Μεθοδολογία ανάλυσης πηγών ιστορίας κατεύθυνσης

Μια πηγή σε γενικές γραμμές:
Επιβεβαιώνει και, συνακόλουθα, τεκμηριώνει τις πληροφορίες του σχολικού βιβλίου, επεξηγεί  και διασαφηνίζει  σε αναλυτικότερη διατύπωση τα περιληπτικής διατύπωσης ιστορικά δεδομένα του σχολικού βιβλίου, παρέχει πρόσθετα στοιχεία για ένα θέμα (λ.χ. προσδιορίζοντας επιπλέον λόγους, αίτια, συνέπειες κι αποτελέσματα για ένα ζήτημα – πέρα από όσα δίνει το σχολικό βιβλίο), καταθέτει μια αντίθετη άποψη και συνακόλουθα διαφοροποιείται από αυτή που υποστηρίζεται στο κείμενο του σχολικού βιβλίου, ή αποτελεί συνδυασμό των παραπάνω.   
Ο μαθητής είναι υποχρεωμένος αρχικά να αντιληφθεί τη σχέση της πηγής με το σχολικό βιβλίο και στη συνέχεια να αξιοποιήσει το κείμενο της πηγής, για να ενισχύσει την απάντησή του. Οι μέθοδοι που κρίνονται προτιμητέες είναι: η σύνθεση και η παράθεση.

Η μέθοδος της σύνθεσης

Με τη μέθοδο της σύνθεσης, ο μαθητής επιχειρεί να συνδυάσει τα δεδομένα του βιβλίου με αυτά της πηγής. Θεωρείται ότι διαθέτει υψηλότερο συντελεστή δυσκολίας, άρα και ανταποδοτικότητα στη βαθμολόγηση. Κατά την ανάγνωση της πηγής πρέπει ο υποψήφιος να εντοπίσει τα στοιχεία εκείνα που έχουν νοηματική συνάφεια με όσα ο ίδιος γνωρίζει από το σχολικό βιβλίο. Αποτελεί, βεβαίως, προϋπόθεση η επαρκής γνώση του κειμένου του σχολικού βιβλίου, μια και είναι η βάση, στην οποία θα εδρασθεί η απάντηση στην ερώτηση.
Είναι θεμιτή η κατασκευή ενός ευσύνοπτου σχεδιαγράμματος, προκειμένου να επιτευχθεί η καλύτερη και όσο το δυνατόν πληρέστερη σύνδεση και ταύτιση των δεδομένων πηγής και βιβλίου. ( Η δημιουργία ή όχι του σχεδιαγράμματος και κυρίως η αναλυτικότητά του εξαρτώνται βέβαια από το χρόνο που διαθέτει ο υποψήφιος).
Το σχεδιάγραμμα αποτελείται από δύο στήλες. Στην αριστερή στήλη σημειώνουμε περιληπτικά τις πληροφορίες που απαιτούνται στην απάντηση από το βιβλίο και στη δεξιά στήλη τις σχετικές πληροφορίες από την πηγή. Για κάθε στοιχείο του βιβλίου (ένα δεδομένο ή και ευρύτερη ενότητα), προσπαθούμε να εντοπίσουμε (αν υπάρχει) και να συνδέσουμε την ανάλογη και συναφή αναφορά της πηγής.
Στην περίπτωση που η πηγή καταγράφει αντίθετες απόψεις από εκείνες του βιβλίου πρέπει, αφού πρώτα καταγράψουμε τις ιστορικές μας γνώσεις από το σχολικό εγχειρίδιο, να σημειώσουμε και να τονίσουμε την αντίθεση της πηγής κα στη συνέχεια να αναφερθούμε αναλυτικά στη διάσταση των απόψεων και, αν είναι δυνατόν, να την αιτιολογήσουμε. Σε αυτήν την περίπτωση είναι αναγκαίο ο μαθητής να θεωρήσει βασικά ορθή την άποψη που καταγράφει το σχολικό βιβλίο.
Μετά την ολοκλήρωση του σχεδιαγράμματος, προχωρούμε στην ολοκληρωμένη ανάπτυξη της απάντησης. Είναι προφανές ότι το κείμενο του σχολικού βιβλίου πρέπει να γραφεί κατά το δυνατόν αυτούσιο (όταν η δυνατότητα της κατά γράμμα απομνημόνευσης είναι εφικτή) ή τουλάχιστον με πλήρη  απόδοση του νοήματος που έχει ο μαθητής αφομοιώσει (όταν αδυνατεί να υποβληθεί στη διαδικασία της αποστήθισης).
Στη συνέχεια, και με βάση πάντα το σχεδιάγραμμα, ο μαθητής αξιοποιεί το κείμενο της πηγής για να επιβεβαιώσει, να τεκμηριώσει και να αναπτύξει περισσότερο τα όσα έχει ήδη γράψει από το βιβλίο, δημιουργώντας τόσες συνδέσεις βιβλίου – πηγής, όσες του επιτρέπει το σχεδιάγραμμά του.
Είναι πιθανόν αναγκαίο κάθε φορά που ο υποψήφιος μεταβαίνει από το κείμενο του βιβλίου στο δεδομένο της πηγής να χρησιμοποιεί και μια μεταβατική φράση, η οποία θα εξομαλύνει το πέρασμα από το βιβλίο στην πηγή και θα από/κατά-δεικνύει στο διορθωτή την κριτική και συνθετική σκέψη του μαθητή. Πρέπει να σημειωθεί ότι η απλή επανάληψη του κειμένου της πηγής συνιστά σφάλμα μεθοδολογικό. Ο μαθητής οφείλει να αναπλάσει δημιουργικά με το δικό του λόγο και ύφος την πληροφορία που αντλεί από τη κείμενο της πηγής.
Συνοπτικά: Κείμενο βιβλίο + μεταβατική φράση + κείμενο πηγής.
Οι επιπλέον πληροφορίες του παραθέματος, όσες δηλαδή δεν μπορούμε να συνδέσουμε με το σχολικό  βιβλίο, θα τοποθετηθούν στην απάντησή μας αμέσως μετά την ανάπτυξη της σύνθεσης. Τις χαρακτηρίζουμε επιπρόσθετα στοιχεία και δεδομένα, που συμβάλλουν στην ευρύτερη κι ολοκληρωμένη διαπραγμάτευση της ερώτησης.

Παρατίθενται στη συνέχεια ορισμένες εκφράσεις που μπορούν να αξιοποιήσουν οι υποψήφιοι, προκειμένου να επιτευχθεί η επαρκής νοηματική σύνδεση των δεδομένων του βιβλίου με τις πληροφορίες της πηγής:
Σύμφωνα [μάλιστα και] με τα δεδομένα / στοιχεία που εξάγουμε / συνάγουμε / αντλούμε από το ιστορικό παράθεμα / πηγή …
Ανάλογες / Σχετικές / Παραπλήσιες είναι και οι πληροφορίες που παρέχει το ιστορικό παράθεμα / πηγή …
Η συγκεκριμένη άποψη μπορεί να τεκμηριωθεί βάσει της σχετικής μαρτυρίας που παρέχει το ιστορικό παράθεμα…
Τα όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως γίνονται τεκμαρτά / κατανοητά / αντιληπτά κι από το κείμενο του ιστορικού παραθέματος …
Ενισχυτικά / Προς επίρρωση των συγκεκριμένων δεδομένων, το ιστορικό παράθεμα καταγράφει ανάλογες πληροφορίες …
Πραγματικά / Όντως / Ειδικότερα / Γενικότερα / Συγκεκριμένα / Τελικά / Καταληκτικά / Ανακεφαλαιωτικά / Συνολικά / Επιπρόσθετα / Διευκρινιστικά / Συμπερασματικά / Επεξηγηματικά / Αντίθετα / Συμπληρωματικά είναι δυνατόν / είναι αναγκαίο / είναι εύλογο / είναι σημαντικό / να επισημανθεί / να σημειωθεί ότι …
Πρέπει / Οφείλει βέβαια / οπωσδήποτε / πάντως / φυσικά / εν τέλει / ίσως / πιθανόν να λάβει κανείς υπόψη το γεγονός ότι και στο ιστορικό παράθεμα διατυπώνονται παρόμοιες / παραπλήσιες / πανομοιότυπες πληροφορίες …
Πέρα από τα όσα σημειώθηκαν, είναι αναγκαίο να επισημανθεί / διευκρινιστεί / σημειωθεί και με βάση τα δεδομένα του κειμένου της πηγής ότι …
Η συγκεκριμένη άποψη / πληροφορία μπορεί να ερμηνευτεί / ενισχυθεί με σχετική παραπομπή σε ανάλογες πληροφορίες του ιστορικού κειμένου…
Οι προαναφερθείσες απόψεις / στοιχεία έρχονται σε [πλήρη / μερική] συμφωνία / σε ευθεία αντίθεση / συγκλίνουν / αποκλίνουν / διαφοροποιούνται / ταυτίζονται με όσα καταγράφονται στο ιστορικό παράθεμα…


Η μέθοδος της παράθεσης
Η μέθοδος της παράθεσης θεωρείται ταχύτερη και πιθανόν ευχερέστερη. Διευκολύνει το μαθητή στην απόδοση του σχολικού βιβλίου, ανεξάρτητα από το κείμενο της πηγής και αντίστροφα. Παράλληλα, συμβάλλει και στη σωστή βαθμολογική αξιολόγηση τη απάντησης από το διορθωτή. [Η επιλογή της μεθόδου σύνθεσης ή  παράθεσης εξαρτάται από ποικιλία παραγόντων. Συνθήκες όπως ο διαθέσιμος χρόνος, η ποιότητα της προετοιμασίας του υποψηφίου, η νοητική ετοιμότητα και εγρήγορση της στιγμής κ.α., είναι δυνατόν να καθορίσουν τον τρόπο διαπραγμάτευσης της πηγής. Θεωρητικά, πάντως, η βαθμολογική αξιολόγηση αναμένεται να είναι η ίδια].
Κατά πρώτον ο μαθητής γράφει τις σχετικές με την ερώτηση ιστορικές γνώμες, όπως αυτές προκύπτουν από το σχολικό βιβλίο.
Στη συνέχεια σχολιάζει το κείμενο της πηγής, αφού πρώτα κατά την ανάγνωσή της έχει εντοπίσει εκείνα τα σημεία που απαιτούνται, προκειμένου να δώσει επαρκή απάντηση στην ερώτηση.
Φορμαλιστικές φράσεις του τύπου «όπως έχει ήδη αναφερθεί … προηγουμένως έγινε λόγος για … σημειώθηκε ήδη ότι … σε συνέχεια των όσων αναφέρθηκαν … σε συνάρτηση με τα προηγούμενα …» είναι πιθανόν αναγκαίες, προκειμένου να επιτευχθεί επαρκής σύνδεση της πηγής με τα όσα έχουν γραφεί από το βιβλίο.

Γενικές παρατηρήσεις - οδηγίες
- Ο μαθητής οφείλει στο κείμενό του να τηρεί τη σωστή έκταση των παραγράφων και να δημιουργεί νοηματικές ενότητες.
Στο τέλος ή στις τελευταίες παραγράφους της ανάλυσης της πηγής πρέπει να τοποθετούνται όλα εκείνα τα στοιχεία της πηγής, που δεν μπορούν να αναχθούν σε πληροφορία του σχολικού βιβλίου, καθώς επίσης και οι αντίθετες απόψεις που τυχόν καταγράφει η πηγή για ένα ζήτημα.
- Η χρήση προλόγου κι επιλόγου – τόσο στη μέθοδο της σύνθεσης, όσο και στη μέθοδο της παράθεσης – είναι θεμιτή σε λογικά πλαίσια. Για τη δόμηση του προλόγου αξιολογούμε το γενικό πνεύμα του σχολικού βιβλίου για μία ενότητα ή βασιζόμαστε στην πρώτη παράγραφο του κεφαλαίου (όταν αυτή είναι εισαγωγική) ή συμπυκνώνουμε τα δεδομένα που προηγούνται της απάντησής μας σε μια προσπάθεια να δώσουμε σε αυτή την αίσθηση της ιστορικής αλληλουχίας των γεγονότων.   Ο επίλογος πρέπει να αναφέρει γενικά συμπεράσματα, τα οποία απορρέουν από το συσχετισμό των δεδομένων βιβλίου και πηγής ή να συμπυκνώνει δεδομένα που έπονται της απάντησής μας σε μια προσπάθεια να δώσουμε σε αυτή την αίσθηση της ιστορικής αλληλουχίας των γεγονότων.
- Το κείμενο του ιστορικού παραθέματος μπορεί να αξιοποιηθεί στην αρχική του μορφή και να ενταχθεί οργανικά στο εσωτερικό της απάντησης μας κυρίως με δύο τρόπους, με τη χρήση της παρένθεσης (…) ή των εισαγωγικών «…» . Δεν πρέπει, όμως, να υπερβαίνει το όριο της μίας σειράς ούτε βέβαια να γίνεται κατάχρηση.
- Ενδεικνυόμενη μέθοδος θεωρείται,  παρουσίαση του κειμένου της πηγής με δικά μας λόγια και στη συνέχεια η παράθεση του ίδιου του κειμένου εντός παρένθεσης στο τέλος της περιόδου. [Δίνουμε την αρχή και το τέλος της περιόδου του  κειμένου θέτοντας ενδιάμεσα τρεις τελείες …][1]
- Η πληροφορία της πηγής ενδέχεται να μην αποτελεί άμεση απάντηση στο ζητούμενο της ερώτησης και να αποτελεί αφορμή για εμβάθυνση κι επαγωγική εξαγωγή συμπεράσματος. Δηλαδή, η πληροφορία της πηγής θα αποτελέσει τη βάση για τη δημιουργία συλλογισμού, από τον οποίο θα προκύψει η εκτίμησή μας για το θέμα που αφορά στην ερώτηση.
Έστω ότι η ερώτηση ζητά την παρουσίαση της κατάστασης του εργατικού κινήματος στα τέλη του 19ου αιώνα. Από το σχολικό βιβλίο γνωρίζουμε ότι η ιστορική ιδιομορφία της ελληνικής ανάπτυξης από κοινού με άλλους παράγοντες προκάλεσε καθυστέρηση στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα. Έστω ότι ο υποψήφιος καλείται να συνδυάσει τις ιστορικές του γνώσεις με τις πληροφορίες της πηγής του σχολικού εγχειριδίου (σελ. 47), σχετικά με τις συνθήκες εργασίας των εργατών στην Ελλάδα. Στην πρώτη και τη δεύτερη παράγραφο αναφέρονται τα εξής: «συναντάμε κλώστριες, υφαντουργούς και τεχνίτες με λίγα εργαλεία των οποίων η εργασία είναι περίπου αποκλειστικά χειρωνακτική. Εργάζονται για ατελείωτες ώρες μέσα σε θλιβερά σκοτεινά κτίρια, όπου δε βρίσκουν ούτε έστω θέση να κάτσουν ή χώρους υγιεινής … Η αξιολύπητη κι αρρωστημένη όψη πολλών εργατών αποδεικνύει τον υπερβολικά σκληρό μόχθο που επιβάλλεται σ΄ αυτούς». Σε πρώτη θεώρηση ο μαθητής αντιλαμβάνεται ότι από την πηγή απορρέουν προφανή συμπεράσματα όπως: α) η σωματική καταπόνηση των εργατών από τη σκληρή εργασία και την απουσία μηχανοποίησης της παραγωγής, β) η μη κατοχύρωση του ωραρίου εργασίας – οκταώρου και γ) οι άθλιες συνθήκες εργασίας. Σε δεύτερο επίπεδο, αν βασιστεί στα αρχικά συμπεράσματα κι εμβαθύνει στις παρεχόμενες πληροφορίες ο υποψήφιος μπορεί επαγωγικά να καταλήξει σε ουσιαστικότερες εκτιμήσεις, όπως: α) η απουσία συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργατών, που τους καθιστά αντικείμενα εργοδοτικής εκμετάλλευσης και τους υποχρεώνει να εργάζονται σε συνθήκες ειλώτων και β) η απαρχαιωμένη κι ελλιπής εργατική νομοθεσία, που αφήνει περιθώρια για ατασθαλίες στον εργασιακό τομέα. Καταληκτικά, ο μαθητής μπορεί, βάσει του προηγούμενου συλλογισμού, να υποστηρίξει ότι από τα δεδομένα του παραθέματος αποδεικνύεται η καθυστέρηση στην οργάνωση και τη διάδοση                                            του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου.

Ενδεικτικά σχολιασμένη πηγή
[Μέθοδος σύνθεσης]

Λαμβάνοντας υπόψη τις ιστορικές σας γνώσεις (=βιβλίο) και το περιεχόμενο του παραθέματος, να αναφερθείτε στους παράγοντες που προκάλεσαν σοβαρή εσωτερική κρίση στην Κρητική Πολιτεία και οδήγησαν αφενός τα πολιτικά πράγματα στο νησί σε πλήρες αδιέξοδο κι αφετέρου στο σχηματισμό της «Ηνωμένης Αντιπολίτευσης»

Η  πολυπόθητη ισορροπία όμως δεν ήταν εύκολα κατορθωτή ούτε στο εσωτερικό του νησιού. Πολύ γρήγορα ο Αρμοστής ήρθε σε αντίθεση με το σύνολο σχεδόν των Κρητών ακόμα και με τον μετριοπαθή σύμβουλό του Ελ. Βενιζέλο. Η ένταση ανάμεσά τους οξύνθηκε και οδήγησε το 1901 στην απόλυση του Βενιζέλου από τη θέση που κατείχε. Ο Βενιζέλος υπέβαλε σειρά προτάσεων με θέμα τη σταδιακή ολοκλήρωση της αυτονομίας, που θα άνοιγε την προοπτική για μελλοντική ένωση. Ο Γεώργιος όμως ήταν μονοδιάστατος πολιτικά και δεν μπορούσε να αντιληφθεί την ουσία των προτάσεων αυτών. Χαρακτήρισε, λοιπόν, το Βενιζέλο «αληθινή επιβουλή» της Μεγάλης Ιδέας και, αφού τον απέλυσε, αποφάσισε και να τον συντρίψει πολιτικά.
Ο Γεώργιος θεωρούσε την εξωτερική πολιτική αρμοδιότητα αποκλειστικά δική του και της ελληνικής μοναρχίας, αφήνοντας απ΄ έξω τον πολύ ευαίσθητο σ΄ αυτόν τον τομέα λαό της Κρήτης. Η αυταρχική του ιδιοσυγκρασία τον εμπόδιζε να κατανοήσει την απαίτηση των κρητικών να έχουν λόγο στον καθορισμό της τύχης του νησιού τους. [Λ. Διβάνη, Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830-1947), εκδ. Καστανιώτη 2000, σελ. 406-407].


Συλλογιστική πορεία
Καταρχήν, εντοπίζουμε το σχετικό χωρίο του σχολικού βιβλίου που απαιτείται στην απάντησή μας. Συνακόλουθα, προσδιορίζουμε την αξιοποίηση των σχετικών δεδομένων της πηγής, λαμβάνοντας υπόψη τις ιστορικές γνώσεις που απορρέουν από το κείμενο του βιβλίου.
Η ερώτηση συνδέεται κυρίως με την 3η ενότητα, Τα πρώτα Νέφη, σελ. 209-209 του σχολικού βιβλίου. Επίσης, η αναφορά στη συγκρότηση της «Ηνωμένης Αντοπολίτευσις» επιβάλλει να γράψουμε και τις δύο πρώτες παραγράφους από την 4η ενότητα του σχολικού βιβλίου, Η επανάσταση του Θερίσου, α. Τα αίτια και οι αφορμές, σελ. 209-210.
Στη συνέχεια, προκειμένου να επιτύχουμε τη συσχέτιση του σχολικού βιβλίου με τις πληροφορίες της πηγής, ακολουθούμε την εξής διαδικασία:
1ο βήμα: Ανάγνωση της πηγής και υπογράμμιση των βασικών σημείων, τα οποία θα αξιοποιηθούν στην κατασκευή του σχεδιαγράμματος.
Η  πολυπόθητη ισορροπία όμως δεν ήταν εύκολα κατορθωτή ούτε στο εσωτερικό του νησιού. Πολύ γρήγορα ο Αρμοστής ήρθε σε αντίθεση με το σύνολο σχεδόν των Κρητών ακόμα και με τον μετριοπαθή σύμβουλό του Ελ. Βενιζέλο. Η ένταση ανάμεσά τους οξύνθηκε και οδήγησε το 1901 στην απόλυση του Βενιζέλου από τη θέση που κατείχε. Ο Βενιζέλος υπέβαλε σειρά προτάσεων με θέμα τη σταδιακή ολοκλήρωση της αυτονομίας, που θα άνοιγε την προοπτική για μελλοντική ένωση. Ο Γεώργιος όμως ήταν μονοδιάστατος πολιτικά και δεν μπορούσε να αντιληφθεί την ουσία των προτάσεων αυτών. Χαρακτήρισε, λοιπόν, το Βενιζέλο «αληθινή επιβουλή» της Μεγάλης Ιδέας και, αφού τον απέλυσε, αποφάσισε και να τον συντρίψει πολιτικά.
Ο Γεώργιος θεωρούσε την εξωτερική πολιτική αρμοδιότητα αποκλειστικά δική του και της ελληνικής μοναρχίας, αφήνοντας απ΄ έξω τον πολύ ευαίσθητο σ΄ αυτόν τον τομέα λαό της Κρήτης. Η αυταρχική του ιδιοσυγκρασία τον εμπόδιζε να κατανοήσει την απαίτηση των κρητικών να έχουν λόγο στον καθορισμό της τύχης του νησιού τους.
2ο βήμα: Κατασκευή σχεδιαγράμματος.
3ο βήμα: Σύνθεση των δεδομένων που προκύπτουν από το σχεδιάγραμμα με χρήση μεταβατικών φράσεων. Το κείμενο του σχολικού βιβλίου γράφεται κατά το δυνατόν αυτολεξεί ή με πλήρη αξιοποίηση νοήματος. Παράλληλα, είναι δυνατή η αξιοποίηση αυτούσιου του κειμένου της πηγής με χρήση παρένθεσης και εισαγωγικών.
«Το θετικό και αισιόδοξο κλίμα των δύο πρώτων ετών της λειτουργίας του νέου καθεστώτος άρχιζαν να σκιάζουν απειλητικά σύννεφα, τα οποία επρόκειτο να δημιουργήσουν λίγο αργότερα σοβαρή εσωτερική κρίση. Το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας ήταν υπερβολικά συντηρητικό και παραχωρούσε στην Ηγεμόνα, όπως ονομάστηκε ο Ύπατος Αρμοστής, υπερεξουσίες, που εύκολα μπορούσαν να τον οδηγήσουν σε δεσποτική συμπεριφορά. Επιπλέον, η ασάφεια στον ακριβή καθορισμό αρμοδιοτήτων δημιουργούσε τριβές και προσωπικές αντιπαραθέσεις στο έργο της διοίκησης.
Χαρακτηριστικά για την ένταση που επικράτησε στην Κρήτη δύο μόλις χρόνια μετά την αυτονομία είναι και τα όσα αναφέρει το ιστορικό παράθεμα σχετικά με την πολιτική που ακολούθησε ο Γεώργιος, η οποία εξαιτίας της δεσποτικής νοοτροπίας του και της αυταρχικής διακυβέρνησης τον οδήγησε σε σύγκρουση «με το σύνολο σχεδόν των Κρητών». Τη δυσμένεια του Πρίγκιπα δεν κατάφερε να αποφύγει ούτε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, παρά το γεγονός ότι η δική του πολιτική συμπεριφορά διαπνεόταν από μετριοπάθεια.
Οι τοπικοί παράγοντες της Κρήτης, που πολέμησαν για την ελευθερία του νησιού και στήριξαν με ενθουσιασμό τον Πρίγκιπα,  έβλεπαν τώρα με δυσφορία και πικρία να παραγκωνίζονται και να διορίζονται σε καίριες θέσεις Αθηναίοι σύμβουλοι του Γεωργίου, που αγνοούσαν τα κρητικά πράγματα και την ψυχολογία των Κρητών.
Αλλά το πιο σημαντικό ήταν η διαχείριση του εθνικού ζητήματος της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Η πηγή μάλιστα αναφέρει ότι η στάση του Γεωργίου, ειδικά μάλιστα στο εθνικό ζήτημα της ένωσης με την Ελλάδα, επηρεαζόταν σε μεγάλο βαθμό από την υπεροψία και την πλημμελή ενημέρωση  των συμβούλων του, με αποτέλεσμα να προβάλλεται η αρνητική εικόνα της Ύπατης Αρμοστείας που αφήνει αμέτοχο κι απληροφόρητο για τις τρέχουσες εξελίξεις στην εξωτερική πολιτική της Μεγαλονήσου «τον πολύ ευαίσθητο σ΄ αυτόν τον τομέα λαό της Κρήτης».
Στο ουσιώδες αυτό ζήτημα παρατηρήθηκε εξαρχής διάσταση απόψεων μεταξύ του Γεωργίου και του Ελ. Βενιζέλου. Ο Γεώργιος πίστευε ότι η λύση του εθνικού ζητήματος θα ωρίμαζε με συνεχείς παραστάσεις και υπομνήματα προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ ο Βενιζέλος, βλέποντας τα πράγματα πρακτικότερα και ρεαλιστικότερα, θεωρούσε ότι η λύση έπρεπε να είναι σταδιακή, με βαθμιαίες κατακτήσεις. Ως πρώτη μάλιστα κατάκτηση θεωρούσε την απομάκρυνση των ξένων στρατευμάτων   από τις κρητικές πόλεις και την αντικατάστασή τους από ντόπια πολιτοφυλακή, με Έλληνες αξιωματικούς.
Οι προαναφερθείσες απόψεις έρχονται σε πλήρη συμφωνία με όσα καταγράφονται στο ιστορικό παράθεμα. Ο Βενιζέλος, πράγματι, παρουσιάζεται ως υπέρμαχος της σταδιακής πορείας προς την «ολοκλήρωση της αυτονομίας», προκειμένου να επιτευχθεί στο εγγύς μέλλον η ένωση. Προσπάθησε μάλιστα, (με υποβολή σχετικών υπομνημάτων) να προσελκύσει στη δική του πολιτική γραμμή και τον ύπατο Αρμοστή. Αντίθετα, ο Γεώργιος φαίνεται, σύμφωνα με την πηγή, να απορρίπτει τις προτάσεις του Βενιζέλου και να εμμένει στην άποψη ότι η διαχείριση εθνικών ζητημάτων και η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής αποτελεί αποκλειστική ευθύνη και προνόμιο της ελληνικής βασιλικής οικογένειας.
Η διάσταση των απόψεων στο πολιτικό ζήτημα δεν άργησε να λάβει τη μορφή προσωπικής αντιπαράθεσης. Ο Βενιζέλος είχε καταστήσει σαφές ότι δεν αναγνωρίζει στον Πρίγκιπα το δικαίωμα να διαχειρίζεται προσωπικώς το εθνικό ζήτημα της Κρήτης: «Ως ένας εκ των τριακοσίων χιλιάδων Κρητών, δεν σας εκχωρώ το δικαίωμά μου, ώστε μόνος σεις να ρυθμίζετε αυτοβούλως την εθνικήν πολιτικήν του τόπου μου!» Κακοί σύμβουλοι του Γεωργίου διοχέτευαν χαλκευμένα και συκοφαντικά κείμενα στις αθηναϊκές εφημερίδες εναντίον του Ελ. Βενιζέλου, γεγονός που δημιούργησε βαρύ κλίμα διχασμού.
Συμπληρωματικά, είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι και το ιστορικό παράθεμα μιλά για τη μετάλλαξη της αρχικής διαφωνίας σε προσωπική σύγκρουση των δύο ανδρών. Αναφέρεται στην πηγή ο εμπαθής χαρακτηρισμός «αληθινή επιβουλή της Μεγάλης Ιδέας», με τον οποίο ο Γεώργιος υπονόμευσε την πολιτική στάση του Βενιζέλου. Παράλληλα, στην έκφραση «αποφάσισε να τον συντρίψει πολιτικά», λανθάνει η εκστρατεία λάσπης και δυσφήμησης, με την οποία οι σύμβουλοι του Γεώργιου επιχείρησαν την πολιτική εξουδετέρωση του Βενιζέλου.
Η κρίση κορυφώθηκε στις 18 Μαρτίου 1901, όταν ο Γεώργιος απέλυσε τον Βενιζέλο από το αξίωμα του υπουργού. Η πηγή επιβεβαιώνει το κλίμα διπολισμού που επέπεσε στα πολιτικά πράγματα της Κρήτης τονίζοντας την όξυνση της έντασης μεταξύ των δύο ανδρών που κατέληξε στην αποπομπή του Βενιζέλου από το υπουργικό συμβούλιο. Για να υποστηρίξει τις απόψεις του στο εθνικό ζήτημα της Κρήτης, ο Βενιζέλος δημοσίευσε στην εφημερίδα «Κήρυξ» των Χανίων, που ο ίδιος εξέδιδε, πέντε πολύκροτα άρθρα, με το χαρακτηριστικό τίτλο «Γεννηθήτω φως». Ο Γεώργιος ακολούθησε πολιτική αδιαλλαξίας και προχώρησε σε μέτρα περισσότερο αυταρχικά, με την απαγόρευση της ελευθεροτυπίας και με διώξεις και φυλακίσεις διακεκριμένων μελών της κρητικής αντιπολίτευσης.
Η αντίδραση του Ύπατου Αρμοστή θεωρείται μάλλον αναμενόμενη, αν λάβει κανείς υπόψη του τις σχετικές πληροφορίες του ιστορικού παραθέματος. Ο μονοδιάστατος πολιτικά Γεώργιος απέτυχε να διαχειριστεί με διαλλακτικότητα και μετριοπάθεια την εσωτερική κρίση. Αντίθετα μάλιστα, παρασύρθηκε σε επίδειξη αυταρχικής συμπεριφοράς, αποκαλύπτοντας στον κρητικό λαό, ότι η δημιουργική περίοδος στο νησί άρχισε να υποστρέφει και να δίνει τη θέση της σε δεσποτική διακυβέρνηση.
Κάτω από τις συνθήκες αυτές, τα πολιτικά πράγματα στην Κρήτη οδηγήθηκαν σε πλήρες αδιέξοδο και όλες οι προσπάθειες συνδιαλλαγής των αντίπαλων πολιτικών μερίδων ναυάγησαν. Γύρω από το Βενιζέλο συνασπίστηκαν όσοι ήταν δυσαρεστημένοι από την αυταρχική πολιτική του Πρίγκιπα και σχηματίστηκε μια ισχυρότατη «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις». Έμπιστοι  συνεργάτες του Βενιζέλου ήταν ο Κ. Φούμης και ο Κ. Μάνος. Οι τρεις αυτοί αποτέλεσαν μια τριανδρία, που δε δίστασε να προχωρήσει σε δυναμική αναμέτρηση με τον Πρίγκιπα.




Ενδεικτικά σχολιασμένη πηγή
[Μέθοδος παράθεσης]

Αφού λάβετε υπόψη τις ιστορικές σας γνώσεις (=βιβλίο) και τις πληροφορίες του ιστορικού παραθέματος να προσδιορίσετε τους παράγοντες που καθόρισαν τη στάση του Ελ. Βενιζέλου στο ζήτημα της δημιουργίας αυτόνομης Ποντιακής Δημοκρατίας στο συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι.

Οι απόψεις του Βενιζέλου σχετικά με το ποντιακό ζήτημα, που σχηματίστηκαν με βάση τις εκθέσεις του ειδικού στρατιωτικού εκπροσώπου του στον πόντο συνταγματάρχη Καθενιώτη, όπως ο Έλληνας πρωθυπουργός τις εξέφρασε και σε δηλώσεις του προς τον τύπο τον Ιανουάριο  του 1919, έτειναν προς τη λύση της συνεργασίας του ελληνικού κι αρμενικού στοιχείου σε ένα αρμενικό κράτος… Αντίθετα τα αιτήματα των Ποντίων για ανεξάρτητο Κράτος και ακόμη περισσότερο για ένωση με την Ελλάδα κρίνονταν από το Βενιζέλο τουλάχιστον ως ουτοπικά. Οι δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων των ποντιακών οργανώσεων, που με τα διαβήματά τους προς τους αντιπροσώπους των Δυνάμεων στο Παρίσι επέμεναν στην ένωση του Πόντου με την Ελλάδα.
Στις 22 Ιανουαρίου / 4 Φεβρουαρίου, αναπτύσσοντας ο Βενιζέλος στο Ανώτατο Συμβούλιο τις ελληνικές διεκδικήσεις, εξέφρασε την αντίθεσή του για τη δημιουργία Ποντιακής Δημοκρατίας και υποστήριξε την ένταξη της Τραπεζούντας στο Αρμενικό κράτος. Η υποχωρητικότητα του Έλληνα πρωθυπουργού σε αίτημα, που είχε ελάχιστες πιθανότητες να γίνει δεκτό, αποσκοπούσε στην αποτελεσματικότερη προβολή των υπόλοιπων εθνικών διεκδικήσεων. Όπως ήταν φυσικό, όμως, προκάλεσε και πάλι αντιδράσεις των Ποντίων, που στην Κωνσταντινούπολη εκδηλώθηκαν με την υποβολή υπομνημάτων προς τους αρμοστές των Δυνάμεων, στα οποία επαναλάμβαναν το αίτημα της ενώσεως με την Ελλάδα ή τουλάχιστον της δημιουργίας «Ελληνικής Δημοκρατίας του Πόντου». Εξάλλου, ένα νέο ποντιακό συμβούλιο στο Βατούμ ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση να στείλει στρατεύματα για να καταλάβει τον Πόντο (τέλη Φεβρουαρίου 1919). Η συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία της Ουκρανίας ανάγκασε το Βενιζέλο να αναθεωρήσει κάπως την ποντιακή του πολιτική: χιλιάδες Έλληνες της νότιας Ρωσίας, που διώκονταν από το νέο ρωσικό καθεστώς, κατέφευγαν στον Πόντο, ενισχύοντας αριθμητικά τον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής. [ΙΕΕ, τόμος ΙΕ, σελ. 113].    

Συλλογιστική πορεία
Καταρχήν εντοπίζουμε το σχετικό χωρίο του σχολικού βιβλίου που απαιτείται στην απάντησή μας. Συνακόλουθα, προσδιορίζουμε την αξιοποίηση των σχετικών δεδομένων της πηγής λαμβάνοντας υπόψη τις ιστορικές γνώσεις που απορρέουν από το κείμενο του βιβλίου.
Η ερώτηση συνδέεται με τη 2η ενότητα, Αγώνες για τη δημιουργία μιας αυτόνομης Ποντιακής Δημοκρατίας, 1917 – 1922, σελ. 249 – 252 του σχολικού βιβλίου. Συγκεκριμένα, η απάντηση πρέπει να περιλαμβάνει το κείμενο από τη σελ. 250, «Η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου …μέχρι τη σελ. 251…υπέρ του λαού σας».
Στη συνέχεια, προκειμένου να επιτύχουμε τη συσχέτιση του σχολικού βιβλίου με τις πληροφορίες της πηγής, ακολουθούμε την εξής διαδικασία:
1ο βήμα: Ανάγνωση της πηγής και υπογράμμιση των βασικών σημείων, στα οποία θα βασιστεί η ανάπτυξη του ιστορικού παραθέματος.
Οι απόψεις του Βενιζέλου σχετικά με το ποντιακό ζήτημα, που σχηματίστηκαν με βάση τις εκθέσεις του ειδικού στρατιωτικού εκπροσώπου του στον πόντο συνταγματάρχη Καθενιώτη, όπως ο Έλληνας πρωθυπουργός τις εξέφρασε και σε δηλώσεις του προς τον τύπο τον Ιανουάριο  του 1919, έτειναν προς τη λύση της συνεργασίας του ελληνικού κι αρμενικού στοιχείου σε ένα αρμενικό κράτος… Αντίθετα τα αιτήματα των Ποντίων για ανεξάρτητο Κράτος και ακόμη περισσότερο για ένωση με την Ελλάδα κρίνονταν από το Βενιζέλο τουλάχιστον ως ουτοπικά. Οι δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων των ποντιακών οργανώσεων, που με τα διαβήματά τους προς τους αντιπροσώπους των Δυνάμεων στο Παρίσι επέμεναν στην ένωση του Πόντου με την Ελλάδα.
Στις 22 Ιανουαρίου / 4 Φεβρουαρίου, αναπτύσσοντας ο Βενιζέλος στο Ανώτατο Συμβούλιο τις ελληνικές διεκδικήσεις, εξέφρασε την αντίθεσή του για τη δημιουργία Ποντιακής Δημοκρατίας και υποστήριξε την ένταξη της Τραπεζούντας στο Αρμενικό κράτος. Η υποχωρητικότητα του Έλληνα πρωθυπουργού σε αίτημα, που είχε ελάχιστες πιθανότητες να γίνει δεκτό, αποσκοπούσε στην αποτελεσματικότερη προβολή των υπόλοιπων εθνικών διεκδικήσεων. Όπως ήταν φυσικό, όμως, προκάλεσε και πάλι αντιδράσεις των Ποντίων, που στην Κωνσταντινούπολη εκδηλώθηκαν με την υποβολή υπομνημάτων προς τους αρμοστές των Δυνάμεων, στα οποία επαναλάμβαναν το αίτημα της ενώσεως με την Ελλάδα ή τουλάχιστον της δημιουργίας «Ελληνικής Δημοκρατίας του Πόντου». Εξάλλου, ένα νέο ποντιακό συμβούλιο στο Βατούμ ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση να στείλει στρατεύματα για να καταλάβει τον Πόντο (τέλη Φεβρουαρίου 1919). Η συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία της Ουκρανίας ανάγκασε το Βενιζέλο να αναθεωρήσει κάπως την ποντιακή του πολιτική: χιλιάδες Έλληνες της νότιας Ρωσίας, που διώκονταν από το νέο ρωσικό καθεστώς, κατέφευγαν στον Πόντο, ενισχύοντας αριθμητικά τον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής.

2ο βήμα: Ανάπτυξη του κειμένου του σχολικού βιβλίου, που ανταποκρίνεται στην ερώτηση  (σε αυτούσια μορφή ή με πλήρη νοηματική απόδοση του νοήματος).
«Η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου … υπέρ του λαού σας»
3ο βήμα: Αφομοίωση κι ανάπτυξη του κειμένου της πηγής, όχι απλή επανάληψη. Είναι πιθανόν αναγκαίες οι άμεσες αναφορές στο κείμενο του σχολικού βιβλίου, που έχει ήδη γράψει ο υποψήφιος (: και η επίτευξη της σύνδεσης εκ των υστέρων είναι θεμιτή, προκειμένου ο διορθωτής  να αξιολογήσει την αφαιρετική και συνδυαστική ικανότητα του μαθητή).
Οι πληροφορίες που εξάγονται από το ιστορικό παράθεμα διασαφηνίζουν τις συνθήκες που επηρέασαν τις εξελίξεις στο ζήτημα δημιουργίας αυτόνομης Ποντιακής Δημοκρατίας.
Η ενημέρωση που έλαβε η κυβέρνηση του Βενιζέλου από τις σχετικές εκθέσεις του συνταγματάρχη Καθενιώτη, ο οποίος είχε αποσταλεί στον Πόντο, προκειμένου να διερευνήσει επιτοπίως την κατάσταση, φαίνεται ότι είχαν βαρύνουσα σημασία στη στάση που τήρησε ο πρωθυπουργός της Ελλάδας στο συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι.
Συνεπώς, η εκτίμηση του Βενιζέλου για το ανέφικτο των ποντιακών διεκδικήσεων, αλλά και οι πιέσεις, που, όπως ήδη τονίστηκε, δέχτηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις, είχαν ως αποτέλεσμα να υιοθετηθεί από την ελληνική κυβέρνηση η «λύση συνεργασίας του ελληνικού κι αρμένικου στοιχείου σε ένα αρμενικό» και να απορριφθεί το αίτημα των Ποντίων για ανεξαρτησία ή  ένωση με την Ελλάδα.
Στο ιστορικό παράθεμα επιβεβαιώνονται οι αντιδράσεις των Ελλήνων του Πόντου, για τις οποίες έγινε λόγος και προηγουμένως. Οι ποντιακές οργανώσεις ανέλαβαν έντονη διπλωματική δράση και βομβάρδιζαν με συνεχή υπομνήματα τους αντιπροσώπους των Δυνάμεων στο Παρίσι επιμένοντας στη λύση της ένωσης του Πόντου με την Ελλάδα.
Παρά τις πιεστικές διαμαρτυρίες και την κινητοποίηση των Ποντίων, ο Βενιζέλος έμεινε αμετακίνητος στην πρότασή του να συμπεριληφθεί η Τραπεζούντα στο Αρμενικό κράτος. Στην πηγή καταγράφονται δύο βασικές αιτίες για την ανυποχώρητη στάση του πρωθυπουργού.  Ο Βενιζέλος αφενός υπολόγιζε βάσιμα ότι το αίτημα των Ποντίων για ανεξαρτησία ή ένωση δεν επρόκειτο να γίνει δεκτό από το Ανώτατο Συμβούλιο στη Συνδιάσκεψη και αφετέρου γνώριζε ότι, εάν η Ελλάδα ήγειρε αξιώσεις και για τον Πόντο, θα έβλαπτε τις υπόλοιπες εθνικές διεκδικήσεις σε περιοχές γειτονικές προς τη χώρα.
H συνεχιζόμενη αρνητική στάση του Βενιζέλου προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση στους Έλληνες του Πόντου, οι οποίοι συνέχισαν να διεκδικούν το αίτημα της ενώσεως με την Ελλάδα ή τουλάχιστον της δημιουργίας «Ελληνικής Δημοκρατίας του Πόντου» υποβάλλοντας σχετικά υπομνήματα και στους Αρμοστές των Δυνάμεων που έδρευαν στην Κωνσταντινούπολη.
Οι ποντιακές οργανώσεις δεν περιορίστηκαν στις διπλωματικές παραστάσεις για την προώθηση των αιτημάτων τους. Βλέποντας ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις έδειχναν απροθυμία να ενισχύσουν de iure την υπόθεση της Ποντιακής Δημοκρατίας σκέφτηκαν να δημιουργήσουν κατάσταση de facto  και να εκβιάσουν την ανεξαρτησία του Πόντου. Με αυτό το πρίσμα εξηγείται και το αίτημα ποντιακού συμβουλίου στο Βατούμ προς την ελληνική κυβέρνηση να στείλει στρατεύματα, για να καταλάβει τον πόντο (τέλη Φεβρουαρίου 1919).
Οι συνεχείς πιέσεις και η σύντονη διπλωματική δράση των Ποντίων έφερε καρπούς. Βασική αιτία για την αλλαγή γραμμής στην ποντιακή πολιτική από το Βενιζέλο υπήρξαν τα αποτελέσματα της συμμετοχής της Ελλάδας στην εκστρατεία της Ουκρανίας, μια και οι Έλληνες της νότιας Ρωσίας βρέθηκαν εκτεθειμένοι στα αντίποινα του νέου ρωσικού καθεστώτος των μπολσεβίκων. Προηγουμένως έγινε αναφορά στην επίσκεψη του μητροπολίτη Χρύσανθου και τη διεξοδική ενημέρωση που έδωσε στο Βενιζέλο. Προφανώς ο ιεράρχης αναφέρθηκε στις χιλιάδες των προσφύγων που εγκατέλειψαν τη νότια Ρωσία κι αναζήτησαν καταφύγιο στον πόντο. Η εθνολογική ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή φαίνεται ότι έπεισε τον πρωθυπουργό να υποστηρίξει τελικά τις προσπάθειες των Ποντίων και να εγκρίνει την εκστρατεία ενημέρωσης των πολιτικών στη Συνδιάσκεψη που ανέλαβε ο μητροπολίτης Χρύσανθος.

Ανάλυση στατιστικού πίνακα
Κατά την ανάλυση ενός στατιστικού πίνακα λαμβάνουμε υπόψη μας το θέμα, στο οποίο αναφέρεται, και προσπαθούμε να συσχετίσουμε τα αριθμητικά δεδομένα που περιλαμβάνει με τις ιστορικές γνώσεις που διαθέτουμε για το ίδιο ζήτημα από το σχολικό βιβλίο.
Αρχικά, δημιουργούμε μια εισαγωγική παράγραφο, στην οποία αναφέρουμε τα εξής: α) τον τίτλο του πίνακα (δηλαδή το θέμα, στο οποίο αναφέρεται), β) τη χρονική περίοδο που καλύπτει, γ) τη μορφή – περιεχόμενα του πίνακα, δ) την αξιοπιστία – αντικειμενικότητα των δεδομένων. [Αν τα στοιχεία του πίνακα είναι ολοκληρωμένα, επαρκούν πιθανόν για τη συναγωγή αξιόπιστων / αντικειμενικών συμπερασμάτων, ενώ αν οι πληροφορίες του πίνακα είναι ελλιπείς κι αποσπασματικές, τότε τα εξαγόμενα συμπεράσματα θα έχουν πιθανόν ενδεικτική αξία και σημασία].
Στη συνέχεια, προσπαθούμε να εντοπίσουμε – οριζόντια ή κάθετα – την εξέλιξη των αριθμητικών δεδομένων και τη σχέση τους με τις πληροφορίες του σχολικού βιβλίου. Σημειώνουμε τις περιπτώσεις αύξησης ή μείωσης των δεδομένων, την περιοδικότητα αυτών των εξελίξεων, τις κορυφώσεις ή τις αμβλύνσεις. Σχολιάζουμε τα υψηλότερα ποσοστά και προσπαθούμε στις επισημάνσεις μας να δώσουμε – πέρα από την περιγραφή – και μια πειστική εξήγηση με βάση τις ιστορικές μας γνώσεις.
Καταληκτικά, αναφέρουμε το συμπέρασμα, που προκύπτει από τη διαπραγμάτευση του πίνακα, το οποίο και στη συνέχεια αξιοποιούμε συσχετίζοντάς το με τα δεδομένα που διαθέτουμε από το σχολικό βιβλίο. Πρέπει να σημειωθεί ότι η μορφή των πινάκων έχει πολλές παραλλαγές, συνήθως, όμως, χρησιμοποιούνται για να αποδείξουν ή να διευκρινίσουν μια πληροφορία ή μια νοηματική ενότητα του σχολικού βιβλίου.
Επιπλέον, αν ο πίνακας συνδέεται με ενότητα του σχολικού βιβλίου, στην οποία διακρίνονται φάσεις ή περίοδοι εξέλιξης, τότε  ο μαθητής πρέπει να εντάξει και να συσχετίσει τα δεδομένα του πίνακα με την αντίστοιχη φάση.
Στην περίπτωση, μάλιστα, που ο μαθητής καλείται να συνδυάσει τα δεδομένα ενός πίνακα με αυτά μιας πηγής, πρέπει να λάβει υπόψη του ότι πρώτα σχολιάζουμε τον πίνακα και μετά επιχειρούμε να συσχετίσουμε τα συμπεράσματά μας με τις πληροφορίες του ιστορικού παραθέματος ( ή το αντίστροφο, ανάλογα ίσως και με τη σειρά τους στην ερώτηση) και στη συνέχεια με τις ιστορικές γνώσεις που παρέχει το βιβλίο. Εννοείται ότι στο κείμενο της απάντησης είναι εύλογο ότι ο υποψήφιος πρέπει να αξιοποιήσει ειδική ορολογία (βλ. παρακάτω), η οποία θα καθιστά εύληπτα τα συμπεράσματα που απορρέουν από τον πίνακα.
[ Ειδική ορολογία: Παρατίθενται ορισμένες εκφράσεις και τεχνική ορολογία που μπορούν να αξιοποιηθούν για να επιτευχθεί η σύνδεση των στοιχείων του βιβλίου με τις πληροφορίες του πίνακα. Γενικά δεδομένα: στοιχεία, αριθμητικά δεδομένα, στατιστικά στοιχεία, ποσοστά, αναλογίες, τιμές, επίπεδα, διαστάσεις, σύγκριση, διαφορά, συγκέντρωση, αυξομείωση, αθροιστικά, διακύμανση, κατανομή, αναλογίες, διαφορές, ομοιότητες, αριθμοί, γενικό πλάνο – εικόνα, φάσεις, χρονικό διάστημα, περίοδος, ετήσιος, ποσοστό επί του συνόλου, όρια, παγίωση, σταθεροποίηση, διάρκεια… Αρνητικά δεδομένα: ύφεση, κάμψη, μείωση, περιορισμός, άμβλυνση, αναστολή, παρακμή, έλλειψη, καθοδική πορεία, στασιμότητα, καθυστέρηση, έλλειμμα, υποδιπλασιασμός… Θετικά δεδομένα: αύξηση, έξαρση, διόγκωση, μεγέθυνση, διεύρυνση, εξέλιξη, πλήθυνση, ανοδική πορεία, ανάπτυξη, προώθηση, ακμή, κορύφωση, πλεόνασμα, διπλασιασμός, υπερδιπλασιασμός…]

Ενδεικτικά σχολιασμένος πίνακας

Πίνακας 8 (σελ. 49)
Η μετανάστευση στο εξωτερικό κατά την περίοδο 1896-1935
ΕΤΗ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ
1896-1900
11.000
1901-1905
51.000
1906-1910
122.000
1911-1915
128.000
1916-1920
67.000
1921-1925
50.000
1926-1930
41.000
1931-1935
15.000


Στο συγκεκριμένο πίνακα, που αναφέρεται στη μετανάστευση έξω από την Ελλάδα κατά την περίοδο 1896-1935, ο μαθητής οφείλει να επισημάνει ότι τα δεδομένα παρουσιάζονται σε τετραετίες και στη συνέχεια να αναφερθεί στην αυξομείωση του αριθμού των μεταναστών. Ειδικότερα, από το 1896 και για μια εικοσαετία περίπου, μέχρι το 1915, η μετανάστευση στο εξωτερικό βαίνει αυξανόμενη και κορυφώνεται κατά την τετραετία 1911-1916 (μέγιστη τιμή 128.000).
Έπειτα πρέπει να διερευνηθεί η αιτία της συγκεκριμένης εξέλιξης και να συσχετισθεί η έξαρση της μετανάστευσης με τη σταφιδική κρίση που έπληξε την αγροτική Ελλάδα τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο (σελ. 48).
Στη συνέχεια, για το χρονικό διάστημα 1915-1935, η εξωτερική μετανάστευση ακολουθεί αντίστροφη – φθίνουσα πορεία, γεγονός που μπορεί να συνδεθεί με τη βελτίωση της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας (σελ. 52) κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1919-1939) και τις νέες οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στις Η.Π.Α. (μεγάλη κρίση του 1929), που επιβάλλουν τη μείωση του αριθμού των μεταναστών από κάθε χώρα.
Στην ανάλυση ενός στατιστικού πίνακα προκύπτουν και επιμέρους παρατηρήσεις, όπως λ.χ. ο φυσιολογικός (μικρός) αριθμός των 11.000 μεταναστών στο διάστημα 1896-1900 και η επιστροφή στην επίσης φυσιολογική τιμή των 15.000 στη διάρκεια της τετραετίας 1931-1935, όταν πλέον το φαινόμενο έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του.
Είναι θεμιτό ο μαθητής να συσχετίσει με τον πίνακα και να αναπτύξει όσες ιστορικές γνώσεις θεωρεί ότι συνδέονται επαρκώς με την απάντηση, την οποία έχει εκπονήσει. Για παράδειγμα, ο συγκεκριμένος πίνακας, όπως και τα στατιστικά δεδομένα που παρέχει, συνδυάζεται με τα αποτελέσματα της εξωτερικής μετανάστευσης, δηλ. την εκτόνωση των κοινωνικών εντάσεων, που προκάλεσε η δυσπραγία των σταφιδοπαραγωγών και την ενίσχυση της οικονομίας της υπαίθρου μέσω των σημαντικών εμβασμάτων των μεταναστών (σελ. 48).

   







[1] Μερίδα διδασκόντων και διορθωτών απορρίπτουν τη χρήση του συγκεκριμένου τρόπου ανάλυσης μιας πηγής με το αιτιολογικό ότι ο μαθητής είναι πιθανόν να γράφει δύο φορές το ίδιο πράγμα. Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτού του προβληματισμού, για την αποφυγή μιας αρνητικής αξιολόγησης, πρέπει ο υποψήφιος να αξιοποιεί με περίσκεψη το κείμενο της πηγής, φροντίζοντας πάντοτε να έχει αφομοιώσει και να αποδίδει με προσωπικό ύφος το περιεχόμενό της.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου