Αυτή η αποκαλυπτική λογική του ρεαλισμού είναι κάτι παραπάνω από εμφανής στα διηγήματα του Γ. Βιζυηνού, καθώς με το να καθιστούν την πραγματικότητα αινιγματική, μπορούν πάντα, κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του R. Beaton, να θέσουν το ερώτημα «τι είναι πραγματικά πραγματικό» («what is really real» ). Όμως, αυτός ο διφορούμενος χαρακτήρας της πραγματικότητας θα πρέπει να θεωρείται περισσότερο ένα προαπαιτούμενο του ρεαλισμού παρά μια «υπονόμευσή» του, καθώς η ίδια η πρόθεση του ρεαλιστή, να δείξει τα πράγματα όπως ακριβώς είναι, προϋποθέτει ότι τα πράγματα δεν είναι ποτέ ακριβώς όπως δείχνουν, έτσι ώστε το διφορούμενό τους να αποτελεί μια σταθερά των ρεαλιστικών κειμένων.
Χαρακτηριστική, εν προκειμένω, είναι η αντίδραση του αφηγητή στο «Αμάρτημα της μητρός μου», μετά τη διήγηση της μητέρας του για τον θάνατο της πρώτης κόρης: «Η εκμυστήρευσις αύτη έκαμε βαθύτατην επ’ εμού εντύπωσιν. Τώρα μου ηνοίγησαν οι οφθαλμοί, και εκατάλαβα πολλάς πράξεις της μητρός μου, αι οποίαι πότε μεν εφαίνοντο ως δεισιδαιμονία, πότε δε ως αυτόχρημα μονομανίας αποτέλεσμα». Αλλά αυτό ακριβώς το «άνοιγμα των οφθαλμών» ορίζει την αποκαλυπτικότητα του ρεαλισμού, την πεποίθηση του ότι ζούμε σε μια πραγματικότητα που δε βλέπουμε ποτέ πραγματικά,
επειδή την καλύπτουμε με τον υποκειμενισμό των επιθυμιών μας. Γι’ αυτό και όταν ο αφηγητής στο «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας» απορεί πώς του διέλαθε το προφανές, ο σύνδεσμος Πασχάλη – Κλάρας, δεν μπορεί παρά να δογματίζει με τον τυπικό τρόπο του ρεαλιστή: «Αλλ’ ούτω συμβαίνει συνήθως, οσάκις ζητούμεν να ανακαλύψωμεν ως αλήθειαν ουχί το τι εστίν, αλλά το ό, τι επιθυμούμεν». Αν, όπως το θέτει και ο Παπαδιαμάντης, «ουδέ απιθανώτερον της απλής αληθείας», τότε δεν υπάρχει τίποτα πιο εξωπραγματικό από την πραγματικότητα τη στιγμή που αποκαλύπτεται. Όταν ο αφηγητής λέει «τώρα μου ηνοίγησαν οι οφθαλμοί», δραματοποιώντας το παρελθόν μέσω αυτού του «τώρα», στην πράξη δεν κάνει τίποτα άλλο από το να μεταφέρει τον κλονισμό που δέχεται από την αποκάλυψη της πραγματικότητας. Το υποκείμενο κατανοεί «τώρα», όπως ποτέ άλλοτε πριν, ανακτά τον γνώριμο κόσμο του παρελθόντος με μια πρωτόγνωρη πληρότητα, άγνωστη μέχρι εκείνη τη στιγμή. Στην πράξη, είναι αυτή η άγνωστη πληρότητα του ήδη γνωστού που κάνει τον αφηγητή να αιφνιδιάζεται και συνάμα να συγκινείται, να «μετεωρίζεται», σύμφωνα με μια χαρακτηριστική διατύπωση του Ξενόπουλου για το αισθητικό αποτέλεσμα που προκαλούν τα διηγήματα του Βιζυηνού. Διότι η πραγματικότητα στο ρεαλισμό ανοίγει πάντα τα μάτια του υποκειμένου, με έναν τρόπο που το ξυπνά επίσης από τον υποκειμενικό λήθαργό του. Το υποκείμενο ξυπνά στην πραγματικότητα, αλλά ο αιφνιδιασμός που δέχεται από την αποκάλυψή της προσδίδει κάτι το ονειρικό στο ξύπνημά του, έτσι ώστε η ίδια η αποκαλυπτόμενη πραγματικότητα να αποκτά την υφή ενός ονείρου, να γίνεται ένα «ονειρόδραμα», σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του Παλαμά.
Για το ρεαλισμό, το να ανοίξει κανείς τα μάτια του και να δει την πραγματικότητα κατάματα, δεν είναι κάτι που εναπόκειται στην προσωπική του βούληση. Όπως υποδεικνύει η μέση φωνή στο «τώρα μου ηνοίγησαν οι οφθαλμοί», είναι η πραγματικότητα που ανοίγει τα μάτια στο υποκείμενο, παρά το αντίστροφο. Και η πραγματικότητα μπορεί πάντα να το κάνει αυτό, επειδή αποτελείται από πράγματα, τα οποία, εξ ορισμού, αποδεικνύονται πιο στέρεα και ανθεκτικά από τα νεφελώματα των ιδεών μας. Και επειδή το στέρεο των πραγμάτων ορίζει επίσης τη σκληρότητά τους, η πραγματικότητα στο ρεαλισμό είναι πάντα σκληρή, έτσι ώστε η επαφή μαζί της να πονάει. Αν η πλάνη, σύμφωνα με τον Βιζυηνό, αποδεικνύεται συχνά «σωτηριωδεστέρα της αληθείας», είναι γιατί στο ρεαλισμό η αλήθεια με τον πραγματισμό της φθείρει τον ιδεαλισμό μας και, παράλληλα, την ονειροπόλα φύση μας. Το απότομο πέρασμα από την άγνοια στη γνώση, που αναπαριστούν όλες αυτές οι αιφνίδιες αποκαλύψεις της πραγματικότητας, σηματοδοτούν πάντα μια επώδυνη μετάβαση από την αθωότητα στην ωρίμανση, από την παιδικότητα στην ενηλικίωση.
Στην πράξη, ο ρεαλισμός δεν μπορεί να υπάρξει έξω από αυτό το μίγμα παιδικότητας και ενηλικίωσης, καθώς, κάθε φορά που το υποκείμενο προσγειώνεται στην πραγματικότητα, ενηλικιώνεται επίσης. Γι’ αυτό και ο αφηγητής του Βιζυηνού δεν είναι παρά ένας ενήλικας που ζει με την ανάμνησητης παιδικότητάς του.. Διχασμένος, όπως οι ήρωές του, διασπάται πάντα σε δύο εαυτούς: έναν αρχικό, που, επειδή αγνοεί τα πραγματικά περιστατικά γύρω του, είναι πιο αθώος, αφελής, «ρομαντικός», και έναν ύστερο, που έχει λάβει γνώση της πραγματικότητας, με αποτέλεσμα να είναι πιο πεζός, συνειδητοποιημένος και ρεαλιστής. Και επειδή ο ρεαλιστής αφηγητής τρέφεται πάντα από την
απομυθοποίηση αυτού του πρότερου ρομαντικού εαυτού, αναγκαστικά τον περιέχει μέσα του, με αποτέλεσμα το διχασμό ή το μετεωρισμό που προκαλεί η συγκατοίκηση δύο αντίθετων εαυτών μέσα στο ίδιο σώμα. Γι’ αυτό και ο ενήλικας αφηγητής του Βιζυηνού, καθ’ όλη τη διάρκεια της διηγήσεώς του, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να μνημονεύει διαρκώς: τα διηγήματά του μπορούν επίσης να εκληφθούν ως μνημόσυνα, πίσω από τα οποία ξεπροβάλλει διαρκώς το πένθος της ενηλικίωσης, το πένθος του ρεαλισμού.
του Δημήτρη Πολυχρονάκη, καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου