ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ Μ.Ε.

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΑΡΗΣ

ΝΤΑΝΟΠΟΥΛΟΥ – ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΟΛΓΑ

Αγαπητοί γονείς και μαθητές, καλωσορίσατε στη σελίδα του φροντιστηρίου μας. Στόχος μας η καλύτερη δυνατή επικοινωνία μαζί σας και η διαρκής ενημέρωση για όλα όσα αφορούν τη λειτουργία και τις παροχές του φροντιστηρίου μας

Στο Φροντιστήριό μας προετοιμάζουμε τους μελλοντικούς πρωταγωνιστές. Η απόλυτη εξειδίκευσή μας στο χώρο των φιλολογικών και οικονομικών μαθημάτων, καθώς και η πολυετής πείρα μας στο χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης, θέτουν από νωρίς τις βάσεις της επιτυχίας και διευκολύνουν τη δουλειά του υποψηφίου.

Άλλωστε, οι επιτυχίες μιλάνε για εμάς: με εισακτέους στα τμήματα στρατιωτικών σχολών, όπως ΣΣΑΣ Νομικής, ΣΣΑΣ Οικονομικών, ΣΜΥ, στις παραγωγικές σχολές των Αξιωματικών και Αστυφυλάκων ΕΛ.ΑΣ, Πυροσβεστικής, αλλά και στα υψηλής ζήτησης Ανώτερα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας όπως η Νομική, Φιλολογία, Παιδαγωγικά Τμήματα, Αγγλική Φιλολογία, Ψυχολογία και Οικονομικά Τμήματα, αποδεικνύουμε τη σκληρή μας δουλειά.

Το Φροντιστήριό μας άλλωστε είναι και πιστοποιημένο συνεργαζόμενο κέντρο της UNICERT (σύγχρονου Φορέα Πιστοποίησης Ανθρώπινου Δυναμικού, πιστοποιημένου από τον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. και διαπιστευμένου από τον Ε.ΣΥ.Δ, τα πιστοποιητικά του οποίου αποτελούν απαραίτητο εφόδιο για προσλήψεις στο ελληνικό δημόσιο και διαγωνισμούς Α.Σ.Ε.Π.), αποκλειστικού αντιπροσώπου του Πανεπιστημίου FREDERICK της Κύπρου ( με έδρα τη Λευκωσία, ενώ σχολές και τμήματα λειτουργούν και στη Λεμεσό), το οποίο προσφέρει στον ελλαδικό χώρο προγράμματα σε πτυχιακό, μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο (δια ζώσης – εξ αποστάσεως) ομοταγή με τα ελληνικά ΑΕΙ, αναγνωρισμένα από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. ( Διεπιστημονικός Οργανισμός Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης), με έξι (6) σχολές που καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσμα της εκπαίδευσης. Επίσημες γλώσσες του Πανεπιστημίου είναι η Ελληνική και η Αγγλική) για την προώθηση των προγραμμάτων σπουδών του σε πτυχιακό, μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο (δια ζώσης και εξ αποστάσεως).

Κατανοώντας ταυτόχρονα την οικονομική συγκυρία, το φροντιστήριο μας στέκεται δίπλα στην ελληνική οικογένεια με αίσθημα ευθύνης, αναπροσαρμόζοντας τα δίδακτρα του στο πνεύμα της κρίσης και υιοθετώντας προνομιακή τιμολογιακή πολιτική για ειδικές ομάδες μαθητών (όπως έκπτωση διδάκτρων για ανέργους, πολύτεκνους, αδέλφια, μαθητές εκτός Βόλου, εγγραφή δύο μαθητών…) και επιβραβεύοντας την αριστεία (έκπτωση σε αριστούχους).

Ως μέλος του Συλλόγου Φροντιστών Μαγνησίας και της ΟΕΦΕ (Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδος) συμμετέχουμε κάθε χρόνο στα Πανελλαδικά Διαγωνίσματα Προσομοίωσης για όλες τις τάξεις του Λυκείου. Παράλληλα, μέσω ειδικών διαγνωστικών τεστ εντάσσουμε το μαθητή – τρια σε τμήμα ανάλογα με τις δυνατότητές του. Παρέχουμε οργανωμένο υλικό μέσω προσωπικών σημειώσεων αλλά και εκδόσεων Schooltime. gr ως επιστημονικοί συνεργάτες του site.

ü Ομοιογενή τμήματα

ü Δωρεάν έκτακτες ώρες διδασκαλίας

ü Σύγχρονα εποπτικά μέσα

ü Εβδομαδιαία προγραμματισμένα υποχρεωτικά διαγωνίσματα

ü Συνεχής ενημέρωση γονέων για τις πραγματικές επιδόσεις των παιδιών

Βόλος, Τοπάλη 15 (με Δημητριάδος)

Τηλ. Επικοινωνίας: 2421-0-23227 / 6976796234

Υπεύθυνοι σπουδών: Ιωαννίδης Άρης, Φιλόλογος,

Ντανοπούλου – Ιωαννίδου Όλγα

olgantanopoulou@yahoo.gr.

(Facebook, Iωαννίδης Άρης)

Γ. Βιζυηνός: Το αμάρτημα της μητρός μου , ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΞΙΛΟΓΗΣΗΣ


Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν ἔκαμεν ἐπί τῆς παιδικῆς μου φαντασίας ἡ πρώτη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διανυκτέρευσις.  
  Τό ἀμυδρόν φῶς τῶν ἔμπροσθεν τοῦ εἰκονοστασίου λύχνων,  μόλις ἐξαρκοῦν νά φωτίζῃ αὐτό καί τάς πρό αὐτοῦ βαθμίδας,  καθίστα τό περί ἡμᾶς σκότος ἔτι ὑποπτότερον καί φοβερώτερον,  παρά ἐάν ἤμεθα ὅλως διόλου εἰς τά σκοτεινά.  
  Ὁσάκις τό φλογίδιον μιᾶς κανδήλας ἔτρεμε,  μοί ἐφαίνετο,  πώς ὁ Ἅγιος ἐπί τῆς ἀπέναντι εἰκόνος ἤρχιζε νά ζωντανεύῃ,  καί ἐσάλευε,  προσπαθῶν ν΄ ἀποσπασθῇ ἀπό τάς σανίδας,  καί καταβῇ ἐπί τοῦ ἐδάφους,  μέ τά φαρδυά καί κόκκινά του φορέματα,  μέ τόν στέφανον περί τήν κεφαλήν,  καί μέ τούς ἀτενεῖς ὀφθαλμούς ἐπί τοῦ ὠχροῦ καί ἀπαθοῦς προσώπου του.   
  Ὁσάκις πάλιν ὁ ψυχρός ἄνεμος ἐσύριζε διά τῶν ὑψηλῶν παραθύρων,  σείων θορυβωδῶς τάς μικράς αὐτῶν ὑέλους,  ἐνόμιζον ὅτι οἱ περί τήν ἐκκλησία νεκροί ἀνερριχῶντο τούς τοίχους καί προσεπάθουν νά εἰσδύσωσιν εἰς αὐτήν.  Καί τρέμων ἐκ φρίκης,  ἔβλεπον ἐνίοτε ἀντικρύ μου ἕνα σκελετόν,  ὅστις ἥπλωνε νά θερμάνῃ τάς ἀσάρκους του χεῖρας ἐπί τοῦ «μαγκαλίου»,  τό ὁποῖον ἔκαιε πρό ἡμῶν.  
  Καί ὅμως δέν ἐτόλμων νά δηλώσω οὐδέ τήν παραμικροτέραν ἀνησυχίαν.  Διότι ἠγάπων τήν ἀδελφήν μου,  καί ἐθεώρουν μεγάλην προτίμησιν νά εἶμαι διαρκῶς πλησίον της καί πλησίον τῆς μητρός μου,  ἥτις χωρίς ἄλλο θά μέ ἀπέστελλεν εἰς τόν οἶκον,  εὐθύς ὡς ἤθελεν ὑποπτευθῆ ὅτι φοβοῦμαι.  
  Ὑπέφερον λοιπόν καί κατά τάς ἑπομένας νύκτας τάς φρικιάσεις ἐκείνας μετά ἀναγκαστικῆς στωικότητος καί ἐξετέλουν προθύμως τά κακοντά μου,  προσπαθῶν νά καταστῶ ὅσον τό δυνατόν ἀρεστότερος.  
  Ἤναπτον πῦρ,  ἔφερον νερόν καί ἐσκούπιζα τήν ἐκκλησίαν,  ὅταν ἦτο καθημερινή.  Τάς ἑορτάς καί Κυριακάς,  κατά τόν ὄρθρον,  ἐχειραγώγουν τήν ἀδελφήν μου,  νά σταθῇ κάτω ἀπό τό εὐαγγέλιον,  τό ὁποῖον ἀνεγίνωσκεν ὁ λειτουργός ἀπό τῆς Ὡραίας Πύλης.  Κατά τήν λειτουργίαν,  ἥπλωνα χαμαί τό «χράμι»,  ἐπί τοῦ ὁποίου ἔπιπτεν ἡ ἀσθενής πρόμυτα,  διά νά περάσουν τά Ἅγια ἀπό ἐπάνω της.  Κατά δέ τήν ἀπόλυσιν,  ἔφερον τό προσκέφαλόν της ἐνώπιον τῆς ἀριστερᾶς τοῦ Ἱεροῦ θύρας,  διά να γονατίζῃ ἐπ΄ αύτοῦ,  ὥς πού νά «  ξεφορέσῃ ὁ παππᾶς  ἐπάνω της»  καί νά τῆς σταυρώσῃ τό πρόσωπον μέ τήν Λόγχην,  ψιθυρίζων τό «Σταυρωθέντος σου Χριστέ,  ἀνῃρέθη ἡ τυραννίς,  ἐπατήθη ἡ δύναμις τοῦ Ἐχθροῦ,  κτλ.  ».  
  Καί εἰς ὅλα ταῦτα μέ παρηκολούθει ἡ πτωχή μου ἀδελφή μέ τήν ὠχράν καί μελαγχολικήν της ὄψιν,  μέ τό ἀργόν καί ἀβέβαιον βῆμά της,  ἑλκύουσα τόν οἶκτον τῶν ἐκκλησιαζομένων καί προκαλοῦσα τάς εὐχάς αὐτῶν ὑπέρ ἀναρρώσεώς της˙  ἀναρρώσεως ἥτις δυστυχῶς ἤργει νά ἐπέλθῃ.  Ἀπ’  ἐναντίας,  ἡ ὑγρασία,  τό ψῦχος,  τό ἀσύνηθες καί,  μά τό ναί,  φρικαλέον τῶν ἐν τῷ ναῷ διανυκτερεύσεων δέν ἤργησαν νά ἐπιδράσουν βλαβερῶς ἐπί τῆς ἀσθενοῦς,  τῆς ὁποίας ἡ κατάστασις ἤρχισε νά ἐμπνέῃ τώρα τούς ἐσχάτους φόβους.  
Ἡ μήτηρ μου τό ἠννόησε,  καί ἤρχισε,  καί ἐν αὐτῇ τῇ ἐκκλησίᾳ,  νά δεικνύῃ θλιβεράν ἀδιαφορίαν πρός πᾶν ὅ,τι δέν ἦτο αὐτή ἡ ἀσθενής.  Δέν ἤνοιγε τά χείλη της πρός οὐδένα πλέον,  εἰ μή πρός τήν Ἀννιώ καί πρός τούς ἁγίους,  ὁσάκις ἐπροσηύχετο.  
Μίαν ἡμέραν τήν ἐπλησίασα ἀπαρατήρητος,  ἐνῷ ἔκλαιε γονυπετής πρό τῆς εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος.  
  ‐ Πάρε μου ὅποιο θέλεις,  ἔλεγε,  καί ἄφησέ μου τό κορίτσι.  Τό βλέπω πώς εἶναι γιά νά γένῃ.  Ἐνθυμήθηκες τήν ἁμαρτίαν μου καί ἐβάλθηκες  νά μοῦ πάρῃς τό παιδί,  γιά νά μέ τιμωρήσῃς.  Εὐχαριστῶ σε Κύριε!  
Μετά τινας στιγμάς βαθείας σιγῆς,  καθ’  ἥν τά δάκρυά της ἠκούοντο στάζοντα ἐπί τῶν πλακῶν ἀνεστέναξεν ἐκ βάθους καρδίας,  ἐδίστασεν ὀλίγον,  καί ἔπειτα ἐπρόσθεσεν˙  
‐ Σοῦ ἔφερα δύο παιδιά μου στά πόδια σου…  χάρισέ μου τό κορίτσι!  
Ὅταν ἤκουσα τάς λέξεις ταύτας,  παγερά φρικίασις διέτρεξε τά  νεῦρά μου καί ἤρχησαν τά αὐτία μου νά βοΐζουν.  Δέν ἠδυνήθην ν’   ἀκούσω περιπλέον.  Καθ’  ἥν δέ στιγμήν εἶδον,  ὅτι ἡ μήτηρ μου,  καταβληθεῖσα ὑπό φοβερᾶς ἀγωνίας,  ἔπιπτεν ἀδρανής ἐπί τῶν μαρμάρων,  ἐγώ ἀντί νά δράμω πρός βοήθειάν της,  ἐπωφελήθην τήν εὐκαιρίαν νά φύγω ἐκ τῆς ἐκκλησίας,  τρέχων ὡς ἔξαλλος καί ἐκβάλλων κραυγάς,  ὡς ἐάν ἠπείλει νά μέ συλλάβῃ ὁρατός αὐτός ὁ Θάνατος.  
Οἱ ὀδόντες μου συνεκρούοντο ὑπό τοῦ τρόμου,  καί ἐγώ ἔτρεχον,  καί ἀκόμη ἔτρεχον.  Καί χωρίς νά τό ἐννοήσω,  εὑρέθην ἔξαφνα μακράν,  πολύν μακράν τῆς ἐκκλησίας.  Τότε ἐστάθην νά πάρω τήν ἀναπνοήν μου,  κ’  ἐτόλμησα νά γυρίσω νά ἰδῶ ὀπίσω μου.  Κανείς δέν μ’   ἐκυνήγει.  
Ἤρχησα λοιπόν νά συνέρχωμαι ὀλίγον κατ’   ὀλίγον,  καί ἤρχισα νά συλλογίζωμαι.  
Ἀνεκάλεσα εἰς τήν μνήμην μου ὅλας τάς πρός τήν μητέρα τρυφερότητας καί θωπείας μου.  Προσεπάθησα νά ἐνθυμηθῶ μήπως τῆς ἔπταισά ποτε,  μήπως τήν ἀδίκησα,  ἀλλά δέν ἠδυνήθην.  Ἀπεναντίας εὕρισκον,  ὅτι ἀφ’  ὅτου ἐγεννήθη αὐτή ἡ ἀδελφή μας,  ἐγώ,  ὄχι μόνον δεν ἠγαπήθην,  ὅπως θά τό ἐπεθύμουν,  ἀλλά τοῦτ’  αὐτό παρηγκωνιζόμην ὁλονέν περισσότερον.  Ἐνθυμήθην τότε,  καί μοί ἐφάνη ὅτι ἐννόησα,  διατί ὁ πατήρ μου ἐσυνήθιζε νά μέ ὀνομάζῃ «τό ἀδικημένο του».  Καί μέ ἐπῆρε τό παράπονον καί ἤρχισα νά κλαίω.  Ὤ!  εἶπον,  ἡ μητέρα μου δέν μέ ἀγαπ  καί δέν μέ θέλει!  Ποτέ,  ποτέ πλέον δέν πηγαίνω εἰς τήν ἐκκλησίαν!  Καί διηυθύνθην πρός τήν οἰκίαν μας,  περίλυπος καί ἀπηλπισμένος.  
Ἡ μήτηρ μου δέν ἤργησε νά μέ ἀκολουθήσῃ μετά τῆς ἀσθενοῦς.  Ἐπειδή ὁ ἱερεύς,  ὅστις,  ταραχθείς ὑπό τῶν κραυγῶν μου,  ἐμβῆκεν εἰς τήν ἐκκλησίαν,  ὅταν εἶδε τήν ἀσθενῆ,  συνεβούλευσε τήν μητέρα μου νά τήν μετακομίσῃ.  
                       
Ὁ Θεός εἶναι μεγάλος,  θυγατέρα,  τῇ εἶπε,  καί ἡ χάρις του φθάνει εἰς ὅλη τήν οικουμένη.  Ἄν εἶναι γιά νά γιάνῃ τό παιδί σου θά τό γιάνῃ καί στό σπίτι σου.  
 
Δυστυχής ἡ μήτηρ ἥτις τόν ἤκουσε !  Διότι αὐτοί εἶναι οἱ τυπικοί λόγοι μέ τούς ὁποίους οἱ ἱερεῖς ἀποπέμπουσι συνήθως τούς ἑτοιμοθάνατους,  διά νά μή ἐκπνεύσουν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καί βεβηλωθῇ ἡ ἱερότης τοῦ τόπου.  
  Ὅταν ἐπανεῖδον τήν μητέρα μου,  ἧτον ὑπέρ ποτέ θλιβερά.  Ἀλλά πρός ἐμέ ἰδίως ἐφέρθη μέ πολλήν γλυκύτητα καί προσήνειαν.  Μέ ἔλαβεν εἰς τήν ἀγκάλην της,  μ’  ἐθώπευσε καί μ’  ἐφίλησε τρυφερά καί ἐπανειλημμένως.  
Ἐνόμιζες ὅτι προσεπάθει νά μ’  ἐξιλεώσῃ.  
  Ἐν τούτοις ἐγώ τήν νύκτα ἐκείνην οὔτε νά φάγω ἠμπόρεσα,  οὔτε νά κοιμηθῶ.  Ἐκοιτόμην εἰς τό στρῶμα μέ καμμυομένους ὀφθαλμούς,  ἀλλ’  ἔτεινον τά ὦτα προσεκτικά πρός πᾶσαν κίνησιν τῆς μητρός μου,  ἡ ὁποία,  ὅπως πάντοτε,  ἠγρύπνει παρά τό προσκεφάλαιον τῆς ἀσθενοῦς.   
  Θα ἦτον ἴσως μεσάνυκτα ὅταν ἤρχισε νά πηγαινοέρχηται εἰς τό δωμάτιον.  Ἐνόμιζον ὅτι ἔστρωνε νά κοιμηθῇ,  ἀλλ’  ἠπατώμην.  Διότι μετ’  ὀλίγον ἐκάθησε καί ἤρχισε νά μοιρολογῇ χαμηλοφώνως.  
  Ἦτο τό μοιρολόγι τοῦ πατρός μας.  Πρίν ἀσθενήσῃ ἡ Ἀννιώ,  τό ἔψαλλε πολύ συχνά,  ἀλλ’  ἀφ’  ὅτου ἀσθένησε,  τό ἤκουον διά πρώτην φοράν.  
  Τό μοιρολόγιον τοῦτο ἐσύνθεσεν ἐπί τῷ θανάτῳ τοῦ πατρός μου,  κατά παραγγελίαν αὐτῆς,  ἡλιοκαής ρακένδυτος «Γύφτος»,  γνωστός εἰς τά περίχωρά μας διά τήν δεξιότητα εἰς τό στιχουργεῖν αὐτοσχεδίως.  
  Μοί φαίνεται,  ὅτι βλέπω ἀκόμη τήν μαύρην καί λιγδεράν κόμην,  τούς μικρούς καί φλογερούς ὀφθαλμούς καί τ’  ἀνοιχτά καί τριχωμένα στήθη του.  
  Ἐκάθητο ἔνδοθεν τῆς αὐλείου ἡμῶν θύρας,  περιστοιχισμένος ὑπό τῶν χαλκῶν ἀγγείων,  ὅσα ἐσύναζε διά νά γανώσῃ.  Καί,  μέ τήν κεφαλήν κεκλιμένην ἐπί τοῦ ὤμου,  συνώδευε τόν πένθιμον αὑτοῦ σκοπόν μέ τούς κλαυθμηρούς ἤχους τῆς τριχόρδου του λύρας.  
  Πρό αὐτοῦ ἡ μήτηρ μου ὀρθία ἐβάσταζε τήν Ἀννιώ εἰς τήν ἀγκάλην της καί ἤκουε προσεκτική καί δακρύουσα.  
  Ἐγώ τήν ἐκράτουν σφιγκτά ἀπό τοῦ φορέματος καί ἔκρυπτον τό πρόσωπόν μου εἰς τάς πτυχάς αὐτοῦ,  διότι ὅσον γλυκεῖς ἦσαν οἱ ἦχοι ἐκεῖνοι,  τόσον φοβερά μοί ἐφαίνετο ἡ μορφή τοῦ ἀγρίου των ψάλτου.  
  Ὅταν ἡ μήτηρ μου ἔμαθε τό θλιβερόν αὑτῆς μάθημα,  ἔλυσε ἀπό τό ἄκρον τῆς καλύπτρας της καί ἔδωκεν εἰς τόν Ἀθίγγανον δύο «ρουμπιέδες».‐ Τότε εἴχομεν ἀκόμη ἀρκετούς.‐ Ἔπειτα παρέθηκεν εἰς αὐτόν ἄρτον καί οἶνον καί ὅ,τι προσφάγιον εὑρέθη πρόχειρον.  Ἐνῷ δέ ἐκεῖνος ἔτρωγε κάτω,  ἡ μήτηρ μου εἰς τό «ἀνῶγι»  ἐπανελάμβανε τό ἐλεγεῖον κατ’  ἰδίαν διά νά τό στερεώσῃ εἰς τήν μνήμην της.  Καί φαίνεται ὅτι το εὗρε πολύ ὡραῖον.  Διότι καθ’  ἥν στιγμήν ὁ Κατσίβελος ἀνεχώρει ἔδραμε κατόπιν του καί τῷ ἐχάρισεν ἕν ἀπό τά «σαλιβάρια»  τοῦ πατρός μου.   
  ‐Θεός σχωρέσοι τόν ἄνδρα σου νύφη!  ἐφώνησεν ἔκθαμβος ὁ ραψωδός,  καί φορτωθείς τά χάλκινά του σκεύη ἐξῆλθε τῆς αὐλῆς μας.  
  Αὐτό λοιπόν τό ἐλεγεῖον ἐμοιρολόγει κατ’  ἐκείνην τήν νύκτα ἡ μήτηρ μου.  
Ἐγώ ἤκουον,  καί ἄφηνα τά δάκρυά μου νά ρέωσι σιγαλά,  ἀλλά δέν ἐτόλμων νά κινηθῶ.  Αἴφνης ᾐσθάνθην εὐωδίαν θυμιάματος!  
  ‐Ὤ!  εἶπον,  ἀπέθανε τό καϋμένο τό Ἀννιώ μας.  Καί ἐτινάχθην ἀπό τό στρῶμά μου.   
  
􀀕 Ερωτήσεις
                        1.
Τα συναισθήματα του αφηγητή για την άρρωστη αδερφή του διατηρούνται σταθερά ή ανατρέπονται στο απόσπασμα που σας δόθηκε;  Να απαντήσετε λαμβάνοντας υπόψη σας ότι ο Βιζυηνός είναι «ψυχογραφικός πεζογράφος»    
μονάδες 20  
2.
Πώς επηρεάζει ψυχολογικά τον αφηγητή ο κλειστός χώρος της εκκλησίας ;   
μονάδες 15  
3.
Ποια είναι η γλωσσική ιδιοτυπία του συγγραφέα;
μονάδες 20  
4.
Σε ποιο σημείο του αποσπάσματος διακόπτεται η ευθύγραμμη ροή του χρόνου και σε τι εξυπηρετεί αυτό;
 
5. Να συγκρίνεται τα δύο αποσπάσματα ως προς την περιγραφή του εκκλησιαστικού χώρου και τα συναισθήματα που προκαλεί στους ήρωες;    
μονάδες 25  
 
Νίκος‐ Γαβριήλ Πεντζίκης,  Αρχείον 
  
Η μάνα πηγαίνει ταχτικά το παιδί της στην εκκλησία,  όπου η καρδιά του ολάκερη γέμιζε θαυμασμό για τα καντήλια που ανάβουν.  Φωτίζουν οι φλογίτσες ,που αναλώνουν το λάδι μέσα στα γυάλινα δοχεία,  τα Άγια Πρόσωπα,  που αντιπροσωπεύουν τη ζωή,  στον τόπο όπου βρίσκεται τώρα ο πατέρας του.  Κοντά σ’  αυτά το πρόσωπο μιας κόρης,  που είναι ταυτόχρονα μάνα σαν τη δική του.  Καταλαβαίνει το χρέος του,  πέρα απ’  όσα ατομικά φαντάζεται,  ότι πρέπει διπλά να αγαπά τη μορφή εκείνη.  Την πρώτη κιόλας φορά,  που η χήρα μάνα τον σήκωσε για να μπορέσει ν’  ασπαστεί την εικόνα της Παναγίας,  αφήκε απάνω στο εικονοστάσι διπλά φιλιά αγάπης.  
  Επιστρέφοντας σπίτι διδάσκεται παίζοντας τα περί εξ ενός και μιας αρχής προελεύσεως της πολυμορφίας και πολυπροσωπίας του κόσμυ,  επαναλαμβάνοντας συνέχεια την ατελείωτη και αύξουσα σειρά φράσεων,  που καταπολεμούν κάθε γλωσσοδέτη και κόμπιασμα,  καταπώς άκουσε τη μάνα του να λέει:  «Ο Γκέκας,  ο γιός του Γκέκα,  ο γιός του γιού του Γκέκα,  ο γιός του γιού του γιού του Γκέκα»  και ούτω καθ’  εξής,  συνέχεια μέχρι που νύχτωσε και πήγε να πλαγιάσει και να κοιμηθεί,  
  Είχε πια μέσα του καταλάβει για καλά τη βιβλική ευχή του Δημιουργού όλων των κτισμάτων «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε»,  όταν πήγε στην Εκκλησία να κοινωνήσει,  για να τον βοηθήσει ο Θεός να μεγαλώσει,  να παντρευτεί την Πεντάμορφη,  γεμίζοντας όλο τον κόσμο με παιδιά.  Πρόθυμα άνοιξε το στοματάκι του το παιδί,  να δεχτεί την Άγια Κοινωνία,  που του πρόσφερε με το κουταλάκι ο Παπάς,  επιλέγοντας:  «Σώμα και αίμα Χριστού».   
     
  
 
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
1. Στην αρχή της ενότητας (σελ. 131 σχολικού βιβλίου ) τα συναισθήματα του αφηγητή παραμένουν αυτά που ήταν: απέραντη αγάπη και τρυφερότητα (“ Διότι ηγάπων την αδερφή μου, και εθεώρουν μεγάλην προτίμησιν να είμαι διαρκώς πλησίον της μητρός μου.”) Άλλωστε, κάνει ό,τι μπορεί για να μην εκφράσει τους φόβους του ενώπιον της μητέρας του στην εκκλησία, ώστε να αποφύγει το διωγμό του από εκεί. Και αυτό γιατί ήθελε να μείνει δίπλα στην αδερφή του.
Όμως μετά το άκουσμα της προσευχής της μητέρας του και το αρχικό σοκ που συλλογιζόμενος και φορτισμένος συναισθηματικά, εκφράζει το παράπονό του προς τη μητέρα του. Παράπονο που έχει να κάνει με την έλλειψη αγάπης και την αδιαφορία που εισέπραξε. Εδώ ακριβώς συνδέεται χρονικά η Αννιώ. Η μητέρα έπαψε να τον αγαπά και να τον προσέχει από την ώρα που γεννήθηκε η Αννιώ. Η Αννιώ χωρίς να ευθύνεται η ίδια, είναι η αιτία της μεροληπτικής στάσης της μητέρας του. Άρα, χωρίς να το εκφράσει άμεσα, τα αρχικά του συναισθήματα ανατρέπονται, όταν στο πρόσωπο της Αννιώς βλέπει την αιτία της αλλαγής της συμπεριφοράς της μητέρας του προς αυτόν, ακόμη και την βούληση της να τον θυσιάσει για χάρη της αδερφής του. Ενδεικτικό είναι το χωρίο που ακολουθεί. Ας προσεχθεί η αντωνυμία “αυτή” που έχει σαφώς υποτιμητικό χαρακτήρα: “Απ’ εναντίας εύρισκον, ότι αφ’ ότου εγγενήθη αυτή η αδερφή μας, εγώ, όχι μόνον δεν ηγαπήθην, όπως θα το επεθύμουν, αλλά τούτ’ αυτό παρηγκωνιζόμην ολονέν περισσότερον. Ενθυμήθην τότε, και μοι εφάνη ‘ότι εννόησα, διότι ο πατήρ μου εσυνήθιζε να με ονομάζει το “αδικημένο” του.
Από κει και πέρα, και όσο το τέλος της Αννιώς πλησιάζει τα συναισθήματα της αγάπης αλλά και της θλίψης, της λύπης, του πόνου για τον επικείμενο χαμό της κυριαρχούν και κορυφώνονται όταν η Αννιώ σβήνει με τη λιτή φράση: “ Το καϋμένο μας το Αννιώ εγλύτωσεν από τα βάσανά του!”
2. Είναι γνωστή η αντίθεση κλειστού/ ανοιχτού χώρου στο διήγημα. Στον κλειστό χώρο διεξάγεται το δράμα, η αρρώστια, ο θάνατος. Η ενότητα αυτή προκαλεί ένα αίσθημα «ασφυξίας», γιατί κυριαρχείται από τον κλειστό χώρο. Η νοσηρή ατμόσφαιρα της εκκλησίας δημιουργεί στο παιδί φόβους, ανησυχίες και τρομερούς εφιάλτες.
Τα υπομένει όλα αναγκαστικά, για να είναι αρεστός στη μητέρα και στην Αννιώ. Αργότερα, μετά την πανικόβλητη φυγή του από την εκκλησία, μέσα στο σπίτι το κλίμα είναι βαρύ και καταθλιπτικό. Οι αισθήσεις του παιδιού είναι τεταμένες. Παρακολουθεί τρομαγμένος από το κρεβάτι του κάθε κίνηση της μητέρας. Το μοιρολόγι και η μυρωδιά θυμιάματος τον τινάζουν από το στρώμα. Βρίσκετε μπροστά σε μία παράδοξη ιεροτελεστία. Η μητέρα επικαλείται την ψυχή του πατέρα. Κλαίγοντας προσεύχεται στον πατέρα του και ζει από κοντά τις τελευταίες στιγμές της ζωής της αδερφής του, στιγμές τραυματικές, ανεξίτηλες στη μνήμη.
3. Ο Βιζυηνός χρησιμοποιεί ιδιότυπη γλώσσα: η γλώσσα της αφήγησης είναι η γλώσσα των πεπαιδευμένων, η καθαρεύουσα, που διανθίζεται με τύπους της αρχαΐζουσας, και η γλώσσα των διαλόγων είναι η δημοτική, που διανθίζεται με τύπους και εκφράσεις του θρακιώτικου ιδιώματος. Συχνά στη γλώσσα των απλών ανθρώπων εμφανίζονται λόγιες λέξεις, όπως και στη γλώσσα της αφήγησης παρατηρούνται θεολογικοί, ψυχολογικοί, νομικοί κ.α. τύποι που αποκαλύπτουν την ευρεία παιδεία του συγγραφέα.
4. Στην ενότητα αυτή έχουμε μια σημαντική αναχρονία: την παρουσίαση του συνθέτη του μοιρολογιού του πατέρα. Με την αναδρομική αφήγηση πληροφορούμαστε ότι το μοιρολόγι ήταν αυτοσχέδιο, κατά παραγγελία της μητέρας σε έναν Γύφτο που είχε το χάρισμα της στιχουργίας. Ο Γύφτος συνέθεσε το πένθιμο άσμα και το συνόδευε με τη λύρα του. Στη συνέχεια το δίδαξε στη μητέρα η οποία τον αντάμειψε γι’ αυτό. Με την αναδρομική αυτή αφήγηση πληροφορούμαστε τον τρόπο σύνθεσης των μοιρολογιών, ότι ήταν συχνά αυτοσχέδια και διδάσκονταν από όσους είχαν το χάρισμα της μουσικής και όχι μόνο από μοιρολογίστρες. Επίσης, με την αναδρομή αυτή, αποφορτίζεται για λίγο η βαριά ατμόσφαιρα της ενότητας, για να κορυφωθεί η ένταση στη συνέχεια με το θάνατο της Αννιώς.
5. α. Η γυναίκα του αποσπάσματος από το Αρείον οδηγεί συχνά το παιδί της στην εκκλησία για εκκλησιασμό, ώστε να το μυήσει στην ιερότητα του χώρου και στη συμμετοχή του στα δρώμενα της λατρείας. Η κατανυκτική ατμόσφαιρα του εσωτερικού του ναού αποδίδεται από τον αφηγητή με το αμυδρό φως των καντηλιών, που φωτίζει τις εικόνες των «Αγίων Προσώπων» και ιδιαίτερα την εικόνα της Παναγίας, την οποία το παιδί ασπάζεται νιώθοντας μεγάλη αγάπη γι’ αυτή. Πέρα από την κατανυκτική ατμόσφαιρα και τα συναισθήματα κατάνυξης και αγάπης του παιδιού, περιγράφεται και η συμμετοχή του στο μυστήριο της Κοινωνίας.
Ο αφηγητής παρουσιάζει το θρησκευτικό συναίσθημα των ηρώων του: α) με οπτικές εικόνες από το εσωτερικό της εκκλησίας και από τις ενέργειες των προσώπων (και με την εξωπραγματική εικόνα της Πεντάμορφης), β) με την αναφορά στην σκοπιμότητα της κοινωνίας (το παιδί φαντάζεται ότι αυτή θα το βοηθήσει να παντρευτεί την Πεντάμορφη κ.τ.λ. και έτσι η λατρευτική πράξη συσχετίζεται με τον κόσμο του παραμυθιού) και γ) με την αναφορά εκκλησιαστικών φράσεων (« Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» - «Σώμα και αίμα Χριστού».
β. Και η γυναίκα του διηγήματος του Βιζυηνού μεταφέρει το παιδί της στο εσωτερικό της εκκλησίας αλλά για άλλο σκοπό: να το εγκαταστήσει εκεί, ώστε η Παναγία να το σώσει από την επικίνδυνη ασθένειά του. Αλλά και πριν από τη μεταφορά και την εγκατάσταση στο ναό η μητέρα εκδηλώνει το θρησκευτικό της συναίσθημα- με ενέργειες, δεισιδαιμονίας και θρησκοληψίας. Όσο για τα συναισθήματα μέσα στο ναό, η κατανυκτική ατμόσφαιρα αποδίδεται από τον αφηγητή με το αμυδρό και τρεμουλιαστό φως που δίνουν οι καντήλες μπροστά στην εικόνα του εικονοστασίου. Και σ’ αυτό το κείμενο ξεχωρίζει μια εικόνα- όχι μόνο της αγαπημένης Παναγίας αλλά ενός Αγίου με «ωχρό και απαθές πρόσωπο». Πέρα από την κατανυκτική ατμόσφαιρα, περιγράφεται και η συμμετοχή του παιδιού σε κάποιες θρησκευτικές πράξεις (η στάση του παιδιού έξω από το Ευαγγέλιο, το πέρασμα των Αγίων πάνω από αυτό, το «ξεφόρεμα» του παπά επάνω του και το σταύρωμα του προσώπου του με τη Λόγχη.)
Και εδώ ο αφηγητής παρουσιάζει το θρησκευτικό συναίσθημα των ηρώων του: α) με οπτικές εικόνες του εσωτερικού της εκκλησίας και των ενεργειών των προσώπων (και εδώ υπάρχει μία εξωπραγματική εικόνα, εκείνη του Αγίου που κατέβηκε από το εικόνισμά του στο δάπεδο της εκκλησίας) και β) με την αναφορά μιας εκκλησιαστικής φράσης: «Σταυρωθέντος σου, Χριστέ, ανερέθη…».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου