Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Του Καθηγητή Φιλολογίας Σαράντου Ι. Καργάκου


Είχα την τιμή της συμμετοχής σε ένα διήμερο εκπαιδευτικό συνέδριο στη Θεσσαλονίκη, που οργάνωσαν τα φιλοπρόο­δα Εκπαιδευτήρια Μαντουλίδη, σε συ­νεργασία με τα επίσης φιλοπρόοδα βι­βλιοπωλεία "Ιανός" κι είχα τη χαρά να πω πολλά και να ακούσω πιο πολλά. Έ­νας από τους ομιλητές αναφέρθηκε στη σχέση του λόγου και της σκέψης. Μνη­μόνευσε μάλιστα και τα ονόματα του Πλάτωνος και του Γ. Χατζιδάκη, πατέ­ρα της Ελληνικής γλωσσολογίας, τον ο­ποίο η προοδευτική διανόηση έχει θά­ψει. Σέβομαι και τιμώ αφάνταστα και τους λόγους του Πλάτωνος και τους λό­γους του Χατζιδάκη. Όμως αυτό δεν με εμποδίζει να εκφράζω μια κάπως διαφο­ροποιημένη άποψη από τις δικές τους α­πόψεις. Λέει ο Ξένος στον Θεαίτητο στον περίφημο πλατωνικό διάλογο "Σοφιστής" την ακόλουθη βαθυστόχαστη φράση: "Ουκούν διάνοια μεν και λόγος ταυτόν"(263ε). Και αμέσως παρακάτω ερωτηματικά, αλλά πάντως καταφατικά, προσθέτει ότι η διάνοια είναι εσωτερι­κός διάλογος που χωρίς φωνή κάνει η ψυχή με τον εαυτό της. Και συμφωνεί α­πόλυτα ο Θεαίτητος, ενώ ο Ξένος ολο­κληρώνει τη σκέψη του λέγοντας πως αυτό που έχει ονομασθεί λόγος είναι ένα ρεύμα που εκπηγάζει από τη διάνοια και εξέρχεται δια του στόματος μετασχημα­τισμένο σε φθόγγο ("Το δε γ' απ' εκείνης ρεύμα δια του στόματος ιόν μετά φθόγ­γου κέκληται λόγος;").
Η δική μου ένσταση ίσως δεν αφορά στο πλατωνικό κείμενο αλλά στην ερμη­νεία του κειμένου που κάνουν πολλοί. Το "ταυτόν" κατ' εμέ δεν σημαίνει ισο­δύναμο. Συμφωνώ ότι ο λόγος είναι εκ­χύλισμα του διαλόγου που κάνει η διά­νοια με τον εαυτό της, αποδέχομαι ακό­μη ότι υπάρχει μια διαλεκτική σχέση α­νάμεσα στο λόγο και στη σκέψη αλλά δεν δέχομαι πως είναι ισοδύναμα μεγέ­θη. Τα όρια της γλώσσας μου δεν είναι και όρια της σκέψης μου. Ασφαλώς και τα δύο εξελίσσονται και αλληλοεπηρεά­ζονται σ' αυτή την αέναη εξέλιξη, αμοι­βαίως τροφοδοτημένα, αλλά η εξέλιξη της γλώσσας ακολουθεί μια μαθηματική πρόοδο, ενώ η σκέψη πορεύεται κατά γεωμετρική πρόοδο. Κι ίσως τούτο να ο­φείλεται στην ταχύτητα της σκέψης που τρέχει - μάλλον πετάει - πιο γρήγορα α­πό το λόγο και γι' αυτό συχνά αυτό που σκεφτόμαστε, αδυνατούμε να το εκφρά­σουμε κι αν δεν το εκφράσουμε υπάρχει κίνδυνος να το ξεχάσουμε, γιατί μια άλ­λη σκέψη εισβάλλει ορμητικά και το α­ποδιώχνει. Κι ίσως τούτο να γίνεται και για μια άλλη αιτία. Όλοι οι άνθρωποι της γης σκεφτόμαστε μι: τον ίδιο τρόπο περίποι τα ίδια πράγματα περίπου. Και ο Α­φρικανός και ο Ευρωπαίος, παρόλο που έχουν διαμορφώσει άλλο τρόπο σκέψης,
τουλάχιστον στα πιο βασικά πράγματα σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο. Το "θέλω να φάω", και ο Αφρικανός και ο Ευρω­παίος το σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο. Η διαφοροποίηση έγκειται στο ότι κάπο­τε ο Αφρικανός μπορούσε, για να ικανο­ποιήσει το ένστικτο της πείνας, να φάει έναν Ευρωπαίο (που δεν τρώγεται με τί
ποτα), ενώ σήμερα σίγουρα ο Ευρωπαί­ος τρώει τον Αφρικανό και όχι μόνο έ­ναν και όχι μόνο με τα δόντια. Το πρό­βλημα βρίσκεται στο εξής, αυτό που, grosso modo, όλοι σκεφτόμαστε με τον ί­διο τρόπο, δεν μπορούμε να το εκφρά­σουμε λεκτικά με τον ίδιο τρόπο, αλλά το εκφράζουμε με χιλιάδες γλώσσες. Γιατί, ενώ στη σκέψη έχουμε - αν όχι μοναρ­χία - πάντως ολιγαρχία, στη γλώσσα έ­χουμε πολυγλωσσία. Σε ένα χαμηλό επί­πεδο σκέψης οι άνθρωποι σε όλα τα μέ­ρη της γης μπορούσαν να μιλάνε περί­που όμοια, μια και ο λόγος τους ήταν παραλλαγή του γρυλλισμού, της κραυγής, του επιφω­νήματος. Υ­ποθέτω ότι πριν από 100.000 χρόνια (για να αναφερ­θούμε σε μία "εξελιγ­μένη" επο­χή) οι άν­θρωποι της τότε Αφρι­κής, αν εί­χαν τα ίδια ακούσματα, άνετα μπορού­σαν να συνεννοηθούν με τους τότε κα­τοίκους της Αμερικής.
Η γλωσσική διαφοροποίηση είναι α­πότοκος της τεχνικής προόδου σε όποιο επίπεδο κι αν συντελείται αυτή. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από τη θρησκευτική παράδοση του Πύργου της Βαβέλ. Όλοι οι άνθρωποι σκέφτηκαν να κάνουν κάτι που για όλους ήταν το ίδιο. Και που όλοι αρχικά, πριν το φτιάξουν, το έλεγαν με τον ίδιο τρόπο. Κι όταν άρχισαν να το φτιάχνουν, τότε άρχισαν να το εκφρά­ζουν κατά διαφορετικό τρόπο. Και μπερ­δεύτηκαν. Κι έτσι, ενώ η σκέψη είχε πά­ει πιο μπροστά και πιο ψηλά, το έργο έ­μεινε στα χαμηλά, γιατί δεν αρκούσε η αρχική μία γλώσσα να εκφράσει αυτό που έπρεπε οι άνθρωποι να κάνουν για να λάβει υπόσταση αυτό που η σκέψη ό­λων είχε συλλάβει.
Έτσι η σκέψη προχώρησε και εκφρά­στηκε με γλώσσες πολλές που άλλες ε­ξελίχθηκαν περισσότερο κι άλλες λιγό­τερο, ανάλογα με τις συνθήκες που οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν κατά χρόνο και χώρο. Πάντα όμως, η σκέψη είχε μία προπόρευση έναντι του λόγου έστω κι αν κατά καιρούς εμφανίζονται περιπτώ­σεις ανθρώπων με πλουσιότατο, χάρη στη παιδεία τους, λόγο, αλλά με πενι­χρότατη σκέψη. Η παιδεία αναπτύσσει ασφαλώς και το λόγο και τη σκέψη. Κι αν δεν υπηρετεί και τα δύο και υπηρετεί μόνο το λόγο, είναι δηλαδή παιδεία λό­γων, τότε η σκέψη μένει ατροφική. Είναι ενδεικτικό ότι οι πιο υψηλές διανοητικές συλλήψεις γίνονται εν σιωπή. Ας θυμη­θούμε τον "Σκεπτόμενο" του Ροντέν. Έ­ναν σκεπτόμενο που ομιλεί χωρίς να ο­μιλεί, και που για να ομιλεί έτσι όπως ο­μιλεί, πρέπει να έχει σφικτά, συμπιεσμέ­νο με τη γροθιά, κλεισμένο το στόμα του. Κι αφού το νόημα συλληφθεί, τότε αρχίζει ο βασανισμός της σκέψης να το εκφράσει. Φυσικά, μια ανεβασμένη γλωσσικά παιδεία διευκολύνει αφάντα­στα τη σκέψη, διότι δίνει έτοιμα σχήμα­τα. Οι φράσεις είναι καλούπια, για να μπουν μέσα σ' αυτές τα νοήματα. Όσο κι αν λέμε ότι σκεπτόμαστε με λέξεις, στην πραγματικότητα σκεπτόμαστε με κάτι περισσότερο από τις λέξεις. Σκεπτόμαστε και με φράσεις που είναι ένα σύνθε­το νόημα. Η διάνοια είναι πιο πλούσια και πιο παραγωγική από τη γλώσσα μας. Γι' αυτό πάντα πρέπει να φροντίζουμε να δίνουμε όσο γίνεται πιο πλούσιο λεξιλό­γιο, πιο πλούσια εκφραστικά μέσα στη νέα γενιά, για να μπορεί να ντύνει λεκτι­κά τα νοήματα της. Κι από την άποψη αυτή, εμείς οι Έλληνες είμαστε τυχεροί, γιατί διαθέτουμε την πιο πλούσια και την πιο εκφραστική γλώσσα του κό­σμου. Το "φτώχεμά" της θα φέρει και το "φτώχεμα" της σκέψης. Και το έφερε.
Πάντα υπήρχε το πρόβλημα της συμπόρευσης λόγου και σκέψης. Γι' αυτό διαμορφώθηκαν από την αρχαία εποχή δύο τύποι λόγου ο λόγος με λόγια και ο λόγος μι: αριθμούς. Ο λόγος με λόγια μπορεί να εκφέρεται και χωρίς σκέψη. Πόσο σκεπτόμαστε την ώρα που τρα­γουδάμε; Και μήπως συχνά, δεν τραγου­δάμε για να μη σκεπτόμαστε; Ο λόγος ό­μως με αριθμούς απαιτεί σκέψη. Και γι' αυτό χρειάστηκε να αποτυπώνονται όχι μόνο στο μυαλό , αλλά και σε μια γρα­φική ύλη με ποικίλα σύμβολα αριθμητι­κά. IV αυτό - και νομίζω πως 6ε σφάλλω σ' αυτό - τα πρώτα συστήματα γραφής ε­πινοήθηκαν για να αποτυπωθεί ο λόγος των αριθμών που είναι γλώσσα του μυα­λού και όχι ο λόγος με λόγια, που μπο­ρεί να είναι λόγος του ένστικτου και του συναισθήματος. Τα μαθηματικά, λοιπόν, με την ευρεία χρήση τους σε όλες τις ε­πιστήμες, είναι μια γλώσσα που ασφα­λώς μιλιέται, που ασφαλώς γράφεται αλλά και που γράφεται χωρίς να μιλιέ­ται και που για να βγει προς τα έξω α­παιτεί σύμβολα και αριθμούς που λένε πολύ περισσότερα από αυτά που "λένε". Π.χ. το να εκφράσω σε "λόγο με λόγια" μια απλή μαθηματική εξίσωση που εν­δεχομένως περιέχει τρία σύμβολα ( π.χ. Ε = m?c2) θα χρειαστώ μια πολύωρη ο­μιλία και μια πολυσέλιδη γραπτή εργα­σία. Οι αριθμοί είναι συμπυκνωμένοι σε σύμβολα σκέψης. Γι' αυτό με τους δέκα αριθμούς μπορώ σε επίπεδο επιστημονι­κής σκέψης να εκφράσω περισσότερα α­πό τα 24 (ή και περισσότερα) γράμματα του αλφαβήτου, αν αυτά αποτυπώνουν μόνο λόγο με λόγια και όχι λόγο με α­ριθμούς.
Παρ' όλη την προπόρευση της σκέ­ψης μέχρι τουλάχιστον τη δική μας εποχή, το άρμα της γενικής πνευματικής προόδου - παρά τα κατά καιρούς ολι­σθήματα - προχώρησε, αν όχι πάντα κα­λά, πάντως υποφερτά. Σε γενικές γραμ­μές, μπορέσαμε και εκφράσαμε με λέ­ξεις αυτά που σκεπτόμαστε και αισθα­νόμαστε ή και αυτά που φανταζόμαστε. Κι αυτές οι λέξεις δυνάμωναν ακόμη πε­ρισσότερο τη σκέψη. Όταν λέω "νερό" σκέπτομαι τη δίψα, σκέπτομαι τη δρο­σιά, σκέπτομαι τις νεράιδες, την κόλαση ("Νερό, την κόλαση να σβήσω"). Όταν λέω "ύδωρ" σκέπτομαι έναν χημικό τύ­πο, μια φιλοσοφική θεωρία (του Θαλή), σκέπτομαι ένα μεταφορικό μέσο (υδρο­πλάνο), σκέπτομαι ΐον πλούτο (υδάτινος πλούτος), ένα δοχείο (κλεψύδρα, υδρία), σκέπτομαι ένα όργανο (υδρόμετρο) και περίπου 200 άλλα "πράγματα", από τον υδραυλικό μέχρι το καρπούζι (υδροπέπων). Και σκέπτομαι πόσο ξερή θα ήταν η σκέψη μας, αν έλειπε αυτός ο "αρδευ­όμενος" από το ύδωρ γλωσσικός πλού­τος και περιοριζόμαστε μόνο στο ...νε­ρό!
Τώρα, όμως, πιστεύω ότι έχουμε φτάσει στο όριο των καιρών. Το σήμερα δεν είναι χτες. Και πολύ περισσότερο δε θα είναι το αύριο. Σε παλαιότερες επο­χές ο άνθρωπος εξελισσόταν πιο αργά και ο χωροχρόνος εν πολλοίς του ήταν γνωστός. Το σήμερα έμοιαζε με το χθες, όσο κι αν δεν ίσχυσε ποτέ σε απόλυτο βαθμό η Καβαφική "Μονοτονία".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου