Πραγματεύεται το θέμα της ποίησης ως νηπενθούς φαρμάκου. Εδώ το ιστορικό θέμα γίνεται αφορμή φιλοσοφικού στοχασμού, γι’ αυτό και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ψευδοϊστορικό.
Γράφτηκε πιθανώς τον Αύγουστο του 1918 και πρωτοκυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1921.
Χωρίζεται σε δύο άνισα μέρη (στ. 1-6 και 7-9). Οι στ. 2 & 7 και 4 & 8 επαναλαμβάνονται ολικώς ή μερικώς.
Τίτλος: Η Κομμαγηνή, άλλοτε (164 π.Χ – 72 μ.Χ.) ανεξάρτητο κρατίδιο στα βορειοανατολικά της Συρίας, ήταν ως το 638 –οπότε καταλήφθηκε από τους Άραβες- τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η χρονολογία του τίτλου τοποθετεί το μονόλογο του Ιάσωνος 53 χρόνια μετά το διαγούμισμα της Κομμαγηνής από το Χοσρόη Α’ της Περσίας, και τέσσερα χρόνια μετά τη συνθήκη ειρήνης του βυζαντινού αυτοκράτορα Μαυρικίου με το Χοσρόη Β’.
Το ποίημα πρωτογράφτηκε με τον τίτλο «Μαχαίρι». Ο πρώτος τίτλος υπογράμμιζε τη φρίκη των γηρατειών, άφηνε όμως ξεγυμνωμένη την προσωπική πληγή του ποιητή. Γι’ αυτό ο Καβάφης σπεύδει να χρεώσει τη μελαγχολία και την οδύνη στο φανταστικό ποιητή Ιάσονα Κλεάνδρου. Είναι ένας δυσανάλογα μεγάλος τίτλος με προσεκτικά τοποθετημένη στίξη, ώστε να προβάλλει τα μέρη από τα οποία απαρτίζεται, που υποστηρίζει και συμπληρώνει ποικιλοτρόπως το ποίημα· ορίζει το ιστορικό πλαίσιο και τον αφηγητή και δίνει έτσι διαχρονική ισχύ στα λεγόμενά του. Είναι ένας στίχος που θα μπορούσε να πάρει τη θέση του μέσα στο ποίημα. Είναι ένας από τους εκτενέστερους τίτλους ποιημάτων που έγραψε ποτέ ο Καβάφης. Όχι χωρίς λόγο, γιατί το ιστορικό άλλοθι αυτού του εσωτερικού μονολόγου περιορίζεται στον τίτλο, και έτσι η ταύτιση των δυο ποιητών γίνεται σχεδόν αναπόφευκτη. Το ποίημα κάλλιστα θα μπορούσε να επιγράφεται «Μελαγχολία του Κωνσταντίνου Καβάφη / ποιητού εν Αλεξανδρεία·1921 μ.Χ.». Ο Καβάφης, λοιπόν, κάνει χρήση ενός ποιητικού προσωπείου και ταυτίζεται με τον Ιάσονα Κλεάνδρου.
* Η λέξη μελαγχολία ανταποκρίνεται στην ψυχική κατάσταση του ποιητή.
* Ἰάσωνος Κλεάνδρου ποιητοῦ: το πρόσωπο είναι φανταστικό, προσωπείο του ποιητή, στο οποίο προβάλλει τα συναισθήματα και τους προβληματισμούς του. Η ταύτιση ενισχύεται κι από το γεγονός ότι ο ποιητής υποδύεται έναν ποιητή. Ενισχύεται κι από το γεγονός ότι το 1918 ο Καβάφης ήταν 55 χρονών, στην ηλικία που ξεκινά η γήρανση του ανδρικού σώματος.
* ἐν Κομμαγηνῃ: Είναι ένα ανύπαρκτο πλέον κρατίδιο που συμβολίζει τη φθορά που έρχεται με το χρόνο.
* 595 μ.Χ.: το έτος είναι τυχαίο και υποδηλώνει ότι η θλίψη για τη γήρανση του σώματος και της μορφής, αλλά και η θεραπευτική δύναμη της ποίησης, είναι διαχρονική.
Ο ποιητής θα μπορούσε να εξομολογηθεί άμεσα την άσχημη ψυχολογική του κατάσταση και να παραλείψει το ιστορικό άλλοθι καθώς και το φανταστικό πρόσωπο, βάζοντας τον τίτλο «Μελαγχολία ποιητού». Δεν το κάνει όμως γιατί α) θέλει να αποστασιοποιηθεί από το δικό του πρόβλημα και να το αντιμετωπίσει πιο αντικειμενικά β) θέλει να κάνει πιο πειστική τη θέση του παρουσιάζοντας το πρόβλημά του πιο συγκεκριμένο κι αληθινό. γ) θέλει να αποκτήσει διαχρονικότητα το πρόβλημα της γήρανσης του σώματος και η θεραπευτική δύναμη της ποίησης.
Α’ μέρος (στ. 1-6) (το πρόβλημα και οι ελπίδες του Ιάσονα σχετικά με τη σωτηρία του)
Στ. 1-3: δίνεται η ψυχολογική κατάσταση του αφηγητή-ποιητή, η αιτία της «μελαγχολίας» του τίτλου: η φθορά που φέρνει στο σώμα το πέρασμα του χρόνου. Στον πρώτο στίχο έχουμε το μοτίβο των γηρατειών που τοποθετούνται στο σώμα (κορμί) και τη μορφή (πρόσωπο) του ποιητή. Στο δεύτερο στίχο υπάρχει η λέξη πληγή, που επαναλαμβάνεται άλλες δυο φορές σε καίρια σημεία του ποιήματος, ίσως γιατί είναι η χαρακτηριστικότερη μορφή φθοράς στο ανθρώπινο σώμα. Το φριχτό μαχαίρι είναι βέβαια ο χρόνος. Στον τρίτο στίχο διαφαίνεται η αδυναμία του ποιητή να παρηγορηθεί ή να υπομείνει, να συμφιλιωθεί με το χρόνο και τα αποτελέσματά του.
Στ. 4-6: αναζητά παρηγοριά, γιατρειά στην Τέχνη της Ποίησης (όχι τυχαία η χρήση των κεφαλαίων). Για τα μαγικά φάρμακα της ποίησης που κατευνάζουν τον πόνο εκλιπαρεί ο ποιητής. Η ποίηση σβήνει τον πόνο, νικά τη φθορά, συμπληρώνει το βίο (τον ευεργετικό της ρόλο βλέπουμε στον Καισαρίωνα) με τη μαγική δύναμη της Φαντασίας που συλλαμβάνει και με τη μαγική λειτουργία του Λόγου, της γλώσσας, που πραγματοποιεί τη σύλληψη. Η ποίηση φάρμακο νηπενθές ( «Νηπενθή» ονομάζεται και η δεύτερη ποιητική συλλογή του Κ. Καρυωτάκη-1921). Οι λέξεις κάπως και δοκιμές αναιρούν τη λύση παρουσιάζοντας την πρόσκαιρη και περιστασιακή. Εξάλλου οι λέξεις φάρμακα και νάρκης υποβάλλουν άμεσα στον αναγνώστη την εντύπωση της πρόσκαιρης, της μη οριστικής θεραπείας. Η ποιητική πράξη λειτουργεί σαν ναρκωτικό.
Β’ μέρος (στ. 7-9) (η τελική επίκλησή του προς την ποίηση)
Από το προηγούμενο τμήμα φάνηκε πως η ποίηση γιατρεύει τον πόνο, αλλά όχι απόλυτα (κάπως, δοκιμές). Ο ποιητής κλείνει το ποίημα επαναλαμβάνοντας με άλλα λόγια αυτή τη διαπίστωση: η ποίηση δεν επουλώνει την πληγή, αλλά ανακουφίζει από τον πόνο (να μη νοιώθεται η πληγή) που προκαλεί η πληγή από το μαχαίρι μόνο για λίγο. Δεν μπορεί να σβήσει τα σημάδια του χρόνου από το σώμα του. Ο ποιητής δεν έχει αυταπάτες και γνωρίζει πως το κακό της φύσης είναι αναπότρεπτο και αθεράπευτο. Γι’ αυτό ζητεί ένα φάρμακο παυσίπονο ( κάπως, νάρκης του άλγους δοκιμές, για λίγο, να μη νοιώθεται η πληγή).
Αυτοαναφορικός χαρακτήρας (ποίημα για την ποίηση)
Στο ποίημα αυτό ο Καβάφης εκθέτει την άποψη του για τη δύναμη της ποίησης, για τη λειτουργία της ως νηπενθούς φαρμάκου, αφού με φαντασία και λόγο υπερβαίνει την καθημερινότητα και πλάθει μορφές του κάλλους. Με λίγα λόγια, Η Μελαγχολία … είναι η θεωρία του Καβάφη για τη δύναμη της ποίησης, ενώ ο Καισαρίων η πρακτική εφαρμογή της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου