Ποιο είναι το θέμα του κεφαλαίου; Να εντοπίσετε στο κείμενο τις φράσεις που το αποδίδουν πληρέστερα και να το διατυπώσετε επιγραμματικά.
Θέμα της συγκεκριμένης ενότητας είναι το "διδακτό" της πολιτικής αρετής. Συγκεκριμένα, ο Πρωταγόρας υποστηρίζει ότι διδάσκει τους μαθητές την πολιτική αρετή και ότι μπορεί να διαμορφώσει "ἀγαθούς πολίτες". Ο Σωκράτης σ' αυτή την άποψη, αντιπαραθέτει ότι η μετάδοση της πολιτικής αρετής είναι κάτι που ούτε διδάσκεται, ούτε μεταδίδεται μεταξύ των ανθρώπων.
Τι δηλώνει για την πολιτική ζωή της αρχαίας Αθήνας και της αρχαίας Ελλάδας γενικά η σύνδεση πολιτικής και αρετής και πως εξηγείται;
Ο Πρωταγόρας και ο Σωκράτης συμφωνούν ότι βασική αρχή της αγωγής των νέων είναι η "ἀρετή" με τη διαφορά όμως ότι δεν την εννοούν με τον ίδιο τρόπο. Σύμφωνα με την αντίληψη του Πρωταγόρα η αγωγή αποβλέπει στο να δημιουργήσει εκείνο τον πολίτη ο οποίος θα δρα επιτυχώς τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο βίο ρυθμίζοντας τις αντίστοιχες υποθέσεις. Άλλωστε ο σωστός πολίτης αυτόβουλα φροντίζει για το συλλογικό συμφέρον. Επομένως ο Πρωταγόρας δίνει έμφαση στην κοινωνική λειτουργία της αρετής. Για τους αρχαίους Έλληνες άλλωστε, ο άνθρωπος ήταν πάνω απ' όλα "ὄν πολιτικό" και η ύπαρξη του δε νοείται εκτός "πόλης".
Εκφώνηση
Ποια στοιχεία καθόριζαν την εξέχουσα θέση του Αθηναίου πολίτη κατά τα λεγόμενα του Σωκράτη;
Στην Αθήνα, σκοπός της αγωγής ήταν η ευρύτερη ηθικοπνευματική καλλιέργεια, η διάπλαση ενός ακέραιου χαρακτήρα και η ολοκλήρωση της προσωπικότητας του νέου ώστε να μπορέσει αυτός να καταστεί ο "καλός κἀγαθός πολίτης". Οι εύποροι λοιπόν Αθηναίοι έπαιρναν δασκάλους στο σπίτι οι οποίοι φρόντιζαν για την αγωγή των παιδιών. Ωστόσο αυτή η εκπαίδευση από τα μέσα του 5ου αιώνα δεν φαίνεται αρκετή. Τότε εμφανίζονται οι σοφιστές οι οποίοι αναλαμβάνουν να μεταδώσουν μια ανώτερη παιδεία στους νέους ώστε αυτοί να διακριθούν στη δημόσια ζωή και να ευδοκιμήσουν. Άρα οι εξέχοντες Αθηναίοι πολίτες ενδιαφέρονται οι ίδιοι προσωπικά για την αγωγή των παιδιών τους.
Ποια επιχειρήματα χρησιμοποιεί ο Σωκράτης για το μη διδακτό της αρετής; Από που προέρχονται και πόσο ισχυρά είναι;
Ο Σωκράτης χρησιμοποιεί δύο επιχειρήματα για να αποδείξει το μη διδακτό της αρετής:
Παρουσιάστε το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη και αξιολογήστε το.
Το 1ο επιχείρημα του Σωκράτη εντοπίζεται στο απόσπασμα : «Μάλιστα, ωραία τέχνη … κάτι που διδάσκεται». Έτσι, η αποδεικτέα θέση είναι ότι η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται.
Το επιχείρημα που τη στηρίζει έχει ως εξής: στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι είναι σοφοί, συζητούν για θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Μάλιστα, αν κάποιος μη ειδικός επιχειρήσει να εκφράσει τη γνώμη του για τα θέματα αυτά, τον αποδοκιμάζουν και τον διώχνουν. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για θέματα που αφορούν τη διοίκηση της πόλης, δέχονται τη συμβουλή οποιουδήποτε πολίτη ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής, γιατί πιστεύουν πως όλοι έχουν πολιτική αρετή χωρίς να την έχουν διδαχτεί από πουθενά.
Έτσι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι Αθηναίοι πιστεύουν ότι η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται.
Το επιχείρημα του Σωκράτη έχει λογική βάση και κρίνεται αρκετά ικανοποιητικό. Ωστόσο, μπορούμε να εντοπίσουμε και κάποια τρωτά σημεία. Συγκεκριμένα:
α. Χαρακτηρίζει όλους τους Αθηναίους σοφούς («Εγώ λοιπόν θεωρώ … οι Αθηναίοι είναι σοφοί»), παρόλο που γνωρίζουμε και από την Ἀπολογία Σωκράτους και από άλλα πλατωνικά έργα την υποτιμητική γνώμη που έτρεφε για αυτούς. Εξάλλου, η άποψη αυτή αποτελεί μάλλον μια υπερβολική και υπεραπλουστευτική γενίκευση που δεν μπορεί να ευσταθεί, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ιστορικά παραδείγματα επιφανών πολιτικών της εποχής, όπως ο Κλέων και ο Αλκιβιάδης, οι οποίοι αποδείχτηκαν διεφθαρμένοι.
β. Ο Σωκράτης θεωρεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, επειδή όλοι οι Αθηναίοι ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής συμμετέχουν ενεργά στα κοινά και εκφράζουν τη γνώμη τους στην Εκκλησία του Δήμου για θέματα που αφορούν την πόλη («Όταν όμως πρέπει ... γενιά σπουδαία»). Στην πραγματικότητα, αναφέρεται στα δικαιώματα της ισηγορίας και της παρρησίας, που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που ίσχυε τότε στην Αθήνα. Το ότι όμως όλοι οι Αθηναίοι πολίτες εξέφραζαν ελεύθερα τη γνώμη τους δεν αποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται ούτε ότι όλοι τη διέθεταν, καθώς στην Εκκλησία του Δήμου εκφράζονταν και απόψεις που δεν διέπονταν από πολιτική αρετή.
γ. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν διδαχτεί από πουθενά την πολιτική αρετή («γιατί εσύ … και συμβουλές»). Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, γιατί οι Αθηναίοι από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας: συμμετείχαν ενεργά στα κοινά, διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά, παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά αποτελούσαν μια έμμεση και άτυπη δια βίου διδασκαλία της πολιτικής αρετής.
Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια.
Εκφώνηση
Ποιες αρχές της δημοκρατικής λειτουργίας της αθηναϊκής πολιτείας επιβεβαιώνονται στο κείμενο; Να τις εντοπίσετε και να τις εξηγήσετε.
Μέσα από το κείμενο επιβεβαιώνονται βασικές αρχές της δημοκρατικής λειτουργίας της αθηναϊκής πολιτείας. Ειδικότερα:
Σχολιάστε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η δημοκρατία στην αρχαία Αθήνα. Ήταν σε θέση να καλλιεργήσει την κριτική ικανότητα του Αθηναίου πολίτη; Συγκρίνετέ τη με τη δημοκρατία που εφαρμόζεται στις μέρες μας.
Η δημοκρατία στην αρχαία Αθήνα ήταν άμεση. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι Αθηναίοι πολίτες από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας, συμμετείχαν ενεργά στα κοινά, διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά (δικαιώματα της ισηγορίας και της παρρησίας, που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας), παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά καλλιεργούσαν την κριτική τους ικανότητα και προωθούσαν την πρόοδο και την ευημερία της κοινωνίας.
Αντιθέτως, στις μέρες μας εφαρμόζεται έμμεση μορφή δημοκρατίας. Λόγω της μεγάλης πληθυσμιακής αύξησης οι πολίτες αντιπροσωπεύονται στο Κοινοβούλιο από τους βουλευτές που οι ίδιοι εκλέγουν. Επομένως, εκ των πραγμάτων, δεν είναι δυνατόν να συμμετέχει κάθε πολίτης ξεχωριστά στα πολιτικά δρώμενα και στη λήψη αποφάσεων. Έχει, ωστόσο, τη δυνατότητα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης, απεργιών, διαδηλώσεων και συνδικαλιστικών οργανώσεων. Βέβαια, σήμερα παρατηρείται έντονα το φαινόμενο της αποχής των πολιτών από την πολιτική ζωή και της παθητικοποίησής τους, κάτι που στην αρχαία Αθήνα ήταν αδιανόητο.
Πως τεκμηριώνεται από το κείμενο η προηγμένη οργάνωση της αθηναϊκής δημοκρατίας;
Στην Αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου αι. π.Χ. κάθε πολίτης μπορούσε στη συνέλευση του δήμου να διατυπώσει ελεύθερα τη γνώμη του για οποιοδήποτε πολιτικό θέμα είχε τεθεί προς συζήτηση. Ωστόσο για θέματα που απαιτούσαν εξειδικευμένες γνώσεις οι Αθηναίοι καλούσαν ως συμβούλους τους "επαΐοντες", τους ειδήμονες και αρνούνταν να δεχτούν τη γνώμη των μη ειδικών. Έτσι με την αναγνώριση της αρμοδιότητας του "ειδικού" φαίνεται η εξειδίκευση η οποία αποτελεί δείγμα ανάπτυξης και προηγμένης οργάνωσης.
Ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι άνδρες που κατέχουν την πολιτική τέχνη δεν μπορούν να τη διδάξουν στους άλλους. Το επιχείρημα αυτό αντιφάσκει με όσα ανέφερε αρχικά. Αφού εντοπίσετε την αντίφαση να την εξηγήσετε.
Ο Σωκράτης θέλοντας να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δε διδάσκεται, ανέφερε ότι στην εκκλησία του δήμου είχε δικαίωμα να μιλήσει ελεύθερα κάθε πολίτης, για τα δημόσια θέματα χωρίς να το έχει διδαχτεί. Επίσης ανέφερε ότι άριστοι άνδρες όπως ο Περικλής δεν μπόρεσαν να διδάξουν την πολιτική αρετή στα παιδιά τους. Αυτό λοιπόν υποδηλώνει ότι α) όλοι εκ φύσεως κατέχουν την πολιτική τέχνη επομένως οι πολιτικοί, όπως ο Περικλής, δεν υπάρχει λόγος να διδάξουν σε κανέναν την πολιτική τέχνη ή β) αν δεν μπορούν να τη διδάξουν, τότε η πολιτική τέχνη διδάσκεται και είτε κάποιοι δεν είναι καλοί δάσκαλοι είτε κάποιοι μαθητές είναι ανεπίδεκτοι.
Διαπιστώνουμε λοιπόν την ύπαρξη μιας αντίφασης: από τη μια προβάλλεται η άποψη ότι την πολιτική αρετή την κατέχουν όλοι και από την άλλη υποστηρίζεται ότι υπάρχουν κάποιοι που δεν την έχουν (=οι γιοι του Περικλή). Αυτό βέβαια εξηγείται από το γεγονός ότι τα επιχειρήματα του φιλοσόφου είναι περιγραφικά και εμπειρικά και δε δίνονται με αλληλουχία διεισδυτικών σκέψεων όπως θα περιμέναμε από το Σωκράτη.
Εκφώνηση
Το παράδειγμα του Σωκράτη για τους γιους του Περικλή μπορεί να θεωρηθεί εύστοχο σχετικά με το διδακτό ή μη της πολιτικής αρετής;
Ο Σωκράτης στο δεύτερο επιχείρημα του υποστηρίζει πως ένας μεγάλος πολιτικός άνδρας ο Περικλής, με εξαιρετικές πολιτικές ικανότητες, δεν μπόρεσε να κάνει τους γιους του μεγάλους πολιτικούς. Επομένως, κατά την άποψη του, η αρετή δε διδάσκεται. Ωστόσο το παράδειγμα δεν είναι εύστοχο. Γιατί:
Εκφώνηση
Οι χαρακτηρισμοί του Σωκράτη για τους γιους του Περικλή, τον Κλεινία και τον Αλκιβιάδη διατυπώνονται δημόσια και μάλιστα ενώπιον τους. Πως κρίνετε αυτή την ενέργεια του Σωκράτη;
Ο Σωκράτης με αξιοθαύμαστη παρρησία δε διστάζει να αναφερθεί στον κακό και διεφθαρμένο χαρακτήρα του Αλκιβιάδη, τη στιγμή που αυτός είναι παρόν στη συζήτηση. Παράλληλα είναι εμφανής η ειρωνεία του όταν αναφέρεται στον Κλεινία και στην ανάθεση της εκπαίδευσης του στον Αρίφρονα. Μιλά γι' αυτόν υποτιμητικά σαν να ήταν κάποιο νόμισμα που το απέσπασε από χέρια πονηρά και το κατέθεσε για καλύτερη απόδοση σε ασφαλές ταμιευτήριο. Όμως ο Κλεινίας ήταν ανεπίδεκτος μαθήσεως. Ο Σωκράτης δε διστάζει να πει την αλήθεια και μάλιστα να αποδώσει και χαρακτηρισμούς που ανταποκρίνονται στην προσωπικότητα αυτών των νεαρών. Αυτό αποδεικνύει την παρρησία του και την απέχθεια του να "καλοπιάνει" τον οποιονδήποτε καθώς και την πρόθεση του για αντικειμενικότητα έστω κι αν πρέπει να θίξει κάποιον αγαπημένο μαθητή (ο Αλκιβιάδης).
Παρουσιάστε το δεύτερο επιχείρημα του Σωκράτη και αξιολογήστε το.
Το 2ο επιχείρημα του Σωκράτη εντοπίζεται στο απόσπασμα: «Αυτή τη στάση φυσικά ... δεν θεωρώ πως η αρετή είναι διδακτή». Η αποδεικτέα θέση είναι, λοιπόν, ότι οι πιο σοφοί και άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή (την πολιτική αρετή) που έχουν οι ίδιοι σε άλλους.
Για να στηρίξει την παραπάνω θέση, ο Σωκράτης χρησιμοποιεί δύο εμπειρικά παραδείγματα ως επιχειρήματα:
- ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την αρετή που ο ίδιος κατείχε στους γιους του,
- ο Αρίφρονας δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή στον Κλεινία.
Έτσι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αρετή δεν είναι διδακτή.
Όσον αφορά την κριτική του δεύτερου επιχειρήματος μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
α. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή που ο ίδιος διέθετε στους γιους του («Κι αυτοί … από μόνοι τους την αρετή»). Από αυτό το σημείο αντιλαμβανόμαστε ότι διαφορετικό περιεχόμενο προσδίδει ο Σωκράτης στον όρο «πολιτική αρετή» και διαφορετικό ο Πρωταγόρας (αυτό θα γίνει επίσης εμφανές στην 7η ενότητα, όπου ο Πρωταγόρας προσπαθεί να αντικρούσει αυτό το επιχείρημα του Σωκράτη). Ειδικότερα, με τον όρο «πολιτική αρετή» ο Σωκράτης εννοεί την τέχνη «τοῦ λέγειν καὶ πράττειν τὰ τῆς πόλεως», ενώ ο Πρωταγόρας εννοεί όλες εκείνες τις αρετές που πρέπει να διαθέτει κάποιος για να λειτουργεί αποτελεσματικά ως πολίτης. Ο Σωκράτης, λοιπόν, εννοεί την αρετή ως ενιαία ολότητα που είναι σύμφυτη με τη γνώση και όχι άθροισμα επιμέρους αρετών, στο οποίο ο καθένας μπορεί να συμμετάσχει όπως νομίζει, και δεν διαχωρίζει την ικανότητα των μεγάλων πολιτικών ηγετών από την πολιτική αρετή των απλών πολιτών. Το γεγονός, όμως, ότι οι γιοι του Περικλή δεν έφτασαν τις ικανότητες του πατέρα τους και δεν έγιναν μεγάλοι πολιτικοί δεν σημαίνει ότι ήταν διεφθαρμένοι και δεν διέθεταν την πολιτική αρετή ως πολίτες.
β. («Ο Περικλής ... να τους εκπαιδεύσουν»): Η αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας εξαρτάται τόσο από τη μεταδοτικότητα του δασκάλου όσο και από τη δεκτικότητα των μαθητών. Το ότι οι γιοι του Περικλή δεν μπόρεσαν να διδαχθούν την πολιτική αρετή, μπορεί να σημαίνει είτε ότι ο Περικλής δεν είχε την ικανότητα να τους μεταδώσει τις αρετές του είτε ότι οι γιοι του ήταν ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Βέβαια, μια προσεκτικότερη εξέταση του σωκρατικού επιχειρήματος αναδεικνύει τον παιδαγωγικό προβληματισμό του φιλοσόφου σχετικά με τη σημασία του μαθητή ως ιδιαίτερης και μοναδικής ατομικότητας στη διαδικασία μάθησης και διαμόρφωσής του. Η διδασκαλία δεν μπορεί να αγνοεί την «ἰδίαν φύσιν» του μαθητή, αλλά να την προϋποθέτει λογικά και να την οδηγεί σε μια πορεία γνώσης που γίνεται συγχρόνως πορεία αυτογνωσίας και αυτοϋπέρβασης με σκοπό την κατάκτηση της αρετής και της ευδαιμονίας.
γ. Όλοι γνώριζαν τη διανοητική κατάσταση των γιων του Περικλή. Επομένως, δεν μπορεί να αποδειχθεί το ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται.
δ. Τέλος, ούτε η περίπτωση του Κλεινία («Κι αν θέλεις ... τι να κάνει μαζί του») μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα ικανό να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Ο Κλεινίας αποτελούσε μια ειδική περίπτωση μαθητή, ανεπίδεκτου μαθήσεως. Συνιστά δηλαδή μια μεμονωμένη περίπτωση, μια εξαίρεση στον κανόνα, στην οποία δεν μπορούμε να βασιστούμε για να εξαγάγουμε γενικά και ασφαλή συμπεράσματα.
Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια.
Ο Πρωταγόρας είχε μιλήσει για "πολιτική τέχνη". Ο Σωκράτης στο λόγο του αναφέρεται στην "πολιτική ἀρετή" και οδηγείται τελικά στην αρετή γενικά.
Η έννοια της αρετής είχε στην αρχαιότητα ευρύτερη χρήση από τη σημερινή. Σήμαινε την καλύτερη δυνατή κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να βρεθεί ένα πράγμα. Εκφράσεις όπως «αρετή οφθαλμού ή ωτός» απέδιδαν την άριστη λειτουργία του σωματικού οργάνου, δηλαδή την άριστη λειτουργία του ματιού ή του αυτιού αντίστοιχα. Επίσης με την έννοια της αρετής αποδιδόταν μια κατάσταση αρτιότητας και ολοκληρωμένης διαμόρφωσης ενός όντος. Για παράδειγμα οι εκφράσεις «αρετή ανθρώπου» και «αρετή ίππου» φανερώνουν ότι τα αναφερόμενα όντα βρίσκονται σε κατάσταση πλήρους ανάπτυξης των γνωρισμάτων τους, που συνιστούν την ουσία τους, και έχει ολοκληρωθεί η διαμόρφωσή τους σε τέλειες υπάρξεις σύμφωνα με το είδος τους. Δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάτι η έννοια της αρετής, όταν υπάρχει έλλειψη ή ατέλεια στην πλήρη ανάπτυξη των γνωρισμάτων που το καθιστούν τέλεια ύπαρξη κατά το είδος. Τότε αυτό υποπίπτει στην κατάσταση του «αισχρού», του άσχημου, και του «αχρείου», του άχρηστου.
Η «πολιτική αρετή» είναι η άρτια και πλήρης διαμόρφωση του πολίτη, που μπορεί να ορισθεί ως ο ανθρώπινος τύπος ο οποίος έχει αναπτύξει σύμμετρα και σωστά τις ικανότητες και ιδιότητες που ταιριάζουν στο ελεύθερο και υπεύθυνο πρόσωπο. Η ολιστική σύλληψη του πολιτικού φαινομένου από τους αρχαίους Έλληνες σήμαινε ότι ο σωστός άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι και ο ολοκληρωμένος πολίτης, αφού ο άνθρωπος ζει πολιτικά, δηλαδή ζει σε οργανωμένη συμβιωτική κοινότητα, της οποίας είναι αναπόσπαστο μέλος και μοιράζεται τη συνυπευθυνότητα για την ύπαρξή της με τους ομοίους του. Η πολιτική αρετή ως ολοκλήρωση των επιμέρους αρετών ήταν προϋπόθεση της πολιτικής πράξης και απαιτούσε καθολική κατάρτιση (στο καθεστώς της άμεσης δημοκρατίας ο πολίτης όφειλε να διατυπώνει προτάσεις στο βουλευτικό σώμα για όλα τα θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος), ηθικές ιδιότητες όπως δικαιοσύνη, παρρησία κ.τ.λ. και υπέρβαση του εγώ μέσω του εγώ με την ικανότητα να εξουσιάζει δίκαια και χρηστά τους άλλους. Συγγενής έννοια είναι η «ανδρός αρετή», δηλαδή η άρτια διαμόρφωση του σωστού ανθρώπου.
Στο κείμενο, που εξετάζουμε, με τον όρο «πολιτική τέχνη» γίνεται η πρώτη πρόσβαση στο θέμα του διαλόγου που είναι το διδακτό της πολιτικής αρετής. Παραλλαγές αυτού του όρου στο κείμενο είναι η πολιτική αρετή, η ανδρός αρετή ή απλώς αρετή. Αφορά την επιτυχή δράση του ατόμου στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα η οποία χρειάζεται την κατάλληλη αγωγή που αποβλέπει στη βελτίωση της ανθρώπινης φύσης. Θα μπορούσαμε μόνο να παρατηρήσουμε ότι με τον όρο τέχνη τονίζεται περισσότερο η σημασία της μαθητείας, της αποκτημένης ικανότητας (τέχνη < τίκτω), ενώ με τον όρο αρετή υποβάλλεται περισσότερο η αυθυπαρξία των ικανοτήτων στον άνθρωπο.
Ποια η σημασία του όρου "ἀρετή" στο κείμενο;
Σε ποιο σημείο του κειμένου μπορούμε να εντοπίσουμε "μεθοδολογικό" τέχνασμα του Σωκράτη σχετικά με τη διδασκαλία της αρετής; Ποια εντύπωση δημιουργεί και που αποβλέπει;
Το μεθοδολογικό τέχνασμα εντοπίζεται στη φράση "γιατί εγώ δε θεωρούσα... δεν μπορώ να το αμφισβητήσω". Η φράση αυτή εμπεριέχει φιλοφροσύνη για το κύρους του σοφιστή, όμως υποκρύπτει και μία ειρωνεία σχετικά με το διδακτό ή μη της αρετής. Ο Σωκράτης δίνει την εντύπωση ότι δεν πιστεύει στο διδακτό της αρετής. Στην ουσία όμως "αμφιβάλλει" ώστε να αναγκάσει τον Πρωταγόρα να αποδείξει το αντίθετο. Ο Σωκράτης ποτέ δεν υποστήριξε ότι η "κακία είναι έμφυτη", αντίθετα τη θεωρούσε αποτέλεσμα άγνοιας. Βασική αρχή της φιλοσοφίας του ήταν το "οὐδεὶς ἑκὼν κακός". Κανένας δεν είναι κακός με τη θέληση του, αλλά από άγνοια της αρετής. Γενικά πίστευε ότι ο άνθρωπος πρέπει να γνωρίσει τις σταθερές αρχές κάτι που θα το πετύχει με τη λογική του, όταν συνηθίσει να τη χρησιμοποιεί και όχι με τις αισθήσεις. Αυτή η γνώση μπορεί να φέρει τον άνθρωπο στην "εὑδαιμονία", στο καλό και στο δίκαιο, επομένως στην "ἀρετή".
Η φράση βέβαια του Σωκράτη: "το σωστό εκ μέρους μου είναι να πω" αποκαλύπτει μεν τη μετριοφροσύνη του αλλά και την αποφασιστικότητα του να εκθέσει τη δική του αντίθετη άποψη.
Εκφώνηση
α)Τι είναι και σε ποιο σημείο του κειμένου παρατηρείται η "σωκρατική ειρωνεία";
"Σωκρατική ειρωνεία": ονομάζεται η προσποιητή άγνοια που επιδείκνυε ο φιλόσοφος στις συζητήσεις του. Συγκεκριμένα προσποιούνταν ότι δεν γνώριζε τίποτα, αλλά ότι ενδιαφερόταν να μάθει από τους άλλους. Σε κανέναν όμως δεν υποσχόταν ότι θα διδάξει κάτι το συγκεκριμένο. Αντίθετα πίστευε ότι κάθε άνθρωπος αν μάθει να χρησιμοποιεί το νους του, τη λογική του, θα μπορέσει να σκεφτεί και να βρει την αλήθεια. Έτσι ο Σωκράτης δεν πρόσφερε έτοιμες γνώσεις αλλά με τις κατάλληλες ερωτήσεις έκανε τον συνομιλητή πρώτα να συνειδητοποιήσει την πλάνη του σ' ένα θέμα και την πνευματική του κατωτερότητα και στη συνέχεια να φτάσει σε γνώσεις που ήδη είχε μέσα του.
- «Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν, αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: σε αυτό το σημείο χρησιμοποιείται η ειρωνεία ως σχήμα λόγου˙ είναι η προσποιητή, δηλαδή, χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που έχουν νόημα αντίθετο από εκείνο που έχει στον νου του αυτός που μιλάει. Στο σημείο αυτό, με ευγένεια, προβάλλει την αμφισβήτηση του για την ειδικότητα που ισχυρίζεται ότι κατέχει με σκοπό να τον προκαλέσει ώστε να αναπτύξει την άποψη του.
- «... ωραία τέχνη κατέχεις», «Αφού όμως το λες εσύ ...», «... έχεις μεγάλη πείρα σε πολλά ζητήματα»: στις φράσεις αυτές η ειρωνεία καλύπτεται πίσω από φαινομενικές φιλοφρονήσεις προς το πρόσωπο του Πρωταγόρα.
- «... αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: η ειρωνεία εκφράζεται εδώ μέσω της αμφισβήτησης για την ειδικότητα που ισχυρίζεται ότι κατέχει ο συνομιλητής του.
Μελετώντας, βέβαια, συνολικά τη στάση του Σωκράτη απέναντι στον σοφιστή Πρωταγόρα παρατηρούμε ότι ο φιλόσοφος δεν διατυπώνει τις θέσεις του δογματικά, αλλά εκφράζεται με ευγένεια και μετριοφροσύνη («δεν θεωρούσα …», «νομίζω πως …»). Παράλληλα, δείχνει να σέβεται την άποψη του συνομιλητή του και να αναγνωρίζει το κύρος του («δεν μπορώ να το αμφισβητήσω», «κάμπτομαι και πιστεύω … μόνος σου»). Συνεπώς, η λεπτή ειρωνεία που επισημάναμε στο ύφος του φιλοσόφου δεν έχει ως στόχο να προσβάλει και να υπονομεύσει το κύρος και την αξία του Πρωταγόρα, αλλά απλώς να τον προκαλέσει και να τον αναγκάσει να αναπτύξει διεξοδικά τις θέσεις του.
Εκφώνηση
"Ο Σωκράτης δε διδάσκει την αρετή, αλλά προβληματίζεται πάνω σ' αυτή" Να ερμηνεύσετε τη διαφορά.
Ο Σωκράτης δε "διδάσκει" την αρετή, όπως γενικά δεν υποσχόταν ότι θα διδάξει κάτι το συγκεκριμένο. Βασική του αρχή και μέθοδος ήταν να μη προσφέρει έτοιμες γνώσεις αλλά μέσα από κατάλληλα επιλεγμένες ερωτήσεις έκανε το συνομιλητή αφού συνειδητοποιήσει την άγνοια του, να φτάσει στη γνώση, χρησιμοποιώντας το νου του. Επομένως στόχος του είναι να προβληματίσει σχετικά με το περιεχόμενο του όρου "ἀρετή" και τη δυνατότητα να διδαχτεί ή όχι και όχι να διδάξει την αρετή.
Από που προέρχονται οι γνώσεις του Πρωταγόρα κατά το Σωκράτη; Τι συμπεραίνουμε για την πηγή της γνώσης και έμμεσα για τη δυνατότητα και τα όρια της;
Οι γνώσεις του Πρωταγόρα προέρχονται από εμπειρία, παιδεία και προσωπική αναζήτηση. Η εμπειρία έχει να κάνει με γνώσεις που απορρέουν μέσα από τα βιώματα, η παιδεία παρέχει γνώσεις που αποκτώνται με τη μελέτη και η προσωπική αναζήτηση, η έρευνα, οδηγεί σε γνώσεις που προκύπτουν μέσα από τον προσωπικό μόχθο αναζήτησης της αλήθειας. Το τελευταίο, η προσωπική δηλαδή συμβολή είναι που προσδιορίζει και τα όρια του καθένα. Μέχρι που μπορεί να φτάσει στην προσπάθεια του για αναζήτηση της αλήθειας και κατάκτηση της γνώσης.
Για ποιες μεθόδους διδασκαλίας των σοφιστών γίνεται λόγος στο κείμενο;
Βασικές μέθοδοι διδασκαλίας των σοφιστών, ήταν:
Ο μύθος, τον οποίο επίσης θα χρησιμοποιήσει ο Πρωταγόρας, είναι αφήγηση με ποιητικό χαρακτήρα που προέρχεται από την παράδοση ή αποτελεί κατασκευή κάποιου διανοητή. Ο μύθος του "Προμηθέα" που θα χρησιμοποιήσει ο Πρωταγόρας έχει προφανώς αυτό τον ποιητικό και συμβολικό χαρακτήρα.
Εκφώνηση
Η θέση του μύθου στη διδασκαλία των σοφιστών.
Οι σοφιστές χρησιμοποίησαν το "μύθο" ως διδακτικό μέσο γιατί πίστευαν στην παιδαγωγική του δύναμη και στην κοινωνική του αποτελεσματικότητα. Ο "μύθος" μεταστοιχειώνεται· γίνεται δηλαδή φιλοσοφικός μύθος για να συμπληρώσει το φιλοσοφικό λόγο. Οι σοφιστές αν και θεωρούνταν υπερασπιστές του λόγου, καταφεύγουν συστηματικά στο "μύθο" όταν κρίνουν ότι χρειάζεται να δώσουν στη διδασκαλία τους την "επαγωγική" του δύναμη. Απ' αυτή την άποψη οι σοφιστές συνεχίζουν και υπερβαίνουν την παράδοση αλλά δεν αναπαράγουν ούτε δέχονται μυθικές ερμηνείες. Αντίθετα πολλές φορές παρουσιάζουν στη διδασκαλία τους προτάσεις εναλλακτικές.
Εκφώνηση
Να εντοπίσετε στο κείμενο τη χρήση της "επαγωγικής μεθόδου" του Σωκράτη και να την αξιολογήσετε.
Η μέθοδος του Σωκράτη για την αναζήτηση της απόλυτης ουσίας των ηθικών εννοιών ήταν η "επαγωγική", "οι επακτικοί λόγοι", με σκοπό την εξαγωγή καθολικών ορισμών, "τό ὀρίζεσθαι καθόλου". Ξεκινώντας δηλαδή από παραδείγματα,[1] κυρίως από την καθημερινή ζωή και εμπειρία, προσπαθούσε να οδηγήσει τη σκέψη του συνομιλητή του στην εξαγωγή καθολικών συμπερασμάτων που θα ξεπερνούν την εμπειρία και θα οδηγούν στην απόλυτη γνώση του θέματος. Όταν προέκυπτε ένας απόλυτος ορισμός, μια απόλυτη γνώση, για την αλήθεια του καλού και του κακού, του δίκαιου και της αδικίας, της ομορφιάς και της ασχήμιας, της σωφροσύνης και της άνοιας, η διαδικασία αυτή είχε απόλυτη επιτυχία. Μ' αυτόν τον τρόπο ο Σωκράτης, ο άνθρωπος που ένα μόνο γνώριζε, την ίδια την άγνοια, σημάδεψε την πορεία της φιλοσοφικής σκέψης αποδεικνύοντας πως η λογική σκέψη και όχι οι αισθήσεις είναι ο μοναδικός οδηγός προς την αλήθεια, το καθολικό, το αιώνιο. Στο κείμενο η μέθοδος αυτή εντοπίζεται στην ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας του σχετικά με το μη διδακτό της αρετής. (βλ. ερ.4).
Πως κρίνετε τη στάση του αθηναϊκού δήμου όπως την περιγράφει ο Σωκράτης απέναντι στους ειδικούς πάνω σε κάποια συγκεκριμένα ζητήματα και απέναντι στους πολίτες που, σε γενικά θέματα θέλουν να δώσουν τη γνώμη τους στην πολιτική συνέλευση. Ποια θεωρείτε ότι είναι η στάση των σημερινών πολιτικών κοινωνιών απέναντι στο θέμα;
(Eρώτηση σχολικού βιβλίου σελ. 73)
Οι Αθηναίοι, όταν στην εκκλησία του δήμου καλούν ειδικούς, προκειμένου να εκθέσουν τη γνώμη τους σε περιπτώσεις κατά τις οποίες συζητούνται θέματα της αρμοδιότητας τους, ενεργούν σωστά. Αυτό υποδηλώνει μία ώριμη στάση αφού επιδιώκεται να ακουστεί ο ειδήμων και έτσι αποφεύγεται ο κίνδυνος να μιλά ο καθένας για το καθετί χωρίς να το κατέχει. Επίσης στο πλαίσιο της ανταλλαγής απόψεων όταν διεξάγεται συζήτηση πολιτική ή γνωμοδοτική και η συμβουλευτική παρουσία των πολιτών είναι απαραίτητη προκειμένου να υπάρξει σωστή ενημέρωση η οποία θα οδηγήσει στη λήψη ορθών αποφάσεων. Τη στιγμή που τα συγκεκριμένα ζητήματα είναι έργα κοινής ωφέλειας, η συμμόρφωση της εκκλησίας του δήμου στις υποδείξεις των ειδικών είναι στάση επιβαλλομένη αφού μόνο αυτοί μπορούν να εγγυηθούν την ολοκληρωμένη επίτευξη έργων που συμβάλλουν στην ευμάρεια της πόλης και την πολιτιστική πρόοδο.
Εκφώνηση
Συνοψίστε και συζητήστε τους λόγους για τους οποίους ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι η αρετή δεν μπορεί να μεταδοθεί.
(Ερώτηση σχολικού βιβλίου σελ. 73)
Ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι η πολιτική αρετή δεν μπορεί να διδαχθεί. Για να στηρίξει αυτή τη θέση παρουσιάζει τα παρακάτω επιχειρήματα:
α. Στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι είναι σοφοί, συζητούν για θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για θέματα που αφορούν τη διοίκηση της πόλης, δέχονται τη συμβουλή οποιουδήποτε πολίτη ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής, γιατί πιστεύουν πως όλοι έχουν πολιτική αρετή χωρίς να την έχουν διδαχτεί από πουθενά.
β. Οι πιο σοφοί και άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή (την πολιτική αρετή) που έχουν οι ίδιοι σε άλλους (χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα του Περικλή και του Αρίφρονα).
Τα επιχειρήματα του Σωκράτη έχουν λογική βάση και κρίνονται αρκετά ικανοποιητικά. Ωστόσο, μπορούμε να εντοπίσουμε και αδύνατα σημεία. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα παρατηρούμε τα εξής:
α. Χαρακτηρίζει όλους τους Αθηναίους σοφούς («Εγώ λοιπόν θεωρώ ... οι Αθηναίοι είναι σοφοί»), παρόλο που γνωρίζουμε και από την Ἀπολογία Σωκράτους και από άλλα πλατωνικά έργα την υποτιμητική γνώμη που έτρεφε για αυτούς. Εξάλλου, η άποψη αυτή αποτελεί μάλλον μια υπερβολική και υπεραπλουστευτική γενίκευση που δεν μπορεί να ευσταθεί, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ιστορικά παραδείγματα επιφανών πολιτικών της εποχής, όπως ο Κλέων και ο Αλκιβιάδης, οι οποίοι αποδείχτηκαν διεφθαρμένοι.
β. Ο Σωκράτης θεωρεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, επειδή όλοι οι Αθηναίοι ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής συμμετέχουν ενεργά στα κοινά και εκφράζουν τη γνώμη τους στην Εκκλησία του Δήμου για θέματα που αφορούν την πόλη. Στην πραγματικότητα, αναφέρεται στα δικαιώματα της ισηγορίας και της παρρησίας, που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που ίσχυε τότε στην Αθήνα. Το ότι όμως όλοι οι Αθηναίοι πολίτες εξέφραζαν ελεύθερα τη γνώμη τους δεν αποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται ούτε ότι όλοι τη διέθεταν, καθώς στην Εκκλησία του Δήμου εκφράζονταν και απόψεις που δεν διέπονταν από πολιτική αρετή.
γ. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν διδαχτεί από πουθενά την πολιτική αρετή. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, γιατί οι Αθηναίοι από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας: συμμετείχαν ενεργά στα κοινά, διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά, παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά αποτελούσαν έμμεση και άτυπη δια βίου διδασκαλία της πολιτικής αρετής.
Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
α. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή που ο ίδιος διέθετε στους γιους του. Από αυτό το σημείο αντιλαμβανόμαστε ότι διαφορετικό περιεχόμενο προσδίδει ο Σωκράτης στον όρο «πολιτική αρετή» και διαφορετικό ο Πρωταγόρας (αυτό θα γίνει επίσης εμφανές στην 7η ενότητα, όπου ο Πρωταγόρας προσπαθεί να αντικρούσει αυτό το επιχείρημα του Σωκράτη). Ειδικότερα, με τον όρο «πολιτική αρετή» ο Σωκράτης εννοεί την τέχνη «τοῦ λέγειν καὶ πράττειν τὰ τῆς πόλεως», ενώ ο Πρωταγόρας εννοεί όλες εκείνες τις αρετές που πρέπει να διαθέτει κάποιος για να λειτουργεί σωστά ως πολίτης. Ο Σωκράτης, λοιπόν, εννοεί την αρετή ως ενιαία ολότητα που είναι σύμφυτη με τη γνώση και όχι άθροισμα επιμέρους αρετών στο οποίο ο καθένας μπορεί να συμμετάσχει όπως νομίζει, και δεν διαχωρίζει την ικανότητα των μεγάλων πολιτικών ηγετών από την πολιτική αρετή των απλών πολιτών. Το γεγονός, όμως, ότι οι γιοι του Περικλή δεν έφτασαν τις ικανότητες του πατέρα τους και δεν έγιναν μεγάλοι πολιτικοί δεν σημαίνει ότι ήταν διεφθαρμένοι και δεν διέθεταν την πολιτική αρετή ως πολίτες.
β. Η αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας εξαρτάται τόσο από τη μεταδοτικότητα του δασκάλου όσο και από τη δεκτικότητα των μαθητών. Το ότι οι γιοι του Περικλή δεν μπόρεσαν να διδαχθούν την πολιτική αρετή, μπορεί να σημαίνει είτε ότι ο Περικλής δεν είχε την ικανότητα να τους μεταδώσει τις αρετές του είτε ότι οι γιοι του ήταν ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Βέβαια, μια προσεκτικότερη εξέταση του σωκρατικού επιχειρήματος αναδεικνύει τον παιδαγωγικό προβληματισμό του φιλοσόφου σχετικά με τη σημασία του μαθητή ως ιδιαίτερης και μοναδικής ατομικότητας στη διαδικασία μάθησης και διαμόρφωσής του. Η διδασκαλία δεν μπορεί να αγνοεί την «ἰδίαν φύσιν» του μαθητή, αλλά να την προϋποθέτει λογικά και να την οδηγεί σε μια πορεία γνώσης που γίνεται συγχρόνως πορεία αυτογνωσίας και αυτοϋπέρβασης με σκοπό την κατάκτηση της αρετής και της ευδαιμονίας.
γ. Όλοι γνώριζαν τη διανοητική κατάσταση των γιων του Περικλή. Επομένως, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται.
δ. Τέλος, ούτε η περίπτωση του Κλεινία μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα ικανό να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Ο Κλεινίας αποτελούσε μια ειδική περίπτωση μαθητή, ανεπίδεκτου μαθήσεως. Συνιστά δηλαδή μια μεμονωμένη περίπτωση, μια εξαίρεση στον κανόνα, στην οποία δεν μπορούμε να βασιστούμε για να συνάγουμε γενικά και ασφαλή συμπεράσματα.
Εξετάζοντας συνολικά την επιχειρηματολογία του Σωκράτη οδηγούμαστε στις εξής διαπιστώσεις και συμπεράσματα:α. Τα επιχειρήματά του είναι εμπειρικά και περιγραφικά. Δίνονται με παραδείγματα και όχι με την αλληλουχία διεισδυτικών σκέψεων, όπως θα ήταν αναμενόμενο από τον Σωκράτη. Επομένως, φαίνεται να ανήκουν στην κατηγορία των επιχειρημάτων που ο Αριστοτέλης ονομάζει «ἐξ εἰκότων», δηλαδή πιθανολογικά.
β. Τα επιχειρήματά του εμπεριέχουν αντιφάσεις: από τη μία ο φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι όλοι κατέχουν την πολιτική αρετή, ενώ από την άλλη διαπιστώνεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την έχουν, όπως οι γιοι του Περικλή ή ο Κλεινίας.
Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια.
Να παρουσιάσετε επιγραμματικά την άποψη του Πρωταγόρα και του Σωκράτη σχετικά με τη διδασκαλία της πολιτικής αρετής.
Το αντικείμενο της διδασκαλίας του Πρωταγόρα και η βασική του θέση είναι ότι η πολιτική αρετή μπορεί να διδαχθεί. Ο Σωκράτης από την άλλη εκφράζει μια εντελώς αντίθετη άποψη, ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται και ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να τη μεταδώσουν σε άλλους.
Ποιο το περιεχόμενο της «εὐβουλίας» σύμφωνα με τον Πρωταγόρα; Ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του τρόπου ζωής των Αθηναίων πολιτών;
Ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι το αντικείμενο της διδασκαλίας του είναι η «εὐβουλία», δηλαδή η σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων για θέματα που αφορούν την ιδιωτική ζωή («τὰ οἰκεῖα») και για θέματα που αφορούν τη δημόσια ζωή.
Με τα πρώτα ο μαθητής θα γίνει ικανότερος στη διευθέτηση και οργάνωση των υποθέσεων του οίκου του.
Συγκεκριμένα, «οἶκος» στην αρχαία Ελλάδα δεν σήμαινε μόνο «σπίτι», όπως σήμερα, ούτε δήλωνε μόνο την «οικογένεια» (δηλαδή το σύνολο των μελών μιας ομάδας ανθρώπων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς). Ο «οἶκος», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του, ήταν η μικρότερη μονάδα, το μικρότερο συστατικό στοιχείο της κοινωνίας˙ φυσικά, ειδικά στις αρχαϊκές κοινωνίες, ο οίκος ήταν συνδεδεμένος και με την κατοχή γης (αυτό δεν ίσχυε πια αναγκαστικά σε κοινωνίες όπως η Αθήνα του 5ου αιώνα, με ανεπτυγμένη εμπορική και βιοτεχνική οικονομία). Το χαρακτηριστικό του οίκου πάντως, στο ιδεολογικό επίπεδο, ήταν ότι είχε μια συνέχεια μέσα στον χρόνο, είχε παρελθόν (τους προγόνους) και μέλλον (τους απογόνους). Γι’ αυτό και ήταν υποχρέωση κάθε ενήλικου άνδρα να σεβαστεί το παρελθόν του οίκου του και να εξασφαλίσει τη συνέχειά του στο μέλλον. Άρα, η κοινωνική στάση και το ήθος κάθε άνδρα είχε συνέπειες όχι μόνο ατομικές, αλλά και ως προς τη συντήρηση και διατήρηση του κύρους του οίκου του. Τα «οἰκεῖα» είναι, επομένως, όλες οι υποθέσεις που σχετίζονταν με την οικονομική και κοινωνική ευμάρεια ενός οίκου και αποτελούσαν ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του ενήλικου άνδρα. Άλλωστε, μόνο αν κάποιος μάθει να διευθετεί σωστά τις υποθέσεις του οίκου του, θα μπορέσει να διευθετήσει σωστά και τις πολιτικές υποθέσεις, πράγμα που προδίδει τη νοοτροπία των αρχαίων Ελλήνων να λειτουργούν περισσότερο ως μέλη ενός συνόλου παρά ως άτομα.
Γενικά οι δύο συνομιλητές φαίνεται ότι δέχονται σιωπηλά ως κοινή βάση της εξέτασης που επιχειρούν ότι η πόλις δεν ακυρώνει τον οίκο, αλλά τον προϋποθέτει και συγχρόνως τον υπερβαίνει με σχέση εσωτερικής αμοιβαιότητας, όπως ακριβώς το δημόσιο συμφέρον δεν καταργεί το ατομικό, αλλά βρίσκονται σε μια σχέση αλληλοτροφοδότησης.
Με τα θέματα που αφορούν τη δημόσια ζωή ο μαθητής θα γίνει ικανός στο να πράττει και να μιλά για πολιτικά θέματα.
Παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας σε αυτό το σημείο προτάσσει το ρήμα «πράξει», που αφορά τις πολιτικές αποφάσεις και ενέργειες, ενώ τοποθετεί δεύτερο στη σειρά το ρήμα «μιλήσει», που αφορά τον πολιτικό λόγο που εκφράζεται στην Εκκλησία του Δήμου (πρωθύστερο σχήμα). Η πρόταξη αυτή σκόπιμα επιλέγεται από τον Πρωταγόρα, για να τονιστεί ότι η πολιτική δράση έχει μεγαλύτερη σημασία από τη θεωρία. Μια δεύτερη ερμηνεία της σειράς των ρημάτων «πράξει και μιλήσει» συνδέεται με τον εμπειρισμό του Πρωταγόρα, καθώς υποστηρίζει ότι η εμπειρία/το εμπειρικό δεδομένο κινεί τη νόηση. Με αυτή την οπτική η πράξη (=εμπειρικό δεδομένο) τροφοδοτεί αναγκαία το νοεῖν και τον λόγο του ανθρώπου. Άρα, ο λόγος παράγεται με βάση τα δεδομένα της εμπειρίας και αποτελεί προϊόν της νοητικής επεξεργασίας της.
Από τα παραπάνω προκύπτει και η τεράστια σημασία που είχε για τον αρχαίο Έλληνα η σύζευξη λόγων και έργων. Η στάση αυτή εκδηλώνεται ήδη στα ομηρικά έπη. Συγκεκριμένα, στη ραψωδία Ι της Ιλιάδας, ο γέροντας Φοίνικας καλεί τον Αχιλλέα να γίνει «μύθων ῥητὴρ πρηκτήρ τε ἔργων», να είναι δηλαδή ικανός στα λόγια και στα έργα, καλός ομιλητής και γενναίος πολεμιστής. Έκτοτε, διαμορφώθηκε σταδιακά η άποψη ότι τα μεγάλα λόγια πρέπει να συνοδεύονται από ανάλογες πράξεις, για να έχουν αξία. Ο Θουκυδίδης μάλιστα στον Ἐπιτάφιο θα μιλήσει με έμφαση για την ανάγκη λόγων και έργων ως στοιχείων αποδεικτικών της ανδρείας των ανθρώπων. Άρα, αντιλαμβανόμαστε ότι το αντικείμενο διδασκαλίας του Πρωταγόρα ανταποκρίνεται στην απαίτηση των Αθηναίων για σύζευξη λόγων και έργων.
Εν κατακλείδι ο ολοκληρωμένος πολίτης οφείλει με την πράξη και τον λόγο του να δραστηριοποιείται και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή.
Εκφώνηση
Να διαγράψετε το ήθος των δύο συνομιλητών.
Η ζωντάνια και η παραστατικότητα που διέπουν τον διάλογο μεταξύ του Πρωταγόρα και του Σωκράτη μας δίνουν τη δυνατότητα να διαγράψουμε με ενάργεια το ήθος τους.
Έτσι, παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας εμφανίζεται γεμάτος αυτοπεποίθηση και σιγουριά ότι μπορεί να διδάξει την «εὐβουλία». Η αυτοπεποίθησή του κορυφώνεται μετά την εσκεμμένη αμφισβήτηση των δυνατοτήτων του από τον Σωκράτη. Διαφοροποιείται από τους άλλους σοφιστές και υπερτονίζει το «εγώ» του. Η αυτεπίγνωση της αξίας του στους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας τον οδηγεί σε αυτοπροβολή και τάση επίδειξης. Άλλωστε, είναι ένας καταξιωμένος και φημισμένος δάσκαλος, που έχει βιώσει τον σεβασμό των συγχρόνων του και το κύρος του είναι αδιαμφισβήτητο. Όλα τα παραπάνω αποκαλύπτονται από τα εξής χωρία: «Το μάθημα [το οποίο] διδάσκω ...», «Αυτό ακριβώς, Σωκράτη, είναι το μάθημα που ισχυρίζομαι πως διδάσκω», «Εγώ νομίζω πως είναι πιο χαριτωμένο να σας πω έναν μύθο».
Με τη σειρά του, ο Σωκράτης είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί με ευγένεια, σεβασμό και λεπτότητα να διαφωνήσει με τον συνομιλητή του. Χρησιμοποιεί λεπτή «ειρωνεία», χωρίς όμως να γίνεται προσβλητικός. Διακρίνεται για τη λογική και συγκροτημένη σκέψη του στην προσπάθειά του να ανακαλύψει την αλήθεια στην οποία είναι προσηλωμένος. Τέλος, δείχνει να αντιμετωπίζει με ηρεμία τις αντίθετες απόψεις και να μην παραφέρεται. Δηλωτικές των παραπάνω γνωρισμάτων του είναι οι φράσεις: «Άραγε παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου;», «Αφού όμως το λες εσύ, εγώ δεν μπορώ να το αμφισβητήσω.», «Αλλά το σωστό εκ μέρους μου είναι να πω για ποιο λόγο νομίζω πως ...», «Εγώ λοιπόν, Πρωταγόρα, ... και κάνε το».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου