ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ Μ.Ε.

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΑΡΗΣ

ΝΤΑΝΟΠΟΥΛΟΥ – ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΟΛΓΑ

Αγαπητοί γονείς και μαθητές, καλωσορίσατε στη σελίδα του φροντιστηρίου μας. Στόχος μας η καλύτερη δυνατή επικοινωνία μαζί σας και η διαρκής ενημέρωση για όλα όσα αφορούν τη λειτουργία και τις παροχές του φροντιστηρίου μας

Στο Φροντιστήριό μας προετοιμάζουμε τους μελλοντικούς πρωταγωνιστές. Η απόλυτη εξειδίκευσή μας στο χώρο των φιλολογικών και οικονομικών μαθημάτων, καθώς και η πολυετής πείρα μας στο χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης, θέτουν από νωρίς τις βάσεις της επιτυχίας και διευκολύνουν τη δουλειά του υποψηφίου.

Άλλωστε, οι επιτυχίες μιλάνε για εμάς: με εισακτέους στα τμήματα στρατιωτικών σχολών, όπως ΣΣΑΣ Νομικής, ΣΣΑΣ Οικονομικών, ΣΜΥ, στις παραγωγικές σχολές των Αξιωματικών και Αστυφυλάκων ΕΛ.ΑΣ, Πυροσβεστικής, αλλά και στα υψηλής ζήτησης Ανώτερα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας όπως η Νομική, Φιλολογία, Παιδαγωγικά Τμήματα, Αγγλική Φιλολογία, Ψυχολογία και Οικονομικά Τμήματα, αποδεικνύουμε τη σκληρή μας δουλειά.

Το Φροντιστήριό μας άλλωστε είναι και πιστοποιημένο συνεργαζόμενο κέντρο της UNICERT (σύγχρονου Φορέα Πιστοποίησης Ανθρώπινου Δυναμικού, πιστοποιημένου από τον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. και διαπιστευμένου από τον Ε.ΣΥ.Δ, τα πιστοποιητικά του οποίου αποτελούν απαραίτητο εφόδιο για προσλήψεις στο ελληνικό δημόσιο και διαγωνισμούς Α.Σ.Ε.Π.), αποκλειστικού αντιπροσώπου του Πανεπιστημίου FREDERICK της Κύπρου ( με έδρα τη Λευκωσία, ενώ σχολές και τμήματα λειτουργούν και στη Λεμεσό), το οποίο προσφέρει στον ελλαδικό χώρο προγράμματα σε πτυχιακό, μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο (δια ζώσης – εξ αποστάσεως) ομοταγή με τα ελληνικά ΑΕΙ, αναγνωρισμένα από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. ( Διεπιστημονικός Οργανισμός Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης), με έξι (6) σχολές που καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσμα της εκπαίδευσης. Επίσημες γλώσσες του Πανεπιστημίου είναι η Ελληνική και η Αγγλική) για την προώθηση των προγραμμάτων σπουδών του σε πτυχιακό, μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο (δια ζώσης και εξ αποστάσεως).

Κατανοώντας ταυτόχρονα την οικονομική συγκυρία, το φροντιστήριο μας στέκεται δίπλα στην ελληνική οικογένεια με αίσθημα ευθύνης, αναπροσαρμόζοντας τα δίδακτρα του στο πνεύμα της κρίσης και υιοθετώντας προνομιακή τιμολογιακή πολιτική για ειδικές ομάδες μαθητών (όπως έκπτωση διδάκτρων για ανέργους, πολύτεκνους, αδέλφια, μαθητές εκτός Βόλου, εγγραφή δύο μαθητών…) και επιβραβεύοντας την αριστεία (έκπτωση σε αριστούχους).

Ως μέλος του Συλλόγου Φροντιστών Μαγνησίας και της ΟΕΦΕ (Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδος) συμμετέχουμε κάθε χρόνο στα Πανελλαδικά Διαγωνίσματα Προσομοίωσης για όλες τις τάξεις του Λυκείου. Παράλληλα, μέσω ειδικών διαγνωστικών τεστ εντάσσουμε το μαθητή – τρια σε τμήμα ανάλογα με τις δυνατότητές του. Παρέχουμε οργανωμένο υλικό μέσω προσωπικών σημειώσεων αλλά και εκδόσεων Schooltime. gr ως επιστημονικοί συνεργάτες του site.

ü Ομοιογενή τμήματα

ü Δωρεάν έκτακτες ώρες διδασκαλίας

ü Σύγχρονα εποπτικά μέσα

ü Εβδομαδιαία προγραμματισμένα υποχρεωτικά διαγωνίσματα

ü Συνεχής ενημέρωση γονέων για τις πραγματικές επιδόσεις των παιδιών

Βόλος, Τοπάλη 15 (με Δημητριάδος)

Τηλ. Επικοινωνίας: 2421-0-23227 / 6976796234

Υπεύθυνοι σπουδών: Ιωαννίδης Άρης, Φιλόλογος,

Ντανοπούλου – Ιωαννίδου Όλγα

olgantanopoulou@yahoo.gr.

(Facebook, Iωαννίδης Άρης)

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ - ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΕΝΟΤΗΤΕΣ 1-3


ΕΝΟΤΗΤΑ  1η

 

« Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΛΕΥΚΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ »

 

Καθώς αυτή περιπλανιόταν στην περιοχή της Ήλιδας, την ερωτεύτηκε ο Λεύκιππος, ο γιος του Οινόμαου, κι όταν έχασε κάθε ελπίδα να κερδίσει τον έρωτά της με άλλο τρόπο, αφού φόρεσε γυναικεία ρούχα και μεταμφιέστηκε  σε κοπέλα, κυνηγούσε μαζί της [...] Ο Απόλλων όμως, επειδή φλεγόταν κι ο ίδιος από τον έρωτα για το κορίτσι, είχε κυριευθεί από οργή και φθόνο, επειδή ο Λεύκιππος ήταν κοντά της, και  βάζει λοιπόν στο μυαλό της κοπέλας, αφού πάνε με τις υπόλοιπες κοπέλες στην πηγή, να κάνουν μπάνιο. Μόλις έφτασαν εκεί, άρχισαν να ξεντύνονται και καθώς έβλεπαν το Λεύκιππο να μη θέλει (να ξεντυθεί) του έσκισαν τα ρούχα· όταν κατάλαβαν την εναντίον τους σκευωρία και πως σχεδίαζε κάτι κακό, κάρφωσαν τα δόρατά τους στο σώμα του. Αυτός εξαφανίστηκε όπως ήταν θέλημα θεού. Η Δάφνη βλέποντας τον Απόλλωνα να έρχεται καταπάνω τράπηκε γρήγορα σε φυγή. Καθώς αυτός (ο Απόλλωνας) την καταδίωκε, ικετεύει το Δία να εξαφανιστεί από τους ανθρώπους. Λένε ότι αυτή έγινε το δέντρο που ονομάστηκε απ΄ αυτή δάφνη.                   

( ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ, Περὶ Ἐρωτικῶν Παθημάτων  15 )

 

 

{w|w{

$ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ – ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΑ

 

βάλλει   βάλλω (= ρίχνω από μακριά, εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, χτυπώ)
            θ.: βαλ-, βολ-, βελ-, βλ-

 

βαλλιστικός  = ο σχετικός με την τέχνη της εκσφενδονίσεως βλημάτων: π.χ. ~ πύραυλος. // βαλλιστική (ως ουσ.) = η επιστήμη που εξετάζει τις κινήσεις των βλημάτων.

βολοδοσκοπώ        = α) βυθομετρώ με βολίδα, β) (μτφ.) προσπαθώ με πλάγιο τρόπο, να εξιχνιάσω τις διαθέσεις κάποιου (= ψαρεύω).

βλητικός                = ικανός ή κατάλληλος για βολή. // βλητική (ως ουσ.)

= η επιστήμη που ερευνά τους νόμους της κινήσεως των βαλλομένων στο διάστημα σωμάτων.

απόβλητος    = α) που αποβλήθηκε, αποδιωγμένος, β) περιφρονημένος: π.χ. οι ~ της κοινωνίας. // (πληθ. ουδ.) απόβλητα (ως ουσ.) = ακαθαρσίες, απορρίμματα.

καταβολή     = α) χρησιμοποίηση δύναμης ή ενέργειας: π.χ. απαιτείται η ~ ιδιαίτερης προσπάθειας, β) (για χρήματα) πληρωμή ή κατάθεση: π.χ. οι απαγωγείς ζητούν την ~ χρημάτων.// φρ.: από καταβολής κόσμου = αφότου πλάστηκε ο κόσμος, γ) εξασθένιση: π.χ. ~ δυνάμεων.

καταβεβλημένος    = εξαντλημένος, αποκαμωμένος από κούραση ή αρρώστια.

μεταβλητός            = που μπορεί να μεταβληθεί (¹ αμετάβλητος).

εμβάλλω       = α) ρίχνω μέσα, βάζω, β) προκαλώ τη γένεση, εμπνέω: π.χ. η παράταση της νόσου έχει εμβάλει σε ανησυχία τους οικείους του.

εμβέλεια       = α) η μέγιστη απόσταση βολής, β) (ειδ.) το σημείο ως το οποίο είναι δυνατή η λήψη των κυμάτων ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού πομπού.

εμβολή          = α) (ιατρ.) έμφραξη αιμοφόρου αγγείου από θρόμβο αίματος, β) επίθεση πλοίου σε άλλο πλοίο.

έμβολο = α) στοιχείο μηχανής ή αντλίας, που κινείται παλινδρομικά μέσα σε κύλινδρο, β) το κύριο επιθετικό όπλο στα αρχαία πολεμικά πλοία, αιχμηρή μεταλλική δοκός, που διαπερνούσε τα ύφαλα του εχθρικού σκάφους.

εμβόλιμος     = που παρεμβάλλεται, που μπαίνει ανάμεσα.

διαβάλλω      = δυσφημώ, συκοφαντώ.

διαβλητός     = ύποπτος, υποκείμενος σε κατηγορία: π.χ. Όπως αποδείχτηκε από την έρευνα η διαδικασία των εκλογών ήταν διαβλητή, καθώς πολλοί ψηφοφόροι είχαν ψηφίζει δύο φορές.

παραβολή     = α) σύγκριση, αντιπαραβολή, β) αλληγορική διήγηση με ηθικό δίδαγμα, γ) (γεωμ.) είδος καμπύλης γραμμής.

παράβολο     = χρηματικό ποσό που κατατίθεται σε δημόσιο ταμείο για την άσκηση ορισμένου δικαιώματος.

περιβολή       = α) η πράξη και το αποτέλεσμα του περιβάλλω και του περιβάλλομαι, β) ένδυμα, στολή: π.χ. επίσημη ~ , γ) φρ.: εν αδαμιαία περιβολή = ολόγυμνος.

αναβολέας    = ο σιδερένιος κρίκος που κρέμεται από τη σέλα και που πατά ο ιππέας, για να ανέβει στο άλογο.

προβολή        = α) προέκταση, προεξοχή, β) (οπτ.) εμφάνιση φωτεινών εικόνων σε οθόνη με τον προβολέα, γ) (μαθημ.) παράσταση σώματος ή επιφάνειας σε οριζόντιο ή κατακόρυφο επίπεδο σύμφωνα με ορισμένους γεωμετρικούς κανόνες, γ) (γυμν.) η μετατόπιση του ενός ποδιού λοξά με λυγισμένο το γόνατο, δ) (μτφ.) κοινωνική αναγνώριση.

υποβάλλω     = α) θέτω κάτω από, β) θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση, προτείνω, γ) εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί κάτι, δ) (μτφ.) πείθω έντεχνα, ε) εκτελώ το έργο θεατρικού υποβολέα.

υποβλητικός = ο κατάλληλος να προκαλέσει συναισθήματα: π.χ. Η ατμόσφαιρα στην εκκλησία τις ημέρες της μεγάλης εβδομάδας είναι ιδιαίτερα υποβλητική. 

υποβολέας    = υπάλληλος του θεάτρου που υπαγορεύει χαμηλόφωνα στους ηθοποιούς το ρόλο τους κατά την παράσταση.

υποβολή        = α) η πράξη του υποβάλλω, το να θέτει κανείς κάτι στην κρίση ή την έγκριση άλλου, β) ηθική επιρροή, η έντεχνη επιβολή ιδέας ή πράξης σε άλλον.

υποβολιμαίος         = α) πλαστός, νόθος, β) που επιβλήθηκε με εισήγηση ή υπόδειξη άλλου: π.χ. Η πρόταση του μαθητή, στο δεκαπενταμελές συμβούλιο του σχολείου, για υποχρεωτικό εκκλησιασμό κάθε εβδομάδα, ήταν υποβολιμαία από τον καθηγητή των θρησκευτικών.  

 

³·±·³

 

ÿΕΝΟΤΗΤΑ  2η

 

«ΥΙΪΚΗ ΣΤΟΡΓΗ »

 

Λέγεται λοιπόν ότι στη Σικελία (παρόλο που δεν είναι αληθοφανές, αλλά θα είναι ταιριαστό και εσείς όλοι οι νεώτεροι να το ακούσετε) από την Αίτνα δημιουργήθηκε ρεύμα λάβας· λένε ότι αυτό έρεε τόσο προς την υπόλοιπη περιοχή όσο και προς κάποια από τις κοντινές εκεί κατοικημένες πόλεις.

 Όλοι οι άλλοι κάτοικοι τράπηκαν σε γρήγορη φυγή αποζητώντας τη σωτηρία τους, ένας όμως από τους νεώτερους, βλέποντας τον πατέρα του που ήταν γηραιότερος, ότι δεν μπορούσε να αποχωρήσει και ότι μένει αποκλεισμένος, αφού τον σήκωσε στους ώμους του τον μετέφερε. Επειδή όμως του προστέθηκε φορτίο, νομίζω ότι και ο ίδιος αποκλείσθηκε. Αξίζει όμως από αυτό το γεγονός να προσέξουμε η θεία χάρη, ότι δηλαδή φέρεται ευνοϊκά στους γενναίους άνδρες. Διότι, λέγεται, ότι η λάβα έρευσε κυκλικά γύρω από εκείνο τον τόπο και ότι μόνο αυτοί σώθηκαν, από τους οποίους η περιοχή ακόμη και σήμερα ονομάζεται «χώρος των ευσεβών». Όσοι όμως έσπευσαν να αποχωρήσουν και εγκατέλειψαν τους γονείς τους ότι όλοι πέθαναν.

( ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ, Κατὰ Λεωκράτους 95 – 96 )

 

{w|w{

 

$ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ – ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΑ

 

ἐγκαταλιπόντας              ἐγκαταλείπω < ἐν – κατὰ - λείπω
                                λείπω θ.: λειπ-, λοιπ-, λιπ-

 

παραλείπω    = α) αφήνω κάτι ανεκτέλεστο, αμελώ: π.χ. παρέλειψε το καθήκον του, β) αποσιωπώ: π.χ. ~ όσα είναι ευκολονόητα.

παράλειψη    = α) αμέλεια: π.χ. κατηγορείται για ασυγχώρητες παραλείψεις, β) αποσιώπηση.

έκλειψη        = α) εξαφάνιση, β) το φαινόμενο της παροδικής απόκρυψης ή επισκότισης ενός ουράνιου σώματος: π.χ. ~ του ηλίου.

εγκαταλείπω = α) αφήνω κάποιον ή κάτι στην τύχη του, παύω να φροντίζω: π.χ. έφτασε στο σημείο να εγκαταλείψει τα παιδιά του, β) απομακρύνομαι για πάντα από κάποιον τόπο: π.χ. εγκατέλειψε το χωριό του, πριν ακόμα τελειώσει το σχολείο, γ) παραιτούμαι: π.χ. αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις προσπάθειές του.

διάλειψη       = ( ιατρ.) η κατά διαστήματα διακοπή της κανονικής λειτουργίας οργάνου: π.χ. η καρδιά του παρουσιάζει διαλείψεις.

υπολείπομαι = α) μένω πίσω, καθυστερώ, β) είμαι κατώτερος: π.χ. Η χελώνα υπολείπεται του λαγού στην ταχύτητα, γ) απομένω ως υπόλοιπο: π.χ. Υπολείπεται ακόμη μια τελευταία δόση, για να αποπληρώσει το σπίτι που αγόρασε.

λιποψυχώ     = χάνω το θάρρος μου, δειλιάζω, λιγοψυχώ.

 

³·±·³

 

ÿΕΝΟΤΗΤΑ  3η

 

« ΗΔΕ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΙΣ ΕΛΛΗΣΙ ΜΕΓΑΛΩΝ ΚΑΚΩΝ ΑΡΞΕΙ »

 

Αφού είπε τόσα ο Αρχίδαμος και διέλυσε τη συγκέντρωση, στέλνει πρώτα τον Μελήσιππο, το γιο του Διακρίτου, Σπαρτιάτη στην καταγωγή, στην Αθήνα μήπως τυχόν φανούν περισσότερο υποχωρητικοί οι Αθηναίοι βλέποντάς αυτούς (εν. τους Σπαρτιάτες) να είναι ήδη καθ’ οδόν.

Αυτοί όμως (εν. οι Αθηναίοι) δεν τον δέχτηκαν στην πόλη τους, ούτε στην εκκλησία του δήμου. Είχε επικρατήσει  προηγουμένως η γνώμη του Περικλή, δηλαδή να μη δέχονται κήρυκα και απεσταλμένους των Λακεδαιμονίων που είχαν εκστρατεύσει εναντίον τους. Τον διώχνουν λοιπόν, πριν τον ακούσουν, και τον διέταξαν να βγει από τα σύνορα εκείνη την ημέρα και στο εξής, αφού αναχωρήσουν στη δική τους χώρα, αν θέλουν κάτι να στείλουν αντιπροσώπους. Στέλνουν επίσης μαζί με τον Μελήσιππο συνοδούς, για να μη συναντήσει κανέναν. Αυτός, μόλις έφτασε στα σύνορα και επρόκειτο να απομακρυνθεί, αφού είπε αυτόν μόνο το λόγο, αναχωρούσε ότι « αυτή εδώ η μέρα θα είναι η αρχή μεγάλων συμφορών για τους Έλληνες ».

(ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, Ἱστορίαι, Β΄ 12).

 

{w|w{

 

$ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ – ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΑ

 

ἀποστέλλω                      στέλλω       θ.: στελ-, στολ-, στειλ-, σταλ-

 

αναστέλλω    = α) σταματώ ενέργεια ή κίνηση, β) ακυρώνω, ανακαλώ.

ανασταλτικός        = ο ικανός ή κατάλληλος να αναστείλει, να εμποδίσει: π.χ. μέτρα ανασταλτικά της αισχροκέρδειας.

αναστολή      = α) συγκράτηση, σταμάτημα, β) αναβολή: π.χ. καταδίκη με ~.

αποστέλλω    = α) στέλνω μακριά, β) στέλνω για υπηρεσία.

αποστολή      = α) η πράξη με την οποία στέλνεται κάτι, β) το αποστελλόμενο πράγμα, γ) σκοπός , προορισμός: π.χ. η ~ μου έληξε.

απόστολος    = α) αποσταλμένος, αγγελιαφόρος, β) Απόστολοι = οι δώδεκα μαθητές του Χριστού, γ) (μτφ.) ένθερμος κήρυκας: π.χ. ~ μιας νέας ιδεολογίας, δ) (εκκλ.) Απόστολος = βιβλίο με περικοπές από τις πράξεις και τις επιστολές των Αποστόλων.

απεσταλμένος        = σταλμένος με εντολή.

διαστέλλω    = α) διανοίγω, πλαταίνω, β) ξεχωρίζω κάτι από κάτι άλλο, γ) αυξάνω τις διαστάσεις , τον όγκο: π.χ. η θερμότητα διαστέλλει τα σώματα (¹ συστέλλω).

διασταλτικός         = ο ικανός να διαστέλλει ή να διαστέλλεται.

συνεσταλμένος       = ντροπαλός, μαζεμένος (¹ αδιάντροπος, ιταμός, θρασύς).

καταστέλλω = α) συγκρατώ, αναχαιτίζω, δαμάζω, β) καταπνίγω, καταπαύω, γ) καταπραΰνω.

κατασταλτικός      = ο ικανός να καταστείλει, να εμποδίσει: π.χ. κατασταλτικά μέτρα. (¹ προληπτικός).

υποστέλλω    = α) κατεβάζω, μαζεύω, β) (μτφ.) ελαττώνω, περιορίζω (= μετριάζω, καταστέλλω).

υποστολή      = α) μάζεμα, κατέβασμα: π.χ. ~ της σημαίας (¹ έπαρση), β) (μτφ.) ελάττωση, μείωση.

περιστέλλω   = περιορίζω, ελαττώνω

περιστολή     =η πράξη του περιστέλλω, περιορισμός, ελάττωση της έκτασης ή της ποσότητας: π.χ. ~ των δημόσιων δαπανών.

αντιδιαστέλλω       = ξεχωρίζω τα ανόμοια με αντιπαράθεση.

αντιδιαστολή         = το ξεχώρισμα των ανόμοιων με αντιπαράθεση: π.χ. Σε ~ με τις απόψεις του προέδρου, ο αντιπρόεδρος διατύπωσε τις δικές του θέσεις.

υποδιαστολή = α) διακριτικό σημείο, κόμμα, που χωρίζει τις συλλαβές λέξεως, για να την ξεχωρίσει από άλλη ομώνυμη (π.χ. ό,τι σε διάκριση από το ότι) β) το κόμμα στους δεκαδικούς αριθμούς.    

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου