α) μια υπόθεση, η οποία αναφέρεται σαφώς ή λανθάνει ή υπονοείται.
β) κάτι που εξαρτάται από περιστάσεις ή προϋποθέσεις ή όρους,
γ) το αμφίβολο και ακοθόριστο νόημα μιας πράξης ή μιας ενέργειας, καιΈτσι το μόριο ἄν διακρινεται σε:
Α) υποθετικό
Β) δυνητικό,
Γ) αοριστολογικό
Δ) ερωτηματικό (σπάνια)
Συντάσσεται πάντα με υποτακτική.
Εισάγει:
α) δευτερεύουσες υποθετικές προτάσεις
β) εναντιωματικές προτάσεις με το και, οι οποίες μαζί με την απόδοση σχηματίζουν υποθετικό λόγο που δηλώνει το προσδοκώμενο (= αν) ή την αόριστη επανάληψη στο παρόν και στο μέλλον (= αν, όποτε, όσες φορές)
α. δυνητική οριστική: ἄν + οριστική παρελθοντικού χρόνου |
μεταφράζεται: “θα + παρατατικός ή υπερσυντέλικος”, “θα μπορούσα να…”Δηλώνει το δυνατό στο παρελθόν ή το αντίθετο του πραγματικού. |
β. δυνητική ευκτική: ἄν + ευκτική οποιουδήποτε χρόνου εκτός του μέλλοντα |
μεταφράζεται: “θα + παρατατικός” , “θα ήταν δυνατόν να…”, “μπορεί να…”Δηλώνει το δυνατό να πραγματοποιηθεί στο παρόν και στο μέλλον. |
γ. δυνητικό απαρέμφατο: ἄν + απαρέμφατο οποιουδήποτε χρόνου (εκτός μέλλοντα) |
μεταφράζεται: “θα + παρατατικός” |
δ. δυνητική μετοχή: ἄν + μετοχή (εκτός τελικής και υποθετικής) |
μεταφράζεται: “θα + παρατατικός” |
- Το δυνητικό ἄν κανονικά ακολουθεί το ρήμα στο οποίο ανήκει.
Σπανιότερα, προηγείται όταν: υπάρχει άλλη λέξη ερωτηματική ή αρνητική,
ισχυρό επίθετο ή επίρρημα, το γὰρ στην οποία δίνεται έμφαση προηγείται
κλπ
π.χ. ὅ,τι ἄν τις χρήσαιτο αὐτοῖς.
(= Σε τι θα μπορούσε κανείς να τους χρησιμοποιήσει) - Η οριστική παρατατικού ή αορίστου με το δυνητικό ἄν, στις αποδόσεις των υποθετικών λόγων χρησιμοποιείται για να δηλωθεί το επαναλαμβανόμενο στο παρελθόν .
- Με δυνητική ευκτική επίσης εκφράζεται:(α) κάτι το πιθανό (ισοδυναμεί με μέλλοντα)
(β) γνώμη διατυπωμένη με μετριοπάθεια
(γ) ευγενική προσταγή
- Συντάσσεται με υποτακτική και σπανιότατα με ευκτική.
Μεταφράζεται “τυχόν”, “ίσως” ή μένει αμετάφραστο.
Δηλώνει την αοριστία ως προς το πρόσωπο ή το πράγμα που ενεργεί (υποκείμενο: όποιος κι αν, ό,τι δήποτε κι αν), την ενέργεια (το ρήμα), τον χρόνο (επιρρηματικοί προσδιορισμοί του χρόνου: όπουδήποτε κι αν, όταν, όποτε κι αν) ή την ποιότητα (επιρρηματικοί προσδιορισμοί του τρόπου ή του ποσού: όπως κι αν,όσο κι αν)
- Τίθεται μετά από χρονικούς συνδέσμους και αναφορικές αντωνυμίες και επιρρήματα και σχηματίζει δευτερεύουσες χρονικοϋποθετικές και αναφορικοϋποθετικές προτάσεις αντιστοίχως.
- Με τους χρονικούς συνδέσμους: ὅτε, ὁπότε, ἐπεί, ἐπειδή, συγχωνεύεται και σχηματίζει τους χρονικοϋποθετικούς συνδέσμους: ὅταν, ὁπόταν, ἐπάν ή ἐπήν, ἐπειδάν.
Εισάγει δευτερεύουσες πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις ολικής άγνοιας.
π.χ. Σκέψασθαι ἂν ἀρέσκῃ τὸ λεχθέν.
(= Αναρωτηθείτε αν είναι αρεστό αυτό που ειπώθηκε)
- Κάποιες φορές παρατηρείται παράλειψη του μορίου ἄν, όταν υπάρχει σε προηγούμενη πρόταση.
- Κάποιες φορές παρατηρείται επανάληψη του μορίου ἄν, όταν ανάμεσα σ΄ αυτό και το ρήμα παρεμβάλλεται άλλη φράση.
- Το μόριο ἄν μετατίθεται όταν:α. Με τα ρήματα δοκῶ, φημί, οἵδα το ἄν αποχωρίζεται από το απαρέμφατο στο οποίο ανήκει.
β. Στη φράση οὐκ οιδ’ἄν εἰ και οὐκ ἄν οιδ’ εἰ, το ἄν έχει μετατεθεί από την επόμενη πρόταση στην οποία ανήκει.
α) υποτακτικός σύνδεσμος |
Εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις:
(ασύμμετρη σύγκριση) π.χ. Ἔχουσιν τάς ἀσπίδας μείζονας ἤ ὡς ορᾶν (= Έχουν τις ασπίδες μεγαλύτερες απ΄όσο πρέπει ώστε να βλέπουν)
|
β) αιτιολογικός παρατακτικός σύνδεσμος |
Μπαίνει στην αρχή κύριων προτάσεων κρίσης:π.χ. Ὡς ἐγὼ οὐδ’ ἂν ἑνὸς ἥδιον ἀκούσαιμι ἤ σοῦ τε καὶ Πρωταγόρου διαλεγομένων. (= Διότι εγώ…) |
γ) εμφαντικό επιφώνημα |
Μπαίνει στην αρχή επιφωνηματικών προτάσεων:π.χ. Ὡς υπερδέδοικά σου. (= Πόσο πολύ φοβάμαι για σένα.) |
δ) Συνοδεύει: |
|
ε) καταχρηστική πρόθεση: |
|
στ) επιτατικό μόριο |
με επίθετο ή επίρρημα θετικού ή υπερθετικού βαθμού με τη σημασία του “όσο γίνεται”, “όσο το δυνατόν”: π.χ. Σκέψασθε δὴ ὡς καλῶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι. (= Σκεφτείτε όσο το δυνατό καλύτερα, άνδρες Αθηναίοι) |
ζ) δεικτικό επίρρημα τονισμένο |
και μεταφράζεται «έτσι»:π.χ. Καὶ ὡς, Οὐδ΄ ὡς |
η) ὡς + εμπρόθετος προσδιορισμός του σκοπού , μετά από ρήματα κίνησης: |
π.χ. Ἐπὶ τῷ λιμένι παρετάξαντο ὡς εἰς ναυμαχίαν. (= Στο λιμάνι παρατάσσονταν σα για να ναυμαχία.) |
θ) σε εκφράσεις ή προτάσεις: |
Ὡς ἐμοί, Ὡς ἔοικε = “όπως μου φαίνεται”, κτλ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου