ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ Μ.Ε.

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΑΡΗΣ

ΝΤΑΝΟΠΟΥΛΟΥ – ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΟΛΓΑ

Αγαπητοί γονείς και μαθητές, καλωσορίσατε στη σελίδα του φροντιστηρίου μας. Στόχος μας η καλύτερη δυνατή επικοινωνία μαζί σας και η διαρκής ενημέρωση για όλα όσα αφορούν τη λειτουργία και τις παροχές του φροντιστηρίου μας

Στο Φροντιστήριό μας προετοιμάζουμε τους μελλοντικούς πρωταγωνιστές. Η απόλυτη εξειδίκευσή μας στο χώρο των φιλολογικών και οικονομικών μαθημάτων, καθώς και η πολυετής πείρα μας στο χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης, θέτουν από νωρίς τις βάσεις της επιτυχίας και διευκολύνουν τη δουλειά του υποψηφίου.

Άλλωστε, οι επιτυχίες μιλάνε για εμάς: με εισακτέους στα τμήματα στρατιωτικών σχολών, όπως ΣΣΑΣ Νομικής, ΣΣΑΣ Οικονομικών, ΣΜΥ, στις παραγωγικές σχολές των Αξιωματικών και Αστυφυλάκων ΕΛ.ΑΣ, Πυροσβεστικής, αλλά και στα υψηλής ζήτησης Ανώτερα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας όπως η Νομική, Φιλολογία, Παιδαγωγικά Τμήματα, Αγγλική Φιλολογία, Ψυχολογία και Οικονομικά Τμήματα, αποδεικνύουμε τη σκληρή μας δουλειά.

Το Φροντιστήριό μας άλλωστε είναι και πιστοποιημένο συνεργαζόμενο κέντρο της UNICERT (σύγχρονου Φορέα Πιστοποίησης Ανθρώπινου Δυναμικού, πιστοποιημένου από τον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. και διαπιστευμένου από τον Ε.ΣΥ.Δ, τα πιστοποιητικά του οποίου αποτελούν απαραίτητο εφόδιο για προσλήψεις στο ελληνικό δημόσιο και διαγωνισμούς Α.Σ.Ε.Π.), αποκλειστικού αντιπροσώπου του Πανεπιστημίου FREDERICK της Κύπρου ( με έδρα τη Λευκωσία, ενώ σχολές και τμήματα λειτουργούν και στη Λεμεσό), το οποίο προσφέρει στον ελλαδικό χώρο προγράμματα σε πτυχιακό, μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο (δια ζώσης – εξ αποστάσεως) ομοταγή με τα ελληνικά ΑΕΙ, αναγνωρισμένα από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. ( Διεπιστημονικός Οργανισμός Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης), με έξι (6) σχολές που καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσμα της εκπαίδευσης. Επίσημες γλώσσες του Πανεπιστημίου είναι η Ελληνική και η Αγγλική) για την προώθηση των προγραμμάτων σπουδών του σε πτυχιακό, μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο (δια ζώσης και εξ αποστάσεως).

Κατανοώντας ταυτόχρονα την οικονομική συγκυρία, το φροντιστήριο μας στέκεται δίπλα στην ελληνική οικογένεια με αίσθημα ευθύνης, αναπροσαρμόζοντας τα δίδακτρα του στο πνεύμα της κρίσης και υιοθετώντας προνομιακή τιμολογιακή πολιτική για ειδικές ομάδες μαθητών (όπως έκπτωση διδάκτρων για ανέργους, πολύτεκνους, αδέλφια, μαθητές εκτός Βόλου, εγγραφή δύο μαθητών…) και επιβραβεύοντας την αριστεία (έκπτωση σε αριστούχους).

Ως μέλος του Συλλόγου Φροντιστών Μαγνησίας και της ΟΕΦΕ (Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδος) συμμετέχουμε κάθε χρόνο στα Πανελλαδικά Διαγωνίσματα Προσομοίωσης για όλες τις τάξεις του Λυκείου. Παράλληλα, μέσω ειδικών διαγνωστικών τεστ εντάσσουμε το μαθητή – τρια σε τμήμα ανάλογα με τις δυνατότητές του. Παρέχουμε οργανωμένο υλικό μέσω προσωπικών σημειώσεων αλλά και εκδόσεων Schooltime. gr ως επιστημονικοί συνεργάτες του site.

ü Ομοιογενή τμήματα

ü Δωρεάν έκτακτες ώρες διδασκαλίας

ü Σύγχρονα εποπτικά μέσα

ü Εβδομαδιαία προγραμματισμένα υποχρεωτικά διαγωνίσματα

ü Συνεχής ενημέρωση γονέων για τις πραγματικές επιδόσεις των παιδιών

Βόλος, Τοπάλη 15 (με Δημητριάδος)

Τηλ. Επικοινωνίας: 2421-0-23227 / 6976796234

Υπεύθυνοι σπουδών: Ιωαννίδης Άρης, Φιλόλογος,

Ντανοπούλου – Ιωαννίδου Όλγα

olgantanopoulou@yahoo.gr.

(Facebook, Iωαννίδης Άρης)

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ


ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ (ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ – ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ)
 

Ποιητικός διάλογος γύρω από τη σχέση της ποίησης με την ιστορική πραγματικότητα

Ο τίτλος του ποιήματος του Αναγνωστάκη, Στον Νίκο Ε., η χρονολογία έκδοσής του (1949), ο ακρωτηριασμένος λόγος και το θεματικό κέντρο του ποιήματος (εμφύλιος πόλεμος) συνηγορούν στη διαπίστωση ότι απευθύνεται στο Ν. Εγγονόπουλο. Ο ίδιος ο Αναγνωστάκης, βέβαια, αρνείται ότι πρόκειται για απάντηση στον Εγγονόπουλο, αλλά αναφέρεται σ’ έναν νεκρό φίλο του και συναγωνιστή.

Στοιχείο που επιτείνει την άποψη ότι πρόκειται για απάντηση είναι και ο στίχος σε παρένθεση, που δείχνει την πρόθεση από μέρους του Αναγνωστάκη για έναν ευρύτερο ποιητικό διάλογο. Υπό το πρίσμα αυτό

μπορούμε πράγματι να θεωρήσουμε το ποίημα του Αναγνωστάκη ως απάντηση στον Εγγονόπουλο.

Ομοιότητες υπάρχουν ως προς το κοινό ιστορικό πλαίσιο και τη συμφωνία για την τραγικότητα της εποχής,

αξιοσημείωτες είναι και οι ομοιότητες στην τεχνική των δύο κειμένων (ελεύθερος στίχος, ελάχιστη στίξη κ.λπ).

Ως προς τη μορφή:

• ο λόγος είναι τεμαχισμένος, η διατύπωση ελλειπτική, ενώ χαρακτηρίζεται από λιτότητα εκφραστικών μέσων

• ο στίχος είναι ανισοσύλλαβος και ανομοιοκατάληκτος

• η στίξη είναι σχεδόν απούσα

• δίνονται φράσεις – στίχοι σε παρενθέσεις.

Ως προς το περιεχόμενο:

Και τα δύο ποιήματα πραγματεύονται το ίδιο θέμα: το χρέος της ποίησης και του ποιητή σε δύσκολες και αιματηρές περιόδους.

Ο χρονικός πυρήνας είναι ο εμφύλιος πόλεμος και ο θεματικός τους πυρήνας η φρίκη, ο θάνατος και ο

σπαραγμός που κυριαρχούν σε εποχή εμφύλιας διαμάχης.

Κοινό σημείο των δύο ποιημάτων είναι και το ότι αποτελούν ποιήματα για την ποίηση.

Δεν αρκούνται, δηλαδή, στο να καταγράψουν ή να σχολιάσουν την ιστορική πραγματικότητα, αλλά

δηλώνουν και την άποψή τους για το ρόλο της ποίησης και το χρέος του ποιητή μέσα σ’ αυτήν την

εποχή καθώς και για την επίδραση της εποχής στην ποιητική τους δημιουργία.

Μελετώντας συγκριτικά τα δύο ποιήματα διαπιστώνουμε ότι η διαφοροποίησή τους έγκειται σε κάποια

νοηματικά στοιχεία:

Ο Εγγονόπουλος αναφέρεται υπαινικτικά στον εμφύλιο και στο κλίμα του με την επιλογή

συγκεκριμένων λέξεων (εμφύλιου σπαραγμού, αγγελτήρια θανάτου).

Ο Αναγνωστάκης παρουσιάζει παραστατικά την εφιαλτική εποχή με την παράθεση οπτικοακουστικών εικόνων.

Η σημαντικότερη διαφορά, όμως, έγκειται στη θέση τους για τη στάση του πνευματικού ανθρώπου κα ειδικότερα του ποιητή απέναντι στη ζοφερή πραγματικότητα.

Ο Εγγονόπουλος υποστηρίζει ότι η ποίηση σε στιγμές τραγικές για το λαό και τη χώρα προβάλλει ως περιττή πολυτέλεια, είναι μάταιη. Γι’ αυτό και ο ίδιος λαμβάνει απόφαση για ακύρωση της λειτουργίας της ποίησης, για σιωπηρή αποχή από τα τραγικά δρώμενα.

Πιστεύει ότι δεν ταιριάζει στην ποίηση να καταγράφει και να σχολιάζει την ιστορική πραγματικότητα, ειδικά σε τέτοιες τραγικές εποχές. Δε θεωρεί χρέος του ποιητή να σχολιάζει την πραγματικότητα και να

χρησιμοποιεί την πένα του για να εκφράσει τις απόψεις του.

Μια τέτοια ενέργεια κάνει την ποίηση να μοιάζει παράταιρη και ιερόσυλη. Μάλιστα, μας δηλώνει και την επίδραση της εποχής στην ποίησή του. Έτσι, η εποχή συνθλίβει την έμπνευσή του και παράλληλα φορτίζει

αρνητικά την ατμόσφαιρα του έργου του.

Ο Αναγνωστάκης αντίθετα, θεωρεί ότι χρέος του ποιητή είναι να καταγράψει ποιητικά και να καταγγείλει τη ζοφερή πραγματικότητα, να αφήσει δηλαδή ένα αδιάψευστο ντοκουμέντο της τραγικής εποχής.

Ακολουθεί έναν δρόμο πιο μαχητικό · εκλαμβάνει την ποίηση ως μέσον καταγγελίας των γεγονότων.

Θεωρεί ότι η ποίηση και ο ίδιος ως ποιητής έχουν χρέος όχι μόνο να καταγράψουν την ιστορική πραγματικότητα αλλά και να τη σχολιάσουν, να την καυτηριάσουν, να εκφράσουν την άποψή τους.

Έτσι, η ποίησή του αποδίδει με ωμό ρεαλισμό την πραγματικότητα και μοιάζει να αποτίει φόρο τιμής στους

«χαμένους φίλους».

Αυτό, μάλιστα, δεν αποτελεί μόνο χρέος συνείδησης, αλλά και ευθύνη απέναντι στην κοινωνία, στους

συνανθρώπους του. Είναι χρέος και μάλιστα ύψιστο του ποιητή να εκφράζεται για να καθοδηγεί τους

συνανθρώπους του, να τους ευαισθητοποιεί και να τους παρακινεί σε δράση.

Ο Αναγνωστάκης, κινούμενος στα πλαίσια της «αντιστασιακής ποίησης», προσπαθεί να δημιουργήσει στους αναγνώστες του μηχανισμούς εσωτερικής αντίστασης και να προωθήσει έτσι την αντίδραση προς την καθεστηκυία τάξη.

Παράλληλα, με την αποστροφή του προς τους άλλους ποιητές, «μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;», προσδίδει στην ποίηση και μία ακόμη ιδιότητα. Την καθιστά βήμα και αφορμή διαλόγου, ανταλλαγής

απόψεων και επικοινωνίας μεταξύ των ποιητών.

 

 

 

Σχολιασμός του τίτλου των δύο ποιημάτων

 Στον πρώτο εύκολα μπορούν να επισημανθούν : α) το θέμα που είναι η θέση της ποίησης, β) την απουσία  άρθρου που προσδίδει μια ασάφεια ή γενίκευση και την αναφορά στη συγκεκριμένη χρονολογία  (1948) και τη σχέση της ποίησης με αυτήν. Με βάση τις γνώσεις μας από την οικεία ενότητα της Ιστορίας διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για την γ) χρονολογία κορύφωσης του εμφυλίου σπαραγμού.

Σε αυτό το σημείο θα ήταν σκόπιμο να θυμηθούμε τον πίνακα ζωγραφικής του Εγγονόπουλου στη σελ. 86 του σχολικού βιβλίου με τον χαρακτηριστικό τίτλο Εμφύλιος πόλεμος, αφενός για να έλθουμε σε επαφή και με την άλλη τέχνη του ποιητή αξιοποιώντας τις εξωκειμενικές πληροφορίες που ήδη έχουν, αφετέρου για να αφουγκραστούμε περισσότερο το κείμενο.

 

Για τον τίτλο του ποιήματος του Αναγνωστάκη εντοπίζουμε :

 α) μια ασάφεια σκόπιμη όμως, εφόσον εύκολα μπορούμε να  ταυτίσουμε το ημιτελές επίθετο με αυτό του ποιητή Εγγονόπουλου.

 Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι κατά δήλωση του Αναγνωστάκη το ποίημα αναφέρεται στο συναγωνιστή του Νίκο Ευστρατιάδη, επομένως μπορούμε να υποθέσουμε ότι πρόκειται για αφιέρωση και όχι για ποιητική απάντηση στον ομότεχνό του Εγγονόπουλο.

 β) την χρονολογία 1949 που αναφέρεται στο τέλος του εμφυλίου πολέμου και στην κυκλοφορία της ποιητικής συλλογής που εντάσσεται το ποίημα. Πάντως σε ό, τι αφορά στις πανελλήνιες εξετάσεις ο σχολιασμός των δύο τίτλων θα μπορούσε να αποτελέσει ένα από τα δύο θέματα της κατηγορίας Β (δομή του κειμένου, παρατηρήσεις επί των εκφραστικών μέσων και τρόπων του κειμένου).

 Περιεχόμενο και  μορφή των δύο ποιημάτων

(συνεξέταση ανά στροφικές ενότητες, οι οποίες μπορεί για λόγους καθαρά διδακτικής πρακτικής να διακριθούν σε υποενότητες).

 Συγκεκριμένα:

Στην πρώτη στροφική ενότητα του ποιήματος του Εγγονόπουλου (στ. 1-13) εντοπίζουμε:

 1) τη δήλωση/απόφανση του ποιητή για τον αντιποιητικό χαρακτήρα της εποχής (στιχ. 1-3) που αποτελεί και την πρώτη υποενότητα. Σχετικά με τα εκφραστικά μέσα με τα οποία δηλώνεται αυτή, επισημαίνουμε:

 α) την χρήση της λέξης σπαραγμού με τη μεγάλη συναισθηματική φόρτιση,β) την επανάληψη της λέξης εποχή και την αντίθεση ανάμεσα στο τι είναι η εποχή στους στιχ. 1-2, η ιστορική δηλ. συγκυρία του 1948 και στο τι δεν είναι, δεν είναι δηλ. πρόσφορη για ποιητική δημιουργίαγ) τη μίμηση του καβαφικού στίχου από το ποίημα «Από την σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου» με τον οποίο επεκτείνει την αρνητική επίδραση της εποχής σε όλες τις μορφές τέχνης με τρόπο μάλλον ειρωνικό.

 

 

Αντίστοιχα, στην πρώτη στροφική ενότητα του ποιήματος του Αναγνωστάκη (στιχ. 1-10) εντοπίζουμε:

 1)την πρώτη οπτική εικόνα (στιχ. 1-3) που αναφέρεται στην ξαφνική απώλεια φίλων, γεγονός που αποτελεί βιωματική εμπειρία του ποιητή,

α) την κλιμάκωση ως προς τον αριθμό των λέξεων του κάθε στίχου (1-2-4) και ως

προς το νόημα: τα πρόσωπα - η κατάσταση - το αποτέλεσμα

β) τον ενεστωτικό χρόνο που σε συνδυασμό με την ασάφεια μια μέρα τονίζει το

επαναλαμβανόμενο γεγονός.

 2) Στη δεύτερη υποενότητα του ποιήματος του Εγγονόπουλου (στ. 6-13) αναγνωρίζουμε τη δυσκολία της ποιητικής γραφής λόγω του επικρατούντος στον χώρο και χρόνο θανάτου, η οποία αποδίδεται :

 α) με μια υπόθεση (σαν πάει κάτι να γραφτεί),

β) με μια παρομοίωση (άλλη μεριά αγγελτηρίων θανάτου) που εμπεριέχει υπόθεση και χαρακτηρίζεται ως μακάβρια, δηλωτική όμως της κατάστασης που επικρατεί, και

γ) με την ολιγογραφία: χαρακτηριστικό της υπερρεαλιστικής γραφής.

 

Αντίστοιχα, στη δεύτερη υποενότητα του ποιήματος του Αναγνωστάκη (στιχ. 4-8) εντοπίζουμε:

 α) την πρώτη ηχητική -κυρίως- εικόνα του ανοικτού χώρου με τις κραυγές απόγνωσης

β) την επανάληψη της λέξης φωνές- μακρινές φωνές

γ) τις νοηματικές αντιθέσεις : φωνές μάνας τρελής =/= στους έρημους δρόμους, κλάμα

παιδιού =/= χωρίς απάντηση

δ) τη διακειμενικότητα με την αναφορά της μάνας τρελής από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού και στους έρημους δρόμους από το ποίημα «Η Αποκριά» του Μίλτου Σαχτούρη.

 

Η τρίτη υποενότητα του ποιήματος (στιχ. 9-10) περιλαμβάνει την οπτική εικόνα ενός κατεστραμμένου τοπίου, το οποίο μέσω της παρομοίωσης (σα τρυπημένες σάπιες σημαίες) παραπέμπει στην κατάρρευση ιδεών και αξιών

 Ομοιότητες και διαφορές τους ως προς το περιεχόμενο 

 Ειδικότερα καταγράφονται οι εξής ομοιότητες:Α) το κοινό ιστορικό υπόβαθρο των δύο ποιημάτωνΒ) τα τραγικά βιώματα των ποιητών στην περίοδο του Εμφυλίου ως ποιητική αφόρμησηΓ) ο θάνατος ως κυρίαρχο στοιχείο. Επισημαίνεται και μία διαφορά: ο Εγγονόπουλος μιλά άμεσα για την ποίηση, ενώ ο Αναγνωστάκης αποτυπώνει περισσότερο εικόνες φρίκης του Εμφυλίου.

 Στη δεύτερη στροφική ενότητα του ποιήματος του Εγγονόπουλου (στ. 14-20)  στηριζόμενοι στη φράση γι' αυτό επισημαίνουμε:

α) τις δύο συνέπειες της αντιποιητικής εποχής: την ποιητική θλίψη ( πικραμένα) και

την περιορισμένη παραγωγή (τόσο λίγα) , και

β) τα δύο παρενθετικά σχόλια : (και πότε-άλλωστε- δεν ήσαν) που αποτελεί ένα αυτοχαρακτηρισμό του ποιητή και προ πάντων με το οποίο υπογραμμίζει ο ίδιος την

περιορισμένη παραγωγή και ως εκ τούτου την θλίψη του.

Αντίστοιχα, στη δεύτερη στροφική ενότητα (στιχ. 11-14) του ποιήματος του Αναγνωστάκη με τη βοήθεια και του σχετικού σχολίου (αρ. 1, σελ. 85) του σχολικού βιβλίου επισημαίνουμε την επιστροφή στο χώρο παραγωγής του ποιητικού λόγου, την φυλακή που δηλώνεται υπαινικτικά, καθώς και τα εκφραστικά μέσα:

 Α) την χρήση της λέξης εφιάλτες με τη μεγάλη φόρτιση

Β) την εικόνα των σιδερένιων κρεβατιών

Γ) το παιχνίδι του φωτός μέσα από την αντιθετική σχέση του φωτός που λιγοστεύει και συνυποδηλωτικά παραπέμπει στο θάνατο, και του φωτός στα ξημερώματα που αυξάνει και πάλι συνυποδηλωτικά παραπέμπει στην πρωινή ώρα των εκτελέσεων.

 Το ποίημα ολοκληρώνεται με τον τελευταίο στίχο, την τρίτη στροφική ενότητα, για τον οποίο παρατηρούμε ότι είναι σε παρένθεση. Πρόκειται για συνήθη τακτική του Αναγνωστάκη, όταν θίγει κάποια προσωπική θέση του ή προβληματισμό του. Με τη βοήθεια και του σχετικού σχολίου (αρ. 2, σελ. 85) ανιχνεύουμε την αγωνία του ποιητή που αποτυπώνεται με το ρητορικό ερώτημα και την θέση του για τον κοινωνικό ρόλο της ποίησης.

 Με την ολοκλήρωση της ερμηνευτικής προσέγγισης των δύο μπορούμε να συμπληρώσουμε τον προηγούμενο κατάλογο ομοιοτήτων και διαφορών ως προς το περιεχόμενο, καταγράφοντας:

 Α) τον κοινό προβληματισμό των δύο ποιητών για το ρόλο της ποίησης στην περίοδο του Εμφυλίου αλλά και γενικότερα σε κάθε έκρυθμη εποχή, αλλά

 Β) τη διαφορετική - σε πρώτη ανάγνωση- στάση τους: Ο Εγγονόπουλος δέχεται ότι ο πόλεμος ακυρώνει την ποιητική δραστηριότητα, η οποία, όντας αδύναμη να λειτουργήσει, σιωπά. Ενώ ο Αναγνωστάκης, όσο κι αν είναι επιφυλακτικός για την αποτελεσματικότητα του ποιητικού λόγου, εξακολουθεί να θεωρεί ότι χρέος του ποιητή είναι η καταγραφή του καιρού και η καταγγελία για την απανθρωποποίηση της ζωής. Εξάλλου, αυτή τη διαφορά ενισχύει και το ότι ο Εγγονόπουλος δίνει την φρίκη του πολέμου μέσα από την προσωπική ματιά του, ενώ ο Αναγνωστάκης, χωρίς να παραλείπει το προσωπικό του συναίσθημα, αναφέρεται περισσότερο στους ανθρώπους και τα δεινά που υφίστανται.

Στο σημείο αυτό θα είχε ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε και μία αντίφαση που παρατηρείται στον Εγγονόπουλο και μπορεί να θεωρηθεί εύρημα για την καταγγελία του πολέμου: η κατάργηση της ποιητικής γραφής διακηρύσσεται αλλά τελικά δεν πραγματώνεται.

 

Ανίχνευση της αφηγηματικής πράξης των δύο ποιημάτων

(πάλι από συγκριτική σκοπιά)

 Ειδικότερα μπορούμε να διερευνήσουμε θέματα, όπως:

Α) Ο αφηγητής που ταυτίζεται με τον ποιητή : στην πρώτη περίπτωση είναι ομοδιηγητικός με εσωτερική εστίαση λόγω της πρωτοπρόσωπης αφήγησης που δηλώνεται πολύ διακριτικά με την κτητική αντωνυμία τα ποιήματά μου. Στη δεύτερη περίπτωση προσλαμβάνουμε ως αναγνώστες και πάλι ένα ομοδιηγητικό αφηγητή χωρίς να υπάρχει πρωτοπρόσωπη αφήγηση αλλά λόγω του ρητορικού ερωτήματος που τίθεται στο τέλος.

Β) Ο αφηγηματικός τρόπος είναι κοινός και κυριαρχεί ο εσωτερικός μονόλογος με μια χροιά περιγραφής στο πρώτο ποίημα, αν θεωρηθεί εικόνα σαν να γράφουν οι ποιητές πίσω από αγγελτήρια θανάτου. Αντίθετα, στο δεύτερο ποίημα η περιγραφή είναι πιο έντονη με τις τέσσερις συνολικά εικόνες που δίνει ο ποιητής για να συνθέσει το σκηνικό του Εμφυλίου.

Γ) Ο αφηγηματικός χώρος διαφοροποιείται. Στο πρώτο ποίημα παραμένει ασαφής και μόνο μέσω του αφηγηματικού χρόνου μπορεί να προσδιοριστεί (η Ελλάδα), ενώ στο δεύτερο εναλλάσσεται ανάμεσα στο ρημαγμένο ανοικτό χώρο και τον κλειστό χώρο της φυλακής.

Δ) Ο αφηγηματικός χρόνος έχει ήδη αποσαφηνιστεί από την επεξεργασία του τίτλου.

Ε) Στοιχεία μορφής - γλώσσα - ύφος.

Εύκολα διαπιστώνουμε ότι τα δύο κείμενα δεν είναι ακραιφνώς υπερρεαλιστικά. Δεν παρατηρείται ούτε κυριαρχία των αισθήσεων και του υποσυνείδητου ούτε και η «αυτόματη» συνειρμική γραφή. Αντίθετα, η δομή τους διαρθρώνεται λογικά και τα νοήματα είναι σαφή. Εκείνο όμως που προβάλλει - μεταξύ των άλλων - ως υπερρεαλιστικό στοιχείο είναι ο τεμαχισμένος λόγος που μοιάζει, όπως επισημαίνει ο Κ. Μπαλάσκας, σα να σπαράχτηκε και αυτός από το μακελειό. Λόγος ακρωτηριασμένος, σχεδόν συλλαβικός, ένα μοναχικό ψέλλισμα.

Αυτόν τον ακρωτηριασμό του λόγου υιοθετεί και ο Αναγνωστάκης στο δικό του ποίημα, γιατί τον αναγνωρίζει. Και βέβαια είναι εύκολο να εντοπίσουμε τα επιμέρους μορφικά στοιχεία που συναπαρτίζουν αυτόν τον τεμαχισμένο λόγο :

Α) στίχοι σύντομοι, ανισοσύλλαβοι και ανομοιοκατάληκτοι, με φόρτιση, η οποία επιβάλλει ειδικά στο ποίημα του Αναγνωστάκη την έναρξη του κάθε στίχου με κεφαλαίο γράμμα,

 Β) ελάχιστη παρουσία σημείων στίξης (ιδιαίτερη προσοχή στο ερωτηματικό που και στα δύο ποιήματα βρίσκεται στον παρενθετικό λόγο),

Γ) γλώσσα δημοτική με ελάχιστες λόγιες εκφράσεις σε καίρια σημεία στο πρώτο ποίημα (να γραφεί, ως αν, προ πάντων),

Δ) ύφος χαμηλόφωνο και εξομολογητικό, ακόμα και στην περίπτωση του Αναγνωστάκη που κυριαρχούν τα ουσιαστικά χωρίς άρθρα (Φίλοι, Φωνές, Ερείπια, Εφιάλτες) και παραπέμπουν σε ποιητικές εικόνες ιδωμένες όμως με συναισθηματισμό και χωρίς να αγγίζουν τα όρια του μελοδραματισμού.

Νίκος Εγγονόπουλος, «Ποίηση 1948» και Μανόλης Αναγνωστάκης, «Στον Νίκο Ε... 1949»

Συγκριτική ανάγνωση

Είναι φανερό πως το ποίημα του Αναγνωστάκη αποτελεί «απάντηση» στο ποίημα του Εγγονόπουλου. Αυτό φανερώνει ο τίτλος (Στον Νίκο Ε. ...), η χρονολογία (1949, δηλαδή το έτος που κυκλοφόρησε η συλλογή του Εγγονόπουλου), η σκόπιμη μίμηση της ποιητικής γραφής του Εγγονόπουλου από τον Αναγνωστάκη και –πάνω απ’ όλα- η θεματική σχέση.
Ο Εγγονόπουλος γράφει το ποίημά του το 1948, έτος που ο εμφύλιος βρίσκεται στο κορύφωμά του. Χαρακτηριστικά της εποχής: ο σπαραγμός, ο θάνατος. Μια τέτοια εποχή θεωρείται αντιποιητική. Η ποίηση δείχνει μάταιη και εξωπραγματική πολυτέλεια. Τι νόημα μπορεί να έχει η ποίηση σε μια τόσο σκληρή εποχή; Πώς είναι δυνατό να λειτουργήσει; Καλύτερα λοιπόν η σιωπή˙ αυτή θα έδινε ίσως περισσότερο αποκαλυπτικά τη διάσταση της τραγικότητας. Ωστόσο ο Εγγονόπουλος τα επισημαίνει αυτά γράφοντας ποίηση. Τα ποιήματά του διακρίνονται εξαιτίας όλων αυτών για την –πρόσθετη- πίκρα τους και για την ποσοτικά περιορισμένη παραγωγή (τόσο λίγα).
Κοιτάζοντας τη μορφή του ποιήματος σταματάμε πρώτα στον τεμαχισμένο λόγο. Βέβαια ο τρόπος αυτός γραφής του Εγγονόπουλου είναι γνωστός από τη θητεία του ποιητή στον υπερρεαλισμό (μαζί με τον Εμπειρίκο και το Γκάτσο της Αμοργού μπορεί να θεωρηθεί από τους πιο αυθεντικούς υπερρεαλιστές). Σε συσχετισμό όμως με το θέμα και την εποχή ο τεμαχισμένος λόγος παίρνει μια πρόσθετη διάσταση: Μοιάζει σα να σπαράχτηκε κι αυτός από το μακελειό. Λόγος ακρωτηριασμένος, σχεδόν συλλαβικός, ένα μοναχικό ψέλλισμα.
Αυτόν το ακρωτηριασμό του λόγου στην εποχή του εμφύλιου σπαραγμού ο Αναγνωστάκης τον υιοθετεί στο δικό του ποίημα γιατί τον αναγνωρίζει. Όμως δε συμφωνεί με την άποψη της ποιητικής παραίτησης, που προτείνει ο Εγγονόπουλος. Η πολιτική συνείδηση του Αναγνωστάκη, διαμορφωμένη στο χώρο της Αριστεράς, δεν του υπαγορεύει μόνο την ποίηση αλλά και την ποιητική. Περισσότερο αγωνιστικός και περισσότερο κοντά στην ιδέα της στρατευμένης ποίησης, ο Αναγνωστάκης πιστεύει στη ρεαλιστική άποψη της τέχνης – «καθρέφτη» της ζωής και της πραγματικότητας. Πιστεύει τέλος στον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη που συνίσταται στη συμμετοχή και στην καταγραφή του καιρού του, μια καταγραφή που γίνεται ισοδύναμη με την καταγγελία. Με το σκεπτικό αυτό κάθε ιδέα ποιητικής παραίτησης θα μπορούσε να θεωρηθεί λιποταξία.
Η εποχή, που στον Εγγονόπουλο απλώς ονομάζεται (του εμφυλίου σπαραγμού) και μόνο υπαινικτικά καθορίζεται (αγγελτήρια θανάτου) στον Αναγνωστάκη προσδιορίζεται με συγκεκριμένο περιεχόμενο: χαμός, θάνατοι, φωνές, ερημιά, ερείπια, εφιάλτες. Ποιος, αν όχι ο ποιητής, θα μιλήσει «με πόνο» γι’ αυτά; Η ευαισθησία δηλαδή του ποιητή είναι η μόνη εγγύηση για τη σωστή καταγραφή που θα κάνει εντονότερη την καταγγελία για την απανθρωποποίηση της ζωής. Η τάση του Αναγνωστάκη να λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους είναι χαρακτηριστικό της ρεαλιστικής ποιητικής γραφής του.
Μια παρατήρηση του Δ. Ν. Μαρωνίτη: Η ροπή του Αναγνωστάκη τείνει ακριβώς στο να καθηλώσει και να συντηρήσει μέσα στις ποιητικές του «Εποχές» και στις «Συνέχειες» τους ό,τι η πρόοδος του χρόνου ζητά να αναλώσει, να εξαγοράσει ή να ευτελίσει: δημιουργούνται έτσι συνεχή φράγματα στη ροή του χρόνου, στερεοποιώντας κρίσιμες παρωχημένες εποχές, και προβάλλονται αργότερα τα ρημαγμένα τους πια είδωλα συνεχώς και επίμονα στο ποιητικό παρόν.
(Από το βιβλίο Ποιητική και πολιτική ηθική, Κέδρος, 1976).

Κώστας Μπαλάσκας, Νεοελληνική Ποίηση, Κείμενα, Ερμηνεία, Θεωρία,
Επικαιρότητα, 1980, σ. 123-125

Στον Νίκο Ε... 1949

...
Αυτό είναι ένα από τα λίγα ποιήματα που στο στίχο του, μεγαλόπνοο, αρθρωτό και δραματικό, υπεισέρχεται ο γυμνός λόγος, ουσιαστικός και υπαινικτικός, και εκφράζει στον πολυσήμαντο μονόλογο την τραυματική εμπειρία του πόνου. Μια εμπειρία που θα γίνει τραγικότερη από την απόγνωση μπρος στην αδυναμία επικοινωνίας.
Ο ποιητής κλείνεται στον εαυτό του, ανίκανος να ξεμπερδέψει το κουβάρι των συναισθημάτων του και για να επικαλεστεί τα φαντάσματα που κατακλύζουν την ψυχή του, δοκιμάζει τον σύντομο δρόμο του συμβολικού λόγου. Αλλά οι λέξεις του φαίνονται ανεπαρκείς, ασύνδετες, εργαλεία κατάλληλα για να δημιουργήσουν μια επαφή με τον κόσμο. Από εδώ απορρέει αυτή η απεγνωσμένη τελική αυτό-εξέταση που επισκιάζει την οντολογική αβεβαιότητα των λέξεων και που με τον καιρό θα τον οδηγήσει στην ποιητική σιωπή.
Είναι ακριβώς σ’ αυτά τα ποιήματα συμβολικής καταβολής που εμφανίζεται μεγαλύτερο το χρέος του Αναγνωστάκη στη γενιά του ‘30˙ ιδιαίτερα στον Γ. Σεφέρη, από τον οποίο δανείζεται ρυθμούς και ιδιώματα, τα οποία ανανεώνει δίνοντας ένα προσωπικό τόνο.
Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να αναγάγουμε το απόσπασμα από «τους εφιάλτες στα σιδερένια κρεβάτια» του ποιήματος που μόλις παραθέσαμε στο «Σπίτι κοντά στη Θάλασσα» του Γ. Σεφέρη:

καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
μ’ ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου.

Εκτός όμως από τις ομοιότητες που μπορούμε να εντοπίσουμε στο κείμενο, η ύπαρξη μιας σχέσης ανάμεσα στους δύο ποιητές μας επιβεβαιώνεται και από τη σύγκριση που μπορεί να θεσπιστεί ανάμεσα στις βασανιστικές ιστορικές εμπειρίες τους (αντίστοιχα η Μικρασιατική Καταστροφή και ο εμφύλιος πόλεμος), από τις οποίες διαποτίστηκαν και οι δύο, στα βάθη του είναι τους.
Σ’ αυτές επιστρέφουν επίμονα και οι δύο ποιητές για να ξαναβρούν τις ρίζες τους.
Γράφει ο Σεφέρης:

Τα σπίτια που είχα μου τη πήρα. Έτυχε
να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα˙ πόλεμοι χαλασμοί ξενιτεμοί

και ο Αναγνωστάκης:

Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές
αρρώστιες από τότε
πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακι-
σμένοι στρατιώτες

Οπωσδήποτε δεν μου φαίνεται θεμιτό να ωθήσουμε αυτή την παρομοίωση πέρα από το όριο που καθορίζεται από τη διαφορά της έμπνευσής τους. Στον Σεφέρη από την αρχή ήδη εμφανίζεται ουσιαστικά υπαρξιακή και μετά-ιστορική, ενώ ο Αναγνωστάκης φαίνεται συνεχώς απασχολημένος με τη μη υπέρβαση του επιπέδου της συγκεκριμένης ιστορικότητας.
Μένοντας πάντα στο χώρο του ποιήματος που αναφέρθηκε παραπάνω, βλέπουμε ότι οι έννοιες δεν φορτίζονται με οντολογικές αξίες˙ μας παρουσιάζονται μόνο σαν μια συμβολική και συγχρόνως ρεαλιστική εικόνα της μαρτυρικής μεταπολεμικής Ελλάδας.
Η έμπνευση του Αναγνωστάκη, πράγματι, δεν έχει τίποτε το μεταφυσικό, ούτε ψάχνει εξωτικές παρηγοριές στην ομορφιά της φύσης˙ μια που η ζωτική τροφή της δημιουργικής του φλέβας απορρέει από τη διαλεκτική σχέση που ο ποιητής πλέκει με τους ομοίους του, από τη δραματικότητα της ιστορίας που βιώνει.

Vincenzo Orsina, Ο στόχος και η σιωπή. Εισαγωγή στην ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη, Πρόλογος – επιμέλεια Αλέξης Ζήρας, μετάφραση Αυγή Καλογιάννη, Νεφέλη, 1995, σ. 19-30 και για τον Αναγνωστάκη, ό.π. σ. 213-226

Όταν λέμε πως ο Αναγνωστάκης είναι ποιητής με έντονη πολιτική συνείδηση ή ακόμη και με ορισμένη πολιτική συνείδηση, δεν πρέπει να απομονώνουμε τη συνείδηση αυτή από το βιωματικό της πυρήνα. Εκείνο που στοιχειώνει το μεταπολεμικό τοπίο στην Ελλάδα είναι οι πράξεις και οι εικόνες των ανθρώπων που τις πραγματοποίησαν. Η καταστροφή του τοπίου, οι γκρεμισμένοι τοίχοι, τα χαλάσματα είναι αντίγραφα και αντίστοιχα ζωής κατεστραμμένων ανθρώπων. Την καταστροφή ακολούθησε η ανοικοδόμηση, η πράξη – για το κέρδος – του θύτη που έχει πλουτίσει στη χώρα της αντιπαροχής. Οι συνέπειες της καταστροφής αλλά και τις καταστροφικής ανοικοδόμησης που έθρεψε την παρασιτική κοινωνία και τράφηκε απ’ αυτήν – γιατί η υφαρπαγή της εξουσίας οδήγησε σ’ έναν κόσμο στον οποίο η δυστυχία και η προσβολή μετατρέπονται σε μάνα του εξουσιαστή, του τυχάρπαστου, του ευκαιριακού και, σε τελευταία ανάλυση, του ανήθικου – δεν προβάλλουν απλώς την οδυνηρή έλλειψη ενός κόσμου που δεν κερδήθηκε. Δείχνουν και την αξιακή κρίση εκείνου που τον υποκατέστησε.
Τα παραπάνω δίνονται μ’ έναν τόνο χαμηλό και πικρό ή καθαρό και σκληρό (όπως στην τελευταία συλλογή του Αναγνωστάκη, τον Στόχο). Όχι μόνο γιατί καμιά λογοτεχνία δεν μπορεί να έχει την ένταση της ίδιας της ζωής (και, επομένως, η λογοτεχνία και η ποίηση που επιχειρούν να δημιουργήσουν ένταση διογκώνοντας το νόημα και αλλοιώνοντας τα εκφραστικά τους μέσα προδίνουν και την ποίηση και τη ζωή) αλλά και για έναν άλλο λόγο, επίσης σημαντικό. Όταν οι αξίες εκπίπτουν ή υφαρπάζονται, το γενετικό τους κύτταρο μπορεί να διατηρηθεί ζωντανό μόνο μέσα σ’ ένα περιβάλλον αξιοπρέπειας, δηλαδή συνέπειας, καθαρότητας και, με άλλα λόγια, επίγνωσης της βαρύτητας και του περιεχομένου των πραγμάτων. Τα πράγματα ουσίας απαιτούν και μια ποίηση ουσίας, που ως τέτοια, δεν μπορεί παρά να εκφράζει ένα απόσταγμα ζωής. Γιατί καμία γραφή δεν έχει νόημα αν δεν είναι, πρωτίστως, συνειδησιακή εγγραφή.

Αντώνης Βιστωνίτης, «Ο λόγος και η σιωπή στον Μανόλη Αναγνωστάκη», Αντί, Μανόλης Αναγνωστάκης (αφιέρωμα), τεύχ. 527-528, 30-7-1993, σ. 28-31 και Για τον Αναγνωστάκη, ό.π., σ. 258-269

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου