ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ Μ.Ε.

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΑΡΗΣ

ΝΤΑΝΟΠΟΥΛΟΥ – ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΟΛΓΑ

Αγαπητοί γονείς και μαθητές, καλωσορίσατε στη σελίδα του φροντιστηρίου μας. Στόχος μας η καλύτερη δυνατή επικοινωνία μαζί σας και η διαρκής ενημέρωση για όλα όσα αφορούν τη λειτουργία και τις παροχές του φροντιστηρίου μας

Στο Φροντιστήριό μας προετοιμάζουμε τους μελλοντικούς πρωταγωνιστές. Η απόλυτη εξειδίκευσή μας στο χώρο των φιλολογικών και οικονομικών μαθημάτων, καθώς και η πολυετής πείρα μας στο χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης, θέτουν από νωρίς τις βάσεις της επιτυχίας και διευκολύνουν τη δουλειά του υποψηφίου.

Άλλωστε, οι επιτυχίες μιλάνε για εμάς: με εισακτέους στα τμήματα στρατιωτικών σχολών, όπως ΣΣΑΣ Νομικής, ΣΣΑΣ Οικονομικών, ΣΜΥ, στις παραγωγικές σχολές των Αξιωματικών και Αστυφυλάκων ΕΛ.ΑΣ, Πυροσβεστικής, αλλά και στα υψηλής ζήτησης Ανώτερα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας όπως η Νομική, Φιλολογία, Παιδαγωγικά Τμήματα, Αγγλική Φιλολογία, Ψυχολογία και Οικονομικά Τμήματα, αποδεικνύουμε τη σκληρή μας δουλειά.

Το Φροντιστήριό μας άλλωστε είναι και πιστοποιημένο συνεργαζόμενο κέντρο της UNICERT (σύγχρονου Φορέα Πιστοποίησης Ανθρώπινου Δυναμικού, πιστοποιημένου από τον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. και διαπιστευμένου από τον Ε.ΣΥ.Δ, τα πιστοποιητικά του οποίου αποτελούν απαραίτητο εφόδιο για προσλήψεις στο ελληνικό δημόσιο και διαγωνισμούς Α.Σ.Ε.Π.), αποκλειστικού αντιπροσώπου του Πανεπιστημίου FREDERICK της Κύπρου ( με έδρα τη Λευκωσία, ενώ σχολές και τμήματα λειτουργούν και στη Λεμεσό), το οποίο προσφέρει στον ελλαδικό χώρο προγράμματα σε πτυχιακό, μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο (δια ζώσης – εξ αποστάσεως) ομοταγή με τα ελληνικά ΑΕΙ, αναγνωρισμένα από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. ( Διεπιστημονικός Οργανισμός Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης), με έξι (6) σχολές που καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσμα της εκπαίδευσης. Επίσημες γλώσσες του Πανεπιστημίου είναι η Ελληνική και η Αγγλική) για την προώθηση των προγραμμάτων σπουδών του σε πτυχιακό, μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο (δια ζώσης και εξ αποστάσεως).

Κατανοώντας ταυτόχρονα την οικονομική συγκυρία, το φροντιστήριο μας στέκεται δίπλα στην ελληνική οικογένεια με αίσθημα ευθύνης, αναπροσαρμόζοντας τα δίδακτρα του στο πνεύμα της κρίσης και υιοθετώντας προνομιακή τιμολογιακή πολιτική για ειδικές ομάδες μαθητών (όπως έκπτωση διδάκτρων για ανέργους, πολύτεκνους, αδέλφια, μαθητές εκτός Βόλου, εγγραφή δύο μαθητών…) και επιβραβεύοντας την αριστεία (έκπτωση σε αριστούχους).

Ως μέλος του Συλλόγου Φροντιστών Μαγνησίας και της ΟΕΦΕ (Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδος) συμμετέχουμε κάθε χρόνο στα Πανελλαδικά Διαγωνίσματα Προσομοίωσης για όλες τις τάξεις του Λυκείου. Παράλληλα, μέσω ειδικών διαγνωστικών τεστ εντάσσουμε το μαθητή – τρια σε τμήμα ανάλογα με τις δυνατότητές του. Παρέχουμε οργανωμένο υλικό μέσω προσωπικών σημειώσεων αλλά και εκδόσεων Schooltime. gr ως επιστημονικοί συνεργάτες του site.

ü Ομοιογενή τμήματα

ü Δωρεάν έκτακτες ώρες διδασκαλίας

ü Σύγχρονα εποπτικά μέσα

ü Εβδομαδιαία προγραμματισμένα υποχρεωτικά διαγωνίσματα

ü Συνεχής ενημέρωση γονέων για τις πραγματικές επιδόσεις των παιδιών

Βόλος, Τοπάλη 15 (με Δημητριάδος)

Τηλ. Επικοινωνίας: 2421-0-23227 / 6976796234

Υπεύθυνοι σπουδών: Ιωαννίδης Άρης, Φιλόλογος,

Ντανοπούλου – Ιωαννίδου Όλγα

olgantanopoulou@yahoo.gr.

(Facebook, Iωαννίδης Άρης)

ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ


Το έργο του

Ο Γιώργης Παυλόπουλος εμφανίστηκε στα Γράμματα το 1943 με το ποίημα Ο νεκρός Γ.Π  στο περιοδικό Οδυσσέας, που εξέδιδε ο ίδιος με φί­λους του στον Πύργο, ενώ το 1962 δημοσίευσε το Από μια πρώτη συγκίνη­ση  (ανάτυπο από τον τόμο Για το Σεφέρη). Την πρώτη του ποιητική συλλογή, πάντως, τη δη­μοσίευσε το 1971 με τίτλο «Κατώγι» κι ακολούθησαν το 1980 «Το σακί», το 1988 «Τα Αντι­κλείδια», το 1990 τα «Τριάντα Τρία Χαϊκού», το 1996 σε ιδιωτική τετράγλωσση έκδοση η συλλογή «Της Γύφτισσας» και το 1997 η συλλογή «Λίγη Άμμος».

Ποιήματα και κείμενα του έχουν δημοσιευτεί σε όλη τη διάρκεια της παρουσίας του στα ελληνικά Γράμματα σε ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά έντυπα κι ανθολογίες. Έχει ασχοληθεί ερασιτεχνικά και με τη ζωγραφική. Ποιήματα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά, τα πολωνικά και τα ρωσικά.

«Στο σύνολο της σχεδόν η ποίηση του Παυλόπουλου χαρακτηρίζεται από μια ήπια και κα­τασταλαγμένη δραματικότητα. Μια δραματικότητα που πηγάζει εν γένει από την απώλεια: συ­ντρόφων, φίλων και συναγωνιστών, αγαπημένων γυναικών, της νεότητας αλλά και της ζωής γε­νικά που μεταβάλλεται και φεύγει, του έρωτα που αμβλύνεται και παρέρχεται. Η γραφή του εί­ναι αισθαντική και διάχυτα μελαγχολική, εκφραστική και λιτή, ευανάγνωστη και διαυγής στην επιφάνεια, ωστόσο πολυσήμαντη και ενίοτε σκοτεινή στο βάθος της, βιωματική, αφηγηματική και με διάθεση φιλοσοφική, με εικόνες εναργείς που κινούνται διαλεκτικά μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Στη θεματογραφία του εξέχουσα θέση κατέχουν η μνήμη για όσα οδυνη­ρά βίωσε, τόσο σε σχέση με τη δύστροπη εποχή στην οποία ανδρώθηκε (Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, ψυχροπολεμική μετεμφυλιακή περίοδος) όσο και σε σχέση με την προ­σωπική του ζωή, ένας διαβρωτικός -άλλοτε ορατός και άλλοτε αδιόρατος- φόβος, η διάψευση των οραμάτων και των ελπίδων, ο θάνατος, οι εν Άδη καταβάσεις και οι νεκροί, οι αλλεπάλλη­λες και διαρκείς μεταμορφώσεις, μια εναγώνια μέχρις οδύνης επιθυμία αυτοπροσδιορισμού, τα όνειρα, ο έρωτας -ως αντιστάθμισμα, εκτός των άλλων, στα επαχθή της ζωής του γεγονότα-και, κυρίως, η αγάπη η αναλλοίωτη. Εμφανή στην ποίηση του είναι ακόμη η ερωτοτροπία με θέματα και πρόσωπα από την αρχαιοελληνική λογοτεχνική παράδοση, η υιοθέτηση ορισμένες φορές τρόπων του δημοτικού τραγουδιού, καθώς και μια έντονη αυτοαναφορικότητα, ένας αγωνιώδης προβληματισμός για την ποίηση και την ποιητική - κυρίως στις συλλογές και τα ποι­ήματα ποιητικής αφθονούν. Πάντως, σε κάθε περίπτωση η σχέση του Παυλόπουλου με την ποί­ηση είναι αναμφισβήτητα ερωτική» .



Η κριτική για το έργο του

«Αισθάνομαι πως τα ποιήματα της τρίτης συλλογής του Παυλόπουλου [Τα Αντικλείδια], πιασμένα όλα σχεδόν στο δίχτυ του ονείρου, μπορεί να μοιραστούν στα τρία: κάποια μιλούν πιο πολύ για το σώμα -του ανθρώπου και του κόσμου. άλλα περισσότερο για τη στάχτη και τη σκόνη του. μερικά για τη βιώσιμη αγάπη του. Τα πρώτα είναι σκοτεινά και παιδεμένα. τα δεύτερα μαύρα κι απελπισμένα. στα τρίτα μπαίνει κάποιο φως ελπίδας, καθώς εδώ το ποίημα κυνηγά ως το τέλος την ποίηση, κι η ποίηση το ποίημα. Όπως στην ιλιαδική παρομοίωση που μπήκε προμετωπίδα στα «Αντικλείδια», κι είναι αυτή επιτέλους το καλό και το σωστό κλειδί». (Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Τα αντικλείδια της ποίησης», Διαλέξεις, Στιγμή, Αθήνα, 1992, σελ.151)

«Η φωνή του Παυλόπουλου έχει το φυσικό χάρισμα να μπορεί ν’ αφηγηθεί, και μάλιστα με τρόπο ποιητικό: ξέρει να παίρνει τις ανάσες της και να μην πνίγεται, όταν ψηλώνει. να μη σβήνει, όταν χαμηλώνει. Και προπαντός ξέρει να κρατά τον σωστό ρυθμό και τους κυματισμούς που χρειάζεται η διήγηση, για να παραμένει διήγηση. Μιλώ για εκείνη την ηρεμία και την άνεση που επιτρέπει στον ποιητικό μύθο να σχηματιστεί και να πετάξει λεύτερος, αυτό που έλεγε ο Όμηρος «έπεα πτερόεντα», ή κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω πολλές φωνές στην ποίησή μας που να έχουν την απλότητα, τη
θέρμη, σχεδόν την τρυφερότητα της αφηγηματικής φωνής του Παυλόπουλου. Υποπτεύομαι πως αυτήν κυρίως πρόσεξε ο Σεφέρης, που είχε στο κεφάλαιο αυτό τις δικές του δυσκολίες, καθώς η δική του φωνή άρχισε λυρική και εξελίχτηκε σε δραματική, πηγαίνοντας να γίνει αφηγηματική».
(Δ.Ν. Μαρωνίτης, ό.π., σελ. 146-147)

«Ο Γ. Παυλόπουλος αποφεύγοντας τις παγίδες κινείται με χαρακτηριστική άνεση μέσα στο λαβύρινθο των ονείρων και με γνώση και μαστοριά, φωτίζει τις σκιές, τονίζει τις λεπτομέρειες, δραματοποιεί έντεχνα τις καταστάσεις. Πάνω απ’ όλα όμως αφήνει να αναδυθούν στην επιφάνεια εκείνα τα συναισθήματα που αποτελούν και τα βαθύτερα κίνητρα για να γραφούν αυτά τα ποιήματα: η νοσταλγία για τη χαμένη νιότη, η αγωνία του καλλιτέχνη για το έργο του, ο φόβος και τελικά η εξοικείωση με το θάνατό του […]. Ο Παυλόπουλος είναι ένας ποιητής προικισμένος με δύο ουσιαστικές αρετές. Η πρώτη είναι μια φαντασία οπτική. Η δεύτερη αρετή, είναι κατ’ εξοχή πεζογραφική: ή αφηγηματική δεξιότητα […]. Αλλά ο Γ. Παυλόπουλος είναι επίσης ένας ποιητής που τον διακρίνει η γλωσσική ωριμότητα και μια ποιητική διαύγεια. Λέγοντας γλωσσική ωριμότητα εννοώ εκείνη την ικανότητα που επιτρέπει σ’ έναν ποιητή όχι απλώς να βρίσκει τη σωστή λύση σ’ ένα γλωσσικό πρόβλημα που του δημιουργεί ένα ποίημα, αλλά και τη μόνη σωστή λύση». (Νίκος Λάζαρης, Πλανόδιον, 11, 1989)

«Ο Παυλόπουλος γράφει από το υφάδι της ζωής του, είναι Έλληνας όπως ο Προύστ είναι Γάλλος. Σιγά-σιγά τ’ όνομά του ακούστηκε στην Ελλάδα ακόμη και στις θλιβερές ημέρες της δικτατορίας. Δεν είναι όμως φημισμένος ποιητής, είναι απλώς πολύ καλός ποιητής. Τα ποιήματα αυτά έχουν εκείνη τη ποιότητα και τη γερή φτιαξιά που βρίσκονται στα θεμέλια της μεγαλοσύνης. Έχουν μια προσωπική αυθεντία. Περνούν την κρίσιμη δοκιμασία - αν δεν είχαν γραφτεί ο κόσμος και η Ελληνική γλώσσα θα φαίνονταν αλλιώτικα. Είναι δύσκολο να διδαχθείς απ’ ένα μεγάλο ποιητή πώς να γράφεις και μολονότι ο Γιώργος Σεφέρης στάθηκε κατά κάποιο τρόπο ο δάσκαλος αυτών των ποιημάτων δεν βλέπω τη συντριπτική επίδρασή του είτε στη μορφή τους είτε στον εσωτερικό ρυθμό της γλώσσας τους που χαρίζει την πλαστικότητα στις μορφές. Εδώ κι εκεί στον Γιώργη Παυλόπουλο υπάρχουν κάποια σπιθίσματα υπερρεαλισμού αλλά τούτο είναι μόνο μια μαρμαρυγή στην επιδερμίδα των ποιημάτων του. Ο Παυλόπουλος είναι απόλυτα προσωπικός, πιο προσωπικός ίσως από τους περισσότερους ποιητές και τούτο είναι αρκετός λόγος για να τον μεταφράσει κανείς». (Π. Λήβι, εφ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 5-5-1977)

«Η συμβολή του Γιώργη Παυλόπουλου στη μεταπολεμική ποίηση, είναι, σημαντική. Τα βασικά μοτίβα της ποίησής του είναι αντλημένα από την κοινή δεξαμενή των αιματοβαμμένων εμπειριών της γενιάς του, αλλά η φωνή του είναι αλάνθαστα προσωπική. Ακόμη και όταν συγχέεται με τη φωνή του μεγάλου φίλου και δασκάλου του, του Γιώργου Σεφέρη, η αυθεντικότητά της επιβάλλει το σεβασμό στα νόμιμα δικαιώματα της ενσυνείδητης μαθητείας. Οπωσδήποτε, στην πρόσφατη συλλογή, τα ίχνη της κηδεμονίας, ως εκφραστικά σχήματα τουλάχιστον, υποχωρούν αισθητά. Αυτό που απομένει είναι ο αργόσυρτος, γεροντικός, μελαγχολικός, συλλογιστικός τόνος. Αλλά αυτός είναι δικαιωματικά ο τόνος και του Γιώργη Παυλόπουλου». (Σπύρος Τσακνιάς, Δακτυλικά Αποτυπώματα, Καστανιώτης, Αθήνα, 1983)

«Χωρίς να κάνει πολιτικές διακηρύξεις ούτε να εκθέτει πολιτικά προγράμματα, ο Γιώργης Παυλόπουλος είναι ένας βαθύτατα πολιτικός ποιητής. Γιατί μέσα στη ποίησή του ενσωματώνει και τα όσα συμβαίνουν γύρω του και τη δική του συμμετοχή και παρατήρηση. Ταυτόχρονα είναι ένας ποιητής που αναδιφεί τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής. Κι αν στην κοινωνική μοναξιά βλέπει κάποια δυνατότητα υπέρβασής της χάρη στη δικαιοσύνη, στην υπαρξιακή μοναξιά βλέπει τη σίγουρη υπέρβασή της μέσω του έρωτα». (Τίτος Πατρίκιος, Νέο Επίπεδο, 20-21, 1995)

«…είναι προφανές ότι ο τεχνίτης ταυτίζεται με το δημιούργημα του κάποια στιγμή δηλαδή ερωτεύεται αυτό που κάνει διότι η τέχνη είναι πράξη ερωτική επομένως με το δημιούργημα του... Το ίδιο το δημιούργημα - το άγαλμα - γίνεται ερωτικό αντικείμενο. Αυτό λέει το ποίημα. […]. Είναι ένα ποίημα Ποιητικής κι αυτό θέλω να πω, ότι τελικά ταυτίζεσαι με το δημιούργημα, ότι ταυτίζεσαι με το ίδιο το ποίημα». (Από συνέντευξη του ίδιου του ποιητή)

«Το ποίημα επιφυλάσσει τη μεγαλύτερη του έκπληξη στον τελευταίο του στίχο με τη διπλή αποκάλυψη της ταυτότητας του ερώντος κενταύρου και του χαρακτήρα της ερωτικής του μανίας. Πρόκειται για τον τεχνίτη του τίτλου του και για τη μανία του να λαξεύει ακόμη το έργο του, που, αυτονομημένο πλέον από το δημιουργό του, τον αιχμαλωτίζει στα δίχτυα μιας ακαταμάχητης ερωτικής πρόκλησης για κοινωνία με την ιδανική καλλιτεχνική ομορφιά. Όπως στον αρχαίο μύθο ο γλύπτης ερωτεύεται το άγαλμα, έτσι και στο ποίημα του Παυλόπουλου η ομορφιά της Δηιδάμειας ανθίσταται στην απόπειρα παγίδευσής της πυροδοτώντας παράλληλα την έκρηξη ενός καλλιτεχνικού έρωτα, ο οποίος, καθώς μάταια αναζητεί την εκπλήρωση του, τροφοδοτεί εις το διηνεκές την καλλιτεχνική δημιουργία. Ο τεχνίτης μετεωριζόμενος μεταξύ γης, με την οποία τον συνδέει η αλογίσια οπλή του, και ουρανού, όπου εγκατοικεί η άφθαρτη ομορφιά της νύφης, κινείται εντέλει μέσα στο χώρο μιας αντεστραμμένης θεολογίας. Σύμφωνα με αυτή, ένας θνητός θεός δημιουργεί άφθαρτα έργα. Αυτή είναι η πλέον φιλάνθρωπη και, σε τελευταία ανάλυση, ανατρεπτική του αδήριτου φυσικού νόμου της φθοράς απάντηση που δίνει η τέχνη στην τραγική νομοτέλεια της φθοράς και του θανάτου. (Τασούλα Καραγεωργίου, «Γιώργης Παυλόπουλος, ‘Το άγαλμα και ο τεχνίτης’- Η αυτονόμηση του έργου τέχνης από το δημιουργό του», Φιλολογική, 86, 2004, σελ. 19)

 

 

Αν ό,τι λέμε ποίηση δεν είναι μόνο και τόσο το άθροισμα των εκατομμυρίων ποιημάτων που γράφτηκαν πάνω στη γη, αλλά προπάντων ο ρυθμός που συνέχει τον μέσα και τον έξω κόσμο (το μοναχικό τραγούδι των Μουσών στο προοίμιο της Θεογονίας του Ησιόδου), τότε η τύχη του ποιήματος εξαρτάται από το κατά πόσον αναπολεί και ανακαλεί αυτόν τον κρυφό ρυθμό, που κάποτε γίνεται και ονειρικός εφιάλτης. Ας πούμε λοιπόν πως το κάθε ποίημα είναι ένα βέλος μοναχικό που σκοπεύει το ρυθμικό κέντρο του κόσμου και φαντάζεται πως είναι και μοναδικό, σημάδι και σύμβολο, εκείνης της κρυμμένης ποίησης. Αν καθ’ οδόν πολλαπλασιάζεται, τούτο συμβαίνει γιατί ο ποιητής αισθάνεται πως η βολή κάπως και κάπου αστόχησε, και ξαναδοκιμάζει.
Το παράκανα ίσως με τις μεταφορές και τις παραβολές, προσπαθώντας να πω πως Τα Αντικλείδια του Παυλόπουλου πρέπει πρώτα να ακουστούν μόνα τους: ως δοκιμές για να οριστεί το άπιαστο είδωλο της ποίησης και το φάντασμα του ενός ποιήματος. Κι αυτή, νομίζω, είναι η πρώτη αρετή τους.
Δημ. Μαρωνίτης, «Τα αντικλείδια της ποίησης», Διαλέξεις, Στιγμή, 1992, σ. 135-151

Τόσο τα Αντικλείδια όσο και στον Λίγο άμμο, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με ποιήματα ποιητικής, τα περισσότερα από τα οποία αποπνέουν την αίσθηση του ανικανοποίητου και του φευγαλέου, του χειροπιαστού – σώματος ή πράγματος – που όμως ξαφνικά εξαϋλώνεται και εξαφανίζεται, από κοντινό και οικείο γίνεται μακρινό και απρόσιτο, από φιλικό γίνεται απροσδόκητα άφιλο ή και εχθρικό ακόμη, κάποτε μάλιστα γίνεται επίβουλα εχθρικό, όπως συμβαίνει συνήθως με το εκάστοτε γραφόμενο – τη στιγμή που γράφεται – ποίημα. Κώστας Παπαγεωργίου, «Ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος», Γράμματα και Τέχνες, σ. 29-30

Ας πάρουμε ως πρώτο παράδειγμα το ποίημά του «Τα Αντικλείδια» από την ομώνυμη συλλογή του. Ο Παυλόπουλος γράφει:
Πολλά έχουν γραφεί για αυτό το ποίημα. Αυτό όμως είναι εντελώς φυσικό, γιατί ένα ποίημα που έχει ως θέμα την υφή της ίδιας της ποίησης αναπόφευκτα θα τραβήξει το ενδιαφέρον των κριτικών και θεωρητικών της ποίησης. Αλλά το ποίημα δεν προσφέρει εύκολες απαντήσεις στα ερωτήματα για την φύση της ποίησης που απασχολούν και τον ίδιο τον ποιητή. Οι δυσκολίες γίνονται μεγαλύτερες καθ’ όσον προσπαθούμε να διατυπώσουμε τις ιδέες του ποιητή για τη φύση της ποίησης ανεξάρτητα από το ποίημα. Έτσι πολλοί, στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν τις ιδέες του ποιητή ανεξάρτητα από το ποίημα, έχουν αντιμετωπίσει ερωτήσεις που φαίνονται αναπάντητες. Αν η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή, γιατί χρειαζόμαστε αντικλείδια; Αν η ποίηση είναι πόρτα, σε τι είναι πόρτα; Όταν κοιτάμε μέσα, σε τι μέσα κοιτάμε;
Ίσως όμως κάτι μπορεί να καταλάβουμε από το νόημα του ποιήματος χωρίς να απαντήσουμε όλες αυτές τις ερωτήσεις. Η ποίηση, μας λέει ο ποιητής, είναι μια πόρτα ανοιχτή. Μερικοί συναντούν την πόρτα και την προσπερνούν. Δεν κοιτάζουν για τίποτα, αλλά ούτε και βλέπουν τίποτα. Αυτοί όμως που βλέπουν κάτι και που συναρπάζονται από τη μαγεία του, προσπαθούν να μπουν μέσα – προσπαθούν να δουν περισσότερα. Η πόρτα (η ποίηση) τότε κλείνει και δεν υπάρχει κλειδί γι’ αυτήν. Αναπόφευκτα μερικοί χάνουν όλη τους τη ζωή ψάχνοντας για το ανύπαρκτο κλειδί που θα τους ανοίξει την πόρτα της ποίησης – θα τους επιτρέψει να εννοήσουν τη φύση της. Δυστυχώς ή ευτυχώς, το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς, είναι αντικλείδια, δηλαδή, ποιήματα. Με άλλα λόγια, η κατανόησή μας του ποιητικού κόσμου, αυτό που προσπαθούμε να αρπάξουμε με το μάτι μας όταν κοιτάμε μέσα, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τα ποιήματα που δημιουργούμε.
Γιώργος Αναγνωστόπουλος, «Γιώργης Παυλόπουλος – Ποιητής ολίγων λέξεων και πολλών ιδεών», Γράμματα και Τέχνες, τεύχ. 83, Φεβρ.-Μάιος 1998, σ. 31-36

Η ποιητική δημιουργία είναι μια πράξη ερωτική και συνάμα μια υπέρτατη δοκιμασία, παλεύοντας στο μεταίχμιο της ζωής και θανάτου να φτάσεις στην αλήθεια της τέχνης σου. Η στιγμή αυτής της αλήθειας είναι απατηλή και πρόσκαιρη όπως η στιγμή κάθε ευτυχίας. Γρήγορα ξαναρχίζεις, πέφτοντας πάλι στην ίδια κατάσταση. Και η μόνη φιλοδοξία σου είναι, να μην καταλάβει ποτέ κανείς την αγωνία σου όταν έγραφες το έργο σου, να μην φανεί ποτέ μέσα στο έργο το παραμικρό σημάδι αυτής της αγωνίας.
Τα πράγματα που αγγίζουν σε βάθος, τη ζωή μας, όπως η Ποίηση, μπορεί να ειπωθούν μονάχα μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες μας. Δεν ορίζονται μέσα από θεωρίες και αφηρημένες έννοιες. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένας ορισμός για την Ποίηση. Ωστόσο ας μου επιτραπεί να την φαντάζομαι και να την ονειρεύομαι σαν μια πόρτα ανοιχτή.
«Ο Γιώργης Παυλόπουλος μιλάει για την ποίηση και το έργο του», Γράμματα και Τέχνες, τεύχ. 83, Φεβρ-Μάιος 1998, σ.24-26

Και τώρα μπορώ να πω ότι θεωρώ τον Γιώργη Παυλόπουλο ένα πολύ σημαντικό ποιητή γιατί πέρα από θαυμάσιους στίχους και εξαίσια ποιήματα έχει ντύσει ένα ολόκληρο ποιητικό έργο, έναν πολυδιάστατο ποιητικό κόσμο. Ο Παυλόπουλος δεν μας αναγκάζει να διαρρήξουμε τις πόρτες αυτού του κόσμου. Ούτε όμως αφήνει πάντα τις πόρτες του ανοιχτές. Μας δίνει τα αντικλείδια, όπως λέει ο ίδιος, για να μπούμε μέσα του, να τον αναγνωρίσουμε, να δούμε ότι οι πόρτες του είναι άπειρες, και να ξαναβγούμε στο δικό μας κόσμο πολύ πιο πλούσιοι από πριν. Τίτος Πατρίκιος, «Ο Γιώργης Παυλόπουλος και τα αντικλείδια της ποίησης», Γιώργης Παυλόπουλος Νέο Επίπεδο, Μάρτιος 1995, σ.3-8

Η μετακίνηση του Παυλόπουλου από τη συμβολική διαστρωμάτωση του ποιητικού μύθου, στην παραβολική διαχείρισή του, που ήδη αναγνωρίζεται εύκολα στα ποιήματα των «Αντικλειδιών» και στα επόμενα, νομίζω ότι σχετίζεται άμεσα με την ταυτόχρονη μετάβασή του από το ποίημα –γεγονός, έστω και αν αυτό λειτουργεί μέσα σε μια συστοιχία άλλων ομοειδών ποιημάτων, στο ποίημα εκείνο όπου η δοκιμασία του δημιουργού της ποιητικής σύνθεσης αποτελεί την κυρίως υπόθεση του ποιήματος. Κατ’ αναλογία, εξασθενίζουν οι ιστορικές συνδηλώσεις απ’ όπου άλλα προγενέστερα συνήθως ποιήματα αντλούσαν τη δραματική τους απόγευση και, αντίθετα, δυναμώνουν οι αποστασιοποιητικοί μηχανισμοί, ενεργοποιώντας συνάμα τη φαντασία του ποιητή η οποία και καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο χώρο ως προς τα όρια της συμμετοχής της στη διαμόρφωση του ποιήματος. Είναι αυτό που διαπιστώνει αμέσως ο αναγνώστης, διαβάζοντας «Τα αντικλείδια», με τη μυθική ατμόσφαιρα να εξαρτάται όλο και πιο λίγο από τις προποιητικές εμπειρίες, ενώ οι σκηνοθετικοί χειρισμοί του ποιητή, είναι αυτοί που υποβάλλουν στον αναγνώστη τα ερωτήματα που τον έχουν ήδη δοκιμάσει Αλέξης Ζήρας, «Ο καθρέφτης ως σύμβολο του μεταίχμιου. Μια ανασκευή του μύθου στην ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου», Νέο Επίπεδο, ό.π., σ. 3-10

Το ποίημα είναι η αφήγηση ενός προσώπου – δεν ενδιαφέρει νομίζω αν ταυτίζεται ή όχι με τον ποιητή˙ η αφήγηση δεν αφορά ένα συγκεκριμένο συμβάν, αλλά μια επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες διαδικασία απόπειρας να παραβιασθεί η ανοιχτή πόρτα της ποίησης. Το πρόσωπο που αφηγείται δεν εμφανίζεται στο ποίημα ως υποκείμενο ενός άμεσου πρώτου ρηματικού προσώπου˙ τα όσα λέγει διεκδικούν την εγκυρότητα του αντικειμενικού, αυτού που αορίστως επαναλαμβανόμενο συμβαίνει και που περιγράφεται στο ποίημα από ένα πρόσωπο που διαθέτει μια συνολική εποπτεία στο χώρο – που είναι ο κόσμος – το σύμπαν – και στον χρόνο που είναι από τότε που υπάρχει ο κόσμος.
... Αλλά ας επιστρέψουμε στην αναζήτηση του κλειδιού. Το κλειδί είναι ένα – τα αντικλείδια πολλά, όμως, Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ για όσους μπόρεσαν να δουν στο βάθος. Το βάθος είναι απροσπέλαστο; Αυτό σημαίνει ότι η ποίηση δεν μπορεί να κατακτηθεί ως ουσία; Ας θυμηθούμε την πλατωνική αντίληψη για το σπήλαιο˙ μόλις βγουν οι ψυχές απ’ αυτό και αντικρύσουν το φως της ιδέας, τυφλώνονται από την λάμψη του˙ στιγμιαία μόνο μπορούν να το κοιτάξουν.
Τα ποιήματα είναι αντικλείδια δεν είναι κλειδιά˙ είναι αντικλειδια˙ - για να ανοίξουμε την πόρτα, που είναι ανοιχτή όσο δεν θέλουμε να την διαβούμε και που κλείνει, όταν θελήσουμε να την περάσουμε -. Αναζητούμε την μαγεία της ποίησης και μόλις θελήσουμε να γίνουμε κοινωνοί της, η πόρτα κλείνει, όπως όταν πας σε μια πηγή να ξεδιψάσεις και εκείνη στερεύει, όπως δηλ. σε ένα εφιάλτη – επομένως ο ποιητής είναι ένας εξόριστος από τον κόσμο της ποιητικής μαγείας. Ανήκει όμως σ’ αυτόν, γι’ αυτό και η αγωνιώδης προσπάθεια να διαβεί την κλειστή της πόρτα. Επομένως, η Ποίηση δεν είναι το σύνολο των ποιημάτων που γράφτηκαν από τότε που υπάρχει ο κόσμος, είναι αυτό που ποτέ δεν ειπώθηκε και ούτε πρόκειται ποτέ να ειπωθεί.
Το ποίημα τελειώνει όπως άρχισε (κύκλος). Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή, η πρόσκληση ανανεώνεται, η περιπέτεια δεν έχει τέλος˙ η πόρτα θα ξανακλείσει, αλλά θα παραμείνει ανοιχτή. Αντίφαση λογική, όχι όμως ποιητική, ούτε φιλοσοφική.

Ξυνόν γαρ αρχή και πέρας επί κύκλου περιφερείας [Ηράκλειτος]
Στην περιφέρεια του κύκλου η αρχή και το τέλος συμπίπτουν

Τασούλα Καραγεωργίου, «Τα αντικλείδια του Γιώργη Παυλόπουλου μία διδακτική δοκιμή», Γράμματα και Τέχνες, ό.π. σ. 37-39.

Συνέντευξη με το δημιουργό:
Διαβάζοντας τα "Αντικλείδια" του Παυλόπουλου συλλογιζόμαστε: τι κρύβει αυτή η πόρτα που μοιάζει ανοιχτή αλλά δεν αφήνει κανένα να δρασκελίσει;Τι υπάρχει πίσω της, που ασκεί τόση γοητεία; Τι είναι αυτό που οι ποιητές από καταβολής του κόσμου αναζητούν και, σύμφωνα με τον ποιητή, δε θα το βρουν ποτέ; Και τα αντικλείδια; Τι καταφέρνουν;Τι ξεκλειδώνουν αυτά;
Αν κι οι ερμηνείες αποτελούν, όπως κι ο ίδιος ο Παυλόπουλος δέχεται, προσωπικές προσεγγίσεις που δεν μπορούν να διεκδικούν την απόλυτη αλήθεια, ας διαβάσουμε τι δήλωνε σε μια συνέντευξή του στη Λ.Σ. Αρμυριώτη, δυο χρόνια πριν ( περ. Ύφος, 7.1.08). Μέσα από τις απαντήσεις του θα μπορέσουμε να καταλάβουμε πολύ καλύτερα τη σκέψη του σε σχέση με τις έννοιες και τα θέματα τα οποία τον απασχολούν στο ποίημά του "Αντικλείδια". Ας δούμε, λοιπόν, κάποια αποσπάσματα:
Στην εισήγηση σας κατά την έναρξη της προς τιμήν σας ποιητικής βραδιάς, αναφερθήκατε μεταξύ άλλων και σε ορισμένα λόγια -εν είδη αποφθέγματος- μεγάλων ποιητών, όπως στο "η Ποίηση είναι ταυτόσημη με την Αλήθεια ". Είπατε πως η Αλήθεια είναι το ζητούμενο, σε κάθε περίπτωση. Αυτό λοιπόν ψάχνει κανείς να βρει; την κρυμμένη αλήθεια;
 
—Σίγουρα, πέρα απ' τη γοητεία της ποίησης, είναι η Αλήθεια -δηλαδή δεν τελειώνει η ποίηση με το να μας μαγέψει απλώς.
-Να μας μαγέψει σαν λεκτικό κατασκεύασμα, σαν εικόνα;
—Σαν αισθητική έκφραση. Πέρα απ' αυτό η Ποίηση αναζητά την Αλήθεια. Αυτό κυρίως θέλει να εκφράσει.

-Φαίνεται καθαρά στο ποίημα σας "τα Αντικλείδια". Εκεί λοιπόν λέτε -απ' ό,τι καταλαβαίνω- ότι δεν υπάρχουν αντικλείδια, οι πόρτες είναι ανοιχτές. Όμως υπαινίσσεσθε στο ποίημα, ότι ο ποιητής λειτουργεί σαν ένα αντικλείδι, διότι βλέπει την κρυμμένη αλήθεια στα πράγματα.


—Είναι κι αυτό μια εκδοχή για την πρόσληψη του ποιήματος. Το ποίημα αυτό προσφέρεται για πολλές εκδοχές και όσες περισσότερες είναι αυτές, τόσο πιο καλό είναι το ποίημα. Εγώ ποτέ δεν αναλύω. Αφήνω την περαιτέρω έρευνα για τον αναγνώστη. […] Οι εκδοχές αφορούν στον αναγνώστη. Κάθε ένας, μπορεί να έχει τη δική του εκδοχή, να το προσεγγίσει με τη δική του συγκίνηση, γι αυτό οι αναλύσεις των ποιημάτων δεν ευστοχούν πάντοτε, δεν μπορείς να πεις, αυτό λέει αυτό το ποίημα.
[…]
Σουρεαλιστική -είναι λίγο- η ποίηση σας;
 
—Καθόλου! (με αγανάκτηση)
[…]
Εσείς το θεωρείτε επιτυχία σαν γράφων, αν ταυτισθεί ο αναγνώστης και ζήσει την ίδια συγκίνηση που ζήσατε και σεις; Toυ το εύχεστε;
 
—Ξέρετε στην τέχνη προσπαθούμε να αποσβήσουμε τον εαυτό μας, το πρόσωπο μας, δεν πρέπει καν να φαίνεται. Να σας πω κάτι απλό. Αν καθίσω και γράψω μια προσωπική μου ιστορία -ας πούμε μια ερωτική απογοήτευση- εκατομμύρια ερωτικές απογοητεύσεις, ποιον ενδιαφέρει αυτό; Όμως αν γράψω μ' έναν τέτοιο τρόπο που ο αναγνώστης να πει: "σα να το 'χω ζήσει αυτό, σα να είναι δική μου υπόθεση..." το καταλάβατε; Πρέπει να σβήσουμε το πρόσωπο μας μεσ' στο έργο μας. Μόνο τότε μπορούμε να φτιάξουμε κάτι. Αν καθίσουμε και χτυπιόμαστε και κλαίμε με τα προσωπικά μας συναισθήματα δεν πρόκειται να φτιάξουμε τίποτα.

-Ποιες είναι οι παράμετροι; Τι πρέπει να έχει ένα ποίημα για να πάψει να λέγεται προσωπικό; Πως να είναι;
—Δεν μπορώ να διδάξω την ποίηση. Δεν ξέρω τι είναι η ποίηση, κι αυτό εκφράζω με "Τα αντικλείδια" κλπ. Δεν υπάρχει ορισμός της ποίησης.


[…]

Εν πάση περιπτώσει να χρησιμοποιήσω πάλι τη λέξη αντικλείδι. Να πω ότι η ποίηση είναι το "αντικλείδι" -για να αναφερθώ στο ποίημα σας- για την κατανόηση του κόσμου;
 
—Έχω ξαναπεί πως μέσα στην ποίηση υπάρχει η αυθεντική ιστορία του κόσμου, η μη παραχαραγμένη ιστορία, διότι η αυθεντική ιστορία δεν έχει γραφτεί ακόμα -αν εξαιρέσουμε τον Θουκυδίδη. Αλλά η ποίηση τα λέει όλα και οι εποχές έχουν σωθεί μέσα απ' την ποίηση, αλλά και η ουσία των πραγμάτων, και η μνήμη των πραγμάτων, και τα πάντα υπάρχουν μέσα στην παγκόσμια ποίηση που έχει γραφτεί.
[…]

Και ποιος είναι τώρα ο ρόλος του ποιητή; Ο ποιητής πρέπει να έχει πράγματα να εμπνέεται. Σε μια τέτοια κοινωνία που δεν είναι ωραία;
—O ποιητής δεν μπορεί ν' ανατρέψει τίποτα. Απλώς γράφει τα ποιήματα του. Δεν μπορεί να ανατρέψει τα πράγματα του κόσμου. Αυτό έχει φανεί μέσα στους αιώνες. Εάν ανέτρεπε η ποίηση αυτά που δεν είναι καλά για τον άνθρωπο, δηλ. ο πόλεμος, μετά την Ιλιάδα δεν έπρεπε να γίνεται πόλεμος. Ο Όμηρος μας είπε τη φρίκη του πολέμου, τα πάθη των ανθρώπων μέσ' στον πόλεμο, όλα αυτά μας τα είπε, αλλά ο άνθρωπος δεν έβαλε μυαλό. -Επίσης χρειάζεται πίστη. Αν δεν πιστεύεις στον κόσμο, στο αύριο, γιατί ν' ασχολείσαι; -O ποιητής είναι αφοσιωμένος στη ζωή. Είτε η ζωή είναι έτσι ή αλλιώς, είναι αφοσιωμένος. Διότι είναι πλάσμα αγάπης ο ποιητής. Δεν μπορεί να γράψει αν δεν αγαπήσει τη Φύση, τους Συνανθρώπους του, τη Ζωή την ίδια. Τα ποιήματα δεν γράφονται με μίσος. Μπορεί να εκφράσουν το μίσος πολλές φορές, αλλά δεν γράφονται με μίσος αλλά με αγάπη και με πίστη στον άνθρωπο.

[…]

-Mπορεί η Ποίηση να γίνει ο καταλύτης που θα οδηγήσει και τον γράφοντα αλλά και τον αναγνώστη, στη Λύτρωση απ' τις αγωνίες και τα ερωτήματα;
 
—Δεν ξέρω αν οι αναγνώστες μπορούν να λυτρωθούν, αλλά μπορούν να συγκινηθούν και να μαγευτούν και να προσεγγίσουν μια Αλήθεια μέσα από έναν ποιητή. Οι ποιητές είναι δυστυχισμένα πλάσματα που παλεύουν μέρα νύχτα να εκφράσουν το ανέκφραστο και το πιο δύσκολο.

 

 

Ποιες αντιλήψεις του ποιητή για την Ποίηση εκφράζονται στο ποίημα;

Η ποιητική δημιουργία είναι μια πράξη ερωτική και συνάμα μια υπέρτατη δοκιμασία, παλεύοντας στο μεταίχμιο της ζωής και θανάτου να φτάσεις στην αλήθεια της τέχνης σου. Η στιγμή αυτής της αλήθειας είναι απατηλή και πρόσκαιρη όπως η στιγμή κάθε ευτυχίας. Γρήγορα ξαναρχίζεις, πέφτοντας πάλι στην ίδια κατάσταση. Και η μόνη φιλοδοξία σου είναι, να μην καταλάβει ποτέ κανείς την αγωνία σου όταν έγραφες το έργο σου, να μην φανεί ποτέ μέσα στο έργο το παραμικρό σημάδι αυτής της αγωνίας.
Τα πράγματα που αγγίζουν σε βάθος, τη ζωή μας, όπως η Ποίηση, μπορεί να ειπωθούν μονάχα μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες μας. Δεν ορίζονται μέσα από θεωρίες και αφηρημένες έννοιες. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένας ορισμός για την Ποίηση. Ωστόσο ας μου επιτραπεί να την φαντάζομαι και να την ονειρεύομαι σαν μια πόρτα ανοιχτή.

«Ο Γιώργης Παυλόπουλος μιλάει για την ποίηση και το έργο του», Γράμματα και Τέχνες, τεύχ. 83, Φεβρ-Μάιος 1998, σ.24-26

Ο Παυλόπουλος έχοντας υπηρετήσει για χρόνια την ποίηση κατανοεί τη δυσκολία που υπάρχει αφενός στο να οριστεί η τέχνη αυτή κι αφετέρου στο να δημιουργηθεί ένα αξιόλογο ποιητικό έργο. Παρά την προσπάθεια του ποιητή, κάθε ποιητή, κάποιες φορές το έργο που προκύπτει δεν είναι παρά μια ατελής απόπειρα ή όπως θα το αποκαλούσε ο Παυλόπουλος, ένα Αντικλείδι. Η ουσία της ποίησης συχνά διαφεύγει, παρά την ύπαρξη καλών προθέσεων από τη μεριά του δημιουργού ή του απλού αναγνώστη. Ο Παυλόπουλος διακρίνει αυτούς που προσεγγίζουν την ποίηση σ’ εκείνους που κοιτάζουν χωρίς να βλέπουν και σ’ εκείνους που βλέπουν μα συνειδητοποιούν ότι η πόρτα της ποίησης είναι κλειστή. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι άνθρωποι που δεν μπορούν να κατανοήσουν τη μαγεία της ποίησης και που ποτέ δεν ασχολήθηκαν με την τέχνη αυτή, ενώ στη δεύτερη ανήκουν εκείνοι που νιώθουν την αξία της ποίησης και που επιχειρούν να εκφραστούν μέσω αυτής.
Η πόρτα της ποίησης επομένως είναι ανοιχτή, καθώς η ποίηση είναι πάντοτε εκεί για να μας προσφέρει την αισθητική απόλαυση, τον προβληματισμό και τη χαρά της δημιουργίας. Η πόρτα της ποίησης, παράλληλα, είναι κλειστή καθώς τα μυστικά της ποιητικής δημιουργίας δεν μπορούν να αποκαλυφθούν όσο κι αν προσπαθεί κανείς. Η πόρτα της ποίησης είναι κλειστή υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει κάποιος εύκολος τρόπος για να μπορέσει κάποιος να φτάσει στα ύψη αυτής της τέχνης ή έστω να φτάσει στο σημείο να μπορεί να δηλώνει ποιητής.
Όπως ο Καβάφης δηλώνει «Εἰς σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως» θέλοντας να τιμήσει την τέχνη του και να εκφράσει την ιδιαίτερη αξία που έχει η ποίηση στη ζωή του, έτσι και ο Παυλόπουλος με τα Αντικλείδια έρχεται να αποδώσει φόρο τιμής στην τέχνη του και να εκφράσει τις δυσκολίες που βίωσε ως τεχνίτης του λόγου στην προσπάθειά του να κατακτήσει την τέχνη του.
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου