Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (ΣΕΛ. 39)



Κατηγορίες ποιημάτων του Καβάφη:
Ιστορικά, Φιλοσοφικά, Ηδονικά ή Αισθησιακά.
Τα  Ιστορικά ποιήματα εμπνέονται κυρίως από την ελληνιστική περίοδο, και στα περισσότερα έχει εξέχουσα θέση η Αλεξάνδρεια. Αρκετά άλλα προέρχονται από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και το Βυζάντιο, χωρίς να λείπουν και ποιήματα με μυθολογικές αναφορές (πχ Τρώες). Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Καβάφης δεν εμπνέεται καθόλου από το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, δηλαδή την επανάσταση του ΄21, αλλά ούτε και από την κλασική αρχαιότητα. Οι περίοδοι που επιλέγει είναι περίοδοι παρακμής ή μεγάλων αλλαγών και οι περισσότεροι ήρωές του είναι "ηττημένοι".
Τα αισθησιακά ποιήματα, που είναι και τα πιο λυρικά, κυριαρχεί η ανάμνηση και η αναπόληση. Αυτό που προκαλεί τα συναισθήματα δεν είναι το παρόν, αλλά το παρελθόν, και πολύ συχνά ο οραματισμός
Τα φιλοσοφικά ποιήματα ονομάζονται από άλλους "διδακτικά". Ο Ε.Π.Παπανούτσος τα διαίρεσε στις εξής ομάδες: ποιήματα με "συμβουλές προς ομοτέχνους", δηλαδή ποιήματα για την ποίηση, και ποιήματα που πραγματεύονται άλλα θέματα, όπως το θέμα των Τειχών, την έννοια του χρέους (Θερμοπύλες), της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον), της μοίρας κ.α.
Διαχωρίζοντας το ποιητικό του έργο σε φιλοσοφικό, ιστορικό και ηδονικό, στα ποιήματά του αποτυπώνονται το ερωτικό στοιχείο, τη φιλοσοφική του σκέψη και η ιστορική του γνώση. Όσον αφορά στα ιστορικά του ποιήματα ιδιαίτερα, οφείλουμε να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι τα συνέθεσε βιώνοντας την ατμόσφαιρα μιας πόλης που έγινε κατά το ελληνιστικό της παρελθόν χωνευτήρι λαών και σταυροδρόμι πολιτισμών. Οι ήρωές του είναι γνωστά ιστορικά πρόσωπα ή γεννήματα της φαντασίας του και ο ποιητής αφηγείται στους χαρακτήρες που πλάθει ανθρώπινες συμπεριφορές σημαδεμένες από πρόσκαιρο της επιτυχίας και τη μοίρα που εξουδετερώνει την ανθρώπινη θέληση.
Πόλεις της ανατολικής Μεσογείου -ιδιαίτερα η Αλεξάνδρεια όπως προαναφέρθηκε- είναι ο τόπος που λαμβάνουν χώρα τα περιστατικά των ποιημάτων και σύμφωνα με το περιεχόμενό τους χαρακτηρίζονται από τους σύγχρονους σχετικά ερευνητές της καβαφικής ποιητικής ως ψευδοϊστορικά, ιστορικοφανή και ιστοριογενή. Τη διαφορετικότητα ανάμεσα στα ιστορικά του ποιήματα επισήμανε ο ίδιος ο ποιητής, χωρίς όμως να τους δώσει ιδιαίτερη ονομασία. Εισηγητής του όρου «ψευδοϊστορικό» είναι ο Σεφέρης για να διαχωρίσει με αυτόν τα ποιήματα που χρησιμοποιούν το ιστορικό υλικό μεταφορικά, αλληγορικά δημιουργώντας ψεύτικες ιστορίες[. Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος με τη σειρά του εισηγήθηκε τον όρο «ιστορικοφανή». Εκεί εντάσσει τα ιστορικά ποιήματα, των οποίων τα φανταστικά πρόσωπα εμπλέκονται σε ιστορικό πλαίσιο που επενδύει την πλοκή[. Ο Μιχάλης Πιερής θεώρησε αναγκαίο τον όρο «ιστοριογενή» για τα ποιήματα που γεννήθηκαν από άμεσο ιστορικό υλικό .
Τέλος τα ερωτικά ή αισθησιακά ποιήματα του ηδονικού κύκλου του Καβάφη αποτελούν αναμνήσεις πραγματοποιημένων ή μη ερώτων εκφράζοντας τον ιδιότυπο ερωτισμό του, για τον οποίο έχουν τεθεί αρκετές αμφιβολίες.

Φάσεις του έργου του Καβάφη:
α) 1884-1894: πρώιμη φάση (ρομαντισμός)
β) 1894-1903 (συμβολισμός)
γ) 1900-1933 (ποιητικός ρεαλισμός)



"Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου· ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ."

Τό γήρασμα τοῦ σώματος καί τῆς μορφῆς μου
εἶναι πληγή ἀπό φρικτό μαχαῖρι.
Δέν ἔχω ἐγκαρτέρησι καμιά.
Εἰς σέ προστρέχω Τέχνη τῆς Ποιήσεως,
πού κάπως ξέρεις ἀπό φάρμακα·
νάρκης τοῦ ἄλγους δοκιμές, ἐν Φαντασίᾳ καί Λόγῳ.

Εἶναι πληγή ἀπό φρικτό μαχαῖρι.-
Τά φάρμακά σου φέρε Τέχνη τῆς Ποιήσεως,
πού κάμνουνε - γιά λίγο - νά μή νοιώθεται ἡ πληγή.



ΤΟ ΕΙΔΟΣ
Το ποίημα γράφτηκε τον Αύγουστο του 1918 και δημοσιεύτηκε το 1921, όταν ο ποιητής ήταν 58 ετών. Είναι ένας εσωτερικός μονόλογος του Κ. Καβάφη που μιλά δια στόματος του Ιάσωνος Κλεάνδρου. Εκφράζει την οδύνη του για τα γηρατειά και προστρέχει στην ποίηση που τη θεωρεί φάρμακο κατά της φθοράς του χρόνου. Το θέμα του γήρατος το πραγματεύτηκε και στα ποιήματα «Πολύ σπανίως» και το «Κατά τες
συνταγές αρχαίων ελληνοσύρων μάγων».
Ανήκει στην κατηγορία των φιλοσοφικών ποιημάτων [1]και μάλιστα στην υποκατηγορία των τεχνικών ποιημάτων ή ποιημάτων για την ποίηση, γιατί πραγματεύεται το θέμα της σχέσης του καλλιτέχνη με την τέχνη της ποίησης, όταν αυτός γερνάει. Έχει ψευδοϊστορικό πλαίσιο, καθώς το πρόσωπο που λειτουργεί ως αφηγητής είναι φανταστικό.
Ο ιστορικός  (εξαιτίας μονάχα του ποητικού τίτλου) χαρακτήρας εξυπηρετεί την αποστασιοποίηση του αναγνώστη από την ατομική εμπειρία και τον προβληματισμό του σε θέματα διαχρονικά.
«Ωστόσο το ποίημα είναι κάτι περισσότερο από φιλοσοφικό, είναι τραγικό. Κάθαρση αριστοτελική του ποιητή με τη βοήθεια της τέχνης του. Μοτίβο που χρησιμοποίησε σε μεγάλη κλίματα και ο Γκαίτε και που οι ρίζες του φτάνουν ως τον «Κύκλωπα» του Θεόκριτου».



    Λογοτεχνικές επιδράσεις που εντοπίζονται στο ποίημα.
Ο Καβάφης τοποθετείται μόνον τυπικά στα όρια της γενιάς του 1880. Στα πρώτα του ποιήματα επηρεάζεται από το ρομαντισμό, στη συνέχεια στρέφεται στον παρνασσισμό και κατόπιν στο συμβολισμό. Στην περίοδο της ωριμότητας (1911 και εξής) στρέφεται οριστικά στο ρεαλισμό _ η γραφή του απελευθερώνεται από συμβάσεις κα δίνει έξοχα ποιήματα..
Στα ποίημα «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου…» διαφαίνονται οι επιδράσεις που έχει δεχτεί από τα παραπάνω λογοτεχνικά ρεύματα. Πιο συγκεκριμένα:
Ρομαντισμός: η ιδιαίτερη προτίμηση στη μελαγχολία είναι έκδηλη στο συγκεκριμένο ποίημα (ο ποιητής μελαγχολεί καθώς συνειδητοποιεί τη φθορά που επιφέρει ο χρόνος) ενώ χρησιμοποιούνται και στοιχεία της καθαρεύουσας.
Παρνασσισμός: το λογοτεχνικό αυτό κίνημα αναζητά την έμπνευση στους χαμένους πολιτισμούς της αρχαιότητας και ιδίως στον ελληνικό και διακρίνεται για την ακριβόλογη έκφραση. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι έντονα στο ποίημα καθώς ο Καβάφης προσφεύγει στην ιστορία (Εν Κομμαγηνή: ο δραματικός τόπος, 595 μ.χ ο δραματικός χρόνος) και υπάρχει ακριβολογία (προσεγμένη στίξη, λεπτομερείς αναφορές τίτλου, ακριβής χρονολογία,

ακρίβεια στους στίχους 1 και 3 [ το γήρασμα του σώματος (γενικά) και της μορφής (ειδικά) –διπλή άρνηση ( ο ποιητής δεν έχει καθόλου υπομονή) ]
Συμβολισμός: χαρακτηριστικά του στοιχεία αποτελούν ο ελεύθερος στίχος και η χρήση συμβόλων – αντικειμένων που συσχετίζονται με ψυχικές καταστάσεις (φρικτό μαχαίρι= ο αδυσώπητος χρόνος).
Ρεαλισμός: στοιχεία του αποτελούν η αληθοφάνεια και η πειστικότητα (ρεαλιστική αντιμετώπιση του θέματος – ψευδοϊστορικό πλαίσιο ποιήματος).
Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί πως οι επιδράσεις που δέχτηκε ο ποιητής δε συνυπάρχουν με απόλυτο τρόπο προς τους κανόνες τους.


ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Αφηγητής στο ποίημα, είναι ο Ιάσων Κλεάνδρος. Δεν είναι πραγματικό πρόσωπο, αλλά ένα από τα προσωπεία, που χρησιμοποίησε ο Κ. Καβάφης στα ποιήματά του. Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και η οπτική γωνία του αφηγητή έχει εσωτερική εστίαση.
Στις αποστροφές προς την Τέχνη της ποίησης χρησιμοποιεί β΄ πρόσωπο[2]

ΓΛΩΣΣΑ - ΜΕΤΡΙΚΗ
Η γλώσσα του ποιήματος είναι η δημοτική με λίγα στοιχεία καθαρεύουσας («εγκαρτέρησι», «Ποιήσεως», «άλγους»). Χαρακτηρίζεται από λιτότητα. Δεν χρησιμοποιεί πολλά εκφραστικά μέσα.
Το ποίημα αποτελείται από δύο στροφές με άνισο αριθμό συλλαβών. Οι στίχοι του είναι
ιαμβικοί, ανισοσύλλαβοι και ανομοιοκατάληκτοι..

ΥΦΟΣ
Στην πρώτη ενότητα, στους στίχους 1-3 το ύφος είναι πεζολογικό. Αντίθετα, στους στίχους 4-6 γίνεται λυρικό. Ο αφηγητής προσωποποιεί την ποίηση και αποστρέφεται σε αυτή. Εισάγεται δηλαδή στην ποιητική δράση και ένα δεύτερο πρόσωπο, βουβό και το ποίημα αποκτά θεατρικότητα.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΒΑΦΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Ο Καβάφης ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την ποίηση. Δουλεύει συνεχώς τα κείμενά του και δεν ακολουθεί ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό ρεύμα. Η ποίησή του, έχοντας τα δικά της αποκλειστικά χαρακτηριστικά, είναι έντονα προσωπική. Πιο συγκεκριμένα τα γνωρίσματα των ποιημάτων του είναι τα εξής:
1. Ιδιότυπη γλώσσα (η γλώσσα και η στιχουργική μορφή των ποιημάτων του καβάφη ήταν ιδιόμορφες και πρωτοποριακές για την εποχή, κράμα δημοτικής και καθαρεύουσα με πολίτικους ιδιωματισμούς, αντιρητορική, ψυχρή, σχεδόν καθημερινή, εξυπηρέτησε το απαισιόδοξο, παρακμιακό και στοχαστικό ήθος της ποίησής του βλ. παρακάτω)
2. Ανισοσύλλαβοι – ελεύθεροι  στίχοι.
3. Χωρίς ομοιοκαταληξία (σχεδόν ολοκληρωτική απουσία ομοιοκαταληξίας) και χωρίς επιμέλεια στις χασμωδίες[3], ωστόσο οι στίχοι είναι πολύ επιμελημένοι και προσεγμένοι στις περιόδους, στις παύσεις, στη στίξη (το ιαμβικό μέτρο και η εξεζητημένη ρίμα που υιοθέτησε στα πρώτα του ποιήματα εγκαταλείφθηκαν υπέρ του ελεύθερου στίχου, που συχνά μοιάζει πεζολογικός. Η ομοιοκαταληξία, όταν υπάρχει, συχνά δίνει την αίσθηση του παιχνιδιού ή της ειρωνείας).
4. Ιαμβικός ρυθμός[4], αλλά τόσο επεξεργασμένος που πολύ συχνά είναι δύσκολο να διακριθεί.
5. Σύνταξη απλή και καθημερινή.
6. Πεζολογικό ύφος, λιτό, με σαφήνεια κι ακρίβεια στην έκφραση, ενώ συχνά το χαρακτηρίζει ο διδακτικός τόνος. Αυτό ήταν κάτι πολύ μακριά από τις ποιητικές συμβάσεις της εποχής. Επίσης, το ύφος του το χαρακτηρίζει η διαύγεια σκέψης. Από τα ποιήματά του απουσιάζουν οι λυρικές και πομπώδεις εξάρσεις εξαιτίας της λιτότητας των εκφραστικών μέσων, της ειρωνείας, του ρεαλισμού και της έλλειψης στόμφου.
Πρόκειται στο σύνολό της για μια ποίηση αντι-λυρική (χωρίς τις παραδοσιακές λυρικές εξάρσεις) που συχνά γίνεται πεζολογική
7. Η χρήση προσωπείου ή ψευδοϊστορισμός (χρήση προσώπων – συμβόλων): Αφηγητής του ποιήματος είναι ένα φανταστικό πρόσωπο.
8. Ρεαλισμός.
9. Η δραματικότητα, η θεατρικότητα – το θεατρικό στοιχείο, η δραματοποίηση των ιστορικών στοιχείων που επιλέγει (χαρακτηριστικό στοιχείο πολλών ποιημάτων του ο διάλογος). Οφείλεται στην αποστροφή και την επίκληση του αφηγητή προς την Τέχνη της Ποίησης.
10. Εξαιρετικά λιτός λόγος, με ελάχιστα επίθετα (όσα υπάρχουν έχουν πάντα ιδιαίτερη σημασία, δεν είναι ποτέ συμβατικά, κοσμητικά επίθετα).
11. Εξαιρετικά σύντομα ποιήματα.
12. Ιδιαίτερη σημασία στα σημεία στίξης: παίζουν ρόλο για το νόημα (π.χ. ειρωνεία) η λειτουργούν ως οδηγίες απαγγελίας (π.χ. χαμήλωμα του τόνου της φωνής στις παρενθέσεις).
13. Υπαινικτικότητα.
14. Στοχαστική διάθεση.
15. Το ενδιαφέρον για τα μικρά και τα ασήμαντα (προτιμά τις μεταβατικές ιστορικές καταστάσεις όπου κάθε εξέλιξη είναι πιθανή).
16. Από τα ποιήματά του απουσιάζει η φύση, η εύθυμη νότα, η αισιοδοξία.
17. Η ενεργητική και συνειδητή στάση του ποιητή. Ο καβάφης δε γράφει παρορμητικά και τυχαία, δεν παρασύρεται σε κυκλοθυμικές και ρομαντικές εξάρσεις, ελέγχει απόλυτα το λόγο του, λειτουργεί λογικά και όχι συναισθηματικά ούτε αυθόρμητα.
18. Ο ερωτισμός, η μνήμη, η ανάπλαση σκηνών ή αισθημάτων του παρελθόντος, η διέγερση της φαντασίας.
19.  Ο στωικισμός: ο άνθρωπος, η ανθρώπινη μοίρα αποφασισμένη από υπέρτερες δυνάμεις . απέναντί τους ο άνθρωπος αντιτάσσει την ηθική ελευθερία, την αξιοπρέπεια, την πίστη στο χρέος, την αξιοπρεπή παραδοχή της ήττας, την εγκαρτέρηση.
20.  Η αγωνία και οι ιδέες για την ίδια την τέχνη και την αποστολή της όπως και για το ρόλο του καλλιτέχνη.
21. Η διακειμενικότητα.
22. Ο Καβάφης μιμείται, υποδύεται ρόλους τρίτων, σπάνια υπάρχει ο ίδιος στα ποιήματά του. Προτιμά την αντικειμενική αφήγηση.
23. Σημαίνουσα θέση της ιστορίας (ιδιαίτερα της ελληνιστικής περιόδου) με σκοπό την αποπροσωποίηση των βιωμάτων, την απόκρυψη του «εγώ» και τη διαχρονικότητα του ποιητικού λόγου.


ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ
Αρχικά, ο Κ. Καβάφης έδωσε στο ποίημα τον τίτλο «Μαχαίρι».[5] Στη συνέχεια, αντικατέστησε τον τίτλο αυτό με τον υπάρχοντα. Πρόκειται για έναν από τους πιο εκτενείς τίτλους[6] των ποιημάτων του. Ο τίτλος δίνει πληροφορίες για τον αφηγητή του ποιήματος («Ιάσωνα Κλεάνδρου· ποιητού»), τη συναισθηματική κατάστασή του («Μελαγχολία»), τον τόπο («εν Κομμαγηνή»)[7] και το χρόνο («595 μ. Χ.»)[8] γραφής του ποιήματος.[9]
• Με τη λέξη «Μελαγχολία» δηλώνεται η ψυχική κατάσταση του ποιητή, καθώς περνάνε τα χρόνια. Αυτό το τετριμμένο, το πολυχρησιμοποιημένο για / από τους ποιητές συναίσθημα, η μελαγχολία, αποκτάει άλλη διάσταση, καθώς εντάσσεται σ’ αυτό το ψευδοϊστορικό πλαίσιο.
• Στη συνέχεια αναφέρεται ο αφηγητής. Είναι ο Ιάσων Κλεάνδρος[10] και είναι ποιητής. Δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο. Αντίθετα, είναι πρόσωπο φανταστικό. Πρόκειται για ακόμα ένα από τα προσωπεία που χρησιμοποιεί ο Κ. Καβάφης στα ποιήματά του. Η ταύτιση των δύο ποιητών, του Ιάσωνα Κλεάνδρου και του Κ. Καβάφη, είναι αναπόφευκτη. Κοινά του χαρακτηριστικά είναι η ποιητική τους ιδιότητα και η ηλικία.[11]
• Η Κομμαγηνή είναι ένα πολύπαθο κρατίδιο στα βορειοανατολικά της Συρίας: Ήταν ανεξάρτητο από το 164 π.Χ. έως το 72 μ. Χ. Το 595 μ. Χ., έγινε τμήμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας και από το 638 μ. Χ. πέρασε στην κατοχή των Αράβων.
• Η ημερομηνία «595 μ.Χ.» παραπέμπει σε μια περίοδο απόλυτης παρακμής. Η ημερομηνία συμπίπτει με τη φθορά του ποιητή. Αν παραλείψουμε το 9, μας μένει το 55, που ήταν η ηλικία του Κ. Καβάφη, όταν έγραψε το ποίημα.
Στον τίτλο υπάρχει αρχαιοπρέπεια. Βλέπουμε ότι ο Κ. Καβάφης κάνει χρήση της γενικής ονόματος, της ομοιόπτωτης παράθεσης, ενός εμπρόθετου προσδιορισμού του τόπου και μια χρονολογικής ένδειξης.
Με την χρήση αυτού του προσωπείου ο Κ. Καβάφης κατόρθωσε να αποστασιοποιηθεί από το θέμα που πραγματεύεται στο ποίημα και έτσι τα όσα αναφέρει σε αυτό, να αποκτήσουν αντικειμενικό χαρακτήρα και διαχρονική ισχύ. Επιπλέον, με την αναφορά του σε συγκεκριμένο πρόσωπο και τη χρήση συγκεκριμένου τοπικού και χρονικού προσδιορισμού προσέδωσε στην ποιητική του αφήγηση αληθοφάνεια.

"Είναι ένας από τους εκτενέστερους τίτλους ποιημάτων που έγραψε ο Καβάφης. Όχι χωρίς λόγο, γιατί το ιστορικό άλλοθι αυτού του εσωτερικού μονολόγου περιορίζεται στον τίτλο, και έτσι η ταύτιση των δύο ποιητών γίνεται σχεδόν αναπόφευκτη. Ο Καβάφης άρχισε να γράφει το ποίημα πιθανότατα στα 1918, δηλαδή σε ηλικία 55 ετών, με τίτλο "Μαχαίρι". Το θέμα της ποίησης ως νηπενθούς[12] φαρμάκου συμπυκνώνεται ασύγκριτα στον στίχο: "Νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω".
(Γ.Π.Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά, τόμος πρώτος, Ερμής, 1985, σελ. 293-294).


ΕΝΟΤΗΤΕΣ
1η ενότητα: στ. 1-6. Ο αφηγητής θέτει το πρόβλημα και δηλώνει τη συναισθηματική του κατάσταση. Στη συνέχεια εκφράζει τον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος. Τίτλος ενότητας: Η οδύνη του γήρατος και η αποστροφή στην Τέχνη της Ποίησης.
2η ενότητα: στ. 7 –9. Ο αφηγητής θέτει σε εφαρμογή τον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος που είχε εκφράσει στην προηγούμενη ενότητα. Τίτλος: Η επίκληση στην Τέχνη της Ποίησης.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
1η Ενότητα
• Τό γήρασμα τοῦ σώματος καί τῆς μορφῆς μου. Έχουμε το μοτίβο των γηρατειών. Ο αφηγητής ξεκινά με την αναφορά του στην αιτία της μελαγχολίας του, το γήρας. Το ρήμα γηράσκω, απ’ όπου παράγεται το ουσιαστικό γήρας, είναι εναρκτικό, δηλαδή σημαίνει «αρχίζω να γίνομαι γέρος». Ο αφηγητής διαπιστώνει ότι μπαίνει σε μια περίοδο της ζωής του που, καθώς θα περνά ο χρόνος, θα αλλοιώνονται η εξωτερική του εμφάνιση («τοῦ σώματος») και η ψυχική του μορφολογία («τῆς μορφῆς»)1. Ήδη, τα πρώτα σημάδια της
φθοράς έχουν εμφανιστεί και αυτό είναι κάτι που του προκαλεί μελαγχολία. Κάτι για το
οποίο αγωνιά ο Κ. Καβάφης είναι η φθορά, όχι ο θάνατος. Ο θάνατος αντικρίζεται σαν ένα φυσικό φαινόμενο για τον ποιητή.
• Εἶναι πληγή ἀπό φρικτό μαχαίρι. Ο αφηγητής παρομοιάζει τη βίωση του γήρατος με πληγή από μαχαίρι. Το μαχαίρι συμβολίζει το χρόνο, ο οποίος καθώς περνά από τον ποιητή, του αφήνει τα σημάδια του. Το γήρας του προκαλεί οδύνη, που δηλώνεται με τις λέξεις: «πληγή, φρικτό[13], μαχαίρι». Ο αφηγητής σε αυτό το στίχο κάνει χρήση μεταφοράς και υπαλλαγής (πληγή ἀπό φρικτό μαχαίρι =πληγή φρικτού μαχαιριού).
Η λέξη πληγή επαναλαμβάνεται σε διάφορα σημεία του ποιήματος, προφανώς γιατί είναι η χαρακτηριστικότερη μορφή φθοράς στο ανθρώπινο σώμα.
Τα παρακάτω κείμενα προέρχονται από τη διδακτορική διατριβή της Βογιάννου, Ζωής (2004, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)), Το επίθετο στον Καβάφη. Μορφή, σύνταξη και ποιητική λειτουργία (σελ. 22 και 211).
Ο ποιητής είναι ένας χρήστης της γλώσσας "ιδιό-μορφος"... Και όσον αφορά τη χρήση του επιθέτου, ο ίδιος ο ποιητής εδήλωσε ότι "η τέχνη είναι να δώσεις όλα αυτά μόνο με ουσιαστικά κι αν χρειαστεί ένα επίθετο πρέπει να είναι το αρμόζον". Αυτή η τελευταία λέξη του ποιητή είναι που έχει σημασία στη χρήση του Επιθέτου και την αποτελεσματικότητά του.
"Φρικτό": Μοναδικό επίθετο του ποιήματος που επαναλαμβάνεται, μία φορά στην πρώτη στροφή και μία στη δεύτερη. Προσδιορίζει το ίδιο ουσιαστικό ("μαχαίρι") και ως ονοματικό σύνολο τοποθετείται και τις δύο φορές στο τέλος του στίχου. Στην πρώτη περίπτωση αυτονομείται (β΄στίχος) με τελεία και στη δεύτερη με τελεία και παύλα (α΄στίχος).
Με την τριπλή παύση (τέλος στίχου, τελεία, τελεία και παύλα) και την πρόταξή του προβάλλεται εξαιρετικά το νόημα του επιθέτου, όπως και με την επανάληψη. Προβάλλει όμως και ένα ουσιαστικό που έτσι κι αλλιώς προκαλεί από τη φύση του φρίκη. Η θέα ενός μαχαιριού προκαλεί φρίκη γιατί προκαλεί πληγές. Η μελαγχολία του Ιάσονος βρίσκεται σε κάποια αντίφαση-ειρωνεία με τον πόνο που προκαλεί ένα φρικτό μαχαίρι, γιατί μ` αυτό προκαλούνται πιο έντονα συναισθήματα από τη μελαγχολία, συγχρόνως όμως θέλει να δείξει ο ποιητής πόσο πονάει το γήρασμα του σώματος και της μορφής, δημιουργώντας έτσι μια κλιμάκωση ανιούσα που περιγράφει την αργή και σταδιακή διαδικασία του γήρατος, κάτι που πονάει λίγο λίγο και βασανιστικά, γιατί "νιώθεται" στην κάθε στιγμή και σε κάθε σημείο του σώματος η φθορά.

Δέν ἔχω εγκαρτέρηση καμιά. Ο αφηγητής δηλώνει ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση, ίσως γιατί γνωρίζει ότι το γήρας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί. Η κατάσταση αυτή του είναι αφόρητη. Είναι απελπισμένος και απαρηγόρητος. Το συναισθηματικό του αδιέξοδο δηλώνεται με τις δυο αρνήσεις («Δέν, καμιά»).
Εἰς σέ προστρέχω Τέχνη τῆς Ποιήσεως. Απέναντι στη φθορά αντιπαρατάσσει την Τέχνη της Ποιήσεως. Παρατηρούμε ότι ο αφηγητής προσωποποιεί την ποίηση και αποστρέφεται σε αυτή, για να ζητήσει την βοήθειά της. «Η ποίηση είναι γι’ αυτόν μια υψηλή παρηγοριά, που κατευνάζει το άλγος της φθοράς με την μνημονική αναδρομή».
Πού κάπως ξέρεις ἀπό φάρμακα… Νάρκης τοῦ άλγους δοκιμές, ἐν Φαντασία καί Λόγω. Ο
αφηγητής γνωρίζει ότι η ποίηση δεν είναι πανάκεια, διότι τα γηρατειά είναι αναπόφευκτα. Το μόνο που μπορεί να του προσφέρει η Ποίηση είναι μια προσωρινή νάρκωση, αναλγησία, που απλώς θα τον ανακουφίσει από τον πόνο. Η εντύπωση της πρόσκαιρης θεραπείας υποβάλλεται στον αναγνώστη με τις λέξεις : «λίγο, φάρμακα, νάρκης».
Οι εμπρόθετοι προσδιορισμοί «ἐν Φαντασία καί Λόγω» αναφέρονται στα φάρμακα της Ποίησης. Η Φαντασία είναι που βοηθά τον ποιητή να συλλάβει την ιδέα και ο Λόγος, δηλαδή η γλώσσα, που τον βοηθά να την εκφράσει.
Νάρκης τοῦ άλγους δοκιμές: Υπερβατό. Οι δύο όροι «νάρκης» και «δοκιμές» αποχωρίζονται συντακτικά με την παρεμβολή τοῦ άλγους και έτσι τονίζονται. Η νάρκη προτάσσεται και η δοκιμή μπαίνει στο τέλος της φράσης.
Θεματικός άξονας 1ης ενότητας:  Τα γηρατειά και οι επιπτώσεις τους στο σώμα και στην ψυχή και η τέχνη της ποιήσεως ως αντίδοτο στα δεινά των γηρατειών με όπλα τη φαντασία και το λόγο.

2η Ενότητα.
Εἶναι πληγή ἀπό φρικτό μαχαίρι. Επανάληψη του δεύτερου στίχου. Λειτουργεί εμφατικά, συνεκτικά, δηλαδή συνδέει τις δύο ενότητες, αλλά και ως ανακεφαλαίωση – αιτιολογία για την επίκληση στην Τέχνη της Ποίησεως που ακολουθεί.
Τά φάρμακά σου φέρε Τέχνη τῆς Ποιήσεως. Στην ενότητα αυτή, ο αφηγητής κάνοντας επίκληση στην Τέχνη της Ποιήσεως περνά στην πραγματοποίηση του τρόπου αντιμετώπισης του προβλήματος. Αυτή είναι και η διαφορά ανάμεσα στην αποστροφή και τη επίκληση. Με την επίκληση δηλαδή, πραγματοποιείται ό,τι καταγράφτηκε ως βέβαιη λύση με την αποστροφή. Ουσιαστικά, ο ποιητής στρέφεται προς τον εαυτό του και την ποίηση. Η Προστακτική «φέρε» εκφράζει την επιτακτική ανάγκη να δράσει η ποίηση στον αφηγητή.
Πού κάμνουνε – γιά λίγο – νά μή νοιώθεται ἡ πληγή. Ο ποιητής επαναλαμβάνει πάλι την έννοια του «κάπως» της πρώτης ενότητας. Γνωρίζει ότι η αναλγησία που θα του προσφέρει η ποίηση είναι πρόσκαιρη, μόνο όσο διαρκεί η σύνθεση του ποιήματος.
Θεματικός άξονας 2ης ενότητας: Οι μαχαιριές του χρόνου και ο φόβος των γηρατειών αποτελούν τη βασική αιτία προσφυγής στην τέχνη.

Ανακεφαλαίωση: Στην α΄ στροφή – ενότητα ο τόνος είναι επικλητικός, ενώ στη β΄ στροφή παραινετικός («φέρε»).

Το θέμα του ποιήματος: Το γήρασμα που πληγώνει φρικτά. Ο χρόνος, σα μαχαίρι, φρικτά μας πληγώνει, μας φθείρει. Θλιβερή απόλυτη διαπίστωση: «Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά». Ένας στίχος, τέσσερις λέξεις, η πρώτη και η τελευταία αρνητικές. Πλήρης αδυναμία αυτοπαρηγοριάς. Κι εκεί, η Ποίηση, η Τέχνη της Ποιήσεως. Με κεφαλαία, προσωποποιημένη, σα φίλη, σα σύντροφος. Την οποία ικετεύει ο ποιητής να θεραπεύσει τα σημάδια του χρόνου, έστω και προσωρινά.

«ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΙΑΣΩΝΟΣ ΚΛΕΑΝΔΡΟΥ...» - ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ:
1. Να σχολιαστεί ο εκτενής τίτλος του ποιήματος και η λειτουργία του.
2. Ποιον επικαλείται ο ποιητής στο συγκεκριμένο ποίημα και τι του ζητάει;
3. Γιατί η «Μελαγχολία Ιάσωνος Κλεάνδρου...» αποτελεί ποίημα για την ποίηση;
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ:
1. Ο εκτενής τίτλος του μικρού αυτού ποιήματος προϊδεάζει τον αναγνώστη
σχετικά με το περιεχόμενό του, παρουσιάζοντας το ποιητικό υποκείμενο και την
ψυχική του κατάσταση στο πλαίσιο του χρόνου και του χώρου. Η λέξη
μελαγχολία παραπέμπει στην ψυχική κατάσταση του ποιητή Ιάσωνα
Κλεάνδρου, προσώπου φανταστικού, πίσω από το οποίο κρύβεται ο ποιητής
Καβάφης και με το οποίο ταυτίζεται (είναι και οι δύο ποιητές, Έλληνες της
διασποράς και ανησυχούν – ο Καβάφης όταν έγραφε το ποίημα ήταν 55 χρονών
– για τη φθορά που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου στο σώμα και τη μορφή του
ανθρώπου). Η Κομμαγηνή ήταν ανεξάρτητο κρατίδιο στα ΒΑ της Συρίας, το
οποίο διαλύθηκε, όταν υποδουλώθηκε στους Ρωμαίους το 72 μ. Χ. Αργότερα
περιήλθε στην εξουσία των Αράβων και ύστερα των Βυζαντινών. Αναφορά του
κρατιδίου υπάρχει και στο ποίημα του Σεφέρη «Τελευταίος σταθμός». Ο ποιητής
τοποθετείται σ’ αυτό το ανύπαρκτο πια κρατίδιο, το οποίο λειτουργεί (όπως και
στον Τελευταίο σταθμό του Σεφέρη) ως σύμβολο της φθοράς που επέρχεται με
το χρόνο. Το έτος 595 που επιλέγεται είναι τυχαίο, για να δοθεί διαχρονικότητα
στη γήρανση του σώματος και της μορφής, καθώς και στη θεραπευτική ιδιότητα
της ποίησης.
Ο Καβάφης, λοιπόν, με τη χρήση του μακροσκελούς τίτλου δείχνει το
ενδιαφέρον του για τα αιώνια προβλήματά της ζωής. Ξεκινά από το παρελθόν
για να αποκαλύψει ότι ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα και τους
ίδιους προβληματισμούς σ’ όλες τις εποχές. Αξίζει να επισημανθεί ότι τα
ψευδοϊστορικά ποιήματα λειτουργούν ως αφορμή για να διαβεβαιώσει ο ποιητής
τους αναγνώστες πως δεν μιλά ο ίδιος σε α’ πρόσωπο, αλλά κάποιος άλλος. Με
αυτόν τον τρόπο ο ποιητής πετυχαίνει να κάνει τον αναγνώστη να
αποστασιοποιηθεί από ένα προσωπικό βίωμα και να αισθανθεί την καθολική και
διαχρονική προοπτική του χρόνου, να τον προβληματίσει και να τον κάνει να
στοχαστεί σε ζητήματα που ενδιαφέρουν και τον ίδιο. Βέβαια, ο ποιητής θα
μπορούσε να χρησιμοποιήσει το δικό του όνομα στον τίτλο, όμως, γνώριζε ήδη ότι
η βιογραφία του ήταν φορτωμένη με αναφορές στις ευαισθησίες και τις
ιδιαιτερότητές του και η σύνδεση της μελαγχολίας με τον ποιητή θα ήταν ένα
επιπλέον στοιχείο που θα προκαλούσε ακόμα και κακεντρεχή σχόλια για τη ζωή
του. Εξάλλου, η λέξη μελαγχολία είναι μια λέξη που, αν τη χρησιμοποιούσε μόνη
ο ποιητής στον τίτλο του ποιήματός του, θα προκαταλάμβανε αρνητικά τον
αναγνώστη, όπως συμβαίνει με τόσα ποιήματα που φέρουν τον κοινότοπο αυτό
τίτλο.

2. Με τη φράση «Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως» ο ποιητής σε β’ πρόσωπο
επικαλείται την ποίηση η οποία λειτουργεί ως καταφύγιο του ποιητή, όπου αυτός
βρίσκει παρηγοριά. Προφανώς, η ποίηση υπήρξε για τον ποιητή η τέχνη στην
οποία βρήκε διέξοδο στα προβλήματα, τις αγωνίες και τις ανησυχίες του. Στη
συγκεκριμένη περίπτωση, ζητάει τη βοήθειά της, καθώς συνειδητοποιεί τη
φθορά που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου και τα γηρατειά στη μορφή και το
σώμα. Ο ποιητής ζητάει τη συνδρομή της ποίησης που μπορεί να του προσφέρει
πρόσκαιρη ανακούφιση από τη φθορά που καταφέρνει ο χρόνος να προκαλέσει.
Έτσι, η ποίηση με τη δημιουργική δύναμη της φαντασίας, μεταφέρει τον ποιητή
εκεί, όπου άλλοι άνθρωποι δεν μπορούν να φτάσουν. Μάλιστα, τα
δημιουργήματα της φαντασίας αισθητοποιούνται μέσω της λειτουργίας του
λόγου. Οι έννοιες «Τέχνη», «Ποίηση», «Φαντασία» και «Λόγος»
προσωποποιούνται
Βέβαια, τα φάρμακα της ποίησης δίνουν πρόσκαιρη ανακούφιση και όχι
ριζική θεραπεία. Αυτό δε σημαίνει ότι η βοήθεια της ποίησης δεν είναι
σημαντική. Κάθε άλλο, η ποίηση, με τη δύναμη και την ομορφιά της, σε κάνει να
ξεχάσεις, έστω για λίγο, τον πόνο της πληγής, τη θλίψη για την ασχήμια των
γηρατειών.

3. Το ποίημα αυτό είναι «ποίημα για την ποίηση», καθώς μέσω αυτού
αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ποια ήταν η προσωπική στάση του Καβάφη
απέναντι στην τέχνη της ποίησης. Η ποίηση γι’ αυτόν είναι το καταφύγιο στο
οποίο προσφεύγει, για να νιώσει, έστω και για λίγο, ανακούφιση από τη
μελαγχολία, τη θλίψη και τον αποτροπιασμό που προκαλεί σε κάθε άνθρωπο το
γήρασμα του σώματος και της μορφής. Ο ποιητής μέσω της ενασχόλησής του με
την ποίηση λυτρώνεται, καθώς ξεχνά, έστω και προσωρινά, ότι η φθορά του
χρόνου είναι καταλυτική και ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να σταματήσει
το πέρασμα του χρόνου και να σβήσει από τη μορφή και το σώμα του τα σημάδια
που αφήνει ο χρόνος με το πέρασμά του.


Σύμφωνα με τον καθηγητή Δ. Ράιο: «Η Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου διαποτίζεται ολόκληρη από ειρωνεία. Ο φανταστικός ποιητής Ιάσων Κλεάνδρου σκέπτεται σαν τον ομώνυμο μυθικό αρχηγό της Αργοναυτικής εκστρατείας και καταφεύγει στη δική του Μήδεια, την Ποίηση, αναζητώντας τα νηπενθή φάρμακα που θα γλυκάνουν, έστω για λίγο, τον αβάσταχτο πόνο από το φριχτό μαχαίρι της φθοράς του χρόνου. Ουσιαστικά έχουμε ένα διπλό "ειρωνικό" προσωπείο, καθώς ο Καβάφης κρύβεται πίσω από τον Ιάσωνα Κλεάνδρου, που με την σειρά του λειτουργεί ως μάσκα του μυθικού Ιάσονα».


[1]Κατατάσσεται κυρίως στη φιλοσοφική θεματική περιοχή (στοχασμός σε αιώνια προβλήματα: η αναπόληση σε προχωρημένη ηλικία, η φθορά του χρόνου, η τέχνη ως αντίδοτο κατά της φθοράς).

[2] Ο ποιητής χρησιμοποιεί το β΄ ενικό πρόσωπο και συμμετέχει σε ένα διάλογο με την Ποίηση. Θα μπορούσε ο ίδιος να αναφερθεί στο ποίημά του χωρίς να επιδοθεί στη χρησιμοποίηση ενός φανταστικού προσώπου αλλά είναι σκόπιμο αφού μ’ αυτό τον τρόπο το πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι πρόβλημα όλων,
επιβεβαιώνει έτσι την αλήθεια του προβλήματος, καθιστά το πρόβλημα αυτό διαχρονικό.

[3] Είναι γλωσσολογικό φαινόμενο. Προέρχεται από την εκφώνηση δύο αλλεπάλληλων φωνηέντων, από τα οποία το καθένα αποτελεί ιδιαίτερη συλλαβή. Η κακόηχη αυτή συνάντηση φωνηέντων σε επάλληλες συλλαβές διασπά τη λεκτική συνοχή. Η χασμωδία είναι δυνατό να παρουσιαστεί μέσα σε μια λέξη π.χ. κακοαναθρεμμένος ή στο μέσο δυο λέξεων π.χ. το είπα. Η πρώτη περίπτωση θεραπεύεται στην αρχαία ελληνική γλώσσα με τη συναίρεση ή τη συνίζηση, δηλαδή τη συμπροφορά των δυο συνεχών φωνηέντων π.χ. ακούουν-ακούν. Η δεύτερη θεραπεύεται με την έκθλιψη, την αφαίρεση, την κράση ή την προσθήκη των ευφωνικών συμφώνων -ν και -ς. Π.χ. είπεν ότι, ούτως ώστε

[4] ιαμβικός -ή -ό [iamvikós] Ε1 : (μετρ.) που έχει σχέση με τον ίαμβο ή που αποτελείται από ιάμβους: ~ ρυθμός. Iαμβικό μέτρο. ~ στίχος, ίαμβος. Δεκαπεντασύλλαβος ~ στίχος, πολιτικός. Οι ιαμβικοί στίχοι τονίζονται σε όλες τις ζυγές συλλαβές ή σε μερικές από αυτές. || Aρχαία ελληνική ιαμβική ποίηση, είδος λυρικής ποίησης.
[5] Ο πρώτος τίτλος υπογράμμιζε τη φρίκη των γηρατειών, άφηνε όμως ξεγυμνωμένη την προσωπική πληγή του ποιητή. Γι’ αυτό ο Καβάφης σπεύδει να χρεώσει τη μελαγχολία και την οδύνη στο φανταστικό ποιητή Ιάσονα Κλεάνδρου. Είναι ένας δυσανάλογα μεγάλος τίτλος με προσεκτικά τοποθετημένη στίξη, ώστε να προβάλλει τα μέρη από τα οποία απαρτίζεται, που υποστηρίζει και συμπληρώνει ποικιλοτρόπως το ποίημα (Πανελλήνιες 2012)· ορίζει το ιστορικό πλαίσιο και τον αφηγητή και δίνει έτσι διαχρονική ισχύ στα λεγόμενά του. Είναι ένας στίχος που θα μπορούσε να πάρει τη θέση του μέσα στο ποίημα. Είναι ένας από τους εκτενέστερους τίτλους ποιημάτων που έγραψε ποτέ ο Καβάφης. Όχι χωρίς λόγο, γιατί το ιστορικό άλλοθι αυτού του εσωτερικού μονολόγου περιορίζεται στον τίτλο, και έτσι η ταύτιση των δυο ποιητών γίνεται σχεδόν αναπόφευκτη. Το ποίημα κάλλιστα θα μπορούσε να επιγράφεται «Μελαγχολία του Κωνσταντίνου Καβάφη / ποιητού εν Αλεξανδρεία·1921 μ.Χ.». Ο Καβάφης, λοιπόν, κάνει χρήση ενός ποιητικού προσωπείου και ταυτίζεται με τον Ιάσονα Κλεάνδρου.
[6] Ο εκτενής τίτλος επιβάλλει τον Ιάσονα Κλεάνδρου ως ιστορικό πρόσωπο πειστικότητα / αληθοφάνεια. Ωστόσο αποτελεί ποιητικό προσωπείου του Καβάφη συντελεί στην καθολικότητα του βιώματος και διευκολύνει την εξωτερίκευση / εξομολόγηση.

[7] Η ανύπαρκτη Κομμαγηνή. Το 72μ.χ. υποδουλώνεται από τους Ρωμαίους το κρατίδιο της Κομμαγηνής και οριστικά διαλύεται.

[8] Το 595 μ.χ. είναι επιλεγμένο τυχαία από τον ποιητή. Είναι ο χρόνος που έχει σχέση με το ανύπαρκτο πρόσωπο του τίτλου, Ιάσων Κλέανδρο. Το 1921 ο χρόνος ο οποίος γράφτηκε το ποίημα.
_ Χαρακτηριστικά τεχνικής Ν
[9] Ο χώρος και ο χρόνος του ποιητικού τίτλου [...Κομμαγηνή, 595 μ.Χ.] ίσως παραλληλίζεται από τον Καβάφη με την εποχή του, δεδομένου ότι η χρονολογία που υπάρχει στο τέλος του ποιήματος [1921] αποκαλύπτει (σκόπιμα;) τον χρόνο της ποιητικής σύνθεσης. Η Κομμαγηνή είναι το ποιητικό σύμβολο της απώλειας του ελληνιστικού κόσμου μέσω του οποίου διαδόθηκε ο ελληνικός πολιτισμός στην Ανατολή. Η χρονολογική ένδειξη στο τέλος του ποιήματος παραπέμπει στην εποχή της Μικρασιατικής εκστρατείας (1919-1922) – περίοδος του εθνικού οράματος της Μεγάλης Ιδέας - η οποία κατέληξε στην καταστροφή και τον ξερριζωμό του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Είναι ενδεχόμενο, λοιπόν, αυτόν τον κίνδυνο να προαισθάνεται ο ποιητής και γι’ αυτό να καταφεύγει στον υπαινιγμό της χρονολογίας στο τέλος του ποιήματος, συσχετίζοντας το βασίλειο της Κομμαγηνής – που χάθηκε για τον ελληνισμό – με γεγονότα της εποχής του.

[10] Ο Ιάσων Κλεάνδρου υπήρξε φανταστικό πρόσωπο και το όνομά του πιθανώς με πολλή προσοχή κατασκευασμένο (Ιάσων < ιάομαι=θεραπεύω, Κλεάνδρου<κλέος=δόξα +ανήρ)
[11] Ο ποιητής χρησιμοποιεί άλλοθι το φανταστικό πρόσωπο:
ü  Για να αποστασιοποιηθεί από το δικό του πρόβλημα και να το περιγράψει αντικειμενικά σαν ξένο.
ü  Γιατί αναφερόμενος σ’  ένα επώνυμο πρόσωπο  - έστω και φανταστικό – κάνει πιο πειστική τη θέση του.
ü  Ο τίτλος, τα στοιχεία και ιστορικό τους περίβλημα δίνουν καθολικότητα και διαχρονικότητα. 

[12]φυτό που ο χυμός του διώχνει τις έγνοιες΄ 
[13] "Φρικτό": Μοναδικό επίθετο του ποιήματος που επαναλαμβάνεται, μία φορά στην πρώτη στροφή και μία στη δεύτερη. Προσδιορίζει το ίδιο ουσιαστικό ("μαχαίρι") και ως ονοματικό σύνολο τοποθετείται και τις δύο φορές στο τέλος του στίχου. Στην πρώτη περίπτωση αυτονομείται (β΄στίχος) με τελεία και στη δεύτερη με τελεία και παύλα (α΄στίχος).
Με την τριπλή παύση (τέλος στίχου, τελεία, τελεία και παύλα) και την πρόταξή του προβάλλεται εξαιρετικά το νόημα του επιθέτου, όπως και με την επανάληψη. Προβάλλει όμως και ένα ουσιαστικό που έτσι κι αλλιώς προκαλεί από τη φύση του φρίκη. Η θέα ενός μαχαιριού προκαλεί φρίκη γιατί προκαλεί πληγές. Η μελαγχολία του Ιάσονος βρίσκεται σε κάποια αντίφαση-ειρωνεία με τον πόνο που προκαλεί ένα φρικτό μαχαίρι, γιατί μ` αυτό προκαλούνται πιο έντονα συναισθήματα από τη μελαγχολία, συγχρόνως όμως θέλει να δείξει ο ποιητής πόσο πονάει το γήρασμα του σώματος και της μορφής, δημιουργώντας έτσι μια κλιμάκωση ανιούσα που περιγράφει την αργή και σταδιακή διαδικασία του γήρατος, κάτι που πονάει λίγο λίγο και βασανιστικά, γιατί "νιώθεται" στην κάθε στιγμή και σε κάθε σημείο του σώματος η φθορά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου