Eκοίταξε τ' αστέρια, κι εκείνα αναγαλλιάσαν,
και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν
κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ανάερα τ' ανάστημα σηκώνει,
κι ανεί τσ' αγκάλες μ' έρωτα και με ταπεινοσύνη,
κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη.
Tότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει,
κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει.
Tέλος σ' εμέ που βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα,
καταπώς στέκει στο Bοριά η πετροκαλαμήθρα,
όχι στην κόρη, αλλά σ' εμέ την κεφαλή της κλίνει
την κοίταζα ο βαριόμοιρος, μ' εκοίταζε κι εκείνη.
Έλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω,
καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,
κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου,
καν τ' όνειρο, όταν μ' έθρεφε το γάλα της μητρός μου
ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκειά κι αστοχισμένη,
που ομπρός μου τώρα μ' όλη της τη δύναμη προβαίνει.
[Σαν το νερό που το θωρεί το μάτι ν' αναβρύζει
ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι ο ήλιος το στολίζει.]
Bρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα,
κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολληώρα,
γιατί άκουσα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου
έτρεμαν και δε μ' άφηναν να βγάλω τη μιλιά μου.
Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ' όπου
βλέπουνε μες την άβυσσο και στην καρδιά τ' ανθρώπου,
κι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μου
πάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου:
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
«T' αδέλφια μου τα δυνατά οι Tούρκοι μού τ' αδράξαν,
την αδελφή μού ατίμησαν κι αμέσως την εσφάξαν,
το γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυ
και την αυγή μού ρίξανε τη μάνα στο πηγάδι.
Στην Kρήτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Mακριά 'πό κείθ' εγιόμισα τες φούχτες μου κι εβγήκα.
Bόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να 'χω
σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αυτό βαστώ μονάχο»
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Αναζητείστε στο απόσπασμα που σας δίνεται στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι ο «Κρητικός» του Δ. Σολωμού αποτελεί χαρακτηριστικό ποίημα της Επτανησιακής Λογοτεχνίας.
2 . Να σχολιάσετε τις γλωσσικές και στιχουργικές επιλογές του ποιητή.
3 . Αδίδακτο κείμενο:
Τό σύννεφο [...] σκορπιέται, λιώνει αγάλια αγάλια
Θωρώ το καί τό μάτι μου, θαρρώ, δέ μέ γελά:
σ΄ ένα λιοπότιστο μαγνάδι μαγεμένο
Τό μεγαλείο της τά μάτια μου θαμπώνει.
Μά, τώρα, αλίμονο! άμορφη μόνο μάζα βλέπω,
Κι όμως μένα μέ τυλίγει καταχνιά·
Τό πρώτο της αγάπης ροδοχάραγμα,
΄Αστράφτει χάρη μιας ψυχής πανώριας,
Να επισημάνετε τα διακειμενικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν τη νοηματική σχέση των δυο κειμένων.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
2.. Η γλώσσα του ποιητή είναι η καθομιλουμένη, που όμως δεν της λείπουν ούτε κάποια στοιχεία εκλαΐκευσης και τοπικής διαλέκτου («πέλαο, ανεί τς αγκάλες») ούτε και κάποια αρχαΐζοντα («ρείθρα, ποιήσει»). Ο Σολωμός θεωρούσε πως η γλώσσα που μιλούσαν οι απλοί άνθρωποι μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για μια δυνατή, εκφραστική ποίηση, να αποδώσει τέλεια ακόμα και τους πιο υψηλούς στοχασμούς. Ο Σολωμός δεν αρκέστηκε να χρησιμοποιήσει το στίχο του δημοτικού τραγουδιού. Επιδίωξε να σφίξει τον 15σύλλαβο, γεμίζοντάς τον με νόημα. Ο 15σύλλαβος του δημοτικού τραγουδιού περιέχει συνήθως λίγες λέξεις που φέρουν σημαντικό νόημα (ουσιαστικά, ρήματα) ενώ οι υπόλοιπες έχουν συντακτική λειτουργία (άρθρα, σύνδεσμοι). Αντίθετα, ο Σολωμός καταφέρνει να χωρέσει έως οκτώ «σημαντικές» λέξεις σ΄ ένα στίχο, χωρίς να καταφεύγει σε διασκελισμούς (στίχος «απηρτισμένος» κατά τον Λ.Πολίτη). Χρησιμοποιεί ομοιοκαταληξία ζευγαρωτή που συμβάλλει στην αρμονία του στίχου («αναγαλλιάσαν-εσκεπάσαν») χωρίς να οργανώνει το ποίημα σε στροφές. Υπάρχουν πολλές συνιζήσεις, οι οποίες «δένουν» ηχητικά τους στίχους και, συνεπώς, οι χασμωδίες απουσιάζουν ή εντοπίζονται στην τομή του στίχου (όγδοη συλλαβή) όπου και είναι επιτρεπτές.
3. Όμοια με τον Κρητικό του Σολωμού ο Φάουστ του Γκαίτε βρίσκεται μπροστά σε μιαν αποκάλυψη. Μέσα σε κατάσταση ενορατική μια αινιγματική μορφή εμφανίζεται μπροστά του και τον καθηλώνει. Και στα δύο κείμενα η γυναικεία αυτή μορφή είναι επιβλητική και το ανάστημά της ορθώνεται γιγάντιο επιβεβαιώνοντας ότι δεν πρόκειται για θνητό πλάσμα αλλά θεϊκό. Γι΄ αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται κι από τους δύο αφηγητές «θεά». Η επίδραση του φασματικού αυτού όντος στη φύση είναι κοινή. Η φύση μεταμορφώνεται, δέχεται την αποκάλυψη ενός υπεργήινου πλάσματος, ο πάνω κόσμος ενώνεται σ΄ αυτό το άυλο σώμα με τον κάτω. Στον «Κρητικό» η φύση «γίνεται ναός», δηλαδή, από κάτι υλικό μεταμορφώνεται σ΄ ένα χώρο όπου η ψυχή μπορεί να λατρέψει το Θεό. Στον «Φάουστ» το σύννεφο φεύγει μακριά, γίνεται «χιλιόμορφο». Το φως παίζει ουσιαστικό ρόλο στην αποκάλυψη της θεϊκής αυτής μορφής. Η νύχτα φωτίζεται σαν μέρα στον ναυαγό ενώ ο Φάουστ διακρίνει την μορφή μέσα σ΄ ένα μαγνάδι (πέπλο) γεμάτο με το φως του ήλιου («ηλιοπότιστο»). Η εμφάνισή τους έχει και το ίδιο αποτέλεσμα στα πρόσωπα. Ο Κρητικός μαγνητισμένος από τη θέα της Φεγγαροντυμένης έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια για σωτηρία και έχει παραδοθεί στο κοίταγμά της, το οποίο γνωρίζει ότι θα είναι γι΄ αυτόν μοιραίο (βαριόμοιρος). Τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα και χάνει την επικοινωνία μέσω των αισθήσεων μ΄ αυτή τη μορφή αλλά εξακολουθεί να επικοινωνεί μαζί της ψυχικά. Ο Φάουστ θαμπώνεται κι αυτός από το μεγαλείο της μορφής στον ίδιο βαθμό απώλειας των αισθήσεων και τα μάτια του δε μπορούν να εντοπίσουν αυτή τη θεά, που μοιάζει με αρχαία ελληνίδα θεά ή βασίλισσα, όπως η Φεγγαροντυμένη του Σολωμού ενσαρκώνει την έννοια του αρχαιοελληνικού ιδεώδους του «καλού καγαθού». Κλασικιστικές επιδράσεις, λοιπόν, φανερώνονται τόσο στο Σολωμό όσο και στον Γκαίτε. Και οι δύο αφηγητές προσπαθούν να ερμηνεύσουν για ποιο λόγο νιώθουν ότι γνωρίζουν αυτό το πλάσμα. Ανατρέχουν στο παρελθόν για να θυμηθούν το πρόσωπο αυτό που είναι εικόνα «γλυκιά» (Σολωμός) κι «ευτυχισμένη» (Γκαίτε). Το ρήμα «προβαίνει» που αξιοποιείται και από τους δύο ποιητές δηλώνει αποκάλυψη. Ο Κρητικός ανατρέχει στο παρελθόν με σχήμα τριαδικό, που οδηγεί χρονικά όλο και πιο πίσω. Η αναζήτηση αυτή είναι σχετική με τον ιδεαλισμό του Σολωμού που ανάγεται στη μελέτη του Πλάτωνα και στην υιοθέτηση της θεωρίας του για τον κόσμο των ιδεών, όπου ζούσε η ψυχή σ΄ ένα προ-σωματικό στάδιο. Οι υποθέσεις του ίδιου του αφηγητή γι΄ αυτή τη μορφή είναι θρησκευτικές, μητρικές, ερωτικές, απ΄ όπου ανάγονται και οι ερμηνείες της Φεγγαροντυμένης σύμφωνα με τη φιλοσοφική, εθνοκεντρική, ψυχαναλυτική ερμηνεία. Ο Φάουστ αναζητά την ερμηνεία μόνο στον έρωτα, στη χαμένη αγαπημένη που είναι παρελθόν. Φανερές οι επιρροές από τον Πλάτωνα που υποστήριζε ότι η ομορφιά του άλλου προσώπου μας θυμίζει τη θεϊκή ομορφιά που η ψυχή μας είχε γνωρίσει πριν γεννηθούμε (Φαίδρος). Οι δύο πρωταγωνιστές αποκαλύπτουν στη θεϊκή αυτή μορφή τον πόνο της ψυχής τους κι εκείνη τους βοηθά να ξεφύγουν από τα όρια της σωματικότητας και να ενωθούν με το υπερκόσμιο, όχι με το χαρακτήρα της αποπνευμάτωσης αλλά με την έννοια της ηθικής ανεξαρτησίας, της «μείζονος συνείδησης». Η σχετική ομοιότητα των δύο μορφών δεν προϋποθέτει, βέβαια, και την ταυτότητα του συμβολισμού τους. Η Φεγγαροντυμένη του Σολωμού με τη φασματική μορφή (Μαργαρίτα) του Γκαίτε επικοινωνούν διακειμενικά ως προς τη σύλληψη, την παρουσίαση, την επίδραση, παραμένουν ωστόσο δυο διαφορετικές Γυναίκες, δυο πλάσματα που ανήκουν σε δυο διαφορετικούς ποιητικούς κόσμους.
ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, ένθετο ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ, 28-4-2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου