ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ Μ.Ε.

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΑΡΗΣ

ΝΤΑΝΟΠΟΥΛΟΥ – ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΟΛΓΑ

Αγαπητοί γονείς και μαθητές, καλωσορίσατε στη σελίδα του φροντιστηρίου μας. Στόχος μας η καλύτερη δυνατή επικοινωνία μαζί σας και η διαρκής ενημέρωση για όλα όσα αφορούν τη λειτουργία και τις παροχές του φροντιστηρίου μας

Στο Φροντιστήριό μας προετοιμάζουμε τους μελλοντικούς πρωταγωνιστές. Η απόλυτη εξειδίκευσή μας στο χώρο των φιλολογικών και οικονομικών μαθημάτων, καθώς και η πολυετής πείρα μας στο χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης, θέτουν από νωρίς τις βάσεις της επιτυχίας και διευκολύνουν τη δουλειά του υποψηφίου.

Άλλωστε, οι επιτυχίες μιλάνε για εμάς: με εισακτέους στα τμήματα στρατιωτικών σχολών, όπως ΣΣΑΣ Νομικής, ΣΣΑΣ Οικονομικών, ΣΜΥ, στις παραγωγικές σχολές των Αξιωματικών και Αστυφυλάκων ΕΛ.ΑΣ, Πυροσβεστικής, αλλά και στα υψηλής ζήτησης Ανώτερα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας όπως η Νομική, Φιλολογία, Παιδαγωγικά Τμήματα, Αγγλική Φιλολογία, Ψυχολογία και Οικονομικά Τμήματα, αποδεικνύουμε τη σκληρή μας δουλειά.

Το Φροντιστήριό μας άλλωστε είναι και πιστοποιημένο συνεργαζόμενο κέντρο της UNICERT (σύγχρονου Φορέα Πιστοποίησης Ανθρώπινου Δυναμικού, πιστοποιημένου από τον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. και διαπιστευμένου από τον Ε.ΣΥ.Δ, τα πιστοποιητικά του οποίου αποτελούν απαραίτητο εφόδιο για προσλήψεις στο ελληνικό δημόσιο και διαγωνισμούς Α.Σ.Ε.Π.), αποκλειστικού αντιπροσώπου του Πανεπιστημίου FREDERICK της Κύπρου ( με έδρα τη Λευκωσία, ενώ σχολές και τμήματα λειτουργούν και στη Λεμεσό), το οποίο προσφέρει στον ελλαδικό χώρο προγράμματα σε πτυχιακό, μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο (δια ζώσης – εξ αποστάσεως) ομοταγή με τα ελληνικά ΑΕΙ, αναγνωρισμένα από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. ( Διεπιστημονικός Οργανισμός Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης), με έξι (6) σχολές που καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσμα της εκπαίδευσης. Επίσημες γλώσσες του Πανεπιστημίου είναι η Ελληνική και η Αγγλική) για την προώθηση των προγραμμάτων σπουδών του σε πτυχιακό, μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο (δια ζώσης και εξ αποστάσεως).

Κατανοώντας ταυτόχρονα την οικονομική συγκυρία, το φροντιστήριο μας στέκεται δίπλα στην ελληνική οικογένεια με αίσθημα ευθύνης, αναπροσαρμόζοντας τα δίδακτρα του στο πνεύμα της κρίσης και υιοθετώντας προνομιακή τιμολογιακή πολιτική για ειδικές ομάδες μαθητών (όπως έκπτωση διδάκτρων για ανέργους, πολύτεκνους, αδέλφια, μαθητές εκτός Βόλου, εγγραφή δύο μαθητών…) και επιβραβεύοντας την αριστεία (έκπτωση σε αριστούχους).

Ως μέλος του Συλλόγου Φροντιστών Μαγνησίας και της ΟΕΦΕ (Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδος) συμμετέχουμε κάθε χρόνο στα Πανελλαδικά Διαγωνίσματα Προσομοίωσης για όλες τις τάξεις του Λυκείου. Παράλληλα, μέσω ειδικών διαγνωστικών τεστ εντάσσουμε το μαθητή – τρια σε τμήμα ανάλογα με τις δυνατότητές του. Παρέχουμε οργανωμένο υλικό μέσω προσωπικών σημειώσεων αλλά και εκδόσεων Schooltime. gr ως επιστημονικοί συνεργάτες του site.

ü Ομοιογενή τμήματα

ü Δωρεάν έκτακτες ώρες διδασκαλίας

ü Σύγχρονα εποπτικά μέσα

ü Εβδομαδιαία προγραμματισμένα υποχρεωτικά διαγωνίσματα

ü Συνεχής ενημέρωση γονέων για τις πραγματικές επιδόσεις των παιδιών

Βόλος, Τοπάλη 15 (με Δημητριάδος)

Τηλ. Επικοινωνίας: 2421-0-23227 / 6976796234

Υπεύθυνοι σπουδών: Ιωαννίδης Άρης, Φιλόλογος,

Ντανοπούλου – Ιωαννίδου Όλγα

olgantanopoulou@yahoo.gr.

(Facebook, Iωαννίδης Άρης)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (ΣΕΛ. 83)



Ο Συγγραφέας   
Ο Παπαδιαμάντης έζησε τη ζωή του ανάμεσα στη Σκιάθο και στην Αθήνα σε μια ε-ποχή που όλα μεταβάλλονταν κι ο παλιός κόσμος με τα ήθη, τα έθιμα και τις αντιλή-ψεις του γκρεμιζόταν σαν χάρτινος πύργος. Είναι η εποχή όπου έχουν αρχίσει να υποχωρούν οι φεουδαρχικές δομές της ελληνικής κοινωνίας και ένας νέος κόσμος προβάλλει, ο αστικός, με συνέπειες που γίνονται αισθητές σε όλους τους τομείς της της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Πολλοί μελετητές του υποστηρίζουν ότι ο Παπα-διαμάντης ήταν συντηρητικός στις απόψεις του για τη ζωή και την κοινωνία, γι’ αυτό, όπως λένε, ο κόσμος των διηγημάτων του είναι στραμμένος νοσταλγικά στο παρελθόν, παραμένει στατικός και αμετάβλητος. Είναι βαθιά θρησκευόμενος, ένας «κοσμο-καλόγερος», απόκοσμος και μελαγχολικός, μοναχικός, ταπεινός κι ολιγαρκής· επίσης συντηρητικός κι επιφυλακτικός στους αναφομοίωτους νεοτερισμούς της εποχής του.
   Τα θέματα του σχετίζονται με το θρησκευτικό βίο, τη λαϊκή παράδοση και το νησιώτικο περιβάλλον. Οι ήρωες του είναι απλοί άνθρωποι του λαού της υπαίθρου, ταπεινοί και φτωχοί, καρτερικοί και αφελείς. Βάση των διηγημάτων του είναι η ηθογραφία, συνυφασμένη όμως με στοιχεία ψυχογραφικά, κοινωνικά και ρεαλιστικά, ενώ ο λυρισμός του είναι μερικές φορές τόσο έντονος, ώστε πολλές σελίδες μοιάζουν με ποιήματα. Η γλώσσα των πεζογραφημάτων του είναι ιδιόμορφη: στους διαλόγους χρησιμοποιείται η ομιλουμένη λαϊκή γλώσσα, με ιδιωματισμούς της Σκιάθου, στην αφήγηση βάση είναι η καθαρεύουσα, στην οποία όμως βρίσκονται πολλά στοιχεία της δημοτικής· στις περιγραφές χρησιμοποιείται η καθαρεύουσα καθώς και λέξεις της αρχαίας ελληνικής ή και λέξεις της εκκλησιαστικής παράδοσης.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851 και γονείς του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ και η Αγγελική (Γκιουλώ) το γένος Μωραϊτίδη. Μεγάλωσε ανάμεσα σε εννιά παιδιά (τα δυο πέθαναν μικρά) με το φόβο του Θεού καί εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτική ατμόσφαιρα, τις λειτουργίες, τα ξωκκλήσια και την ήσυχη ζωή του νησιώτικου περίγυρου. Όλα αυτά του διαμόρφωσαν μια χριστιανοπρεπή ιδιοσυγκρασία, πού τη διατήρησε με πείσμα ως το τέλος της ζωής του. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο νησί του, εσωτερικός στην Ι. Μονή του Ευαγγελισμού. Φοίτησε ( με πολλές διακοπές λόγω οικονομικών δυσκολιών) στο Γυμνάσιο στη Χαλκίδα, τον Πειραιά καί το τελείωσε στο Βαρβάκειο της Αθήνας. Πάντα φτωχός άρχισε από μαθητής να κερδίζει το ψωμί του με παραδόσεις καί προγυμνάσεις μαθητών. Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, αργότερα μοναχό Νήφωνα, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός. Μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το "αγγελικό σχήμα" επέστρεψε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου, την οποία, με όλες τις προσπάθειες που έκανε, δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής υγεία του, του στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Το ότι δεν πήρε το δίπλωμα του στοίχισε στον πατέρα του, ο οποίος τον περίμενε να γυρίσει καθηγητής στο νησί και να βοηθήσει τίς τέσσερεις αδελφές του. Οι τρεις από αυτές παρέμειναν ανύπαντρες καί του παραστάθηκαν με αφοσίωση, σε όλες τις δύσκολες στιγμές του, όπως όταν απογοητευμένος από τη ζωή της Αθήνας, αναζητούσε καταφύγιο στη Σκιάθο.
Οι οικονομικές του ανάγκες ήταν πολλές καί σύντομα αναγκάστηκε επιστρέψει στην Αθήνα. Από τη στιγμή που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο άρχισε να δημοσιογραφεί καί να κάνει μεταφράσεις από τα Γαλλικά και Αγγλικά, που είχε μάθει σε βάθος και που λίγοι τα γνώριζαν τόσο καλά στην εποχή του. Οι απολαβές του όμως ήταν πενιχρές και αναγκαζόταν να ζει σε φτωχικά δωμάτια, όντας πάντα ολιγαρκής καί λιτοδίαιτος.
Η θέση του καλυτέρεψε κάπως, όταν γνωρίστηκε με τον αλησμόνητο καί προοδευτικό δημοσιογράφο Βλάση Γαβριηλίδη, που ίδρυσε την περίφημη για την εποχή της εφημερίδα "Ακρόπολη". Η ζωή του όμως δεν άλλαξε. Αν και η αμοιβή του από την εργασία του στην "Ακρόπολη" ήταν υπέρογκη (έπαιρνε 200 και 250 δραχμές το μήνα) και αρκετά από συνεργασίες του σε άλλες εφημερίδες καί περιοδικά, που ήταν περιζήτητες, η οικονομική του κατάσταση στάθηκε για πάντα η αδύνατη πλευρά του. Γιατί είναι σπάταλος, κακοδιοίκητος, άταχτος. Όταν πάρει το μισθό του, θα πληρώσει τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, (πού έτρωγε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια) θα δώσει το νοίκι, θα στείλει στη Σκίαθο, θα μοιράσει στους φτωχούς, θα σπαταλήσει σαν άρχοντας μ' ανοιχτό χέρι, χωρίς υπολογισμό, χωρίς σκέψη της αυριανής μέρας. Κι έτσι θα μείνει, όπως πριν, απένταρος, στενοχωρημένος, χωρίς να μπορέσει να πάρει ένα μαντίλι, ένα πουκάμισο, να κάνει μια φορεσιά ρούχα, πού τόσο είχε ανάγκη. Κι αυτή η ιστορία γίνεται πάντα, τα παθήματα δεν του γίνονται μαθήματα, να βάλει μια τάξη στη ζωή του. Έμεινε για πάντα άτσαλος, αδέξιος, άψήφιστος, αδιάφορος. Δεν είναι άξιος να περιποιηθεί τον εαυτό του, η ανεμελιά του δεν έχει όρια, και συνοδευμένη από κάποια φυσική ραθυμία καί νωθρότητα, με μια πλήρη αδιαφορία για τα βιοτικά, τον κρατά σε μια αξιολύπητοι αθλιότητα. Άπλυτος, απεριποίητος, σχεδόν κουρελής, δεν νοιάζεται για τίποτα. Ενώ μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια γιατί είναι λιτότατος και ασκητικός, σκορπάει τα λεπτά του, και μόνο κάθε πρωτομηνιά έχει χρήματα στην τσέπη του, "Κατ' έκείνην την ήμέραν συνέβη να είμαι πλούσιος.." γράφει κάπου. Ενδεικτικό της σχέσης του με τα χρήματα είναι το περιστατικό που αναφέρει ο Παύλος Νιρβάνας: όταν ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα "Το Άστυ", ο διευθυντής του προσέφερε μισθό 150 δραχμές. Η απάντηση του Παπαδιαμάντη ήταν: "Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό." Η βασανισμένη αυτή ζωή, η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το πιοτό που σιγά-σιγά του έγινε πάθος, το τσιγάρο και η καθημερινή υπερβολική κούραση του κατάστρεψαν την υγεία καί τον έφεραν πρόωρα στο θάνατο.
Μα και γενικά στη ζωή του ήταν απλησίαστος. Του άρεσε η μοναξιά και η απομόνωση. Δεν έπιανε εύκολα φιλίες, και ήταν πάντα επιφυλακτικός, κλεισμένος στον εαυτό του. Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του, όπως ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης και ένας δυο άλλοι. Ακόμα και προς τον Βλάση Γαβριηλίδη, που του στάθηκε ως πατέρας, και τον ενθάρρυνε και τον βοηθούσε πάντα, σε κάθε δύσκολη στιγμή του, δεν του έδειξε την αγάπη, που ίσως θα έπρεπε. Του άρεσε να ζει στον κλειστό έσωτερικό του κόσμο και να ζητεί την πνευματική ανακούφιση, ζωγραφίζοντας τις αναμνήσεις του στα ποιήματα του και τον ποιητικότατο πεζό του λόγο στα διάφορα διηγήματα του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους παλιούς θρύλους του πανέμορφου νησιού του. Αυτός ο περίεργος και απόκοσμος τρόπος ζωής με την παράλληλη προσήλωσή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τη λειτουργική της παράδοση τον έκαναν να ομοιάζει με κοσμοκαλόγερο. Συνήθιζε να ψάλει στον Ι. Ναό Αγίου Ελισαίου ως δεξιός ψάλτης, στον ίδιο
ναό έψαλε ως αριστερός ψάλτης ο εξάδελφός του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης ενώ εφημέριος ήταν ο Άγιος παπα Νικόλας Πλανάς
Η ζωή του Παπαδιαμάντη μέρα με τη μέρα γινόταν δυσκολότερη. Η φτώχεια, το ποτό και η ασυλόγιστη απλοχεριά του έγιναν αιτία να φτάσει σε απελπιστική κατάσταση, παράλληλα με την επιβάρυνση της υγείας του. Οι φίλοι του, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, Παύλος Νιρβάνας, Δημήτριος Κακλαμάνος, Αριστομένης Προβελέγγιος κ.α, διοργάνωσαν μια γιορτή στον Φιλολογικό Σύλλογο "Παρνασσός" το 1908, για τα λογοτεχνικά είκοσιπεντάχρονά του και κατάφεραν να συγκεντρώσουν ένα χρηματικό ποσό, προκειμένου να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο. Πράγματι, ο Παπαδιαμάντης κατόρθωσε να πληρώσει τα χρέη του, να αγοράσει για πρώτη φορά καινούρια ρούχα κι ετοιμάστηκε να επιστρέψει στη Σκιάθο. Μάταια ο Νιρβάνας (γιατρός ο ίδιος) προσπάθησε ώστε να εισαχθεί στο νοσοκομείο. Στα τέλη του Μαρτίου του 1908 έφυγε για το νησί του, με σκοπό να μην ξαναγυρίσει στην πόλη "της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών...", όπως ο ίδιος έγραψε.
Στο νησί του, εξακολούθησε να κάνει τις μεταφράσεις που του έστελνε ο Γιάννης Βλαχογιάννης, για να έχει κάποιον πόρο ζωής, μα υστέρα από λίγο τα χέρια του πρήστηκαν και του ήταν δύσκολο να γράφει. Το ημερήσιο πρόγραμμά του περιλάμβανε πολύ πρωινό ξύπνημα, μια βόλτα στην ακρογιαλιά κι ύστερα εκκλησία, αποζητώντας τη λύτρωση της θρησκευτικής γαλήνης. Μαζεύοντας τα ιστορικά του νησιού και τα παλιά χρονικά, συνέθεσε τα τελευταία του διηγήματατα πιο ώριμα και πιο ολοκληρωμένα.
Ο Παπαδιαμάντης πέθανε τον Ιανουάριο του 1911, υστέρα από επιδείνωση της υγείας του. Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος έγινε πανελλήνιο. Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Πόλη, στην Αλεξάνδρεια κι άλλου. Ορισμένοι ποιητές έγραψαν εγκωμιαστικά τραγούδια (Μαλακάσης, Πορφύρας κ.α.) και τα φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα στη μνήμη του. Ο εκδοτικός οίκος Φέξη, λίγο αργότερα άρχισε την έκδοση των έργων του, που έφτασαν τους έντεκα τόμους. Στα 1924, ο Ελευθερουδάκης εξέδωσε τα Απαντά του με αρκετά ανέκδοτα διηγήματα. Το 1925 πραγματοποιήθηκε η γιορτή των αποκαλυπτηρίων της προτομής του στη Σκίαθο, ενώ στίς εφημερίδες Ελεύθερον Βήμα και Πολιτεία δημοσιεύτηκαν τα τελευταία άγνωστα διηγήματα του. Το 1933, επισκέφτηκαν τη Σκιάθο τετρακόσιοι Γάλλοι διανοούμενοι, που μαζί με εκατόν πενήντα Έλληνες λογοτέχνες και άλλους θαυμαστές του, μίλησαν μπροστά στην προτομή του για το έργο του. Διηγήματα του Παπαδιαμάντη άρχισαν να εκδίδονται στα γαλλικά καί πολλοί Γάλλοι ελληνιστές ασχολήθηκαν πλατύτερα με το έργο του. Το 1936 ο Γιώργος Κατσίμπαλης ετοίμασε την πρώτη βιβλιογραφία του ενώ ξεκίνησε από τους Έλληνες λογοτέχνες η συστηματική κριτική του έργου του, άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική. Αν και η βιβλιογραφία γύρω από τη ζωή του είναι τεράστια, τόσο σε έκταση όσο και σε ποικιλία, σοβαρά κριτικά άρθρα δεν υπάρχουν ως το 1935, τα οποία να ανταποκρίνονται σε μία αντικειμενική μελέτη του έργου του.

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Μέσα στα περισσότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, του συγγραφέα και ύμνητή του ρόδινου νησιού του", θρασσομανάν οι ρεματιές, οι χαράδρες, οι αναβασιές, τα υψώματα, με διαφορετική το καθένα βλάστηση, όσο και η θαλασσινή του διαμόρφωση, με τ'αμέτρητα λιμανάκια, τους κόρφους και τους κάβους, τους γκρεμούς, τις σπηλιές, τα νησάκια, τις αμμουδιές, τ' ακρογιάλια, με διαφορετική το καθένα μορφή, αλλού χαλίκια, αλλού χοντρά βότσαλα, αλλού χρυσαφένια δαντελώματα, αλλού αμμουδερά ονειρεμένα ακρογιάλια, όπως οι περίφημες κουκουναριές, που τα δέντρα τους περπατούν πάνω στο διάπλατο ασημένιο γιαλό και θαρρείς πως είναι έτοιμα να βουτήξουν μέσα στη θάλασσα. Αυτές οι αλησμόνητες παιδικές μνήμες περνοδιαβαίνουν στη σκέψη του Παπαδιαμάντη ασταμάτητα και του κρατούν συντροφιά στην ατελείωτη μοναξιά του. Κι όταν πια ο καημός του γίνει στοιχειό και άλλο δε βαστιέται, ο Παπαδιαμάντης τα κάνει διηγήματα, κεντημένα με ποιητικό μαγνάδι, ντύνοντας τα με τα θρησκευτικά βιώματα του ή τη ζωή, τα βάσανα, τους καημούς και τις μικροχαρές της σκιαθίτικης φτωχολογιάς. Οι ήρωες του είναι ψαράδες, αγρότες, ιερωμένοι, μετανάστες, πολυφαμελίτες, εργένηδες, αναξιοπαθούσες χήρες, όμορφες ορφανές ή κακομούτσουνες μάγισσες και λογής-λογιών αγύρτισσες.
Και όταν δεν κάνει τέχνη τις παιδικές του αναμνήσεις, τότε παίρνει τα θέματα του από τη ζωή των φτωχογειτονιών της Αθήνας, Το υπόστρωμα, συνήθως, είναι θρησκευτικό. Το εξωτερικό περιβάλλον περιγράφεται με αληθινή λατρεία προς τη φύση. Υπάρχει όμως και μια οξύτατη ψυχολογική περιγραφή, μια εύστοχη διείσδυση στα κατάβαθα του ψυχικού κόσμου των ηρώων του, που έκανε τόση εντύπωση και στην εποχή του, που πολλοί τον παρομοίωσαν με τον Ντοστογιέφσκι.
Ολόκληρη η ουσία της πεζογραφίας του περικλείεται μέσα σε μια φράση που ο ίδιος μας άφησε : "Το έπ έμοι, ενόσω ζω, και αναπνέω καί σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν, καί να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη".
Στενότερα ηθογράφος στην αρχή, πλάτυνε με τον καιρό την ηθογραφία του και την τεχνική του, ώστε να θεωρείται ότι αυτός εγκαινίασε τη διηγηματογραφία στον τόπο μας. Ο ρακένδυτος μάγος της Σκιάθου διαχύνει στο έργο του μια πλούσια σπατάλη ταλέντου, πού τον καθιερώνει ως πρωθιεράρχη της πεζογραφίας μας. Ένα απόθεμα μνήμης τροφοδοτεί αείροα τις εμπνεύσεις του, ένας ποιητικός οίστρος τις διαποτίζει, μια μαγεία του λόγου τις μετουσιώνει. Οι ήρωες του απλοί, ταπεινοί, γραφικοί καί βασανισμένοι, γίνονται οι πυρήνες των δραματικών συγκρούσεων τους με τη ζωή, γίνονται χαρακτήρες και άνθρωποι. Η καθαρεύουσα πού χρησιμοποιεί, σπάνια γίνεται δυσνόητη, γιατί διαπνέεται από τον κραδασμό και τη θέρμη του πλέον ευσυγκίνητου ανθρωπισμού. Σιγά-σιγά όμως απλοποιούσε τη γλώσσα, βάζοντας περισσότερα λαϊκά στοιχεία, και λίγο πριν το θάνατο του έγραψε και διηγήματα στη δημοτική γλώσσα. Τον διακρίνει ποιητικό ύφος και γόνιμη φαντασία. Σκορπάει στις σελίδες του το απόθεμα της θρησκευτικής του κατάνυξης, που τον συγκλόνισε από την παιδική του ηλικία. Δεν περιορίζεται στην περιγραφική γοητεία, αλλά εισχωρεί στο δράμα της ανθρώπινης ψυχής. Στις εικόνες του, πού έχουν την ίδια ζωγραφική γοητεία, είτε αναφέρονται στο ηλιοπλημμυρισμένο Αιγαίο είτε στη φτωχογειτονιά της Αθήνας, εμφυσά την πνοή της λυρικής του έξαρσης, ενσταλάζει το βυζαντινό ημίφως του μυστικισμού του και αποθέτει την τρυφερότητα της χριστιανικής του αγάπης. Εκτός από τα διηγήματα και τις νουβέλες έγραψε και ποιήματα θρησκευτικής έμπνευσης, που εξυμνούν τη μητέρα του και την Μητέρα του Κόσμου όλου, την Παναγία. Κι όμως, ο Παπαδιαμάντης που ήταν υπερήφανος για το διηγηματικό του έργο, του οποίου γνώριζε την πραγματική αξία, δεν θεώρησε ποτέ του ότι ήταν και ποιητής, αν και η ποιητική πνοή αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό και του πεζού του λόγου. Γι' αυτόν η ποίηση υπήρξε ένα μυστικό σάλεμα της βασανισμένης του μυστικοπάθειας, χωρίς να ενδιαφέρεται για ρίμες και στολίδια κι έτσι πέτυχε μια λιτότητα ελεύθερου στίχου, που αρκετά χρόνια αργότερα έγινε, σχεδόν, μόνιμο μοτίβο της νεοελληνικής ποίησης. Αν η πεζογραφία του έχει τη δυνατότητα να αντικειμενοποιεί και τα προσωπικά του βιώματα, η ποίηση του αντίθετα, δεν εκφράζει παρά την προσωπική του εξομολόγηση.


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κατ’ εξοχήν διηγηματογράφος, ο Παπαδιαμάντης αντλεί τα θέματά του από τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Η παραγωγή της δεύτερης περιόδου, όπως σημειώνει η Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, είναι περισσότερο ηθογραφική, ενώ αυτή της τρίτης περιόδου διακρίνεται κυρίως από κριτική ρεαλιστική προσέγγιση των θεμάτων και από μια στροφή προς αυτοβιογραφικά αφηγήματα στα οποία ο «χαμένος» εαυτός ή παράδεισος αναδημιουργούνται μέσω της γραφής (π.χ. «Δαιμόνια στο ρέμα», «Όνειρο στο κύμα», κ.ά.).

Η κριτική για το έργο του

Το «ελεύθερο σκιτσάρισμα» του Παπαδιαμάντη


«Η νοσταλγία είναι το βασικό και το μόνιμο στοιχείο στον Παπαδιαμάντη, είναι η δύναμη και η αδυναμία του. Το έργο του, από την εποχή που ζούσε ακόμα ως τις μέρες μας, έγινε πολλές φορές στόχος της κριτικής, που έφτασε άλλοτε ως το υπερβολικό εγκώμιο και το θαυμασμό και άλλοτε ως την υποτίμηση και την άρνηση. Η αρνητική κριτική επισήμανε τη χαλαρή σύνθεση των διηγημάτων του, την απουσία ενός σχεδίου, την έλλειψη βούλησης καλλιτεχνικής. Στο μεγαλύτερο μέρος τους οι παρατηρήσεις αυτές είναι σωστές. Η έλλειψη όμως της συνθέσεως οφείλεται τις περισσότερες φορές στο χαρακτήρα της νοσταλγίας και του στοχασμού. Οι ιδέες, αδέσμευτες από ένα προκαθορισμένο σχέδιο, ακολουθούν την πορεία του ρεμβασμού — και η έλλειψη αυτή της δέσμευσης αποτελεί μιαν αρετή και μια γοητεία. Όπως στα σκίτσα πολλών ζωγράφων, η δύναμη του Παπαδιαμάντη υπάρχει σ’ αυτό το ελεύθερο σκιτσάρισμα. Από την άλλη μεριά αναμφισβήτητο είναι πως ο Παπαδιαμάντης, πέρα από το “ηθογραφικό” υπόβαθρο, έχει συλλάβει μερικά βασικά και όχι τόσο ευκολοσύλληπτα χαρακτηριστικά του νεοελληνικού χαρακτήρα, έχει δεσμεύσει μες στα διηγήματά του κάτι από αυτό που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε νεοελληνική λαϊκή μυθολογία. Τα παιδιάτικα χρόνια του στο νησί, ο σύνδεσμος που είχε από τον πατέρα του τον παπά με τον κόσμο της ορθοδοξίας (ο ίδιος ήταν ψάλτης και του άρεσε να παίρνει μέρος σε κατανυκτικές αγρυπνίες), ο απόκοσμος βίος του στην Αθήνα και οι συντροφιές με ταπεινούς ανθρώπους του λαού, όλα αυτά δίνουν μια εγκυρότητα στις αποτυπώσεις του —κάτι που οδηγεί βαθύτερα και μακρύτερα από την απλή “ηθογραφική” περιέργεια ή το “λαογραφικό” επιστημονικό ενδιαφέρον. Και αυτό το πολύτιμο εγγράφουν στο ενεργητικό του οι θαυμαστές του».

(Πολίτης Λ., 1980, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., σελ. 204-205)

Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη

«Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι, κατά τον Άγρα, “η τελευταία άνθηση της καθαρεύουσας στα ελληνικά γράμματα”. Θησαυρισμένη από “απανωτά στρώματα παιδείας” (κατά τον Ελύτη) —τον Όμηρο και τους αρχαίους συγγραφείς, τα Ιερά Γράμματα, τους Πατέρες και τους υμνογράφους της Εκκλησίας, το δημοτικό τραγούδι— και δοκιμασμένη στη μετάφραση Ευρωπαίων κλασικών, του δίνει τη δυνατότητα να ακριβολογεί και να κυριολεκτεί, γιατί πολύ απεχθανόταν “χυδαίαν ακυριολεξίαν γυναίων τινών του αθηναϊκού όχλου”. Ο λεξιλογικός του πλούτος του επιτρέπει να επιλέγει κάθε φορά την καταλληλότερη λέξη. [...] Την ακριβολογία του επίσης εξυπηρετεί, και μαζί μ’ αυτήν και την αληθοφάνεια και την πειστικότητα των ιστοριών του, και η βαθιά γνώση του φυσικού λαϊκού προφορικού λόγου, όπως φανερώνεται στην αποτύπωση των διαλόγων, τη σχεδόν φωνογραφική, με τον επιτονισμό, τις παύσεις και τους δισταγμούς τους [...], στην υιοθέτηση της “οικείας φράσης” των αφηγητών [...], στη χρήση σκιαθίτικων ιδιωματισμών [...], στη φυσική, τέλος, ενσωμάτωση της ιδιολέκτου της εργασίας».

(Πολίτου-Μαρμαρινού Ελ., 1997, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές ως τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, Αθήνα: Σοκόλης, τόμος ΣΤ΄, σελ. 135-136)

Ο παπαδιαμαντικός νατουραλισμός

«Η άντληση του περιεχομένου των διηγημάτων του από την πραγματικότητα, την οποία γνώριζε καλά ως αυτόπτης μάρτυρας, η πιστή αναπαράστασή της ύστερα από προσεκτική και εκ του σύνεγγυς παρατήρηση, οι υποθέσεις- σκηνές από τη ζωή του χωριού και της υπαίθρου, οι ήρωές του, “ένας λαός από δουλευτάδες και χασομέρηδες” (σύμφωνα με τον Παλαμά) με τα ήθη, τα έθιμα, τις δοξασίες και τη θυμοσοφία τους —υπόστρωμα πλούσιολαογραφίας και κοινωνικής ανθρωπολογίας— όλα αυτά συνέβαλαν ώστε ο Παπαδιαμάντης να χαρακτηριστεί αμέσως από τους συγχρόνους του “ηθογράφος” και να εξακολουθεί και σήμερα να θεωρείται, μαζί με τον Καρκαβίτσα, “κορυφαίος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος”. Ήδη όμως από το 1898 ο Παλαμάς επισημαίνει με οξυδέρκεια ότι η ηθογραφική δύναμη χρησιμοποιείται από τον Παπαδιαμάντη “για ξετύλιγμα κοινωνικών θεμάτων και καυτηρίασμα της ανθρώπινης ασχήμιας”, διακρίνοντας έτσι τον κριτικό ρεαλισμό της παπαδιαμαντικής διηγηματογραφίας από τον ήπιο ρεαλισμό της μετά το 1883 ηθογραφίας, με την οποία υπηρετήθηκε τελικά μια ιδεολογία ρομαντική προς ενίσχυση και υπογράμμιση της εθιμικής συνέχειας και ταυτότητας. Η προφανής αυτή κριτική ρεαλιστική πλευρά του παπαδιαμαντικού έργου τού προσδίδει χαρακτήρα, με τον οποίο υπερβαίνει και την ηθογραφία ως ελληνική εκδοχή του Ρεαλισμού, αλλά και τον ίδιο τον Ρεαλισμό, ως ρεύμα, και φτάνει ως τον Νατουραλισμό, τη ριζοσπαστική δηλαδή και ακραία μετεξέλιξη του Ρεαλισμού στη σχολή του Ζολά».

(Πολίτου-Μαρμαρινού, ό.π., σελ. 136-137)

Το απροσδόκητο βάθος της παπαδιαμαντικής γραφής

«Πραγματικά, ό,τι αποτελεί την ιδιαίτερη γοητεία του είναι η λυρική και η μυστική δόνηση από το μεταφυσικό του υπόβαθρο. Αν και η πεζογραφία του κινείται κατά το μεγαλύτερο μέρος της σε ηθογραφικά πλαίσια, και μολονότι δε λείπουν οι κουραστικές επαναλήψεις των ίδιων μοτίβων και τα ελαττώματα στη σύνθεση και στη δομή, καταφέρνει να τα εξουδετερώνει συνήθως όλα τούτα, νομοθετώντας δικά του αξιολογικά κριτήρια με το μέτρο που μετρά ο ίδιος τον κόσμο, πράμα που δε μπόρεσαν ή δε θέλησαν να διαγνώσουν οι επικριτές του. Κάτω απ’ το ηθογραφικό του πλαίσιο, κρύβει έναν βαθύ ψυχογράφο, έναν ηθολόγο κι έναν άριστο κοινωνικό παρατηρητή. Η ειρωνεία και το χιούμορ του, εξάλλου, οι ποιητικές του παρεκβάσεις, το ταραγμένο του υπόστρωμα παρουσιάζουν διαρκώς εκπλήξεις, δημιουργούν κυματισμούς κι ανοίγονται σε απροσδόκητο βάθος και σε προεκτάσεις, που δε μας αφήνουν με την πρώτη ματιά να υποψιαστούμε η φαινομενική του απλότητα και η ηθογραφική του επιφάνεια»

Οι περίοδοι του έργου του
Α’ περίοδος (1879 – 1885) Τρία ιστορικά μυθιστορήματα:
-   Η Μετανάστις
-   Οι Έμποροι των Εθνών
-   Η Γυφτοπούλα
Και το διήγημα: Χρήστος Μηλιώτης
Β’ περίοδος (1887 – 1896) Διηγήματα: Το Χριστόψωμο, Υπηρέτρα, Ο Σημαδιακός, Ο Φτωχός Άγιος, Η Σταχομαζώχτρα, Όνειρο Στο Κύμα, Χωρίς Στεφάνι, κ.τ.λ. (περίπου 180 διηγήματα)
Γ’ περίοδος (1898 – 1910):  – Γουτού - Γουπατού
                                                                                Αντίκτυπος του Νου
                                                                                Φόνισσα
   Στη Β’ περίοδο, ο Παπαδιαμάντης γράφει πιο ηθογραφικά, καθώς προβάλλει τα γνήσια ελληνικά ήθη, την Ορθοδοξία και την ελληνική φύση, με κέντρο αναφοράς κυρίως το νησί του. Η Γ’ περίοδος, χωρίς να χάσει τα γνωρίσματα της προηγούμενης, χαρακτηρίζεται από κριτικότερη ρεαλιστική ματιά, αλλά και μια στροφή προς τον αυτο-βιογραφικό τύπο διηγήματος.

   Ηθογραφικό ονομάζεται το διήγημα που απεικονίζει με τρόπο ρεαλιστικό τα ήθη, τα έθιμα, τους ανθρώπινους χαρακτήρες και τις καταστάσεις της καθημερινής ζωής της υπαίθρου. Βέβαια, υπάρχουν και ηθογραφικά διηγήματα στα οποία παρουσιάζεται μια τάση ωραιοποίησης της πραγματικότητας, όπως και ορισμένα που ακολουθούν την τεχνοτροπία του νατουραλισμού, μιαν ακραία έκφραση του ρεαλισμού, που επι-μένει στις άσχημες πλευρές της πραγματικότητας.
Ο Παπαδιαμάντης δεν έμεινε στην απλή ηθογράφηση, αλλά με βάση την ηθογραφία ανοίγεται σε πολλές κατευθύνσεις, αναμειγνύοντας τα ηθογραφικά στοιχεία άλλοτε με κοινωνικά κι άλλοτε με ψυχογραφικά, συχνά μάλιστα με έκδηλο λυρισμό. Στη βάση του όμως είναι ένας ρεαλιστής ηθογράφος που δεν εξωραΐζει, δεν εξιδανικεύει, δεν υ-περβάλλει. Αναζητά την ομορφιά σε κάθε εκδήλωση της ζωής και γίνεται υμνητής της.
   Τα θέματα των διηγημάτων του σχετίζονται α) με το θρησκευτικό βίο, β) με τη λαϊκή παράδοση και γ) με το νησιώτικο περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε.
   Βαθιά θρησκευόμενος περνά την αγάπη του για το Θεό μέσα στα έργα του. Γράφει προσκολλημένος στο ορθόδοξο τυπικό και συνεπαρμένος από ένα διαρκές θρησκευτικό συναίσθημα. Η πίστη του δεν τον οδηγεί στο να γίνει θεωρητικός, δογματικός της Ορθόδοξης Πίστης ούτε εκτρέπεται στη θρησκοληψία. Δεν αναζητεί το Θεό στην περιοχή του θαύματος, αλλά διαρκώς αναζητεί την ηθική τελειότητα, αφού πιστεύει ότι ο Θεός βρίσκεται μέσα στις καρδιές των ανθρώπων και τους καθοδηγεί με τη Θεία Πρόνοια.
   Το διήγημα «Όνειρο στο Κύμα» δημοσιεύτηκε το 1900 στο περιοδικό Παναθήναια κι ανήκει στα ‘‘αυτοβιογραφικά’’ διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Ίσως επειδή το κείμενο είναι ερωτικό και κινδύνευε να θεωρηθεί τολμηρό, ο συγγραφέας δεν το υπογράφει ως έργο του, αλλά γράφει αριστερά της υπογραφής του το παραπλανητικό ‘‘Δια την αντιγραφήν’’ αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν το έγραψε ο ίδιος, αλλά το αντέγραψε από κάποιον άλλο. Πέρα απ’ το ερωτικό και στοχαστικό στοιχείο, στο διήγημα διακρίνεται η θρησκευτικότητα του συγγραφέα και η αγάπη του για τη φύση, ενώ τα γεγονότα της ιστορίας διαδραματίζονται μέσα σε ένα εξιδανικευμένο φυσικό περιβάλλον και σε κλίμα ποιμενικό· έτσι το έργο παίρνει το χαρακτήρα του ποιμενικού ειδυλλίου.
   Το διήγημα κινείται σε δυο χρονικά επίπεδα: στο παρόν και στο παρελθόν. Επίσης διακρίνονται δύο πλάνα: το εξωτερικό, όπου δρουν τα πρόσωπα, και το εσωτερικό, όπου διαγράφεται η ψυχολογική κατάσταση του ήρωα, ενώ οι ιδέες που προκύπτουν συνιστούν το ιδεολογικό υπόστρωμα του διηγήματος.

Περίληψη
   Ο ήρωας – αφηγητής είναι ένας ώριμος δικηγόρος που εργάζεται στην Αθήνα. Η μίζερη ζωή του στην πόλη τον οδηγεί στην αναπόληση ενός περιστατικού της εφηβικής του ζωής, όταν ήταν ακόμη βοσκόπουλο στο νησί του. Το καλοκαίρι του 187... έβοσκε τις κατσίκες του μπροστά στο περιτειχισμένο κτήμα του κυρ – Μόσχου, ενός άρχοντα της περιοχής που ζούσε στην εξοχή μαζί με την υιοθετημένη ανιψιά του τη Μοσχούλα. Ένα αυγουστιάτικο απόγευμα αφήνει τα γίδια του να βοσκήσουν και βρίσκει ευκαιρία να κολυμπήσει. Βγαίνοντας όμως από τη θάλασσα, και πηγαίνοντας να λύσει τη μι-κρή του κατσίκα, τη Μοσχούλα, ακούει το πλατάγιασμα ενός σώματος να πέφτει στο κύμα. Επρόκειτο για τη γυμνή Μοσχούλα – κορίτσι. Το βοσκόπουλο ακινητοποιείται για να μην τρομάξει την κοπέλα και μετά από κάποιους δισταγμούς και ρτόπους διαφυγής, παραμένει στη θέση του και παρασύρεται από την περιέργειά του, απολαμβάνοντας το θέαμα της γυμνής κοπέλας που κολυμπά. Το θαυμασμό του διακόπτει το βέλασμα της κατσίκας του, που τρομάζει την κοπέλα, η οποία θορυβείται ακόμα πε-ρισσότερο από την εμφάνιση μιας αλιευτικής βάρκας. Χάνοντας τον έλεγχο της η κο-πέλα αρχίζει να βυθίζεται κι ο νεαρός βοσκός πέφτει στη θάλασσα για να τη σώσει. Η αίσθηση της επαφής με το γυμνό σώμα της κοπέλας τον αναστατώνει. Η κοπέλα σώζε-ται, αλλά η κατσίκα του πνίγεται με το σκοινί που την έχει δεμένη. Ο αφηγητής τελει-ώνει την αφήγησή του εκφράζοντας τη νοσταλγία του για τα αμέριμνα χρόνια της εφηβικής του ηλικίας.

Δομή – Διάρθρωση Ενοτήτων
1η ενότητα: «Ήμην πτωχόν… προϊσταμένου μου»: Από βοσκόπουλο βοηθός δικηγόρου
2η ενότητα: «Η τελευταία χρονιά…εβρέχετο από το κύμα»: Ο κόσμος του νεαρού βοσκού
3η ενότητα: «Ο κυρ Μόσχος…πετμέζι»: Η Μοσχούλα και η γνωριμία της με το βοσκό
4η ενότητα: «Μίαν εσπέραν…ελούετο»: Η πρόκληση της θάλασσας κι η γυμνή Μοσχούλα
5η ενότητα: «Την ανεγνώρισα…τα επίγεια»: Τα διλήμματα του βοσκού και η απόλαυση του ονείρου
6η ενότητα: «Δεν δύναμαι…ταλαίπωρον ζώον»: Το βέλασμα της κατσίκας
7η ενότητα: «Δεν ηξεύρω…όνειρόν του»: Η διάσωση της Μοσχούλας
8η ενότητα: «Η Μοσχούλα έζησε…εις τα όρη!» Η ανεξίτηλη ανάμνηση της γυμνής κοπέ-λας στη μνήμη του ώριμου πλέον άντρα

Αφηγηματικές Τεχνικές
   Το διήγημα ανήκει στις αυτοδιηγητικές αφηγήσεις, κατά τις οποίες ο αφηγητής, πέρα από το ότι είναι πρωτοπρόσωπος και μετέχει σ’ αυτήν (ομοδιηγητικός αφηγητής), είναι επιπλέον και ο πρωταγωνιστής της. Περιγράφει ένα συμβάν που πιστεύει ότι επηρέασε τη μετέπειτα ζωή του και εκφέρει κρίσεις και απόψεις, παίρνει θέση, πράγμα που δίνει στην αφήγηση τα χαρακτηριστικά της εξομολόγησης. Στον πρόλογο και στον επίλογο, στα δύο δηλαδή σημεία του διηγήματος που αναφέρεται στο παρόν της αφήγησης, η εστίαση είναι μηδενική, γιατί η αφήγηση γίνεται από έναν παντογνώστη αφηγητή. Και στο κύριο μέρος του διηγήματος, η αφήγηση γίνεται και πάλι κάτω από την προοπτική του ώριμου αφηγητή, που έχοντας ζήσει ο ίδιος τα γεγονότα, τα χρωματίζει με την εμπειρία του ανθρώπου που κοιτάζει πλέον από μεγάλη απόσταση χρόνου αυτό που του συνέβη στο παρελθόν. Για να μη μειωθεί όμως η αγωνία για την έκβαση της ιστορίας, αφού ο αφηγητής γνωρίζει το τέλος, ο συγγραφέας εναλλάσσει σε κάποια σημεία του κειμένου την εστίαση από μηδενική σε εσωτερική, πράγμα που σημαίνει ότι ο αφηγητής υιοθετεί την προοπτική του ήρωα-βοσκού, χωρίς υποτίθεται να γνωρίζει περισσότερα από όσα η κατοπινή εμπειρία τον προμήθευσε. Η διαφορά αυτή γίνεται φανερή, όταν, ενώ η αφήγηση εστιάζει κάποτε στον ήρωα βοσκό, ο αφηγητής-προλύτης παρεμβάλλει και τη δική του αφηγηματική φωνή, προσπαθώντας να φωτίσει ενέργειες κι αντιδράσεις του ήρωα. Αλλού πάλι ο αφηγητής αποσιωπά σκόπιμα λεπτομέρειες και προβάλλει μόνο την προοπτική του βοσκού, αυξάνοντας έτσι την αγωνία και την ένταση για τη συνέχεια. Η εναλλαγή αυτή της εστίασης είναι πολύ σημαντική, ιδιαίτερα για την ανάδειξη των διλημμάτων του ήρωα-βοσκού.

Το «Όνειρο…» θεωρείται ένα από τα αυτοβιογραφικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη και μάλιστα της εφηβικής ηλικίας. Σημαντικό ρόλο στο να επιλεγεί το Όνειρο στο Κύμα ανάμεσα σε αυτά που θεωρούνται αυτοβιογραφικά κείμενα του Παπαδιαμάντη έπαιξε η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και μάλιστα η ισχυρά αυτοδιηγητική. Έχει άλλωστε γραφεί ότι το διήγημα τοποθετείται ανάμεσα στα πλαστά απομνημονεύματα και στις πλαστές εξομολογήσεις ή ότι δίνει την εντύπωση ότι αποτελεί σελίδες από ένα προσωπικό  ημερολόγιο. Ο ίδιος ο συγγραφέας προκειμένου να εκφράσει τα βιώματα και τις εμπειρίες
του διαλέγει δύο διαδοχικά προσωπεία: αυτό του έφηβου ήρωα που ζει τα γεγονότα και του ενήλικου που τα θυμάται και τα σχολιάζει
(1) Ο αφηγητής είναι ένας ομοδιηγητικός αφηγητής. Επειδή μάλιστα πρωταγωνιστεί, είναι το κεντρικό πρόσωπο στην ιστορία που αφηγείται –και όχι ένα δευτερεύον πρόσωπο, ένας περαστικός- έχει προταθεί ο όρος αυτοδιηγητικός αφηγητής. Το διήγημα παρουσιάζεται ως ήδη γραμμένο κείμενο (να προσεχθεί το Δια την αντιγραφήν του τέλους) και ανήκει σε αυτό το ευρύτερο είδος αφηγημάτων που η αφηγηματολογία ονομάζει πλασματικά απομνημονεύματα, ημερολόγια και επιστολικά μυθιστορήματα. Το Όνειρο στο κύμα μπορεί να καταταχθεί στις αναμνήσεις που μοιάζουν με πλασματικά απομνημονεύματα και περιορίζονται σε ορισμένες στιγμές της προσωπικής ιστορίας του αφηγητή.
Το περιστατικό στο οποίο εστιάζεται η αφήγηση είναι περισσότερο μία εσωτερική περιπέτεια, παρά ένα αντικειμενικό εξωτερικό γεγονός. Από αυτή την άποψη το διήγημα αποκτά ένα εξομολογητικό τόνο.
Ήδη από την αρχή του διηγήματος γίνεται σαφές ότι ο Παπαδιαμάντης επιλέγει δύο χρονικές στιγμές απομακρυσμένες μεταξύ τους:
→ η πρώτη αναφέρεται στην παιδική ηλικία του ήρωα
→ η δεύτερη στην ωριμότητά του.
(2). Ο αφηγητής – πρωταγωνιστής κοιτάζει πίσω στο χρόνο και βλέπει τα γεγονότα της ζωής του αναδρομικά. Το εγώ του έχει δύο υποστάσεις:
→ το εγώ της ιστορίας→ο εαυτός που βιώνει, ο ήρωας – νεαρός βοσκός
→ το εγώ της αφήγησης→ο εαυτός που αφηγείται, ο ενήλικος –δικηγόρος
Αυτός που έζησε το παρελθόν και αυτός που το αφηγείται είναι και δεν είναι το ίδιο πρόσωπο. Έτσι η φωνή μπορεί να είναι μία, αλλά μπορεί να υπάρχει διαφορά προοπτικής ανάμεσα στα δύο εγώ .
(3). Ο χρόνος της ιστορίας είναι ασαφής. Τοποθετείται στα 187… κάπου δηλαδή στο 19ο αιώνα και από αυτή την άποψη είναι σύγχρονος του συγγραφέα. Από εκεί και πέρα οι χρονικές πληροφορίες είναι μηδαμινές ο χρόνος ορίζεται από τη φυσική του διάσταση (εποχές, μέρα-νύχτα, ήλιος - φεγγάρι) και τις αγροτικές δραστηριότητες (σπορά – θερισμός).
Ο χρόνος της αφήγησης είναι αναδρομικός, ο ενήλικος αφηγητής εκκινεί από το παρόν του για να επιστρέψει μερικά χρόνια πίσω, στο θέρος του 187… Η χρονική απόσταση μεταξύ του ενήλικου ήρωα που αφηγείται και του ήρωα που βιώνει την ιστορία εξηγεί και τη διαφορά στην προοπτική, τη διαφορά της φωνής.
(4). Η πλοκή ανελίσσεται κυρίως με την αφήγηση του πρωταγωνιστή, είναι επομένως ένας δραματοποιημένος αφηγητής, μίμηση. Κυριαρχεί ο εσωτερικός μονόλογος, οι σκέψεις του ήρωα. Σ’ αυτές ο ενήλικος αφηγητής υιοθετεί την προοπτική του έφηβου εαυτού του.
Υπάρχει και μία σύντομη σκηνή, ο διάλογος του ήρωα με την κοπέλα, η κραυγή του που προσπαθεί να της δώσει θάρρος.

Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗΣ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ
Οι περιγραφές του Παπαδιαμάντη, πλούσιες, είναι γεμάτες από λεπτομέρειες που ξαφνιάζουν τον αναγνώστη για τη δύναμη που έχει η μνήμη του. Καμία περιγραφή δε μοιάζει με την άλλη, καθεμία έχει το δικό της χρώμα κι εδώ ο συγγραφέας γίνεται ποιητής. Εκτός από τα τοπία περιγράφει ανθρώπους, τρόπους, ήθη και έθιμα με πολλή ζωντάνια. Στη δύναμη και την ποιητική των περιγραφών του υπάρχει και η σφραγίδα του ρομαντισμού, καθώς αυτή η τάση εισήγαγε την περιγραφή στη λογοτεχνία. Η Παπαδιαμαντική περιγραφή δεν περιορίζεται στη μετάδοση ρεαλιστικών μόνο πληροφοριών, δεν εξυπηρετεί απλώς τη σκηνογραφία, αλλά συχνά βρίσκεται σε αντιστοιχία με τη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων.
Στο Όνειρο στο κύμα δεσπόζουν οι περιγραφές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κορυφαία στιγμή που η Μοσχούλα κινδυνεύει από πνιγμό και η διήγηση διακόπτεται και περιγράφεται η εμφάνιση και η θέση της βάρκας, η απόσταση του αφηγητή από την κόρη που κινδυνεύει, ο θαλάσσιος βυθός, η δίνη που σχηματίζει στη θάλασσα η απελπισμένη προσπάθεια της Μοσχούλας να αναδυθεί, να επιπλεύσει. Συντελείται, λοιπόν, η επιβράδυνση, ο συγγραφέας «παίζει» με την αγωνία του αναγνώστη. Η σκηνή της διάσωσης επιμηκύνεται, η δράση αναστέλλεται. Παρά την ένταση της στιγμής το τοπίο του ενδεχόμενου πνιγμού περιγράφεται λυρικά: «είδα το εύμορφον σώμα να παραδέρνη κάτω, πλησιέστερον εις τον βυθόν του πόντου ή εις τον αφρόν του κύματος, εγγύτερον του θανάτου ή της ζωής…». Γενικότερα, λοιπόν, με τις περιγραφές, στις οποίες ο Παπαδιαμάντης είναι ιδιαίτερα λεπτολόγος, επιτυγχάνεται η επιβράδυνση της δράσης.

ΤΟ ΒΙΩΜΑΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ
Στην όψιμη πεζογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη υπάρχει ένας αριθμός διηγημάτων που θεωρούνται ότι εμπεριέχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία για τον ίδιο τον πεζογράφο. Καλό είναι εδώ να διευκρινιστεί ότι λέγοντας αυτοβιογραφικά στοιχεία δεν εννοούμε ατόφια συμβάντα της ζωής του συγγραφέα αλλά αλήθειες, βιώματα, εμπειρίες, βιωμένες καταστάσεις και ψυχικές ανάγκες. Όπως λέει ο Γ. Ιωάννου «Ο Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφείται όπως όλοι οι γνήσιοι συγγραφείς αυτοβιογραφούνται». ». Ο Π. Μουλλάς σημειώνει : «Σε τι ποσοστό μεταφέρονται εδώ πραγματικά βιώματα του Παπαδιαμάντη, θα ήταν δύσκολο να καθορίσουμε με ακρίβεια». Ο συγγραφέας άλλωστε υπογράφοντας στο τέλος του διηγήματος με το όνομά του αποποιείται κάθε ταύτισή του με τον αφηγητή. Το ποσοστό των πραγματικών και των επινοημένων εμπειριών στο Όνειρο δεν μπορούμε να το διακρίνουμε με ακρίβεια. Ωστόσο μπορούμε με σχετική ασφάλεια να θεωρήσουμε πραγματικές εμπειρίες διάφορα περιστατικά ή διεργασίες που αντιμετωπίζει ο ήρωας στο διήγημα.
Πρώτο στοιχείο είναι η ζωή στη Σκιάθο, η αμεριμνησία και η αθωότητα της νεότητας και η νοσταλγική αναβίωση / ανάπλαση από τον ώριμο άνθρωπο όσων οριστικά τελείωσαν. Η φύση, η θάλασσα, τα τοπωνύμια, οι δραστηριότητες των κατοίκων του νησιού ανήκουν το δίχως άλλο σε βιώματα του ίδιου του συγγραφέα. Από τα πρώτα αυτά χρόνια της ζωής στη Σκιάθο σφυρηλατείται η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη ανάλογη με τη θρησκευτικότητα του ήρωα στο «Όνειρο…»…
Επόμενο αυτοβιογραφικό στοιχείο είναι η δυστυχισμένη ωριμότητα με την άρνηση να συμφιλιωθεί ο ενήλικος και μορφωμένος άνθρωπος με την αστική ζωή, άρνηση τόσο γνωστή του ίδιου του Παπαδιαμάντη ώστε να του προσδώσει και τον προσδιορισμό «κοσμοκαλόγερος» των ελληνικών γραμμάτων.
Παράλληλα, η επαγγελματική αποτυχία (άσχετα αν στο διήγημα ο αποτυχημένος είναι δικηγόρος ενώ ο συγγραφέας ήταν φιλόλογος, οι ατελέσφορες σπουδές, η οικονομική δυσπραγία και η εξάρτηση από τους εργοδότες είναι αναμφίβολα αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Εκείνο, όμως, που κυρίως απηχεί τη ζωή του Παπαδιαμάντη είναι η αποτυχία και η άρνηση του αστικού, του σύγχρονου τρόπου ζωής και η μάταιη (η ρομαντική και ουτοπική) αναζήτηση ενός άλλου διαφορετικού σκηνικού, την επιστροφή και την κατά φύση ζωή σε μία οριστικά χαμένη για τον ίδιο αθωότητα. Επιστροφή που πρόσκαιρα και οδυνηρά επιτυγχάνει με τη λογοτεχνική γραφή.

Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Ο τίτλος του διηγήματος παραπέμπει σε κάτι άπιαστο ή ανέφικτο. Έχει μάλιστα αμφίσημη ερμηνεία:
Α) όνειρο =αυτό που δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα
Β) όνειρο =να ζει κάποιος κάτι το ονειρώδες

ΒΟΥΚΟΛΙΚΟ ΕΙΔΟΣ-ΑΡΚΑΔΙΣΜΟΣ
Η Αρκαδία στην αρχαία τέχνη εθεωρείτο ως φανταστικό βασίλειο του έρωτα και της ομορφιάς, ως το ενσαρκωμένο όνειρο ανέκφραστης ευτυχίας, περιβεβλημένο όμως με το φωτοστέφανο μιας γλυκιάς και μελαγχολικής εγκαρτέρησης.
Η μυθολογική αντίληψη δημιούργησε τον Πάνα, με σύμβολό του τον αυλό, εθνικό θεό της προϊστορικής Αρκαδίας με τη σπουδαιότερη δικαιοδοσία πάνω στην ποιμενική και τη γεωργική ζωή. Η Αρκαδία ,λοιπόν, ριζώθηκε στη συνείδηση των πνευματικών ανθρώπων της Δύσης του 16ου αιώνα σαν ένας τόπος ιδανικός, ειρηνικός κι ευτυχισμένος, τόπος νοσταλγίας κάθε φορά που η ανθρώπινη φύση δοκιμάζεται από ένα οδυνηρό παρόν. Η Αρκαδία εκφράζει την αναγωγή σ ένα χρόνο απαλλαγμένο από κοινωνικούς περιορισμούς, αποτελεί την εξιδανικευμένη διάσταση μιας διαφορετικής πραγματικότητας, στην οποία το άτομο κυριαρχεί ως προσωπική ύπαρξη και η ζωή του τείνει να εναρμονιστεί με τον ρυθμό της φυσικής-κοσμικής μεταβολής.
Η Αρκαδία εκφράζει την επιστροφή στη φύση, σε μια φύση όμως που δεν έχει υποστεί καμία αλλοίωση από την αστική ανάπτυξη. Αντιπροσωπεύει τη διάθεση απομάκρυνσης του ατόμου από την πόλη και υποδηλώνει έμμεσα την απόρριψη της κοινωνικής οργάνωσης που στερεί την ατομική ελευθερία της πρωτόγονης ζωής του ανθρώπου μέσα στη φύση.
Το λογοτεχνικό ρεύμα που επικεντρώνεται στο αρκαδικό τοπίο ευτυχίας ονομάζεται αρκαδισμός. Ως βάση του έχει την αρχαία βουκολική ποίηση, η οποία αντλεί τα θέματά της από τους έρωτες των βοσκών.
Στο Όνειρο στο κύμα εντοπίζονται τα εξής βουκολικά στοιχεία:
2. οι περιγραφές της φύσης-η φυσιολατρεία
3. οι θαλάσσιες θεότητες, οι σατυρίσκοι του βουνού
4. οι αναφορές στις συνήθειες του βοσκού
5. ο ερωτισμός

ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Α. ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:
1.Η γνώση διάκρισης μοναχού-διακόνου, των εκκλησιαστικών κανόνων για τα κωλύματα της ιεροσύνης, των συνηθειών των καλογέρων
2.Η αναφορά στον πατέρα Σισώη
3.Η αναφορά στο Δευτερονόμιο
4.Η αναφορά σε εκκλησιαστικά ιδρύματα (κοινόβιον Ευαγγελισμού), ιερατικές σχολές, στη Ριζάρειο
5.Η αναφορά στο Άσμα Ασμάτων, στο κατά Λουκά ευαγγέλιο
6.Το εκκλησιαστικό λεξιλόγιο και οι παροιμίες της Γραφής
7.Η έναρξη των εργασιών με προσευχή.
Β. ΤΑ ΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:
1. Θεότητες της θάλασσας
2.Μοσχούλα=σειρήνα
3.Βοσκός=σατυρίσκος
4.Προχριστιανικός κόσμος αρκαδικού τοπίου

Η ΟΜΩΝΥΜΙΑ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ(ΜΟΣΧΟΥΛΑΣ) ΚΑΙ ΚΑΤΣΙΚΑΣ
Η ομωνυμία (δύο διαφορετικά νοήματα αντιστοιχούν σε ενιαία φωνητική πραγματικότητα) κοριτσιού και κατσίκας περιπλέκει τη σχετικά απλή υπόθεση του διηγήματος. Επειδή όμως η ομωνυμία πηγάζει από τον ίδιο τον ήρωα (δηλ. ο ήρωας «βαφτίζει» την κατσίκα με το όνομα της κοπέλας) και βασίζεται στην κατά τη γνώμη του εξωτερική ομοιότητα των δύο αντικειμένων αναφοράς, οδηγεί σε μια – κατά κάποιο τρόπο- συνωνυμία: η Μοσχούλα- κόρη και η Μοσχούλα- κατσίκα συμφύρονται στη συνείδηση του βοσκού και η μια υποκαθιστά την άλλη. Επειδή γι’ αυτόν η Μοσχούλα- κόρη αποτελεί «άπιαστο» όνειρο, την υποκαθιστά με την κατσίκα που γίνεται όμως δέκτης της αγάπης, της στοργής και της φροντίδας του. Η απώλεια της κατσίκας, στην αρχή του διηγήματος, γίνεται αφορμή για την πρώτη συνομιλία των δύο νέων: πίσω από τα λόγια της Μοσχούλας κρύβεται η πρόκληση και η γυναικεία πονηριά, ενώ τα λόγια του βοσκού δηλώνουν μια καλυμμένη ερωτική επιθυμία, επιθυμία που δεν εξωτερικεύεται – τουλάχιστον στην αρχή – λόγω του εγωισμού αλλά και της εφηβικής αμηχανίας και αιδημοσύνης του νέου. Η υποκατάσταση όμως είναι ανέφικτη, αφού, μάλλον, οι διαφορές είναι περισσότερες από τις ομοιότητες. Αυτό που ξεκίνησε ως ανώδυνη υποκατάσταση προχωρεί σε αντικατάσταση που γίνεται όλο και πιο επίπονη μιας και προβάλλει επιτακτικά το αίτημα της επιλογής.

Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΑΦΗΓΗΤΗ ΜΕ ΤΗ ΦΥΣΗ
Η σχέση που αναπτύσσει ο αφηγητής με τη φύση είναι ρομαντικής υφής, η φύση δηλαδή δεν είναι απλώς αντικείμενο θαυμασμού, αλλά αποκτάει διαστάσεις συμβόλου, συμβόλου ελευθερίας και ευτυχίας, αγνότητας και καλοσύνης. Ο αφηγητής όταν ήταν ακόμη «φυσικός» άνθρωπος, προτού αλλοιωθεί από τις συμβάσεις της οργανωμένης κοινωνίας, ένιωθε, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει (τότε τουλάχιστον) το γιατί, ευτυχισμένος και πλήρης («χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής»). Θα λέγαμε πως ο αφηγητής φτάνει στο σημείο να ταυτιστεί, να ενωθεί με το φυσικό κόσμο («εφαινόμην κ’ εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ’ οι αγριελαίαι» «ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην εν με το κύμα, ως να μετείχον της φύσεως αυτού»). Η ταύτιση, η «ερωτική» ένωση με τη φύση δηλώνεται εμφαντικά με την επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας («το κατάμερον…ήτον ιδικόν μου…η ακτή μου…όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου, ο βράχος ο δικός μου… , τα βουνά μου»). Στα παραπάνω παραδείγματα η κτητική αντωνυμία δε δηλώνει κτήση, αλλά περιγράφει τη σχέση του ήρωα με τα πράγματα του κόσμου, επιτείνει τη συνάφεια και την ενότητα του ήρωα με τη φύση, όχι μέσω νομικών διαδικασιών, αλλά μέσω του συναισθήματος. Η συναισθηματική σχέση μεταξύ του νέου ανθρώπου και της φύσης σ’ έναν ενιαίο κόσμο που αγνοεί τη χρονική φθορά, συνυποδηλώνει την αλλοτινή χωρίς όρια ελευθερία. Η παιδική ηλικία παρουσιάζεται ως σύμβολο της ευτυχίας και η συνάφεια ανθρώπου-ήρωα ως σύμβολο της προπτωτικής κατάστασης του ανθρώπου. Με λίγα λόγια βρισκόμαστε σ’ ένα παραδεισένιο περιβάλλον (ουτοπικό / ρομαντικό) που γίνεται ρεαλιστικό, επειδή αντιπαρατίθεται πρώτα με το νόμο (αγροφύλακες) και ύστερα με την ιδιοκτησία (κτήμα του κυρ Μόσχου). Ο νόμος της πόλης αποτιμάται ειρωνικά από το δικηγόρο-αφηγητή ως πρόφαση προκειμένου να επιβληθεί η προσωπική βούληση και το δίκαιο του ισχυρότερου. Εξάλλου, η περίπτωση του κυρ Μόσχου συμβολοποιεί τη διαφορά ανάμεσα στην προπτωτική κυριαρχία και τη μεταπτωτική ιδιοκτησία. Η πρώτη προϋποθέτει ελευθερία, αυτάρκεια και ποιμενική ησυχία, ενώ η δεύτερη υποσημαίνει περιουσία, περίφραξη, «χωριστόν… βασίλειον».

ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΣΚΟΙΝΙΟΥ
Η ευκαιριακή και στιγμιαία επαφή του βοσκού με το αγαπημένο σώμα της Μοσχούλας , που για χρόνια μετά ταλαιπωρεί τη μνήμη του, έχει για το νεαρό βοσκό και το τίμημά της. Η αγαπημένη του κατσίκα, όσο αυτός βρισκόταν στη θάλασσα, πνίγηκε με το σκοινί που ήταν δεμένη. Το σκοινί αυτό σαν μίτος της Αριάδνης μοιάζει να διαπερνά όλη την ιστορία, δηλαδή το σκοινί ως περιορισμός, ως καταναγκασμός και ως όριο ελευθερίας επανέρχεται τουλάχιστον τρεις φορές στο ίδιο διήγημα. Ο συγγραφέας παρομοιάζει τον εαυτό του με τη μίζερη ζωή που διάγει ως υπάλληλος στην Αθήνα, σαν σκυλί δεμένο με κοντό σκοινί στην αυλή του αφέντη του που δεν μπορεί να κινηθεί έξω από τη μικρή ακτίνα που διαγράφει το σκοινί.

ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΥΦΟΣ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Η χρήση της γλώσσας διαμορφώνει και το ύφος του διηγήματος, που χαρακτηρίζεται από την αμεσότητα, την ακρίβεια, την απροσποίητη έκφραση και τη φυσικότητα, τη ρεαλιστική απόδοση καταστάσεων και χαρακτήρων, την αληθοφάνεια και την πειστικότητα, αλλά και την υπαινικτικότητα (παρασιωπήσεις), το χιούμορ και την ειρωνεία. Αφηγηματική άνεση λοιπόν, περιγραφική δεινότητα, ρεαλιστική απεικόνιση, αλλά και ποιητική ατμόσφαιρα είναι τα βασικά γνωρίσματα του ύφους στο συγκεκριμένο διήγημα.
Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι εντελώς προσωπική. Αποτελείται από ένα κράμα καθαρεύουσας-εκκλησιαστικής (στα κείμενά του υπάρχουν ακόμη και αυτούσια εκκλησιαστικά ρητά) δημοτικής και ιδιωματισμών (της Σκιάθου 1. ο γλωσσικός πλούτος των διηγημάτων με αθησαύριστες ή επινοημένες λέξεις
2. η περίεργη τοποθέτηση του επιθέτου μετά το ουσιαστικό
3. το αίσθημα της ακριβολογίας (κυρίως με τη χρήση της καθαρεύουσας)
4. η επίδραση των συντακτικών προτύπων της Αρχαίας Ελληνικής και της Γαλλικής γλώσσας.

ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΑΦΗΓΗΣΗΣ
Τα γεγονότα της αφήγησης καλύπτουν μια περίοδο πάνω από δώδεκα χρόνια. Το καλοκαίρι ο ήρωας ήταν 18 χρονών και τώρα που μας εξιστορεί τα γεγονότα είναι πάνω από 30 χρονών « εξήλθα τριακοντούτης» άρα λοιπόν η αφήγηση διακρίνεται γενικά από επιτάχυνση. Χρησιμοποιείται τόσο η παύση. Από τη μια μέρα περνάμε σε μια άλλη χωρίς να αναφέρονται τα ενδιάμεσα γεγονότα. Αλλά και η περίληψη. Τα γεγονότα μεταξύ του 18ου έτους και του 30ου εξιστορούνται περιληπτικά. Πέρα από τη γενική επιτάχυνση υπάρχουν στο διήγημα σκηνές επιβράδυνσης. Αυτές είναι οι περιγραφές( του γιαλού- του άντρου) και οι ψυχογραφικές αναλύσεις του ήρωα πριν από κάθε ενέργειά του.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Α. Από ηθικοθρησκευτική σκοπιά :
Η έκπτωση του ανθρώπου από μια αρχικά ευδαιμονική κατάσταση
Η αντίθεση φύσης - πολιτισμού
Η αντίθεση υψηλής στάσης (αγνός έρωτας) με αισθησιακό στοιχείο (πειρασμός)
Η αντίθεση ευτυχισμένης εφηβείας - φθοράς ωριμότητας
Β. Από ψυχαναλυτική άποψη :
Η καταστολή της επιθυμίας
Η αμφιταλάντευση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα.

«ΜΙΑ ΣΗΜΕΙΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ» (του Απόστολου Μπενάτση, επίκουρου καθηγητή θεωρίας της λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων)
Διαβάζοντας κανείς Παπαδιαμάντη και προστρέχοντας στην κριτική που ασχολήθηκε με το έργο του, έχει την εντύπωση ότι πολλά θέματα έχουν θιγεί, αλλά πάντοτε υπάρχει χώρος για περαιτέρω διερεύνηση. Η γλώσσα, η φύση, το ερωτικό στοιχείο και το αυτοβιογραφικό υπόβαθρο είναι στοιχεία που τράβηξαν την προσοχή των μελετητών. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στις αφηγηματικές τεχνικές του σκιαθίτη συγγραφέα. Η ενασχόληση ωστόσο με τα ίδια τα κείμενα του Παπαδιαμάντη μπορεί να οδηγήσει σε μια πληρέστερη ερμηνεία του έργου του. Έχει συζητηθεί βέβαια η ηθογραφική πλευρά των διηγημάτων του, αλλά το ενδιαφέρον είναι ότι ο «Άγιος των ελληνικών γραμμάτων» δεν ασχολήθηκε μόνο με τα ήθη και τα έθιμα της ελληνικής υπαίθρου, αλλά και με τα ανθρώπινα πάθη. Απ' αυτή λοιπόν την οπτική γωνία θα ερμηνεύσουμε το «Όνειρο στο κύμα».
Από χρονική σκοπιά το έργο μπορεί να διακριθεί σε δυο μεγάλες κατηγορίες, το πριν και το μετά. Το πριν αναφέρεται σε γεγονότα που αρχίζουν από «το θέρος εκείνο του έτους 187...», συνεχίζονται το «χειμώνα που ήρχισ' ευθύς κατόπιν» και φτάνουν ως τη στιγμή που ο ήρωας εξέρχεται του Πανεπιστημίου: «δικηγόρος με δίπλωμα προλύτου», χωρίς ωστόσο να έχει πετύχει κάτι σημαντικό στη ζωή του. Όσα ακολουθούν μετά απ' αυτά τα συμβάντα αναφέρονται στη δράση του ήρωα που τοποθετείται στη χρονική στιγμή που ορίζεται με το λέξημα «σήμερον».
Το αφήγημα ξεκινάει με μια αρχική κατάσταση στην οποία εμφανίζεται ο μελλοντικός ήρωας με τις ιδιαίτερες ιδιότητές του «Ήμην ωραίος έφηβος, κ’ έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπόν μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις, κ’ εγύμναζα το ευλύγιστον, υψηλόν ανάστημά μου ανά τους βράχους και τα βουνά». Στις ιδιότητες αυτές θα πρέπει να προστεθεί και το «καστανόμαλλος», που βρίσκεται μερικές παραγράφους πιο κάτω. Πρόκειται για στερεότυπα γνωρίσματα της ανδρικής ομορφιάς που όλα αναφέρονται στο σώμα του ήρωα. Μπορούμε όμως να τονίσουμε εδώ προκαταβολικά ότι όλα αυτά συγκροτούν το στοιχείο της έλξης, πράγμα που υπονοεί ότι ο ήρωας θα γίνει το αντικείμενο παρατήρησης κάποιου άλλου δρώντος προσώπου στη συνέχεια.
Ο αφηγητής περιγράφει αρχικά το χώρο στον οποίο τοποθετείται η δράση του: … έβοσκα τας αίγας της Μονής του Ευαγγελισμού εις τα όρη τα παραθαλάσσια, τ' ανερχόμενα αποτόμως δια κρημνώδους ακτής, ύπερθεν του κράτους του Βορρά και του πελάγους. Όλον το κατάμερον εκείνο, το καλούμενον Ξάρμενο, από τα πλοία τα οποία κατέπλεον ξάρμενα ή ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τας τρικυμίας, ήτον ιδικόν μου. Η πετρώδης, απότομος ακτή μου, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα, έβλεπε προς τον Καικίαν, και ήτον αναπεπταμένη προς τον Βορράν. Εφαινόμην κ' εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ' αι αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημά των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον. Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου. Οι λόγγοι, αι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, και τα βουνά. Το χωράφι ήτον του γεωργού μόνον εις τας ημέρας που ήρχετο να οργώση ή να σπείρη, κ' έκαμνε τρις το σημείον του Σταυρού, κ' έλεγεν: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σπέρνω αυτό το χωράφι, για να φάνε όλ’ οι ξένοι κ’ οι διαβάτες, και τα πετεινά τ' ουρανού, και να πάρω κ' εγώ τον κόπο μου!» Εγώ, χωρίς ποτέ να οργώσω ή να σπείρω, το εθέριζα εν μέρει. Εμιμούμην τους πεινασμένους μαθητάς του Σωτήρος, κ' έβαλλα εις εφαρμογήν τας διατάξεις του Δευτερονομίου χωρίς να τας γνωρί ζω. Της πτωχής χήρας ήτον η άμπελος μόνον εις τας ώρας που ήρχετο η ιδία δια να θειαφίση, ν' αργολογήση, να γεμίση ένα καλάθι σταφύλια, ή να τρυγήση, αν έμενε τίποτε δια τρύγημα. Όλον τον άλλον καιρόν ήτον κτήμα ιδικόν μου. Μόνους αντιζήλους εις την νομήν και την κάρπωσιν ταύτην είχα τους μισθωτούς της δημαρχίας, τους αγροφύλακας, οι οποίοι επί τη προφάσει, ότι εφύλαγαν τα περιβόλια του κόσμου, εννοούσαν να εκλέγουν αυτοί τας καλυτέρας οπώρας. Αυτοί πράγματι δεν μου ήθελαν το καλόν μου. Ήσαν τρομεροί ανταγωνισταί δι' εμέ.
Το παράθεμα συνδηλώνει ότι πρόκειται για ένα οικείο χώρο στον οποίο είναι αρμονικά ενταγμένος ο αφηγητής. Το ενδιαφέρον ωστόσο στον Παπαδιαμάντη δεν είναι τόσο οι περιγραφές του, που κάποτε ίσως φαίνονται αρκετά εκτεταμένες, αλλά η οπτική γωνία από την οποία βλέπει κάθε φορά το χώρο ο ήρωας. Πιστοποιούμε εδώ την αντιληπτική οξύτητα του υποκειμένου που μπορεί να προσλάβει όλες τις θετικές εκδηλώσεις του χώρου. Κυριαρχεί σαυτόν και αντιλαμβάνεται πλήρως τα πράγματα. Αγκαλιάζει με το βλέμμα του όλο τον περιβάλλοντα χώρο. Βλέπει τη φύση στην ολότητά της.
Ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζουν και τα παρακάτω : «Όλον το κατάμερον εκείνο, το καλούμενον Ξάρμενο, … ήτον ιδικόν μου.». «Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου», «για να φάνε όλ οι ξένοι κοι διαβάτες», «Όλον τον άλλον καιρόν ήτον κτήμα ιδικόν μου Αποκαλύπτουν μια έμμονη επανάληψη του «ιδικόν μου». Το γεγονός αυτό πιστοποιεί μια ταύτιση και μια κυριαρχία του ήρωα πάνω στο χώρο. Έχει την ελευθερία, μπορεί να βρει δηλαδή ελεύθερα την τροφή του. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η παρέμβαση των αγροφυλάκων που παίρνουν αυτοί «τας καλυτέρας οπώρας». Το χαριτωμένο αυτό παράπονο του βοσκού υποδηλώνει ότι βρίσκεται σε μια πολεμική σχέση με τους αγροφύλακες γιατί και τα δυο υποκείμενα στοχεύουν το ίδιο αντικείμενο και επομένως  ερίζουν για την απόκτησή του. Η κατάσταση αυτή ενέχει το στοιχείο της σύγκρισης. Οι αγροφύλακες ασφαλώς υπερτερούν. Ο ήρωας έχει την αναγκαία γνώση ώστε να μην μπλέξει μαζί τους. Αυτός κινείται ανεξάρτητα. Έχει λοιπόν σφαιρική αντίληψη του χώρου και τον χρησιμοποιεί κατά βούληση. Τελικά οι εμπειρίες, οι σκέψεις και οι λίγες ιστορικές του γνώσεις συνθέτουν το συνδετικό ιστό του χώρου.
Ο ήρωας έχει μια αίσθηση ανεξαρτησίας και αποδέσμευσης από τους τυπικούς κανόνες της κοινωνίας που ορίζουν τα όρια της ιδιοκτησίας. Αυτός ενταγμένος μέσα στη φύση, που ενεργεί ως παραγωγός και τροφός, δύναται να ζει σε μια παραδείσια απλότητα παίρνοντας από τη φύση ό,τι χρειάζεται για να συμπληρώσει τις παροχές του μοναστηριού.
Ο χώρος ωστόσο για τον οποίο έγινε λόγος πιο πάνω, αποκτά ιδιαίτερη σημασία από την παρουσία και τα δράση των ανθρώπων σ’ αυτόν. Έτσι και στο υπό εξέταση αφήγημα η εμφάνιση του κυρ Μόσχου και της ανεψιάς του Μοσχούλας δίνει διαφορετική διάσταση στα πράγματα. Ο κυρ Μόσχος είχεν ως συντροφιάν το τσιμπούκι του, το κομβολόγι του, το σκαλιστήρι του και την ανεψιάν του την Μοσχούλαν. Η παιδίσκη θα ήτον ως δύο έτη νεωτέρα εμού. Μικρή επήδα από βράχον εις βράχον, έτρεχεν από κολπίσκον εις κολπίσκον, κάτω εις τον αιγιαλόν, έβγαζε κοχύλια, κ' εκυνηγούσε τα καβούρια. Ήτον θερμόαιμος και ανήσυχος ως πτηνόν του αιγιαλού. Ήτον ωραία μελαχροινή, κ' ενθύμιζε την νύμφην του Άσματος την ηλιοκαυμένην, την οποίαν οι υιοί της μητρός της είχαν βάλει να φυλάη τ' αμπέλια· «Ιδού ει καλή, η πλησίον μου, ιδού ει καλή· οφθαλμοί σου περιστεραί...» Ο λαιμός της, καθώς έφεγγε και υπέφωσκεν υπό την τραχηλιάν της, ήτον απείρως λευκότερος από τον χρώτα του προσώπου της. Ήτον ωχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα ….
Έχουμε εδώ πάλι την περιγραφή ενός δρώντος προσώπου που εκφράζεται με το σώμα του. Η παιδίσκη δε μιλάει στον ήρωα, αλλά η ομορφιά της του προκαλεί μια ευχάριστη εντύπωση. Πρόκειται θα λέγαμε για μια ανατροπή της κατάστασης, που έχει σχέση με την ψυχική του κατάσταση. Η Μοσχούλα τον ελκύει, αλλά αυτό το αίσθημα δεν μπορεί ακόμη να εκφραστεί. Πρόκειται για μια αδιόρατη συγκίνηση, για μια αύξηση της έντασης και για μια συναισθηματική αφύπνιση του ήρωα. Εισερχόμαστε στη φάση κατά την οποία ο βοσκός «καθίσταται ικανός» να αισθάνεται κάτι. Φυσικά δεν έχουμε ποτέ μια ρητή δήλωση του αφηγητή ότι τον ενδιαφέρει η Μοσχούλα. Μπορούμε όμως να το συμπεράνουμε από το γεγονός ότι ονομάζει Μοσχούλα την πιο αγαπημένη του κατσίκα. Ο ίδιος βέβαια δικαιολογεί τη στάση του: «μου εφαίνετο να ομοιάζει με την μικρήν στέρφαν αίγα, την μικρόσωμον και λεπτοφυή, με κατάστιλπνον τρίχωμα, την οποία εγώ είχα ονομάσει Μοσχούλαν». Πρόκειται ασφαλώς για μια δήλωση που δεν κρύβει κανένα πάθος. Το ξεχωριστό του όμως ενδιαφέρον για την κατσίκα φαίνεται από τη συμπεριφορά του ήρωα όταν κάποτε τη χάνει: «Ετρόμαξα. Τάχα ο αετός μου την επήρε;»… «Εφώναζα ως τρελός – Μοσχούλα! πού είν’ η Μοσχούλα;» Πρόκειται ασφαλώς για μια ταραχή που του προκαλεί ιδιαίτερη ενόχληση . Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι η κατσίκα είναι ένα πολύτιμο αντικείμενο. Επομένως μπορούμε να πούμε ότι ο ήρωας βρίσκεται εδώ σε κατάσταση υπονοούμενης στέρησης εφόσον ενδιαφέρεται για ένα ποθητό αντικείμενο που δεν έχει στην κατοχή του. Η έντονη ωστόσο αντίδραση του βοσκού για την απώλεια της κατσίκας έχει ένα ευχάριστο αποτέλεσμα. Η ανεψιά του κυρ Μόσχου ακούει το όνομά της και ρωτάει τι συμβαίνει. Ο ήρωας δίνει εξηγήσεις, αλλά το γεγονός αυτό οδηγεί σε μια πρώτη λεκτική επαφή ανάμεσα στις δυο πρωταγωνιστικές μορφές. Η επαφή είναι αναγκαία προϋπόθεση για την αποκατάσταση της επικοινωνίας ανάμεσα σε δυο δρώντα πρόσωπα. Η ηρωίδα ωστόσο δεν αντιδρά καθόλου ούτε σχολιάζει τη συμπεριφορά του νέου. Μια άλλη μέρα όμως παραπονείται, γιατί ο βοσκός δεν παίζει το σουραύλι του και αυτός «εφιλοτιμήθη» να παίξει προς χάριν της. Η αμοιβή του είναι λίγα «ξηρά σύκα κι’ ένα τάσι γεμάτο πετμέζι». Η επικοινωνία αποκαταστάθηκε.
Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε εδώ για μια δοκιμασία χαρακτηρισμού κατά την οποία ο ήρωας δεν αποκτά ένα μαγικό αντικείμενο, αλλά ένα δώρο. Πρόκειται για μια μορφή επικοινωνίας, αλλά και για την απόκτηση της γνώσης ότι η παρουσία του δεν περνά απαρατήρητη. Ας μην ξεχνάμε ότι παραπάνω κάναμε λόγο για την έλξη του ήρωα. Μια μέρα ο βοσκός κατέβασε τα γίδια του για να «αρμυρίσουν» στη θάλασσα. Είδε την ακρογιαλιά, την «ελιμπίστηκε» και αποφάσισε να κολυμπήσει, αφού πρώτα τακτοποίησε το κοπάδι του. Η φύση λοιπόν αποτελεί μια πρόκληση και έναν πειρασμό για το υποκείμενο, γιατί του προσφέρει θετικά αντικείμενα αξίας που αυτός τα απολαμβάνει με μεγάλη ευχαρίστηση: Επέταξα αμέσως το υποκάμισόν μου, την περισκελίδα μου, κ' έπεσα εις την θάλασσαν. Επλύθην, ελούσθην, εκολύμβησα επ' ολίγα λεπτά της ώρας. Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην εν με το κύμα, ως να μετείχον της φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους.
Έχουμε εδώ μια φύση χειραγωγό που ξεσηκώνει τον ήρωα και τον παρασύρει να κολυμπήσει. Το γεγονός αυτό όμως έχει δυο συνέπειες. Πρώτα ο ήρωας φοβάται και το δηλώνει ρητά: «Δεν θα μου έκανε ποτέ καρδιά να έβγω από την θάλασσαν, δεν θα εχόρταινα ποτέ το κολύμβημα, αν δεν είχα την έννοιαν του κοπαδιού μου. Όσην υπακοήν και αν είχαν προς εμέ τα ερίφια, και αν ήκουον την φωνήν μου δια να καθίσουν ήσυχα, ερίφια ήσαν, δυσάγωγα και άπιστα, όσον και τα μικρά παιδιά. Εφοβούμην μήπως τινά αποσκιρτήσουν και μου φύγουν, και τότε έπρεπε να τρέχω να τα ζητώ την νύκτα εις τους λόγγους και τα βουνά οδηγούμενος μόνον από τον ήχον των κωδωνίσκων των τράγων.»
Είναι χαρακτηριστικό ότι και στη σκηνή αυτή έχουμε το φόβο και την ανησυχία του ήρωα που ήδη διαπιστώσαμε και σε προηγούμενες σκηνές. Μπορούμε επομένως να μιλάμε για καταστάσεις πο λαμβάνουν το συγκινησιακό τους φορτίο από μια αρχική σκηνή, και που μεταθέτουν στη συνέχεια, σε κάθε καινούρια περίπτωση, αυτό το ίδιο συναισθηματικό βάρος. Έχει κανείς συγκεκριμένα την εντύπωση ότι η πρώτη σκηνή για το φόβο απώλειας της Μοσχούλας μεταφέρεται και στο υπόλοιπο αφήγημα. Ακόμη, η οπτική γωνία από την οποία βλέπει το χώρο ο ήρωας αλλάζει. Για να καταλάβουμε αυτή την κατάσταση είναι αναγκαίο να διαβάσουμε το παρακάτω απόσπασμα. Την ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ο ήλιος, και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμον ήρχισε να λάμπη χαμηλά, ως δύο καλαμιές υψηλότερα από τα βουνά της αντικρινής νήσου. Ο βράχος ο δικός μου έτεινε προς βορράν, και πέραν από τον άλλον κάβον προς δυσμάς, αριστερά μου, έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ηλίου, που είχε βασιλέψει εκείνην την στιγμήν. Ήτον η ουρά της λαμπράς αλουργίδος που σύρεται οπίσω, ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε, καθώς λέγουν, η μάννα του, δια να καθίση να δειπνήση. Δεξιά από τον μέγαν κυρτόν βράχον μου, εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένον με άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο πως το είχον ευτρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι των θαλασσών.Όλα αυτά τα μέρη που με το τόση γλαφυρότητα περιγράφει το ποιητικό υποκείμενο εμπλέκοντας μάλιστα στην περιγραφή του και μυθολογικά στοιχεία, έχουν το χαρακτηριστικό της ομορφιάς. Είναι ένας ωραίος τόπος και δικαιολογημένα ο βοσκός δεν άντεξε στην πρόκληση και έπεσε στη θάλασσα για να κολυμπήσει. Ο ένας χώρος παρατίθεται δίπλα στον άλλο σχηματίζοντας αυτό το αρμονικό σύνολο και μια συνεχή σειρά. Όμως ένας κρίκος της αλυσίδας είναι διαφορετικός. Πρόκειται για το βράχο όπου βρίσκεται το κοπάδι του ήρωα. Αυτός δε συμμετέχει σ’ αυτή την ακολουθία ομορφιάς. Αυτός δημιουργεί το φόβο, την ανησυχία και την υποψία. Έχει μεταβληθεί λοιπόν σε έναν αντιχώρο, ένα χώρο δηλαδή με αρνητικές συνδηλώσεις. Να λοιπόν πώς αλλάζει η οπτική γωνία του ήρωα. Σε μια σειρά τόπων ανακαλύπτει την ομορφιά και για ένα συγκεκριμένο σημείο αισθάνεται φόβο.
Τα πράγματα όμως επιδεινώνονται όταν ο ήρωας βγαίνοντας από τη θάλασσα διαπιστώνει ότι η Μοσχούλα «είχε πέσει αρτίως εις το κύμα γυμνή, κ’ ελούετο». Ο βοσκός θέλει με κάθε τρόπο να φύγει από κει χωρίς να γίνει αντιληπτός, αλλά δεν ξέρει με ποιο τρόπο. Έχουμε εδώ ξανά μια αλλαγή της οπτικής γωνίας σε σχέση με το χώρο. Είδαμε αρχικά τον αφηγητή να κυριαρχεί στο περιβάλλον του. Γνώριζε και μιλούσε με λεπτομέρειες για ό,τι έβλεπε μπροστά του.
Στη συνέχεια περιέγραφε τα μέρη που του προκαλούσαν ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια. Τώρα έχει κανείς την εντύπωση πως είναι ένας μύωψ. Απομονώνει ό,τι βλέπει μπροστά του και βλέπει την ιδιαιτερότητα κάθε χώρου:
Αλλ' η στιγμή καθ' ην θα διηρχόμην δια της κορυφής του βράχου ήρκει δια να με ίδη η Μοσχούλα. Ήτον αδύνατον, καθώς εκείνη έβλεπε προς το μέρος μου, να φύγω αόρατος […] Η πρώτη ιδέα μου ήτον να βήξω, να της δώσω αμέσως είδησιν, και να κράξω: «— Βρέθηκα εδώ, χωρίς να ξέρω... Μην τρομάζης!... φεύγω αμέσως, κοπέλα μου!» […]
«Εκ της ιδέας τού να περιμένω δεν υπήρχε άλλο μέσον ή προσφυγή, ειμή ν' αποφασίσω να ριφθώ εις την θάλασσαν, με τα ρούχα, όπως ήμην, να κολυμβήσω εις τα βαθέα, άπατα νερά, όλον το προς δυσμάς διάστημα, το από της ακτής όπου ευρισκόμην, εντεύθεν του μέρους όπου ελούετο η νεάνις, μέχρι του κυρίως όρμου και της άμμου, […]
[…] Το σχέδιον τούτο αν το εξετέλουν, θα ήτον μέγας  κόπος, αληθής άθλος. Θα εχρειάζετο δε και μίαν ώραν και πλέον. Ουδέ θα ήμην πλέον βέβαιος περί της ασφαλείας του κοπαδιού μου.
Όλοι αυτοί οι χώροι σημασιοδοτούν ένα αδιέξοδο και μια σύγχυση του ήρωα. Δεν ξέρει πώς να βγει απ’ αυτόν το λαβύρινθο. Όλα αυτά συνθέτουν μια κατάσταση σύγχυσης. Από συναισθηματική άποψη το υποκείμενο βρίσκεται σε μια κατάσταση ταλάντευσης, δισταγμού και ανησυχίας. Από τη βεβαιότητα ότι μπορεί να ξεφύγει απαρατήρητος περνάει στην αβεβαιότητα και τελικά πιστεύει ότι είναι αδύνατον να ξεπεράσει το πρόβλημά του τόσο εύκολα. Αλλά ταυτόχρονα η ανησυχία έρχεται να διαταράξει την ψυχική του ηρεμία. Θυμάται την ηθική υποχρέωση που έχει προς τον εαυτό και τους άλλους να παραμένει κόσμιος στις εκδηλώσεις του και να μη δώσει λαβή για σχόλια σε βάρος του. Ο ίδιος χαρακτήρισε τον εαυτό του λίγο πριν «σατυρίσκο του βουνού», πράγμα που υποδηλώνει μια έντονη ερωτική επιθυμία και μια διάθεση αρπαγής του ποθητού αντικειμένου. Οι θρησκευτικοί κώδικες όμως, στους οποίους πιστεύει, επιτάσσουν να αποφεύγει τον «γυναικείον πειρασμόν».
Εδώ ο αφηγητής έχει τη θέληση και τη δύναμη να ξεφύγει, αλλά ο φόβος τον κάνει να μην ξέρει πού να πάει. Η περιέργεια όμως τελικά τον κάνει να ξεχάσει τα οφείλω και τους ηθικούς κανόνες. Το θέλω του κυριαρχεί. Αποφασίζει λοιπόν να δει την κοπέλα που κολυμπά: Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ' έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...
Αν προηγουμένως είχαμε διαπιστώσει την αντιληπτική οξύτητα του ήρωα όσον αφορά στο χώρο, τώρα παρατηρούμε το ίδιο πράγμα στη λεπτομερή περιγραφή του γυναικείου σώματος. Η ένταση είναι μεγάλη και τη διαδέχεται στο τέλος η συγκίνηση. Η κόρη είναι «νηρηίς, σειρήν» ελκυστική δηλαδή και ταυτόχρονα επικίνδυνη. Τότε όμως θα επέλθει μια χαλάρωση που μεταφράζεται σε αφοσίωση του υποκειμένου δηλαδή σε μια πλήρη απορρόφησή του από το αντικείμενο. «Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια.» Οι ηθικοί κανόνες, ο φόβος, και η ταλάντευση υποχωρούν και το σώμα και οι απαιτήσεις του προβάλλουν κυρίαρχες. Από την κατάσταση όμως αυτή τον αποσπά η φωνή της κατσίκας του. Ο ήρωας νομίζει ότι κινδυνεύει να «σχοινιασθή» και τρέχει να τη σώσει. Γίνεται ωστόσο αντιληπτός από την κόρη, η οποία τρομάζει και βυθίζεται στη θάλασσα. Το υποκείμενο αρχικά ταλαντεύεται για το τι πρέπει να κάνει. Δεν ξέρει πού να κατευθυνθεί. Όταν ωστόσο διαπιστώνει ότι η ανεψιά του Κυρ Μόσχου έγινε «άφαντη εις το κύμα» ορμάει να τη σώσει, πράγμα που πετυχαίνει τελικά. Τώρα και θέλει και δύναται και γνωρίζει τι να κάνει και πετυχαίνει στην κύρια δοκιμασία.Εκείνο όμως που έχει ενδιαφέρον σ’ αυτή την πράξη είναι η στιγμή που το υποκείμενο μεταφέρει το σώμα της κοπέλας:
Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω  μου επ' ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτο όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον διέφερεν από όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή! Δεν ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, άλλ' ήτο ανακούφισις και αναψυχή. Ποτέ δεν ησθάνθην τον εαυτόν μου ελαφρότερον ή εφ' όσον εβάσταζον το βάρος εκείνο... Ήμην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμήν εν όνειρον, το ίδιον όνειρόν του...
Ο αντίκτυπος του ενός σώματος πάνω στο άλλο μάς επιτρέπει να μιλάμε εδώ για έντονες ψυχικές καταστάσεις. Οι αξίες σωματοποιούνται και ο βοσκός κατορθώνει να τις ψηλαφίσει και να τις συλλάβει μέσα από τις αισθήσεις του. Περιγράφεται εδώ μια λεπτή αισθητική συγκίνηση του υποκειμένου που βρίσκεται στην πιο ευτυχισμένη του στιγμή. Ο ήρωας ακόμη βρίσκεται σε μια κατάσταση θαυμασμού, κατάπληξης και έκστασης: «Ήτο όνειρον, πλάνη, γοητεία». Η κατάπληξη και η έκσταση παρουσιάζονται σαν δυο διαφορετικές οπτικές γωνίες, η μια αρχική και η άλλη εξακολουθητική. Έτσι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να ερωτευθεί ο βοσκός τη Μοσχούλα. Το πέρασμα αυτό όμως από μια κατάσταση στην άλλη δεν πραγματοποιείται.
Ο ήρωας αρκείται να μας δώσει τα γεγονότα και να περιγράψει τα αισθήματά του, αλλά δεν κάνει λόγο για μια μελλοντική στόχευση. Περνάει μόνο σε μια αξιολόγηση της όλης σκηνής. Πρόκειται για μια μοναδική και ξεχωριστή εμπειρία της «άλλως ανωφελούς ζωής» του.
Τα γεγονότα στη συνέχεια εξελίσσονται γρήγορα. Η Μοσχούλα διασώζεται, αλλά η αγαπημένη μικρή κατσίκα του ήρωα «εσχοινιάσθη». Η λύπη του είναι μέτρια. Θα περίμενε κανείς ότι ο ήρωας έχοντας πετύχει στην κύρια δοκιμασία που μεταφράζεται σε διάσωση της κόρης και ταυτόχρονα έχοντας εξαλείψει τη στέρηση με την επαφή του με το σώμα της κοπέλας θα είχε δικαίωμα στην αναγνώριση. Πουθενά όμως δε γίνεται λόγος για την ανταμοιβή του ήρωα. Και το χειρότερο είναι η έκπτωση της ιδανικής γυναίκας. Ο αφηγητής αναφέρει «Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε. Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τι γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι.»
Η Εύα συνδέεται με το προπατορικό αμάρτημα και την έξοδο των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο. Ο ώριμος αφηγητής βλέπει με διαφορετικό τρόπο το πολύτιμο αντικείμενο. Η ιδανική γυναίκα μετατρέπεται σε κάτι συνηθισμένο. Δεν είναι όνειρο πια. Στη συνέχεια ο ήρωας σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο και γίνεται δικηγόρος. Αντί όμως να περάσουμε σε μια κατάσταση βελτίωσης περνάμε σε μια φάση επιδείνωσης που τοποθετείται στο μετά, στο σήμερα δηλαδή. Μισεί τώρα το δικηγόρο, στο γραφείο του οποίου εργάζεται. Ο ήρωας έχει πια ενταχθεί στον κόσμο της δράσης. Αξιολογεί όμως αρνητικά τον εαυτό του. Γνώρισμά του είναι η μεταμέλεια, για τις σπουδές του και τη μεταγενέστερη ζωή του. Δεν είναι ευχαριστημένος με το δρόμο που ακολούθησε. Η επιθυμία του έχει σχέση με το παρελθόν «Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!...», δηλαδή από τη σκοπιά του σήμερα αξιολογεί και μετράει την αισθητική συγκίνηση που του πρόσφερε η επαφή με την κόρη και τη θεωρεί ως την πιο πολύτιμη εμπειρία της ζωής του. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική και η έκφραση που χρησιμοποιεί στην αρχή του αφηγήματος «Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής. Την τε- λευταίαν φοράν οπού εγεύθην την ευτυχίαν ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187...».
Η δήλωση αυτή επιβεβαιώνει την απόλυτη στέρηση του ήρωα. Στο αφήγημα ωστόσο εκτός από την ιστορία του βοσκού υπάρχει και μια συντομότερη που αναφέρεται στον πατέρα Σισώη που του έμαθε γράμματα. Ο Σισώης ασφαλώς δεν αποτελεί το πρότυπο του ιερέα. Έτσι στην περίπτωσή του οι καταστάσεις πάθους μεταφέρονται στο χώρο του ιερού, που την αντιπροσωπεύουν το δόγμα και οι κανόνες της εκκλησίας. Με άλλα λόγια η ανθρώπινη δράση κρίνεται με κανόνες που βρίσκονται πάνω από την κοινωνία και απαιτεί τον απόλυτο σεβασμό τους. Έχουμε επομένως να κάνουμε με δυο σύμπαντα, ένα πνευματικό σύμπαν, πηγή και αποθήκη των αξιών και ένα ανθρώπινο σύμπαν. Η δράση του Σισώη μπορεί να τοποθετείται στον κόσμο της δράσης, αλλά στοχεύει πάντοτε στο πνευματικό σύμπαν.
Ο Σισώης εμφανίζεται από την αρχή να έχει τον ρόλο του αμαρτωλού. Δεν είναι καθόλου ο προστάτης και ο φύλακας του ιερού νόμου. Στα χρόνια της επανάστασης κλέβει, όπως λένε, μια Τουρκοπούλα από ένα χαρέμι της Σμύρνης και την παντρεύεται. Έχουμε λοιπόν ένα πρώτο ασυμβίβαστο. Ο ιερέας, ενώ οφείλει να ενεργήσει σύμφωνα με τη θέληση του ουράνιου Πομπού, προτιμάει τις επίγειες απολαύσεις και μάλιστα δημιουργεί οικογένεια. Επομένως μετά την έκπτωση οφείλει να δράσει σύμφωνα με τους οικογενειακούς κώδικες που απαιτούν να γίνει φύλακας της οικογενειακής ζωής. Γίνεται λοιπόν δάσκαλος και όλοι τον σέβονται. Έχουμε εδώ μια αντιφατική κατάσταση. Ο σεβαστός δάσκαλος, το προβεβλημένο δηλαδή πρόσωπο στην κοινωνία, είναι ταυτόχρονα και ένας αμαρτωλός, ένας άνθρωπος που έχει βεβαρημένο παρελθόν. Η σκηνική του παρουσία είναι αρνητική. Ενεργεί ως ένα άτομο που σκέφτεται μόνο τον εαυτό του και ικανοποιεί μόνο τις προσωπικές του επιθυμίες. Η συμπεριφορά του αποτελεί ουσιαστικά μια πρόκληση. Το υποκείμενο λοιπόν οφείλει να
αποφασίσει για τη στάση που θα κρατήσει στη ζωή. Πραγματικά ο Σισώης περνάει σε μια ερμηνευτική διαδικασία και διαπιστώνει ότι δεν έχει κάτι άλλο να κάνει στη ζωή του, εφόσον εξασφάλισε την οικογένειά του. Τότε επιθυμεί να επιστρέψει στο χώρο του ιερού και να ενεργήσει σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες: «κ’ εγκατεβίωσεν εν μετανοία, εις το Κοινόβιον του Ευαγγελισμού. Εκεί έκλαυσε το αμάρτημά του, το έχον γενναίαν αγαθοεργίαν ως εξόχως ελαφρυντικήν περίστασιν, και λέγουν ότι εσώθη».
Έχουμε λοιπόν δυο διαφορετικά μοντέλα ζωής, το ένα του βοσκού και το άλλο του Σισώη. Η σύγκριση είναι αναγκαία. Το κοινό τους σημείο είναι η ύπαρξη και στις δυο περιπτώσεις ενός ποθητού αντικειμένου. Ο μεν Σισώης και τις σωματικές του απαιτήσεις ικανοποιεί και την ψυχή του σώζει.
Ο ήρωας αγγίζει το σώμα της Μοσχούλας εξιδανικεύοντας τις σωματικές του παρορμήσεις. Δεν καταφέρνει όμως να ολοκληρώσει τίποτε. Παραμένει σε κατάσταση στέρησης. Τέλος ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχέση Πολιτισμού/ Φύσης στο διήγημα. Βλέπουμε όμως ότι ο ήρωας αποδέχεται τις φυσικές αξίες και απορρίπτει τους πολιτισμικούς κώδικες.
Το έργο λοιπόν εκφράζει τον πόθο του υποκείμενου για ζωή και πληρότητα. Πρόκειται για αξίες καθαρά ζωικές που υλοποιούνται στη Φύση. Αντίθετα η ένταξή του στον κόσμο της δράσης του δημιουργεί ένα αίσθημα αδιεξόδου και μια δυσφορική κατάσταση. Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι αναγκαία η σύγκριση με το παράδειγμα του Σισώη. Στο χώρο του ιερού όλα είναι διευθετημένα σύμφωνα με τους κανόνες και υπάρχει λύση και τελικά ελπίδα. Στο χώρο της δράσης η δυσφορία, το αδιέξοδο και τελικά η στέρηση είναι κυρίαρχα. Έχει λοιπόν δίκιο ο ήρωας όταν αναφωνεί:
Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου