’ έναν ύψιστο στόχο (τελεολογική αντίληψη). Ο ύψιστος στόχος του ανθρώπου είναι η ευδαιμονία, που, κατά την άποψη του Αριστοτέλη, όπως αναφέρεται και στην εισαγωγή του σχολικού εγχειριδίου, δεν είναι κατάσταση αλλά διαρκής ενέργεια της ψυχής του σύμφωνα με τους κανόνες της τέλειας αρετής. Για να μπορέσει όμως ο άνθρωπος να κατακτήσει το στόχο αυτό, πρέπει πρώτα να κατακτήσει τις ηθικές αρετές. Στο δεύτερο, λοιπόν, βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων», που περιέχει το σχολικό μας εγχειρίδιο, ο φιλόσοφος θα μας δείξει πώς μπορούμε να κατακτήσουμε τις ηθικές αρετές.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Αφού λοιπόν η αρετή είναι δύο ειδών, η μια διανοητική και η άλλη ηθική, από τη μια η διανοητική χρωστάει κατά κύριο λόγο και τη γένεση και την επαύξησή της στη διδασκαλία, γι’ αυτό ακριβώς χρειάζεται πείρα και χρόνο, από την άλλη η ηθική είναι αποτέλεσμα της συνήθειας, απ’ όπου έχει πάρει και το όνομα, το οποίο παρουσιάζει μικρή διαφορά από τη λέξη έθος. Από αυτό ακριβώς γίνεται φανερό ότι καμία από τις ηθικές αρετές δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως˙ πραγματικά, κανένα πράγμα που έχει από τη φύση μια ορισμένη ιδιότητα δεν μπορεί να αποκτήσει με εθισμό μια άλλη ιδιότητα, όπως για παράδειγμα η πέτρα, που από τη φύση της πηγαίνει προς τα κάτω, δε θα μπορούσε να συνηθίσει να πηγαίνει προς τα πάνω, ακόμα κι αν κάποιος προσπαθήσει να τη συνηθίσει (σ’ αυτό), ρίχνοντάς την προς τα πάνω χιλιάδες φορές, ούτε η φωτιά (θα μπορούσε να συνηθίσει να πηγαίνει) προς τα κάτω, ούτε τίποτα άλλο από τα πράγματα που από τη φύση τους γεννιούνται με μια συγκεκριμένη ιδιότητα θα μπορούσε να συνηθίσει σε κάτι διαφορετικό. Επομένως, ούτε εκ φύσεως αλλά ούτε και αντίθετα προς τη φύση μας υπάρχουν μέσα μας οι αρετές, αλλά έχουμε από τη φύση την ιδιότητα να τις δεχτούμε και να τελειοποιούμαστε με τον εθισμό.
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Ο Αριστοτέλης διακρίνει δύο είδη αρετής: τη διανοητική και την ηθική. Η διανοητική κατακτάται μέσω της διδασκαλίας, γι’ αυτό απαιτείται πείρα και χρόνος. Αντίθετα, η ηθική είναι αποτέλεσμα συνήθειας - εθισμού κι επομένως, δεν είναι κάτι που έχουμε μέσα μας εκ φύσεως. Για να ενισχύσει τη θέση του αυτή, θα χρησιμοποιήσει τα παραδείγματα της πέτρας και της φωτιάς: αυτά έχουν εκ φύσεως την ιδιότητα να ακολουθούν μια συγκεκριμένη πορεία, η οποία δεν μπορεί να μεταβληθεί, γιατί υπακούει σ’ ένα φυσικό νόμο. Έτσι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ηθικές αρετές δεν είναι έμφυτες στον άνθρωπο αλλά δεν είναι και άσχετες προς την ανθρώπινη φύση, γιατί ο άνθρωπος έχει από τη φύση την προδιάθεση να τις δεχτεί και να τελειοποιηθεί μέσω του εθισμού.
Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΡΕΤΩΝ ΣΕ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΗΘΙΚΕΣ

α. Οι διανοητικές αρετές
Οι διανοητικές αρετές (π.χ. σοφία, φρόνηση, σύνεση) σχετίζονται με τη λογική και ανήκουν, σύμφωνα με το χωρισμό του Αριστοτέλη, στο καθαρά λογικό μέρος της ψυχής, το «λόγον
χον» μέρος. Παράγοντες που συμβάλλουν στη γένεση και την επαύξησή τους είναι κατά κύριο λόγο η διδασκαλία, η οποία απαιτεί εμπειρία και χρόνο. Η φράση «τ πλεον» (= κατά κύριο λόγο) υποδηλώνει την ύπαρξη κι άλλων παραγόντων που δεν αναφέρονται στο κείμενο. Την κύρια, λοιπόν, ευθύνη για τη μετάδοσή τους (πέρα από άλλους παράγοντες και το ίδιο το άτομο) την έχει ο δάσκαλος.
Η τόσο σύντομη αναφορά στις διανοητικές αρετές οφείλεται στο ότι ο Αριστοτέλης θέλει απλώς να διακρίνει τα δύο είδη αρετής και να τονίσει τις διαφορές τους. Θα αναφερθεί διεξοδικά σ’ αυτές στο έκτο βιβλίο.
β. Οι ηθικές αρετές Οι ηθικές αρετές (π.χ. η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη, η ανδρεία) ανήκουν, σύμφωνα με το χωρισμό του Αριστοτέλη, στο «
πιθυμητικόν», στο μέρος δηλαδή της ψυχής που μετέχει και στο «λόγον χον» και στο «λογον» μέρος. Αυτές περιγράφουν το χαρακτήρα του ανθρώπου. Η κατάκτησή τους οφείλεται στον εθισμό («θος»), δηλαδή στη συνήθεια που δημιουργείται με την επανάληψη μιας ενέργειας. Μάλιστα ο Αριστοτέλης, για να στηρίξει αυτή του την άποψη, συνδέει ετυμολογικά τη λέξη «θικ», όρο τον οποίο δημιούργησε ο ίδιος, με τη λέξη «θος». Παρατηρούμε ότι συσχετίζει την πραγματική σημασία των λέξεων με τα πράγματα ή τις ιδιότητες που δηλώνουν, για να κατανοήσει και να επιβεβαιώσει τη μεταξύ τους σχέση. Έτσι, καταλήγει να μας πείσει ότι οι δύο λέξεις δε συνδέονται μόνο ετυμολογικά αλλά και σημασιολογικά. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι την ευθύνη για την κατάκτηση των ηθικών αρετών την έχει ο ίδιος ο άνθρωπος. Εξαρτάται μάλιστα σε απόλυτο βαθμό από αυτόν αν θα φτάσει στο στόχο του, αν θα αποκτήσει ήθος «εγενς κα φιλόκαλον». Και για να το κατορθώσει, πρέπει να καταβάλλει επίπονη προσπάθεια και αγώνα, να εθίσει την ψυχή του σε πράξεις ενάρετες, να την καλλιεργήσει «δι το θους». Τέτοιες απόψεις υποστήριζε και ο Πλάτωνας (Νόμοι 792). Σοφός λοιπόν γίνεται κανείς κατά κύριο λόγο με τη βοήθεια του δασκάλου, ενώ αγαθός γίνεται με τη θέληση και την επιμονή του στην άσκηση της αρετής. Βέβαια, για να φτάσει στο στόχο του, πρέπει να καταβάλλει επίπονη προσπάθεια και αγώνα.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να προσδιορίσουμε το περιεχόμενο της λέξης «
ρετή», για να γίνει περισσότερο κατανοητή. Στην αρχαία ελληνική σήμαινε τη θετική ικανότητα, την υπεροχή, την ανωτερότητα. Έτσι, μιλάμε για την αρετή του πολεμιστή, του ρήτορα, του αλόγου, του ματιού (όλα αυτά θα αναφερθούν από τον Αριστοτέλη σε επόμενες ενότητες). Δεν είχε, επομένως, καθαρά ηθικό περιεχόμενο, όπως σήμερα, γι’ αυτό και στο κείμενο τοποθετείται δίπλα της ο προσδιορισμός «θική».
Ο ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ / ΣΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΕΑ ΘΕΣΗ ΤΟΥ

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη:
·                 Η λέξη «θικ» συνδέεται ετυμολογικά και σημασιολογικά με τη λέξη «θος».
·                 «θος» είναι ο εθισμός, η συνήθεια που προέρχεται από την επανάληψη.
·                 Αφού, λοιπόν, η «θικ» συνδέεται σημασιολογικά με το «θος», αυτό σημαίνει ότι η ηθική, δηλαδή οι ηθικές αρετές, σχετίζονται με τον εθισμό, τη συνήθεια που προέρχεται από την επανάληψη μιας ηθικής ενέργειας.
·                 Ό,τι, όμως, σχετίζεται με τον εθισμό, τη συνήθεια και την επανάληψη είναι επίκτητο χαρακτηριστικό.
·                 Άρα, οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως (αποδεικτέα θέση: «οδεμία τν θικν ρετν φύσει μν γγίνεται»). Ωστόσο έχουμε ν δυνάμει την ικανότητα να τις κατακτήσουμε και να φτάσουμε στο τέλειο, στο σκοπό της ύπαρξής μας.
ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΨΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΕΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ

Η θέση του Αριστοτέλη, ότι η αρετή δεν είναι έμφυτη αλλά είναι αποτέλεσμα συνήθειας, έρχεται σε αντίθεση με την παλιά αριστοκρατική αντίληψη. Σύμφωνα μ’ αυτή η αρετή είναι δώρο της φύσης ή των θεών, το οποίο τελεσίδικα δίνεται ή δε δίνεται στον άνθρωπο τη στιγμή της γέννησής του και είναι προνόμιο των ευγενών («τν ρίστων»). Φυσικά, κληροδοτείται και στους απογόνους τους, αλλά δε δίνεται στους πολλούς.
Την άποψη αυτή τη συναντάμε σε πολλούς ποιητές (στον Όμηρο, τον Τυρταίο, το Θέογνη, τον Πίνδαρο), ενώ χαρακτηριστικά είναι τα λόγια της Αντιγόνης προς την Ισμήνη στο έργο «Αντιγόνη» του Σοφοκλή: «δείξεις τάχα ε
τε εγενς πέφυκας, ετ’ σθλν κακή». Επίσης, ο Ξενοφώντας στο έργο του «γησίλαος» αποδίδει την αρετή του Αγησίλαου στην ευγενική του καταγωγή.
ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΔΕΙΚΤΕΑΣ ΘΕΣΗΣ

Προκειμένου να στηρίξει ο Αριστοτέλης τη θέση του, ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως («οδεμία τν θικν ρετν φύσει μν γγίνεται»), θα χρησιμοποιήσει δύο παραδείγματα παρμένα από το χώρο της φύσης: την πέτρα και τη φωτιά. Η πέτρα πάντοτε θα κινείται με πορεία προς τα κάτω, διότι υπακούει στο φυσικό νόμο της βαρύτητας, που είναι σταθερός και αμετάβλητος. Η φωτιά πάντοτε θα έχει πορεία προς τα πάνω λόγω της φυσικής ιδιότητας των θερμών αερίων, που επίσης είναι σταθερή και δε μεταβάλλεται. Άρα, από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι φυσικοί νόμοι δε μεταβάλλονται, όσο κι αν προσπαθήσει κάποιος.
Από την άλλη, ο άνθρωπος με τις ενέργειες και τις επιλογές του μπορεί να μεταβάλλει τη συμπεριφορά του, να καλλιεργήσει και να αναπτύξει κάποιες ιδιότητες του χαρακτήρα του.
Επομένως, εφόσον οι ηθικές αρετές μεταβάλλονται και δε μένουν σταθερές όπως τα πράγματα που γεννιούνται με μια ιδιότητα εκ φύσεως, αποδεικνύεται ότι δεν είναι έμφυτες. Έτσι, ο Αριστοτέλης καταφέρνει να αποδείξει τη θέση του μέσα από έναν επαγωγικό συλλογισμό, που συνοπτικά έχει ως εξής:
1η προκείμενη: όσα υπάρχουν εκ φύσεως έχουν κάποιες ιδιότητες που δεν μπορούν να αλλάξουν με τον εθισμό, όσο κι αν κανείς προσπαθήσει («ο
θν τν φύσει ντων λλως θίζεται»)
2η προκείμενη: η ανθρώπινη συμπεριφορά, τα ηθικά μας χαρακτηριστικά μεταβάλλονται και καλλιεργούνται με τον εθισμό, όπως αποδεικνύει και η ετυμολογία της λέξης «
θικ» (« θικ ξ θους περιγίνεται»)

Συμπέρασμα: καμία ηθική αρετή δεν υπάρχει εκ φύσεως («ο
δεμία τν θικν ρετν φύσει μν γγίνεται»)
Συγκεκριμένα, παρατηρούμε ότι στην αρχή διατυπώνει καταφατικά τη θέση του, ότι η ηθική αρετή είναι αποτέλεσμα συνήθειας, εθισμού («
θικ ξ θους περιγίνεται»), ενώ στη συνέχεια εξάγει το συμπέρασμά του με άρνηση («οδεμία τν θικν ρετν φύσει μν γγίνεται»). Προσπαθεί δηλαδή να ενισχύσει τη θέση του ανατρέποντας την αντίθετη. Γι’ αυτό ακριβώς στο συγκεκριμένο χωρίο συσσωρεύονται εννέα λέξεις και φράσεις με αρνητική σημασία: «οδεμία», «οθέν», «οκ ν θισθείη», «οδ’ ν θίζ», «οδ τ πρ», «οδ’ λλο», «οδέν», «οτ’ ρα …», «οτε παρ φύσιν». Έτσι, υπογραμμίζεται έντονα η αντίθεση μεταξύ του «ξ θους» και του «φύσει».
ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το κείμενο ολοκληρώνεται με ένα γενικό συμπέρασμα που μοιάζει, αλλά δεν είναι, αντιφατικό, ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως αλλά ούτε και αντίθετα προς αυτή. Ο Αριστοτέλης εννοεί ότι ο άνθρωπος έχει «δυνάμει», από τη φύση του, την προδιάθεση να δεχτεί την αρετή και να την ολοκληρώσει, δηλαδή να την καλλιεργήσει, μέσω του εθισμού. Κατά το φιλόσοφο, η άσκηση της αρετής είναι δυνατότητα και όχι χαρακτηριστικό, δοσμένη στον άνθρωπο από τη φύση. Επομένως,  ο ίδιος είναι ο μόνος υπεύθυνος για το αν θα φτάσει στην αρετή βελτιώνοντας αδιάλειπτα τη συμπεριφορά του, διαμορφώνοντας το χαρακτήρα του, το ήθος του.
Συγκεκριμένα,  με τη λέξη «τελειουμένοις» ο Αριστοτέλης μας παραπέμπει σ’ ένα χαρακτηριστικό όρο της φιλοσοφίας του, το «τέλος», που σημαίνει την ολοκλήρωση, την επίτευξη του ύψιστου στόχου.  Θεωρεί, δηλαδή, τις ηθικές αρετές το μέσο με το οποίο ο άνθρωπος θα φτάσει στην ολοκλήρωσή του, στο ξεπέρασμα της ζωώδους φύσης του και στην κατάκτηση της ευδαιμονίας.
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Στο  κείμενο αυτό παρατηρούμε ότι το ύφος του Αριστοτέλη είναι στοχαστικό, λιτό, σαφές και ακριβές. Κυριαρχεί η αντικειμενική και εναργής επιχειρηματολογία και ο επιστημονικός λόγος.  Αποφεύγει σκόπιμα τον ποιητικό λόγο, διότι πίστευε ότι η αναζήτηση της αλήθειας υπηρετείται αυστηρά από τη λιτότητα και τη σαφήνεια. Έτσι,  τα σχήματα λόγου δεν είναι ιδιαίτερα συχνά. Εδώ, εντοπίζουμε τα εξής:
Αντιθέσεις:
«
μν διανοητικ δ’ θική»,
«
ξ θους ≠ φύσει»
Πολυσύνδετα σχήματα:
«κα
τν γένεσιν κα τν αξησιν»,
«ο
τ’ ρα φύσει οτε παρ φύσιν»
Συσσώρευση αρνήσεων:
«ο
δεμία»,
«ο
θέν»,
«ο
κ ν θισθείη»,
«ο
δ’ ν θίζ»,
«ο
δ τ πρ»,
«ο
δ’ λλο»,
«ο
δέν»,
«ο
τ’ ρα …»,
«ο
τε παρ φύσιν»
Παραδείγματα:
πέτρα – φωτιά
Αραιή είναι η χρήση επιθέτων, ενώ κυριαρχούν τα ρήματα και τα ουσιαστικά.
ΕΝΟΤΗΤΑ 2Η
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Ακόμα, όσες ιδιότητες έχουμε από τη φύση, πρώτα αποκτούμε τις δυνατότητες αυτών και ύστερα προχωρούμε στις αντίστοιχες ενέργειες (πράγμα που φαίνεται στις αισθήσεις μας˙ γιατί δεν αποκτήσαμε τις αισθήσεις (της όρασης και της ακοής) έχοντας δει πολλές φορές ή έχοντας ακούσει πολλές φορές, αλλά αντίθετα τις χρησιμοποιήσαμε έχοντάς τες και δεν τις αποκτήσαμε έχοντας κάνει και ξανακάνει χρήσή τους)˙ τις (ηθικές) αρετές όμως αποκτούμε, αφού πρώτα τις εφαρμόσουμε στην πράξη, όπως ακριβώς συμβαίνει και στις άλλες τέχνες˙ γιατί όσα πρέπει να κάνουμε αφού τα μάθουμε, αυτά τα μαθαίνουμε κάνοντάς τα˙ για παράδειγμα, οικοδόμοι γίνονται με το να κτίζουν σπίτια και κιθαριστές με το να παίζουν κιθάρα˙ με τον ίδιο τρόπο λοιπόν γινόμαστε και δίκαιοι κάνοντας δίκαιες πράξεις, σώφρονες κάνοντας σώφρονες πράξεις, ανδρείοι κάνοντας ανδρείες πράξεις.
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Ο Αριστοτέλης θα επιχειρήσει με ένα ακόμα επιχείρημα να στηρίξει τη θέση του ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως: όσα έχουμε μέσα μας από τη φύση μας έχουν ήδη μέσα τους τη δυνατότητα και περνούν αμέσως στην πράξη, την εφαρμογή αυτής της δυνατότητας.  Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των αισθήσεων, οι οποίες είναι ήδη έτοιμες τη στιγμή που γεννιόμαστε και αμέσως ενεργοποιούνται. Αντίθετα,  τις ηθικές αρετές τις αποκτούμε αφού πρώτα ενεργήσουμε και ασκηθούμε σ’ αυτές. Συμβαίνει δηλαδή ό,τι και με τις πρακτικές τέχνες: για να γίνει, για παράδειγμα, κάποιος οικοδόμος ή κιθαριστής, πρέπει πρώτα να ασκηθεί στο χτίσιμο ή στο παίξιμο κιθάρας και ύστερα θα αποκτήσει την ικανότητα του οικοδόμου ή του κιθαριστή αντίστοιχα. Το ίδιο γίνεται και στις ηθικές αρετές: θα γίνουμε δίκαιοι κάνοντας δίκαιες πράξεις, σώφρονες κάνοντας σώφρονες πράξεις και ανδρείοι κάνοντας ανδρείες πράξεις. Έτσι,  αποδεικνύεται ότι τις ηθικές αρετές δεν τις έχουμε μέσα μας εκ φύσεως, αλλά τις αποκτούμε με την πράξη.
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ: «τι»

Στο προηγούμενο κείμενο ο Αριστοτέλης απέδειξε ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως αλλά είναι αποτέλεσμα εθισμού.  Σ’ αυτό το κείμενο θα στηρίξει την ίδια θέση χρησιμοποιώντας ένα νέο επιχείρημα, που εισάγεται με τη λέξη «τι».  Το «τι» αποκτά εδώ μεταβατική και προσθετική σημασία.
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΡΩΝ: «δύναμις - νέργεια»

Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι κάθε ον αποτελείται από δύο αχώριστα στοιχεία: την ύλη και τη μορφή. Η  ύλη περιέχει μέσα της τη μορφή αρχικά «δυνάμει» και, αν υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, θα την αποκτήσει και «νεργεί». Χαρακτηριστικό  είναι το παράδειγμα του μάρμαρου, που «δυνάμει» είναι άγαλμα.  Αν, όμως, το σμιλέψει ο γλύπτης, θα γίνει άγαλμα «νεργεί». Έτσι, λοιπόν, καταλαβαίνουμε ότι ο φιλόσοφος ορίζει τη «δύναμιν» και την «νέργειαν», τις δύο θεμελιώδεις έννοιες της φιλοσοφίας του, ως εξής: «δύναμις» είναι η δυνατότητα που έχει ένα πράγμα ή ένα ον να γίνει ή να κάνει κάτι φτάνοντας στο τέλος του, στην τελειοποίησή του, ενώ «νέργεια» είναι η πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας, η δραστηριότητα που απαιτείται για να γίνονται πράξη οι δυνατότητες. Για εκείνον, η «νέργεια» έχει μεγαλύτερη σημασία από τη «δύναμιν», αφού η πρώτη εξαρτάται από την προσπάθεια που καταβάλλει κάθε άνθρωπος, την προσωπική ευθύνη και προαίρεση, ενώ η δεύτερη σχετίζεται με τη φύση και υπάρχει ανεξάρτητα από τον άνθρωπο. Στο κείμενο συνδέει «τς δυνάμεις» με το «πρότερον» και «τς νεργείας» με το «στερον» εννοώντας ότι οι «δυνάμεις» έχουν χρονική προτεραιότητα - και όχι λογική και οντολογική – έναντι των «νεργειν».
Στη συνέχεια,  θα προσπαθήσει να αποδείξει τη θέση του, ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως, χρησιμοποιώντας αυτές τις δύο βασικές έννοιες.
ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Στο έργο του «Μετ τ Φυσικά» (Θ5.1047b 31-35): «πασν δ τν δυνάμεων οσν τν μν συγγενν οον τν ασθήσεων, τν δ θει οον τς το αλεν, τν δ μαθήσει οον τς τν τεχνν», ο Αριστοτέλης διακρίνει τρία είδη δυνάμεων:
α. «εγγενείς», αυτές που υπάρχουν στον άνθρωπο από τη γέννησή του (πχ. οι αισθήσεις) και συνδέονται με το άλογο μέρος της ψυχής,
β. «εξ’ έθους», αυτές που τις αποκτά ο άνθρωπος με την άσκηση, τον εθισμό (πχ. οι πρακτικές τέχνες, το παίξιμο ενός μουσικού οργάνου) και συνδέονται με το άλογο και με το λογικό μέρος της ψυχής και
γ. «εκ μαθήσεως», τις δυνάμεις που τις αποκτά ο άνθρωπος με τη μάθηση (πχ. οι επιστημονικές γνώσεις) και συνδέονται και αυτές με το λογικό μέρος της ψυχής.
ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΝΔΥΝΑΜΩΝΕΙ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ, ΟΤΙ ΚΑΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΘΙΚΕΣ ΑΡΕΤΕΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΕΚ ΦΥΣΕΩΣ

α. Όσα έχουμε μέσα μας εκ φύσεως («σα μν φύσει μν παραγίνεται»)

Ο Αριστοτέλης ξεκινάει το συλλογισμό του διερευνώντας πρώτα τι συμβαίνει σε όσα χαρακτηριστικά έχουμε μέσα μας εκ φύσεως. Αυτά έχουν εκ των προτέρων μέσα τους τη δυνατότητα να πραγματωθούν αλλά η πραγμάτωσή τους έρχεται ύστερα χωρίς να χρειάζεται ο εθισμός, η επανάληψη μιας ενέργειας. Για να αποδείξει τα λεγόμενά του ο φιλόσοφος, χρησιμοποιεί το παράδειγμα των αισθήσεων: την όραση και την ακοή δεν τις αναπτύξαμε μέσα από την εξάσκηση, αντιθέτως υπάρχουν ήδη αναπτυγμένες μέσα μας και περνάμε αμέσως στη χρησιμοποίησή τους.
Εδώ, ο Αριστοτέλης, για να παρουσιάσει τη θέση του χρησιμοποιεί αναλογικό συλλογισμό, με αντιθετική παρουσίαση των λειτουργιών των αισθήσεων.

β. Οι ηθικές αρετές («τς δ’ ρετς λαμβάνομεν νεργήσαντες πρότερον»)
Αντίθετα, στις ηθικές αρετές προηγείται η ενέργεια, δηλαδή η εξάσκηση, η επανάληψη μιας ενέργειας, και ακολουθεί η κατάκτηση της ηθικής αρετής. Αλλά για να γίνει η αρετή από προαίρεση πράξη, είναι ανάγκη ο άνθρωπος να μάθει κάποιο τρόπο άσκησης. Ο Αριστοτέλης για τον τρόπο αναφέρει, «γιατί όσα πρέπει να κάνουμε αφού τα μάθουμε, τα μαθαίνουμε κάνοντάς τα («
γρ δε μαθόντας ποιεν, τατα ποιοντες μανθάνομεν»). Δύο παραδείγματα από την καθημερινή ζωή, που αφορούν τις πρακτικές τέχνες αποδεικνύουν την αλήθεια της θέσης αυτής: για να αποκτήσει δηλαδή κανείς την ικανότητα του οικοδόμου ή του κιθαριστή, πρέπει πρώτα να εξασκηθεί στο χτίσιμο ή στο παίξιμο της κιθάρας αντίστοιχα.

Συμπέρασμα («ο
τω δνδρεα νδρεοι»)

Αυτό, λοιπόν, που συμβαίνει στις πρακτικές τέχνες, συμβαίνει και στις ηθικές αρετές (αναλογία): με την επανάληψη και τον εθισμό σε ηθικές πράξεις αποκτούμε τις ηθικές αρετές. Το συμπέρασμα εισάγεται με το «ο
τω δή», και με τρία παραδείγματα ηθικών αρετών: της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης και της ανδρείας.
Συνοπτική νοηματική απόδοση του συλλογισμού

1η προκείμενη: σε όσα υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως προηγείται η ύπαρξη και η δυνατότητα μιας ενέργειας και ακολουθεί
 η ενέργεια, η πραγμάτωση της δυνατότητας (δύναμις -> νέργεια)

2η προκείμενη: στις ηθικές αρετές προηγείται η ενέργεια, ο εθισμός και η επανάληψη μιας πράξης και ακολουθεί η κατάκτησή τους
(νέργεια -> δύναμις).

Συμπέρασμα: οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως, αφού δεν ακολουθούν την πορεία όσων υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως.


Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΧΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ «πρότερον - στερον» ΚΑΙ «πολλάκις»

Προκειμένου ο Αριστοτέλης να αποδώσει τη χρονική προτεραιότητα των δυνάμεων έναντι των ενεργειών (δύναμις -> νέργεια) σε όσα χαρακτηριστικά υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως, συνδέει τις δυνάμεις με το «πρότερον» και με απαρέμφατα ή μετοχές αορίστου που δηλώνουν το προτερόχρονο («δεν», «κοσαι», «χρησάμενοι»). Αντίθετα, για να αποδώσει την αντίθετη πορεία που ακολουθείται στις ηθικές αρετές (νέργεια -> δύναμις), συνδέει τη μετοχή «νεργήσαντες» με το «πρότερον», για να δηλώσει το προτερόχρονο, ή τις μετοχές ενεστώτα «ποιοντες» και «πράττοντες», για να δηλώσει το σύγχρονο. Έτσι, αν προσπαθήσουμε να συσχετίσουμε τα παραπάνω με τα παραδείγματα που δίνονται στο κείμενο (αισθήσεις – τέχνες – αρετές) και με τα δύο ζεύγη των αριστοτελικών όρων «πρότερον - στερον» και «δυνάμει - νεργεί», προκύπτει το εξής διάγραμμα:
φύσει (αισθήσεις)
πρότερον δυνάμει ->
στερον νεργεί

ξ θους (τέχνες)
πρότερον
νεργεί -> στερον δυνάμει

ξ θους (αρετές)
πρότερον
νεργεί -> στερον δυνάμει


Χαρακτηριστική είναι η χρήση του επιρρήματος «πολλάκις». Παρόλο που αναφέρεται σε όσα χαρακτηριστικά έχουμε εκ φύσεως, η χρήση του υποδηλώνει ότι για την κατάκτηση των ηθικών αρετών είναι απαραίτητη η άσκηση και η επανάληψη.
ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΗ, ΑΦΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΙΑ ΕΝΑΡΕΤΗ ΠΡΑΞΗ (Π.Χ. ΔΙΚΑΙΗ ΠΡΑΞΗ), ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ ΕΝΑΡΕΤΟΣ (Π.Χ. ΔΙΚΑΙΟΣ);

Για να λυθεί αυτή η απορία, πρέπει να σταθούμε σε κάποιες επισημάνσεις που ο Αριστοτέλης θα θίξει σε επόμενη ενότητα. Οι πράξεις, λοιπόν, που προηγούνται και επαναλαμβάνονται δεν είναι τυχαίες ούτε γίνονται κατόπιν υποδείξεως, αλλά αυτός που τις κάνει, πρέπει:
α. να έχει συνείδηση των πράξεών του,
β. να τις έχει επιλέξει ενσυνείδητα και να έχει δηλώσει με σαφήνεια την προτίμησή του γι’ αυτές,
γ. να έχει κάνει τις πράξεις αυτές μόνιμο, σταθερό και αμετάβλητο τρόπο συμπεριφοράς του.
Οι πράξεις, όμως, λέγονται δίκαιες και σώφρονες, αν αυτός που τις κάνει, τις κάνει και με τον τρόπο που τις κάνουν οι δίκαιοι και σώφρονες άνθρωποι. Σωστά, λοιπόν, λέμε ότι ο άνθρωπος γίνεται δίκαιος με τις επανειλημμένες πράξεις δικαιοσύνης.
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τα παρακάτω εκφραστικά μέσα, προκειμένου να ενισχύσει το επιχείρημά του:
α. Αντιθέσεις:
«
σα μν φύσει … ≠ τς δ’ ρετς λαμβάνομεν»
«τ
ς δυνάμεις τούτων πρότερον κομιζόμεθα ≠ στερον δ τς νεργείας ποδίδομεν»
«ο
γρ κ το πολλάκις δεν … λλνάπαλιν χοντες χρησάμεθα»
β. Αναλογίες:
«τ
ς δ’ ρετς λαμβάνομεν νεργήσαντες πρότερον, σπερ κα π τν λλων τεχνν»
«
γρ δε μαθόντας ποιεν, τατα ποιοντες μανθάνομεν … - οτω δ κα τ μν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα …»
γ. Παραδείγματα: Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί δύο ζευγάρια παραδειγμάτων:
όραση – ακοή
οικοδόμοι – κιθαριστές
Επιπλέον, παρατηρούμε και τη χρήση άλλων εκφραστικών μέσων:
α. Σχήμα κατ’ άρση και θέση:
«ο
γρ κ το πολλάκις δεν … λλνάπαλιν χοντες χρησάμεθα»
β. Σχήμα εξ αναλόγου: «τ
ς δ’ ρετς λαμβάνομεν νεργήσαντες πρότερον, σπερ κα π τν λλων τεχνν» (εννοείται : νεργομεν πρότερον)
γ. Σχήμα από κοινού:
«ο
κοδομοντες οκοδόμοι γίνονται κα κιθαρίζοντες κιθαριστα (γίνονται)»
«τ
μν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα, τ δ σώφρονα (πράττοντες) σώφρονες (γινόμεθα), τ δ’ νδρεα (πράττοντες) νδρεοι (γινόμεθα)»
δ. Πολυσύνδετο σχήμα:
«τ
μν δίκαια …, τ δ σώφρονα …, τ δ’ νδρεα …»
ε. Εναλλαγή πρώτου και τρίτου πληθυντικού προσώπου:
Παρατηρούμε και σ’ αυτή αλλά και σε επόμενες ενότητες ότι, όταν ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε ανθρώπους (στους οποίους συμπεριλαμβάνει και τον εαυτό του), χρησιμοποιεί το α' πληθυντικό πρόσωπο. Συγκεκριμένα, στο κείμενο αυτό χρησιμοποιεί οχτώ ρήματα σε αυτό το πρόσωπο: «κομιζόμεθα», «
ποδίδομεν», «λάβομεν», «χρησάμεθα», «σχομεν», «λαμβάνομεν», «μανθάνομεν», «γινόμεθα». Όταν, πάλι, αναφέρεται στους οικοδόμους ή τους κιθαριστές, χρησιμοποιεί το γ' πληθυντικό πρόσωπο. Η αλλαγή αυτή ίσως να οφείλεται στο ότι ο φιλόσοφος δεν είχε προσωπική επαφή με τις τέχνες και τους τεχνίτες. Ωστόσο, μας προβληματίζει ότι σε επόμενες ενότητες (πχ. 4η και 6η) εναλλάσσει τα πρόσωπα («γινόμεθα ο μν δίκαιοι ο δ δικοι», «ο μν γρ σώφρονες κα προι γίνονται») ή χρησιμοποιεί γ' πληθυντικό εκεί που θα περιμέναμε α' πληθυντικό («γαθς νθρωπος γίνεται», ενώ θα περιμέναμε «γαθο νθρωποι γινόμεθα»).
Από τα παραπάνω, λοιπόν, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η χρήση γ' προσώπου δεν αποτελεί συνειδητή επιλογή, αλλά χρησιμοποιείται μάλλον ασυναίσθητα και προσδίδεται μ’ αυτόν τον τρόπο ποικιλία στο λόγο. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι τα κείμενα του Αριστοτέλη προέρχονται από προσωπικές του σημειώσεις, που χρησιμοποιούσε στις παραδόσεις των μαθημάτων του. Είναι, λοιπόν, εύλογο σ’ αυτές τις σημειώσεις να έχουν παρεισφρήσει και στοιχεία του προφορικού λόγου.
στ. «
σπερ κα π τν λλων τεχνν»
Άλλο ένα στοιχείο αυθόρμητου και προφορικού λόγου συναντάμε στη φράση «
σπερ κα π τν λλων τεχνν». Ο προσθετικός «κα» εδώ είναι περιττός, ενώ ο προσδιορισμός «λλων» υποδηλώνει ότι οι αρετές είναι και αυτές τέχνες, κάτι βέβαια που δεν ισχύει. Κανονικά, λοιπόν, η παραβολική φράση θα έπρεπε να είναι ως εξής: «σπερ π τν τεχνν». Υπενθυμίζουμε και πάλι ότι τα κείμενα του Αριστοτέλη προέρχονται από προσωπικές του σημειώσεις, που χρησιμοποιούσε στις παραδόσεις των μαθημάτων του. Είναι, λοιπόν, εύλογο σ’ αυτές τις σημειώσεις να έχουν παρεισφρήσει και στοιχεία του προφορικού λόγου.
ΕΝΟΤΗΤΑ 3Η
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τα παραπάνω τα επιβεβαιώνει κι αυτό που συμβαίνει στις πολιτείες˙ οι νομοθέτες δηλαδή κάνουν τους πολίτες καλούς με τον εθισμό, και αυτή είναι η θέληση κάθε νομοθέτη, ενώ όσοι δεν κάνουν αυτό σωστά δεν πετυχαίνουν αυτό που επιδιώκουν, και σ’ αυτό διαφέρει το καλό πολίτευμα από το λιγότερο καλό πολίτευμα. Ακόμα, για τους ίδιους λόγους και με τους ίδιους τρόπους και γεννιέται κάθε αρετή και φθείρεται, το ίδιο και κάθε τέχνη˙ γιατί με το παίξιμο της κιθάρας γίνονται και οι καλοί και οι κακοί κιθαριστές˙ με ανάλογο τρόπο και οι οικοδόμοι και όλοι οι άλλοι (τεχνίτες). Δηλαδή χτίζοντας με καλό τρόπο σπίτια θα γίνουν καλοί οικοδόμοι, όμως χτίζοντας με κακό τρόπο, κακοί. Γιατί, αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, καθόλου δε θα χρειαζόταν ο δάσκαλος, αλλά όλοι θα ήταν καλοί ή κακοί από τη γέννησή τους.
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Ο Αριστοτέλης θα χρησιμοποιήσει το παράδειγμα των νομοθετών, για να αποδείξει ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως αλλά τις αποκτούμε μέσω της άσκησης και του εθισμού σε ηθικές πράξεις. Αυτοί προσπαθούν να κάνουν τους πολίτες να αποκτήσουν την ηθική αρετή με τον εθισμό. Όμως, αυτό δεν το πετυχαίνουν πάντα και γι’ αυτό διαχωρίζονται τα πολιτεύματα σε καλά και λιγότερο καλά. Επομένως, για την κατάκτηση των ηθικών αρετών δεν αρκεί ο εθισμός σε μια οποιαδήποτε ενέργεια, αλλά ο εθισμός στις σωστές ενέργειες. Αυτό συμβαίνει στις τέχνες : αν κάποιος χτίζει με σωστό τρόπο, θα γίνει καλός οικοδόμος˙ αν όμως δεν εξασκηθεί σωστά, θα γίνει κακός. Αν, πάλι, κάποιος παίζει σωστά κιθάρα, θα γίνει καλός κιθαριστής˙ αν δεν εξασκηθεί στο σωστό παίξιμο, θα γίνει κακός κιθαριστής. Το ίδιο, λοιπόν, συμβαίνει και με τις αρετές. Άρα, προκύπτει ότι τις αρετές δεν τις έχουμε εκ φύσεως, αλλά τις αποκτούμε με το σωστό εθισμό, όπως συμβαίνει και στις τέχνες. Αν οι τεχνίτες ήταν καλοί ή κακοί από τη γέννησή τους, δε θα χρειαζόταν ο δάσκαλος, για να καθοδηγεί και να εξασκεί κάποιον σωστά.
ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΝΟΜΟΘΕΤΩΝ: "Μαρτυρε δγαθ φαύλης."

Ο Αριστοτέλης παραθέτει ένα επιπλέον επιχείρημα για το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε στην προηγούμενη ενότητα, ότι δηλαδή οι δίκαιοι γίνονται δίκαιοι πράττοντας μόνο δίκαιες πράξεις. Όμοια και οι σώφρονες και οι ανδρείοι. Με άλλα λόγια γίνεται κανείς ηθικός μόνο όταν πράττει ηθικά.
Το επιχείρημα το αντλεί από το χώρο της πόλης, καθώς για το φιλόσοφο υπάρχει στενή σχέση μεταξύ ηθικής και πολιτικής. Άλλωστε, μόνο αν ένας άνθρωπος διέπεται από ηθικές αρετές μπορεί να λειτουργήσει σωστά μέσα στην πόλη και ως πολίτης και ως πολιτικός.
Το επιχείρημα που φέρνει ως μαρτυρία («μαρτυρε
δ») εισάγεται με τον προσθετικό «κα» («κα τ γινόμενον») και αφορά το έργο των νομοθετών. Βασικός στόχος και επιδίωξή τους είναι να κάνουν τους πολίτες να αποκτήσουν την ηθική αρετή μέσω του εθισμού σε ανάλογες πράξεις και συμπεριφορές («ο γρ νομοθέται τος πολίτας θίζοντες ποιοσιν γαθούς, …»). Στο επιχείρημα αυτό εντοπίζεται και η γενικότερη αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων ότι το άτομο δε λειτουργεί για χάρη του εαυτού του αλλά για χάρη του κοινού καλού. Έτσι και οι νομοθέτες λειτουργούν με βάση το γνώμονα αυτό. Στην ουσία το επιχείρημα αυτό έχει ως εξής: αν οι ηθικές αρετές ήταν έμφυτες, όλες οι ενέργειες των νομοθετών να κάνουν τους πολίτες καλούς θα ήταν μάταιες, αφού όλοι θα γεννιόντουσαν με ή χωρίς αυτές και οποιαδήποτε προσπάθεια δε θα μπορούσε να μεταβάλλει αυτά τα χαρακτηριστικά. Έτσι αποδεικνύεται αφενός ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως και αφετέρου ότι αυτές δεν αποκτώνται αλλιώς παρά μόνο με τη διαρκή άσκηση και την επανάληψη ηθικών πράξεων.
Ωστόσο, ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι κάποιοι νομοθέτες πετυχαίνουν το στόχο τους και κατορθώνουν να βοηθήσουν τους πολίτες στην άσκηση της αρετής με τον τρόπο που πρέπει, ενώ κάποιοι άλλοι αποτυγχάνουν να ασκήσουν σωστά τους πολίτες στην αρετή. Γι’ αυτό, άλλωστε, και τα πολιτεύματα διακρίνονται σε καλά και λιγότερο καλά.
Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ: "κα διαφέρει τούτ πολιτεία πολιτείας γαθ φαύλης."

Ο Αριστοτέλης διακρίνει τα πολιτεύματα σε καλά και λιγότερο καλά και όχι σε καλά και κακά. Παρατηρείται, λοιπόν, ότι η λέξη «φαύλης» (που κανονικά «φαλος» σημαίνει κακός, ευτελής, ασήμαντος) χρησιμοποιείται εδώ με διαφορετική σημασία, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις αντιλήψεις του φιλοσόφου. Η αναφορά αυτή στη διάκριση των πολιτευμάτων φαίνεται, με την πρώτη ματιά, να μη σχετίζεται με το θέμα του κειμένου και να αποτελεί μια παρέκβαση. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει, καθώς στόχος του φιλοσόφου είναι να συνδέσει την αξία των πολιτευμάτων με την αρετή των πολιτών.
Συγκεκριμένα, ο Αριστοτέλης δεν πιστεύει ότι υπάρχουν κακά πολιτεύματα, αφού πρωταρχικός στόχος όλων των νομοθετών, και άρα και των πολιτευμάτων μέσα στα οποία δρουν, είναι να κάνουν τους πολίτες ενάρετους ασκώντας τους στην ηθική αρετή, προκειμένου να φτάσουν στον ύψιστο στόχο, την ευδαιμονία. Το κριτήριο διάκρισης των πολιτευμάτων σε καλά και λιγότερο καλά αφορά το βαθμό επιτυχίας του έργου των νομοθετών: όσο δηλαδή πιο κοντά στο στόχο τους φτάνουν, να οδηγήσουν τους πολίτες στην ηθική αρετή, και άρα στην ευδαιμονία, τόσο πιο καλό θεωρείται και το πολίτευμα. Κύριο έργο των νομοθετών είναι να κάνουν, με τους νόμους, τους πολίτες ηθικούς, ενάρετους, να τους σταθεροποιήσουν στο δρόμο της αρετής για να είναι και η πολιτεία αγαθή.

Εντύπωση μας προκαλεί η σειρά των λέξεων στη φράση αυτή. Η κανονική σειρά θα ήταν: «διαφέρει τούτ
πολιτεία γαθ πολιτείας φαύλης». Η ανωμαλία αυτή ίσως να οφείλεται και πάλι στο γεγονός ότι τα κείμενα του Αριστοτέλη αποτελούν προσωπικές σημειώσεις, που λειτουργούσαν βοηθητικά στο έργο της διδασκαλίας. Είναι, λοιπόν, εύλογο να εντοπίζουμε κάποια χαρακτηριστικά του προφορικού λόγου.
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΡΑΣΗΣ: "τι κ τν ατν κα δι τν ατν κα γίνεται πσα ρετ κα φθείρεται"

Τα ρήματα «γίνεται – φθείρεται» μας παραπέμπουν στο θεμελιώδες αντιθετικό ζεύγος της φιλοσοφικής σκέψης «γένεσις – φθορά». Για τον Αριστοτέλη, αυτή ήταν μια φυσική διαδικασία μονόδρομη: γένεση -> αύξηση -> τελείωση -> παρακμή -> φθορά. Αυτή, λοιπόν, η διαδικασία ακολουθείται και στις ηθικές αρετές. Κάθε αρετή για τους ίδιους λόγους και χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα γεννιέται και με την καλή εξάσκηση κατακτιέται, ενώ με την κακή εξάσκηση χάνεται.
ΤΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΙΘΑΡΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ: "κ γρ το κιθαρίζειν … κ δ το κακς κακοί."

Στην προηγούμενη ενότητα ο Αριστοτέλης χρησιμοποιώντας τα παραδείγματα των οικοδόμων και των κιθαριστών είχε υποστηρίξει ότι οι ηθικές αρετές κατακτώνται με τον εθισμό. Σ’ αυτή την ενότητα χρησιμοποιώντας τα ίδια παραδείγματα προσθέτει ένα νέο στοιχείο – επιχείρημα: τη σημασία της καλής («ε») και της κακής («κακς») άσκησης στην απόκτηση ή την απομάκρυνση από την ηθική αρετή. Δεν αρκεί, λοιπόν, απλώς να εξασκούμαστε σε μια οποιαδήποτε πράξη, αλλά να εξασκούμαστε σε καλές και σωστές πράξεις. Αυτό το βλέπουμε και στις τέχνες αλλά και στις ηθικές αρετές. Θα γίνουμε καλοί οικοδόμοι, όχι αν οικοδομούμε συνεχώς, αλλά μόνο αν εξασκηθούμε στο σωστό χτίσιμο και καλοί κιθαριστές, όχι αν παίζουμε συνεχώς κιθάρα, αλλά μόνο αν εξασκηθούμε στο σωστό παίξιμο της κιθάρας. Θα γίνουμε λοιπόν ηθικά ενάρετοι, μόνο αν εξασκηθούμε σε ηθικά ενάρετες πράξεις σύμφωνα με τους κανόνες της τέλειας αρετής.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΑΡΕΤΩΝ: "Ε γρ μ οτως εχεν … γαθο κακοί."

Η ενότητα κλείνει με την επισήμανση του Αριστοτέλη ότι για την καλλιέργεια της ηθικής αρετής απαραίτητη κρίνεται η συμβολή του διδάσκοντος και της διδασκαλίας, της εκπαίδευσης γενικότερα. Ο δάσκαλος θα διδάξει τους κανόνες της αρετής, τους τρόπους εφαρμογής αυτών και θα εκπαιδεύσει στην ορθή άσκηση. Ο δάσκαλος είναι αυτός που θα παρακολουθεί και θα καθοδηγεί τους ανθρώπους στο σωστό εθισμό. Το ίδιο απαραίτητος είναι ο δάσκαλος και στις τέχνες, διότι αυτός θα διδάξει τον ασκούμενο σε μια τέχνη τους κανόνες της και το σωστό τρόπο εφαρμογής τους.
Αυτός ακριβώς είναι και ο ρόλος του νομοθέτη στην πόλη : αποτελεί το δάσκαλο των πολιτών, ο οποίος χρησιμοποιώντας τα σωστά μέσα, δηλαδή τους σωστούς νόμους, θα διδάξει τους πολίτες τι είναι δίκαιο και τι άδικο, θα ορίσει τους κανόνες της δίκαιης και ηθικής συμπεριφοράς μέσα στην πόλη και θα τους οδηγήσει στην κατάκτηση των ηθικών αρετών και, άρα, στην ευδαιμονία. Επομένως, καταλήγουμε και πάλι στο συμπέρασμα ότι οι ηθικές αρετές δεν είναι έμφυτες, αφού στην αντίθετη περίπτωση ο ρόλος του δασκάλου θα ήταν μάταιος. Αντίθετα, οι ηθικές αρετές κατακτώνται με τη σωστή άσκηση, με τη διαρκή επανάληψη ηθικών πράξεων.
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Πολυσύνδετα σχήματα:
«κα
γίνεται πσα ρετ κα φθείρεται»
«κα
ο γαθο κα ο κακο γίνονται κιθαρισταί.»
«
νάλογον δ κα οκοδόμοι κα ο λοιπο πάντες.»
Αντιθέσεις:
«πολιτεία
γαθ ≠ πολιτείας φαύλης»
«γίνεται ≠ φθείρεται»
«
γαθο ≠ κακο»
«
κ μν γρ το ε οκοδομεν γαθο οκοδόμοι σονται ≠ κ δ το κακς κακοί»
«ε
≠ κακς»
Οι παραπάνω αντιθέσεις τονίζουν τη σημασία της ηθικής πράξης στην απόκτηση της ηθικής αρετής τόσο στην προσωπική όσο και στην πολιτική ζωή. Οι χωρίς ηθικούς κανόνες συμπεριφορές και πράξεις απομακρύνουν από αυτή. Συγκεκριμένα, με την αντίθεση «γίνεται ≠ φθείρεται» τονίζεται ότι μόνο η διαρκής άσκηση οδηγεί και διατηρεί την ηθική αρετή, αλλιώς αυτή φθείρεται.
Σχήμα από κοινού:
«
κ μν γρ το ε οκοδομεν γαθο οκοδόμοι σονται, κ δ το κακς (οκοδομεν) κακοί (οκοδόμοι σονται)»
ΕΝΟΤΗΤΑ 4Η
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και με τις αρετές˙ δηλαδή κάνοντας όσα συμβαίνουν στις συναλλαγές μας με τους άλλους ανθρώπους γινόμαστε άλλοι δίκαιοι και άλλοι άδικοι, ενώ κάνοντας όσα έχουν μέσα τους το στοιχείο του φόβου και συνηθίζοντας να αισθανόμαστε φόβο παρά θάρρος, άλλοι γινόμαστε ανδρείοι και άλλοι δειλοί. Το ίδιο συμβαίνει και με όσα έχουν σχέση με τις επιθυμίες και με την οργή (μας)˙ άλλοι δηλαδή γίνονται σώφρονες και πράοι, ενώ άλλοι ακόλαστοι και οργίλοι, άλλοι με το να συμπεριφέρονται σ’ αυτά με αυτόν το συγκεκριμένο τρόπο και άλλοι με τον αντίθετο. Και με ένα λόγο λοιπόν από όμοιες ενέργειες διαμορφώνονται τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Γι’ αυτό πρέπει να προσδίδουμε μια ορισμένη ποιότητα στις ενέργειές μας˙ σύμφωνα με τις διαφορές αυτών ακολουθούν και τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Δεν έχει λοιπόν μικρή σημασία το να συνηθίζουμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από την πιο μικρή μας ηλικία, αλλά έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία ή μάλλον σημαίνει το παν.
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη ενότητα ότι συμβαίνουν στην εκμάθηση των τεχνών, τα ίδια συμβαίνουν και στην κατάκτηση των ηθικών αρετών. Αυτό αποδεικνύεται και από παραδείγματα που σχετίζονται με τους τομείς συμπεριφοράς των ανθρώπων. Συγκεκριμένα, στη συναναστροφή μας με τους άλλους ανθρώπους άλλοι γίνονται δίκαιοι και άλλοι άδικοι˙ σε όσα προξενούν φόβο άλλοι συνηθίζουν να δείχνουν θάρρος και γίνονται ανδρείοι, ενώ άλλοι συνηθίζουν να φοβούνται και γίνονται δειλοί˙ όσον αφορά τις επιθυμίες άλλοι παρουσιάζονται εγκρατείς και σώφρονες, ενώ άλλοι ακόλαστοι˙ τέλος, όσες πράξεις ή γεγονότα προκαλούν οργή άλλοι τις αντιμετωπίζουν με πραότητα, ενώ άλλοι γίνονται οργίλοι. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η επανάληψη ίδιων ενεργειών διαμορφώνει τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Γι’ αυτό και η ποιότητα των ενεργειών μας θα διαφοροποιήσει ποιοτικά και τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Αφού λοιπόν τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας διαμορφώνονται βάσει της ποιότητας των ενεργειών μας, έχει πολύ μεγάλη σημασία να εθίζουμε τα παιδιά από πολύ νεαρή ηλικία στον έναν ή στον άλλο τρόπο συμπεριφοράς. Μάλιστα, αυτό είναι το παν.
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΡΑΣΗΣ: «Οτω δ κα»

«Ο ρόλος των τριών αυτών λέξεων είναι εισαγωγικός στο νέο επιχείρημα του Αριστοτέλη. Συγκεκριμένα το τροπικό επίρρημα «οτω», είναι ομοιωματικό προς τα προηγούμενα και δηλώνει αναλογική θεώρηση του θέματος που ακολουθεί. Ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί δηλαδή σ’ αυτή την ενότητα αναλογικό συλλογισμό: όπως για την εκμάθηση των τεχνών είναι απαραίτητος ο εθισμός σε κατάλληλες ενέργειες, έτσι και για την κατάκτηση των ηθικών αρετών έχει σημασία η επανάληψη ίδιων πράξεων («μοίων νεργειν»). Με τον συμπερασματικό σύνδεσμο «δ» ανακεφαλαιώνονται τα προηγούμενα, ενώ ο μεταβατικός σύνδεσμος «κα» εισάγει το νέο επιχείρημα.
Η ΑΠΟΔΕΙΚΤΕΑ ΘΕΣΗ: «Κα ν δ λόγ κ τν μοίων νεργειν α ξεις γίνονται.»

Η αποδεικτέα θέση που παρουσιάζεται σ’ αυτή την ενότητα μετά την παράθεση κατά ζεύγη των αντίθετων φιλοσοφικών εννοιών, είναι ότι τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας, είτε αυτά είναι καλά είτε κακά, διαμορφώνονται μέσα από την συστηματική επανάληψη ομοίων ενεργειών. Γι’ αυτό και πρέπει οι ενέργειές μας να έχουν συγκεκριμένη ποιότητα. Επομένως καταλαβαίνουμε ότι η στάση, η συμπεριφορά μας, οι πράξεις μας και γενικότερα οι επιλογές μας καθορίζουν το αν θα αποκτήσουμε ή όχι τις ηθικές αρετές. Σ’ αυτό το συμπέρασμα κατέληξε ο Αριστοτέλης με την αναλογική μέθοδο, στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως, και με τη χρήση μιας σειράς παραδειγμάτων που θα μελετήσουμε στη συνέχεια.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: «πράττοντες … κ το οτωσί.»

Ο Αριστοτέλης παραθέτει μια σειρά παραδειγμάτων από διάφορους τομείς συμπεριφοράς του ανθρώπου, τα οποία στηρίζουν τη θέση στην οποία θα καταλήξει, ότι οι ηθικές αρετές και γενικά τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας αποκτώνται από την επανάληψη όμοιων ενεργειών. Ειδικότερα παρατηρούμε ότι ο φιλόσοφος διακρίνει δύο αντίθετους τρόπους συμπεριφοράς: ο ένας οδηγεί στην κατάκτηση των ηθικών αρετών, ενώ ο άλλος όχι. Τα παραδείγματα αυτά έχουν ως εξής:
α) Στη συναναστροφή μας με τους άλλους ανθρώπους («τ
ν τος συναλλάγμασι τος πρς τος νθρώπους»), αν ακολουθήσουμε τον ένα τρόπο συμπεριφοράς, γινόμαστε δίκαιοι, ενώ αν ακολουθήσουμε τον άλλον, γινόμαστε άδικοι («ο μν δίκαιοι ο δ δικοι»),
β) Σε όσα προξενούν φόβο («τ
ν τος δεινος»), άλλοι συνηθίζοντας να δείχνουν θάρρος γίνονται ανδρείοι, ενώ άλλοι συνηθίζοντας να φοβούνται γίνονται δειλοί («θιζόμενοι φοβεσθαι θαρρεν ο μν νδρεοι ο δ δειλοί»),
γ) Σχετικά με τις επιθυμίες («τ
περ τς πιθυμίας»), άλλοι ακολουθώντας τον έναν τρόπο συμπεριφοράς τις αντιμετωπίζουν με σύνεση και εγκράτεια, ενώ άλλοι ακολουθώντας τον άλλο τρόπο συμπεριφοράς ξεφεύγουν από τα όρια του μέτρου και γίνονται ακόλαστοι («ο μν γρ σώφρονες ο δ κόλαστοι»),
δ) Σχετικά με όσα προξενούν οργή («τ
περ τς ργς»), άλλοι ακολουθώντας τον έναν τρόπο συμπεριφοράς τα αντιμετωπίζουν με πραότητα, ενώ άλλοι ακολουθώντας την αντίθετη συμπεριφορά γίνονται οργίλοι και ξεσπούν («(ο μν) προι (ο δ) ργίλοι»).

Συνοπτικά τα παραδείγματα μπορούν να παρουσιαστούν με τον ακόλουθο πίνακα:
τομείς συμπεριφοράς
μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα
συναναστροφή με άλλους ανθρώπους
δίκαιοι ≠ άδικοι
όσα προξενούν φόβο
ανδρείοι ≠ δειλοί
επιθυμίες
σώφρονες ≠ ακόλαστοι
όσα προξενούν οργή
πράοι ≠ οργίλοι

Καλό είναι να επισημανθεί ότι ο Αριστοτέλης με το «
ν ατος», το οποίο είναι ουδετέρου γένους, αναφέρεται στους τομείς συμπεριφοράς των ανθρώπων και όχι στους ίδιους τους ανθρώπους. Συγκεκριμένα αναφέρεται στο «ν τος συναλλάγμασι», στο «ν τος δεινος», στο «περ τς πιθυμίας» και στο «περ τς ργς».
ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ: «σώφρονες - κόλαστοι, προι - ργίλοι»

«Σώφρονες»: είναι αυτοί που δείχνουν εγκράτεια και αντιστέκονται στις επιθυμίες τους, ενώ κρατιούνται συστηματικά μακριά από τις σωματικές ηδονές.
«
κόλαστοι»: αυτοί αντίθετα, αφήνονται στις επιθυμίες και στις σωματικές ηδονές ξεπερνώντας τα όρια του μέτρου.
«Πρ
οι»: είναι οι άνθρωποι που αντιδρούν συγκρατημένα και με ηρεμία στα συναισθήματα οργής.
«
ργίλοι»: αυτοί αντίθετα, δεν μπορούν να χαλιναγωγήσουν την οργή τους, ξεσπούν και αντιδρούν με βίαιο πολλές φορές τρόπο.
Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι ο Αριστοτέλης δίνει κοινωνικό χαρακτήρα στην αρετή. Αυτό προκύπτει απ’ το ότι τόσο η αρετή της δικαιοσύνης όσο και της σωφροσύνης και της πραότητας σχετίζονται με τις καθημερινές δραστηριότητες του ανθρώπου, αντανακλούν στον κοινωνικό περίγυρο και ρυθμίζουν τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Η κοινωνία είναι άλλωστε αυτή που θα κρίνει και θα αξιολογήσει ποια πράξη ή ποιος άνθρωπος είναι ηθικός.
Ο ΟΡΟΣ «ξις»

Στην ενότητα αυτή εμφανίζεται μια νέα έννοια, η έννοια της λέξης «ξις». Η λέξη αυτή ετυμολογικά ερμηνεύεται ως εξής: παράγεται από το θέμα του μέλλοντα του ρήματος «χω» και συγκεκριμένα από το σεχ- < hεχ- < χ + την παραγωγική κατάληξη –σις, η οποία δηλώνει ενέργεια.
Αρχική σημασία της λέξης είναι το να κατέχει κανείς συνέχεια κάτι που έχει αποκτήσει.
Για τον Αριστοτέλη η λέξη απέκτησε ηθικό περιεχόμενο: είναι τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας, που αποκτιούνται με την επίμονη άσκηση και επανάληψη κάποιων ενεργειών. Οι «
ξεις» είναι ένα από τα «γινόμενα ν τ ψυχ». Τα άλλα δύο είναι τα πάθη και οι δυνάμεις. Πάθη (πχ. επιθυμία, οργή, φόβος, χαρά, φιλία, μίσος) είναι όσα έχουν ως αποτέλεσμα την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια. Οι δυνάμεις είναι οι δυνατότητες συμμετοχής στα πάθη, οι οποίες δεν αρκούν από μόνες τους για να χαρακτηριστεί κάποιος καλός ή κακός. Τα μόνιμα αυτά στοιχεία αποκτιούνται με την επανάληψη μιας πράξης, που συνιστά την έξη.
Σήμερα η λέξη έχει αποκτήσει ψυχολογικό περιεχόμενο και είναι η συνήθεια ως αποτέλεσμα επανάληψης, μάθησης ή συνεχούς επίδρασης του ίδιου παράγοντα.
Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΥΠΩΝ «γινόμεθα - γίνονται - πράττοντες - θιζόμενοι»

Με τη χρήση των ρηματικών τύπων που αναφέρονται σε πράξεις, «γινόμεθα - γίνονται - πράττοντες - θιζόμενοι» δηλώνεται ενέργεια, ενώ ο ενεστώτας δηλώνει την επανάληψη. Έτσι δίνεται η ευκαιρία στον Αριστοτέλη να αποδείξει το βαθμιαίο τρόπο κατάκτησης της αρετής, καθώς και ότι και οι έξεις, όπως και οι αρετές, δεν υπάρχουν εκ φύσεως, αλλά είναι αποτελέσματα κάποιων ενεργειών.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΙΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΜΑΣ: «Δι δε τς νεργείας ποις ποδιδόναι.»

Και σ’ αυτό το σημείο καθοριστικός είναι ο ρόλος της επανάληψης, που πρέπει να γίνεται με ποιότητα, ώστε να προσδίδει την ανάλογη ποιότητα και στα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Ο φιλόσοφος επανέρχεται στην άποψή του ότι ενάρετες πράξεις λέγονται όχι μόνον αυτές που μοιάζουν με τις πράξεις των ενάρετων ανθρώπων, αλλά αυτές που γίνονται και με τον τρόπο που τις κάνουν οι ενάρετοι άνθρωποι. (Για τους αναγκαίους όρους ώστε να χαρακτηριστεί μία πράξη ενάρετη βλέπε Ενότητα 2η, Ενότητα 6η και Ενότητα 10η των «Ηθικών Νικομαχείων».)
Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΕΘΙΣΜΟΥ: «ο μικρν ον … μλλον δ τ πν.»

Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι ο εθισμός και η απόκτηση μόνιμων στοιχείων του χαρακτήρα μας έχει πολύ μεγάλη παιδαγωγική αξία. Γι΄ αυτό και εισάγει στην ενότητα αυτό το παιδαγωγικό του σχόλιο. Θεωρεί λοιπόν, ότι ο άνθρωπος πρέπει να συνηθίζει από μικρός σε ηθικές ενέργειες, για να φτάσει στην κατάκτηση των ηθικών αρετών. Μάλιστα, αυτή η διαδικασία πρέπει να ξεκινήσει από πολύ μικρή ηλικία, γιατί τότε συντελείται η διαμόρφωση της ηθικής του συνείδησης. Το φυσικό, οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού παίζει καθοριστικό ρόλο στη σωματική, συναισθηματική, ψυχική και πνευματική ανάπτυξή του. Επιπλέον, επειδή η διαδικασία αυτή απαιτεί πολύ χρόνο, κρίνεται σωστό να ξεκινήσει όσο γίνεται πιο γρήγορα. Οι παιδαγωγικές αυτές αντιλήψεις του Αριστοτέλη συμφωνούν με τις σύγχρονες και φαίνεται ότι έπαιξαν και παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της σύγχρονης αντίληψης για την αγωγή.
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Αναλογίες
«ο
τω δ κα»
«
μοίως δ»
Αντιθέσεις: τονίζουν τους δύο αντίθετους τρόπους συμπεριφοράς
«ο
μν δίκαιοι ο δ δικοι»
«φοβε
σθαι θαρρεν»
«ο
μν νδρεοι ο δ δειλο»
«ο
μν σώφρονες … ο δ’ κόλαστοι»
«ο
μν προι … ο δ’ ργίλοι»
«ο
μν κ το οτωσ ≠ ο δ κ το οτωσ»
Σχήμα από κοινού
«γινόμεθα ο
μν δίκαιοι … ο δ δειλο (γινόμεθα)»
«ο
μν γρ σώφρονες κα προι γίνονται, ο δ’ κόλαστοι κα ργίλοι (γίνονται)»
«ο
μν κ το οτωσ ν ατος ναστρέφεσθαι, ο δ κ το οτωσ (ναστρέφεσθαι)»
Σχήμα υπερβατό
«
μοίως δ κα περ τς πιθυμίας χει»
Παρόλο που ο λόγος του Αριστοτέλη είναι γενικά λιτός, στην τελευταία περίοδο του κειμένου («ο
μικρν ον … μλλον δ τ πν») επιλέγει να συσσωρεύσει μια σειρά εκφραστικών μέσων, προκειμένου να καταδείξει την εξαιρετικά μεγάλη σημασία του εθισμού στην ηθική διαπαιδαγώγηση των παιδιών:
·                 σχήμα επιδιόρθωσης: «ο μικρν ον … μλλον δ τ πν»
·                 σχήμα λιτότητας: «ο μικρν»
·                 σχήμα άρσης – θέσης: «ο μικρν … λλ πάμπολυ»
·                 υπερβολή:«τ πν»
·                 ανιούσα κλιμάκωση: «ο μικρν -> πάμπολυ -> τ πν»

ΕΝΟΤΗΤΑ 5Η
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Πρέπει όμως να θεωρούμε αποδεικτικό σημάδι ότι έχουν διαμορφωθεί τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια που συνοδεύει τις πράξεις μας˙ γιατί αυτός που μένει μακριά από τις σωματικές ηδονές και αυτό ακριβώς του προκαλεί ευχαρίστηση, είναι σώφρων, ενώ αυτός που δυσανασχετεί (με αυτό), (είναι) ακόλαστος και αυτός που υπομένει τους κινδύνους και χαίρεται ή τουλάχιστον δε δυσαρεστείται, είναι ανδρείος, ενώ αυτός που δυσαρεστείται (είναι) δειλός. Γιατί η ηθική αρετή σχετίζεται με την ευχαρίστηση και τη δυσαρέσκεια˙ γιατί εξαιτίας της ευχαρίστησης κάνουμε τιποτένια πράγματα, ενώ εξαιτίας της δυσαρέσκειας μένουμε μακριά από τα ωραία πράγματα. Γι’ αυτό πρέπει να έχουμε διαπαιδαγωγηθεί από την πιο μικρή ηλικία με τέτοιο τρόπο, όπως λέει ο Πλάτωνας, ώστε να ευχαριστιόμαστε και να δυσαρεστούμαστε με αυτά που πρέπει˙ γιατί αυτή είναι η σωστή παιδεία.
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Όταν εκτελούμε μια πράξη, δοκιμάζουμε είτε ευχάριστα είτε δυσάρεστα συναισθήματα και αυτό αποδεικνύει ότι έχουν διαμορφωθεί μέσα μας τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας («α ξεις»). Η θέση αυτή αποδεικνύεται με τα ακόλουθα παραδείγματα: αν κάποιος απέχει από τις βλαπτικές σωματικές ηδονές και αυτό τον ευχαριστεί, τότε αυτό σημαίνει ότι έχει αποκτήσει το μόνιμο χαρακτηριστικό της εγκράτειας˙ αν όμως απέχοντας από αυτές νιώθει δυσάρεστα συναισθήματα, τότε είναι «κόλαστος». Αν πάλι κάποιος υπομένει τις επικίνδυνες πράξεις και αυτό του προκαλεί ευχαρίστηση ή τουλάχιστον όχι δυσαρέσκεια, τότε είναι ανδρείος, ενώ, αν τις υπομένει με δυσαρέσκεια, τότε είναι δειλός. Επομένως, για να θεωρηθεί ότι κάποιος έχει κατακτήσει τις ηθικές αρετές, δεν αρκεί να κάνει ηθικές πράξεις αλλά και να βιώνει ευχάριστα συναισθήματα μέσα από αυτές. Και παρατηρούμε ότι, όταν ένας άνθρωπος δεν κατέχει την αρετή, κάνει τιποτένιες πράξεις, επειδή αυτές τον ευχαριστούν, ενώ κρατιέται μακριά από τις καλές πράξεις, επειδή μ’ αυτές θα νιώσει δυσάρεστα συναισθήματα. Αφού, λοιπόν, τις πράξεις μας τις συνοδεύουν συναισθήματα, πρέπει, για να κατακτήσουμε την αρετή, να συνηθίσουμε να νιώθουμε ευχάριστα συναισθήματα με την εκτέλεση ηθικών πράξεων και το αντίθετο. Αυτό πρέπει να γίνεται με την αγωγή από την παιδική μας κιόλας ηλικία. Αυτή την άποψη συμμερίζεται και ο Πλάτωνας.
«Σημεον δ … τος ργοις·» ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ.

Ο Αριστοτέλης διατυπώνει τη θέση ότι τα ευχάριστα ή δυσάρεστα συναισθήματα που συνοδεύουν τις πράξεις μας αποτελούν το κριτήριο ότι έχουν διαμορφωθεί μέσα μας τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Όταν λοιπόν κάνουμε ενάρετες πράξεις και εξαιτίας αυτών αισθανόμαστε ευχαρίστηση, αυτό σημαίνει ότι η αρετή αποτελεί μόνιμο χαρακτηριστικό μας. Γι αυτό η τέτοιου είδους ηδονή αποτελεί αγαθό για το οποίο δεν πρέπει να αδιαφορούμε. Άλλωστε αυτή είναι και η επιβράβευση για τις ηθικές πράξεις μας. Από την άλλη, η λύπη που αισθανόμαστε, όταν πράττουμε ενάρετα, αποδεικνύει ότι δεν έχουμε κάνει κτήμα μας την αρετή, δεν είμαστε ενάρετοι, αλλά ακόλαστοι. Για να αποδείξει τη θέση αυτή ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί τα ακόλουθα παραδείγματα:
1ο παράδειγμα
μν γρ πεχόμενος … κόλαστος»): αν κάποιος κρατιέται μακριά από τις σωματικές ηδονές και αυτό του προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα, τότε έχει αποκτήσει ένα μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα του και είναι σώφρων, ενώ αν σε κάποιον η αποχή αυτή προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα, τότε έχει διαμορφώσει ένα άλλο μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα του και είναι ακόλαστος. Επομένως, δεν αρκεί να απέχει κανείς από τις σωματικές ηδονές για να χαρακτηρίζεται σώφρων. Τον χαρακτηρισμό αυτόν τον δικαιούται μόνο εάν η αποχή αυτή του προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα.
Για να γίνει πιο κατανοητό το παράδειγμα, καλό είναι να διευκρινιστούν τα εξής:
·                 «δονή»: είναι το ευχάριστο συναίσθημα, η ηθική ικανοποίηση, η ανώτερη ηδονή που ολοκληρώνει τον άνθρωπο και δεν προκαλείται από σωματικό ερέθισμα. Για το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται από σωματικό ερέθισμα, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τον όρο «σωματικα δοναί»,
·                 όταν ο Αριστοτέλης μιλά για αποχή από τις σωματικές ηδονές («πεχόμενος τν σωματικν δονν»), δεν εννοεί την πλήρη αποχή από αυτές, αλλά την αποχή από τις υπερβολικές σωματικές ηδονές, την έμμετρη απόλαυσή τους. Η πλήρης αποχή είναι κατά το φιλόσοφο κακία και αναίσθητος αυτός που απέχει πλήρως από αυτές.
·                 «λύπη»: είναι το δυσάρεστο συναίσθημα,
·                 «σώφρων»: είναι αυτός που χρησιμοποιεί τη σκέψη του ώστε να ενεργεί σωστά, ο εγκρατής, αυτός που τηρεί το μέτρο. Η αποχή από τις σωματικές ηδονές του προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα, γιατί μπορεί και επιβάλλεται πάνω σ’ αυτές και αποδεικνύει στον εαυτό του την ισχυρή του θέληση,
·                 «κόλαστος»: είναι αυτός που απέχει από τις σωματικές ηδονές, επιβάλλεται πάνω σ’ αυτές, αλλά η αποχή αυτή του δημιουργεί δυσάρεστα συναισθήματα. Λυπάται, όταν δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του για απόλαυση των σωματικών ηδονών.
2ο παράδειγμα («κα μν πομένων … δειλός»): αν κάποιος υπομένει τους κινδύνους της μάχης ή τις αντιξοότητες της ζωής και αυτό του προκαλεί ευχάριστα ή τουλάχιστον όχι δυσάρεστα συναισθήματα, τότε έχει αποκτήσει ένα μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα του και είναι ανδρείος. Αν όμως υπομένει τους κινδύνους με δυσαρέσκεια, τότε έχει διαμορφώσει ένα άλλο μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα του και είναι δειλός.

Ας διευκρινίσουμε τώρα τους εξής όρους:
·                 «νδρεος»: αισθάνεται ικανοποίηση, χαρά, όταν αντιμετωπίζει τα δεινά. Αυτό δε σημαίνει ότι δε νιώθει το συναίσθημα του φόβου, αλλά μπορεί και επιβάλλεται πάνω σ’ αυτό και το ξεπερνά κι αυτό είναι στοιχείο της αρετής,
·                 «δειλός»: λυπάται, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τις δυσκολίες, και νιώθει υπερβολικό φόβο στην αντιμετώπιση των κινδύνων. Ο φόβος του υπερβαίνει τα όρια του μέτρου και δεν μπορεί να τον ξεπεράσει. Αυτό είναι στοιχείο της κακίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου