ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ Μ.Ε.

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΑΡΗΣ

ΝΤΑΝΟΠΟΥΛΟΥ – ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΟΛΓΑ

Αγαπητοί γονείς και μαθητές, καλωσορίσατε στη σελίδα του φροντιστηρίου μας. Στόχος μας η καλύτερη δυνατή επικοινωνία μαζί σας και η διαρκής ενημέρωση για όλα όσα αφορούν τη λειτουργία και τις παροχές του φροντιστηρίου μας

Στο Φροντιστήριό μας προετοιμάζουμε τους μελλοντικούς πρωταγωνιστές. Η απόλυτη εξειδίκευσή μας στο χώρο των φιλολογικών και οικονομικών μαθημάτων, καθώς και η πολυετής πείρα μας στο χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης, θέτουν από νωρίς τις βάσεις της επιτυχίας και διευκολύνουν τη δουλειά του υποψηφίου.

Άλλωστε, οι επιτυχίες μιλάνε για εμάς: με εισακτέους στα τμήματα στρατιωτικών σχολών, όπως ΣΣΑΣ Νομικής, ΣΣΑΣ Οικονομικών, ΣΜΥ, στις παραγωγικές σχολές των Αξιωματικών και Αστυφυλάκων ΕΛ.ΑΣ, Πυροσβεστικής, αλλά και στα υψηλής ζήτησης Ανώτερα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας όπως η Νομική, Φιλολογία, Παιδαγωγικά Τμήματα, Αγγλική Φιλολογία, Ψυχολογία και Οικονομικά Τμήματα, αποδεικνύουμε τη σκληρή μας δουλειά.

Το Φροντιστήριό μας άλλωστε είναι και πιστοποιημένο συνεργαζόμενο κέντρο της UNICERT (σύγχρονου Φορέα Πιστοποίησης Ανθρώπινου Δυναμικού, πιστοποιημένου από τον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. και διαπιστευμένου από τον Ε.ΣΥ.Δ, τα πιστοποιητικά του οποίου αποτελούν απαραίτητο εφόδιο για προσλήψεις στο ελληνικό δημόσιο και διαγωνισμούς Α.Σ.Ε.Π.), αποκλειστικού αντιπροσώπου του Πανεπιστημίου FREDERICK της Κύπρου ( με έδρα τη Λευκωσία, ενώ σχολές και τμήματα λειτουργούν και στη Λεμεσό), το οποίο προσφέρει στον ελλαδικό χώρο προγράμματα σε πτυχιακό, μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο (δια ζώσης – εξ αποστάσεως) ομοταγή με τα ελληνικά ΑΕΙ, αναγνωρισμένα από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. ( Διεπιστημονικός Οργανισμός Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης), με έξι (6) σχολές που καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσμα της εκπαίδευσης. Επίσημες γλώσσες του Πανεπιστημίου είναι η Ελληνική και η Αγγλική) για την προώθηση των προγραμμάτων σπουδών του σε πτυχιακό, μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο (δια ζώσης και εξ αποστάσεως).

Κατανοώντας ταυτόχρονα την οικονομική συγκυρία, το φροντιστήριο μας στέκεται δίπλα στην ελληνική οικογένεια με αίσθημα ευθύνης, αναπροσαρμόζοντας τα δίδακτρα του στο πνεύμα της κρίσης και υιοθετώντας προνομιακή τιμολογιακή πολιτική για ειδικές ομάδες μαθητών (όπως έκπτωση διδάκτρων για ανέργους, πολύτεκνους, αδέλφια, μαθητές εκτός Βόλου, εγγραφή δύο μαθητών…) και επιβραβεύοντας την αριστεία (έκπτωση σε αριστούχους).

Ως μέλος του Συλλόγου Φροντιστών Μαγνησίας και της ΟΕΦΕ (Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδος) συμμετέχουμε κάθε χρόνο στα Πανελλαδικά Διαγωνίσματα Προσομοίωσης για όλες τις τάξεις του Λυκείου. Παράλληλα, μέσω ειδικών διαγνωστικών τεστ εντάσσουμε το μαθητή – τρια σε τμήμα ανάλογα με τις δυνατότητές του. Παρέχουμε οργανωμένο υλικό μέσω προσωπικών σημειώσεων αλλά και εκδόσεων Schooltime. gr ως επιστημονικοί συνεργάτες του site.

ü Ομοιογενή τμήματα

ü Δωρεάν έκτακτες ώρες διδασκαλίας

ü Σύγχρονα εποπτικά μέσα

ü Εβδομαδιαία προγραμματισμένα υποχρεωτικά διαγωνίσματα

ü Συνεχής ενημέρωση γονέων για τις πραγματικές επιδόσεις των παιδιών

Βόλος, Τοπάλη 15 (με Δημητριάδος)

Τηλ. Επικοινωνίας: 2421-0-23227 / 6976796234

Υπεύθυνοι σπουδών: Ιωαννίδης Άρης, Φιλόλογος,

Ντανοπούλου – Ιωαννίδου Όλγα

olgantanopoulou@yahoo.gr.

(Facebook, Iωαννίδης Άρης)

ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ (1924-2008)



Ποιητής της πρώτης  μεταπολεμικής γενιάς με καταγωγή από τον Πύργο της Ηλεί­ας. Άρχισε να γράφει ποιήματα από το 1941. Οι πρώτες του δημοσιεύσεις έγι­ναν το 1943, ενώ το 1962 δημοσιεύτη­κε ο τόμος "Για τον Σεφέρη" με τον οποίο συνδεόταν και φιλικά, όπως επίσης και με τον Σινόπουλο. Πάντως, η πρώτη ο­λοκληρωμένη συλλογή του, "Το κατώ­γι", κυκλοφόρησε το 1971. Ακολούθη­σαν: "Το σακί" (1980), "Τα αντικλείδια" (1988), "Τριάντα τρία χαϊκού" (1990), "Λίγος άμμος" (1997), "Ποιήματα 1943·1997" (2001), "Πού είναι τα που­λιά" (2004) και "Να μην τους ξεχάσω" (2008). Σχεδόν όλες οι συλλογές του με­ταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά και γερμανικά.

Οπως έλεγε και ο ίδιος σε πολλά συ­νέδρια και διαλέξεις όπου συμμετείχε, ό,τι έγραφε το είχε ζήσει (μνήμη, βιωματικότητα). Πράγματι με εξαί­ρεση τα τελευταία του ποιήματα που εί­χαν υπαρξιακό χαρακτήρα ολόκληρο το προηγούμενο έργο του ήταν βιωματικό και αναφερόταν κυρίως στις τραγικές ε­μπειρίες του από τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου.

Βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης του: α) η κυριαρχία του ονείρου, β) η αίσθηση του ανικανοποίητου, γ) ο αλληγορικός, συμβολικός λόγος, υπαινικτικότητα δ) η σκηνοθετική δράση, ε) λιτότητα, σαφήνεια (ενάργεια), φυσικότητα στο λόγο και αφηγηματική δεξιότητα, στ) χρήση καθημερινού λεξιλογίου, ζ) πεζολογικός και εξομολογητικός τόνος και κουβεντιαστό ύφος, η) η επιθυμία αυτοπροσδιορισμού και αυτοαναφορικότητα και τέλος έντονος προβληματισμός για την ποίηση και την ποιητική.


Είναι λοιπόν η ποιητική αναζήτηση ταυτισμένη με την αναζήτηση της αλήθειας; Αν ο ποιητής ορίζεται ως η ενεργή συνείδηση που αναζητεί την αλήθεια που κρύβεται στα πράγματα, στον κόσμο που τον περιβάλλει κι αν προσπαθεί να εκφράσει αυτήν την αλήθεια μέσω του ποιητικού λόγου, τότε καταλαβαίνει κανείς τη δυσκολία ενός τέτοιου εγ­χειρήματος.

Η απόπειρα των ποιητών μοιάζει μια κοπιώδης, επίπονη πνευματική διεργασία χωρίς ωστόσο να επιτυγχάνεται το ε­πιθυμητό αποτέλεσμα, αφού η προσέγγιση και ακόμα περισσότερο η έκφραση της αλήθειας αποτελεί για τους αν­θρώπους ανά τους αιώνες-ένα δυσπρόσιτο έως μάταιο στόχο. Ο ποιητής κάποτε νιώθει πως κανένα από τα ποιήματά του δεν είναι ικανό να αποδώσει την ποιητική ουσία, να εκφράσει το ιδεώδες της ποίησης. Αισθάνεται την πόρ­τα της ποίησης να κλείνει.

ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ

«Το ποίημα αυτό προσφέρεται για πολλές εκδοχές και όσες περισσότερες είναι αυτές, τόσο πιο καλό είναι το ποίημα. Ε­γώ ποτέ δεν αναλύω. Αφήνω την περαιτέρω έρευνα για τον αναγνώστη. Οι εκδοχές αφορούν στον αναγνώστη. Κά­θε ένας, μπορεί να έχει τη δική του εκδοχή, να το προσεγγίσει με τη δική του συγκίνηση, γι αυτό οι αναλύσεις των ποιημάτων δεν ευστοχούν πάντοτε, δεν μπορείς να πεις, αυτό λέει αυτό το ποίημα.» Με βάση τα λόγια αυτά του Γ. Παυλόπου- λου επιβεβαιώνεται ο αλληγορικός χαρακτήρας του ποιήματος;

Στο σύνολο της σχεδόν η γραφή του Παυλόπουλου χαρακτηρίζεται αισθαντική και διάχυτα μελαγχολική, εκφραστι­κή και λιτή, ευανάγνωστη και διαυγής, ωστόσο πολυσήμαντη, βιωματική, αφηγηματική. Συχνά εκφράζεται η διάθεση το ποιητή για φιλοσοφική αναζήτηση. Το ποίημα Αντικλείδια είναι ένας ποιητικός μύθος, μια αλληγορική αφήγηση συναρτώμενη από εικόνες εναργείς που κινούνται διαλεκτικά μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας με θέμα την ουσία της Ποίησης, τους ποιητές και τα ποιήματα.

Η εμφανής αυτοαναφορικότητα, ο αγωνιώδης προβληματισμός για την ποίηση και την ποιητική απαντάται συχνά στην ποίησή του.

Στίχοι 1-13 ο ποιητικός μύθος (αλληγορία), στίχοι 14-17 το επιμύθιο. Το ποίημα είναι αφήγηση ενός προσώπου για μία επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες διαδικασία απόπειρας να παραβιασθεί η ανοιχτή πόρτα της ποίησης. Ἐχουμε έναν τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή που στο τέλος του ποιήματος γίνεται πρωτοπρόσωπος και ομοδιηγητικός (στ. 17: ανοίξουμε) Το ποίημα διαρθρώνεται σαν παραμύθι (ποιητικός μύθος – επιμύθιο) με μαγικό περιεχόμενο.

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοικτή. Ο ποιητής εμφανίζει την Ποίηση σαν μια πόρτα ανοιχτή.

Λόγος μεταφορικός, αλληγορικός, ο οποίος θα μπορούσε να σημαίνει ότι η Ποίηση είναι ένας χώρος προσιτός στον καθένα, ότι είναι μια πόρτα μέσα από την οποία έχουν όλοι τη δυνατότητα να δουν ό,τι θέλουν. Από τον δεύτερο ό­μως στίχο του ποιήματος αρχίζει να περιορίζεται το εύρος αυτής της δυνατότητας, ώσπου στο τέλος του ποιήματος μαθαίνουμε ότι την πόρτα της Ποίησης δεν μπορεί να την παραβιάσει κανείς μέσα στους αιώνες.

 

Ο ίδιος ο ποιητής σε συνέντευξή του στο περιοδικό Ελίτροχος, υποστηρίζει για το συγκεκριμένο ποίη­μα «Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή ως τη στιγμή που θα κοιτάξεις μέσα και πηγαίνεις να μπεις. Την ίδια ακριβώς στιγμή η πόρτα κλείνει. Έκτοτε αυτό που είδες και δεν είδες, αυτό που μόλις πρόφτασες να ιδείς και χάθηκε από τα μάτια σου, θα σε προκαλεί για κάτι απροσδιόριστο και μαγικό. Θέλεις ν' α­νοίξεις πάλι την πόρτα, θέλεις να ξαναϊδείς, όμως κλειδί δεν υπάρχει. Πηγαίνεις λοιπόν και μαθαίνεις την τέχνη του κλειδαρά. Φτιάχνοντας αντικλείδια, ελπίζεις ότι βρίσκεσαι όλο και πιο κοντά στο μυστι­κό της πόρτας. Θα λέγαμε ότι βρίσκεσαι όλο και πιο κοντά στο ποιητικό σου όραμα, πως τα αντικλεί­δια σου είναι τα ποιήματα που φτιάχνεις, για να αποκαλύψεις κάτι που παραμένει πάντα απατηλό και φευγαλέο. Όπως μέσα στα όνειρα. Έτσι θέλω να πιστεύω για τον εαυτό μου, ότι ανήκω και στη Συντε­χνία των Κλειδαράδων και στην Εταιρεία των Συγγραφέων. Εν τούτοις κάποιοι έχουν την ψευδαίσθη­ση ότι η ποίηση είναι μια πόρτα συνεχώς ανοιχτή, απ' όπου μπορούν να μπαίνουν και να βγαίνουν άνε­τα. Μα αυτοί είναι οι μόνοι απ' τους οποίους δεν κινδυνεύει να εκλείψει η τέχνη των κλειδαράδων»

Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.

Οι περισσότεροι προσπερνούν την πόρτα της ποίησης, γιατί με μια πρόχειρη ματιά δεν βλέπουν κάτι ενδιαφέρον για αυτούς. Κάποιοι άλλοι - οι ποιητές - αντικρίζουν κάτι μαγικό και για αυτό ενδιαφέρονται να εισέλθουν στον κόσμο της ποίησης. Όμως η πόρτα κλείνει και για αυτό φτιάχνουν αντικλείδια - ποιήματα. Με τα ποιήματα αυτά η πόρτα της ποίησης δεν ανοίγει. Οι ποιητές γράφουν συνεχώς ποιήματα (παρελθόν - παρόν - μέλλον) ευελπιστώντας ότι θα κατορθώ­σουν μέσω του δημιουργικής αυτής πράξης να συγκρατήσουν λίγη από τη μαγεία του ποιητικού λόγου, αλλά η Ποίη­ση θα μένει πάντα ένα άπιαστο όνειρο. Κανείς δε θα μπορεί να την κατακτήσει. Ωστόσο η πόρτα της θα είναι πάντα ανοιχτή για όποιον θέλει να δει την κρύβεται πίσω από αυτήν. Και η προσπάθεια να ανοίξουν την πόρτα θα συνεχίζε­ται ατέρμονα.

 

 

 

Οι πολλοί και οι λίγοι: το παιχνίδι ανάμεσα στα συνώνυμα ρήματα «κοιτάζω» και «βλέπω», χωρίζει τους ανθρώπους σε δυο κατηγορίες:

α. σε αυτούς που με μια επιπόλαιη ματιά κοιτάζουν την πόρτα της Ποίησης αλλά δεν αντικρίζουν τίποτα. Πρόκειται για το πλήθος («πολλοί»), που μοιάζει αδιάφορο για την τέχνη της ποίησης.

β. σε αυτούς που διακρίνουν και αντιλαμβάνονται κάτι, έλκονται από αυτό και θέλουν να περάσουν το κατώφλι της πόρτας και να κατακτήσουν έτσι το χώρο της Ποίησης. Αυτοί είναι οι ευαίσθητοι, οι λίγοι («μερικοί»), εκείνοι που επι­ζητούν την έκφραση του κόσμου τους με τον ιδιαίτερο τρόπο που μόνο η τέχνη μπορεί να παρέχει στους ανθρώπους. Η επόμενη κίνηση αυτών είναι να επιχειρήσουν να διέλθουν στο μαγικό χώρο που τους προσελκύει, για να τον ανι­χνεύσουν. Ύστερα από αυτό γίνεται κατανοητό ότι η Ποίηση δεν είναι μια απλή πόρτα αλλά ό,τι υπάρχει πίσω από αυτή την πόρ­τα ( το περιεχόμενο, ο θησαυρός που κρύβεται από πίσω). 

 

«Η πόρτα τότε κλείνει» Το σημείο αυτό είναι η κορυφαία στιγμή του ποιήματος, γιατί υπαινίσσεται την αρχή του α­τέρμονου αγώνα που σχολιάστηκε παραπάνω. Όσοι θέλουν να μπουν προσπαθούν συνεχώς, χτυπώντας ξανά και ξα­νά, περιμένοντας κάποιον να τους ανοίξει. Μάταια όμως, κανείς δεν βρίσκεται πίσω από την πόρτα («Χτυπάνε μα κα­νείς δεν τους ανοίγει»). Ψάχνουν να βρουν το κλειδί («Ψάχνουνε για το κλειδί»). Και πάλι τίποτα, γιατί το κλειδί κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει («Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει»). Όμως δεν παραιτούνται, γιατί αυτό που αντικρίζουν είναι πολύτιμο και θέλουν να το αποκτήσουν. Πιστεύουν ότι έχουν δει στο βάθος κάτι μοναδικό, έναν θησαυρό. Και ο θη­σαυρός αυτός είναι διαφορετικός για τον καθένα από αυτούς. Κι αυτό γιατί οι ποιητές αντιλαμβάνονται με διαφορε­τικό τρόπο την Ποίηση και μαγεύονται, έλκονται από εντελώς διαφορετικά πράγματα; τις ομορφιές ζωής, τα πνευ­ματικά αγαθά, την ελευθερία, τη λύτρωση, την παρηγοριά του θανάτου, τη φυγή από την οδυνηρή πραγματικότητα.

«ακόμα και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια»; Η κλειστή πόρτα της ποίησης σηματοδοτεί για τους λίγους, τους ευ­αίσθητους, έναν δύσκολο αγώνα για να βρουν το κλειδί να ανοίξουν την πόρτα. Η αναζήτηση τρόπου για να ανοίξουν την πόρτα πολλές φορές παίρνει δραματικές διαστάσεις, αφού αυτοί οι ευαίσθητοι θυσιάζουν την ίδια τους την ζωή. Γίνεται εμμονή. Αναζητούν συνεχώς τρόπο να ανοίξουν την πόρτα με λύσεις που γυρεύουν όχι γύρω τους, αλλά μέσα τους, δίνονται ολόψυχα σε αυτόν τον αγώνα και κάποτε πληγώνονται από το αποτέλεσμα.

«αντικλείδια» δεν βρίσκουν λύση για να ανοίξουν την πόρτα και έτσι δημιουργούν οι ίδιοι ποιήματα, που ελπίζουν να τους οδηγήσουν στα άδυτα της ποίησης, στην επίτευξη του στόχου τους. Όμως η πόρτα ανοίγει με ένα και μόνο κλει­δί και δεν μπορεί να το αντικαταστήσει κανένα αντικλείδι. Και, αφού το κλειδί δεν έχει βρεθεί και δεν θα βρεθεί ποτέ, η πόρτα δεν άνοιξε ποτέ.

«όσοι μπόρεσαν να δουν στο βάθος» Παρόλα αυτά όμως κάποιοι που κατάφεραν να δουν πίσω από την πόρτα, συνε­χίζουν ακόμα να κάνουν αντικλείδια. Και αυτά είναι πολλά, όπως πολλές είναι οι απόπειρες για το άνοιγμα της πόρ­τας. Είναι αυτοί που συνειδητοποίησαν ότι η πόρτα της ποίησης και γενικότερα της τέχνης είναι πάντα ανοιχτή, αλ­λά ότι είναι δύσκολο ένα ποίημα ν' αγγίξει το τέλειο, να αποδώσει πλήρως την δυναμική της ποιητικής τέχνης.

«Ίσως τα ποιήματα... την πόρτα της ποίησης» σε αυτούς τους στίχους (14-17) ο ποιητής αποκωδικοποιεί το σύμβολο των αντικλειδιών (επιμύθιο), είναι όλα τα ποιήματα που γράφτηκαν, γράφονται και θα γράφονται με μοναδικό σκοπό να ανοί­ξουν την κλειστή πόρτα της ποίησης.

 

 

 

«Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοικτή» Το ποίημα τελειώνει έτσι όπως άρχισε, με τον ορισμό της ποίησης (σχήμα κύκλου - «πόρτα ανοιχτή»). Με αυτό τον τρόπο συμβολίζεται η αέναη και ατέρμονη αναζήτηση της ποίησης. Η περιπέτεια της ποιητικής αναζήτησης δεν τελειώνει ποτέ. Ο αντιθετικός σύνδεσμος «μα», που διαφοροποιεί τον πρώτο από τον τελευταίο στίχο του ποιήματος, υποδηλώνει ότι ένας νέος κύκλος αναζήτησης της ποίησης ίσως ανοίξει. Το ποίημα παρουσιάζει μια λογική αντίφαση – οξύμωρο σχήμα (ανοιχτή πόρτα που κλείνει αλλά παραμένει ανοιχτή) δεν αποτελεί όμως ποιητική και φιλοσοφική αντίφαση γιατί πρόκειται για έναν κύκλο όπου κάθε τέλος σηματοδοτεί μια καινούργια αρχή. Η ποίηση δίδει πάντα την πρόκληση.

Ίσως το σύνολο της πνευματικής δημιουργίας των ποιητών, όλα τα ποιήματα που έχουν γραφτεί και όλα όσα θα γραφτούν να προσεγγίζουν το περιεχόμενο της ποιητικής τέχνης.

 

Εκφραστικά μέσα: κύκλος, μεταφορές (πόρτα ανοιχτή), επανάληψη, οξύμωρο, αντίθεση και πολλές εικόνες.

 

 

 

Κι εγώ τώρα δεν ξέρω να σας πω τι είναι Ποίη­ση και γιατί γράφω ποιήματα. Πολύ περισσότερο δεν ξέρω να σας πω σε τι μας βοηθάει η Ποίη­ση και ποιος είναι ο σκοπός της. Το μόνο που ξέρω είναι πως ο Ποιητής ήταν πά­ντα ένας αφοσιωμένος της Ζωής. Είτε τον γε­μίζει χαρά, είτε τον θλίβει η Ζωή, είτε τον πάει στον Ουρανό, είτε τον κατεβάζει στην Κόλαση, αυτός μένει πάντα ο αφοσιωμένος της. Τη μυστήρια αγάπη του για τη Ζωή δεν έχει άλ­λο τρόπο να την εκφράσει: γράφει ποιήματα. Νο­μίζω ότι προσπαθεί να εκφράσει κυρίως αυτό που κρύβει η ζωή. 'Οπως ο έρωτας κρύβει αυτό που μας κάνει ερωτευμένους. Η Ποίηση λοιπόν είναι πράξη ερωτική; Η μήπως πράξη απόγνωσης; Ή μήπως και τα δύο; Πράξη ερωτική και συνάμα πράξη απόγνωσης. Για την ποιητική πράξη έχουν γραφτεί πολλά και διάφορα. Και από τους ιδιους τους τεχνίτες και από τους θεωρητικούς. Πολλές φορές οι Ποιητές προσπάθησαν να διατυπώσουν τον α­νύπαρκτο ορισμό της Ποίησης, σα να κοίταζαν σ' έναν καθρέφτη όπου δεν έβλεπαν το πρόσωπο τους, αλλά το απόλυτο κενό.

κείμενο του ποιητή σε εκδήλωση του περιοδικού "Γράμματα και τέχνες" που έγινε προς τιμήν του στο "Σπίτι της Κύπρου" στις 8/12/1997

 

 

 

 

 

 

 

Γ. Παυλόπουλος, Αντικλείδια. Συμπλήρωμα στην ανάλυση

 

Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ:

Στο συγκεκριμένο ποίημα, όπως και γενικότερα στα ποιήματα του Παυλόπουλου, ο τίτλος είναι χαρακτηριστικός: πρόκειται για ένα συγκεκριμένο ουσιαστικό (αντικλείδια), το οποίο συνοδεύεται από το οριστικό άρθρο (τα). Ο τίτλος οικοδομεί μια οικειότητα, απευθύνεται σε προποιητική εμπειρία που είναι κοινή για όλους (όλοι γνωρίζουν τα αντικλείδια).

Η λέξη «ΠΟΙΗΣΗ» στον πρώτο στίχο

Στον πρώτο στίχο η λέξη «Ποίηση» γράφεται με το αρχικό γράμμα κεφαλαίο, για να υποδηλωθεί η αξία και σημασία της ποιητικής τέχνης (προσωποποίηση). Ο ποιητής επιχειρεί τον ποιητικό ορισμό της ποίησης που την επαναφέρει στη μαγική και αρχέγονη λειτουργία της. Η ποίηση παρομοιάζεται με «μια πόρτα ανοιχτή» και μάλιστα παρατηρείται αναστροφή του προσδιοριστικού επιθέτου («πόρτα ανοιχτή »-αντί «ανοιχτή πόρτα»). Επειδή η πόρτα συμβολίζει την είσοδο σ ένα χώρο που δεν γνωρίζουμε, δημιουργείται μια μυστηριώδης κατάσταση με αυτόν τον συμβολισμό του αγνώστου.

 

 

 

Στίχος 13: ΤΟ ΒΑΘΟΣ

Η πόρτα της ποίησης δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ για όσους μπόρεσαν να δουν στο βάθος. Το πρώτο ρήμα (ανοίγει) τίθεται σε χρόνο ενεστώτα, ενώ το δεύτερο( άνοιξε) τίθεται σε αόριστο, γιατί ο αφηγητής παρουσιάζεται ως άνθρωπος που κυριαρχεί στον χώρο και στον χρόνο. Ο ποιητής γνωρίζει καλά όλες τις εμπειρίες όλων των ποιητών. ‘Όσο εμβαθύνει κανείς στο μυστήριο της ποιητικής δημιουργίας, τόσο ανακαλύπτει την αδυναμία του να το ερμηνεύσει.

Αυτό το βάθος είναι ένα βάθος απροσπέλαστο που θυμίζει την Πλατωνική αντίληψη για το σπήλαιο. Εκεί το φως της Ιδέας, εδώ το φως της Ποίησης. Οι ποιητές δοκιμάζονται για να μπορούν να βλέπουν, να διακρίνουν, να αντιλαμβάνονται, να εξηγούν σε όλους τους άλλους. Είναι οι δάσκαλοι της εμπειρίας, οι πιο σοφοί δάσκαλοι της ζωής και γι αυτό πρέπει να δοκιμαστούν ως προς την πίστη τους στη ζωή. Ο ποιητής με το βασανιστήριο του ξαφνικού κλεισίματος της πόρτας, παραπέμπει και στην εμπειρία του εφιάλτη κατά τον οποίο ο κοιμώμενος ονειρεύεται ένα παραδεισένιο τόπο και τη στιγμή που ετοιμάζεται να μπει, η πόρτα κλείνει και τον αφήνει απέξω.

Μπορεί ακόμα η ποιητική εκδοχή της ανοιχτής πόρτας που ξαφνικά κλείνει, να παραπέμπει στον μύθο του Σίσυφου, του μυθικού βασιλιά της Κορίνθου, που καταδικάστηκε στον Άδη να μεταφέρει αιωνίως ένα μεγάλο βράχο στην κορυφή ενός βουνού και όταν φτάνει στην κορυφή ο βράχος να κατρακυλά πάλι πίσω. Κατά την εκδοχή αυτή, ο ποιητής είναι ένα δυστυχισμένο πλάσμα, στερημένο από μια ευτυχία που μπόρεσε να προγευθεί, αλλά που ποτέ δεν πρόκειται να απολαύσει.

 

Τα αντικλείδια (συμπληρωματικά)

Στο γνωστό παραμύθι «Ο Αλή -Μπαμπά και οι σαράντα κλέφτες» μια λέξη μαγική ανοίγει τη σπηλιά με τους θησαυρούς. Στο ποίημα η μαγική λέξη είναι «τα αντικλείδια». Κάθε ποίημα είναι ένα αντικλείδι και με αυτό προσπαθούν οι ποιητές ν ανοίξουν την πόρτα της ποίησης.

 

Στίχοι 14-17 (ανάλυση συμπληρωματικά)

Τα ποιήματα είναι οι προσπάθειες των ποιητών όλων των εποχών να υλοποιήσουν ή να πλησιάσουν απλώς το ποιητικό τους όραμα Είναι «μια ατέλειωτη αρμαθιά από αντικλείδια», που φτιάχτηκαν για ν ανοίξουν την πόρτα της ποίησης. Η λέξη «ίσως» στην αρχή του στίχου 14 δημιουργεί μια αίσθηση αβεβαιότητας .Όσο η πόρτα δεν ανοίγει, οι ποιητές εξακολουθούν να γράφουν. Και όσο γράφουν, τόσο η ιδέα της ποίησης γίνεται πιο απρόσιτη και πιο γοητευτική. Τα ποιήματα δεν ταυτίζονται με την ποίηση, γιατί τότε η ποίηση θα είχε πάψει να υπάρχει.

Τελευταίος στίχος (συμπλήρωμα) «Μα η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή».  Το «μα» επίσης υποδηλώνει ότι όποιος κατάλαβε πως η πόρτα της Ποίησης είναι μια πόρτα κλειστή, κατάλαβε λάθος. Η πόρτα της ποίησης είναι πάντοτε ανοιχτή, γιατί η ποίηση διαρκώς ανανεώνεται, η ποιητική διαδικασία είναι αέναη. Κανείς από τους ποιητές δεν θα παραβιάσει την πόρτα, γιατί τότε η ποίηση θα έπαυε να υπάρχει.

 

 

Ποιητής της πρώτης  μεταπολεμικής γενιάς με καταγωγή από τον Πύργο της Ηλεί­ας. Άρχισε να γράφει ποιήματα από το 1941. Οι πρώτες του δημοσιεύσεις έγι­ναν το 1943, ενώ το 1962 δημοσιεύτη­κε ο τόμος "Για τον Σεφέρη" με τον οποίο συνδεόταν και φιλικά, όπως επίσης και με τον Σινόπουλο. Πάντως, η πρώτη ο­λοκληρωμένη συλλογή του, "Το κατώ­γι", κυκλοφόρησε το 1971. Ακολούθη­σαν: "Το σακί" (1980), "Τα αντικλείδια" (1988), "Τριάντα τρία χαϊκού" (1990), "Λίγος άμμος" (1997), "Ποιήματα 1943·1997" (2001), "Πού είναι τα που­λιά" (2004) και "Να μην τους ξεχάσω" (2008). Σχεδόν όλες οι συλλογές του με­ταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά και γερμανικά.
Οπως έλεγε και ο ίδιος σε πολλά συ­νέδρια και διαλέξεις όπου συμμετείχε, ό,τι έγραφε το είχε ζήσει (μνήμη, βιωματικότητα). Πράγματι με εξαί­ρεση τα τελευταία του ποιήματα που εί­χαν υπαρξιακό χαρακτήρα ολόκληρο το προηγούμενο έργο του ήταν βιωματικό και αναφερόταν κυρίως στις τραγικές ε­μπειρίες του από τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου.
Βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης του: α) η κυριαρχία του ονείρου, β) η αίσθηση του ανικανοποίητου, γ) ο αλληγορικός, συμβολικός λόγος, υπαινικτικότητα δ) η σκηνοθετική δράση, ε) λιτότητα, σαφήνεια (ενάργεια), φυσικότητα στο λόγο και αφηγηματική δεξιότητα, στ) χρήση καθημερινού λεξιλογίου, ζ) πεζολογικός και εξομολογητικός τόνος και κουβεντιαστό ύφος, η) η επιθυμία αυτοπροσδιορισμού και αυτοαναφορικότητα και τέλος έντονος προβληματισμός για την ποίηση και την ποιητική.
Είναι λοιπόν η ποιητική αναζήτηση ταυτισμένη με την αναζήτηση της αλήθειας; Αν ο ποιητής ορίζεται ως η ενεργή συνείδηση που αναζητεί την αλήθεια που κρύβεται στα πράγματα, στον κόσμο που τον περιβάλλει κι αν προσπαθεί να εκφράσει αυτήν την αλήθεια μέσω του ποιητικού λόγου, τότε καταλαβαίνει κανείς τη δυσκολία ενός τέτοιου εγ­χειρήματος.
Η απόπειρα των ποιητών μοιάζει μια κοπιώδης, επίπονη πνευματική διεργασία χωρίς ωστόσο να επιτυγχάνεται το ε­πιθυμητό αποτέλεσμα, αφού η προσέγγιση και ακόμα περισσότερο η έκφραση της αλήθειας αποτελεί για τους αν­θρώπους ανά τους αιώνες-ένα δυσπρόσιτο έως μάταιο στόχο. Ο ποιητής κάποτε νιώθει πως κανένα από τα ποιήματά του δεν είναι ικανό να αποδώσει την ποιητική ουσία, να εκφράσει το ιδεώδες της ποίησης. Αισθάνεται την πόρ­τα της ποίησης να κλείνει.
ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ
«Το ποίημα αυτό προσφέρεται για πολλές εκδοχές και όσες περισσότερες είναι αυτές, τόσο πιο καλό είναι το ποίημα. Ε­γώ ποτέ δεν αναλύω. Αφήνω την περαιτέρω έρευνα για τον αναγνώστη. Οι εκδοχές αφορούν στον αναγνώστη. Κά­θε ένας, μπορεί να έχει τη δική του εκδοχή, να το προσεγγίσει με τη δική του συγκίνηση, γι αυτό οι αναλύσεις των ποιημάτων δεν ευστοχούν πάντοτε, δεν μπορείς να πεις, αυτό λέει αυτό το ποίημα.» Με βάση τα λόγια αυτά του Γ. Παυλόπου- λου επιβεβαιώνεται ο αλληγορικός χαρακτήρας του ποιήματος;
Στο σύνολο της σχεδόν η γραφή του Παυλόπουλου χαρακτηρίζεται αισθαντική και διάχυτα μελαγχολική, εκφραστι­κή και λιτή, ευανάγνωστη και διαυγής, ωστόσο πολυσήμαντη, βιωματική, αφηγηματική. Συχνά εκφράζεται η διάθεση το ποιητή για φιλοσοφική αναζήτηση. Το ποίημα Αντικλείδια είναι ένας ποιητικός μύθος, μια αλληγορική αφήγηση συναρτώμενη από εικόνες εναργείς που κινούνται διαλεκτικά μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας με θέμα την ουσία της Ποίησης, τους ποιητές και τα ποιήματα.
Η εμφανής αυτοαναφορικότητα, ο αγωνιώδης προβληματισμός για την ποίηση και την ποιητική απαντάται συχνά στην ποίησή του.
Στίχοι 1-13 ο ποιητικός μύθος (αλληγορία), στίχοι 14-17 το επιμύθιο. Το ποίημα είναι αφήγηση ενός προσώπου για μία επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες διαδικασία απόπειρας να παραβιασθεί η ανοιχτή πόρτα της ποίησης. Ἐχουμε έναν τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή που στο τέλος του ποιήματος γίνεται πρωτοπρόσωπος και ομοδιηγητικός (στ. 17: ανοίξουμε) Το ποίημα διαρθρώνεται σαν παραμύθι (ποιητικός μύθος – επιμύθιο) με μαγικό περιεχόμενο.
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοικτή. Ο ποιητής εμφανίζει την Ποίηση σαν μια πόρτα ανοιχτή.
Λόγος μεταφορικός, αλληγορικός, ο οποίος θα μπορούσε να σημαίνει ότι η Ποίηση είναι ένας χώρος προσιτός στον καθένα, ότι είναι μια πόρτα μέσα από την οποία έχουν όλοι τη δυνατότητα να δουν ό,τι θέλουν. Από τον δεύτερο ό­μως στίχο του ποιήματος αρχίζει να περιορίζεται το εύρος αυτής της δυνατότητας, ώσπου στο τέλος του ποιήματος μαθαίνουμε ότι την πόρτα της Ποίησης δεν μπορεί να την παραβιάσει κανείς μέσα στους αιώνες.
 
Ο ίδιος ο ποιητής σε συνέντευξή του στο περιοδικό Ελίτροχος, υποστηρίζει για το συγκεκριμένο ποίη­μα «Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή ως τη στιγμή που θα κοιτάξεις μέσα και πηγαίνεις να μπεις. Την ίδια ακριβώς στιγμή η πόρτα κλείνει. Έκτοτε αυτό που είδες και δεν είδες, αυτό που μόλις πρόφτασες να ιδείς και χάθηκε από τα μάτια σου, θα σε προκαλεί για κάτι απροσδιόριστο και μαγικό. Θέλεις ν' α­νοίξεις πάλι την πόρτα, θέλεις να ξαναϊδείς, όμως κλειδί δεν υπάρχει. Πηγαίνεις λοιπόν και μαθαίνεις την τέχνη του κλειδαρά. Φτιάχνοντας αντικλείδια, ελπίζεις ότι βρίσκεσαι όλο και πιο κοντά στο μυστι­κό της πόρτας. Θα λέγαμε ότι βρίσκεσαι όλο και πιο κοντά στο ποιητικό σου όραμα, πως τα αντικλεί­δια σου είναι τα ποιήματα που φτιάχνεις, για να αποκαλύψεις κάτι που παραμένει πάντα απατηλό και φευγαλέο. Όπως μέσα στα όνειρα. Έτσι θέλω να πιστεύω για τον εαυτό μου, ότι ανήκω και στη Συντε­χνία των Κλειδαράδων και στην Εταιρεία των Συγγραφέων. Εν τούτοις κάποιοι έχουν την ψευδαίσθη­ση ότι η ποίηση είναι μια πόρτα συνεχώς ανοιχτή, απ' όπου μπορούν να μπαίνουν και να βγαίνουν άνε­τα. Μα αυτοί είναι οι μόνοι απ' τους οποίους δεν κινδυνεύει να εκλείψει η τέχνη των κλειδαράδων»
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Οι περισσότεροι προσπερνούν την πόρτα της ποίησης, γιατί με μια πρόχειρη ματιά δεν βλέπουν κάτι ενδιαφέρον για αυτούς. Κάποιοι άλλοι - οι ποιητές - αντικρίζουν κάτι μαγικό και για αυτό ενδιαφέρονται να εισέλθουν στον κόσμο της ποίησης. Όμως η πόρτα κλείνει και για αυτό φτιάχνουν αντικλείδια - ποιήματα. Με τα ποιήματα αυτά η πόρτα της ποίησης δεν ανοίγει. Οι ποιητές γράφουν συνεχώς ποιήματα (παρελθόν - παρόν - μέλλον) ευελπιστώντας ότι θα κατορθώ­σουν μέσω του δημιουργικής αυτής πράξης να συγκρατήσουν λίγη από τη μαγεία του ποιητικού λόγου, αλλά η Ποίη­ση θα μένει πάντα ένα άπιαστο όνειρο. Κανείς δε θα μπορεί να την κατακτήσει. Ωστόσο η πόρτα της θα είναι πάντα ανοιχτή για όποιον θέλει να δει την κρύβεται πίσω από αυτήν. Και η προσπάθεια να ανοίξουν την πόρτα θα συνεχίζε­ται ατέρμονα.
 
 
 
Οι πολλοί και οι λίγοι: το παιχνίδι ανάμεσα στα συνώνυμα ρήματα «κοιτάζω» και «βλέπω», χωρίζει τους ανθρώπους σε δυο κατηγορίες:
α. σε αυτούς που με μια επιπόλαιη ματιά κοιτάζουν την πόρτα της Ποίησης αλλά δεν αντικρίζουν τίποτα. Πρόκειται για το πλήθος («πολλοί»), που μοιάζει αδιάφορο για την τέχνη της ποίησης.
β. σε αυτούς που διακρίνουν και αντιλαμβάνονται κάτι, έλκονται από αυτό και θέλουν να περάσουν το κατώφλι της πόρτας και να κατακτήσουν έτσι το χώρο της Ποίησης. Αυτοί είναι οι ευαίσθητοι, οι λίγοι («μερικοί»), εκείνοι που επι­ζητούν την έκφραση του κόσμου τους με τον ιδιαίτερο τρόπο που μόνο η τέχνη μπορεί να παρέχει στους ανθρώπους. Η επόμενη κίνηση αυτών είναι να επιχειρήσουν να διέλθουν στο μαγικό χώρο που τους προσελκύει, για να τον ανι­χνεύσουν. Ύστερα από αυτό γίνεται κατανοητό ότι η Ποίηση δεν είναι μια απλή πόρτα αλλά ό,τι υπάρχει πίσω από αυτή την πόρ­τα ( το περιεχόμενο, ο θησαυρός που κρύβεται από πίσω). 
 
«Η πόρτα τότε κλείνει» Το σημείο αυτό είναι η κορυφαία στιγμή του ποιήματος, γιατί υπαινίσσεται την αρχή του α­τέρμονου αγώνα που σχολιάστηκε παραπάνω. Όσοι θέλουν να μπουν προσπαθούν συνεχώς, χτυπώντας ξανά και ξα­νά, περιμένοντας κάποιον να τους ανοίξει. Μάταια όμως, κανείς δεν βρίσκεται πίσω από την πόρτα («Χτυπάνε μα κα­νείς δεν τους ανοίγει»). Ψάχνουν να βρουν το κλειδί («Ψάχνουνε για το κλειδί»). Και πάλι τίποτα, γιατί το κλειδί κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει («Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει»). Όμως δεν παραιτούνται, γιατί αυτό που αντικρίζουν είναι πολύτιμο και θέλουν να το αποκτήσουν. Πιστεύουν ότι έχουν δει στο βάθος κάτι μοναδικό, έναν θησαυρό. Και ο θη­σαυρός αυτός είναι διαφορετικός για τον καθένα από αυτούς. Κι αυτό γιατί οι ποιητές αντιλαμβάνονται με διαφορε­τικό τρόπο την Ποίηση και μαγεύονται, έλκονται από εντελώς διαφορετικά πράγματα; τις ομορφιές ζωής, τα πνευ­ματικά αγαθά, την ελευθερία, τη λύτρωση, την παρηγοριά του θανάτου, τη φυγή από την οδυνηρή πραγματικότητα.
«ακόμα και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια»; Η κλειστή πόρτα της ποίησης σηματοδοτεί για τους λίγους, τους ευ­αίσθητους, έναν δύσκολο αγώνα για να βρουν το κλειδί να ανοίξουν την πόρτα. Η αναζήτηση τρόπου για να ανοίξουν την πόρτα πολλές φορές παίρνει δραματικές διαστάσεις, αφού αυτοί οι ευαίσθητοι θυσιάζουν την ίδια τους την ζωή. Γίνεται εμμονή. Αναζητούν συνεχώς τρόπο να ανοίξουν την πόρτα με λύσεις που γυρεύουν όχι γύρω τους, αλλά μέσα τους, δίνονται ολόψυχα σε αυτόν τον αγώνα και κάποτε πληγώνονται από το αποτέλεσμα.
«αντικλείδια» δεν βρίσκουν λύση για να ανοίξουν την πόρτα και έτσι δημιουργούν οι ίδιοι ποιήματα, που ελπίζουν να τους οδηγήσουν στα άδυτα της ποίησης, στην επίτευξη του στόχου τους. Όμως η πόρτα ανοίγει με ένα και μόνο κλει­δί και δεν μπορεί να το αντικαταστήσει κανένα αντικλείδι. Και, αφού το κλειδί δεν έχει βρεθεί και δεν θα βρεθεί ποτέ, η πόρτα δεν άνοιξε ποτέ.
«όσοι μπόρεσαν να δουν στο βάθος» Παρόλα αυτά όμως κάποιοι που κατάφεραν να δουν πίσω από την πόρτα, συνε­χίζουν ακόμα να κάνουν αντικλείδια. Και αυτά είναι πολλά, όπως πολλές είναι οι απόπειρες για το άνοιγμα της πόρ­τας. Είναι αυτοί που συνειδητοποίησαν ότι η πόρτα της ποίησης και γενικότερα της τέχνης είναι πάντα ανοιχτή, αλ­λά ότι είναι δύσκολο ένα ποίημα ν' αγγίξει το τέλειο, να αποδώσει πλήρως την δυναμική της ποιητικής τέχνης.
«Ίσως τα ποιήματα... την πόρτα της ποίησης» σε αυτούς τους στίχους (14-17) ο ποιητής αποκωδικοποιεί το σύμβολο των αντικλειδιών (επιμύθιο), είναι όλα τα ποιήματα που γράφτηκαν, γράφονται και θα γράφονται με μοναδικό σκοπό να ανοί­ξουν την κλειστή πόρτα της ποίησης.
 
 
 
«Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοικτή» Το ποίημα τελειώνει έτσι όπως άρχισε, με τον ορισμό της ποίησης (σχήμα κύκλου - «πόρτα ανοιχτή»). Με αυτό τον τρόπο συμβολίζεται η αέναη και ατέρμονη αναζήτηση της ποίησης. Η περιπέτεια της ποιητικής αναζήτησης δεν τελειώνει ποτέ. Ο αντιθετικός σύνδεσμος «μα», που διαφοροποιεί τον πρώτο από τον τελευταίο στίχο του ποιήματος, υποδηλώνει ότι ένας νέος κύκλος αναζήτησης της ποίησης ίσως ανοίξει. Το ποίημα παρουσιάζει μια λογική αντίφαση – οξύμωρο σχήμα (ανοιχτή πόρτα που κλείνει αλλά παραμένει ανοιχτή) δεν αποτελεί όμως ποιητική και φιλοσοφική αντίφαση γιατί πρόκειται για έναν κύκλο όπου κάθε τέλος σηματοδοτεί μια καινούργια αρχή. Η ποίηση δίδει πάντα την πρόκληση.
Ίσως το σύνολο της πνευματικής δημιουργίας των ποιητών, όλα τα ποιήματα που έχουν γραφτεί και όλα όσα θα γραφτούν να προσεγγίζουν το περιεχόμενο της ποιητικής τέχνης.
 
Εκφραστικά μέσα: κύκλος, μεταφορές (πόρτα ανοιχτή), επανάληψη, οξύμωρο, αντίθεση και πολλές εικόνες.
 
 
 
Κι εγώ τώρα δεν ξέρω να σας πω τι είναι Ποίη­ση και γιατί γράφω ποιήματα. Πολύ περισσότερο δεν ξέρω να σας πω σε τι μας βοηθάει η Ποίη­ση και ποιος είναι ο σκοπός της. Το μόνο που ξέρω είναι πως ο Ποιητής ήταν πά­ντα ένας αφοσιωμένος της Ζωής. Είτε τον γε­μίζει χαρά, είτε τον θλίβει η Ζωή, είτε τον πάει στον Ουρανό, είτε τον κατεβάζει στην Κόλαση, αυτός μένει πάντα ο αφοσιωμένος της. Τη μυστήρια αγάπη του για τη Ζωή δεν έχει άλ­λο τρόπο να την εκφράσει: γράφει ποιήματα. Νο­μίζω ότι προσπαθεί να εκφράσει κυρίως αυτό που κρύβει η ζωή. 'Οπως ο έρωτας κρύβει αυτό που μας κάνει ερωτευμένους. Η Ποίηση λοιπόν είναι πράξη ερωτική; Η μήπως πράξη απόγνωσης; Ή μήπως και τα δύο; Πράξη ερωτική και συνάμα πράξη απόγνωσης. Για την ποιητική πράξη έχουν γραφτεί πολλά και διάφορα. Και από τους ιδιους τους τεχνίτες και από τους θεωρητικούς. Πολλές φορές οι Ποιητές προσπάθησαν να διατυπώσουν τον α­νύπαρκτο ορισμό της Ποίησης, σα να κοίταζαν σ' έναν καθρέφτη όπου δεν έβλεπαν το πρόσωπο τους, αλλά το απόλυτο κενό.
κείμενο του ποιητή σε εκδήλωση του περιοδικού "Γράμματα και τέχνες" που έγινε προς τιμήν του στο "Σπίτι της Κύπρου" στις 8/12/1997
 
 
 
 
 
 
 
Γ. Παυλόπουλος, Αντικλείδια. Συμπλήρωμα στην ανάλυση
 
Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ:
Στο συγκεκριμένο ποίημα, όπως και γενικότερα στα ποιήματα του Παυλόπουλου, ο τίτλος είναι χαρακτηριστικός: πρόκειται για ένα συγκεκριμένο ουσιαστικό (αντικλείδια), το οποίο συνοδεύεται από το οριστικό άρθρο (τα). Ο τίτλος οικοδομεί μια οικειότητα, απευθύνεται σε προποιητική εμπειρία που είναι κοινή για όλους (όλοι γνωρίζουν τα αντικλείδια).
Η λέξη «ΠΟΙΗΣΗ» στον πρώτο στίχο
Στον πρώτο στίχο η λέξη «Ποίηση» γράφεται με το αρχικό γράμμα κεφαλαίο, για να υποδηλωθεί η αξία και σημασία της ποιητικής τέχνης (προσωποποίηση). Ο ποιητής επιχειρεί τον ποιητικό ορισμό της ποίησης που την επαναφέρει στη μαγική και αρχέγονη λειτουργία της. Η ποίηση παρομοιάζεται με «μια πόρτα ανοιχτή» και μάλιστα παρατηρείται αναστροφή του προσδιοριστικού επιθέτου («πόρτα ανοιχτή »-αντί «ανοιχτή πόρτα»). Επειδή η πόρτα συμβολίζει την είσοδο σ ένα χώρο που δεν γνωρίζουμε, δημιουργείται μια μυστηριώδης κατάσταση με αυτόν τον συμβολισμό του αγνώστου.
 
 
 
Στίχος 13: ΤΟ ΒΑΘΟΣ
Η πόρτα της ποίησης δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ για όσους μπόρεσαν να δουν στο βάθος. Το πρώτο ρήμα (ανοίγει) τίθεται σε χρόνο ενεστώτα, ενώ το δεύτερο( άνοιξε) τίθεται σε αόριστο, γιατί ο αφηγητής παρουσιάζεται ως άνθρωπος που κυριαρχεί στον χώρο και στον χρόνο. Ο ποιητής γνωρίζει καλά όλες τις εμπειρίες όλων των ποιητών. ‘Όσο εμβαθύνει κανείς στο μυστήριο της ποιητικής δημιουργίας, τόσο ανακαλύπτει την αδυναμία του να το ερμηνεύσει.
Αυτό το βάθος είναι ένα βάθος απροσπέλαστο που θυμίζει την Πλατωνική αντίληψη για το σπήλαιο. Εκεί το φως της Ιδέας, εδώ το φως της Ποίησης. Οι ποιητές δοκιμάζονται για να μπορούν να βλέπουν, να διακρίνουν, να αντιλαμβάνονται, να εξηγούν σε όλους τους άλλους. Είναι οι δάσκαλοι της εμπειρίας, οι πιο σοφοί δάσκαλοι της ζωής και γι αυτό πρέπει να δοκιμαστούν ως προς την πίστη τους στη ζωή. Ο ποιητής με το βασανιστήριο του ξαφνικού κλεισίματος της πόρτας, παραπέμπει και στην εμπειρία του εφιάλτη κατά τον οποίο ο κοιμώμενος ονειρεύεται ένα παραδεισένιο τόπο και τη στιγμή που ετοιμάζεται να μπει, η πόρτα κλείνει και τον αφήνει απέξω.
Μπορεί ακόμα η ποιητική εκδοχή της ανοιχτής πόρτας που ξαφνικά κλείνει, να παραπέμπει στον μύθο του Σίσυφου, του μυθικού βασιλιά της Κορίνθου, που καταδικάστηκε στον Άδη να μεταφέρει αιωνίως ένα μεγάλο βράχο στην κορυφή ενός βουνού και όταν φτάνει στην κορυφή ο βράχος να κατρακυλά πάλι πίσω. Κατά την εκδοχή αυτή, ο ποιητής είναι ένα δυστυχισμένο πλάσμα, στερημένο από μια ευτυχία που μπόρεσε να προγευθεί, αλλά που ποτέ δεν πρόκειται να απολαύσει.
 
Τα αντικλείδια (συμπληρωματικά)
Στο γνωστό παραμύθι «Ο Αλή -Μπαμπά και οι σαράντα κλέφτες» μια λέξη μαγική ανοίγει τη σπηλιά με τους θησαυρούς. Στο ποίημα η μαγική λέξη είναι «τα αντικλείδια». Κάθε ποίημα είναι ένα αντικλείδι και με αυτό προσπαθούν οι ποιητές ν ανοίξουν την πόρτα της ποίησης.
 
Στίχοι 14-17 (ανάλυση συμπληρωματικά)
Τα ποιήματα είναι οι προσπάθειες των ποιητών όλων των εποχών να υλοποιήσουν ή να πλησιάσουν απλώς το ποιητικό τους όραμα Είναι «μια ατέλειωτη αρμαθιά από αντικλείδια», που φτιάχτηκαν για ν ανοίξουν την πόρτα της ποίησης. Η λέξη «ίσως» στην αρχή του στίχου 14 δημιουργεί μια αίσθηση αβεβαιότητας .Όσο η πόρτα δεν ανοίγει, οι ποιητές εξακολουθούν να γράφουν. Και όσο γράφουν, τόσο η ιδέα της ποίησης γίνεται πιο απρόσιτη και πιο γοητευτική. Τα ποιήματα δεν ταυτίζονται με την ποίηση, γιατί τότε η ποίηση θα είχε πάψει να υπάρχει.
Τελευταίος στίχος (συμπλήρωμα) «Μα η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή».  Το «μα» επίσης υποδηλώνει ότι όποιος κατάλαβε πως η πόρτα της Ποίησης είναι μια πόρτα κλειστή, κατάλαβε λάθος. Η πόρτα της ποίησης είναι πάντοτε ανοιχτή, γιατί η ποίηση διαρκώς ανανεώνεται, η ποιητική διαδικασία είναι αέναη. Κανείς από τους ποιητές δεν θα παραβιάσει την πόρτα, γιατί τότε η ποίηση θα έπαυε να υπάρχει.
 
 
 
 
 
 
Ποιητής της πρώτης  μεταπολεμικής γενιάς με καταγωγή από τον Πύργο της Ηλεί­ας. Άρχισε να γράφει ποιήματα από το 1941. Οι πρώτες του δημοσιεύσεις έγι­ναν το 1943, ενώ το 1962 δημοσιεύτη­κε ο τόμος "Για τον Σεφέρη" με τον οποίο συνδεόταν και φιλικά, όπως επίσης και με τον Σινόπουλο. Πάντως, η πρώτη ο­λοκληρωμένη συλλογή του, "Το κατώ­γι", κυκλοφόρησε το 1971. Ακολούθη­σαν: "Το σακί" (1980), "Τα αντικλείδια" (1988), "Τριάντα τρία χαϊκού" (1990), "Λίγος άμμος" (1997), "Ποιήματα 1943·1997" (2001), "Πού είναι τα που­λιά" (2004) και "Να μην τους ξεχάσω" (2008). Σχεδόν όλες οι συλλογές του με­ταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά και γερμανικά.
Οπως έλεγε και ο ίδιος σε πολλά συ­νέδρια και διαλέξεις όπου συμμετείχε, ό,τι έγραφε το είχε ζήσει (μνήμη, βιωματικότητα). Πράγματι με εξαί­ρεση τα τελευταία του ποιήματα που εί­χαν υπαρξιακό χαρακτήρα ολόκληρο το προηγούμενο έργο του ήταν βιωματικό και αναφερόταν κυρίως στις τραγικές ε­μπειρίες του από τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου.
Βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης του: α) η κυριαρχία του ονείρου, β) η αίσθηση του ανικανοποίητου, γ) ο αλληγορικός, συμβολικός λόγος, υπαινικτικότητα δ) η σκηνοθετική δράση, ε) λιτότητα, σαφήνεια (ενάργεια), φυσικότητα στο λόγο και αφηγηματική δεξιότητα, στ) χρήση καθημερινού λεξιλογίου, ζ) πεζολογικός και εξομολογητικός τόνος και κουβεντιαστό ύφος, η) η επιθυμία αυτοπροσδιορισμού και αυτοαναφορικότητα και τέλος έντονος προβληματισμός για την ποίηση και την ποιητική.
Είναι λοιπόν η ποιητική αναζήτηση ταυτισμένη με την αναζήτηση της αλήθειας; Αν ο ποιητής ορίζεται ως η ενεργή συνείδηση που αναζητεί την αλήθεια που κρύβεται στα πράγματα, στον κόσμο που τον περιβάλλει κι αν προσπαθεί να εκφράσει αυτήν την αλήθεια μέσω του ποιητικού λόγου, τότε καταλαβαίνει κανείς τη δυσκολία ενός τέτοιου εγ­χειρήματος.
Η απόπειρα των ποιητών μοιάζει μια κοπιώδης, επίπονη πνευματική διεργασία χωρίς ωστόσο να επιτυγχάνεται το ε­πιθυμητό αποτέλεσμα, αφού η προσέγγιση και ακόμα περισσότερο η έκφραση της αλήθειας αποτελεί για τους αν­θρώπους ανά τους αιώνες-ένα δυσπρόσιτο έως μάταιο στόχο. Ο ποιητής κάποτε νιώθει πως κανένα από τα ποιήματά του δεν είναι ικανό να αποδώσει την ποιητική ουσία, να εκφράσει το ιδεώδες της ποίησης. Αισθάνεται την πόρ­τα της ποίησης να κλείνει.
ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ
«Το ποίημα αυτό προσφέρεται για πολλές εκδοχές και όσες περισσότερες είναι αυτές, τόσο πιο καλό είναι το ποίημα. Ε­γώ ποτέ δεν αναλύω. Αφήνω την περαιτέρω έρευνα για τον αναγνώστη. Οι εκδοχές αφορούν στον αναγνώστη. Κά­θε ένας, μπορεί να έχει τη δική του εκδοχή, να το προσεγγίσει με τη δική του συγκίνηση, γι αυτό οι αναλύσεις των ποιημάτων δεν ευστοχούν πάντοτε, δεν μπορείς να πεις, αυτό λέει αυτό το ποίημα.» Με βάση τα λόγια αυτά του Γ. Παυλόπου- λου επιβεβαιώνεται ο αλληγορικός χαρακτήρας του ποιήματος;
Στο σύνολο της σχεδόν η γραφή του Παυλόπουλου χαρακτηρίζεται αισθαντική και διάχυτα μελαγχολική, εκφραστι­κή και λιτή, ευανάγνωστη και διαυγής, ωστόσο πολυσήμαντη, βιωματική, αφηγηματική. Συχνά εκφράζεται η διάθεση το ποιητή για φιλοσοφική αναζήτηση. Το ποίημα Αντικλείδια είναι ένας ποιητικός μύθος, μια αλληγορική αφήγηση συναρτώμενη από εικόνες εναργείς που κινούνται διαλεκτικά μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας με θέμα την ουσία της Ποίησης, τους ποιητές και τα ποιήματα.
Η εμφανής αυτοαναφορικότητα, ο αγωνιώδης προβληματισμός για την ποίηση και την ποιητική απαντάται συχνά στην ποίησή του.
Στίχοι 1-13 ο ποιητικός μύθος (αλληγορία), στίχοι 14-17 το επιμύθιο. Το ποίημα είναι αφήγηση ενός προσώπου για μία επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες διαδικασία απόπειρας να παραβιασθεί η ανοιχτή πόρτα της ποίησης. Ἐχουμε έναν τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή που στο τέλος του ποιήματος γίνεται πρωτοπρόσωπος και ομοδιηγητικός (στ. 17: ανοίξουμε) Το ποίημα διαρθρώνεται σαν παραμύθι (ποιητικός μύθος – επιμύθιο) με μαγικό περιεχόμενο.
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοικτή. Ο ποιητής εμφανίζει την Ποίηση σαν μια πόρτα ανοιχτή.
Λόγος μεταφορικός, αλληγορικός, ο οποίος θα μπορούσε να σημαίνει ότι η Ποίηση είναι ένας χώρος προσιτός στον καθένα, ότι είναι μια πόρτα μέσα από την οποία έχουν όλοι τη δυνατότητα να δουν ό,τι θέλουν. Από τον δεύτερο ό­μως στίχο του ποιήματος αρχίζει να περιορίζεται το εύρος αυτής της δυνατότητας, ώσπου στο τέλος του ποιήματος μαθαίνουμε ότι την πόρτα της Ποίησης δεν μπορεί να την παραβιάσει κανείς μέσα στους αιώνες.
 
Ο ίδιος ο ποιητής σε συνέντευξή του στο περιοδικό Ελίτροχος, υποστηρίζει για το συγκεκριμένο ποίη­μα «Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή ως τη στιγμή που θα κοιτάξεις μέσα και πηγαίνεις να μπεις. Την ίδια ακριβώς στιγμή η πόρτα κλείνει. Έκτοτε αυτό που είδες και δεν είδες, αυτό που μόλις πρόφτασες να ιδείς και χάθηκε από τα μάτια σου, θα σε προκαλεί για κάτι απροσδιόριστο και μαγικό. Θέλεις ν' α­νοίξεις πάλι την πόρτα, θέλεις να ξαναϊδείς, όμως κλειδί δεν υπάρχει. Πηγαίνεις λοιπόν και μαθαίνεις την τέχνη του κλειδαρά. Φτιάχνοντας αντικλείδια, ελπίζεις ότι βρίσκεσαι όλο και πιο κοντά στο μυστι­κό της πόρτας. Θα λέγαμε ότι βρίσκεσαι όλο και πιο κοντά στο ποιητικό σου όραμα, πως τα αντικλεί­δια σου είναι τα ποιήματα που φτιάχνεις, για να αποκαλύψεις κάτι που παραμένει πάντα απατηλό και φευγαλέο. Όπως μέσα στα όνειρα. Έτσι θέλω να πιστεύω για τον εαυτό μου, ότι ανήκω και στη Συντε­χνία των Κλειδαράδων και στην Εταιρεία των Συγγραφέων. Εν τούτοις κάποιοι έχουν την ψευδαίσθη­ση ότι η ποίηση είναι μια πόρτα συνεχώς ανοιχτή, απ' όπου μπορούν να μπαίνουν και να βγαίνουν άνε­τα. Μα αυτοί είναι οι μόνοι απ' τους οποίους δεν κινδυνεύει να εκλείψει η τέχνη των κλειδαράδων»
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Οι περισσότεροι προσπερνούν την πόρτα της ποίησης, γιατί με μια πρόχειρη ματιά δεν βλέπουν κάτι ενδιαφέρον για αυτούς. Κάποιοι άλλοι - οι ποιητές - αντικρίζουν κάτι μαγικό και για αυτό ενδιαφέρονται να εισέλθουν στον κόσμο της ποίησης. Όμως η πόρτα κλείνει και για αυτό φτιάχνουν αντικλείδια - ποιήματα. Με τα ποιήματα αυτά η πόρτα της ποίησης δεν ανοίγει. Οι ποιητές γράφουν συνεχώς ποιήματα (παρελθόν - παρόν - μέλλον) ευελπιστώντας ότι θα κατορθώ­σουν μέσω του δημιουργικής αυτής πράξης να συγκρατήσουν λίγη από τη μαγεία του ποιητικού λόγου, αλλά η Ποίη­ση θα μένει πάντα ένα άπιαστο όνειρο. Κανείς δε θα μπορεί να την κατακτήσει. Ωστόσο η πόρτα της θα είναι πάντα ανοιχτή για όποιον θέλει να δει την κρύβεται πίσω από αυτήν. Και η προσπάθεια να ανοίξουν την πόρτα θα συνεχίζε­ται ατέρμονα.
 
 
 
Οι πολλοί και οι λίγοι: το παιχνίδι ανάμεσα στα συνώνυμα ρήματα «κοιτάζω» και «βλέπω», χωρίζει τους ανθρώπους σε δυο κατηγορίες:
α. σε αυτούς που με μια επιπόλαιη ματιά κοιτάζουν την πόρτα της Ποίησης αλλά δεν αντικρίζουν τίποτα. Πρόκειται για το πλήθος («πολλοί»), που μοιάζει αδιάφορο για την τέχνη της ποίησης.
β. σε αυτούς που διακρίνουν και αντιλαμβάνονται κάτι, έλκονται από αυτό και θέλουν να περάσουν το κατώφλι της πόρτας και να κατακτήσουν έτσι το χώρο της Ποίησης. Αυτοί είναι οι ευαίσθητοι, οι λίγοι («μερικοί»), εκείνοι που επι­ζητούν την έκφραση του κόσμου τους με τον ιδιαίτερο τρόπο που μόνο η τέχνη μπορεί να παρέχει στους ανθρώπους. Η επόμενη κίνηση αυτών είναι να επιχειρήσουν να διέλθουν στο μαγικό χώρο που τους προσελκύει, για να τον ανι­χνεύσουν. Ύστερα από αυτό γίνεται κατανοητό ότι η Ποίηση δεν είναι μια απλή πόρτα αλλά ό,τι υπάρχει πίσω από αυτή την πόρ­τα ( το περιεχόμενο, ο θησαυρός που κρύβεται από πίσω). 
 
«Η πόρτα τότε κλείνει» Το σημείο αυτό είναι η κορυφαία στιγμή του ποιήματος, γιατί υπαινίσσεται την αρχή του α­τέρμονου αγώνα που σχολιάστηκε παραπάνω. Όσοι θέλουν να μπουν προσπαθούν συνεχώς, χτυπώντας ξανά και ξα­νά, περιμένοντας κάποιον να τους ανοίξει. Μάταια όμως, κανείς δεν βρίσκεται πίσω από την πόρτα («Χτυπάνε μα κα­νείς δεν τους ανοίγει»). Ψάχνουν να βρουν το κλειδί («Ψάχνουνε για το κλειδί»). Και πάλι τίποτα, γιατί το κλειδί κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει («Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει»). Όμως δεν παραιτούνται, γιατί αυτό που αντικρίζουν είναι πολύτιμο και θέλουν να το αποκτήσουν. Πιστεύουν ότι έχουν δει στο βάθος κάτι μοναδικό, έναν θησαυρό. Και ο θη­σαυρός αυτός είναι διαφορετικός για τον καθένα από αυτούς. Κι αυτό γιατί οι ποιητές αντιλαμβάνονται με διαφορε­τικό τρόπο την Ποίηση και μαγεύονται, έλκονται από εντελώς διαφορετικά πράγματα; τις ομορφιές ζωής, τα πνευ­ματικά αγαθά, την ελευθερία, τη λύτρωση, την παρηγοριά του θανάτου, τη φυγή από την οδυνηρή πραγματικότητα.
«ακόμα και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια»; Η κλειστή πόρτα της ποίησης σηματοδοτεί για τους λίγους, τους ευ­αίσθητους, έναν δύσκολο αγώνα για να βρουν το κλειδί να ανοίξουν την πόρτα. Η αναζήτηση τρόπου για να ανοίξουν την πόρτα πολλές φορές παίρνει δραματικές διαστάσεις, αφού αυτοί οι ευαίσθητοι θυσιάζουν την ίδια τους την ζωή. Γίνεται εμμονή. Αναζητούν συνεχώς τρόπο να ανοίξουν την πόρτα με λύσεις που γυρεύουν όχι γύρω τους, αλλά μέσα τους, δίνονται ολόψυχα σε αυτόν τον αγώνα και κάποτε πληγώνονται από το αποτέλεσμα.
«αντικλείδια» δεν βρίσκουν λύση για να ανοίξουν την πόρτα και έτσι δημιουργούν οι ίδιοι ποιήματα, που ελπίζουν να τους οδηγήσουν στα άδυτα της ποίησης, στην επίτευξη του στόχου τους. Όμως η πόρτα ανοίγει με ένα και μόνο κλει­δί και δεν μπορεί να το αντικαταστήσει κανένα αντικλείδι. Και, αφού το κλειδί δεν έχει βρεθεί και δεν θα βρεθεί ποτέ, η πόρτα δεν άνοιξε ποτέ.
«όσοι μπόρεσαν να δουν στο βάθος» Παρόλα αυτά όμως κάποιοι που κατάφεραν να δουν πίσω από την πόρτα, συνε­χίζουν ακόμα να κάνουν αντικλείδια. Και αυτά είναι πολλά, όπως πολλές είναι οι απόπειρες για το άνοιγμα της πόρ­τας. Είναι αυτοί που συνειδητοποίησαν ότι η πόρτα της ποίησης και γενικότερα της τέχνης είναι πάντα ανοιχτή, αλ­λά ότι είναι δύσκολο ένα ποίημα ν' αγγίξει το τέλειο, να αποδώσει πλήρως την δυναμική της ποιητικής τέχνης.
«Ίσως τα ποιήματα... την πόρτα της ποίησης» σε αυτούς τους στίχους (14-17) ο ποιητής αποκωδικοποιεί το σύμβολο των αντικλειδιών (επιμύθιο), είναι όλα τα ποιήματα που γράφτηκαν, γράφονται και θα γράφονται με μοναδικό σκοπό να ανοί­ξουν την κλειστή πόρτα της ποίησης.
 
 
 
«Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοικτή» Το ποίημα τελειώνει έτσι όπως άρχισε, με τον ορισμό της ποίησης (σχήμα κύκλου - «πόρτα ανοιχτή»). Με αυτό τον τρόπο συμβολίζεται η αέναη και ατέρμονη αναζήτηση της ποίησης. Η περιπέτεια της ποιητικής αναζήτησης δεν τελειώνει ποτέ. Ο αντιθετικός σύνδεσμος «μα», που διαφοροποιεί τον πρώτο από τον τελευταίο στίχο του ποιήματος, υποδηλώνει ότι ένας νέος κύκλος αναζήτησης της ποίησης ίσως ανοίξει. Το ποίημα παρουσιάζει μια λογική αντίφαση – οξύμωρο σχήμα (ανοιχτή πόρτα που κλείνει αλλά παραμένει ανοιχτή) δεν αποτελεί όμως ποιητική και φιλοσοφική αντίφαση γιατί πρόκειται για έναν κύκλο όπου κάθε τέλος σηματοδοτεί μια καινούργια αρχή. Η ποίηση δίδει πάντα την πρόκληση.
Ίσως το σύνολο της πνευματικής δημιουργίας των ποιητών, όλα τα ποιήματα που έχουν γραφτεί και όλα όσα θα γραφτούν να προσεγγίζουν το περιεχόμενο της ποιητικής τέχνης.
 
Εκφραστικά μέσα: κύκλος, μεταφορές (πόρτα ανοιχτή), επανάληψη, οξύμωρο, αντίθεση και πολλές εικόνες.
 
 
 
Κι εγώ τώρα δεν ξέρω να σας πω τι είναι Ποίη­ση και γιατί γράφω ποιήματα. Πολύ περισσότερο δεν ξέρω να σας πω σε τι μας βοηθάει η Ποίη­ση και ποιος είναι ο σκοπός της. Το μόνο που ξέρω είναι πως ο Ποιητής ήταν πά­ντα ένας αφοσιωμένος της Ζωής. Είτε τον γε­μίζει χαρά, είτε τον θλίβει η Ζωή, είτε τον πάει στον Ουρανό, είτε τον κατεβάζει στην Κόλαση, αυτός μένει πάντα ο αφοσιωμένος της. Τη μυστήρια αγάπη του για τη Ζωή δεν έχει άλ­λο τρόπο να την εκφράσει: γράφει ποιήματα. Νο­μίζω ότι προσπαθεί να εκφράσει κυρίως αυτό που κρύβει η ζωή. 'Οπως ο έρωτας κρύβει αυτό που μας κάνει ερωτευμένους. Η Ποίηση λοιπόν είναι πράξη ερωτική; Η μήπως πράξη απόγνωσης; Ή μήπως και τα δύο; Πράξη ερωτική και συνάμα πράξη απόγνωσης. Για την ποιητική πράξη έχουν γραφτεί πολλά και διάφορα. Και από τους ιδιους τους τεχνίτες και από τους θεωρητικούς. Πολλές φορές οι Ποιητές προσπάθησαν να διατυπώσουν τον α­νύπαρκτο ορισμό της Ποίησης, σα να κοίταζαν σ' έναν καθρέφτη όπου δεν έβλεπαν το πρόσωπο τους, αλλά το απόλυτο κενό.
κείμενο του ποιητή σε εκδήλωση του περιοδικού "Γράμματα και τέχνες" που έγινε προς τιμήν του στο "Σπίτι της Κύπρου" στις 8/12/1997
 
 
 
 
 
 
 
Γ. Παυλόπουλος, Αντικλείδια. Συμπλήρωμα στην ανάλυση
 
Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ:
Στο συγκεκριμένο ποίημα, όπως και γενικότερα στα ποιήματα του Παυλόπουλου, ο τίτλος είναι χαρακτηριστικός: πρόκειται για ένα συγκεκριμένο ουσιαστικό (αντικλείδια), το οποίο συνοδεύεται από το οριστικό άρθρο (τα). Ο τίτλος οικοδομεί μια οικειότητα, απευθύνεται σε προποιητική εμπειρία που είναι κοινή για όλους (όλοι γνωρίζουν τα αντικλείδια).
Η λέξη «ΠΟΙΗΣΗ» στον πρώτο στίχο
Στον πρώτο στίχο η λέξη «Ποίηση» γράφεται με το αρχικό γράμμα κεφαλαίο, για να υποδηλωθεί η αξία και σημασία της ποιητικής τέχνης (προσωποποίηση). Ο ποιητής επιχειρεί τον ποιητικό ορισμό της ποίησης που την επαναφέρει στη μαγική και αρχέγονη λειτουργία της. Η ποίηση παρομοιάζεται με «μια πόρτα ανοιχτή» και μάλιστα παρατηρείται αναστροφή του προσδιοριστικού επιθέτου («πόρτα ανοιχτή »-αντί «ανοιχτή πόρτα»). Επειδή η πόρτα συμβολίζει την είσοδο σ ένα χώρο που δεν γνωρίζουμε, δημιουργείται μια μυστηριώδης κατάσταση με αυτόν τον συμβολισμό του αγνώστου.
 
 
 
Στίχος 13: ΤΟ ΒΑΘΟΣ
Η πόρτα της ποίησης δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ για όσους μπόρεσαν να δουν στο βάθος. Το πρώτο ρήμα (ανοίγει) τίθεται σε χρόνο ενεστώτα, ενώ το δεύτερο( άνοιξε) τίθεται σε αόριστο, γιατί ο αφηγητής παρουσιάζεται ως άνθρωπος που κυριαρχεί στον χώρο και στον χρόνο. Ο ποιητής γνωρίζει καλά όλες τις εμπειρίες όλων των ποιητών. ‘Όσο εμβαθύνει κανείς στο μυστήριο της ποιητικής δημιουργίας, τόσο ανακαλύπτει την αδυναμία του να το ερμηνεύσει.
Αυτό το βάθος είναι ένα βάθος απροσπέλαστο που θυμίζει την Πλατωνική αντίληψη για το σπήλαιο. Εκεί το φως της Ιδέας, εδώ το φως της Ποίησης. Οι ποιητές δοκιμάζονται για να μπορούν να βλέπουν, να διακρίνουν, να αντιλαμβάνονται, να εξηγούν σε όλους τους άλλους. Είναι οι δάσκαλοι της εμπειρίας, οι πιο σοφοί δάσκαλοι της ζωής και γι αυτό πρέπει να δοκιμαστούν ως προς την πίστη τους στη ζωή. Ο ποιητής με το βασανιστήριο του ξαφνικού κλεισίματος της πόρτας, παραπέμπει και στην εμπειρία του εφιάλτη κατά τον οποίο ο κοιμώμενος ονειρεύεται ένα παραδεισένιο τόπο και τη στιγμή που ετοιμάζεται να μπει, η πόρτα κλείνει και τον αφήνει απέξω.
Μπορεί ακόμα η ποιητική εκδοχή της ανοιχτής πόρτας που ξαφνικά κλείνει, να παραπέμπει στον μύθο του Σίσυφου, του μυθικού βασιλιά της Κορίνθου, που καταδικάστηκε στον Άδη να μεταφέρει αιωνίως ένα μεγάλο βράχο στην κορυφή ενός βουνού και όταν φτάνει στην κορυφή ο βράχος να κατρακυλά πάλι πίσω. Κατά την εκδοχή αυτή, ο ποιητής είναι ένα δυστυχισμένο πλάσμα, στερημένο από μια ευτυχία που μπόρεσε να προγευθεί, αλλά που ποτέ δεν πρόκειται να απολαύσει.
 
Τα αντικλείδια (συμπληρωματικά)
Στο γνωστό παραμύθι «Ο Αλή -Μπαμπά και οι σαράντα κλέφτες» μια λέξη μαγική ανοίγει τη σπηλιά με τους θησαυρούς. Στο ποίημα η μαγική λέξη είναι «τα αντικλείδια». Κάθε ποίημα είναι ένα αντικλείδι και με αυτό προσπαθούν οι ποιητές ν ανοίξουν την πόρτα της ποίησης.
 
Στίχοι 14-17 (ανάλυση συμπληρωματικά)
Τα ποιήματα είναι οι προσπάθειες των ποιητών όλων των εποχών να υλοποιήσουν ή να πλησιάσουν απλώς το ποιητικό τους όραμα Είναι «μια ατέλειωτη αρμαθιά από αντικλείδια», που φτιάχτηκαν για ν ανοίξουν την πόρτα της ποίησης. Η λέξη «ίσως» στην αρχή του στίχου 14 δημιουργεί μια αίσθηση αβεβαιότητας .Όσο η πόρτα δεν ανοίγει, οι ποιητές εξακολουθούν να γράφουν. Και όσο γράφουν, τόσο η ιδέα της ποίησης γίνεται πιο απρόσιτη και πιο γοητευτική. Τα ποιήματα δεν ταυτίζονται με την ποίηση, γιατί τότε η ποίηση θα είχε πάψει να υπάρχει.
Τελευταίος στίχος (συμπλήρωμα) «Μα η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή».  Το «μα» επίσης υποδηλώνει ότι όποιος κατάλαβε πως η πόρτα της Ποίησης είναι μια πόρτα κλειστή, κατάλαβε λάθος. Η πόρτα της ποίησης είναι πάντοτε ανοιχτή, γιατί η ποίηση διαρκώς ανανεώνεται, η ποιητική διαδικασία είναι αέναη. Κανείς από τους ποιητές δεν θα παραβιάσει την πόρτα, γιατί τότε η ποίηση θα έπαυε να υπάρχει.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου