ΕΝΟΤΗΤΑ
11Η
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Επειδή
βλέπουμε ότι κάθε πόλη-κράτος είναι ένα είδος κοινότητας και ότι κάθε κοινότητα
έχει συσταθεί για την επίτευξη κάποιου αγαθού (πράγματι όλοι κάνουν τα πάντα
για χάρη εκείνου που θεωρούν ότι είναι καλό), είναι φανερό ότι όλες (οι
κοινότητες) έχουν για στόχο τους κάποιο αγαθό, κυρίως όμως αυτή που είναι
ανώτερη από όλες τις άλλες και κλείνει μέσα της όλες τις άλλες (έχει για στόχο
της) το ανώτερο από όλα (τα αγαθά). Αυτή λοιπόν είναι (η κοινότητα) που
ονομάζεται πόλη ή πολιτική κοινωνία.
ΣΥΝΤΟΜΗ
ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Κάθε
μορφή κοινωνικής συνύπαρξης έχει συσταθεί για την επίτευξη αυτού που θεωρούν
ότι είναι αγαθό. Εφόσον η πόλη-κράτος είναι μια μορφή κοινωνικής συνύπαρξης
στοχεύει κι αυτή σε ένα αγαθό. Η πόλη-κράτος, όμως, είναι ανώτερη μορφή
κοινωνικής συνύπαρξης, εφόσον εμπεριέχει όλες τις άλλες μορφές κοινωνικής
συνύπαρξης. Επομένως, και το αγαθό στο οποίο αποβλέπει είναι ανώτερο από όλα τα
αγαθά.
Ο
ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ «πόλις».
Σ’ αυτό
το κείμενο ο Αριστοτέλης μας δίνει τον ορισμό της έννοιας «πόλις». Η «πόλις»,
λοιπόν, είναι μια μορφή ανώτερης κοινωνικής συνύπαρξης («ἡ πασῶν κυριωτάτη»), που εμπεριέχει όλες τις άλλες («πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»), και
αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά («τοῦ κυριωτάτου πάντων»).
Είναι δε «ἡ κοινωνία ἡ πολιτική».
Στον ορισμό αυτό μπορούμε να διακρίνουμε το προσεχές γένος (genus proximum) της έννοιας «πόλις» και την ειδοποιό διαφορά της (specifica differentia). Συγκεκριμένα, το προσεχές της γένος, δηλαδή η ευρύτερη κατηγορία στην οποία εντάσσεται η έννοια, είναι ο όρος «κοινωνία» («κοινωνίαν τινα οὖσαν»), ενώ η ειδοποιός διαφορά της, δηλαδή το ιδιαίτερο εκείνο γνώρισμα που τη διαφοροποιεί από τις όμοιές της έννοιες, είναι το αγαθό στο οποίο αποβλέπει. Ειδικότερα, το αγαθό στο οποίο αποβλέπει, που είναι η ευδαιμονία των πολιτών, είναι το ανώτερο από όλα τα αγαθά των άλλων κοινωνιών και μ’ αυτό η «πόλις» επιδιώκει το συμφέρον του συνόλου των πολιτών. Αντίθετα, οι άλλες μορφές κοινωνίας επιδιώκουν ένα επιμέρους αγαθό για το συμφέρον των μελών τους.
Ο Αριστοτέλης επισφραγίζει τον ορισμό της έννοιας «πόλις» με τον χαρακτηρισμό πολιτική κοινωνία, δηλαδή την οργανωμένη πολιτειακά κοινωνία η οποία έχει αυτάρκεια, αυτονομία, ελευθερία, θεσμούς και πολίτευμα. Αφορά, λοιπόν, η πόλη τη γνωστή για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο πόλη-κράτος.
Στον ορισμό αυτό μπορούμε να διακρίνουμε το προσεχές γένος (genus proximum) της έννοιας «πόλις» και την ειδοποιό διαφορά της (specifica differentia). Συγκεκριμένα, το προσεχές της γένος, δηλαδή η ευρύτερη κατηγορία στην οποία εντάσσεται η έννοια, είναι ο όρος «κοινωνία» («κοινωνίαν τινα οὖσαν»), ενώ η ειδοποιός διαφορά της, δηλαδή το ιδιαίτερο εκείνο γνώρισμα που τη διαφοροποιεί από τις όμοιές της έννοιες, είναι το αγαθό στο οποίο αποβλέπει. Ειδικότερα, το αγαθό στο οποίο αποβλέπει, που είναι η ευδαιμονία των πολιτών, είναι το ανώτερο από όλα τα αγαθά των άλλων κοινωνιών και μ’ αυτό η «πόλις» επιδιώκει το συμφέρον του συνόλου των πολιτών. Αντίθετα, οι άλλες μορφές κοινωνίας επιδιώκουν ένα επιμέρους αγαθό για το συμφέρον των μελών τους.
Ο Αριστοτέλης επισφραγίζει τον ορισμό της έννοιας «πόλις» με τον χαρακτηρισμό πολιτική κοινωνία, δηλαδή την οργανωμένη πολιτειακά κοινωνία η οποία έχει αυτάρκεια, αυτονομία, ελευθερία, θεσμούς και πολίτευμα. Αφορά, λοιπόν, η πόλη τη γνωστή για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο πόλη-κράτος.
Ο
ΟΡΟΣ «κοινωνία».
Ο όρος
«κοινωνία» προέρχεται από το ρήμα «κοινωνῶ» που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει
μοιράζομαι ή κάνω κάτι μαζί με άλλους. Έτσι, με τον όρο αυτό νοείται μια ομάδα
ανθρώπων που συνυπάρχουν και συνεργάζονται αποβλέποντας - η καθεμιά ξεχωριστά -
στην επίτευξη ενός κοινού για τα μέλη της σκοπού, ενός επιμέρους συμφέροντος («ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»). Αυτοί, για
παράδειγμα, που πολεμούν μαζί επιδιώκουν τον πλούτο, τη νίκη ή την κατάκτηση
μιας πόλης, οι ναυτικοί έχουν στόχο την απόκτηση χρημάτων, και κάτι ανάλογο
συμβαίνει σε όσους ανήκουν σε μια φυλή ή σε ένα δήμο. Οι επιμέρους αυτές
κοινωνίες αποτελούν, για τον Αριστοτέλη, μόρια της πολιτικής κοινωνίας,
εμπεριέχονται δηλαδή σε αυτή («ἡ
πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»), και τις τοποθετεί σε
υποδεέστερη από αυτή θέση, αφού η πολιτική κοινωνία δε στοχεύει στο ειδικό κατά
περίπτωση συμφέρον, στο συμφέρον της στιγμής, ή στο συμφέρον μιας ομάδας
ανθρώπων, αλλά σ’ ένα ανώτερο αγαθό («κυριωτάτου πάντων»), δηλαδή στην
ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών, που αφορά «ἅπαντα τὸν βίον». Ο Αριστοτέλης στα
«Ηθικά Νικομάχεια» είχε χαρακτηρίσει το υπέρτατο
αυτό αγαθό με την έκφραση «τὸ ἀκρότατον πάντων τῶν πρακτῶν ἀγαθῶν».
ΤΟ
ΑΝΩΤΕΡΟ ΑΓΑΘΟ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΣΤΟΧΕΥΕΙ Η «πόλις»: Η ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ.
Με τη
φράση «κυριωτάτου πάντων» ο Αριστοτέλης εννοεί το υπέρτατο αγαθό στο οποίο
αποβλέπει η «πόλις», δηλαδή την ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών. Η
ανωτερότητα αυτού του αγαθού αποδεικνύει και την ανωτερότητα της ίδιας της πόλης
έναντι των άλλων κοινωνιών. Με άλλα λόγια, εφόσον η πόλη είναι η «κυριωτάτη»
όλων των κοινωνιών, και το αγαθό στο οποίο στοχεύει είναι το «κυριώτατον» όλων
των άλλων αγαθών.
Ήδη στην εισαγωγή των «Ηθικών Νικομαχείων» είδαμε τις ερμηνείες που έδωσαν στον όρο «εὐδαιμονία» διάφοροι φιλόσοφοι, όπως και την ερμηνεία του Αριστοτέλη στο ομώνυμο έργο. Αρχικά, λοιπόν, η λέξη «εὐδαιμονία» (< εὖ + δαίμων) σήμαινε την εύνοια του θείου, κάτι που δίνεται δηλαδή στον άνθρωπο από το θεό. Αργότερα, για το περιεχόμενο της ίδιας λέξης μίλησε ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος. Σύμφωνα με αυτούς, η κατάκτηση της ευδαιμονίας εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο και τις ενέργειές του. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η ευδαιμονία δεν είναι κατάσταση, αλλά διαρκής ενέργεια της ψυχής με τους κανόνες της τέλειας αρετής.
Μελετώντας, λοιπόν, όλες τις παραπάνω απόψεις παρατηρούμε ότι ο όρος «εὐδαιμονία» αφορά τον ηθικό βίο του ανθρώπου. Για τον Αριστοτέλη, όμως, ο όρος αυτός έχει από τη μια ηθικό περιεχόμενο και αφορά τον άνθρωπο ως άτομο και από την άλλη είναι και ο προορισμός της πόλης, που αφορά τον άνθρωπο ως πολίτη. Ο άνθρωπος δηλαδή θα κατακτήσει με τις ηθικές ενέργειές του τόσο την ατομική ευδαιμονία όσο και την ευδαιμονία μέσα στα πλαίσια της πόλης συνυπάρχοντας αρμονικά με τους άλλους πολίτες και ενεργώντας ως πολίτης. Υπό την έννοια αυτή, οι πράξεις του είναι πολιτικές πράξεις, καθώς ενεργεί ως μέλος της πολιτικής κοινωνίας, και έχουν πολιτικές συνέπειες, εφόσον οδηγούν στην ευδαιμονία του πολιτικού συνόλου. Η άποψη αυτή διατυπώνεται ξεκάθαρα από τον ίδιο τον Αριστοτέλη στο έβδομο βιβλίο των «Πολιτικών» του, όπου αναφέρει ότι η ευδαιμονία του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά συμπίπτει με την ευδαιμονία της πόλης. Έτσι, επιβεβαιώνεται η άποψη ότι η ηθική φιλοσοφία είναι μέρος της πολιτικής φιλοσοφίας (βλέπε εισαγωγή «Πολιτικών», σελίδα 178 σχολικού εγχειριδίου).
Ήδη στην εισαγωγή των «Ηθικών Νικομαχείων» είδαμε τις ερμηνείες που έδωσαν στον όρο «εὐδαιμονία» διάφοροι φιλόσοφοι, όπως και την ερμηνεία του Αριστοτέλη στο ομώνυμο έργο. Αρχικά, λοιπόν, η λέξη «εὐδαιμονία» (< εὖ + δαίμων) σήμαινε την εύνοια του θείου, κάτι που δίνεται δηλαδή στον άνθρωπο από το θεό. Αργότερα, για το περιεχόμενο της ίδιας λέξης μίλησε ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος. Σύμφωνα με αυτούς, η κατάκτηση της ευδαιμονίας εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο και τις ενέργειές του. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η ευδαιμονία δεν είναι κατάσταση, αλλά διαρκής ενέργεια της ψυχής με τους κανόνες της τέλειας αρετής.
Μελετώντας, λοιπόν, όλες τις παραπάνω απόψεις παρατηρούμε ότι ο όρος «εὐδαιμονία» αφορά τον ηθικό βίο του ανθρώπου. Για τον Αριστοτέλη, όμως, ο όρος αυτός έχει από τη μια ηθικό περιεχόμενο και αφορά τον άνθρωπο ως άτομο και από την άλλη είναι και ο προορισμός της πόλης, που αφορά τον άνθρωπο ως πολίτη. Ο άνθρωπος δηλαδή θα κατακτήσει με τις ηθικές ενέργειές του τόσο την ατομική ευδαιμονία όσο και την ευδαιμονία μέσα στα πλαίσια της πόλης συνυπάρχοντας αρμονικά με τους άλλους πολίτες και ενεργώντας ως πολίτης. Υπό την έννοια αυτή, οι πράξεις του είναι πολιτικές πράξεις, καθώς ενεργεί ως μέλος της πολιτικής κοινωνίας, και έχουν πολιτικές συνέπειες, εφόσον οδηγούν στην ευδαιμονία του πολιτικού συνόλου. Η άποψη αυτή διατυπώνεται ξεκάθαρα από τον ίδιο τον Αριστοτέλη στο έβδομο βιβλίο των «Πολιτικών» του, όπου αναφέρει ότι η ευδαιμονία του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά συμπίπτει με την ευδαιμονία της πόλης. Έτσι, επιβεβαιώνεται η άποψη ότι η ηθική φιλοσοφία είναι μέρος της πολιτικής φιλοσοφίας (βλέπε εισαγωγή «Πολιτικών», σελίδα 178 σχολικού εγχειριδίου).
Η
ΤΕΛΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ «πόλις» ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ.
Στο κείμενο εντοπίζονται ορισμένες φράσεις που αποδεικνύουν ότι ο
Αριστοτέλης εξετάζει τελεολογικά την έννοια «πόλις» καθώς και τις άλλες μορφές
κοινωνικής συνύπαρξης. Εξετάζει δηλαδή τα παραπάνω σε σχέση με το σκοπό για τον
οποίο υπάρχουν και τον οποίο προσπαθούν να επιτύχουν. Σύμφωνα με την
τελεολογική αντίληψη του φιλόσοφου, η οποία έχει αναλυθεί και σε προηγούμενες ενότητες,
καθετί έχει δημιουργηθεί για να επιτελέσει ένα συγκεκριμένο σκοπό («τέλος») και
να φτάσει στην τελείωση, την ολοκλήρωσή του. Έτσι και η πολιτική κοινωνία, όπως
και κάθε κοινωνική ομάδα, συστάθηκε και υπάρχει για να επιτύχει ένα στόχο. Ο
στόχος μάλιστα της πολιτικής κοινωνίας είναι ο ανώτερος, η ευδαιμονία όλων των
πολιτών της. Συνδέει στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης τον άνθρωπο-πολίτη
(«πάντες») με την πόλη, δηλαδή την επιδίωξη του αγαθού ως σκοπού όλων των
ανθρώπων με την επιδίωξη του αγαθού ως σκοπού της πόλης.
Συγκεκριμένα, σ’ αυτό το κείμενο το «τελικό αίτιο» υποδηλώνεται με τις εξής φράσεις:
Συγκεκριμένα, σ’ αυτό το κείμενο το «τελικό αίτιο» υποδηλώνεται με τις εξής φράσεις:
·
«πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν … καὶ πᾶσαν
κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν
συνεστηκυῖαν» και «πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται», δηλαδή
όλες οι κοινωνίες έχουν συσταθεί για την επίτευξη ενός σκοπού, του αγαθού,
·
«τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν πάντα πράττουσι πάντες», δηλαδή όλοι κάνουν τα πάντα για ένα
σκοπό, το αγαθό,
·
«μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη», δηλαδή η
«πόλις» που είναι ανώτερη μορφή κοινωνίας στοχεύει στο ανώτερο αγαθό, δηλαδή
την ευδαιμονία.
Ο
ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΟΤΙ Η ΠΟΛΗ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΛΕΙΟΤΕΡΗ ΜΟΡΦΗ
ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΒΛΕΠΕΙ ΣΤΟ ΑΝΩΤΕΡΟ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΑΓΑΘΑ.
Σε
αντίθεση με τα «Ηθικά Νικομάχεια», όπου ο Αριστοτέλης χρησιμοποιούσε γενικά
επαγωγικούς συλλογισμούς, παρατηρούμε ότι σ’ αυτή την ενότητα κάνει χρήση παραγωγικών
συλλογισμών. Ξεκινάει, δηλαδή, με μια γενική πρόταση κι έπειτα προχωρεί
στην εξέταση των επιμέρους περιπτώσεων. Έτσι, με την έκφραση «πᾶσαν πόλιν» ξεκινά από τα γενικά και θέτει σε
οντολογική προτεραιότητα το σύνολο, δηλαδή την
πόλη, έναντι του ατόμου. Κατά βάθος πίστευε ότι είναι «κατὰ φύσιν» να αναφερόμαστε πρώτα στα κοινά, στα γενικά
θέματα και ύστερα να περνούμε στα ειδικά, στα
επιμέρους ζητήματα («τὰ περὶ ἕκαστον
ἴδια»).
Αξιοπρόσεκτο είναι ότι τη μέθοδο αυτή που την έβρισκε κατάλληλη για τη μελέτη
και διερεύνηση των φυσικών φαινομένων ο Αριστοτέλης την εφάρμοσε και στη μελέτη
πολιτικών θεμάτων. Αυτό υποδηλώνει ότι συνελάμβανε όλα αυτά τα φαινόμενα (τα
φυσικά και τα πολιτικά) ως όμοια.
Επιπλέον, η χρήση του ρήματος «ὁρῶμεν» υποδηλώνει ότι ο φιλόσοφος στηρίζει τα λογικά του επιχειρήματα στην παρατήρηση της αντικειμενικής πραγματικότητας και στην εμπειρία. Το ίδιο είχε κάνει και στην 1η ενότητα των «Ηθικών Νικομαχείων» με τα παραδείγματα της πέτρας και της φωτιάς. Τα επιχειρήματα αυτά τα χρησιμοποιεί για την προώθηση της σκέψης του και για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Συνδύαζε τα χαρακτηριστικά του θετικού επιστήμονα με τη θεωρητική φιλοσοφική σκέψη. Αποδεικνύεται, δηλαδή, ότι ήταν εμπειρικός (θετικός) και όχι θεωρητικός φιλόσοφος.
Ας δούμε όμως αναλυτικά την πορεία της σκέψης του:
α) Αρχικά, χρησιμοποιεί έναν παραγωγικό συλλογισμό, για να αποδείξει ότι η «πόλις» είναι μια μορφή κοινωνικής συνύπαρξης που αποβλέπει σε ένα αγαθό.
Επιπλέον, η χρήση του ρήματος «ὁρῶμεν» υποδηλώνει ότι ο φιλόσοφος στηρίζει τα λογικά του επιχειρήματα στην παρατήρηση της αντικειμενικής πραγματικότητας και στην εμπειρία. Το ίδιο είχε κάνει και στην 1η ενότητα των «Ηθικών Νικομαχείων» με τα παραδείγματα της πέτρας και της φωτιάς. Τα επιχειρήματα αυτά τα χρησιμοποιεί για την προώθηση της σκέψης του και για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Συνδύαζε τα χαρακτηριστικά του θετικού επιστήμονα με τη θεωρητική φιλοσοφική σκέψη. Αποδεικνύεται, δηλαδή, ότι ήταν εμπειρικός (θετικός) και όχι θεωρητικός φιλόσοφος.
Ας δούμε όμως αναλυτικά την πορεία της σκέψης του:
α) Αρχικά, χρησιμοποιεί έναν παραγωγικό συλλογισμό, για να αποδείξει ότι η «πόλις» είναι μια μορφή κοινωνικής συνύπαρξης που αποβλέπει σε ένα αγαθό.
Ο
συλλογισμός του έχει ως εξής:
1η προκείμενη: κάθε κοινωνία - μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό
«πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»
2η προκείμενη: η πόλη - κράτος είναι μια κοινωνία – μορφή κοινωνικής συνύπαρξης
«πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν»
Συμπέρασμα: η πόλη - κράτος αποβλέπει σε ένα αγαθό
«πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται».
β) Στη συνέχεια, μ’ ένα δεύτερο παραγωγικό συλλογισμό καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πόλη - κράτος είναι ανώτερη μορφή κοινωνίας που αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά.
Ο συλλογισμός του έχει ως εξής:
1η προκείμενη: κάθε κοινωνία - μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό
«πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»
2η προκείμενη: η πόλη - κράτος είναι ανώτερη μορφή κοινωνικής συνύπαρξης, γιατί εμπεριέχει όλες τις άλλες μορφές κοινωνίας
«ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πᾶσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»
Συμπέρασμα: η πόλη - κράτος αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά
«τοῦ κυριωτάτου πάντων»
1η προκείμενη: κάθε κοινωνία - μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό
«πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»
2η προκείμενη: η πόλη - κράτος είναι μια κοινωνία – μορφή κοινωνικής συνύπαρξης
«πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν»
Συμπέρασμα: η πόλη - κράτος αποβλέπει σε ένα αγαθό
«πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται».
β) Στη συνέχεια, μ’ ένα δεύτερο παραγωγικό συλλογισμό καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πόλη - κράτος είναι ανώτερη μορφή κοινωνίας που αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά.
Ο συλλογισμός του έχει ως εξής:
1η προκείμενη: κάθε κοινωνία - μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό
«πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»
2η προκείμενη: η πόλη - κράτος είναι ανώτερη μορφή κοινωνικής συνύπαρξης, γιατί εμπεριέχει όλες τις άλλες μορφές κοινωνίας
«ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πᾶσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»
Συμπέρασμα: η πόλη - κράτος αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά
«τοῦ κυριωτάτου πάντων»
ΑΠΟΨΕΙΣ
ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ, ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ.
Η θέση
του Αριστοτέλη για τη συγκρότηση της πόλης διαφοροποιείται από τις θέσεις του
Πρωταγόρα και του Πλάτωνα.
Πιο συγκεκριμένα, άποψη του Πρωταγόρα, στον ομώνυμο διάλογο που διδαχτήκαμε, είναι ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν «νόμῳ», από την ανάγκη δηλαδή των ανθρώπων να προστατευτούν από τα άγρια θηρία και να επιβιώσουν.
Ο Πλάτωνας υποστήριζε ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν επειδή οι άνθρωποι δεν είχαν αυτάρκεια και ένιωθαν την ανάγκη να βοηθούν ο ένας τον άλλον.
Ο Αριστοτέλης, από την άλλη, θεωρούσε ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν από την έμφυτη τάση των ανθρώπων να συνυπάρχουν με άλλους ανθρώπους σε κοινωνίες οργανωμένες με πολίτευμα, θεσμούς και νόμους (ο άνθρωπος είναι «φύσει ζῷον πολιτικόν»).
Πιο συγκεκριμένα, άποψη του Πρωταγόρα, στον ομώνυμο διάλογο που διδαχτήκαμε, είναι ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν «νόμῳ», από την ανάγκη δηλαδή των ανθρώπων να προστατευτούν από τα άγρια θηρία και να επιβιώσουν.
Ο Πλάτωνας υποστήριζε ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν επειδή οι άνθρωποι δεν είχαν αυτάρκεια και ένιωθαν την ανάγκη να βοηθούν ο ένας τον άλλον.
Ο Αριστοτέλης, από την άλλη, θεωρούσε ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν από την έμφυτη τάση των ανθρώπων να συνυπάρχουν με άλλους ανθρώπους σε κοινωνίες οργανωμένες με πολίτευμα, θεσμούς και νόμους (ο άνθρωπος είναι «φύσει ζῷον πολιτικόν»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου