Όλα τα υποκείμενα: ρημάτων / απαρεμφάτων / μετοχών μεταφράζονται με Ονομαστική.
ΠΤΩΣΗ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ
|
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
|
1. Ονομαστική: όταν είναι υποκείμενο ρήματος
|
|
2. Ονομαστική: όταν είναι υποκείμενο απαρεμφάτου και έχουμε
ταυτοπροσωπία
|
|
3. Αιτιατική: όταν είναι υποκείμενο απαρεμφάτου και έχουμε
ετεροπροσωπία (μεταφράζεται με ονομαστική)
|
|
4. Οποιαδήποτε πτώση όταν είναι υποκείμενο της μετοχής,αφού η μετοχή και
το υποκείμενο της έχουν ίδια πτώση. Η έναρθρη μετοχή είναι πάντα επιθετική
και έχει υποκείμενο το άρθρο της.
|
|
ΜΟΡΦΕΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ (πως εκφέρεται)
|
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
|
1. Με άρθρο (σε επιθετική μετοχή)
|
|
2. Με ουσιαστικό
|
|
3. Με επίθετο
|
|
4. Με αντωνυμία (ουσιαστική)
|
|
5. Με αριθμητικό
|
|
6. α) Με ουσιαστικοποιημένο επιθετικό προσδιορισμό
β) Με ουσιαστικοποιημένο κατηγορηματικό προσδιορισμό |
|
7. Με έναρθρη μετοχή (επιθετική)
|
|
8. Με απαρέμφατο (έναρθρο / άναρθρο)
|
|
9. Με δευτερεύουσα ονοματική πρόταση
α) ειδική β) πλάγια γ) ενδοιαστική δ) αναφορική |
|
10. Με το άρθρο "τὸ" +
φράση
|
|
11. Με άρθρο + άκλιτη λέξη
|
|
12. Εμπρόθετα με
α) εἰς / ἀμφὶ περὶ / κατὰ +αιτιατική ὑπὲρ / ὡς / πρὸς όταν δηλώνεται χρόνος ή ποσό κατά προσέγγιση. β) ὅτι + αιτιατική => έκταση κατά + αιτιατική => μερισμό ὑπέρ + αιτιατική => υπέρβαση |
|
13. Με επίρρημα (σπανίως)
|
|
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ῞Οτε τὰ ζῶα φωνὴν εἶχε, τὰ πρόβατα ἔλεγε τῷ δεσπότῃ.
ἡ πόλις (= οἱ πολῖται)
ὁ στρατὸς (= οἱ στρατιῶται)
ὁ ὄχλος (= οἱ ἄνθρωποι)
τὸ πλῆθος (= οἱ πλεὶονες).
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ῾Η πόλις ἐν αἰτία εἶχον Περικλέα (= οι πολίτες κατηγορούσαν τον Περικλή).
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Οἶσθα Εὐθύδημον ὁπόσους ὀδόντας ἔχει; (υποκείμενο της πλάγιας είναι ο Εὐθὺδημος που στην κύρια είναι αντικείμενο).
α) με τα λεκτικά: λέγουσι / φασί. Στην περίπτωση αυτή νοούνται ως υποκείμενα τα τινές ή οι ἄνθρωποι.
β) ΄Οταν είναι αόριστο ή όπως στις φράσεις: καλῶς ἔχει, οὕτως ἔχει, όταν νοούνται τα: τοῦτο, τὸ πρᾶγμα, τὸ ἔργον.
γ) ΄Οταν το ρήμα υπαινίσσεται το υποκείμενο του π.χ. στο κηρύττει —> νοείται ως υποκείμενο ὁ κῆρυξ.
δ) ΄Οταν προσδιορίζει χρόνο ημερονυχτίου υποκείμενο είναι "ἡ ἡμέρα" όπως στις φράσεις: ὀψέ ἦν (= ήταν αργά) / ἦν ἀμφὶ πλήθουσαν ἀγορὰν (= ήταν η ώρα που η αγορά ήταν γεμάτη) / ἦν ἀμφὶ τὴν τελευταίαν φυλακήν (= ήταν η ώρα της τελευταίας βάρδιας). Τα: ὀψὲ / ἀμφὶ πλήθουσαν ἀγορὰν / ἀμφὶ τὴν τελευταίαν φυλακήν είναι Κατηγορούμενα.
ε) ΄Οταν μπορεί εύκολα να νοηθεί απο τα συμφραζόμενα —>᾿Εβούλοντο ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν (Υποκείμενο: οὖτοι).
Το υποκείμενο των απρόσωπων ρημάτων και εκφράσεων είναι απαρέμφατο (π.χ. Χαλεπὸν ἐστι πατρὶ καὶ μητρὶ στερηθῆναι.) ή δευτερεύουσα πρόταση, ειδική / πλάγια / ενδοιαστική: (π.χ. Φόβος ἐστι μὴ οἱ πολέμιοι ἐπίωσιν.)
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟΥ
|
|
1. Τίθεται σε Ονομαστική, όταν είναι το ίδιο με το
υποκείμενο του ρήματος, όταν δηλαδή έχουμε Ταυτοπροσωπία π.χ. ῾Ο Ξενοφῶν οὐκ ἐδύνατο καθεύδειν.
|
2. Τίθεται σε Αιτιατική, όταν είναι διαφορετικό απο το
υποκείμενο του ρήματος, όταν δηλαδή ὲχουμε Ετεροπροσωπία
π.χ. ᾿Αριαῖος ἔλεγε πολλοὺς εἶναι Πέρσας ἑαυτοῦ βελτίους.
(υποκείμενο του "εἶναι" —> η αιτιατική "Πέρσας"). |
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΜΕΤΟΧΗΣ
|
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
|
1. Η μετοχή συμφωνεί με το υποκείμενο της σε γένος, αριθμό και πτώση.
|
Θηραμένης ἀναστὰς ἔλεξε τοιάδε.
|
2. Tο υποκείμενο της επιθετικής μετοχής είναι το άρθρο της.
|
Κῦρος ἐκάλεσε τοὺς πολιορκοῦντας τὴν Μίλητον.
|
3. Το υποκείμενο της κατηγορηματικής μετοχής σε πλάγια πτώση είναι
αντικείμενο του ρηματικού τύπου απο το οποίο αυτή εξαρτάται.
|
Οἱ ῞Ελληνες ἑώρων τοὺς Πέρσας εἰς τὴν ᾿Αττικὴν εἰσιόντας.
|
4. ΄Οταν το υποκείμενο της μετοχής συμβαίνει να είναι και υποκείμενο,
αντικείμενο του ρήματος ή γενικά όρος της πρότασης, τότε η μετοχή συνάπτεται
με το ρήμα, γι᾿ αυτό λέγεται Συνημμένη.
|
Δίκαια δράσας ἕξεις συμμάχους τοὺς θεούς.
Σπαρτιᾶται στρατευόμενοι ἔθυον. |
5. ΄Οταν όμως το υποκείμενο της δεν είναι όρος της πρότασης, τότε λέγεται
Απόλυτη. Η πτώση της απόλυτης μετοχής είναι: α) Γενική (για τα
προσωπικά ρήματα), β) Αιτιατική (για τα απρόσωπα ρήματα και τις
απρόσωπες εκφράσεις).
|
῎Αρτι τῆς μάχης γεγενημένης βοηθοῦσιν ἄλλοι πελτασταί.
᾿Εξὸν ἡμῖν ζῆν μὴ καλῶς, καλῶς αἱρούμεθα μᾶλλον τελευτᾶν. |
Ορισμός
|
Αντικείμενο του ρήματος λέγεται η πλάγια πτώση η οποία δηλώνει το πρόσωπο ή το
πράγμα στο οποίο μεταβαίνει ή αναφέρεται η ενέργεια του ρήματος.
|
Το αντικείμενο του ρήματος είναι κανονικά όνομα ουσιαστικό, αλλά και οτιδήποτε ισοδυναμεί με ουσιαστικό, όπως αντωνυμία, αριθμητικό, ουσιαστικοποιημένο επίθετο και μετοχή, απαρέμφατο, καθώς και δευτερεύουσα ονοματική προτάση.
π.χ. Οἱ Ἀθηναῖοι ἐφρούρουν τὰ τείχη. (ουσιαστικό)
Εὐμενῶς ἐδέξατο ἡμᾶς. (αντωνυμία)
Φοβεῖται μὴ τὰ ἔσχατα πάθῃ. (δευτερεύουσα ονοματική ενδοιαστική πρόταση)
Τα μεταβατικά ρήματα, ανάλογα με τον αριθμό των αντικειμένων τους, διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
α) μονόπτωτα,
|
που η σημασία τους συμπληρώνεται με ένα αντικείμενο σε μία από τις τρεις
πλάγιες πτώσεις: γενική, δοτική ή αιτιατική.
π.χ. Τοὺς θεούς φοβοῦ. (= Τους θεούς να φοβάσαι) |
β) δίπτωτα,
|
που η σημασία τους συμπληρώνεται με δύο αντικείμενα σε πλάγιες πτώσεις:
δύο αιτιατικές, αιτιατική και γενική, αιτιατική και δοτική, γενική και
δοτική. Τα δύο αντικείμενα των δίπτωτων ρημάτων διακρίνονται σε άμεσο και
έμμεσο:
άμεσο είναι το αντικείμενο σε αιτιατική, έμμεσο είναι το αντικείμενο που βρίσκεται σε γενική ή δοτική. π.χ. Κῦρος δίδωδιν αὐτῷ μισθόν. (= Ο Κύρος δίνει σε αυτόν μισθό) |
Έτσι προκύπτει:
Τα μονόπτωτα ρήματα συντάσσονται με αντικείμενο σε γενική, δοτική και αιτιατική. Πιο συγκεκριμένα:
Με γενική:
|
π.χ. Θεοί ἄνθρώπων ἐπιμελοῦνται.
(= Οι θεοί φροντίζουν τους ανθρώπους) Με αντικείμενο σε πτώση γενική συντάσσονται τα ρήματα που δηλώνουν: Μνήμη και λήθη: μέμνημαι (= θυμάμαι), ἐπιλανθάνομαι (= λησμονώ), ἀμνημονῶ (= λησμονώ) Φροντίδα, επιμέλεια, φειδώ και τα αντίθετα: φροντίζω, ἐπιμελοῦμαι (= φροντίζω), κήδομαι (= φροντίζω), προνοῶ (= προβλέπω, φροντίζω), ἀμελῶ (= παραμελώ), φείδομαι (= λυπάμαι), ἀφειδῶ (= σπαταλώ), ὀλιγωρῶ (= παραμελώ), μέλει τινί (= φροντίζω) Επιτυχία, αποτυχία, απόπειρα, δοκιμή, απόκτηση: τυγχάνω (= πετυχαίνω), ἐπιτυγχάνω (= πετυχαίνω, συναντώ), στοχάζομαι (= αποβλέπω, επιδιώκω), ἐξικνοῦμαι (= αρκώ, φθάνω σε...), πειρῶ (= δοκιμάζω, επιχειρώ, εφορμώ), πειρῶμαι (= δοκιμάζω, προσπαθώ, επιτίθεμαι), ἀποτυγχάνω, ψεύδομαι, σφάλλω, ἁμαρτάνω, ἐπιλαμβάνομαι (= επιχειρώ, επιτίθεμαι, προσβάλλω, κρατιέμαι απο κάπου, συλλαμβάνω, επιλαμβάνομαι) Εξουσία: ἄρχω (= κάνω αρχή, αρχίζω, οδηγώ, κυβερνώ,διοικώ, είμαι άρχων, κυριαρχώ), κρατῶ (= γίνομαι κύριος, κυριεύω, επικρατώ), ἡγοῦμαι (= προηγούμαι, οδηγώ, είμαι αρχηγός, πορεύομαι, κατευθύνομαι, βαδίζω, κυριαρχώ, θεωρώ, νομίζω, πιστεύω), ναυαρχῶ (= είμαι ναύαρχος), δεσπόζω (= κυριαρχώ), τυραννῶ (= είμαι τύραννος, άρχων), βασιλεύω, ἡγεμονεύω (= είμαι ηγεμόνας, οδηγώ, κυβερνώ, είμαι αρχηγός), προΐσταμαι (= είμαι επικεφαλής, είμαι αρχηγός), στρατηγῶ (= είμαι στρατηγός, αναμβάνω την αρχηγία της εκστρατείας) Σύγκριση, διαφορά, υπεροχή: πλεονεκτῶ, μειονεκτῶ, ὑπερτερῶ, ὑστερῶ, ὑπερέχω (= εξέχω, υπερισχύω, υπερβαίνω, διαβαίνω, υπερφαλαγγίζω), προέχω (= προεξέχω, υπερέχω), ὑστερίζω (= καθυστερώ, στερούμαι, μένω πίσω, έρχομαι έπειτα απ’ αυτό), ἡττῶμαι (= είμαι κατώτερος, ασθενέστερος, νικιέμαι, υστερώ, υποχωρώ), ὑπολείπομαι (= μένω πίσω, υστερώ, απομένω), περιγίγνομαι (= υπερέχω,νικώ, επικρατώ, επιζώ), περίειμι (= σώζομαι, γλυτώνω, υπολείπομαι, γίνομαι κύριος), διαφέρω, προτιμῶ (= τιμώ ή εκτιμώ περισσότερο, θεωρώ μεγαλύτερης αξίας) Απόλαυση, αφθονία, έλλειψη, απαλλαγή, χωρισμό ή απομάκρυνση: ἀπολαύω (= καρπούμαι, απολαμβάνω), γέμω (= είμαι γεμάτος), εὐπορῶ (= έχω αφθονία ενός πράγματος, προμηθεύομαι, βρίσκω τρόπο), δέω (= έχω ανάγκη, στερούμαι), δέομαι (= έχω ανάγκη, παρακαλώ), ἀπαλλάττομαι (= αποχωρώ, αναχωρώ, διαφεύγω, απομακρύνομαι), χωρίζομαι, ἀπορῶ (= ρέω έξω από..., αφανίζομαι), ἀπέχω, ἀπέχομαι, διέχω (= απέχω, αποχωρίζομαι) Επαφή: ἅπτομαι (= πιάνω, αγγίζω, εξετάζω, επιχειρώ, ασχολούμαι), λαμβάνομαι (= συλλαμβάνομαι, καταφεύγω, φθάνω), ἔχομαι (= κατέχομαι, κρατούμαι, αιχμαλωτίζομαι, αφοσιώνομαι, είμαι πλησίον, προσκολλώμαι, συνέχομαι), ψαύω (= εγγίζω), θιγγάνω (= εγγίζω), συλλαμβάνομαι, ἀντιλαμβάνομαι κ.ά. Συμμετοχή, μετάδοση, κοινωνία, διεκδίκηση, σφετερισμό: μετέχω, μεταλαγχάνω (= μετέχω σε κλήρο), μεταλαμβάνω (= λαμβάνω ένα μέρος απο κάτι), κοινωνῶ (= συμμετέχω, κάνω κάτι απο κοινού,συνφωνώ), συμμετέχω, μέτεστί τινι (= κάποιος μετέχει σε κάτι) Αίσθηση ή αντίληψη: ἀκούω, ἀκροῶμαι (= ακούω,υπακούω), αἰσθάνομαι, πυνθάνομαι (= ζητώ να μάθω, ρωτώ, πληροφορούμαι, ακούω), ὀσφραίνομαι (= μυρίζομαι), ὄζω (= μυρίζω), συνίημι (= στέλνω μαζί, καταλαβαίνω, ακούω), ἀποδέχομαι Εφετικά: ἐφίεμαι (= επιθυμώ, δίνω εντολές), ἐπιθυμῶ, ὀρέγομαι (= επιθυμώ), διψῶ, πεινῶ, ἐρῶ (= λέω) Έναρξη ή λήξη: ἄρχω (= κάνω αρχή, αρχίζω, οδηγώ, κυβερνώ, διοικώ, είμαι άρχων, κυριαρχώ), ἄρχομαι (= αρχίζω, εξουσιάζομαι), λήγω, παύομαι (= εγκαταλείπω), ἐπέχω Σύνθετα με τις προθέσεις ἀπό, ἐκ, κατά, πρό, ὑπέρ |
Με δοτική:
|
π.χ. Λυσιτελεῖ ἡμῖν ἡ δικαιοσύνη.
(= Η δικαιοσύνη συμφέρει εμάς) Με αντικείμενο σε πτώση δοτική συντάσσονται τα ρήματα που δηλώνουν: Πρέπει, ταιριάζει: πρέπει, ἁρμόττει (= αρμόζει, συναρμόζει, είναι αρμοστής), προσήκει (= αρμόζει) Φιλική ή εχθρική διάθεση: εὐνοῶ (= είμαι ευνοικός), χαρίζομαι (= κάνω χάρη, δείχνω εύνοια, υποχωρώ, χαρίζω, γίνομαι ευχάριστος, αρεστός), ἀρέσκω (= είμαι αρεστός, συμμορφώνομαι προς κάτι, ικανοποιώ κάποιον ή τον ευχαριστώ), βοηθῶ, ἀρήγω (= βοηθώ, υπερασπίζω), ἐπικουρῶ (= βοηθώ, υπηρετώ ως μισθοφόρος, παρέχω ανακούφιση), ἀμύνω (= βοηθώ, αποκρούω, αγωνίζομαι για κάποιον), λυσιτελῶ (= ωφελώ), συναγωνίζομαι, φθονῶ (= αρνούμαι, φθονώ), ἐπιβουλεύω (= σχεδιάζω κακό), μάχομαι, πολεμῶ, διαφέρομαι, χαλεπαίνω (= αγανακτώ,οργίζομαι), ἐναντιοῦμαι (= εναντιώνομαι, αντιδρώ, αντιλέγω, διαφέρω), ὀργίζομαι, ἐπιτιμῶ (= κατακρίνω), ἐγκαλῶ (= κατηγορώ), μέμφομαι (= κατηγορώ, κατακρίνω, παραπονιέμαι για κάτι) Ευπείθεια, υποταγή, ακολουθία, διαδοχή, προσέγγιση, συμμαχία, συμφιλίωση, επικοινωνία: πείθομαι, πιστεύω, πέποιθα, θαρρῶ (= παίρνω θάρρος, είμαι τολμηρός, έχω σε κάποιον εμπιστοσύνη), ἀπειθῶ (= δεν υπακούω), δουλεύω, ὑπακούω, ὑπηρετῶ, ὑπουργῶ (= προσφέρω, εξυπηρετώ, βοηθώ), ἕπομαι (= ακολουθώ, καταδιώκω, συμμορφώνομαι), ἀκολουθῶ, πελάζω(= πλησιάζω), ὁμιλῶ, χρῶμαι (= χρησιμοποιώ), εἴκω (= υποχωρώ, υποτάσσομαι), ὑπείκω (= υποχωρώ, διαφεύγω, υπακούω, αποσύρομαι), διάκειμαι (= είμαι διατεθειμένος) Ομοιότητα, ισότητα, ταυτότητα, συμφωνία και τα αντίθετα: ἰσοῦμαι, ὁμοιάζω, ἔοικα (= μοιάζω, φαίνομαι), ὁμοιοῦμαι, συμφωνῶ, ὁμολογῶ Σύνθετα με τις προθέσεις ἐν, σύν, ὑπό, ἐπί, παρά, περί, πρὸς και το επίρρημα ὁμοῦ: ἐμμένω (= μένω σταθερός σε κάτι), συνοικῶ (= συγκατοικώ), ὑπόκειμαι (= υποκάτω κείμαι, υποτάσσομαι, λαμβάνομαι ως βάση, κείμαι ως ενέχειρο), ἐπιτίθεμαι, παραγίγνομαι (= παρευρίσκομαι, φθάνω, έρχομαι, υπάρχω), περιπίπτω (= συνανατιέμαι, συγκρούομαι, συμβαίνω, μεταβάλλομαι), προσφέρομαι, ὁμολογῶ, ὁμονοῶ (= συμφωνώ, ζώ με ομόνοια) |
Με αιτιατική:
|
π.χ. Ξενοφῶν ἐποίησε βωμόν.
(= Ο Ξενοφώντας έφτιαξε βωμό) Η αιτιατική είναι η βασική πτώση στην οποία τίθεται το αντικείμενο του ρήματος. Με αιτιατική συντάσσονται ρήματα που δηλώνουν: α) ενέργεια που επιδρά πάνω σε πρόσωπο ή πράγμα, το οποίο υφίσταται ανεξάρτητα από την ενέργεια του ρήματος και μεταβάλλει την κατάστασή του. Το αντικείμενο τότε λέγεται εξωτερικό αντικείμενο. π.χ. Ὁ βασιλεὺς ἔπεμψε κήρυκας. (= Ο βασιλιάς έστειλε κήρυκες) β) η δημιουργία ενός πράγματος, το οποίο είναι αποτέλεσμα της ρηματικής ενέργειας και δεν υπήρχε πριν από αυτήν. Το αντικείμενο τότε λέγεται εσωτερικό αντικείμενο. π.χ. Οὖτος γράφει ἐπιστολήν. (= Αυτός γράφει επιστολή) |
Τα δίπτωτα ρήματα συντάσσονται με δύο αντικείμενα τα οποία βρίσκονται σε πλάγιες πτώσεις. Πιο συγκεκριμένα συντάσσονται:
Με δυο αιτιατικές:
|
π.χ. Οὐ τοῦτ’ ἐρωτῶ σε.
(= Δε σε ρωτώ αυτό) Τα ρήματα: αἰτῶ (= ζητώ, παρακαλώ, απαιτώ, επαιτώ), ἐρωτῶ, εἰσπράττω, ἀποκρύπτω, ἀποστερῶ (= αρπάζω, αφαιρώ, αποστερώ), ἀφαιρῶ Τα ρήματα: διδάσκω, ἀναμιμνῄσκω (= υπενθυμίζω) Τα ρήματα: ἐνδύω (= ντύνω), ἐκδύω (= γδύνω). |
Με αιτιατική και γενική:
|
π.χ. Ἀπολύω ὑμᾶς τῆς αἰτίας.
(= Απαλλάσσω εσάς από την κατηγορία) Ρήματα που σημαίνουν: Πλήρωση και κένωση: πληρῶ (= γεμίζω, εκπληρώνω), γεμίζω, ἑστιῶ (= παραθέτω γεύμα), κενῶ (= αδειάζω), εὐωχῶ (= παραθέτω πλούσιο γεύμα, φιλοξενώ) Τα ρήματα με τη σημασία των: ἀκούω, μανθάνω (= μαθαίνω), πυνθάνομαι (= πληροφορούμαι) Τα ρήματα με τη σημασία των: λαμβάνω, ἄγω (= οδηγώ), κωλύω (= εμποδίζω), ἀποστερῶ (= αρπάζω, αφαιρώ), εἴργω (= εμποδίζω), ἀπολύω, παύω Ρήματα που υποδηλώνουν αξία ή τίμημα: πωλῶ, ὠνοῦμαι (= αγοράζω), τιμῶ Ρήματα ψυχικού πάθους, όπου η γενική δείχνει την αιτία: θαυμάζω, μακαρίζω (= καλοτυχίζω), ὀργίζομαι Ρήματα σύνθετα με τις προθέσεις ἀπό, ἐκ, πρό Ρήματα σύνθετα με την πρόθεση κατὰ και δικαστική σημασία: καταγιγνώσκω (= κατηγορώ, καταδικάζω), καταψηφίζομαι (= ψηφίζω εναντίον, καταδικάζω), κατηγορῶ, καταβοῶ (= φωνάζω δυνατά), καταψεύδομαι (= υποκρίνομαι, προσποιούμαι) |
Με αιτιατική και δοτική:
|
π.χ. Πᾶσαν ὑμῖν τὴν ἀλήθειαν ἐρῶ.
(= Θα πω σε εσάς όλη την αλήθεια) Ρήματα με τη σημασία των: λέγω, ὑπισχνοῦμαι (= υπόσχομαι), προστάττω, δείκνυμι (= δείχνω, αποδεικνύω), δίδωμι (= επιτρέπω, προσφέρω), φέρω (= προσφέρω), προσάγω (= οδηγώ, προσκομίζω, παραθέτω, προσθέτω, φέρνω πλησίον), προσαρμόττω, ἀντιτάττω Ρήματα που σημαίνουν εξίσωση, εξομοίωση, μείξη, συμφιλίωση: κεράννυμι (= ανακατεύω, συνδυάζω), μείγνυμι (= αναμειγνύω), ὁμοιῶ (= μοιράζω), συναλλάττω Σύνθετα με τις προθέσεις ἐν, σύν, πρός, παρά |
Με γενική και δοτική:
|
π.χ. Μή μοι φθονήσῃς τοῦ μαθήματος.
(= Μη μου αρνηθείς από φθόνο το μάθημα) Ρήματα που σημαίνουν: Μετοχή: μετέχω, κοινωνῶ (= συμμετέχω, κάνω κάτι απο κοινού), μεταδίδωμι (= δίνω μερίδιο σε κάποιον από κάτι), παραχωρῶ, ἀντιποιοῦμαι (= διεκδικώ κάτι από κάποιον) Τα δικαστικά ρήματα τιμῶ (= ορίζω ως δικαστής για κάποιον κάποια ποινή) και τιμῶμαι (= ορίζω ως δικαστής για κάποιον κάποια ποινή). |
Σύστοιχο αντικείμενο λέγεται το αντικείμενο το οποίο παράγεται από την ίδια ρίζα με το ρήμα με το οποίο συντάσσεται ή από την ρίζα άλλου συνώνυμου ρήματος. Αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση του εσωτερικού αντικειμένου, το οποίο δηλώνει το ίδιο το περιεχόμενο της ρηματικής ενέργειας.
Με σύστοιχο αντικείμενο μπορεί να συντάσσεται οποιοδήποτε ρήμα, σε οποιαδήποτε διάθεση κι αν βρίσκεται. Συχνά το σύστοιχο αντικείμενο προσδιορίζεται από επιθετικό προσδιορισμό που εξειδικεύει τη σημασία του.
π.χ. Ἔλεξε τούτους τοὺς λόγους.
(= Είπε αυτά τα λόγια)
Παράλειψη του σύστοιχου αντικειμένου
π.χ. Πολλὰ ψεύδονται οἱ ἀοιδοί.
(= Οι ποιητές λένε πολλά ψέματα)
π.χ. ἀγωνίζομαι δρόμον = ἀγωνίζομαι ἀγῶνα δρόμου,
νικῶ ναυμαχίαν = νικῶ νίκην ναυμαχίας.
Με αυτόν τον τρόπο προέκυψαν μια σειρά από ιδιωματισμούς της αρχαίας ελληνικής, κυρίως δικανικές περιφράσεις, όπως:
Ως κατηγορούμενο μπορεί μα τεθεί επίσης οποιοσδήποτε ονοματικός τύπος, δηλαδή αντωνυμίες, αριθμητικά, ουσιαστικοποιημένα επίθετα και μετοχές, απαρέμφατο, καθώς και δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις.
π.χ. Ἡ πόλις φρούριον κατέστη. (ουσιαστικό)
Τὸ λέγειν πράττειν ἐστίν. (απαρέμφατο)
Σε αρκετές περιπτώσεις όμως, όταν το υποκείμενο είναι μια αφηρημένη ή γενική έννοια, το κατηγορούμενο βρίσκεται σε ουδέτερο γένος ενικού αριθμού, ανεξάρτητα από το γένος του υποκειμένου.
π.χ. Ἡ μὲν φύσις ἐστὶν ἄτακτον.
(= Η φύση είναι κάτι το απείθαρχο)
Το κατηγορούμενο συμφωνεί πάντα σε γένος, αριθμό και πτώση με τον όρο στον οποίο αναφέρεται δηλαδή με το υποκείμενο ή το αντικείμενο.
Τα ρήματα τα οποία συντάσσονται με κατηγορούμενο στο υποκείμενό τους λέγονται συνδετικά και είναι τα:
α) το ρήμα εἰμί και τα συνώνυμά του:
|
γίγνομαι, καθίσταμαι (= γίνομαι), ὑπάρχω,
|
τυγχάνω (= τυχαίνει να είμαι), διατελώ (= είμαι συνεχώς),
|
ἔφυν (= γεννήθηκα), πέφυκα (=
είμαι από τη φύση μου),
|
ἀποβαίνω (= φαίνομαι), ἐκβαίνω (= γίνομαι)
|
β) τα προχειριστικά ρήματα , δηλαδή όσα σημαίνουν εκλογή:
|
αἱροῦμαι (= εκλέγω, εκλέγομαι), χειροτονῶ (= εκλέγω με ανάταση του
χεριού), χειροτονοῦμαι,
|
λαγχάνω (= τυχαίνω), ἀποδείκνυμι (=
διορίζω, καθιστώ), ἀποδείκνυμαι
|
γ) τα κλητικά ρήματα:
|
καλοῦμαι, λέγομαι, ὀνομάζομαι, προσαγορεύομαι
|
Επιρρηματικό κατηγορούμενο
|
Επιρρηματικό κατηγορούμενο λέγεται το κατηγορούμενο που
συντάσσεται συνήθως με ρήματα κίνησης. Είναι επίθετο το οποίο όμως έχει
επιρρηματική σχέση με το ρήμα και γι αυτό μεταφράζεται με επίρρημα ή με
εμπρόθετο προσδιορισμό.
π.χ. Πάρειμι δ’ἄκων. (= Παραβρίσκομαι χωρίς τη θέλησή μου) Το επιρρηματικό κατηγορούμενο δηλώνει: Σειρά: συνήθως τα επίθετα: ἐσχατος (= τελευταίος) πρότερος πρῶτος τελευταῖος ὕστατος (= τελευταίος) ὕστερος Σκοπό: συνήθως τα επίθετα: βοηθός (= για βοήθεια) σύμμαχος Τρόπο: συνήθως τα επίθετα: ἄκων(= χωρίς τη θελησή του) ἑκών (= με τη θελησή του) ἁθρόος (= σύσσωμος) ἄσμενος (= με ευχαρίστηση) ἄκριτος (= αδίκαστος) ἀντίος, ἐναντίος (= αντιμέτωπος) ἄπρακτος (= χωρίς αποτέλεσμα) αὐτοκράτωρ (= με πλήρη εξουσία) ὑπόσπονδος (= με ένορκη συμφωνία) Τόπο: συνήθως τα επίθετα: μέσος (= στο κέντρο) μετέωρος (= στον αέρα) πελάγιος (= στο ανοιχτό πέλαγος) ὑπαίθριος (= στο ύπαιθρο) Χρόνο: συνήθως τα επίθετα: Τριταῖος (= για τρεις μέρες) ἑβδομαῖος (= την έβδομη μέρα) ἑσπέριος (= το βράδυ) σκοταῖος (= όταν έπεσε το σκοτάδι) ὄρθριος (= τα ξημερώματα) |
Προληπτικό κατηγορούμενο
|
Προληπτικό κατηγορούμενο λέγεται το κατηγορούμενο το
οποίο συντάσσεται με ρήματα αύξησης ή εξέλιξης, όπως τα ρήματα αὔξομαι, αὐξάνομαι, αἴρομαι (= υψώνομαι), τρέφομαι,
πνέω, ῥέω κ.ά. και δηλώνει εκ των
προτέρων την ιδιότητα του υποκειμένου ή του αντικειμένου (πριν ολοκληρωθεί
δηλαδή η ενέργεια που δηλώνει το ρήμα). Λέγεται λοιπόν προληπτικό
κατηγορούμενο του αποτελέσματος διότι το υποκείμενο προσλαμβάνει ένα γνώρισμα
το οποίο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα του ρήματος. Μεταφράζεται: με
αποτέλεσμα να, ώστε να.., με την προϋπόθεση να..
π.χ. Ηὔξητο τὸ ὄνομα αὐτοῦ μέγα. (= Αναπτυσσόταν η φήμη του ώστε να γίνει μεγάλη) |
Κατηγορούμενο του αντικειμένου
|
Υπάρχει μια
κατηγορία ρημάτων τα οποία συντάσσονται με δύο αιτιατικές. Από αυτές η μια
αιτιατική λειτουργεί ως αντικείμενο του ρήματος. Η δεύτερη όμως αιτιατική
είναι κατηγορούμενο της πρώτης και λέγεται κατηγορούμενο του αντικειμένου.
π.χ. Ἡ πόλις Ἀγησίλαον εἵλοντο βασιλέα. (= Η πόλη τον Αγησίλαο εξέλεξε βασιλιά) Τέτοια ρήματα είναι: α) τα δοξαστικά ρήματα: νομίζω, ἡγοῦμαι (= νομίζω), κρίνω, ὑπολαμβάνω, φαίνομαι, δοκῶ β) τα κλητικά ρήματα: καλῶ, λέγω, ὀνομάζω, προσαγορεύω (= ονομάζω) |
Το κατηγορούμενο στο αντικείμενο μπορεί να είναι και προληπτικό.
Ορισμός
|
Απρόσωπα ή τριτοπρόσωπα λέγονται τα ρήματα που βρίσκονται σε γ΄ ενικό
πρόσωπο και δεν έχουν ως υποκείμενο ένα πρόσωπο ή πράγμα.
|
Τα υπόλοιπα προέρχονται από προσωπικά ρήματα:
α) ενεργητικά, όπως:
|
|
β) παθητικά, όπως:
|
|
Οι απρόσωπες εκφράσεις σχηματίζονται:
α) από ουδέτερο επιθέτου και το ρήμα ἐστί:
|
|
β) από ουδέτερο μετοχής και το ρήμα ἐστί:
|
|
γ) από αφηρημένο ουσιαστικό και το ρήμα ἐστί:
|
|
δ) από (τροπικό) επίρρημα και το ρήμα ἔχει:
|
|
Τα απρόσωπα ρήματα και οι απρόσωπες εκφράσεις δέχονται ως υποκείμενο:
α) άναρθρο απαρέμφατο, τελικό ή ειδικό:
|
π.χ. Τοὺς νόμους δεῖ τηρεῖν τοὺς δικάζοντας
(= Oι δικαστές πρέπει να τηρούν τους νόμους) |
β) δευτερεύουσα ονοματική πρόταση, ειδική, ενδοιαστική ή πλάγια
ερωτηματική:
|
π.χ. Ἠγγέλθη ὅτι ἡττημένοι εἶεν Λακεδαιμόνιοι
(= Aνακοινώθηκε ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν ηττηθεί) |
γ) αφηρημένη σύστοιχη έννοια που ενυπάρχει στο απρόσωπο ρήμα και
προκύπτει αν αυτό αναλυθεί σε απρόσωπη έκφραση:
|
π.χ. πολεμεῖται = γίγνεται πόλεμος
παρεσκεύασται = γεγένηται παρασκευή Τυπικά τα ρήματα αυτά δεν έχουν υποκείμενο |
Τέτοια ιδιόρρυθμα απρόσωπα ρήματα είναι συνήθως:
α) τα παθητικά απρόσωπα:
|
|
β) τα ενεργητικά απρόσωπα:
|
|
Σε αυτές τις περιπτώσεις το «τινός» είναι αντικείμενο και σπανίως τίθεται σε αιτιατική.
Η γενική όμως που συνοδεύει το ρήμα «μεταμέλει» θεωρείται γενική της αιτίας.
γ) ρήματα που δείχνουν φυσικά ή καιρικά φαινόμενα:
|
|
1. Οι απρόσωπες εκφράσεις «δῆλόν ἐστι» και «φανερόν ἐστι» δεν δέχονται ποτέ ως υποκείμενο απαρέμφατο, αλλά ονοματική ειδική ή πλάγια ερωτηματική πρόταση:
π.χ. Δῆλον ἐγένετο τοῖς Θηβαίοις ὅτι ἐμβαλοῖεν οἱ Λακεδαιμόνιοι.
(= Έγινε φανερό στους Θηβαίους ότι θα εισβάλουν οι Λακεδαιμόνιοι)
2. Στην απρόσωπη σύνταξη έχουμε πάντοτε ετεροπροσωπία, εφόσον το υποκείμενο του ρήματος δεν γίνεται να συμπίπτει με το υποκείμενο του απαρεμφάτου
3. Το ρήμα «δεῖ» είναι προσωπικό όταν συντάσσεται με μία από τις γενικές: «μικροῦ, «πολλοῦ», «ὀλίγου», «τοσούτου», «ἑνός», «δυοῖν»
4. Στην απρόσωπη έκφραση «ἔργον ἐστί τινός»,το «ἔργον» συχνά παραλείπεται και η γενική «τινός» είναι κτητική:
π.χ. Ἄρχοντος (ἔργον) ἐστί ἐπιμελεῖσθαι τῶν ἀρχομένων
(= Είναι έργο του άρχοντα να φροντίζει το λαό)
5. Το ρήμα «δοκεῖ» όταν συντάσσεται με τελικό απαρέμφατο είναι απρόσωπο και μεταφράζεται: φαίνεται καλό να..
Όταν όμως συντάσσεται με ειδικό απαρέμφατο είναι συνήθως προσωπικό και μεταφράζεται: νομίζει κάποιος ότι..
6. Όταν στην πρόταση υπάρχει ονομαστική τότε η σύνταξη είναι προσωπική:
π.χ. Λέγεται Ἀλκιβιάδης εἶναι ἐν Λακεδαίμονι.
(= Λένε ότι ο Αλκιβιάδης βρίσκεται στην Λακεδαίμονα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου